Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Σχόλια στο Ημερολόγιο του Ι.Μεταξά

 


Από το Ημερολόγιο του Ι.Μεταξά:

Α.

7 Ιανουαρίου 1941
"Θα μας συγχωρήση ο Θεός (δύο λέξεις σβησμένες) το 1915; Φταίμε όλοι! και ο Βενιζέλος ακόμα! Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα!"
(εκδόσεις Γκοβόστη, σελ.556).


Β.

Η ερμηνεία του Ι.Μεταξά για την Μεγάλη Ιδέα διατυπώνεται στον επίλογο των 70 άρθρων του με τα οποία διαλέγεται με τον Ε.Βενιζέλο, στην Καθημερινή της 23 Ιανουαρίου 1935. Ουσιαστικά αποτελεί αποδοκιμασία όλης της εθνικής εξόρμησης που προηγήθηκε αλλά και της αλεξανδρινής, βυζαντινής περιόδου. Η επιλογή του αρχαιοελληνισμού -όπως βέβαια αυτός τον ερμηνεύει αποτελεί επανάληψη της μικράς και έντιμης Ελλάδος , της Ελλάδος της Μελούνας. Επηρέασε στις επόμενες δεκαετίες αρκετούς στοχαστές που επικαλούνται έναν φανταστικό ελληνισμό όχι για να ενισχύσουν αλλά για να αποδυναμώσουν το υπαρκτό ελληνικό κράτος. Οι αναφορές στον αποεδαφικοποιημένο ελληνισμό που έχει απορροφηθεί από την αποκλειστική μέριμνα για τον πολιτισμό αποτελούν παραίτηση υπεράσπισης του υπαρκτού ελληνικού κράτους από εξίσου υπαρκτές απειλές από άλλα ισχυρότερα κράτη.

Γράφει ο Ι.Μεταξάς: "Αλλά τι Εθνικόν Ιδεώδες θα την εμπνεύσει, αφού η Μεγάλη Ιδέα κατέπεσε μετά πατάγου; Εδώ είναι το σφάλμα. Δεν κατέπεσεν η Μεγάλη Ιδέα. Κατέπεσεν η προσπάθεια προς πραγματοποίησιν αυτής υπό εδαφική μορφήν. Κατέπεσεν η Ελληνο-βυζαντινή αντίληψις αυτής. Δεν κατέπεσεν όμως η αρχαία αντίληψις αυτής, η αντίληψις της κυριαρχίας του Ελληνισμού, όπου ευρίσκεται και δρα. Το σφάλμα είναι, ότι ενομίσαμεν ότι ημπορούμεν κατ' αναλογίαν με άλλα έθνη, να περιλάβωμεν εντός ορίων εδαφικών τον Ελληνισμόν. Ενώ ακριβώς η ιδιοφυϊα της φυλής μας είναι το να μη έχει όρια. Εις όλην την ιστορίαν μας, πλην του Βυζαντίου, οι Έλληνες απετελούμεν ένα ή πλειότερα ισχυρά κρατικά κέντρα με όρια, ακτινοβολούντα όμως πλοκάμους προς πάσας κατευθύνσεις, και απωτάτας ακόμη. Ούτε η προσπάθεια του Αλέξανδρου όπως του δώσει αλλοίαν μορφήν έσχε διάρκειαν. Αλλά εαν το κρατικόν κέντρον εκ του οποίου εκπορεύεται η φυλετική ζωή έχη όρια, το σύνολον όμως με τους πλοκάμους μαζί δεν δύναται να περιληφθή εις όρια...Αλλά τότε ποια θα είναι η ενότης ενός τοιούτου Ελληνισμού; Ο πολιτισμός του! Και με πολιτισμόν δεν εννοούμεν τον μηχανικόν πολιτισμόν, αλλάτον βαθύτερον πολιτισμόν, όστις είναι η εκ των εγκάτων της φυλής μας εκδήλωσιες της ζωτικότητος, της ιδιοφυϊας της και της ισχύος της...Αυτό ήτο το περιεχόμενον της Μεγάλης Ιδέας του αρχαίου Ελληνισμού. Αν θέλετε, αυτό υπελάνθανε ως Μεγάλη Ιδέα και του εν τω Βυζαντινώ κράτει Ελληνισμού, όχι όμως του Βυζαντινού κράτους, το οποίον κράτος κατά βάθος υπήρξεν όργανον του Ελληνισμού εκείνου. Αλλά το Βυζαντινόν κράτος ήτο κατασκεύασμα των τάσεων και των ροπών του Μεσαίωνος. Ημείς δε τώρα ζώμεν εις τον εικοστόν αιώνα! Ο δε Ελληνισμός όστις κατώρθωσε να φθάση εις τον εικοστόν αιώνα, ενώ τόσα έθνη κατεποντίσθησαν εν τω μεταξύ,βραδέως επαναστρέφει προς τας αντιλήψεις και την νοοτροπίαν του αρχαίου. Αυτή λοιπόν δύναται και κατ' ανάγκην θα είναι η Μεγάλη Ιδέα μας, όχι με το Βυζαντινόν εδαφικόν περιεχόμενον της αρχαίας, δηλαδή κατ' ουσίαν, και πάλιν η επικράτησις της φυλής και εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, ιδιαίτατα δε εις την γειτονίαν αυτού"(Ι.Μεταξά, Ημερολόγιο, εκδόσεις Γκοβόστης, σελ.613,614).


