Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Γιώργος Κεκαυμένος: Ο Γρηγόριος Ε' και η επανάσταση του 1821,Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2019



Το βιβλίο του Γ.Κεκαυμένου μας διδάσκει πως πρέπει να γράφεται μια σοβαρή ιστορική μελέτη που τα συμπεράσματά της θα είναι γερά θεμελιωμένα.
Οι αρετές του είναι η εξαντλητική γνώση κάθε έργου που έχει γραφεί για το θέμα που ερευνά, αλλά και η αξιολογικά ουδέτερη προσέγγιση κάθε πηγής ή τεκμηρίου που είναι απαραίτητο ώστε τα τελικά πορίσματα να αντέχουν στην βάσανο της κριτικής. Ο συγγραφέας ευχαριστεί τις βιβλιοθήκες και τα εργαστήρια ΑΠΘ που για "πέντε χρόνια ήταν το δεύτερο σπίτι του". Αν διαβάσετε το βιβλίο, που σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα, θα διαπιστώσετε άμεσα την τεράστια πρωτογενή δουλειά που περιέχει.
Ο Γ.Κεκαυμένος με αδιάσειστα στοιχεία δείχνει ότι ο Γρηγόριος ο Ε' έπαιξε ένα διπλό παιχνίδι απέναντι στον Σουλτάνο, για να διαφυλάξει το συνωμοτικό σχέδιο της επανάστασης αλλά και τον ελληνισμό από μεγαλύτερες σφαγές. Όμως αυτό σύντομα έγινε αντιληπτό. Η θυσία του, την οποία γνώριζε ότι επέκειτο αλλά δεν έκανε τίποτε για να την αποφύγει, εξόργισε περισσότερο όλους τους χριστιανούς, κι όχι μόνο τους Έλληνες και μακροπρόθεσμα ευνόησε το απελευθερωτικό σχέδιο.
Ο πρώτος αφορισμός της επανάστασης ουσιαστικά κρατήθηκε μυστικός και κοινοποιήθηκε μόνο στον "Μητροπολίτη Πλαγηνών" ο οποίος όμως δεν τον δημοσιοποίησε. Για αυτό ο Σουλτάνος τον υποχρέωσε να εκδώσει νέο αφορισμό, "απανταχούσα", ο οποίος θα έπρεπε να διαβαστεί σε όλες τις εκκλησίες. Αλλά και αυτός ξέφευγε από έναν τυπικό αφορισμό, ενώ δεν ανέφερε τα ονόματα αυτών που απευθυνόταν. Μετά από όλα αυτά ήταν βέβαιο ότι θα ερχόταν σύντομα η στιγμή του μαρτυρίου.
Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' όχι μόνο γνώριζε τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας αλλά έκανε οτιδήποτε για να τα βοηθήσει. Το γεγονός αυτό δεν υποστηρίχθηκε μόνο από τον ιστορικό της Φιλικής Εταιρείας Ι.Φιλήμωνα αλλά και τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Το ίδιο συμπέρασμα υποστήριξαν οι δυτικοί ιστορικοί T.Gordon, G.G.Gervinus, G.Finlay, ενώ ο Κ.Mendelson Bartholdy θεωρεί "ότι είχε δώσει στους Φιλικούς συστατικά γράμματα και κρυφά πολλές φιλικές νουθεσίες"(σελ. 69). Το ίδιο υποστήριξε ο Σουλτάνος με έγγραφο ,"γιαφτά", που είχε κρεμαστεί στον λαιμό του απαγχονισθέντα Πατριάρχη, ενώ σε όλους τους ξένους πρέσβεις ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία που πιστοποιούσαν την συμμετοχή του στην επανάσταση και οποία έθετε στην διάθεσή τους.
Οι στενοί συνεργάτες του Γρηγόριου Ε' ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Γ.Κεκαυμένος αναφέρει τους: Ν.Λογάδη, Γ.Αφθονίδη, ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, ο μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος, ο Ι.Παπαρρηγόπουλος. Επίσης έχουν εντοπιστεί συνωμοτικές επιστολές του προς τον Δ.Θέμελη, προς τον Σαλώνων Ησαία, προς τον Μ.Παπασταύρου και τους οπλαρχηγούς Ρούμελης και Θεσσαλίας, προς τους αγωνιστές του Μωριά. Ο Άγγλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη διαβεβαίωνε τον πολιτικό του προϊστάμενο " ότι όχι μόνο αυτός ο άτυχος ιεράρχης, αλλά και πολλοί, αν όχι όλοι οι επίσκοποι που είχαν την ίδια μ' αυτόν τύχη, ήταν βαθιά μπλεγμένοι σε μια συνωμοσία, της οποίας οι Έλληνες κληρικοί ήταν οι κύριοι πράκτορες και υποστηρικτές"(σελ.105).
