Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη: Μέρες Η' ,2 Γενάρη 1961-16 Δεκέμβρη 1963, εκδόσεις Ίκαρος , Αθήνα 2018, φιλολογική επιμέλεια Κατερίνα Κρίκου - Davis






Με πολύ ενδιαφέρον αναμέναμε τον νέο τόμο από το Ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη και μας δικαίωσε. Πρόκειται κατ' αρχήν για φροντισμένη αισθητικά έκδοση του "Ίκαρου".
Από τις καταγραφές αυτές που αναφέρονται στην παραμονή του ως πρέσβης στο Λονδίνο είναι οι λιγότερο ίσως σημαντικές. Αναφέρονται σε συναντήσεις στα πλαίσια κυρίως των υπηρεσιακών του καθηκόντων που ο Σεφέρης τις αποτυπώνει ίσως κάπως βαρύθυμα. Συναντήσεις με υπουργούς, εστεμμένους κλπ. μάλλον προκαλούν πλήξη στον Σεφέρη. Όμως στις συναντήσεις με τον Γ.Σαββίδη και τους ομότεχνους του, τον Έλιοτ, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Γιώργη Παυλόπουλο αισθάνεται σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Στις 9 Νοέμβρη 1961 συναντάται με τον Έλιοτ και τον Cyr Connolly. Στην Αθήνα στη ταβέρνα του "Αβέρωφ" βρισκόντουσαν με τον Ελύτη και τον Γκάτσο. Δείγμα της τέχνης του είναι οι περιγραφές - σε μια πολύ ωραία δημοτική- ελληνικών τόπων όπως των Δελφών, της Νάξου και της Αμοργού. Στις 16 Σεπτέμβρη 1961 παρακολουθεί στο Ηρώδειο την "Ερωφίλη". Σχολιάζει "Χρειάζεται καιρός ακόμη για να μάθουν οι ηθοποιοί μας να λένε τέτοιους στίχους -κακές τομές- προσθέτουν ν εκεί που η κρητική γλώσσα δεν τα'χει (βλέπεις, έχουνε μάθει να κουδουνίζουν). Μου κάνει εντύπωση, όπως το σημείωσα και στον "Ερωτόκριτο", η ωριμότητα αυτής της γλώσσας- τα σημερινά ελληνικά δεν έχουν φτάσει ακόμη στη στάθμη της, σ' αυτή την ευλυγισία, αυτή τη φυσικότητα της άρθρωσης. Πλάι μου ήρθε και κάθισε η Μελίνα Μερκούρη - τη χειροκρότησαν- αυτόγραφα- φυσικά δεν καταλαβαίνει τίποτε απ' όλα αυτά. Προσέχει μόνο την πρωταγωνίστρια και τα ντυσίματά της. Έπειτα με τον Κατσίμπαλη στον Πλάτανο όπου φάγαμε. Δε με τραβά πια διόλου το είδος ταβέρνα στην Αθήνα. Ο Κ. μιλά πολύ- πάντα μιλούσε πολύ. Τώρα ακούει λιγότερο τι του λέει ο άλλος. Σήμερα με Θεοτοκά κατεβήκαμε στο Τουρκολίμανο - όμορφο μεσημέρι- έχει κάτι πράο και σταθερό που αναπαύει...Κατά βάθος όταν ξανακούσεις και ξανακοιτάξεις κάμποσο την κρητικό δεκαπεντασύλλαβο φτάνεις στο συμπέρασμα πως μόνο σ' αυτή τη γλώσσα και μ' αυτό το μηχανισμό μπορεί να γραφεί ακόμη 15σύλλαβος ελληνικά. Φυσικά, υπάρχει ο Σολωμός, ο αποσμασματικός. ωστόσο μπροστά σ' εκείνον μοιάζει ψέλλισμα. Βέβαια μιλώ για στίχο- για ρυθμό γλώσσας. Ξέρω, μπορεί να είμαι άδικος: Παλαμάς, άλλοι, ίσως- όμως εκεί είναι που δε βρίσκεις τίποτε τεχνητό ή φτιαχτό(σελ. 192, 193).
