Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Παντελής Βουτουρής: Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα:Παλαμάς-Νίτσε, εκδόσεις Καστανιώτη,Αθήνα 2006,σελ.334.




Πρόκειται για ένα σημαντικό δοκίμιο για να κατανοήσουμε με έγκυρο τρόπο τις επιρροές του Φ.Νίτσε στον ελληνικό στοχασμό, οι οποίες απλώνονται σε αρκετούς στοχαστές και έχουν διάρκεια στο χρόνο. Βέβαια οι επιδράσεις αυτές έχουν ένα υψηλό προαπαιτούμενο, το κριτήριο της γλώσσας που σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να ξεπεραστεί και είναι η αιτία πολλών παρερμηνειών και παρεξηγήσεων Λίγες είναι οι αξιόπιστες μεταφράσεις έργων του Νίτσε στην Ελλάδα και ακόμη λιγότεροι ήσαν αυτοί από τους στοχαστές που γνώριζαν επαρκώς γερμανικά ώστε να μπορούν να διαβάσουν τα πρωτότυπα. Ο Π.Βουτουρής υποστηρίζει ότι ο Κ.Χατζόπουλος , εκδότης του περιοδικού Τέχνη είναι ένας από τους σημαντικότερους αγωγούς που διοχετεύονται στην χώρα μας οι νιτσεϊκές σκέψεις αλλά το έργο του παραμένει ανεπηρέαστο από αυτές ενώ μετά το 1905 στρέφεται στον μαρξισμό και εγκαταλείπει τον Νίτσε.Βεβαίως ο Παλαμάς δέχεται πολλές διαφορετικές επιδράσεις ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις απόψεις που σε μια πρώτη ανάγνωση είναι νιτσεϊκές στην πραγματικότητα έχουν άλλες αφετηρίες. Σύμφωνα με τον Βουτουρή ο Παλαμάς στα 1899 διαβάζει για πρώτη φορά μια επιλογή έργων του Νίτσε.Στο ίδιο διάστημα η θεωρία του θα έχει τρία θεμέλια: αριστοκρατισμός, κοσμοπολιτισμός, ατομικισμός. Παρά το γεγονός θα κατακρίνει την διεφθαρμένη και αποκτηνωτική εκπαίδευση θα καταλήξει σε μια θεωρία που αντιτίθεται στην δημοκρατία, στον σοσιαλισμό, στον ανθρωπισμό , τον εξισωτισμό. Βεβαίως στην συνέχεια οι απόψεις αυτές θα εκτοπιστούν από την αγωνία του για την τύχη του ελληνισμού. Άλλωστε και στον νιτσεϊκό Ζαρατούστρα εντοπίζονται αναλογίες με τον χριστιανισμό(σελ.83). Τελικά το φιλοσοφικό σύστημα του Παλαμά είναι εθνοκεντρικό και αυτό τον διακρίνει από τον Νίτσε(σελ.87). Στην συνέχεια ο Βουτουρής θα ασχοληθεί από τις νιτσεϊκές επιρροές στον Ι.Δραγούμη και στον ρατσιστή δημοτικιστή Π.Βλαστό.Μεγάλο μέρος του δοκιμίου περιλαμβάνει την εξέταση βασικών έργων για τον Παλαμά όπως αυτά του Κ.Τσάτσου, του Α.Χουρμούζιου, του Δ.Βεζανή και άλλων. Ο Βουτουρής τελικά συμπεραίνει ότι ο Παλαμάς ήταν επιλεκτικός έναντι του Νίτσε ώστε ενώ συμμερίστηκε τον αριστοκρατισμό στάθηκε μακρυά από τον αντιχριστιανισμό και την αθεϊα.Η ελληνολατρία τον οδηγούσε στην βεβαιότητα ότι το Βυζάντιο και ο χριστιανισμός είναι μέρος της ελληνικής ταυτότητας και συνεπώς δεν μπορούν να απορριφθούν(σ.279). Επίσης ο Παλαμάς αποδέχθηκε τον φεμινισμό όσο και την επιστήμη (σελ.283), ενώ δεν είναι επικριτικός προς την Ευρώπη όπως ο Νίτσε.
Το έργο κλείνει με ανέκδοτες σημειώσεις του Παλαμά για τον Νίτσε.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Γ.Β.Δερτιλής: Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Π.Ε.Κ,Σεπτέμβριος 2014. Στοιχεία για την συνέχεια του ελληνικού έθνους






Ο Γ.Β.Δερτιλής είναι ένας μετριοπαθής ιστορικός, κυρίως της οικονομίας και κατά δεύτερο των πολιτικών γεγονότων, συνεργάστηκε μάλιστα με ιστορικούς όπως ο Σ.Ασδραχάς στην συγγραφή πρωτότυπων μελετών.Καταλήγει πως δεν είναι το κράτος που δημιουργεί το ελληνικό έθνος αλλά το έθνος το κράτος. Βεβαίως λοιπόν ο ελληνισμός δεν δημιουργείται με την επανάσταση του 1821 αλλά έχει μακρά ιστορική διαδρομή. Γράφει συγκεκριμένα: " ο εθνικισμός ήταν αναγκαίος για το κράτος ήταν, όμως,, και υπαρκτός και ιστορικά αναπόφευκτος, διότι προϋπήρχε του κράτους, πολύ πριν το 1821. Προϋπήρχε ως αρχέγονο πατριωτικό αίσθημα στις συνειδήσεις των ελληνορθόδοξων και ελληνοφώνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Επτανήσου και της διασποράς. Η διαμόρφωση αυτού του αισθήματος , βαθμιαία και αργόσυρτη , ήταν το αποτέλεσμα μακραίωνης διαδικασίας. Οι απαρχές της ανάγονται στους βυζαντινούς χρόνους(σελ.339).