Αλλά και "η "μετακένωση" στον ελληνικό χώρο του συνθήματος της γαλλικής Επανάστασης "Ελευθερία ή θάνατος" δεν έγινε το 1821, ή λίγο πριν απ' αυτό, από τους φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά το 1808, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσα από το σχολικό βιβλίο Ιστορίας που εκδόθηκε με την προτροπή του ίδιου του πατριάρχη"(σελ.136). Ο Α.Κοραής απέδιδε επαίνους στον Γρηγόριο Ε' "δια την μητρική φροντίδα την οποία δείχνει καθημέραν υπέρ της παιδείας του γένους" (σελ.142) και τον βάζει σε αξία δίπλα σε δύο ξεχωριστούς φιλόσοφους- ιεράρχες τον πατριάρχη Φώτιο και τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο αφού "κατά την δεύτερη πατριαρχεία του , υπήρξε αποδεδειγμένα ο σπουδαιότερος προστάτης της παιδείας, των γραμμάτων και κυρίως του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όπως μετακενωνόταν στο ελληνικό έθνος από τους σπουδαγμένους στη Δύση Έλληνες λόγιους"(σελ.147).
Ο Κ.Κούμας κορυφαίος μαθητής του Κοραή γράφει για τον Γρηγόριο Ε' "ότι ήτο σεμνός το ήθος, λιτός την δίαιταν, ταπεινός την στολήν,ζηλωτής της πίστεως, δραστηριώτατος εις όλα τα έργα του"(σελ.153). Ενώ ο Φ. Ένγκελς επισημαίνει "ο κλήρος της Ελληνικής Εκκλησίας πολύ γρήγορα οργανώθηκε σε μια μεγάλη συνωμοσία με σκοπό τη διάδοση αυτών των ιδεών"(σελ,185).
Το πένθιμο ράσο του Πατριάρχη έδωσε ορμή στην ελληνική επανάσταση. Οι πρώτες χιλιάδες Ελλήνων που σφάχτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, από τους Οθωμανούς αμέσως μετά την κήρυξή της έδειξαν σε όλους τους υπόλοιπους την τύχη που τους επιφυλασσόταν, αν δεν ακολουθούσαν τον δρόμο της επανάστασης.
Ο Δ.Σολωμός έλεγε ότι θα πρέπει να θεωρούμε εθνικό ότι είναι αληθές. Από αυτή την οπτική το έργο του Γ.Κεκαυμένου είναι εθνικό επειδή είναι αληθινό μέχρι και την τελευταία του λέξη.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Simone Weil:Η Ιλιάδα ή το ποίημα της βίας, εισαγωγή και μετάφραση Ευαγγελία Κουλιζάκη, εκδόσεις Στερέωμα , Αθήνα 2019.



Στην σύντομη ζωή της η Σιμόν Βέιλ (πέθανε σε ηλικία 34 ετών το 1943 εξόριστη στο Λονδίνο) μας άφησε ένα σημαντικό έργο το οποίο πλέον σε ένα σημαντικό βαθμό έχει μεταφραστεί και έχει εκδοθεί στην χώρα μας. Η πρώτη γνωριμία του δοκιμίου αυτού στο ελληνικό κοινό έγινε το 1956 από την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη . Όπως επισημαίνει στην εισαγωγή η Ε.Κουλιζάκη η Ιλιάδα υπήρξε ένα από τα αγαπημένα ποιήματα της Σ.Β . Μάλιστα περιγράφει το εξής περιστατικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής κλήθηκε να ανακριθεί σε αστυνομικό τμήμα με την υποψία της συμμετοχής στην αντίσταση. Ανάμεσα στα λιγοστά ρούχα που πήρε σε μια βαλίτσα ήταν και το βιβλίο της Ιλιάδας.