Γ.

Από το Ημερολόγιο του Ι.Μεταξά πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ανακοίνωση της 30ης Οκτωβρίου 1940 προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου. Αφού διακηρύσσει ότι αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν θέλει μόνο την πένα τους αλλά και την ψυχή τους αναλύει με ορθολογικό γεωπολιτικό τρόπο τους λόγους της αντίστασης μέχρι εσχάτων στον Ιταλών εισβολέα. Σε περίπτωση μη αντίστασης η χώρα αυτή την φορά θα είχε διχαστεί σε τρία διαφορετικά κράτη. Παρότι με την απόφαση του ΟΧΙ η χώρα θα υποφέρει, στο τέλος θα εξέλθει νικηφόρα και μεγαλύτερη. Με τρόπο ενωτικό αναφέρεται στην σημασία της πολιτικής που άσκησε ο "αείμνηστος Βενιζέλος", γράφει: "Λοιπόν ακούστε για να συνενοηθούμε. Εγώ κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαναν το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της Δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν όπως είναι δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει"(Ι.Μεταξά, Ημερολόγιο, Γκοβόστης, σελ.525)

Δ.

Οι ιδεολογικές συγκλίσεις δεν συνεπάγονται αναγκαία πολιτικές συγκλίσεις. Ο Ι.Μεταξάς έναντι του φασισμού και του ναζισμού.
Στο Ημερολόγιο του, τον Ιανουάριο του 1941, ο Ι.Μεταξάς απορεί γιατί ενώ ιδεολογικά ταυτίζεται με τα καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας αυτά επιτέθηκαν στην χώρα του. Η ερμηνεία που δίνει, αβάσιμη κατά την άποψη μου, είναι ότι στάθηκαν ιδεολογικά ανακόλουθα. Βεβαίως υπήρχε μια σημαντική διαφορά:ο ναζισμός και λιγότερο ο φασισμός είχαν ιδεολογία ανοικτά αντιεβραϊκή και αντισημιτική, σε αντίθεση με το καθεστώς Μεταξά που στάθηκε φιλικό προς τους Ελληνοεβραίους. Το συμπέρασμα είναι ότι οι ιδεολογικές συγκλίσεις δεν δημιουργούν αναγκαία και πολιτικές συγκλίσεις. Μετά την πτώση της χώρας ο βασιλιάς και τα υπολείματα του καθεστώτος Μεταξά αναχώρησαν για την Μέση Ανατολή. Όμως υπήρξαν και περιπτώσεις στελεχών του όπως του Αρίστου Καμπάνη που διεύθυνε το θεωρητικό περιοδικό "Νέο Κράτος" που συνεργάστηκε με τις δυνάμεις κατοχής ,η συγγραφέας Σίτσα Καραϊσκάκη και δημοσιογράφοι όπως αδερφοί Ωρολογά που ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο της συνεργασίας. Αλλά ας δούμει τι υποστήριξε ο Ι.Μεταξάς, 2 Ιανουαρίου 1941:
"Λοιπόν στο ζήτημα της Ελλάδος αποδείχθηκε η ψευτιά και των δύο. Πρώτα φυσικά του Μουσολίνι. Και δεύτερα του άλλου. Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουκρατικό. Δεν είχε βέβαιια κόμμα ιδιαίτερα να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτας κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώτανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και να ανεχόντανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία -εκτός από την απαραίτητη και αλλοιώς αναγκαία φιλική σχέση. Η Ελλάδα καμμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθει εις την Αγγλία. Επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του Ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήταν εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήσει και να την υποδουλώσει... Ώστε και ο αντικομμουνισμός τους ψεύτικος, και η ολοκληρωτικότητά τους η κρατική ψεύτικη, και ο αντικοινοβουλευτισμός τους ψεύτικός, και η αντιπλουτοκρατία τους ψεύτική, και ό,τι άλλο παρόμοιο ψεύτικο. Αληθινό δε είναι ένας διψασμένος ιμπεριαλισμός. Αυτός για τον οποίο κατηγορούνε τους Άγγλους... Μια φορά είναι όχι μόνον μωρός αλλά και κακόπιστος ο Έλληνας που πιστεύει ακόμα τώρα πλέον, με αυτά που βλέπουμε γύρω μας, σε ιδεολογίες του Χίτλερ και πολύ περισσότερο του Μουσσολίνι. Είναι μεγάλοι άνθρωποι αλλά χαμηλοί. Ούτε σε γερμανικές ιδεολογίες και ρωμαντισμούς. Ιταλικές δεν υπάρχουνε"(Ι.Μεταξά, Το ημερολόγιο μου, εκδόσεις Γκοβόστη, σελ.553,554).
Όλες οι αντι


Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Υπήρξε ιδεολογική απόσταση ανάμεσα στον Γκράμσι και στον Λένιν; Αντιφιλελευθερισμος και στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας



 