Ο Δερτιλής θεωρεί ως βασικό σημείο την καθιέρωση στο Βυζάντιο από την εποχή ήδη του Ηράκλειου της ελληνικής γλώσσας ως της επίσημης γλώσσας (άλλωστε ο μεγαλύτερος πληθυσμός του ήταν ελληνόγλωσσος) του κράτους και η αναβίωση της αρχαιοελληνικής παιδείας (σ.340). Ο χαρακτηρισμός Έλληνες απαλλαγμένος από τις θρησκευτικές συμπαραδηλώσεις (παγανιστής) αφορούσε όλον τον ελληνόγλωσσο πληθυσμό(σελ.340). Ο Δερτιλής επισημαίνει "στην πολιτισμική στροφή είχε εμμέσως συντελέσει και η ελληνική "κοινή" όπως είχε διαμορφωθεί, ως γλώσσα της Εκκλησίας, στους προηγούμενους αιώνες (σελ.340), ενώ "επί 1400 χρόνια, άλλωστε, όλοι οι ορθόδοξοι κληρικοί των βυζαντινών και αργότερα των οθωμανικών επαρχιών διορίζονταν από το Πατριαρχείο και ήταν ελληνόγλωσσοι"(σελ.341). Ο Δερτιλής τονίζει ότι τα μέλη της βυζαντινής ηγεσίας "είχαν επιπλέον αναπτύξει, μέσω των κλασσικών κειμένων, μια ισχυρή πολιτισμική ταύτιση με την ελληνική Αρχαιότητα. Όπως ήταν φυσιολογικό, οι πιο συνειδητοί οπαδοί αυτής της ιδεολογικής στροφής ήταν λόγιοι. Από αυτά τα στρώματα προέρχονται οι μαρτυρίες όσων θεωρούσαν εαυτούς όχι μόνον Ρωμαίους ή Βυζαντινούς αλλά και Έλληνες. Τέτοιες μαρτυρίες απαντώνται από τον 9ο αιώνα και πυκνώνουν τον 11ο αιώνα, όταν πλέον ο Μιχαήλ Ψελλός έδωσε συνεκτική μορφή στις πολλαπλές ταυτίσεις με την ελληνική Αρχαιότητα και τις αιτιολόγησε με σαφείς πολιτισμικούς όρους, με με συγκεκριμένες αναφορές στην πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία. Χρησιμοποιούσε, εξάλλου, την αρχαϊζουσα γλώσσα που διαδιδόταν σε λόγιους κύκλους ήδη από την εποχή των Πατέρων της Εκκλησίας και απείχε πολύ τόσο από την Κοινή των Ευαγγελίων όσο και από την δημώδη των υστεροβυζαντινών χρόνων"(σελ.341). Μάλιστα μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας "η ταύτιση με το Γένος άρχισε να διαδίδεται ακόμη ευρύτερα ως συλλογική ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στενότατα με την θρησκευτική διαφοροποίηση των ελληνορθόδοξων από τον λίγο-πολύ "αλλόθρησκο" και εχθρικό περίγυρό τους"(σελ.345).
Ο Γ.Δερτιλής γράφει "συμπερασματικά και με άλλα λόγια, ο ελληνικός εθνικισμός προϋπήρχε του ελληνικού κράτους ως συλλογική συνείδηση του Γένους και ως αρχέγονος πατριωτισμός. Στα τέλη του 18ου αιώνα , η συνείδηση του ανήκειν στο "Γένος" μεταλάχθηκε στην νεωτερική συνείδηση του ανήκειν σε ένα Έθνος και αυτή με την σειρά της καθοδήγησε το επαναστατικό αίτημα για ανεξάρτητο Εθνικό κράτος"(σελ.347).
Ο Δερτιλής εντοπίζει βιωματικές ταυτίσεις και ψυχικά θεμέλια του πατριωτισμού στην κοινή γλώσσα, στην θρησκεία , στον τόπο καταγωγής, στο κοινό μυθικό-ιστορικό παρελθόν(σελ.348,349).
Απαντώντας μάλιστα σε ιδεοληψίες που αναδύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες γράφει: " το ελληνικό κράτος του 1830 ή του 1840 δεν θα μπορούσε ποτέ να "κατασκευάσει" χωρίς αυτά τα θεμέλια , εκ του μηδενός έναν εθνικισμό μαζικό και έναν αλυτρωτισμό με μεγάλες απαιτήσεις θυσιών. Είναι άραγε δυνατόν ένας τέτοιος "εθνικισμός της αυταπάρνησης" να δημιουργήθηκε αιφνιδίως και εκ του μη όντος;"(σελ.350). Άλλωστε η αρχέγονη αναζήτηση του ελληνικού έθνους δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, ιδιοτυπία αλλά κοινό στοιχείο όλων των ευρωπαίκών εθνών(σελ.351). Ο Γ.Δερτιλής θα εγκωμιάσει, ακολουθώντας σε αυτό το σημείο τον Κ.Θ.Δημαρά, τον Κ.Παπαρρηγόπουλο , το "μνημειώδες έργο του"(σελ.353) , τον "έλλογο εθνικισμό του", που με "μεγαλειώδη τρόπο " κήρυξε την συνέχεια δια μέσου του Βυζαντίου "εντάσσοντας, αναποφεύκτως, την ιστορία της Μακεδονίας στην ιστορική συνέχεια και κηρύσσοντας εναγωνίως την ενότητα στους σύγχρονους Έλληνες"(σελ.353).

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Ιωάννης Τσέγκος, Η Ριρή-Διηγήματα, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ , Αθήνα 2016.




Δημοσιεύθηκε στη ΡΗΞΗ φ.140
Μετά την συλλογή διηγημάτων «ο Ανταρτόπαππας», ο Γ.Τσέγκος, επιστρέφει με την νέα συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Η Ριρή» από τα οποία τα περισσότερα έχουν ήδη δημοσιευθεί στα περιοδικά που συνεργάζεται όπως το «Κοράλλι» και το «Άρδην».
Γραμμένα σε μια απλή, γνήσια, στρωτή νεοελληνική γλώσσα έχει την δύναμη να διαπλάθει χαρακτήρες με ευκρινή χαρακτηριστικά και εικόνες με πλαστικότητα, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και ζωντάνια. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να απαντήσουμε αν τα περιστατικά που περιγράφει είναι γέννημα της δημιουργικής φαντασίας ή αντίθετα έχουν συμβεί με τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο. Η λεπτή ειρωνεία, ο σαρκασμός, η επιστράτευση του κωμικού στοιχείου χρησιμοποιούνται σε αρκετά από αυτά όχι μόνο ως τρόπος απομυθοποίησης καταστάσεων αλλά και για να υποδειχθεί η ίδια η τραγικότητα και η αντιφατικότητα της ύπαρξης. Όλα αυτά ενισχύονται από τα σκίτσα του Δ.Μοράρου και του Ε.Παπαδημητρίου.