Στις 8 Αυγούστου 1961 επισκέπτεται μαζί με τους Σαββίδηδες του Δελφούς: " Δελφοί - στο ξενοδοχείο που έφτιαξε ο Πικιώνης. Ταξιδέψαμε με τ' αυτοκίνητο των Σαββίδηδων ήρθαμε νωρίς τ' απόγεμα. Οι Σαββίδηδες γύρισαν αμέσως στην Αθήνα. Βράδυ, ο ήλιος βασίλευε στη Γκιόνα αφήνοντας μια μαλαματένια πάχνη. Περάσαμε απ' το σπίτι του Σικελιανού -ένα ρημάδι. Στα πρόθυρα του ' χουν στήσει και την προτομή του, φορά ακόμη λοξά απ' τον ώμο δυο στεφάνια, απελπιστικά ξερά το ένα δάφνη...Καθόμαστε στο άδειο Στάδιο, ακουμπισμένοι στο τελευταίο σκαλοπάτι προς Παρνασσό, σχεδόν νύχτα, η πέτρα ακόμη ζέστη, δε βλέπω να γράψω άλλο. Φαίνεται πίσω μας η Άρκτος κι απέναντι της μεγαλοπρεπής ο Σκορπιός"(σελ.164,165).
Στις 14 Αυγούστου 1961 περιμένοντας του Σαββίδηδες να έρθουν να τους πάρουν με το αυτοκινητό τους γράφει: " είναι πράγμα άλλου καιρού και αυτός ο ρυθμός της κουδούνας του μουλαριού και τα πέταλά του στα κακοτράχαλα μονοπάτια του Παρνασσού- αυτός ο ίαμβος που κράτησε την ακοή μου καταμεσήμερα"(σελ.171).
Στις 4 Σεπτέμβρη 1961 γράφει: " Προτού φύγω από την Αθήνα, ο Κατσίμπαλης μου ' γραψε πως η Αμοργός ήταν το αγαπημένο νησί του Περικλή Γιαννόπουλου, πως είχε μάλιστα γράψει ένα βιβλίο για το νησί(που έκαψε προτού πεθάνει). Σίγουρα η Αμοργός, όταν βάλει τα καλά της έχει έξοχο φως, που πλησιάζει πάρα πολύ προς το αττικό΄και μια γύμνια καταπληκτική , όλο πέτρα'τουλάχιστο όσο μπόρεσα να ιδώ από τη Γιάλη, το λιμάνι όπου βρισκόμαστε- δεν πήγα πιο κάτω από το βουνό της Μινώας. Σε ξαφνίζει η χάρη των γραμμών και των σκιών του όπως παίζει ο ήλιος πάνω τους...Είχα μια εύκολη οικειότητα με τους χωριάτες εδώ΄αισθανόμουν στο σπίτι μου ΄συλλογίζομαι πως έχω, στις καλές περιπτώσεις , οικειότητα ή τουλάχιστο δεν αισθάνομαι χωρίς άνεση με τους ανθρώπους στις μεγάλες πρωτεύουσες του σημερινού πολιτισμού. Είναι διχασμός αυτό΄τον παρακολουθώ ως τη ρίζα του εκεί είμαι ένας"(σελ.190,191).
Στις 26 Σεπτέμβρη 1961 θα φάνε μαζί με τον Ελύτη στην ταβέρνα του Αβέρωφ. Του διάβασε τους "Δελφούς". Στον Ελύτη δεν άρεσε το ταξίδι στις ΗΠΑ. Μιλούν για τον Λορεντζάτο. Από τους νέους ποιητές ο Ελύτης ξεχωρίζει τον Ν.Καρούζο και τον Ν.Φωκά.
Στις 6 Γενάρη 1962 ο Κύπριος φίλος του Ευάγγελος Λοίζος , που τον λέει Μάστρο, τον ενημερώνει ότι ο Ρόδης Ρούφος "τορπίλισε τις συνομιλίες Μακάριου- Harding".
