Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Μ.Χάιντεγκερ και Χ.Μαλεβίτσης: «διανοητές σε χαλεπούς καιρούς» - σπουδή, μαθητεία και κριτικός λόγος

 





Επισυνάπτεται η ομιλία μου, στο διήμερο συμπόσιο 13-14 Απριλίου 2024  με θέμα «Ο υπαρξισμός στη φιλοσοφία του Χρήστου Μαλεβίτση».Το θέμα της ομιλίας είναι :

Μ.Χάιντεγκερ και Χ.Μαλεβίτσης: «διανοητές σε χαλεπούς καιρούς» - σπουδή, μαθητεία και κριτικός λόγος

 

        Ο Χρήστος Μαλεβίτσης μαθήτευσε στον στοχασμό του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Αλλά η μαθητεία, η σπουδή αυτή, ήταν γόνιμη, παραγωγική, κριτική και δημιουργική. Αποτέλεσμα αυτής, ήταν η έγκυρη μετάφραση του θεμελιώδους έργου  του Γερμανού στοχαστή «Εισαγωγή στη Μεταφυσική»(εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1973), μία σημαντική και εκτενής μελέτη του Χ.Μαλεβίτση με τον τίτλο «Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ»(Άπαντα Χ.Μ., 3ος τόμος, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2010, α’ έκδοση εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1974), αλλά και άλλες συντομότερες που δεν στερούνται ενδιαφέροντος για τον σημερινό αναγνώστη.

     Χαρακτηριστικό είναι ότι το μεταφραστικό και δοκιμιακό έργο του Χ.Μαλεβίτση για τον Μ.Χάιντεγκερ εντοπίζεται χρονικά στην διετία 1973-1975. Προφανώς στο διάστημα αυτό αποκορυφώνεται όχι μόνο το ενδιαφέρον του αλλά και ωριμάζει η σπουδή των προηγούμενων ετών.

  Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Χ.Μαλεβίτσης δεν αναλώνεται –όπως μεταγενέστεροι στοχαστές- στην αυτονόητη καταδίκη της δεκάμηνης συμπόρευσης του Μ.Χάιντεγκερ ως πρύτανη του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ με τον ναζισμό (παρά την ρητή καταδίκη της) αλλά πορεύθηκε σε ένα δρόμο δυσκολότερο και πιο ανηφορικό: την ανάλυση και κριτική αποτίμηση της φιλοσοφίας του και την τοποθέτηση της μέσα στην εξέλιξη της σκέψης. Άλλωστε στο ίδιο διάστημα η γαλλική φιλοσοφική σκέψη, με τον Μπωφρέ, τον Αξελό, αλλά και τους Λακάν, Ντερριντά ακολούθησε έναν παρόμοιο δρόμο επιχειρώντας να ενοφθαλμίσει τον λόγο της με την σκέψη του Χάιντεγκερ. Αφετηρία της πορείας αυτής ήταν η επιστολή του τελευταίου προς τον Μπωφρέ με τον τίτλο «Επιστολή για τον Ανθρωπισμό».

Το 1974 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Δωδώνη τα δοκίμια του Χ.Μαλεβίτση με τον τίτλο «Η τραγωδία της ιστορίας». Τόσο στην γλώσσα όσο και στον στοχασμό είναι ευδιάκριτη η επίδραση του Μ.Χ. Σε δύο δοκίμια, όμως διακρίνουμε  πιο αποσαφηνισμένη την διαλεκτική αυτή σχέση. Το πρώτο δοκίμιο έχει τον τίτλο « Η λησμονιά του Θεού». Ο Μ.Χ. δεν μίλησε ποτέ με αυτό τον τρόπο αλλά αναφέρθηκε στην «λησμονιά του Είναι»  και με παρόμοιο τρόπο ερμήνευσε τον αλήθεια ως α-λήθεια δηλαδή ως έξοδο από την λήθη.  Ο Χ.Μ. χρησιμοποίησε το ύφος του Χάιντεγκερ για να περιγράψει  ότι ο Φ.Νίτσε ονόμασε «Θάνατο του Θεού», δηλαδή την υποχώρηση του ιερού, της ύπαρξης  μπροστά στην προέλαση του μηδενός, γράφει: «Το οντολογικό μηδέν πολιορκεί την ύπαρξη από πολλές προσβάσεις. Η ύπαρξη ολοένα κινδυνεύει να εκπορθηθεί από το μηδέν και να αφανιστεί μέσα στον ωκεανό του τίποτε. Ο άνθρωπος αγωνιά μπροστά στην περίπτυξη της  υπάρξεως του από τους πλοκάμους του μηδενός και εκζητά τη σωτηρία του από το Θεό. Διότι το μηδέν ακυρώνεται μόνον από τη πλησμονή του Όντος, του Θεού. Με την ιστορική σύμπτυξη όμως της συνείδησης του ανθρώπου αφανίζονται τα όρια που ψαύουν τις παρυφές τους μηδενός και μαζί τους αφανίζεται και ο Θεός. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αποζητάει την αυθεντική ύπαρξή, ώστε να τρομάξει από το κενό της αναυθεντικής βιότευσης. Συνεπώς ο αφανισμός του Θεού είναι η άλλη όψη του αφανισμού της συνειδητοποιήσεως των ορίων της υπάρξεως. Πρόκειται για απώλεια υποστασιακού εδάφους και για σύμπτυξη της συνειδήσεως προς τους κοινούς χώρους της καθημέριας διαπόρευσης. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές στην ιστορία φτώχεμα της συνειδήσεως, με τον περιορισμό των διαστάσεων της και με απίσχανση των πνευματικών ροπών»(σελ.74,75).

 Ο Χ.Μαλεβίτσης  κλείνει το δοκίμιο του με επίκληση της σημασίας της ανάμνησης. Ο τρόπος του εδώ είναι πλατωνικός: «Όπως η ζωή δωρήθηκε στον άνθρωπο, έτσι του δωρήθηκε και το πνεύμα. Ο άνθρωπος βρέθηκε μ’ αυτή στον κόσμο. Ο πνευματικός κόσμος διανοίχτηκε εντός του ως «ανάμνηση». Μέσα από την ανάμνηση εισήλθε το πνεύμα στην ιστορία και διανοίχτηκαν για τον άνθρωπο οι ουρανοί. Τώρα αρχίζει η αντίστροφη διαδικασία. Ο άνθρωπος λησμονεί. Και όσο λησμονεί τόσο περισσότερο αφανίζονται οι ουρανοί και σβήνουν σαν αερινά μαγικά τοπία. Δεν πρόκειται για τον θάνατο του Θεού, για τη λησμονιά του βάθους της εσωτερικότητας του Όντος. Πρόκειται για τη λησμονιά του Ανθρώπου. Ιδού τι απεργάζονται οι καιροί. Ένα ληθαίο όν σε λιθέα οικουμένη»(σελ.79).

Με το δοκίμιο με τον τίτλο «Χάιντεγκερ και Χαίντερλιν: Επιστροφή στην αρχέγονη ενότητα ποίησης και φιλοσοφίας», ο Χ.Μαλεβίτσης εισέρχεται στο καρδιακό σημείο της σκέψης του Χάιντεγκερ, ο οποίος στην ποίηση δύο ποιητών του Χαίντερλιν και του Τράκλ βρήκε το πεδίο για να εκφράσει παραδειγματικά τα φιλοσοφικά του πορίσματα. Αφετηριακά επισημαίνει: «Ο ποιητής και ο διανοητής είναι οι φύλακες του Όντος λέγει ο Χάιντεγκερ. Η φύλαξη στις κορυφογραμμές του υπάρχοντος επί αιώνες πολλούς αναγνωριζόταν ως έργο ιστάμενο στο ύψος της πνευματικής αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Πράγμα που ο παρών αιώνας ουδαμώς το αναγνωρίζει. Από αυτή την άποψη είναι ο πιο χαλεπός αιώνας της ιστορίας»(σελ. 157).

 Θα προσθέσει δε: « Ο Χαίντερλιν ένιωθε πως ζούσε σε χαλεπούς καιρούς. Διότι η ανθρωπότητα έπεσε κάτω από τον αστερισμό του χωρισμού και της ξενιτείας. «Να είσαι ένα με το Παν, λέγει, αυτή είναι η ζωή της θεότητας, αυτός είναι ο ουρανός του ανθρώπου». Ωστόσο,  η Γερμανία της εποχής που εγνώριζε μια μοναδική στα χρονικά των νεωτέρων χρόνων πνευματική άνθιση. Ήταν σύγχρονος του Γκαίτε, του Σίλλερ, του Φίχτε, του Νοβάλις, του Σλέγκελ. Και ήταν συμμαθητής και φίλος του Εγέλου και του Σέλλινγκ. Μοναδική συστάς πνευμάτων που ελάμπρυνε τον ουρανό της Ευρώπης με την αστροποβολή της. Η ποιότητα όμως του πνεύματος του Χαίλντερλιν   ήταν διαφορετική. Ήταν αυτή που οδήγησε  τον Χάιντεγκερ να τον χαρακτηρίσει ως ποιητή των ποιητών. Γι’ αυτό δεν τον κατάλαβε ούτε ο Γκαίτε ούτε ο Σίλλερ. Οι δύο αυτοί ποιητές ζούσαν την τραγωδία του εγκοσμιωμένου πνεύματος, ενώ ο Χαίντερλιν εβίωνε την έξαρση της θεωμένης υπόστασης»(σελ.165).

Στο ίδιο δοκίμιο ο Μαλεβίτσης θα αναμετρηθεί με τις έννοιες που κόμισε ο Χάιντεγκερ όπως το «υπάρχειν στον κόσμο», την ενθαδική ύπαρξη, ως έννοιες μάλιστα που αναμετρώνται με τον Θεό, αλλά και την εσωτερικότητα- εξωτερικότητα του ανθρώπου: «Δεν νοείται ο άνθρωπος ούτε ως καθαρή εσωτερικότητα ούτε ως καθαρή εξωτερικότητα. Ο άνθρωπος διαρκώς εξέρχεται προς τον κόσμο. Και ο κόσμος δεν είναι εξωτερικό πλαίσιο, αλλά στοιχεία συστατικό του ανθρώπου. Η ακατάπαυστη αυτή έξοδος του ανθρώπου προς τον κόσμο ουσιώνεται με τη μέριμνα. Το «είναι» του ανθρώπου είναι η μέριμνα»(σελ.172).