Κατά αυτόν αυτό τον τρόπο η σοβαροφάνεια της κομματικής πειθαρχίας, η ατσαλάκωτη κομματική γλώσσα, η υποκρισία του ευσεβισμού σαρκάζονται και άμεσα αποδεικνύονται πόσα λίγο συμβιβάζονται με την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχικού κόσμου. Τα έτοιμα τσιτάτα, η πνευματική μονομέρεια ακολουθούν συνήθως την πολιτική εσχατολογία αλλά στέκονται εντελώς ανίκανα να ερμηνεύσουν την απρόβλεπτη και σύνθετη ανθρώπινη ύπαρξη.
Αλλά ας γίνομαι πιο συγκεκριμένοι. Το διήγημα «Η εις καμπαρέ κάθοδος» ως παραλλαγή του «η εις Άδου κάθοδος» περιγράφει μια νεανική παρέα που προσπαθεί να δικαιολογήσει μια νεανική παρεκτροπή με τις αυστηρές κομματικές εντολές που προτρέπουν σε μια συγκεκριμένη βιωτή που πρέπει να ακολουθεί ο αριστερός αγωνιστής. Γράφει λοιπόν ότι ο λόγος που ο ήρωας του προσχωρεί στην αριστερά είναι «η συμπάθεια του προς την Αριστερά οφείλονταν στην Αντίσταση και κυρίως στο Κυπριακό»(σελ.11) αλλά όμως «δεν έπαιρνε στα σοβαρά την ηθικολογική, στα ερωτικά, νοοτροπία που κυριαρχούσε στην Αριστερά, αλλά και σε άλλες οργανώσεις όπως οι ευσεβιστικές, που κι’ αυτές είχαν μεγάλη απήχηση στη νεολαία»(σελ.11). Το «μελίσσι των ψυχών» είναι ένα άλλο διήγημα, συγκινητικό με έντονη μεταφυσική διάθεση όπου επισημαίνεται «οι μεταφυσικές τελετουργίες αποτελούν μια πολύτιμη, θεραπευτική, νηπενθή διαδικασία όπως και η Μακαριά, δηλαδή το τραπέζωμα όλων όσοι συνοδέψαμε τη μεταστάσα ως την τελευταία κατοικία»(σελ.27). Σε κάθε εξόδιο ακολουθία στήνεται μια κοινότητα δίπλα από πόνος, η απογοήτευση, το αδιέξοδο καταλαγιάζουν και να οδηγούμεθα στην χαρμολύπη, στον ευφρόσυνο πόνο. Στο διήγημα «Στου Μπαρμπαλιά» περιγράφεται με αφορμή τις εμπειρίες από μια ταβέρνα περιγράφεται μια εποχή όπου η φτώχια και η έλλειψη ήταν ο γενικός κανόνας. Στο διήγημα «για ένα μπουκάλι κολώνια» περιγράφεται ο κόσμος της εθνικής αντίστασης, ο ρόλος του ΚΚΕ και της αριστεράς σε αυτά, και πως τα δραματικά γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου καθόρισαν τουλάχιστον δύο γενιές. Το ίδιο κλίμα συναντούμαι στο διήγημα «το συναξάρι των προοδευτικών» όπου τονίζεται ότι ο «έρωτας απάλυνε τις ιδεοληψίες»(σελ.73).
Ένα ψηφιδωτό της εκκλησιαστικής κοινότητας μας δίνει το διήγημα «Στον Άι-Γιάννη», ενώ στέκεται και πάλι στα γεγονότα της κατοχής και σε όσα επακολούθησαν, όπως γράφει: «στα χαμηλά πεζούλια του αυλόγυρου της εκκλησίας μαζεύονταν τα βράδυα οι άνδρες και κουβέντιαζαν∙ γυναίκες σχεδόν ποτέ. Αυτές μαζεύονταν στη βρύση, που ήταν στο ανατολικό άκρο του οροπεδίου, όπου κουτσομπόλευαν αλλά και τραγουδούσαν. Η βρύση ήταν στον δρόμο, τον μοναδικό, που πήγαινε για το Θραψίμι κι από αυτόν περνούσαν τότε αντάρτες και καπεταναίοι, με γένια και φυσεκλίκια∙ γέμιζαν στη βρύση τα παγούρια τους, έπιναν και οι ίδιοι από την πέτρινη κούπα, για να «χαιρετήσουν» τη βρύση, και μετά έβρεχαν τα γένεια τους και τα μαλλιά τους»(σελ.99).
Το διήγημα «Η Ριρή» που χάρισε και τον τίτλο στο βιβλίο περιγράφει μια κατάσταση που μεταβαίνουμε από το εκείθεν στο εντεύθεν, η μεταφυσική διάθεση, η συμμετοχή στην εκκλησιαστική κοινότητα μετατρέπεται σε χοϊκή και γήινη διάθεση. Εδώ ξεπηδούν τα ένστικτα της ζωής, του έρωτα, ακατέργαστα, πρωτόγονα, αταβιστικά, ισχυρά σαν ένας χείμαρρος που γκρεμίζει στο πέρασμα του το κάθε φράγμα. Βεβαίως ο έρωτας και η επιδίωξη της ισχύος είναι σταθερά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά που πιθανόν να εκλογικεύονται ή να εκτρέπονται μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού, αλλά για να θυμηθούμε τον Νίτσε και τον Φρόϋντ δεν παύουν να συνοδεύουν διηνεκώς την ανθρώπινη ύπαρξη.
Τέλος το διήγημα για τον Κώστα Τσιρόπουλο, για αυτόν τον εκλεκτό στοχαστή, περιγράφει με χιούμορ και ζωντάνια αυτή την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που υπήρχε στο παλιότερο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Φίλων, στην επονομαζόμενη στοά του Απότσου.