Στις 17 Φεβρουαρίου 1962 σημειώνει πως "ο λαϊκός άνθρωπος (εννοώ της υπαίθρου) άλλαξε περισσότερο στα τελευταία 35 χρόνια από τα προτελευταία 130 τόσα ή και περισσότερα (ας πω από το Μακρυγιάννη ως τον Σωτήρη της Σκιάθου)' με άλλα λόγια οι άνθρωποι αυτοί άλλαξαν περισσότερο από τον καιρό που έγραψα τη Στροφή ή το Μυθιστόρημα ως τα σήμερα"(σελ.235).
Στις 11 Οκτώβρη 1962 επισκέπτεται τα Καμμένα Βούρλα και μένει στο ξενοδοχείο "Γαλήνη", επισημαίνει: "..από την άλλη μερικοί απλοί άνθρωποι σ' αυτή την Ελλάδα της Κοινής Αγοράς - που πάει να γίνει Ελλαδίξ."(σελ.279).
Το 1961 κυκλοφορεί με την ευκαιρία των 30 χρόνων από την έκδοση της "Στροφής" τιμητικός τόμος αφιερωμένος στον Γ.Σεφέρη που περιλαμβάνει το δοκίμιο του Ζ.Λορεντζάτου "Το χαμένο κέντρο". Ο Σεφέρης γράφει μια επιστολή την οποία δεν στέλνει τελικά ίσως γιατί διατυπώνει κάποιες ουσιώδεις επιφυλάξεις στον Ζ.Λορεντζάτο. Συνοψίζει κατ' αρχήν τις σκέψεις του τελευταίου προσπαθώντας να τις φωτίσει. Ο Λορεντζάτος συμπεραίνει ότι "α.πήγε στράφι η Ευρώπη από το Δάντη και πέρα γιατί με την Αναγέννηση έχασε το κέντρο της ή τη μεταφυσική της παράδοση. β. Εμείς, από το '21 και πέρα, μόλις λευτερωθήκαμε από τον Τούρκο αγκαλιάσαμε την Ευρώπη κι από αυτή προσδιοριζόμαστε' έτσι η χαλασμένη Ευρώπη μας κόλλησε την αρρώστια της' χάσαμε κι εμείς το Κέντρο μας ή τη μεταφυσική μας παράδοση για το χατήρι της. γ. Άν δεν ξαναβρεθεί το χαμένο κέντρο , σ' εμάς ή και στους έξω από εμάς, πάμε κι εμείς κι αυτοί κατά διαβόλου. δ. Κέντρο (το χαμένο)= "το εν ου εστι χρεία"= μεταφυσική παράδοση= παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής= παράδοση του Ορθόδοξου Χριστιανού (δεν ξέρω αν πρέπει να προσθέσω του Έλληνα Χριστιανού, ούτε αν το έν ου εστι χρεία είναι ακριβώς η χριστιανική πίστη)"(σελ.313,314). Με αυτό τον τρόπο ο Σεφέρης συνοψίζει τις σκέψεις του Ζ.Λ. Όμως στην συνέχεια ξεκινούν κάποιες αντιρρήσεις του: " οι παραδόσεις των λαών είναι εγκόσμιο πράγμα' η πίστη είναι του Θεού, είναι μεταφυσική, είναι οικουμενική, είναι το αιώνιο"(σελ.314,315). Για να συνεχίσει: "ας έρθουμε στην παράδοση που μ' ενδιαφέρει τώρα με πιο επείγοντα τρόπο γιατί κινδυνεύει περισσότερο."(σελ.315). Πρόκειται για ότι έζησε ως παιδί στα Βουρλά:
"μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια), και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ' αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα. Ήταν στο χωριό μου, σε μια μικρασιατική αχτή' εκατό τόσες ψυχές, όλοι άνθρωποι λίγο-πολύ του πατέρα της μάνας μου, που δεν έφτασα. Εκείνη (την έχασα νωρίς, στα ' 26 , μου τη θύμισαν οι καθυστερημένες γριές που διηγείσαι) κρατούσε την παράδοση, αν την κράτησε ποτέ κανείς. Θυμάμαι μια εποχή στα πολύ μικρά μου χρόνια που είχε τάξει να νηστέψει εφτά Μεγάλες Σαρακοστές' και το είχε κρατήσει το τάξιμό της. Το Δεκαπενταύγουστο