Ο Χάιντεγκερ επανερμηνεύει την σημασία της αλήθειας: «Αλήθεια για τον Χάιντεγκερ δεν είναι η συμφωνία του διανοήματος προς το πράγμα, αλλά η φανέρωση του πράγματος, η ανάδυσή του στην εμφάνεια, η απόσπασή του από τη λήθη»(σελ.173). Η λησμονιά προτρέπει την ιστορία να εναγκαλιστεί το μηδέν: « Ο άνθρωπος λησμονεί το Όν. Όσο όμως το Όν μένει στη λησμονιά τόσο περισσότερο η ιστορία σκοτίζεται και χάνει τα θεμέλια της, σύρεται προς το μηδέν. Μηδενισμός είναι η απώλεια της μνήμης του Όντος. Αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με τη  λησμονιά του  Θεού, των θρησκευτικών εμβιώσεων;»(σελ. 174,175). Με παράδοξο τρόπο ο γερμανός φιλόσοφος  θεωρεί ότι το Όν ανεφάνη στον λόγο των Προσωκρατικών, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Αναξίμανδρου, ενώ με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη σημειώνεται το μεγάλο τέλος.

Το 1973 ο Χ.Μαλεβίτσης  μετάφρασε το θεμελιώδες έργο του Μ.Χάιντεγκερ «Εισαγωγή στη Μεταφυσική»(εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1973). Στην έκδοση περιλαμβάνεται εκτενής εισαγωγή αλλά και μια σύντομη μελέτη του Χ.Μ με τον τίτλο «Μάρτιν Χάιντεγκερ- ο φιλόσοφος του νοήματος του Όντος».

Το έργο ξεκινά με το ερώτημα «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;», για να επαναξιολογήσει στην συνέχεια την όλη εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Σε πολλά σημεία μάλιστα ο γερμανός φιλόσοφος διαλέγεται με τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. Οι Έλληνες αναρωτήθηκαν για την έννοια της φύσης, όμως το ερώτημα μας «πάει ήδη πέρα από *τα φυσικά*,πέρα από τα όντα, πάει προς το Είναι. Η «Φυσική» καθορίζει, από την αρχή, την ουσία και την ιστορία της μεταφυσικής»(σελ.48).

Συγχρόνως δεν απουσιάζουν οι πιο τρέχουσες πολιτικές σκέψεις: «Τούτη η Ευρώπη, με την αγιάτρευτη τυφλότητά της, πάντοτε στο σημείο να αυτοκτονήσει, κείται σήμερα μέσα σε μια τεράστια λαβίδα, ανάμεσα στη Ρωσία από τη μια μεριά και στην Αμερική από την άλλη. Μεταφυσικά ιδωμένες, Ρωσία και Αμερική είναι το ίδιο πράγμα η ίδια ολέθρια μανία της εξαπολυμένης τεχνικής και των άρριζων οργανώσεων του μέσου ανθρώπου»(σελ.67,68). Στην συνέχεια θα απαριθμήσει τα σημαντικότερα αρνητικά στοιχεία: η φυγή των θεών, η καταστροφή της γης, η μαζοποίηση του ανθρώπου, η προβολή των μετριοτήτων, η αποδυνάμωση του πνεύματος. Συγχρόνως η επιστήμη παύει να είναι πολιτιστική αξία καθεαυτή  και περιορίζεται στην «τεχνικό-πρακτική αντίληψη». Αναγνωρίζει ότι η «διαμόρφωση της Δυτικής γραμματικής προέκυψε από την ελληνική σκέψη που ασκήθηκε επάνω στην ελληνική γλώσσα»(σελ.88).

Βεβαίως πιο ενδιαφέρουσα και σημαντική γίνεται η σκέψη του Μ.Χάιντεγκερ  όταν σκέπτεται για το Είναι και το Γίγνεσθαι, το Νοείν και το Είναι. Τα ερωτήματα αυτά τον οδηγούν στον Παρμενίδη, στον Ηράκλειτο αλλά και στην τραγική σκέψη και πιο ειδικά στον Σοφοκλή: «Ο Ηράκλειτος, στον οποίο αντιπαραθέτουν χονδροειδώς τον Παρμενίδη, καθώς του αποδίδουν τη διδασκαλία του γίγνεσθαι, λέγει στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα με τον τελευταίο. Αλλοιώς δεν θα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες, αν έλεγε άλλα πράγματα. Μόνο που δεν πρέπει η διδασκαλία του για το γίγνεσθαι να ερμηνευθεί σύμφωνα με τις ιδέες ενός δαρβινιστή του 19ου αιώνα. Βεβαίως, η κατοπινή έκθεση της αντιπαράθεσης του Είναι προς το γίγνεσθαι, ποτέ δεν έγινε τόσο μοναδικά και με τόση πληρότητα όσο στις ρήσεις του Παρμενίδη»(σελ.131,132).

Ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει τον Πλάτωνα ως πρόδρομο του χριστιανισμού: «Ανάμεσα στα απλώς φαινομενικά όντα εδώ κάτω, και στο πραγματικό Είναι κάπου επάνω ψηλά δημιουργήθηκε ένα χάσμα, ένας χωρισμός. Σε τούτον το χωρισμό εγκαταστάθηκε ο Χριστιανισμός και ταυτοχρόνως ερμήνευσε το κατώτερο ως το δημιούργημα και το ανώτερο ως τον δημιουργό. Τούτα τα μεταποιημένα όπλα της αρχαιότητας εστράφησαν εναντίον της (ως η ειδωλολατρία) και  έτσι την παραποίησαν. Ώστε είχε δίκαιο ο Νίτσε όταν είπε: Ο Χριστιανισμός είναι εκλαϊκευμένος πλατωνισμός…Για τη σκέψη των πρώτων Ελλήνων διανοητών, η ενότητα και ο ανταγωνισμός του Είναι και του φαίνεσθαι είχε πρωταρκτική ισχύ. Ωστόσο, όλα τούτα εκφράσθησαν κατά τον ύψιστο και καθαρότερο τρόπο στην ελληνική τραγική ποίηση»(σελ.139,140).

Όσον αφορά τον Ηράκλειτο, ο Μ.Χ., ισχυρίζεται πως «από όλους τους αρχαίους Έλληνες διανοητές, ο Ηράκλειτος ήταν που κατά την πορεία της Δυτικής ιστορίας, υπέστη τις μεγαλύτερες ανελληνικές μεθερμηνείες, κι’ ωστόσο είναι αυτό που στη νεώτερη και πρόσφατη εποχή, παρέσχε την ισχυρότερη ώθηση προς την επανακάλυψη του αυθεντικού ελληνικού πνεύματος. Έτσι, οι δύο φίλοι, ο Έγελος και ο Χαίλντερλιν, τελούσαν αμφότεροι, και ο καθένας με τον τρόπο του, κάτω από τη μεγάλη και γόνιμη γοητεία του Ηράκλειτου, με τη διαφορά πως ο Έγελος κυττούσε προς τα πίσω και έκεινε το δρόμο, ενώ ο Χαίλντερλιν ατένιζε προς τα εμπρός και άνοιγε το δρόμο. Η σχέση του Νίτσε προς τον Ηράκλειτο είναι  διαφορετική. Άλλωστε ο Νίτσε έπεσε θύμα της τρέχουσας και ψεύτικης άποψης, η οποία αντιπαράθεσε τον Παρμενίδη στον Ηράκλειτο. Εδώ βρίσκεται ένας από τους ουσιωδέστερους λόγους, που η μεταφυσική του δεν έφθασε στο αποφασιστικό ερώτημα, μολονότι ο Νίτσε συνέλαβε τη μεγάλη εναρκτήρια εποχή του συνόλου της ελληνικής ύπαρξης κατά ένα τρόπο, που μόνον ο Χαίλντερλιν τον ξεπερνάει»(σελ.160,161).

Ο Μ.Χάιντεγκερ συμπεραίνει τελικά ότι η «ελληνική φιλοσοφία επέτυχε να κυριαρχήσει στη Δύση, όχι με την πρωταρκτική αφετηρία της, αλλά με την εναρκτήρια λήξη της, η οποία ολοκληρώθηκε με τον Έγελο, προσλαμβάνοντας μια μεγαλοπρεπή και οριστική μορφή»(σελ.222) ώστε ορθολογισμός και ανορθολογισμός είναι μια διελκυστίνδα καθώς «ο ανορθολογισμός είναι η γνωστή σε όλους πλέον αδυναμία και η πλήρης αποτυχία του ορθολογισμού, και συνεπώς ο ίδιος είναι ένας ορθολογισμός. Ο ανορθολογισμός είναι μια έξοδος του ορθολογισμού, η οποία δεν οδηγεί στον ελεύθερο αέρα, παρά μόνο μπερδεύεται ακόμη περισσότερο μέσα στον ορθολογισμό, διότι δημιουργεί την άποψη πως ο ορθολογισμός μπορεί να υποσκελισθεί με μια απλή άρνηση, ενώ απλώς γίνεται πιο επικίνδυνος, επειδή παίζει το παιχνίδι του καλυμμένος και ανενόχλητος»(σελ.212).

Πώς θα υπερβούμε   τον μηδενισμό ; «Να ασχολείσαι μόνο με τα όντα, καταμεσίς της λησμονιάς του Είναι- αυτό είναι μηδενισμός. Ο έτσι νοημένος μηδενισμός είναι το θεμέλιο για εκείνον τον μηδενισμό, που ο Νίτσε εκθέτει στο  πρώτο βιβλίο της «Θέλησης για Δύναμη». Αντίθετα, το να ώθησής το  ερώτημα περί του Είναι ρητώς μέχρι τα όρια  του μηδενός, και τούτο να το συνδέσεις με το οντολογικό ερώτημα, είναι το πρώτο και το μόνο καρποφόρο βήμα προς την αληθινή υπέρβαση του μηδενισμού»(σελ.236).