Ο Γιάννης Τσέγκος εκπληρώνει αυτό το στοιχείο που επιζητούσε ο Γ.Σεφέρης, να γράφει απλά αλλά και αληθινά. Όμως επιτυγχάνει να περιγράψει με γνήσιο τρόπο την ελληνική κοινωνία μετά τον πόλεμο μέχρι τις ημέρες μας, τους ανθρώπους της με τα ιδιαίτερα αλλά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά τους, όπως ακριβώς είναι με χιούμορ και κατανόηση για την αδυναμία τελικά της ανθρώπινης ύπαρξης.



Δύο κείμενα για τον Παναγιώτη Κονδύλη του Μάριου Μαρκίδη και του Αντώνη Λαυραντώνη που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό "Σημειώσεις" τεύχος 53 και 54 αντίστοιχα.





Μια και περάσαμε από το στάδιο αποσιώπησης στο στάδιο οικειοποίησης του Π.Κονδύλη από το πολιτικό κατεστημένο είναι αναγκαίο να θυμηθούμε δύο κείμενα που είναι απαραίτητα για να κατανοήσουμε την εξέλιξη του. Το πρώτο του Μ.Μαρκίδη εκφωνήθηκε τον Νοέμβριο του 1999 σε τιμητική εκδήλωση στην Στοά Αρσάκη που οργάνωσαν η Εταιρεία Συγγραφέων και οι Εκδόσεις Νεφέλη και στην συνέχεια δημοσιεύθηκε στη Σημειώσεις τ.53. Επιγράφεται "ο Κονδύλης κι εμείς: οι δρόμοι που πήραμε και είναι αφιερωμένο στον συγγραφέα και αγαπητό φίλο Γιάννη Τσέγκο. Υποστηρίζει ότι ο Λαυραντώνης είναι ο πνευματικός πατέρας του Π.Κονδύλης, κάτι που ο τελευταίος πρώτος υποστήριξε. Γράφει ο Μαρκίδης: " Ο Γιάννης ο Τσέγκος, ψυχίατρος σήμερα, άνθρωπος με ανάλογη ετοιμότητα στον χαρακτήρα του να παραβιάζει τις κομματικές συμμορφώσεις και να λοιδωρεί τις λαϊκές σκοπιμότητες, ήταν εκείνος που συνέδεσε τον Κονδύλη με την παρέα μας. Δεν ξέρω πόσο συνέπεσαν τα ενδιαφέροντα του Κονδύλη με τα ενδιαφέροντα ημών των υπολοίπων, καθώς εκείνος - με το μυαλό σφουγγάρι που διέθετε- μπόρεσε γρήγορα να επισκέπτεται τις ιδέες σε "τέσσερις ζωντανές και δύο νεκρές γλώσσες" (Γ.Χατζόπουλος), ενώ οι περισσότεροι από μας μείναμε λίγο ως πολύ δεμένοι με τα "ωραία ελληνικά" και τα αυτόχθονα ποιήματα"(σελ.28). Στην συνέχεια ο Μαρκίδης θα αναφερθεί στην αλληλογραφία ανάμεσα στον Κονδύλη και στον Λαυραντώνη όταν ο πρώτος ζούσε στην Γερμανία. (Τις επιστολές αυτές είχα την τύχη να μας τις παρουσιάσει ο Λαυραντώνης στο σπίτι του Γ.Χατζόπουλου με την παρουσία του συγγραφέα Ρευμόνδου Πετρίδη). Επίσης θα επισημάνει ο Μαρκίδης ότι ο Κονδύλης ήταν "ένα ολότελα εξαρτημένο άτομο" από την ανάγνωση και την γραφή(σελ.33). Θα τονίσει ότι "ούτε ο Λαυραντώνης ούτε ο Κονδύλης ήθελαν τους πολίτες κοπάδια(σελ.34), ενώ θα τελειώσει με την απόφανση του Γ.Χατζόπουλου "ο Κονδύλης ήταν ένας άνθρωπος που δεν ζητούσε χάρη από κανέναν και δεν χαριζόταν σε κανέναν"(σελ.37).
Στο επόμενο τεύχος των Σημειώσεων θα δημοσιευθεί το άρθρο του Α.Λαυραντώνη " Τα διαμορφωτικά χρόνια του Κονδύλη" υπό μορφή επιστολής στον Μαρκίδη. Εκεί θα αναφερθεί στην πνευματική του σχέση με τον Κονδύλη, θα γράψει για τον χρόνο που γνωρίστηκαν, για τις συζητήσεις που έκαναν και την αλληλογραφία τους που ακόμη δεν έχει δημοσιευθεί.Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του σπαρτακιστή-λουξεμπουργκιστή, όμως ο πυρήνας των συμπερασμάτων, που είναι Θουκιδίδειος περιέχεται στην ακόλουθη φράση "τα βαθύτερα όμως, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, που καθορίζουν διιστορικά τον χαρακτήρα των ανθρώπινων κοινωνιών ως εξουσιαστικών-υποδουλωτικών-εκμεταλλευτικών, παραμένουν δυστυχώς (ή ευτυχώς ) αμετάβλητα!(σελ.31). Ο Κονδύλης στο ίδιο μήκος κύματος θα γράψει ένα κείμενο που θα δημοσιευθεί αργότερα με τον τίτλο "οι επαναστατικές ιδεολογίες και ο μαρξισμός" στο βιβλίο του "Μελαγχολία και Πολεμική"(εκδ.Θεμέλιο,2002). Κάπως προφητικά ο Λαυραντώνης τελειώνει γράφοντας " σκέψου όμως τι θα γίνει αν κάποιοι από τους "φωτισμένους" και "προοδευτικούς" πρωτεργάτες της "πολιτιστικής μας καλλιέργειας" ανακαλύψουν κανένα αδιάθετο κονδύλιο για "πολιτιστικά προγράμματα" και με στόχο την γρήγορη κατασπάραξή του παρουσιάσουν λ.χ. κάποια "Ανθολογία Αποφθεγμάτων των Νεοελλήνων Φιλοσόφων" και επιλέγοντας μερικά απ' αυτά (προφανώς για το ανέβασμα του πολιτιστικού μας επιπέδου, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες που κάνουν και τα άλλα γνωστά "πολιτιστικά κέντρα") μας τα κρεμάσουν κορνιζαρισμένα στα λεωφορεία και τις τουαλέτες των Ντίσκο, όπως έγινε με την "Ανθολογία των Ποιητών".Είναι τάχα δύσκολο να βρεθεί κάποιος ασημαντούτσικος αρμόδιος για να πάρει την απόφαση; Αν μάλιστα κρίνει κανένας από τη γενική αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζονται γελοιότητες σαν τη μετατροπή της Ρωμαϊκής Αγοράς σε σουβλατζίδικο, των Πανεπιστημιακών Προπυλαίων σε πασαρέλα μανεκέν μόδας και την αστειότητα της "Βουλής των Εφήβων", τίποτα παρόμοιο δεν μπορεί να αποκλεισθεί"(σελ.38).