που ήταν η γιορτή της, θα' ρχουνταν μια μικρή συνοδεία για να πάρει την εικόνα της Παναγίας από το σπίτι μας για να την πάει στη μικρή εκκλησία. Ήταν ο κόσμος που αγαπούσα' όπου ένιωθα ελεύθερος, εν-αντιθέσει προς τον κόσμο της πολιτείας που με έπληττε (εκεί ήταν και το σχολειό)' ο Ευρωπαίος (ο Φράγκος, όπως έλεγαν) ήταν ο ξένος, συχνά ο αντίπαλος για τον κόσμο του χωριού μου. Όλα αυτά, όλη εκείνη η μαγεία, είναι μέσα ακόμη φυσική, δεν τη συζητώ, άνετη. Έπειτα ξενιτιά: Αθήνα, Ευρώπη- μαθητεία-δεν ξέρω κανέναν που να μαθήτεψε -γυρισμός στην Αθήνα με ό,τι μάζεψα από δω κι απο κεί, όχι πολύ συστηματικά, αλλά εκείνα τα παλιά, τα πρώτα, δεν άλλαξαν, όπως και τώρα, πολλές φορές το διαπιστώνω, δεν άλλαξαν τόσο που το πρώτο συναπάντημα μου με τον Μακρυγιάννη 1926(νομίζω) έπιασε κι από τότε δεν τον άφησα' πολύ κοινωνικά, πολύ φυσιολογικά, καλοδεχούμενος, ήρθε και βολεύτηκε σ' εκείνον τον κόσμο(σελ.315,316). 
Πιστεύω ότι οι παρατηρήσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία για να κατανοήσουμε την ιδιοσυγκρασία και την εξέλιξη του Γ.Σεφέρη.
Τι τελικά σώζει την παράδοσή μας ; " χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια' χρειαζόμαστε καλούς υπηρέτες του Θεού και έχουμε τους τρισχειρότερους. Χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντας το πετσί του λύκου. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτιέμαι, μη δε θα να ' ταν καλύτερο να οικονομάμε τις σαίτές μας εναντίον στην λογοτεχνία, όπως την παρασταίνεις, για να τις έχουμε διαθέσιμες για εκείνα τα χάλια μας; Έπειτα, τ κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί αυτοί οι αιρετικοί της λογοτεχνίας να τύχει και να ρίξουν καμιά φορά ένα λόγο σπερματικό, χρήσιμο για τα ανώτατα του πνεύματος. Ενώ αλλιώς υπνοβασία και αυτοματισμός"(σελ.319).
Φαντάζομαι ότι από τότε που έγραψε αυτές τις σκέψεις ο Γ.Σεφέρης που απευθύνονταν στον Ζήσιμο,Λορεντζάτο τα πράγματα τράβηξαν το δικό τους δρόμο, όχι αυτόν που χρειαζόμαστε και αυτόν που έδειχνε ο Σεφέρης.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

"Ο Βασίλης ο Αρβανίτης" του Στρατή Μυριβήλη, ο Σολωμός Σολωμού και ο Κ.Κατσιφάς

ΡΗΞΗ φ.149




H κοντινότερη λογοτεχνικά μορφή στον Σ.Σολωμού και στον Κ.Κατσιφά είναι "ο Βασίλης ο Αρβανίτης" του Σ.Μυριβήλη. Από κριτικούς όπως ο Ρένος Αποστολίδης , ο Α.Σαχίνης, ο Κ.Δεσποτόπουλος έχει υποδειχθεί ως ένα από τα σημαντικότερα διηγήματά του. Περιγράφει το παλικάρι, τον μάγκα, που οδηγείται αποκλειστικά από την ανδρεία του δίχως να λογαριάζει την παροδική του ύπαρξη. Με αυτόν τον τρόπο ο Σ.Σολωμού μόνος απέναντι από τις κατοχικές δυνάμεις ανεβαίνει στον ιστό για να κατεβάσει την τουρκική σημαία. Αντίστοιχα ο Κ.Κατσιφάς αρνείται τις εντολές του αλβανικού κράτους για να υποστείλει την ελληνική σημαία. Ούτε ο ένας , ούτε ο άλλος λογάριασαν την ζωή τους.