Βεβαίως στο ίδιο έργο περιέχεται μια αμφίσημη δήλωση του Μ.Χ. περί εθνικοσοσιαλισμού όπου «αυτό που σήμερα προσφέρεται ως φιλοσοφία του εθνικοσοσιαλισμού δεν έχει τίποτε το κοινό με την εσωτερική αλήθεια και το μεγαλείο αυτού του κινήματος»(σελ.232). Βεβαίως κανείς από αυτούς που συντάξαν  την ναζιστική ιδεολογία δεν ζήτησε ποτέ την γνώμη του. Ο Χ.Μαλεβίτσης αναφέρεται σε συνέντευξη του που δημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» 19.3.1970  όπου ο Μ.Χ. ομολογεί «Ξεχνάτε την τραγική σύγχυση που επικρατούσε το 1933, την αθλιότητα, την απόγνωση, τις αυταπάτες. Μετά την πάροδο δέκα μηνών διαχώρισα οριστικά και τελεσίδικα την θέση μου»(σελ.231). Το ζήτημα των πολιτικών περιπετειών όμως του Μ.Χ. είναι περισσότερο σύνθετο και δεν είναι του παρόντος για να το αντιμετωπίσουμε.

Το έργο «Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1974 από τις εκδόσεις Δωδώνη. Περιλαμβάνεται στο τρίτο τόμο των απάντων του Χ.Μαλεβίτση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το 2010(από όπου τα αποσπάσματα). Στον ίδιο τόμο περιέχεται ένα σύντομο δοκίμιο με τον τίτλο Μάρτιν Χάιντεγκερ.

Η μονογραφία του Χ.Μαλεβίτση είναι θεμελιώδης γιατί επιτυγχάνει, σε ένα σύνολο 194 πυκνογραμμένων σελίδων να ανασκοπήσει και να αξιολογήσει το σύνολο του έργου του Μ.Χ.  και τελικά να το τοποθετήσει μέσα στην εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασμού. Ο χώρος στον οποίο ρίζωσε και κάρπισε είναι ο χώρος, το ρεύμα «της   “δυτικής παράδοσης” το οποίο ξεκινάει από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους»(σελ.12). Οι επιρροές που δέχθηκε δεν ανιχνεύονται μόνο στον Χούσσερλ ή τον Νίτσε αλλά και στον Ηράκλειτο, τον Χαίλντερλιν  όσο και στον Μπαίμε, τον Λούθηρο, τον πιετισμό και τον ρομαντισμό.

Ιδιάζουσα είναι η σχέση του Μ.Χ. με την φιλοσοφία του Κάντ, όπως φανερώνεται κυρίως στο έργο του, «Ο Κάντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής» όπου επιδιώκει να αποδείξει ότι το καντιανό «Η κριτική του καθαρού λόγου» δεν είναι μια θεωρία της γνώσης αλλά μια απόπειρα να θεμελιωθεί η μεταφυσική. Ο Μαλεβίτσης αποφαίνεται «πως το Είναι και Χρόνος είναι η «επανάληψη», δηλαδή η ριζικώτερη αφετηρία της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, ως  “ Κριτικής του συνολικού Da-sein “»(σελ.24).

Ο Νίτσε δεν βρίσκεται εκτός αλλά εντός της μεταφυσικής αν και συνιστά  ίσως την τελευταία της μορφή: «με τον Νίτσε η μεταφυσική φτάνει στις έσχατες συνέπειες της, εξαντλεί όλες τις δυνατότητες της. Τούτο όμως σημαίνει πως και ο ίδιος ο Νίτσε δεν βγαίνει έξω από τον κύκλο της. Ο Νίτσε έδωσε την τελευταία μεταφυσική απάντηση στα αρχαία ερωτήματα. Είπε ότι η «ουσία» των όντων είναι η θέληση για δύναμη και ότι η «ύπαρξη» τους είναι η Αιώνια Επιστροφή. Από αυτή την άποψη, ο Νίτσε δεν είναι ούτε τόσο μακρινός ούτε τόσο ανατρεπτικός, όσο πιστεύεται. Μέσα στη «δύναμη» του Νίτσε ενυπάρχουν τα αριστοτελικά δύναμις, ενέργεια, εντελέχεια. Ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι ο μηδενισμός του Νίτσε παραμένει ακόμη μεταφυσικός δηλαδή δεν είναι ριζικός, διότι ο ριζικός μηδενισμός προϋποθέτει διαφορετική εμπειρία»(σελ. 28,29).

Ο Μαλεβίτσης αποφαίνεται ότι η σχέση του Χάιντεγκερ με τον Θεό είναι ιδιάζουσα. Παρότι σε μια τις τελευταίες του συνεντεύξεις του καταλήγει ότι «ένας Θεός θα μας σώσει», δεν δέχεται «τον Θεό της μεταφυσικής, ούτε τον Θεό της θρησκείας»(σελ.43). Σε αυτό το σημείο ακολουθεί τον Νίτσε στον ισχυρισμό ότι ο χριστιανισμός είναι ένας πλατωνισμός για τον λαό.

Διαφορετική είναι η αντιμετώπιση της φαινομενολογίας από τον Χούσσερλ και τον Χάιντεγκερ: « Ο Χούσσερλ ήθελε να οπλίσει τη φιλοσοφία με μια μέθοδο ακριβή, με σίγουρα θεμέλια, ώστε να την καταστήσει «αυστηρή επιστήμη». Στην ουσία ήθελε να ριζικοποιήσει την καρτεσιανή διαδικασία. Γι’ αυτό την εφάρμοσε στην ανάλυση της συνείδησης. Αντίθετα ο Χάιντεγκερ τη χρησιμοποίησε στην ανάλυση της ανθρώπινης ύπαρξης, του Dasein» (σελ.58).

Μία πρόσθετη σημαντική διάκριση του Χάιντεγκερ είναι αυτή ανάμεσα στο υπαρξιακό και το υπαρκτικό που «αντιστοιχεί προς τη διάκριση του οντολογικού από το οντικό. Το οντολογικό αναφέρεται στο Είναι, στο «να Είναι», ενώ το οντικό αναφέρεται στα όντα, σ’ αυτό που «εστί». Η υπαρξιακή ανάλυση, λοιπόν, ανάγεται στο Είναι, στους οντολογικούς καθορισμούς του πάρειμι, ενώ  η υπαρκτική κατανόηση αναφέρεται στο «εστί» του πάρειμι»(σελ.65). Αλλά το «πάρειμι» υπερβαίνει τον υποκειμενισμό της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, όπως τον εγκαινίασε ο Καρτέσιος με τον λόγο «σκέπτομαι άρα υπάρχω».

Ακολουθούν οι αναφορές στις κρίσιμες λέξεις-εννοήσεις  που χρησιμοποιεί ο Μ.Χάιντεγκερ: η μέριμνα, η αυθεντική ύπαρξη, η αγωνία,  η απόφαση, η υπέρβαση, ο χρόνος, η ιστορικότητα. Ο Μαλεβίτσης συμπεραίνει: «για τον φιλόσοφό μας ουσία του ανθρώπου είναι η εκ-στατικότητά του, το ότι (εξ)ίσταται στην αλήθεια του Είναι, στο ξέφωτό του, το ότι είναι το Da του Sein. Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι πιο κοντινός προς τον μακρινό Θεό παρά προς το ζώο, από το οποίο, λέγει τον χωρίζει άβυσσος»(σελ.105).

Η τομή που συνέβη  αρχικά μέσα στην ελληνική σκέψη ανάμεσα στους Προσωκρατικούς και τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη προβλήθηκε στην συνέχεια σε όλη την εξέλιξη του στοχασμού: «Είπαμε πως η κλασσική μεταφυσική εξέλαβε το Είναι ως κάτι το διαρκώς παρόν και σταθερό. Αντίθετα, ο Χάιντεγκερ το εκλαμβάνει ως παρουσία-απουσία, ως κάλυψη-εκκάλυψη. Και μάλιστα αυτή η δεύτερη αντίληψη προηγήθηκε ιστορικά της πρώτης. Συνέβη στον καιρό των προσωκρατικών. Σ’ αυτό το Είναι ως παρουσία-απουσία αντιστοιχεί ο Λόγος των προσωκρατικών. Ενώ στο Είναι ως σταθερή παρουσία αντιστοιχεί η λογική του Αριστοτέλη»(σελ.117).

Κρίσιμη είναι η ερμηνεία του μηδενισμού. Ο Νίτσε  και ο Κίργκεγκωρ αποτελούν δύο σταθμοί. Με τον πρώτο «το  μηδέν εισέρχεται στην ιστορία» με τον δεύτερο «το μηδέν εμβιώνεται»(σελ.125). Ο Μαλεβίτσης αποφαίνεται ότι όταν «λέμε μηδέν εννοούμε ότι δεν υπάρχει το νόημα του υπάρχοντος»(σελ.128).  Στην συνέχεια του δοκιμίου εξετάζεται η πολλαπλή ερμηνεία του Λόγου και της λογικής από τον Χάιντεγκερ η οποία αποκορυφώνεται στην ερμηνεία της γλώσσας ως οίκου του Είναι στην «Επιστολή για τον Ανθρωπισμό» που απευθύνεται στον Γάλλο στοχαστή Μπωφρέ. Στην προσέγγιση θεμελιώνεται η ιδιαίτερη σχέση του ανθρώπου με το Είναι καθώς ορίζεται ως ο «ποιμένας» του.  Η έννοια του «ξέφωτου» που προφανώς έχει εμπνευστεί από τις οδοιπορίες μέσα στο δάσος συνιστά μια νέα αρχή και συγκρίνεται με το Άκτιστο φως» του Άγιου Γρηγόριου Παλαμά όσο και με την πλατωνική παραβολή του σπηλαίου(σελ.145). Συγχρόνως τίθεται το πρόβλημα της ανεστιότητας  δηλαδή «όταν είμαι μακριά από την πηγή της προέλευσης μου, από την οντολογική μου καταγωγή, είμαι αν-οίκειος, δηλαδή ανέστιος»(σελ.171). Σε αυτή την οντολογική κατάσταση κρίσιμος είναι ο ρόλος της τεχνικής. Βεβαίως η κριτική του προς τον τεχνολογικό πολιτισμό δεν τον οδηγεί στην ρομαντική του απόρριψη αλλά σε μια έκκληση να διατηρήσει ο άνθρωπος μια εσωτερική αυτονομία, τελικά ένα πνευματικό χώρο όπου «να διατρίβει στην έσχατη ουσία του»(σελ.184).