Η Σιμόν Βέιλ ξεκινά με την επισήμανση "ο πραγματικός ήρωας, το πραγματικό θέμα, το επίκεντρο της Ιλιάδας είναι η βία"(σελ.15). Θα προσθέταμε η ανώφελη βία, για "ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη" κατά τον στίχο του ποιητή. Όμως συνιστά και ένα προδρομικό κατόρθωμα του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού σε μια ώριμη γλώσσα παρουσιάζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ειδικά η ταπείνωση του γέροντα βασιλιά των Τρώων Πριάμου μπροστά στον Αχιλλέα ώστε να πάρει το πτώμα του παιδιού του Έκτορα και στην συνέχεια ο από κοινού πόνος για τον θάνατο του φίλου (του Πάτροκλου) και του παιδιού (του Έκτορα) είναι ίσως η κορυφαία στιγμή της Ιλιάδας. Σε αυτό το σημείο "η φιλία φωλιάζει στις καρδιές θανάσιμων εχθρών" ώστε να "παραμερίζει τη δίψα της εκδίκησης για τον σκοτωμένο φίλο ή τον σκοτωμένο γιο και, σαν από κάποιο θαύμα ακόμα μεγαλύτερο, καταργεί την απόσταση ανάμεσα σε ικέτη και ευεργέτη, σε νικητή και ηττημένο"(σελ.57).
Κατά τον ποιητή (μετάφραση Ι.Πολυλά):
"Και αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους,
ο Πρίαμος εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα
την πλάτη και τ' ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν.
Και του Πριάμου την ειδή την αγαθή κοιτώντας
και την λαλιά του ακούοντας εθαύμαζε ο Πηλείδης.
Και αφού ν' αντικοιτάζονται ευφράνθησαν και οι δύο"
Σε αυτή την σκηνή μεταξύ Πριάμου και Αχιλλέα "οι στιγμές χάρης στην Ιλιάδα, αν και σπάνιες, είναι ωστόσο αρκετές για να συναισθανθούμε με βαθιά θλίψη το μέγεθος των αξιών που έχουν αφανιστεί και θα συνεχίσουν ν' αφανίζονται απ' τη βία"(σελ.58)
Αλλα επισημαίνει η Σ.Βέιλ: " η βία είναι ανελέητα συντριπτική για τα θύματά της κι ανελέητα μεθυστική γι' αυτούς που την κατέχουν ως δύναμη - ή νομίζουν ότι την κατέχουν. Κανένας δεν την κατέχει πραγματικά . Η ανθρώπινη φυλή στην Ιλιάδα δεν διακρίνεται σε ηττημένους, σκλάβους και ικέτες από τη μια πλευρά και σε νικητές και άρχοντες από την άλλη. σ' ολόκληρο το ποίημα δεν υπάρχει ούτ' ένας άνθρωπος που κάποια στιγμή, εν τέλει, να μην υποκύπτει στη βία"(σελ.28).
Αλλά όμως θα επισημάνει: "οι άλλες στιγμές που οι άνθρωποι ανακαλύπτουν την ψυχή τους είναι όταν αγαπούν. σχεδόν καμιά μορφή αγάπης μεταξύ ανθρώπων δεν απουσιάζει απ' την Ιλιάδα...Η αγάπη του γιού για τους γονείς, του πατέρα για τον γιό, της μητέρας για τον γιο περιγράφεται συνεχώς μ' έναν τρόπο τόσο σύντομο όσο και συγκινητικό"(σελ.54,55). Όμως η "μοναδικότητα της Ιλιάδας συνίσταται, σ' αυτήν την πικρία που προκύπτει απ' την τρυφερότητα και που απλώνεται πάνω απ' την ανθρώπινη φυλή σαν το φως του ήλιου"( σελ.58).
Η Σιμόν Βέιλ συμπεραίνει ότι η Ιλιάδα "συνιστά ένα θαύμα. Η πικρία που το διαποτίζει είναι η απολύτως δικαιολογημένη πικρία που προκύπτει απ' την υποταγής της ψυχής στη βία, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση στην ύλη. Μια τέτοια υποταγή αποτελεί κοινή ανθρώπινη μοίρα, έστω κι αν καθένας τη διαχειρίζεται διαφορετικά, ανάλογα με την αντίληψη του περί αρετής. Κανένας ήρωας στην Ιλιάδα δεν γλυτώνει απ' αυτήν τη μοίρα, όπως και κανένας άνθρωπος επί γης."(σελ.64).
Όμως "η αττική τραγωδία, ή τουλάχιστον η τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλή, είναι η πραγματική συνέχεια του έπους" (σελ.64).