Αλλά ας δούμε τι γράφει, σε μια γνήσια δημοτική, ο Στρατής Μυριβήλης, για τον ήρωα του:
"Είναι λογής παλικαριές, είναι και λογής παλικάρια. Το κάθε τι στη ζωή το αγναντεύεις και το χαίρεσαι μέσα στον περίγυρό του. Όμως μέσα του είναι κ' ένας σκοπός που το κυβερνά, κι αυτός είναι που του δίνει το νόημά του. Κάθε καρπός θέλει τη γης και το κλίμα του για να μελώσει, θέλει κ' ένα στόμα να τον βυζάξει. Κάθε καράβι θέλει τα νερά του για να πλέψει, όμως η μοίρα του, εκεί σ' ένα μακρινό λιμάνι στέκεται και το καρτερεί. Έτσ' είναι. Μόνο το Βασίλη τον Αρβανίτη, που στάθηκε μέσα στα παιδιάτικά μου όνειρα ο αρχάγγελος της παλικαριάς, τόσα χρόνια περνούσαν από πάνω μου, μέστωναν τη στόχασή μου, και μολαταύτα δε μπορούσα να καταλάβω το θάμα της ορμής του. Τι γύρευε, που τραβούσε και τι πίστευε. Και μόνο τώρα, που ωρίμασε ο καημός στην ψυχή και στέριωσε ο καιρός την αντριά μου, τον κατάλαβα."(σελ.9,10).
Πιο αδρά συνεχίζει ο Μυριβήλης: "και μέσα στην καρδιά του μαγικού κόσμου, στέκεται τροπαιοφόρος ένας ξανθός παλίκαρος. Πότε χαμογελά καλοσυνάτος και ζευγαρίζει πίσω με τ' άσπρα δάχτυλα κάτι ξανθά μαλλιά σαν από φως. Πότε πάλι συννεφιάζουν τα μαβιά μάτια του. Γίνουνται μολυβιά σα δυο σφαίρες του γκραδιού και το κάτω χείλι ξεβγαίνει με το μορφασμό του ερεθισμένου αγριμιού, που οσμίζεται να χιμήξει. Σαν τι γύρευε και χτυπιόταν με τόσον καημό η παλικαριά του Βασίλη του Αρβανίτη; Με τους ανθρώπους και με το Θεό χτυπιόταν, με ξένους και δικούς, με το καλό και με το κακό έπιανε αμάχη. Και ποτές δεν έλεγε να καταλαγιάσει ο παραδαρμός του"(σελ.11). Ο πατέρας του Βασίλη ήταν οικοδόμος , αψύς και πεισματάρης τον είχαν βγάλει για αυτούς τους λόγους Αρβανίτη. Ο Βασίλης ήταν το δεξί του χέρι , τον βοηθούσε στα χτισίματα.