Διάφορες ερμηνείες αποδίδουν στον στοχαστή και ιδρυτή του Ιταλικού Κομμουιστικού Κόμματος, Αντόνιο Γκράμσι, την δημιουργία ενός διαφορετικού πρότυπου, περισσότερο δημοκρατικού, περισσότερο φιλελεύθερου, από αυτό που δημιούργησε ο Λένιν. Η κατάκτηση της εξουσίας με την κατάκτηση της πολιτιστικής ηγεμονίας στην κοινωνία υπονοούσε την χρήση μεθόδων μη βίαιων, παρότι προϋπέθετε μια ακολουθία διανοούμενων πιστών και υπάκουων όχι μόνο στην κομματική ιδεολογία αλλά και στην κομματική πρακτική.
Φοβούμαι ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Εφόσον ο Γκράμσι υπήρξε κορυφαίος κομμουνιστής όφειλε να ακολουθεί με συνέπεια και δίχως παρεκκλίσεις τον μαρξισμό-λενινισμό. Το συμπέρασμα τεκμαίρεται από διάφορα θεωρητικά του κείμενα.
Στο άρθρο του "Τα λύτρα της ιστορίας" (L' Ordine Nuovo,7 Ιούνη 1919) επισημαίνει: "ο Λένιν έχει αποκαλυφτεί, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες όλων όσων τον πλησίασαν, ο πιο μεγάλος πολιτικός της σύγχρονης Ευρώπης: Ο άνθρωπος που εμπνέει την εμπιστοσύνη και που φλογίζει και πειθαρχεί στους λαούς. Ο άνθρωπος που καταφέρνει να συγκρατεί μέσα στο πλατύ του μυαλό όλες εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις του κόσμου που μπορούνε να είναι ευναϊκές για την επανάσταση. Ο άνθρωπος τέλος που κρατάει σε αγωνία και καταβάλλει και τους πιο ραφινάτους και πονηρούς πολιτικούς της αστικής ρουτίνας"(Α.Γκράμσι, Σοσιαλισμός και κουλτούρα, στ' τόμος,μετ.Γ.Μαχαίρας, T.Gori, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1990, σελ.297).
Περισσότερο σημασία έχει η στρατιωτικοποίηση της εργασιακής ζωής, πράγμα που επαναλαμβάνει τον Λένιν όσο και τον Τρότσκι. Στο άρθρο, που είχε γράψει απο κοινού με τον Παλμίρο Τολιάτι με τον τίτλο "Εργατική Δημοκρατία"( L' Ordine Nuovo, 21 Ιούνη 1919) επισημαίνει: "κάθε εργοστάσιο θα αποτελούσε έτσι ένα ή περισσότερα συντάγματα αυτού του στρατού, με τους υπαξιωματικούς του, με τις υπηρεσίες του επικοινωνίας, με τους γραφείς του και με το επιτελείο του, που οι εξουσίες του όμως θα του έχουν ανατεθεί με ελεύθερη εκλογή και δε θα έχουν επιβληθεί αυταρχικά. Δια μέσου των συνελεύσεων, που θα λαβαίνουν χώρα μέσα στο εργοστάσιο, και με την αδιάκοπη δουλειά προπαγάνδας και πειθούς που θα αναπτύσσουν τα πιο συνειδητά στοιχεία, θα γίνει δυνατή μια ριζική μεταμόρφωση της ψυχολογίας του εργάτη"(ό. π. σελ. 309).
Στο θεμελιώδες δοκίμιο του με τον τίτλο "Το κράτος και ο σοσιαλισμός"(L' Ordine Nuovo, 28 Ιούνη 5 Ιούλη 1919) επικρίνει τους αναρχικούς ότι ανήκουν στην ίδια παράδοση με τον φιλελευθερισμό, θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη κράτους αλλά και την στρατιωτικοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος. Γράφει: "Κάτω απ' αυτή την έννοια, ο κομμουνισμός δεν είναι ενάντια στο "Κράτος", αντίθετα εναντιώνεται αμείλικτα στους εχθρούς του Κράτους, στους αναρχικούς και στους αναρχικούς συνδικαλιστές, καταγγέλοντας την προπαγάνδα τους σαν ουτοπιστική και επικίνδυνη