Ο  Χ.Μαλεβίτσης είδε του Γερμανούς ναζί κατακτητές να δολοφονούν τον πατέρα του και να καταστρέφουν το σπίτι του. Το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδιζε να μελετήσει με κριτικό τρόπο την φιλοσοφική σκέψη του Μ.Χάιντεγκερ. Το ίδιο διάστημα άλλοι Έλληνες στοχαστές είτε μετάφρασαν το έργο του τελευταίου είτε έγραψαν δοκίμια πάνω σε αυτό είτε  το δικό τους έργο φέρει την σφραγίδα του. Ο Κωστής Παπαγιώργής έγραψε μια μονογραφία αλλά στην συνέχεια την αποκήρυξε. Ο Χ.Γιανναράς επηρεάστηκε σε δύο σημαντικά έργα του στο «Το Πρόσωπο και ο Έρως» και «Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης. Πανεπιστημιακοί όπως η Τ.Πεντζοπούλου Βαλαλά έγραψαν επίσης εκτενείς μονογραφίες. Πρόσφατα  μεταφράστηκε το δοκίμιο το Τ.Στάινερ με τον τίτλο Χάιντεγκερ. Ο Π.Κονδύλης σε άρθρο του χαρακτήρισε το «Είναι και Χρόνος»  ως «συλλογή εξεζητημένων και ασαφών κοινοτοπιών». Βεβαίως υπάρχουν και δοκίμια που τον αντιμετωπίζουν απορριπτικά τονίζοντας την συνεργασία του Χάιντεγκερ με τους ναζί η οποία κατά αυτά δεν ήταν ευκαιριακή, ή τυχοδιωκτική αλλά πειθαρχούσε σε συγκεκριμένες ιδεολογικές προτεραιότητες. Παρόλα αυτά το έργο του Χ.Μαλεβίτση αποτελεί μια απόδειξη της θετικής επίδρασης του γερμανού στοχαστή αλλά συγχρόνως συνιστά μια άρτια και έγκυρη εισαγωγή στην σκέψη του.

 

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Ινστιτούτο Έρευνας και Μελέτης Θουκυδίδης: "Ο Κοινοτισμός στην Ελλάδα" την Κυριακή 31 Μαρτίου στις 9μ.μ.

 Εκδήλωση από το χρήστη Ινστιτούτο Έρευνας και Μελέτης Θουκυδίδης



Το Ινστιτούτο Έρευνας και Μελέτης Θουκυδίδης διοργανώνει διαδικτυακή διάλεξη με θέμα "Ο Κοινοτισμός στην Ελλάδα" την Κυριακή 31 Μαρτίου στις 9μ.μ.
Εισηγητής :
κ. Σπύρος Κουτρούλης
Οικονομολόγος Συγγραφέας
Την διάλεξη μπορείτε να την παρακολουθήσετε ελεύθερα από την διαδικτυακή μας πύλη στο Youtube : IRS Thoukydides
To video  της ομιλίας συζήτησης είναι στην διεύθυνση:





Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

1974-2024: Να μην αποσιωπούμε τα επιτεύγματα της μεταπολίτευσης

 Ελληνική προεδρευομένη δημοκρατία: από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου στον Κωνσταντίνο Τσάτσο





Η δημοκρατία: από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου στον Κωνσταντίνο Τσατσο

Το 1974 με την καταστροφή του κυπριακού ελληνισμού δεν κατέρευσε μόνο η χούντα αλλά και όλο το οικοδόμημα που προέκυψε μετά το τέλος του εμφυλίου.
Κατά τον ευφυή τίτλο του βιβλίου του Σεραφείμ Μάξιμου η χώρα τον 20ο αιώνα κινείτο μεταξύ " κοινοβουλίου και δικτατορίας". Οι πυλώνες όμως του καθεστώτος είχαν αποτύχει :
α. Η μοναρχία ήταν υπεύθυνη για τον εθνικό διχασμό, για την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Ποτέ δεν περιορίστηκε στο συνταγματικό της ρόλο, απέτυχε να αναδειχθεί σε έκφραση της εθνικής ενότητας και κυριαρχίας. Συνήθως έδινε την εικόνα του ηγέτη μιας και μόνο παράταξης. Σε αντίθεση με τις βασιλείες της Αγγλίας ή της Σουηδίας για παράδειγμα, η ελληνική βασιλεία επέβαλε την ηγεσία της συντηρητικής παράταξης, ενώ με την συμπεριφορά της προκάλεσε την αντίθεση με την σειρά όλων των πολιτικών ηγεσιών(και της δεξιάς!). Δημιούργησε την θεσμική εκτροπή και την πολιτική αναστάτωση που ακολούθησε με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του εκλεγμένου πρωθυπουργού Γ.Παπανδρέου. Αξέχαστες έχουν μείνει οι παρεμβάσεις της Φρειδερίκης. Η μοναρχία προετοίμαζε την δικτατορία των στρατηγών αλλά την πρόλαβαν οι πιο αδίστακτοι συνταγματάρχες. Τα βαρύτατα λάθη της συμπληρώθηκαν με την ορκωμοσία της κυβέρνησης των πραξικοπηματιών, που της έδωσαν την αναγκαία επίφαση νομιμότητας το πρώτο κρίσιμο διάστημα και την ενίσχυσαν με παραδοσιακούς μοναρχικούς πολιτικούς όπως ο Π.Πιπινέλης. Τέλος ένα κακοφτιαγμένο αντικίνημα που χωρίς δυσκολία κατέστειλαν οι συνταγματάρχες επέκτεινε την πολιτική κυριαρχία των τελευταίων.
β. Μέχρι το 1974 δίπλα στο σύνταγμα υπήρχε το παρασύνταγμα, δίπλα στο κράτος το παρακράτος, αντί της αξιοκρατίας τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, οι τόποι βασανισμού και εξορίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
γ. Μετά το 1974 νομιμοποιούνται όλα τα πολιτικά κόμματα, κανείς δεν διώκεται για τις ιδέες του, γίνονται σεβαστοί οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η εναλλαγή στην εξουσία, η ισονομία, το κράτος δικαίου. Ο στρατός περιορίζεται αυστηρά στα στρατιωτικά του καθήκοντα. Η κοινοβουλευτική διαδικασία εξομαλύνει σταδιακά τις πολιτικές διαφορές. Καταργείται το παρασύνταγμα και το παρακράτος. Η χούντα τιμωρείται αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ανοίξουν νέες πληγές, νέοι διχασμοί. Με το δημοψήφισμα ο ελληνικός λαός αποφάσισε και έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο της ελληνικής βασιλείας. Ουσιαστικά η Νέα Δημοκρατία το 1974 εφαρμόζει το πρόγραμμα του 1963 της Ένωσης Κέντρου. Η αναγνώριση της δημοτικής ήταν απάντηση σε ένα ώριμο αίτημα του συνόλου του ελληνικού στοχασμού. Θετικές υπήρξαν οι μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο, τα μέτρα συμφιλίωσης, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης.
δ.Η ένταξη της χώρας μας στην Ευρώπη,ενίσχυσε περαιτέρω την κοινοβουλευτική δημοκρατία ώστε το μεσοπολεμικό δίλημμα "κοινοβούλιο ή δικτατορία" ήταν ξεπερασμένο και ανεπίκαιρο.
ε. Πλέον είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας, για τις επιτυχίες μας και τα λάθη μας. Τα αρνητικά της μεταπολίτευσης:Το πελατειακό κράτος διόλου δεν περιορίστηκε, η οικογενειοκρατία όμως περιόρισε τις δυνατότητες πολιτικής ανανέωσης αφού η επιλογή εξακολουθούσε να γίνεται σε ένα συγκεκριμένο εύρος. Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία κυρίαρχησε, και αντί της εργασίας ευνοήθηκε ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Αναμένουμε ακόμη τον εκσυγχρονισμό του κράτους και των θεσμών.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Ι.Δασκαρόλης: Μεταξάς εναντίον Τσαλδάρη-η άγνωστη αντιβενιζελική σύγκρουση(1924-1928), Εκδόσεις Επίκεντρο,2023




 Ι.Δασκαρόλης: Μεταξάς εναντίον Τσαλδάρη-η άγνωστη αντιβενιζελική σύγκρουση(1924-1928), Εκδόσεις Επίκεντρο,2023

Ι.Δασκαρόλης: Μεταξάς εναντίον Τσαλδάρη-η άγνωστη αντιβενιζελική σύγκρουση(1924-1928), Εκδόσεις Επίκεντρο,2023
Ο Ιωάννης Δασκαρόλης με το νέο έργο του , που αποτελεί το διδακτορικό του, αναδεικνύεται σε ένα σημαντικό ιστορικό, με ενδιαφέρουσα σκέψη και γραφή. Τα συμπεράσματα του θεμελιώνονται γερά σε ένα πλήθος πηγών που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα αρχεία των πρωταγωνιστών της εποχής και πλήθος δημοσιευμάτων.
Οι φίλοι και αντίπαλοι του Ι.Μεταξά δεν γνωρίζουν ίσως ότι με το κόμμα του υπήρξε μέλος βενιζελικής κυβέρνησης του μεσοπολέμου και ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισε την αβασίλευτη δημοκρατία. Σε αντίθεση με μεταγενέστερα κείμενά του που αποδοκιμάζουν τον κοινοβουλευτισμό στην συνεδρίαση της Βουλής της 18ου Μαϊου 1927 είπε: "Υπήρξα πάντοτε υπέρμαχος του κοινοβουλευτισμού, δεν δύναται δε η μειονοψηφία να επιβάλει την θέλησιν της στην πλειονοψηφίαν"(σελ.287).
Ο συγγραφέας συμπεραίνει: "προφανώς ένα από τα πλέον εντυπωσιακά ευρήματα της έρευνας μας, το οποίο και ερευνήθηκε διεξοδικά, είναι η απρόσμενη συμπόρευση του Μεταξά με τον κοινοβουλευτισμό και την Αβασίλευτη Δημοκρατία, της οποίας, όπως είδαμε, υπήρξε ο βασικότερος στυλοβάτης εντός του αντιβενιζελισμού στην πρώτη τετραετία εφαρμογής της. Ο Μεταξάς σε όλη την περίοδο 1924-1928 εργάστηκε για έναν γενικό συμβιβασμό με τους βενιζελικούς, κινούμενος από την ιδέα να απενεργοποιήσει τον στρατό που ελεγχόταν από τους βενιζελικούς και να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα για τους αντιβενιζελικούς στον στρατό και τη δημόσια διοίκηση"(σελ.287).
Επίσης οι Ελευθερόφρονες - το κόμμα του Μεταξά- "έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στα δικαιώματα των μειονοτήτων και πιο συγκεκριμένα της εβραϊκής μειονότητας στη Θεσσαλονίκη και της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη"(σελ.272).
Ενδεικτικό των παθών της εποχής είναι το απίστευτο υβρεολόγιο που διατύπωσε ο Γ.Βλάχος από τις στήλες της "Καθημερινής" κατά του Ε.Βενιζέλου όπως"καρκίνο" "άνθρωπο αίσχος της χώρας" "επίσημο παράφρονα" κλπ(σελ.213) και "αρχομανής", "κρονόληρος","προικοθήρας", "έχθιστος άνθρωπος"(σελ.236). Ο Γ.Βλάχος είχε αντιδράσει με εξαιρετική σφοδρότητα στην επιθυμία του Λαϊκού Κόμματος να περιλάβει πρόσφυγες στους υποψήφιους βουλευτές του .