Η Σιμόν Βέιλ καταλήγει πως "Τα Ευαγγέλια είναι η τελευταία υπέροχη έκφραση του ελληνικού πνεύματος, όπως η Ιλιάδα ήταν η πρώτη. το πνεύμα της Ελλάδας αποκαλύπτεται όχι μόνο μέσω της εντολής ν' αναζητήσουμε ως υπέρτατο αγαθό τη βασιλεία και τη δικαιοσύνη του Ουράνιου Πατέρα μας, αλλά και στ' ότι το μαρτύριο των θνητών εκτίθεται επίσης απροκάλυπτα, σ' ένα πλάσμα που η φύση του είναι ανθρώπινη και ταυτοχρόνως θεϊκή. Οι καταγραφές του Πάθους δείχνουν πως ένα θεϊκό πνεύμα, ενσαρκωμένο, μεταμορφώνεται από τη δυστυχία, τρέμει μπροστά στον πόνο και στο θάνατο και πως στα βάθη της αγωνίας του, αισθάνεται αποκομμένο απ' τους ανθρώπους και τον Θεό. Η συναίσθηση της ανθρώπινης δυστυχίας προσδίδει στα Ευαγγέλια τον τόνο της απλότητας που συνιστά το ιδιαίτερο αποτύπωμα του ελληνικού πνεύματος και που προικίζει την αττική τραγωδία και την Ιλιάδα με τη χαρακτηριστική τους αξία. Ορισμένες φράσεις απηχούν μια παράξενη συγγένεια με το έπος κι ο έφηβος Τρώας που τον στέλνουν στον Άδη, ενάντια στη δική του επιθυμία μας θυμίζει τη σκηνή όπου ο Χριστός λέει στον Πέτρο: [...] και άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις. Τούτος ο τόνος δεν είναι αποσυνδεδεμένος απ' την ιδέα που ενέπνευσε τα Ευαγγέλια,καθώς η συναίσθηση της ανθρώπινης δυστυχίας αποτελεί προϋπόθεση για τη δικαιοσύνη και την αγάπη (σελ.65).
Τελικά η Σ.Βέιλ συμπεραίνει ότι "κανένα έργο απ ΄ αυτά που παρήγαγαν οι λαοί της Ευρώπης δεν είναι αντάξιο του πρώτου γνωστού ποιήματος που εμφανίστηκε ανάμεσά τους. Ενδέχεται ν' ανακαλύψουν εκ νέου το επικό πνεύμα όταν μάθουν πως δεν υπάρχει διαφυγή απ τη μοίρα, όταν μάθουν να μη θαυμάζουν τη βια κι όταν μάθουν να μην απαξιώνουν τους δυστυχείς. Είναι αμφίβολο πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σύντομα"(σελ.69).

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Αντώνης Μπουντούρης: Εκεί στον Έβρο


Κι ομως
Κοιτάζοντας ξανά τον χάρτη
είδα πως υπάρχουν ακόμα αυτοί
με τα φτερωτά φρύδια

που μιλούν λίγο
χτίζουν πεζούλες
τσαπίζουν
για να μεγαλώσει το βιός.

Πρόσωπα που δεν εχουν γονατίσει.
Δεόμενες μορφές ανάμεσα
στη Νύχτα και τον Ορθο.

Στα δυτικά
(πέρα απο το δάσος της Δαδιάς)
ο Φράγκος.
Στ΄ανατολικά
(πέρα απ'την Κορνοφωλιά)
ο Τούρκος.
Το όριο αυτοί.

Με το δάκρυ τους υγρό
να μη στερέψει το ποτάμι.

Στάθης Καλύβας: ο φιλελεύθερος εθνοαποδομισμός και η υποχώρηση του μπροστά στην πραγματικότητα.



Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής Αγγελοπούλου για τον εορτασμό των 200 ετών από την επανάσταση του 1821 περιλαμβάνεται ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale Στάθης Καλύβας.
Η επιλογή αυτή όπως και πολλές άλλες υπακούν στο πνεύμα των πρώτων μηνών διακυβέρνησης Μητσοτάκη, πριν την αιφνίδια επιστροφή στην πραγματικότητα υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων και των έντονων απειλών της Τουρκίας, όπου κατά την απόφανση της κ. Αγγελοπούλου, δεν θα πρέπει να λέγονται γεγονότα και απόψεις που «αναζωπυρώνουν το μίσος μεταξύ των δύο λαών».