για την προλεταριακή επανάσταση. Κατασκευάστηκε ένα προκαθορισμένο σχήμα, σύμφωνα με το οποίο ο σοσιαλισμός θα ήταν μια "πασαρέλα" που θα οδηγούσε στην αναρχία. Αυτό είναι μια ανόητη προκατάληψη, μια αυθαίρετη υποθήκη του μέλλοντος. Στη διαλεκτική των ιδεών, η αναρχία συνεχίζει τον φιλελευθερισμό, όχι τον σοσιαλισμό. Στη διαλεκτική της ιστορίας, η αναρχία εξοστρακίζεται από το πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας μαζί με τον φιλελευθερισμό. Όσο περισσότερο η παραγωγή των υλικών αγαθών βιομηχανοποιείται και όσο στη συγκεντρωποίηση του κεφαλαίου αντιστοιχεί μια συγκέντρωση των εργαζόμενων μαζών, τόσο λιγότερους οπαδούς έχει η αναρχική ιδέα"(ό. π. σελ. 315). Μάλιστα επαναλαμβάνει : "όλη η φιλελεύθερη παράδοση είναι ενάντια στο Κράτος. Η φιλελεύθερη λογοτεχνία είναι όλη μια πολεμική ενάντια στο Κράτος. Η πολιτική ιστορία του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από μια συνεχή και μανιακή πάλη ανάμεσα στον πολίτη και το Κράτος. Το Κοινοβούλιο είναι το όργανο αυτής της πάλης και τείνει ακριβώς ν' απορροφήσει όλες τις λειτουργίες του Κράτους, δηλαδή να το καταργήσει, απαλλάσοντας το από κάθε πραγματική εξουσία, επειδή η λαϊκή νομοθεσία στρέφεται προς το ν' απελευθερώσει τις κατά τόπους οργανώσεις και τα άτομα από κάθε σκλαβιά και έλεγχο από την κεντρική εξουσία. Αυτή η φιλελεύθερη δράση εντάσσεται στη γενική δραστηριότητα του καπιταλισμού που προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό του πιο στέρεες και εγγυημένες συνθήκες ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός είναι ο πιο λυσσασμένος εχθρός του Κράτους. Η ίδια η ιδέα της Διεθνούς έχει φιλελεύθερη καταγωγή.Ο Μάρξ την πήρε από την σχολή του Κόμπτεν και από την προπαγάδα για την ελεύθερη ανταλλαγή αλλά κριτικά"(ό. π. σελ. 316).
Βεβαίως στα πλαίσια της αντιφιλελεύθερης λογικής το κράτος όπως και ο μιλιταρισμός θα καταργηθούν αφού πρώτα για ένα αόριστο χρονικά διάστημα
εξυψωθούν. Ακολούθωντας με συνέπεια τον Λένιν, δίχως να αφήνει περιθώρια φιλελεύθερης-δημοκρατικής ερμηνείας καταλήγει στην στρατιωτικοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου: " η προλεταριακή δικτατορία πρέπει , για να μπορέσει να επιβιώσει να προσλάβει ένα χαρακτήρα προφανώς στρατιωτικό. Να γιατί το πρόβλημα του σοσιαλιστικού στρατού γίνεται ένα από τα πιο βασικά προβλήματα για λύση. Και γίνεται επείγον, σ' αυτή την προεπαναστατική περίοδο, το να προσπαθήσουμε να εξαλείψουμε τα υπολείμματα της προκατάληψης που καθορίστηκαν από την προηγούμενη σοσιαλιστική προπαγάνδα ενάντια σ' όλες τις μορφές της αστικής κυριαρχίας" (σελ.317).
Ο Α.Γκράμσι θα πεθάνει έγκλειστος του φασιστικού καθεστώτος, που και αυτό όπως και εκείνος εχθρεύονταν τον φιλελευθερισμό και αποθέωναν το κράτος.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο κύκλος των μαθητών του Κ.Τσάτσου και του Π.Κανελλόπουλου- τα περιοδικά "Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών" και "Προπύλαια"