Ενδιαφέρον είναι ότι η κυβερνητική πορεία δεν ήταν ανέφελη αφού κατηγορήθηκε επειδή ήθελε να δώσει έργα οδοποϊας στην εταιρεία Μακρή(από τις κατηγορίες τον απάλλαξε και ο Ε.Βενιζέλος). Παρά τον μεταγενέστερο λαϊκισμό του, την αντικεφαλαιοκρατική ρητορική του από τους βασικούς υποστηρικτές του υπήρξαν οι εξέχοντες βιομήχανοι Άγγελος και Νικ.Κανελλόπουλος (ο υιός του Αλέξανδρος Κανελλόπουλος υπήρξε μάλιστα ηγετικό στέλεχος της ΕΟΝ).

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Ιωάννης Β.Δασκαρόλης, Γενναίος Κολοκοτρώνης-ο έφηβος οπλαρχηγός του 1821,

 


Ιωάννης Β.Δασκαρόλης, Γενναίος Κολοκοτρώνης-ο έφηβος οπλαρχηγός του 1821,

εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2021. Σελ. 290

Ανάμεσα στα έργα που κυκλοφόρησαν με την ευκαιρία των 200 ετών από την επανάσταση του 1821, το ανα χείρας βιβλίο, διακρίνεται για την επιστημονική εγκυρότητα και την γλαφυρότητα της γλώσσας. Το πρώτο στοιχείο εξασφαλίζει την γερή θεμελίωση όσων υποστηρίζονται, ενώ το δεύτερο μας παρασύρει σε ένα γοητευτικό αναγνωστικό ταξίδι που μας οδηγεί να το διαβάσουμε απνευστί.

Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην διήγηση των γεγονότων και του βίου του ήρωα αλλά αναπλάθει όλο το ιστορικό περιβάλλον και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν, ώστε τελικά να εναρμονίσουμε το ατομικό με το γενικό.

Ο Π.Κανελλόπουλος πίστευε ότι οι δύο πιο σημαντικές προσωπικότητες του αγώνα υπήρξαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι δίχως την στρατιωτική ευφυία του Θ.Κολοκοτρώνη δεν θα είχε σχηματισθεί ο επαναστατικός στράτος, ούτε θα είχε δώσει καίριες νικηφόρες μάχες όπως αυτή στα Δερβενάκια αλλά ούτε θα είχε θα προκαλέσει τον μακρύ πόλεμο φθοράς κατά των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Δυστυχώς η επανάσταση είχε την θλιβερή της πλευρά, δηλαδή τους δύο εμφυλίους, από τους οποίους κινδύνευσε με την πλήρη καταστροφή της. Σε αυτούς χάθηκε ο ένας υιός του Θ.Κολοκοτρώνη, ο Πάνος. Ο μικρότερος υιός του ο Ιωάννης-Γενναίος όμως δεν έπαψε να αγωνίζεται με αυταπάρνηση όπου η πατρίδα τον χρειαζόταν. Ο συγγραφέας αναφέρεται οτι μετά από ορισμένες νίκες του Ιμπραήμ πολλοί Έλληνες προσκύνησαν με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον Νενέκο ο οποίος πολεμούσε μαζί με τον Ιμπραήμ επικεφαλής 2500 ανδρών. Όμως με εντολή του Θ.Κολοκοτρώνη εκτελέστηκε ως προδότης της πατρίδας.

Ανάμεσα στις ωραίες σελίδες είναι αυτές που περιγράφεται η ήττα του Ιμπραήμ από τους Μανιάτες. Γράφει: “επιπροσθέτως και κατ’ εξοχήν, στην επίθεση της 24ης Ιουνίου, όταν ένα τμήμα των Αιγυπτίων που αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά στα νώτα των αμυνομένων στο Δηρό, αντιμετώπισε τον όλεθρο ακόμα και από αμάχους, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά, που τους επιτέθηκαν ένοπλοι. Σε δεύτερη εκστρατεία τον τον Ιούλιο στη Μάνη, ο Ιμπραήμ γνώρισε μια σειρά από ταπεινωτικές ήττες σε όλα τα σημεία της χερσονήσου από τους Μανιάτες που τον έπεισαν να μην επαναλάβει το εγχείρημα”(σελ.152).

Βεβαίως διακρίνουμε και την δυσκολία να σχηματιστεί μια επαναστατική εξουσία, την οποία όλοι να αναγνωρίζουν και όλοι να υπακούν. Πολύ γρήγορα φάνηκαν τα ελαττώματα που σε μεγάλο βαθμό εξακολούθησαν να μας συνοδεύουν. Αφειδώς μοιράστηκαν βαθμοί, δεκάδες απλοί καπετάνιοι ονομάστηκαν στρατηγοί, ενώ τα χρήματα των δανείων έγιναν αφορμή μιας τεράστιας διαφθοράς. Ενώ έγινε προσπάθεια να υπάρξουν συνταγματικοί θεσμοί, μάλιστα πρωτοποριακοί, αυτοί τελικά ελέχθηκαν από τους πρόκριτους με τρόπους ελάχιστα δημοκρατικούς.

Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης όταν ξέσπασε η επανάσταση ήταν 16 ετών. Η μικρή του ηλικία δεν υπήρξε εμπόδιο να λάβει μέρος στα πιο παράτολμα εγχειρήματα. Εξέφρασε και αυτός, με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, τον πανελλήνιο πόθο, να αποτιναχθεί ο τουρκικός ζυγός, ώστε να υπάρξει ένα ελεύθερο ελληνικό κράτος εκεί όπου ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί.

Φ.Ένγκελς: Ο ανατρεπτικός χαρακτήρας του πρώιμου χριστιανισμού

 


Ενώ οι απόψεις των κλασσικών του μαρξισμού ταυτίζονται με την επιγραμματική φράση "θρησκεία το όπιο του λαού", που βεβαίως χρήζει πολλών ερμηνειών, ο Ένγκελς στην εισαγωγή στο έργο του Μάρξ "Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850" θεωρεί τον πρώιμο χριστιανισμό ως επαναστατικό κίνημα:
"Έχουν περάσει τώρα σχεδόν ακριβώς 1600 χρόνια από τότε που στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία δρούσε επίσης ένα επικίνδυνο ανατρεπτικό κόμμα. Το κόμμα αυτό υπόσκαφτε τη θρησκεία και όλα τα θεμέλια του κράτους. Αρνιόταν ορθά-κοφτά ότι η θέληση του αυτοκράτορα ήταν ο υπέρτατος νόμος, ήταν χωρίς πατρίδα, διεθνές απλωνόταν πάνω σ' όλες τις χώρες της αυτοκρατορίας, από τη Γαλατία ως την Ασία, και πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δρούσε μυστικά, υπόγεια. Από καιρό όμως κιόλας ένιωθε τον εαυτό του αρκετά γερό για να κάνει ανοιχτά την εμφάνισή του. Το ανατρεπτικό αυτό κόμμα που ήταν γνωστό με το όνομα των χριστιανών είχε πολλούς οπαδούς και στο στρατό. Λεγεώνες ολόκληρες ήταν χριστιανικές. Όταν διατάζονταν να παραβρίσκονται στις τελεές των θυσιών της κυρίαρχης ειδωλολατρικής εκκλησίας για να αποδώσουν εκεί τις τιμές, οι ανατροπείς στρατιώτες αποθρασύνονταν ως το σημείο να καρφιτσώνουν στο κράνος τους, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ιδιαίτερα σύμβολα-σταυρούς. Έμεναν άκαρπες ακόμα και οι συνηθισμένες πιέσεις των ανωτέρων στους στρατιώτες. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός δε μπορούσε πια άλλο να μένει απαθής όταν έβλεπε πως υποσκαφτόταν η τάξη, η υπακοή και η πειθαρχία μες στο στρατό του. Εξέδοσε ένα αντισοσιαλιστικό, ήθελα να πω αντιχριστιανικό νόμο. Οι συγκεντρώσεις των ανατρεπτικών στοιχείων απαγορεύτηκαν, οι χώροι των συγκεντρώσεων τους κλείστηκαν ή και γκρεμίστηκαν ακόμα, τα χριστιανικά σύμβολα, σταυροί κλπ, απαγορεύτηκαν, όπως απαγορεύτηκαν στη Σαξωνία τα κόκκινα μαντήλια. Οι χριστιανοί στερήθηκαν το δικαίωμα να κατέχουν δημόσιες θέσεις, δεν τους επιτρέπανα ούτε και δεκανείς να γίνουν...Τότε ο αυτοκράτορας εκδικήθηκε με το μεγάλο διωγμό των χριστιανών στο 303 μ.Χ. Ο διωγμός αυτός ήταν ο τελευταίος στο είδος του. Και ήταν τόσο αποτελεσματικός, που δεκαεφτά χρόνια αργότερα το στρατό αποτελούσαν στην πλειοψηφία χριστιανοί και ο αμέσως επόμενος μονάρχης ολόκληρης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος, που οι παπάδες τον ονόμασαν Μεγάλο, ανακήρυξε τον χριστιανισμό θρησκεία του κράτους".
Κ.Μάρξ-Φ.Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, α' τόμος, έκδοση ΚΚΕ 1951, σελ. 147,148.