Ο Σ.Καλύβας έγινε γνωστός από τις ιστορικές μελέτες που αφορούν τον ελληνικό εμφύλιο τις οποίες έγραψε από κοινού με τον Ν.Μαρατζίδη. Στόχος τους, όπως θα δούμε, δεν είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας από τις ιδεολογικές μονομέρειες της μεταπολιτευτικής αριστεράς, αλλά να προβάλλουν τον εμφύλιο και όχι την ενότητα του ελληνισμού αλλά ακόμη χειρότερα να πείσουν τους αναγνώστες τους ότι η εθνική αντίσταση αδιακρίτως πολιτικής προέλευσης είναι μύθος.
Κοινή είναι η επιδίωξή τους να σχετικεύσουν το έθνος και τα εθνικά κράτη. Σε αυτό το σημείο πέφτουν στο ίδιο ατόπημα κάθε ιδεολογικής ανάγνωσης: λαμβάνουν τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα.
Προφανώς ο Σ.Καλυβάς θεωρεί ότι η παγκοσμιοποίηση και οι ενιαίες αγορές είναι σε θέση να καταργήσουν τα έθνη. Ιδιαίτερα το ελληνικό έθνος τελείως ατεκμηρίωτα, χωρίς να λαμβάνεται η παλαιότερη και νεότερη ιστοριογραφία, επιχειρεί να το ερμηνεύσει ως πρόσφατη δημιουργία. Βεβαίως ούτε τα έθνη καταργήθηκαν, ούτε περιορίστηκε η σημασία των εθνικών κρατών, μάλιστα αναδεικνύονται ως στοιχεία ισορροπίας στην παγκόσμια ανομία.
Στο βιβλίο του «Καταστροφές και θρίαμβοι: οι 7 κύκλοι της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2016) επικρίνει τον Νίκο Σβορώνο για αριστερόστροφο λαϊκισμό διότι αυτός ισχυρίζεται ότι χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνισμού είναι το αντιστασιακό ήθος καθώς πως «το βαθύτερο νόημα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας συνίσταται στην οδυνηρή προσπάθεια ενός αρχαίου λαού να συνταχθεί σε σύγχρονος έθνος, να αποκτήσει συνείδηση του ειδικού χαρακτήρα του και να κερδίσει τη θέση που δικαιούται στον σύγχρονο κόσμο»( σελ.37). Οι απόψεις αυτές, υποστηρίζονται από έναν κορυφαίο μαρξιστή ιστορικό που η έρευνα του έχει επικεντρωθεί κυρίως στο Βυζάντιο, ενισχύουν μάλιστα ίδια συμπεράσματα με αυτά του Κ.Παπαρρηγόπουλου για την μακρά πορεία στο χρόνο του ελληνικού έθνους. Βεβαίως ο Καλύβας δεν συμμερίζεται αυτά τα πορίσματα αφού «η πραγματικότητα είναι κάπως περισσότερη σύνθετη»(σελ.49).
Για αυτό τον λόγο θα παραλείψει να αναφερθεί στην πνευματική δραστηριότητα και στις εξεγέρσεις του προεπαναστατικού ελληνισμού ώστε να αναγκάσει τον αναγνώστη του να αποδεχθεί την άποψη περί νέου έθνους . Αντίθετα γράφει, χωρίς περισσότερη τεκμηρίωση, ότι στην Νότια Βαλκανική –δηλαδή στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό- αποκαλύπτει «περισσότερες ασυνέχειες παρά συνέχειες»(σελ.51). Ακόμη περισσότερο ατεκμηρίωτα ισχυρίζεται πως οι εξεγέρσεις κατά της τουρκοκρατίας, όπως τα Ορλωφικά, η επανάσταση του παπά Θύμιου Βλαχάβα και άλλες που παραθέτει αναλυτικά ο Κ.Σάθας « δεν είχαν όμως το χαρακτήρα του εθνικού κινήματος και δεν αποσκοπούσαν στη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών, στόχευαν συνήθως στη διατήρηση ή επέκταση της τοπικής αυτονομίας των διαφόρων ομάδων και την παροχή προνομίων, φορολογικής κυρίως φύσης»(σελ. 53). Συνεπώς η φορολογία και μόνο ήταν το μοναδικό κίνητρο για να εξεγερθεί ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός και να διακινδυνεύσει την περιουσία του και την ζωή του.