 



Μέριμνα του Κ.Τσάτσου ήταν να δημιουργήσει ένα κύκλο φοιτητών τους οποίους θα εμπνεύσει τον βαθύ και ελεύθερο στοχασμό. Το «φοιτητικό φροντιστήριο», όπου οργάνωσε συζητήσεις για φλέγοντα θέματα όπως ο μαρξισμός, αλλά και το σπίτι του στην Κυδαθηναίων 9 ήταν τα κέντρα της προσπάθειας του.  Η σύζυγος του Ιωάννα Τσάτσου γράφει: «Οι καλλίτεροι φοιτητές του Τσάτσου από το Πανεπιστήμιο μαζεύονταν στο σαλόνι μας. Ο Δημήτρης Καπετανάκης, φιλόσοφος της ομορφιάς, ο Άγγελος Βλάχος, πνεύμα οξύτατο, ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Δεσποτόπουλος, φιλόσοφος κι εκείνος, ο Γιώργος Σαραντάρης, ποιητής που σκοτώθηκε στον πόλεμο του ΄40…Ο Παναγής Παπαληγούρας, αδύνατος, ευκίνητος, πάντα με νέες ιδέες, μια καιόμενη φλόγα…Και ο Γιάγκος Πεσματζόγλου επίσης ερχόταν ταχτικά στο σπίτι»[1]. Κοντά σε αυτούς συχνός επισκέπτης τους ήταν ο παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος, και ο εκπαιδευτικός, ανώτατος λειτουργός του Υπουργείου Παιδείας, βοηθός του Ελευθερίου Βενιζέλου στον εκπαιδευτικό τομέα[2].