Κ.Μάρξ: Η αγγλική αποικιοκρατία στην Ινδία "ασυνείδητο όργανο της ιστορίας"

 




Ο Μάρξ στο "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" είναι δύσκολο να αποκρύψει τον θαυμασμό που έχει προς την αστική τάξη. "Επαναστατικό ρόλο στην ιστορία" γράφει ότι έπαιξε ενώ συμπληρώνει ότι η "αστική τάξη δε μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατεί αδιάκοπά τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις". Η εξύμνηση της συμπληρώνεται στον ρόλο της στην δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, και στην καταστροφή των παμπάλαιων εθνικών βιομηχανιών ενώ συμπληρώνει ότι "η εθνική μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα και από τις πολλές εθνικές και τοπικές φιλολογίες διαμορφώνεται μια παγκόσμια φιλολογία". Ουσιαστικά διαπνέεται με το ίδιο ιδανικό με την αστική τάξη, το ιδανικό του εργαλειακού ορθολογισμού, για την πλήρη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στην φύση. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ανάλυση του είναι αποκλειστικά ευρωκεντρική και θεωρεί ότι όλες οι κοινωνίες θα πρέπει να ακολουθήσουν παρόμοια κοινωνική-οικονομική εξέλιξη.
Έτσι εξηγείται γιατί θεωρεί θετικό γεγονός την αγγλική αποικιοκρατία στην Ινδία καθώς ενσωματώνει την χώρα αυτή στην βιομηχανική εξέλιξη. Σε αντίθεση με τον με τον σύγχρονο μας Πολανυί ,που θεωρεί θετικό τον ρόλο των κοινοτήτων σε αυτές τις κοινωνίες, ο Μάρξ τις ζωγραφίζει με μελανά χρώματα. Εδώ βλέπουμε να ξαναγεννάται το παγκόσμιο πνεύμα του Χέγκελ όπου η ιστορία προχωρεί με την ετερογονία των σκοπών , Γράφει: "Βέβαια, όταν η Αγγλία προκαλούσε μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν, κινιόταν μονάχα απο τα πιο χυδαία συμφέροντά της και ο τρόπος που χρησιμοποίησε για να επιβάλει ήταν ηλίθιος. Μα το ζήτημα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι αν η ανθρωπότητα μπορεί να εκπληρώσει τον προορισμό της χωρίς μια μια θεμελιακή επανάσταση στις κοινωνικές σχέσεις της Ασίας. Αν όχι τότε η Αγγλία οποιαδήποτε εγκλήματα κι αν διέπραξε, ήταν το ασυνείδητο όργανο της ιστορίας, βάζοντας μπρος την επανάσταση αυτή...Η Αγγλία έχει να εκπληρώσει μια διπλή αποστολή στις Ινδίες, μια καταστρεπτική και μια δημιουργική -την καταστροφή της παλιάς ασιατικής κοινωνίας, και τη δημιουργία της υλικής βάσης ενός δυτικού κοινωνικού καθεστώτος στην Ασία...Οι βρετανοί καταχτητές ήταν οι πρώτοι που ο πολιτισμός τους βρισκόταν σε ανώτερη βαθμίδα και που επομένως ήταν απρόσιτοι για τον ινδικό πολιτισμό. Τον κατάστρεψαν διαλύοντας τις ντόπιες κοινότητες, ξεριζώνοντας τη ντόπια βιοτεχνία και ισοπεδώνοντας καθετί που ήταν μεγάλο και υπερείχε στο ντόπιο κοινωνικό καθεστώς. Οι ιστορικές σελίδες της κυριαρχίας τους στις Ινδίες είναι ζήτημα αν μιλούν για τίποτε άλλο εκτός απ' αυτο το έργο της καταστροφής. Το έργο της αναγέννησης μόλις διαφαίνεται μες από το σωρό των ερειπίων. Ωστόσο έχει αρχίσει πια".
Κ.Μάρξ, Η βρετανική κυριαρχία στις Ινδίες, τα μελλοντικά αποτελέσματα της βρετανικής κυριαρχίας στις Ινδίες, Εκλεκτά έργα, α΄τόμος, εκδόσεις ΚΚΕ, 1951, Σελ. 409,411.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

"Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ' ό,τι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ"F.Engels- Κριτική στον οικονομισμό":

 


Σε επιστολή προς τον Μπλόχ, ο Φ.Ένγκελς, επικρίνει τον μονοδιάστατο οικονομισμό. Βεβαίως όταν έχουν προηγηθεί διάφορα κείμενα των Μάρξ και Ενγκελς όπου η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η εξέλιξη της τεχνικής, καθορίζουν δεσμευτικά όχι μόνο ότι ονομάζουν "υπερδομή", αλλά τελικά την εξέλιξη του πολιτισμού συνολικά είναι εύλογο να έχουν μείνει στους αναγνώστες τους οι εντυπώσεις αυτές.
Παρόλα αυτά οι σκέψεις αυτές, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να οδηγήσουν σε μια ανοιχτή ερμηνεία του μαρξισμού, όπου ότι έχει ονομαστεί ως "υπερδομή" ακολουθεί μια αμφίδρομη σχέση και καθορίζει με την σειρά της την "υποδομή".
Ο Φ.Ενγκελς στην επιστολή του Μπλόχ (Λονδίνο 21,22 Σεπτέμβρη 1890) γράφει μεταξύ άλλων:

" Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ΄αποτελέσματα της - τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε, κτλ -οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρσκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξη τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλ. των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρυνή ή τόσο αναπόδειχτη, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μην τη λογαριάζουμε). Διαφορετικά, η εφαρμογή της θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα ήταν , μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής πρωτοβάθμιας εξίσωσης...Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ' ό,τι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ"
Κ.Μάρξ-Φ.Ένγκελς, έκδοση ΚΚΕ, 1951, β' τόμος σελ. 572,573,574.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Σχόλια στο Ημερολόγιο του Ι.Μεταξά

 


Από το Ημερολόγιο του Ι.Μεταξά:

Α.

7 Ιανουαρίου 1941
"Θα μας συγχωρήση ο Θεός (δύο λέξεις σβησμένες) το 1915; Φταίμε όλοι! και ο Βενιζέλος ακόμα! Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα!"
(εκδόσεις Γκοβόστη, σελ.556).


Β.

Η ερμηνεία του Ι.Μεταξά για την Μεγάλη Ιδέα διατυπώνεται στον επίλογο των 70 άρθρων του με τα οποία διαλέγεται με τον Ε.Βενιζέλο, στην Καθημερινή της 23 Ιανουαρίου 1935. Ουσιαστικά αποτελεί αποδοκιμασία όλης της εθνικής εξόρμησης που προηγήθηκε αλλά και της αλεξανδρινής, βυζαντινής περιόδου. Η επιλογή του αρχαιοελληνισμού -όπως βέβαια αυτός τον ερμηνεύει αποτελεί επανάληψη της μικράς και έντιμης Ελλάδος , της Ελλάδος της Μελούνας. Επηρέασε στις επόμενες δεκαετίες αρκετούς στοχαστές που επικαλούνται έναν φανταστικό ελληνισμό όχι για να ενισχύσουν αλλά για να αποδυναμώσουν το υπαρκτό ελληνικό κράτος. Οι αναφορές στον αποεδαφικοποιημένο ελληνισμό που έχει απορροφηθεί από την αποκλειστική μέριμνα για τον πολιτισμό αποτελούν παραίτηση υπεράσπισης του υπαρκτού ελληνικού κράτους από εξίσου υπαρκτές απειλές από άλλα ισχυρότερα κράτη.

Γράφει ο Ι.Μεταξάς: "Αλλά τι Εθνικόν Ιδεώδες θα την εμπνεύσει, αφού η Μεγάλη Ιδέα κατέπεσε μετά πατάγου; Εδώ είναι το σφάλμα. Δεν κατέπεσεν η Μεγάλη Ιδέα. Κατέπεσεν η προσπάθεια προς πραγματοποίησιν αυτής υπό εδαφική μορφήν. Κατέπεσεν η Ελληνο-βυζαντινή αντίληψις αυτής. Δεν κατέπεσεν όμως η αρχαία αντίληψις αυτής, η αντίληψις της κυριαρχίας του Ελληνισμού, όπου ευρίσκεται και δρα. Το σφάλμα είναι, ότι ενομίσαμεν ότι ημπορούμεν κατ' αναλογίαν με άλλα έθνη, να περιλάβωμεν εντός ορίων εδαφικών τον Ελληνισμόν. Ενώ ακριβώς η ιδιοφυϊα της φυλής μας είναι το να μη έχει όρια. Εις όλην την ιστορίαν μας, πλην του Βυζαντίου, οι Έλληνες απετελούμεν ένα ή πλειότερα ισχυρά κρατικά κέντρα με όρια, ακτινοβολούντα όμως πλοκάμους προς πάσας κατευθύνσεις, και απωτάτας ακόμη. Ούτε η προσπάθεια του Αλέξανδρου όπως του δώσει αλλοίαν μορφήν έσχε διάρκειαν. Αλλά εαν το κρατικόν κέντρον εκ του οποίου εκπορεύεται η φυλετική ζωή έχη όρια, το σύνολον όμως με τους πλοκάμους μαζί δεν δύναται να περιληφθή εις όρια...Αλλά τότε ποια θα είναι η ενότης ενός τοιούτου Ελληνισμού; Ο πολιτισμός του! Και με πολιτισμόν δεν εννοούμεν τον μηχανικόν πολιτισμόν, αλλάτον βαθύτερον πολιτισμόν, όστις είναι η εκ των εγκάτων της φυλής μας εκδήλωσιες της ζωτικότητος, της ιδιοφυϊας της και της ισχύος της...Αυτό ήτο το περιεχόμενον της Μεγάλης Ιδέας του αρχαίου Ελληνισμού. Αν θέλετε, αυτό υπελάνθανε ως Μεγάλη Ιδέα και του εν τω Βυζαντινώ κράτει Ελληνισμού, όχι όμως του Βυζαντινού κράτους, το οποίον κράτος κατά βάθος υπήρξεν όργανον του Ελληνισμού εκείνου. Αλλά το Βυζαντινόν κράτος ήτο κατασκεύασμα των τάσεων και των ροπών του Μεσαίωνος. Ημείς δε τώρα ζώμεν εις τον εικοστόν αιώνα! Ο δε Ελληνισμός όστις κατώρθωσε να φθάση εις τον εικοστόν αιώνα, ενώ τόσα έθνη κατεποντίσθησαν εν τω μεταξύ,βραδέως επαναστρέφει προς τας αντιλήψεις και την νοοτροπίαν του αρχαίου. Αυτή λοιπόν δύναται και κατ' ανάγκην θα είναι η Μεγάλη Ιδέα μας, όχι με το Βυζαντινόν εδαφικόν περιεχόμενον της αρχαίας, δηλαδή κατ' ουσίαν, και πάλιν η επικράτησις της φυλής και εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, ιδιαίτατα δε εις την γειτονίαν αυτού"(Ι.Μεταξά, Ημερολόγιο, εκδόσεις Γκοβόστης, σελ.613,614).