Οι ανακρίβειες συνεχίζονται με την υποτίμηση της σημασίας του κλήρου στην επανάσταση του 1821 αφού υποστηρίζει ότι: «μολονότι η Εκκλησία συνέβαλε στο να δημιουργηθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες αναδύθηκε το ελληνικό εθνικό κίνημα, ούτε προσχώρησε σ’ αυτό ούτε και το στήριξε – και αυτό παρά το γεγονός πως πολλοί κληρικοί εντάχθηκαν στις τάξεις του. Η στάση του Πατριαρχείου απέναντι στις ιδέες του Διαφωτισμού υπήρξε από καχύποπτη έως εχθρική»( σελ. 55). Η προσέγγιση αυτή αφενός παραλείπει τον κυρίαρχο ρόλο του κλήρου στην επανάσταση και αφετέρου αποσιωπά το γεγονός ότι σημαντικοί εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Ν.Θεοτόκης, υπήρξαν εξέχοντες και δραστήριοι κληρικοί.
Οι ιδεοληψίες αποκορυφώνονται στην άποψη ότι «η εθνική ιδεολογία υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα της συμμετοχής στην εξέγερση και λιγότερο το αρχικό κίνητρο της συμμετοχής σε αυτήν. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ο πόλεμος ήταν αυτός που μετέτρεψε τους χωρικούς σε Έλληνες, για να χρησιμοποιήσω την περίφημη διατύπωση του ιστορικού Γιουτζίν Βέμπερ» (σελ.64). Βεβαίως εδώ αφήνονται αινιγματικά αναπάντητα ερωτήματα όπως ποια ήταν τελικά τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων που ξεσηκώθηκαν με το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος», με αναφορές στην αρχαία Ελλάδα, στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στη πίστη και στην πατρίδα και γιατί έγιναν Έλληνες από αυτή την διαδικασία και όχι για παράδειγμα Σέρβοι ή Βούλγαροι.
Οι έωλες αυτές παρερμηνείες από τον Α.Λιάκο ώς τον Σ.Καλύβα αποσιωπούν το γεγονός της ύπαρξης του ελληνικού έθνους πριν το 1821 που πρεσβεύουν όχι μόνο ιστορικοί όπως ο Παπαρρηγόπουλος, ο Σβορώνος, ο Δερτιλής αλλά και ο νεότερος Ε.Γκέλλνερ. Οι αρνητικές επίσης αξιολογήσεις του Σ.Καλύβα στην Μεγάλη Ιδέα (που διατύπωσε πρώτα ο Ι.Καποδίστριας και όχι ο Κωλέττης) δεν λαμβάνουν υπόψην ότι ένα κράτος μέχρι την Μελούνα δεν ήταν βιώσιμο αλλά και το αίτημα του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού για απελευθέρωση ήταν δίκαιο και όπως αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό ρεαλιστικό όταν ηγούνταν της προσπάθειας ηγέτες όπως ο Ε.Βενιζέλος.
Το έργο του Σ.Καλύβα-Ν.Μαραντζίδη «Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο» εξαίρει το γεγονός του ελληνικού εμφυλίου, υποτιμά την στρατιωτική σημασία των αντιστασιακών πράξεων (όλων των αντιστασιακών οργανώσεων από την ΠΕΑΝ ως τον ΕΔΕΣ και το ΕΑΜ) και συμπεραίνει ότι για την εθνική αντίσταση «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ακόμα εθνικό μύθο που με τέτοιο λυρισμό αναπαράγουν πολλοί συγγραφείς, τόσο δεξιοί όσο και αριστεροί»(σελ. 107). Βεβαίως ότι αυτοί ανακάλυψαν δεν διαπίστωσε η Αγγλία που ενίσχυσε οικονομικά, με εξοπλισμούς, και έμπειρους αξιωματικούς όλες τις οργανώσεις αντίστασης.
Σε άρθρο στην «Καθημερινή» 3.11.2019 ο Σ.Καλύβας παραδέχεται την ιστορική σημασία του δημογραφικού προβλήματος. Θεωρεί όμως περιττό να προτείνει μέτρα που θα βελτιώνουν τον ρυθμό γεννήσεων και θα περιορίζουν το πρόβλημα. Αντίθετα θεωρεί εύλογο, απαραίτητο, δίχως προβλήματα την αντικατάσταση στην ουσία του ελληνικού πληθυσμού από πληθυσμούς από τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την Ασία και την Αφρική: « Η Ελλάδα αποτελεί προνομιακό τόπο και στο κοντινό μέλλον θα τραβήξει ανθρώπους τόσο από πλούσιες χώρες που θα θέλουν να ζήσουν σ’ αυτή για την ποιότητα ζωής που μπορεί να προσφέρει, όσο και από φτωχές χώρες, οι οποίοι αναζητούν ασφάλεια και ελευθερία».