Σοφία Αργυρίου: Το εθνικό κίνημα των Ελληνοκυπρίων-κατά την τελευταία περίοδο της Αγγλοκρατίας (πρόλογος Π.Παπαπολυβίου), εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2017, σελ.584.


Ένα εξαιρετικό έργο για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων, τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Άρτιο επιστημονικά έχει αξιοποιήσει αρχεία και πρωτογενείς πηγές. Περιγράφει με ακριβή τρόπο την δυσάρεστη κατάσταση, τις άθλιες συνθήκες που ζούσε ο ελληνισμός κάτω από το καθεστώς της αποικιοκρατίας. Στόχος ήταν η Ένωση. Μετά το δημοψήφισμα και τις ειρηνικές προσπάθειες ακολούθησε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ, με αόρατο ηγέτη τον Γ.Γρίβα. Το πιο σημαντικό δεν ήταν οι μερικές εκατοντάδες ανταρτών που έδρασαν στην ύπαιθρο και στις πόλεις αλλά η επιτυχής κινητοποίηση όλου του πληθυσμού, όλου του λαού από τους μαθητές των σχολείων ως τους εργαζόμενους.Πρόκειται για μια υποδειγματική τακτική ανταρτοπολέμου και αριστοτεχνικού συνδυασμού στρατιωτικών και μη στρατιωτικών μέσων. Σημαντικό ρόλο στην στρατολόγηση των ανταρτών είχε η εκκλησία, τα κατηχητικά της γέννησαν τους αγωνιστές. Η αντίδραση ήταν πανεθνική αφού συμμετείχαν από την δεξιά ως το ΑΚΕΛ . Το τελευταίο παρότι αποδοκίμασε τους δυναμικούς τρόπους της ΕΟΚΑ συμμερίστηκε τον στόχο της Ένωσης. Όμως υπήρξε ο κίνδυνος διολίσθησης σε εμφύλιο σπαραγμό, αλλά ευτυχώς με παρέμβαση του Μακάριου αποσοβήθηκαν τα χειρότερα. Η αντίδραση των Εγγλέζων ίσως δεν είχε να ζηλέψει πολλά από την πρακτική των ναζί. Μετέφερε δυνάμεις 50.000 στρατιωτών, δημιούργησε στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασάνισε εκατοντάδες πολίτες πολλές μάλιστα γυναίκες, εφάρμοσε διάφορες μορφές συλλογικής τιμωρίας από περιορισμό κατ' οίκον ως βαριά πρόστιμα. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός. Οι Άγγλοι έβαλαν στο παιχνίδι τους Τούρκους, οι οποίοι εξαρχής επεδίωκαν την διχοτόμηση, για αυτό και επιχείρησαν να δημιουργήσουν χωριστούς δήμους. Οι Τούρκοι όχι μόνο επάνδρωσαν την αστυνομία αλλά διακρίθηκαν σε πράξεις ωμότητας κατά των Ελλήνων όπως αποκεφαλισμούς. Η ανεξαρτησία προσφέρθηκε στον Μακάριο κάτω από τον κίνδυνο οι Άγγλοι να προχωρήσουν τα σχέδια της διχοτόμησης. Η πίεση των Καραμανλή- Αβέρωφ ήταν καταλυτική ώστε ο Μακάριος να υπογράψει. Η Συμφωνία της Ζυρίχης παρότι έβαλε τέλος στην Αγγλοκρατία δεν δημιούργησε ένα ανεξάρτητο κράτος. Η Κύπρος ήταν με την εγγύηση Αγγλίας, Τουρκίας και Ελλάδος που διατηρούσαν το δικαίωμα επέμβασης, οι Τουρκοκύπριοι εξασφάλισαν υπερβολικά δικαιώματα όπως 30% των εδρών στην Βουλή, σημαντικά υπουργεία όπως το Άμυνας, δικαίωμα veto κλπ.Όλα αυτά τα δεδομένα δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να ξετυλιχθούν τα επόμενα επεισόδια του κυπριακού δράματος που σήμερα γνωρίζουμε.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Ούτε εθνομηδενιστές, ούτε πατριδοκάπηλοι





Η βασική διαφορά που έχουν τα παλαιότερα συλλαλητήρια για την Μακεδονία με αυτό που έγινε στην Θεσσαλονίκη και αυτό που θα επαναληφθεί την Κυριακή 4/2 στην Αθήνα είναι ότι τα πρώτα έγιναν με την ευλογία και την επίνευση του ελληνικού κράτους ενώ τώρα γίνονται με την πρωτοβουλία της κοινωνίας και παρά την αποδοκιμασία του πρώτου. Φαίνεται ότι μια κοινωνία απογοητευμένη, τσακισμένη, παρακμασμένη βρήκε αφορμή και λόγους για να σηκωθεί στα πόδια της. Η ιδεολογία του εθνομηδενισμού αναδύθηκε χρονικά με την άνοδο της παγκοσμιοποίησης και προωθήθηκε στα ΑΕΙ και στα Μέσα Ενημέρωσης κυρίως από την εποχή Σημίτη σπάζοντας με αυτό τον τρόπο την βενιζελική παράδοση αλλά και την παράδοση των Γεώργιου(ο "Γέρος") και Αντρέα Παπανδρέου. Διανοούμενοι όπως ο Λιάκος, η Ρεπούση και διάφοροι δημοσιογράφοι έπαιξαν έναν κρίσιμο ρόλο. Κατ' αυτόν τον τρόπο επιχείρησαν να αναιρέσουν τα πορίσματα των Παππαρηγόπουλου, Σβορώνου, Ασδραχά,Δημαρά αλλά και νεότερων ιστορικών όπως του Γ.Δερτιλή αφενός για την πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού, αλλά αφετέρου για το γεγονός ότι ο ελληνισμός δεν είναι νεότερη κατασκευή ούτε μέχρι το '21 υπήρχαν μόνο ελληνόφωνοι χωρικοί που γίνανε Έλληνες με την επανάσταση. Σε αυτό το σημείο γίνεται μια σκόπιμη σύγχυση ανάμεσα στην υπαρκτή πολιτιστική συνέχεια και στην ιδεοληψία της φυλετικής καθαρότητας. Επίσης σκόπιμα συγχέουν τον εθνισμό με τον εθνικισμό. Είναι εντυπωσιακό ότι ο Θ.