Γ.

Από το Ημερολόγιο του Ι.Μεταξά πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ανακοίνωση της 30ης Οκτωβρίου 1940 προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου. Αφού διακηρύσσει ότι αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν θέλει μόνο την πένα τους αλλά και την ψυχή τους αναλύει με ορθολογικό γεωπολιτικό τρόπο τους λόγους της αντίστασης μέχρι εσχάτων στον Ιταλών εισβολέα. Σε περίπτωση μη αντίστασης η χώρα αυτή την φορά θα είχε διχαστεί σε τρία διαφορετικά κράτη. Παρότι με την απόφαση του ΟΧΙ η χώρα θα υποφέρει, στο τέλος θα εξέλθει νικηφόρα και μεγαλύτερη. Με τρόπο ενωτικό αναφέρεται στην σημασία της πολιτικής που άσκησε ο "αείμνηστος Βενιζέλος", γράφει: "Λοιπόν ακούστε για να συνενοηθούμε. Εγώ κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαναν το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της Δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν όπως είναι δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει"(Ι.Μεταξά, Ημερολόγιο, Γκοβόστης, σελ.525)

Δ.

Οι ιδεολογικές συγκλίσεις δεν συνεπάγονται αναγκαία πολιτικές συγκλίσεις. Ο Ι.Μεταξάς έναντι του φασισμού και του ναζισμού.
Στο Ημερολόγιο του, τον Ιανουάριο του 1941, ο Ι.Μεταξάς απορεί γιατί ενώ ιδεολογικά ταυτίζεται με τα καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας αυτά επιτέθηκαν στην χώρα του. Η ερμηνεία που δίνει, αβάσιμη κατά την άποψη μου, είναι ότι στάθηκαν ιδεολογικά ανακόλουθα. Βεβαίως υπήρχε μια σημαντική διαφορά:ο ναζισμός και λιγότερο ο φασισμός είχαν ιδεολογία ανοικτά αντιεβραϊκή και αντισημιτική, σε αντίθεση με το καθεστώς Μεταξά που στάθηκε φιλικό προς τους Ελληνοεβραίους. Το συμπέρασμα είναι ότι οι ιδεολογικές συγκλίσεις δεν δημιουργούν αναγκαία και πολιτικές συγκλίσεις. Μετά την πτώση της χώρας ο βασιλιάς και τα υπολείματα του καθεστώτος Μεταξά αναχώρησαν για την Μέση Ανατολή. Όμως υπήρξαν και περιπτώσεις στελεχών του όπως του Αρίστου Καμπάνη που διεύθυνε το θεωρητικό περιοδικό "Νέο Κράτος" που συνεργάστηκε με τις δυνάμεις κατοχής ,η συγγραφέας Σίτσα Καραϊσκάκη και δημοσιογράφοι όπως αδερφοί Ωρολογά που ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο της συνεργασίας. Αλλά ας δούμει τι υποστήριξε ο Ι.Μεταξάς, 2 Ιανουαρίου 1941:
"Λοιπόν στο ζήτημα της Ελλάδος αποδείχθηκε η ψευτιά και των δύο. Πρώτα φυσικά του Μουσολίνι. Και δεύτερα του άλλου. Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουκρατικό. Δεν είχε βέβαιια κόμμα ιδιαίτερα να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτας κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώτανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και να ανεχόντανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία -εκτός από την απαραίτητη και αλλοιώς αναγκαία φιλική σχέση. Η Ελλάδα καμμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθει εις την Αγγλία. Επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του Ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήταν εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήσει και να την υποδουλώσει... Ώστε και ο αντικομμουνισμός τους ψεύτικος, και η ολοκληρωτικότητά τους η κρατική ψεύτικη, και ο αντικοινοβουλευτισμός τους ψεύτικός, και η αντιπλουτοκρατία τους ψεύτική, και ό,τι άλλο παρόμοιο ψεύτικο. Αληθινό δε είναι ένας διψασμένος ιμπεριαλισμός. Αυτός για τον οποίο κατηγορούνε τους Άγγλους... Μια φορά είναι όχι μόνον μωρός αλλά και κακόπιστος ο Έλληνας που πιστεύει ακόμα τώρα πλέον, με αυτά που βλέπουμε γύρω μας, σε ιδεολογίες του Χίτλερ και πολύ περισσότερο του Μουσσολίνι. Είναι μεγάλοι άνθρωποι αλλά χαμηλοί. Ούτε σε γερμανικές ιδεολογίες και ρωμαντισμούς. Ιταλικές δεν υπάρχουνε"(Ι.Μεταξά, Το ημερολόγιο μου, εκδόσεις Γκοβόστη, σελ.553,554).
Όλες οι αντι


Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Υπήρξε ιδεολογική απόσταση ανάμεσα στον Γκράμσι και στον Λένιν; Αντιφιλελευθερισμος και στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας



 


Διάφορες ερμηνείες αποδίδουν στον στοχαστή και ιδρυτή του Ιταλικού Κομμουιστικού Κόμματος, Αντόνιο Γκράμσι, την δημιουργία ενός διαφορετικού πρότυπου, περισσότερο δημοκρατικού, περισσότερο φιλελεύθερου, από αυτό που δημιούργησε ο Λένιν. Η κατάκτηση της εξουσίας με την κατάκτηση της πολιτιστικής ηγεμονίας στην κοινωνία υπονοούσε την χρήση μεθόδων μη βίαιων, παρότι προϋπέθετε μια ακολουθία διανοούμενων πιστών και υπάκουων όχι μόνο στην κομματική ιδεολογία αλλά και στην κομματική πρακτική.
Φοβούμαι ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Εφόσον ο Γκράμσι υπήρξε κορυφαίος κομμουνιστής όφειλε να ακολουθεί με συνέπεια και δίχως παρεκκλίσεις τον μαρξισμό-λενινισμό. Το συμπέρασμα τεκμαίρεται από διάφορα θεωρητικά του κείμενα.
Στο άρθρο του "Τα λύτρα της ιστορίας" (L' Ordine Nuovo,7 Ιούνη 1919) επισημαίνει: "ο Λένιν έχει αποκαλυφτεί, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες όλων όσων τον πλησίασαν, ο πιο μεγάλος πολιτικός της σύγχρονης Ευρώπης: Ο άνθρωπος που εμπνέει την εμπιστοσύνη και που φλογίζει και πειθαρχεί στους λαούς. Ο άνθρωπος που καταφέρνει να συγκρατεί μέσα στο πλατύ του μυαλό όλες εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις του κόσμου που μπορούνε να είναι ευναϊκές για την επανάσταση. Ο άνθρωπος τέλος που κρατάει σε αγωνία και καταβάλλει και τους πιο ραφινάτους και πονηρούς πολιτικούς της αστικής ρουτίνας"(Α.Γκράμσι, Σοσιαλισμός και κουλτούρα, στ' τόμος,μετ.Γ.Μαχαίρας, T.Gori, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1990, σελ.297).
Περισσότερο σημασία έχει η στρατιωτικοποίηση της εργασιακής ζωής, πράγμα που επαναλαμβάνει τον Λένιν όσο και τον Τρότσκι. Στο άρθρο, που είχε γράψει απο κοινού με τον Παλμίρο Τολιάτι με τον τίτλο "Εργατική Δημοκρατία"( L' Ordine Nuovo, 21 Ιούνη 1919) επισημαίνει: "κάθε εργοστάσιο θα αποτελούσε έτσι ένα ή περισσότερα συντάγματα αυτού του στρατού, με τους υπαξιωματικούς του, με τις υπηρεσίες του επικοινωνίας, με τους γραφείς του και με το επιτελείο του, που οι εξουσίες του όμως θα του έχουν ανατεθεί με ελεύθερη εκλογή και δε θα έχουν επιβληθεί αυταρχικά. Δια μέσου των συνελεύσεων, που θα λαβαίνουν χώρα μέσα στο εργοστάσιο, και με την αδιάκοπη δουλειά προπαγάνδας και πειθούς που θα αναπτύσσουν τα πιο συνειδητά στοιχεία, θα γίνει δυνατή μια ριζική μεταμόρφωση της ψυχολογίας του εργάτη"(ό. π. σελ. 309).
Στο θεμελιώδες δοκίμιο του με τον τίτλο "Το κράτος και ο σοσιαλισμός"(L' Ordine Nuovo, 28 Ιούνη 5 Ιούλη 1919) επικρίνει τους αναρχικούς ότι ανήκουν στην ίδια παράδοση με τον φιλελευθερισμό, θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη κράτους αλλά και την στρατιωτικοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος. Γράφει: "Κάτω απ' αυτή την έννοια, ο κομμουνισμός δεν είναι ενάντια στο "Κράτος", αντίθετα εναντιώνεται αμείλικτα στους εχθρούς του Κράτους, στους αναρχικούς και στους αναρχικούς συνδικαλιστές, καταγγέλοντας την προπαγάνδα τους σαν ουτοπιστική και επικίνδυνη για την προλεταριακή επανάσταση. Κατασκευάστηκε ένα προκαθορισμένο σχήμα, σύμφωνα με το οποίο ο σοσιαλισμός θα ήταν μια "πασαρέλα" που θα οδηγούσε στην αναρχία. Αυτό είναι μια ανόητη προκατάληψη, μια αυθαίρετη υποθήκη του μέλλοντος. Στη διαλεκτική των ιδεών, η αναρχία συνεχίζει τον φιλελευθερισμό, όχι τον σοσιαλισμό. Στη διαλεκτική της ιστορίας, η αναρχία εξοστρακίζεται από το πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας μαζί με τον φιλελευθερισμό. Όσο περισσότερο η παραγωγή των υλικών αγαθών βιομηχανοποιείται και όσο στη συγκεντρωποίηση του κεφαλαίου αντιστοιχεί μια συγκέντρωση των εργαζόμενων μαζών, τόσο λιγότερους οπαδούς έχει η αναρχική ιδέα"(ό. π. σελ. 315). Μάλιστα επαναλαμβάνει : "όλη η φιλελεύθερη παράδοση είναι ενάντια στο Κράτος. Η φιλελεύθερη λογοτεχνία είναι όλη μια πολεμική ενάντια στο Κράτος. Η πολιτική ιστορία του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από μια συνεχή και μανιακή πάλη ανάμεσα στον πολίτη και το Κράτος. Το Κοινοβούλιο είναι το όργανο αυτής της πάλης και τείνει ακριβώς ν' απορροφήσει όλες τις λειτουργίες του Κράτους, δηλαδή να το καταργήσει, απαλλάσοντας το από κάθε πραγματική εξουσία, επειδή η λαϊκή νομοθεσία στρέφεται προς το ν' απελευθερώσει τις κατά τόπους οργανώσεις και τα άτομα από κάθε σκλαβιά και έλεγχο από την κεντρική εξουσία. Αυτή η φιλελεύθερη δράση εντάσσεται στη γενική δραστηριότητα του καπιταλισμού που προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό του πιο στέρεες και εγγυημένες συνθήκες ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός είναι ο πιο λυσσασμένος εχθρός του Κράτους. Η ίδια η ιδέα της Διεθνούς έχει φιλελεύθερη καταγωγή.Ο Μάρξ την πήρε από την σχολή του Κόμπτεν και από την προπαγάδα για την ελεύθερη ανταλλαγή αλλά κριτικά"(ό. π. σελ. 316).
Βεβαίως στα πλαίσια της αντιφιλελεύθερης λογικής το κράτος όπως και ο μιλιταρισμός θα καταργηθούν αφού πρώτα για ένα αόριστο χρονικά διάστημα
εξυψωθούν. Ακολούθωντας με συνέπεια τον Λένιν, δίχως να αφήνει περιθώρια φιλελεύθερης-δημοκρατικής ερμηνείας καταλήγει στην στρατιωτικοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου: " η προλεταριακή δικτατορία πρέπει , για να μπορέσει να επιβιώσει να προσλάβει ένα χαρακτήρα προφανώς στρατιωτικό. Να γιατί το πρόβλημα του σοσιαλιστικού στρατού γίνεται ένα από τα πιο βασικά προβλήματα για λύση. Και γίνεται επείγον, σ' αυτή την προεπαναστατική περίοδο, το να προσπαθήσουμε να εξαλείψουμε τα υπολείμματα της προκατάληψης που καθορίστηκαν από την προηγούμενη σοσιαλιστική προπαγάνδα ενάντια σ' όλες τις μορφές της αστικής κυριαρχίας" (σελ.317).
Ο Α.Γκράμσι θα πεθάνει έγκλειστος του φασιστικού καθεστώτος, που και αυτό όπως και εκείνος εχθρεύονταν τον φιλελευθερισμό και αποθέωναν το κράτος.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο κύκλος των μαθητών του Κ.Τσάτσου και του Π.Κανελλόπουλου- τα περιοδικά "Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών" και "Προπύλαια"