Ο Σαμπρής ο Τούρκος σκότωσε τον πρώτο παλικάρι του χωριού τον Ζαχαριά, που έφερνε "κοντραμπάντο γκράδες απ' το Ελληνικό". Το σκηνικό θυμίζει αρχαία τραγωδία: "το κουφάρι , απόμεινε ξαπλωμένο δυό μέρες στη μέση του δρόμου, δαγκάνοντας το χώμα. Κόσμος περνούσε και το ' βλεπε, κανένας δεν τ' άγγιζε, ώσπου να' ρθουν από το Μόλυβο αστυνόμοι και δικαστάδες. Μόνο σαν ξημέρωσε η Δευτέρα βρέθηκε κάτω από το κεφάλι του νεκρού ένα κεντητό μαξιλάρι και πλάι ένα κλωνί ανθισμένη ρωδιά. Ο Ζαχαριάς είχε ανοιχτά από τη μιά κι από την άλλη τα μπράτσα. Λες κι αγκάλιαζε ολάκερη τη γης στο στέρνο του να την παλέψει και να την καταπονέσει. Κάτι γριές του' βαλαν ένα αναμμένο φανάρι κοντά στο κεφάλι, κολλήσαν κεράκια στις τριγυρινές πέτρες"(σελ.41,42). Ο Βασίλης θα συναντήσει σε ένα χωράφι τον Σαμπρή και θα πάρει εκδίκηση για τον Ζαχαριά. Τον ρωτά "γιατί, βρε Σαμπρή, τόνε σκότωσες το Ζαχαριά;" Η απάντηση του Σαμπρή δεν θα είναι βέβαια ικανοποιητική και "ο Βασίλης τραβά την κάμα, την καρφώνει τέσσερις φορές, σταυρωτά , στα στήθια του Σαμπρή. Το αυλάκι κατεβάζει κόκκινο το νερό. Ποτίζει τις ντοματιές που μυρίζουν δυνατά στον ήλιο, κι όλο τραγουδά και σπιθοβολά. Ο Βασίλης σκουπίζει προσεχτικά το μαχαίρι στο βρακί του Τούρκου. Το βάζει στο ζουνάρι, ακουμπά με τα δύο μπράτσα, τσομπάνικα περασμένα στην κοντινή απιδιά και κοιτάζει το κουφάρι. Έτσι που έχει απλωμένο το χέρι, πιάνει στην τύχη ένα αχλάδι. Το κόβει μηχανικά, το μασσάει από γύρω-γύρω χωρίς να βιάζεται. Ύστερα πετά το κοτσάνι στο σκοτωμένο και φεύγει. Σφυρίζει και φεύγει"(σελ.44,45).
Το διήγημα του Σ.Μυριβήλη περιέχει και μια από πρώτο χέρι αναφορά στον Θεόφιλο : " και τούτος ο καφενές είναι σημαντικός και περίφημος, μπορεί να πει κανείς, σαν το νερό της Καρύνης γιατί μέσα κι όξω οι τοίχοι του είναι στολισμένοι με λογής πλουμίδια και ζουγραφιές του Θεόφιλου του Τσολιά. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, για μισοπάλαβο τον είχαν, έρεψε φτωχός και έρμος μέσα στις λερές φουστανέλες του. Θα πεις, που βρέθηκε νησιώτης άνθρωπος και να' ναι φουστανελάς. Να, έτσι από μεράκι περίμενε τις Απόκριες κάθε χρόνο, να βάλει τις φουστανέλες και να βγει στο δρόμο. Για "μακεδόνας" θα 'βγαινε, για εύζωνας. Ήταν ένας ανθρωπάκος κοντός, χλωμός και κακομοίρης στο παρουσιαστικό, μολαταύτα μέσα του τον έτρωγε το μαράζι της λεβεντιάς, που του αρνήθηκε ο Θεός...Ο καημό του ήταν να στορίσει ηρωικά θέματα. Από την ιστορία του Αλή-πασά κι από τα κυνήγια. Σαν πέθανε κ' ύστερα, οι γραμματιζούμενοι από το Παρίσι και την Αθήνα, τον τελάληξαν μεγάλο ζωγράφο και τα κάδρα του έκοβαν μονέδα"(σελ.66,67).

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ψηφίδες και χρώματα: συλλογή ποιημάτων και πεζών μαθητών του 6ου Γυμνασίου Ν.Ιωνίας

Σε επιμέλεια του καθηγητή φιλολογίας και συγγραφέα Μιχάλη Πάτση ποιήματα και διηγήματα μαθητών που αναφέρονται στην ιστορία της Νέας Ιωνίας και σε στοχαστές που έζησαν σε αυτή όπως στον Τ.Σινόπουλο, Μ.Φιλήντα, Ρ.Μηλιώρη, Τ.Καίμη. Μια αξιέπαινη προσπάθεια.