Η εργαλειοποίηση των μεταναστών από τον Ερντογάν και η ανάμειξή τους με τζιχαντιστές οδήγησε την κυβέρνηση ορθά να κλείσει τα σύνορα ως έσχατη προσπάθεια να διατηρήσουμε την εθνική μας κυριαρχία. Ανάλογα ο Σ.Καλύβας θα προσαρμόσει τις απόψεις τους . Στην ίδια εφημερίδα 8.3.2020 παραδέχεται ότι «για το προσφυγικό/μεταναστευτικό, ένα εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα, που χρησιμοποιείται από την Τουρκία ως εργαλείο ασύμμετρης απειλής τόσο εναντίον της Ευρώπης όσο και κατά της χώρας μας», κατανοεί την αναγκαιότητα να κλείσουν τα σύνορα και καταλήγει πως «Η κυβέρνηση αντέδρασε ορθά στον εκβιασμό αυτόν και το κράτος λειτούργησε συγκροτημένα, παρά τις έκτακτες συνθήκες που καθιστούν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης αδύνατο. Οι ασύμμετρες απειλές απαιτούν ευέλικτες απαντήσεις και αυτές τις υπονομεύει ο ιδεολογικός δογματισμός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός εκφράζεται διαμέσου είτε ενός εσωστρεφούς και φοβικού πατριωτισμού που αντιμετωπίζει τις κοινωνίες ως στατικά, κλειστά και αυτάρκη συστήματα, είτε ενός αφελούς ανθρωπισμού, που αξιώνει ανοιχτά σύνορα και ανεξέλεγκτη μετανάστευση αγνοώντας επιδεικτικά τις συνέπειές τους. Για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις ασύμμετρες απειλές, καλό είναι να ξεπεράσουμε τους δογματισμούς αυτούς».
Η εξέλιξη του Σ.Καλύβα είναι παρόμοια με αυτή της κυβερνήσεως, από τον φιλελεύθερο ρομαντισμό της παγκοσμιοποίησης όπου το εμπόριο αντικαθιστά τον πόλεμο στην πεζή πραγματικότητα όπου τα έθνη αγωνίζονται μεταξύ τους για την διεύρυνση της γεωπολιτικής τους ισχύος. Οι ευθύνες της εξουσίας προσγείωσαν αιφνιδιαστικά όλους αυτούς. Όμως η συμμετοχή του στην Επιτροπή για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 αποδεικνύουν τις προθέσεις της να αποσιωπηθεί το νόημα και ο χαρακτήρας του γεγονότος αυτού.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Ορτέγα Υ Γκάσσετ: Η εξέγερση των μαζών, εισαγωγή-μετάφραση-επιλεγόμενα Χρήστου Μαλεβίτση (τόμος 18 Άπαντα Χρήστου Μαλεβίτση ), εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2010.



Το διάσημο έργο του Ορτέγα Υ Γκάσσετ εκδίδεται στην Ισπανία γύρω στο 1930 αλλά είχε αρχίσει να το επεξεργάζεται σε διάφορες μορφές ήδη από το 1922. Μεταξύ δύο πολέμων που η φιλελεύθερη δημοκρατία δέχτηκε σκληρά κτυπήματα από τον ναζισμό, τον φασισμό και βέβαια τον μπολσεβικισμό αλλά και η Ευρώπη διαλύθηκε εντελώς από ποτάμια αίματος, ο συγγραφέας δηλώνει αμετανόητα οπαδός της δημοκρατίας αλλά και της Ενωμένης Ευρώπης η οποία θα έχει υπερβεί υποτίθεται τις επιμέρους εθνικές πραγματικότητες.