 



Μέριμνα του Κ.Τσάτσου ήταν να δημιουργήσει ένα κύκλο φοιτητών τους οποίους θα εμπνεύσει τον βαθύ και ελεύθερο στοχασμό. Το «φοιτητικό φροντιστήριο», όπου οργάνωσε συζητήσεις για φλέγοντα θέματα όπως ο μαρξισμός, αλλά και το σπίτι του στην Κυδαθηναίων 9 ήταν τα κέντρα της προσπάθειας του.  Η σύζυγος του Ιωάννα Τσάτσου γράφει: «Οι καλλίτεροι φοιτητές του Τσάτσου από το Πανεπιστήμιο μαζεύονταν στο σαλόνι μας. Ο Δημήτρης Καπετανάκης, φιλόσοφος της ομορφιάς, ο Άγγελος Βλάχος, πνεύμα οξύτατο, ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Δεσποτόπουλος, φιλόσοφος κι εκείνος, ο Γιώργος Σαραντάρης, ποιητής που σκοτώθηκε στον πόλεμο του ΄40…Ο Παναγής Παπαληγούρας, αδύνατος, ευκίνητος, πάντα με νέες ιδέες, μια καιόμενη φλόγα…Και ο Γιάγκος Πεσματζόγλου επίσης ερχόταν ταχτικά στο σπίτι»[1]. Κοντά σε αυτούς συχνός επισκέπτης τους ήταν ο παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος, και ο εκπαιδευτικός, ανώτατος λειτουργός του Υπουργείου Παιδείας, βοηθός του Ελευθερίου Βενιζέλου στον εκπαιδευτικό τομέα[2].

    Η μαρτυρία του Κ.Τσάτσου αναφέρει ότι ανάμεσα σε αυτούς που σύχναζαν στο σπίτι του ήταν ο Κίτσος Μαλτέζος Μακρυγιάννης ο οποίος θα εκτελεστεί από την ΟΠΛΑ στα τελευταία χρόνια της κατοχής: «Θυμάμαι πως μελετούσα την «Επιστημολογία» του Φίχτε στις διάφορες εκδόσεις της. Ένα μέρος της το διάβαζα με μια ομάδα φοιτητών. Ήταν οι επίλεκτοι μαθητές μου. Μέσα σ’ αυτούς, πρεσβύτερος και πιο προχωρημένος ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, που είχε γίνει του σπιτιού, διότι είχε και μεγάλες συγκρούσεις με τους δικούς του και γύρευε σε μας καταφύγιο, καθώς και οι αδελφοί Δεσποτόπουλοι, ο Κώστας που είχε γίνει υφηγητής μου, ο Αλέκος Δεσποτόπουλος ο ιστορικός. Πιο νέος ήταν ο Μαλτέζος που τραγικά δολοφονήθηκε από μια ομάδα της ΟΠΛΑ. Ο Μαλτέζος με είχε εντυπωσιάσει με την προσωπικότητα του. Θυμάμαι πως στην αρχή μαζί του ερχόταν ο φίλος του Άδωνις Κύρου, ο οποίος, όταν ο Μαλτέζος αποχώρησε από το ΕΑΜ, οργάνωσε ή ευλόγησε ή αδιάφορα παρακολούθησε την δολοφονία του φίλου του. Νομίζω πως στην αρχή ερχόταν και ο Αξελός, που ύστερα έγινε μαρξιστής και στο Παρίσι διακρίθηκε στον κύκλο των μαρξιστών φιλοσόφων ως που να τους αποκηρύξει. Επίσης ο Θάνος Κωτσόπουλος ερχόταν, όταν δεν διαβάζαμε Φίχτε. Γιατί κάναμε και συγκεντρώσεις για να συζητήσουμε τα παρόντα. Οι συζητήσεις μας όμως ήταν πάντοτε, ό,τι θέμα και αν πιάναμε, βαριές, υψηλές. Κανένας της συντροφιάς δεν ήταν σκάρτος. Ήταν ο καλλίτερος δυνατός μέσος όρος. Μακάρι να ήταν τέτοιος και ο τωρινός»[3]. Επίσης σε άλλο σημείο του έργου του ο Κ.Τσάτσος επαναλαμβάνει ότι στην οδό Κυδαθηναίων 9 συγκεντρώνονταν η συντροφιά του «Αρχείου Φιλοσοφίας», ο Β.Κακούρος, ο Σ.Μυριβήλης, ο Δελμούζος,ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης, ο Α.Παπαναστασίου και συμπληρώνει: «Από το 1933 που έγινα καθηγητής, συχνά μαζεύονταν στο σαλόνι μας με τα γερασμένα του έπιπλα και οι διαλεχτοί μαθητές μου, ο Καπετανάκης, ο Σαραντάρης, που και οι δύο πέθαναν νέοι, ο Ι.Πεσματζόγλου, οι δίδυμοι αδελφοί Δεσποτόπουλοι που τρομάζαμε να τους ξεχωρίσουμε, ο Κ.Χοϊδάς που μας έφυγε νωρίς, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Εδώ ίσως να μην υπήρχε φιλία, αλλά υπήρχε αγάπη»[4].

 

  Συγχρόνως η έντονη πνευματική του δραστηριότητα επεκτάθηκε στην έκδοση του περιοδικού «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών»  και στην ενίσχυση του περιοδικού «Προπύλαια» που εκδόθηκε από φοιτητές του Κ.Τσάτσου: «Τις θέσεις που αναπτύσσαμε, και στα μαθήματά μας και σε αυτές τις προσωπικές επαφές, τις εκφράζαμε συγχρόνως πιο συστηματικά στο «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας  των Επιστημών» που αρχίσαμε να εκδίδωμε ο Θεοδωρακόπουλος, ο Κανελλόπουλος, ο φίλος μας και χρηματοδότης Μιχ. Τσαμαδός και εγώ. Το τριμηνιαίο αυτό περιοδικό μετά 40 και πλέον χρόνια μπορώ να πω ότι αποτέλεσε ένα σταθμό για τη φιλοσοφία και γενικότερα για την καθαρή θεωρία των επιστημών στην Ελλάδα. Το διατηρήσαμε χάρη στην ευγενική αυταπάρνηση του Μ.Τσαμαδού, αλλά χάρη στους κόπους μας επί έντεκα χρόνια, ως το τέλος του πολέμου. Οι έντεκα τόμοι του «Αρχείου» αριθμούν ως 5.000 σελίδες που και σήμερα και για πολύν καιρό ακόμα έχουν την αξία τους για όλους όσους θέλουν να φιλοσοφήσουν, σοβαρά και όχι ερασιτεχνικά, στον τόπο μας. Κατά το 1938 μια ομάδα από τα παιδιά μας έβγαλε για ένα έτος ένα δικό τους φιλοσοφικό περιοδικό «Τα Προπύλαια». Το περιοδικό αυτό παρουσίασε, με τα άρθρα νέων φοιτητών μας, μιαν υψηλής στάθμης ύλη. Σε αυτό δημοσίευσα και εγώ το δοκίμιο μου «Πριν από το ξεκίνημα» και άρθρα μου για την ποίηση που αποτελούν τη συνέχεια του και απαρτίζουν τη δική μου προσφορά στον «Διάλογο για την ποίηση» που είχα με τον Σεφέρη και για τον οποίο κάπου αλλού θα μιλήσω»[5].

 

 

 

 



[1] Ι.Τσάτσου, Κυδαθηναίων 9, Αστρόλαβος/Ευθύνη, Αθήνα 1994, σελ.46,47.

[2] Ό. π. σελ.47,48.

[3] Κ. Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, Οι  εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, α’ τόμος, σελ.286,287.

[4] Ό. π. σελ. 149.

[5] Ό. π. σελ. 181.