Βερέμης όταν γράφει με επιστημονικό ύφος όπως στο έργο του για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν υποστηρίζει ότι ο ελληνισμός είναι πρόσφατη κατασκευή αλλά τον βλέπει να είναι σε σύγκρουση με τον οθωμανισμό από την μάχη του Ματζικέρτ. Ένα ακόμη λάθος που έγινε από μέρους των εθνομηδενιστών είναι η επίκληση της Ευρώπης ως λόγο να αναιρεθεί η ύπαρξη των εθνών. Όμως οι πρώτοι Έλληνες ιδεολόγοι ευρωπαϊστές όπως ο Κ.Τσάτσος και ο Γ.Θεοτοκάς ο μεν πρώτος υποστήριζε ότι το ελληνικό έθνος είναι ανάδελφο ενώ ο δεύτερος θεωρούσε ότι ο ελληνισμός θα έπρεπε μέσα στην Ευρώπη να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά του. Τελικά ο λόγος, κατ'αυτούς, που θα έπρεπε να στραφούμε προς την Ευρώπη δεν ήταν να διακόψουμε έξαφνα την ιστορική μας πορεία αλλά να ενισχύσουμε την γεωπολιτική μας θέση. Κάτι τέτοιο φαίνεται δεν το συμμερίζονται οι εθνομηδενιστές που βλέπουν την παγκόσμια ανομία ως ιδανικό και ευκαιρία ενώ βέβαια όταν είχαν την εξουσία δεν προχώρησαν σε ορισμένες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις όπως ο θεσμικός εκσυγχρονισμός του κράτους και της δημόσια διοίκησης αλλά διαιώνισαν και ενίσχυσαν την κομματοκρατία, το πελατειακό κράτος, την μίζα και το ρουσφέτι. Θεωρώ ότι ο εθνομηδενισμός ηττήθηκε παρότι είχε μαζί του το κράτος, τα μέσα ενημέρωσης μέρος των παραδοσιακών κομμάτων αλλά και ένα μέρος της ΔΗΜΑΡ και του ΣΥΡΙΖΑ .Διάφοροι διανοούμενοι όπως η Ψιμούλη επιχείρησε να αποδομήσει την θυσία του Σουλίου και άλλοι όπως ο Γιαννουλόπουλος και ο Ν.Θεοτοκάς να απομειώσουν τον λόγο και τον βίο του στρατηγού Μακρυγιάννη.Αυτό έγινε όχι μόνο γιατί απαντήθηκε από διάφορους στοχαστές όπως ο Π.Κονδύλης και άλλους που κινήθηκαν γύρω από περιοδικά όπως η ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ παλαιότερα, το ΑΡΔΗΝ (και άλλα όπως η ΕΛΛΟΠΙΑ και τα ΤΕΤΡΑΔΙΑ) αλλά διότι ο εθνομηδενισμός ήταν μια ιδεολογία που δεν είχε ρίζες στην ελληνική κοινωνία με όλες τις αντιθέσεις και αποχρώσεις και επιπλέον ερχόταν σε διάσταση με τις λαμπρές στιγμές της ελληνικής αριστεράς όπως ήταν η εθνική αντίσταση. Μια ιστορική φυσιογνωμία της ελληνικής αριστεράς ο Μίκης Θεοδωράκης πρωτοστατεί πλέον στην πατριωτική αφύπνιση. Εφημερίδες όπως ο "Δρόμος της αριστεράς" ταυτίζεται με το "Άρδην" για το εθνικό ζήτημα. Αλλά ας δούμε τι υποστηρίζει ακόμη μια αναρχική ομάδα με την ονομασία "Πυργίται":
"Ξεκινώντας από το πρόσφατο συλλαλητήριο, ας πούμε ευθύς εξ αρχής πως το θεωρούμε περισσότερο εθνικού παρά εθνικιστικού χαρακτήρα και πως ως τέτοιο θα το προσεγγίσουμε. Πολύ περισσότερο, δε, όταν είναι φανερό, για όσους θέλουν να το δουν, πως πίσω από τον εθνικό χαρακτήρα υποκρύπτονται βαθιές κοινωνικές διεργασίες που σχετίζονται άμεσα με τον οικονομικής υφής εξανδραποδισμό της τελευταίας δεκαετίας.
Έχοντας αναφέρει το παραπάνω, δεν αγνοούμε πως στο συλλαλητήριο συμμετείχαν – φυσικά – άπαντες οι εθνικιστές, αλλά δεν ήταν αυτοί που έδωσαν το «εσωτερικό χρώμα» της κινητοποίησης παρά μόνον, ίσως, το επίχρισμά της. Σε 300 – 400 χιλιάδες κόσμου (με μια μάλλον προσγειωμένη εκτίμηση) η παρουσία τους ήταν μειοψηφική και η ανάδειξή τους προήλθε κυρίως από την προσοχή που, βεβαίως, τους έδωσαν οι «αντίπαλοί» τους ως απόπειρα δικής τους άμυνας.
Για εμάς υπάρχει μια λεπτή αλλά υπαρκτή και πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού. Ο εθνισμός συνδέεται με την ύπαρξη και κυρίως τη συνειδητοποίηση πολιτιστικών συγγενειών, κυρίως γλωσσικών, συγγενειών «έθους» και αντιλήψεων για τη ζωή και τον θάνατο, βασικό ρόλο στις οποίες παίζουν και οι θρησκευτικές ή άλλες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Συνδέεται, επίσης και με την αντίληψη μιας ιστορικής συνέχειας αυτών των χαρακτηριστικών, που μπορεί να είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό υπαρκτή. Αντίθετα, ο εθνικισμός συνδέεται, αναγκαία, με την ύπαρξη μιας κρατικής οντότητας, η οποία οργανώνει τον πυρήνα και την ιδεολογική συνοχή της στη βάση μιας κυρίαρχης εθνότητας– είτε υπαρκτής είτε υπό κατασκευή – σε έναν γεωγραφικό χώρο, προσδοκώντας στην μακροημέρευσή της μέσω της ταύτισης των συμφερόντων της εξουσίας με τα συμφέροντα των μελών της εθνότητας.