Η επιδίωξη αυτή ,όσο και να φαίνεται λογικά προκλητικό και παράδοξο, θεμελιώνεται στο συμπέρασμα "ότι η ανθρώπινη κοινωνία είτε το θέλει είτε όχι είναι πάντοτε αριστοκρατική από αυτή τούτη την ουσία της, μέχρι το σημείο να είναι κοινωνία μόνο στο βαθμό που είναι αριστοκρατική και παύει να είναι τέτοια όταν παύει να είναι αριστοκρατική. Βεβαίως μιλάω για κοινωνία και όχι για το κράτος"(σελ.48). Κάτι τέτοιο θυμίζει την άποψη του Β.Παρέτο ότι η "ιστορία είναι το νεκροταφείο των αριστοκρατιών" με την έννοια ότι η ιστορία συντίθεται από την διαμάχη μεταξύ ελίτ που επιχειρούν να εμφανίσουν το δικό τους συμφέρον ως συμφέρον μιας τάξης ή της κοινωνίας συνολικά. Είναι ενδεικτική η στάση του Λένιν που στο "Τι να κάνουμε" υποστηρίζει ότι οι εργάτες από μόνοι μπορούσαν να φτάσουν μόνο σε μεταρρυθμιστικά και όχι επαναστατικά αιτήματα, ώστε η επαναστατική τους συνείδηση θα έπρεπε να δημιουργηθεί εξωτερικά από την κομματική πρωτοπορία. Βεβαίως έτσι αναιρείται η μαρξική σκέψη ότι το κοινωνικό είναι προσδιορίζει την συνείδηση, όχι το αντίστροφο, αλλά αυτό έχει εν προκειμένω μικρή σημασία αφού αυτό που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν να παρουσιαστεί το συμφέρον του κόμματος ως συμφέρον της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αλλά για να επανέλθουμε στο έργο: "στην εποχή μας είναι ο μαζάνθρωπος που κυριαρχεί, αυτός είναι που αποφασίζει. Τούτο δεν σημαίνει πως αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίοδο της δημοκρατίας, κατά την καθολική ψηφοφορία. Κάτω από την καθολική ψηφοφορία οι μάζες δεν αποφασίζουν ο ρόλος τους συνίσταται στο να υποστηρίζουν την απόφαση της μιας μειοψηφίας ή της άλλης. Αυτές οι μειοψηφίες παρουσιάζουν το "πρόγραμμά "τους- σπουδαία λέξη. Τέτοια προγράμματα βεβαίως είναι προγράμματα συλλογικής ζωής. Μ' αυτά καλούνται οι μάζες να δεχθούν ένα σχέδιο αποφάσεων"(σελ.82). Ενώ πιο εμφατικά θα καταλήξει "Μαζάνθρωπος είναι αυτός που η ζωή του στερείται από οποιονδήποτε σκοπό και απλώς σύρεται από το ρεύμα. Συνεπώς μολονότι οι δυνατότητες και η δύναμη του είναι τεράστιες, δεν οικοδομεί τίποτε (σελ.83).
Ο Ορτέγα Υ Γκάσετ καταλήγει πώς "η φιλελεύθερη δημοκρατία, βασισμένη στην τεχνική γνώση είναι ο ανώτατος τύπος δημόσιας ζωής που μέχρι τώρα αναγνωρίσαμε" , πως " ίσως αυτός ο τύπος ζωής να μην είναι ο καλύτερος που μπορούμε να φαντασθούμε αλλά κάθε καλύτερος από αυτόν πρέπει να διατηρήσει την ουσία αυτών των δύο αρχών" και πως "η επιστροφή σε οποιαδήποτε μορφή ύπαρξης κατώτερης από αυτήν του δέκατου αιώνα ισοδυναμεί με αυτοκτονία"(σελ.86).
Όμως ο μαζάνθρωπος σε αντίθεση με τον αριστοκράτη , που έχει ταυτίσει την ύπαρξη με τον αγώνα και την διάκριση, "έχει συνηθίσει να μην επικαλείται καμμιάν αυθεντία έξω από τον εαυτό του"(σελ.97). Συμπεραίνει ότι ο σημερινός Ευρωπαίος "κατέληξε να παραγάγη την πιο άρριζη ιστορία που γνωρίζομε (σελ.111), μάλιστα με την μορφή του συνδικαλισμού και του φασισμού δεν θέλει να δικαιολογεί την ορθότητα των πράξεων του(σελ.111).
Βαρβαρισμός είναι η "τάση για διάλυση της κοινοτικής ζωής" , ενώ η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η "ύψιστη προσπάθεια για την οργάνωση της κοινοτικής ζωής" χάρις στον αυτοπεριορισμό της δημόσιας εξουσίας(σελ.114).
Παραδόξως ο Ο.Υ. Γκάσσετ καταλήγει σε ένα συμπέρασμα ίδιο με αυτό του Μάη του 68: " Το Κράτος αρχίζει με το να είναι απολύτως έργο φαντασίας. Η φαντασία είναι η απελευθερωτική δύναμη του ανθρώπου. Ένας λαός είναι ικανός να δημιουργήσει Κράτος κατά το μέτρο που είναι ικανός να φαντάζεται. Ώστε συμβαίνει σε όλους τους λαούς να υπάρχει ένα όριο στην εξέλιξή τους προς την κατεύθυνση του Κράτους, ακριβώς το όριο που θέτει η φύση στη φαντασία τους"(σελ. 207).