Ο εθνισμός, λοιπόν, δεν διαθέτει τα επιθετικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού που επιθυμεί να ενσωματώσει δια της καταπίεσης ή του πολέμου άλλους πληθυσμούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί μια λογική ιστορική διεργασία η οποία μπορεί να συνδέεται ή να μην συνδέεται καθόλου με μια οργανωμένη δομή εξουσίας.
Οι συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο δεν επέδειξαν στην πλειοψηφία τους τέτοιας μορφής επιθετικά χαρακτηριστικά προς τον πληθυσμό των Σκοπίων, επομένως ο χαρακτηρισμός τους συλλήβδην ως «εθνικιστών» είναι πλήρως ανεδαφικός.
Κάποιοι θα απέρριπταν τη διάκριση που κάνουμε, θεωρώντας πως δεν μπορεί να υφίσταται το ένα δίχως το άλλο, ο εθνικισμός δηλαδή δίχως τον εθνισμό και το αντίστροφο. Ο εθνισμός, όμως, είναι πανάρχαια υπόθεση. Έχει να κάνει με τα «νομιζόμενα» και «πρέπει» ενός τόπου με κυρίαρχο στοιχείο φυσικά τη γλώσσα, επειδή η γλώσσα αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο της σκέψης και συγχρόνως τρόπο διαμόρφωσής της. Ο εθνικισμός, όμως, αφορά τη νεωτερική εποχή στα πλαίσια κυρίως της βιομηχανικής ανάπτυξης και συνδέεται με τη διαδικασία διάλυσης των παλιών αυτοκρατοριών και τη συγκρότηση της εξουσίας γύρω από το λεγόμενο εθνικό ιδεώδες. Προσοχή, το εθνικό ιδεώδες, όμως, εδώ νοείται ως μια ιδεολογικοποιημένη κατασκευή και όχι ως μια βιωμένη κατάσταση εθνισμού σε συνθήκες πραγματικής ζωής.
Εδώ είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως και ο εθνικισμός, όταν πρωτοεμφανίστηκε στο προσκήνιο, ήταν ένα επαναστατικό ρεύμα που πρέσβευε την απελευθέρωση από τη δεσποτική εξουσία είτε των αυτοκρατόρων είτε των αποικιοκρατών. Τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου, σχεδόν όλες οι ανερχόμενες εξουσιαστικές συγκροτήσεις ήταν εθνικιστικές. Οπότε το ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι παιζόταν γύρω από το πλαίσιο της «αυτοδιάθεσης των λαών». Θέλουμε να πούμε πως εκείνη την εποχή ο εθνικισμός δεν είχε καθόλου «κακό» όνομα. Αυτό άρχισε να το αποκτά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα τα τελευταία 40 περίπου χρόνια. Ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός. Μεταπολεμικά άρχισε να συγκροτείται βήμα – βήμα η σύγχρονη Δυτική αυτοκρατορία (ΕΕ – ΝΑΤΟ). Η αυτοκρατορική δόμηση της εξουσίας που προϋποθέτουν οι νέοι σχηματισμοί είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική προς τον εθνικισμό, εφ’ όσον αυτή φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σε ένα πλήθος διαφορετικών εθνοτήτων με έναν ενιαίο τρόπο δίχως τη «δυσκολία» προσαρμογής της στις επί μέρους πληθυσμιακές διαφοροποιήσεις. Επί πλέον, ήδη πριν τον πόλεμο, με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσσία και την συγκρότηση της 3ης Διεθνούς, είχαμε τη γέννηση ενός άλλου αυτοκρατορικού επεκτατικού οράματος με όχημα την δήθεν «κοινωνική απελευθέρωση», το οποίο, ενώ ήταν εξ ίσου εχθρικό προς τον εθνικισμό, τον αντιμετώπιζε ωστόσο εργαλειακά κατά τόπους για την επίτευξη των δικών του σκοπών.
Κάπου εδώ θα συναντήσουμε αργότερα και την κατασκευή του Μακεδονικού ζητήματος ως μέρους της πολιτικής της Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) για τα Βαλκάνια, πολιτική που εφάρμοσε το ΚΚΕ σε μια προσπάθεια αναίρεσης των αποτελεσμάτων των Βαλκανικών πολέμων και ενοποίησης των Βαλκανίων υπό την εποπτεία των Σοβιετικών. Στις μέρες μας, η σύγκρουση αυτοκρατορίας και εθνο-κρατικών δομήσεων εντείνεται και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο σε κοινωνικό επίπεδο, καθώς η Δυτική αυτοκρατορία ενσωματώνει και χρησιμοποιεί στοιχεία του πάλαι ποτέ επαναστατικού διεθνισμού, για να υποσκάψει τη βάση του εθνο-κράτους, θέλοντας πλέον να το απορροφήσει ολοκληρωτικά στις δομές της. Το κράτος δηλαδή πρέπει να ισχυροποιηθεί μεν εφ’ όσον θα κάνει τη δουλειά του αυτοκρατορικού ελεγκτή μιας γεωγραφικής επαρχίας, αλλά να χάσει τα εθνικά του χαρακτηριστικά, που δημιουργούν «περιττές» διαφοροποιήσεις στα πλαίσια της αυτοκρατορίας.
Τα λέμε όλα αυτά (εξ ανάγκης κι εν συντομία) για να ξεκαθαρίσουμε πως δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τον εθνισμό του οποιουδήποτε, αρκεί αυτό να εκφράζει μια βιωματική και όχι φαντασιακή συνθήκη και κυρίως να είναι ειλικρινής, δηλαδή να μην τροφοδοτείται από ιστορικά ψεύδη. Όχι κραυγαλέα ιστορικά ψεύδη τουλάχιστον, όπως συμβαίνει τώρα με την περίπτωση των Σλαύων των Σκοπίων, γιατί, δυστυχώς, το σύνολο της Ιστορικής αλήθειας και γενικότερα του παρελθόντος θεωρούμε πως δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε στην πληρότητά του. Ειλικρίνεια, επίσης, σημαίνει το να δεχόμαστε το σύνολο της αλήθειας (σε όση ιστορική αλήθεια έχουμε πρόσβαση) είτε μας βολεύει είτε όχι.
Στα πλαίσια που περιγράφηκαν, λοιπόν, ο διεθνισμός μεταπολεμικά άρχισε να κερδίζει έδαφος, είτε ήταν ο κομμουνιστικός διεθνισμός, είτε ο διεθνισμός από τον οποίον διεπόταν η εξελισσόμενη Ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση». Μετά το 1990, με την επικράτηση μιας τάσης των οραμάτων για παγκόσμια κυριαρχία, ο κομμουνιστικός διεθνισμός, σταδιακά (και ολοκληρωτικά στις μέρες μας) ενσωματώθηκε στον διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης. Δεν χρειάστηκε και πολύ προσπάθεια γι’ αυτό· άλλωστε και οι δύο, όπως είπαμε προηγουμένως, είχαν παρόμοιες λογικές με στόχευση την ουτοπία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Στις μέρες μας είναι εύκολο το να καταφέρεται κάποιος εναντίον του εθνικισμού, γιατί πλέον έχει την ολόπλευρη ιδεολογική υποστήριξη της επικρατούσας τάσης της διεθνούς εξουσίας. Ο διεθνισμός, όμως, πλέον, έχει αποδειχθεί χειρότερος του εθνικισμού, γιατί έχει ευρύτερες φιλοδοξίες και έχει ισχυρότερη εμμονή στην κατασκευή πλαστών ταυτοτήτων. Κατασκεύασε επί 70 χρόνια την ανύπαρκτη ταυτότητα του Σοβιετικού πολίτη και σήμερα κατασκευάζει την εξ ίσου ανύπαρκτη ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Δεν είμαστε βέβαιοι για το ποιος από τους δύο θα αποδειχθεί ο χειρότερος υπήκοος, αλλά είμαστε σίγουροι πως και το σημερινό οικοδόμημα έχει ημερομηνία λήξεως όπως η οποιαδήποτε κατασκευή που δεν συμβαίνει με αβίαστο τρόπο. Πάντως, ο εντόπιος επαναστατικός διεθνισμός στην ουσία κλείνει το μάτι, ευνοώντας από το δικό του μετερίζι αυτήν την εξέλιξη.
Οι εθνικιστές, λοιπόν, βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Όχι όμως μόνον αυτοί. Το σύνολο των ανθρώπων που δεν έβλεπαν το λόγο για να απορρίψουν τον εθνισμό τους βρέθηκαν απολογούμενοι, βιώνοντας μια άνευ προηγουμένου επίθεση ανακατασκευής στη γλώσσα και την ιστορία τους. Ιστορία που μπορεί να την έμαθαν μερικώς στρεβλά υπό τα κελεύσματα είτε της πάλαι ποτέ «εθνικοφροσύνης» είτε αντίστοιχα της μεταπολεμικής «αριστεροσύνης», αλλά που στη γενικότητά της δεν ήταν ψεύτικη. Λέμε στη «γενικότητα», επειδή οι λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους. Επίθεση συγκεκαλυμμένη αρχικά και απροκάλυπτη στη συνέχεια. Θα λέγαμε πως τα τελευταία 20 χρόνια ο Ελλαδικός χώρος εισέρχεται και βιώνει τα τελικά στάδια της νεωτερικότητας και του μοντερνισμού της Δύσης και, όπως όλες οι τάσεις που τον επηρέασαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό συνέβη πολύ γρήγορα, ασυνάρτητα και βίαια, αλλά πάντως μεθοδευμένα. Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία ψάχνει σταθερό έδαφος να πατήσει και δεν το βρίσκει πουθενά, κάτι που επιτείνεται φυσικά και από τον καθημερινό οικονομικό πόλεμο.
Κάποιοι, βεβαίως, θα βρουν – και βρίσκουν – αυτό το έδαφος με το να γίνουν περισσότερο υποτακτικοί ως υπήκοοι μέσα στη «θαλπωρή» μιας κομματικής στρούγκας. Κάποιοι άλλοι ακόμα βρίσκονται σε αναζήτηση, την ώρα που πολλοί έχουν ήδη ξεκινήσει την Οδύσσειά τους στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Παρασκηνιακές πολιτικές δυνάμεις περιμένουν την ευκαιρία τους, καθώς το «άστρο» της «πρώτης φοράς αριστερά» δύει. Υπάρχει, ωστόσο, αυτήν τη στιγμή, μία ακαθόριστη μεν, ευδιάκριτη δε, τάση διάσπαρτων ανθρώπων που αναζητά μια περισσότερο βαθιά και ειλικρινή σχέση με την ιστορία και το «είναι» τόσο του εαυτού τους όσο και αυτού του τόπου με όλες του τις αντιφάσεις, με άγνωστη, προς το παρόν, κατάληξη. Αυτή η βαθύτερη ζύμωση είναι, κατ’ αρχήν, από εμάς καλοδεχούμενη.
Τα λέμε αυτά, γιατί πιστεύουμε πως όλα τα παραπάνω έπαιξαν το ρόλο τους στη μεγάλη παρουσία κόσμου στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ας τα σκεφθούν όλα αυτά όσοι πιπιλάνε την καραμέλα του «εθνικιστή» και του «φασίστα», επειδή έτσι συμφέρει στην ιδεολογική τους τύφλωση και ας βάλουν (επί τέλους!) έναν καθρέφτη ενώπιων τους."(πηγή:https://anarchypress.wordpress.com/2018/01/31).
Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι η πατριδοκαπηλία είναι ο άλλος επικίνδυνος εχθρός διότι χρησιμοποιεί την πατρίδα δημαγωγικά και κινείται επιπόλαια και χωρίς στρατηγική. Η πατριδοκαπηλία είναι επικίνδυνη γιατί είτε εμπαίζει το έθνος είτε το οδηγεί σε καταστροφές όπως συνέβη στην Κύπρο το 1974.