    Η μαρτυρία του Κ.Τσάτσου αναφέρει ότι ανάμεσα σε αυτούς που σύχναζαν στο σπίτι του ήταν ο Κίτσος Μαλτέζος Μακρυγιάννης ο οποίος θα εκτελεστεί από την ΟΠΛΑ στα τελευταία χρόνια της κατοχής: «Θυμάμαι πως μελετούσα την «Επιστημολογία» του Φίχτε στις διάφορες εκδόσεις της. Ένα μέρος της το διάβαζα με μια ομάδα φοιτητών. Ήταν οι επίλεκτοι μαθητές μου. Μέσα σ’ αυτούς, πρεσβύτερος και πιο προχωρημένος ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, που είχε γίνει του σπιτιού, διότι είχε και μεγάλες συγκρούσεις με τους δικούς του και γύρευε σε μας καταφύγιο, καθώς και οι αδελφοί Δεσποτόπουλοι, ο Κώστας που είχε γίνει υφηγητής μου, ο Αλέκος Δεσποτόπουλος ο ιστορικός. Πιο νέος ήταν ο Μαλτέζος που τραγικά δολοφονήθηκε από μια ομάδα της ΟΠΛΑ. Ο Μαλτέζος με είχε εντυπωσιάσει με την προσωπικότητα του. Θυμάμαι πως στην αρχή μαζί του ερχόταν ο φίλος του Άδωνις Κύρου, ο οποίος, όταν ο Μαλτέζος αποχώρησε από το ΕΑΜ, οργάνωσε ή ευλόγησε ή αδιάφορα παρακολούθησε την δολοφονία του φίλου του. Νομίζω πως στην αρχή ερχόταν και ο Αξελός, που ύστερα έγινε μαρξιστής και στο Παρίσι διακρίθηκε στον κύκλο των μαρξιστών φιλοσόφων ως που να τους αποκηρύξει. Επίσης ο Θάνος Κωτσόπουλος ερχόταν, όταν δεν διαβάζαμε Φίχτε. Γιατί κάναμε και συγκεντρώσεις για να συζητήσουμε τα παρόντα. Οι συζητήσεις μας όμως ήταν πάντοτε, ό,τι θέμα και αν πιάναμε, βαριές, υψηλές. Κανένας της συντροφιάς δεν ήταν σκάρτος. Ήταν ο καλλίτερος δυνατός μέσος όρος. Μακάρι να ήταν τέτοιος και ο τωρινός»[3]. Επίσης σε άλλο σημείο του έργου του ο Κ.Τσάτσος επαναλαμβάνει ότι στην οδό Κυδαθηναίων 9 συγκεντρώνονταν η συντροφιά του «Αρχείου Φιλοσοφίας», ο Β.Κακούρος, ο Σ.Μυριβήλης, ο Δελμούζος,ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης, ο Α.Παπαναστασίου και συμπληρώνει: «Από το 1933 που έγινα καθηγητής, συχνά μαζεύονταν στο σαλόνι μας με τα γερασμένα του έπιπλα και οι διαλεχτοί μαθητές μου, ο Καπετανάκης, ο Σαραντάρης, που και οι δύο πέθαναν νέοι, ο Ι.Πεσματζόγλου, οι δίδυμοι αδελφοί Δεσποτόπουλοι που τρομάζαμε να τους ξεχωρίσουμε, ο Κ.Χοϊδάς που μας έφυγε νωρίς, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Εδώ ίσως να μην υπήρχε φιλία, αλλά υπήρχε αγάπη»[4].

 

  Συγχρόνως η έντονη πνευματική του δραστηριότητα επεκτάθηκε στην έκδοση του περιοδικού «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών»  και στην ενίσχυση του περιοδικού «Προπύλαια» που εκδόθηκε από φοιτητές του Κ.Τσάτσου: «Τις θέσεις που αναπτύσσαμε, και στα μαθήματά μας και σε αυτές τις προσωπικές επαφές, τις εκφράζαμε συγχρόνως πιο συστηματικά στο «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας  των Επιστημών» που αρχίσαμε να εκδίδωμε ο Θεοδωρακόπουλος, ο Κανελλόπουλος, ο φίλος μας και χρηματοδότης Μιχ. Τσαμαδός και εγώ. Το τριμηνιαίο αυτό περιοδικό μετά 40 και πλέον χρόνια μπορώ να πω ότι αποτέλεσε ένα σταθμό για τη φιλοσοφία και γενικότερα για την καθαρή θεωρία των επιστημών στην Ελλάδα. Το διατηρήσαμε χάρη στην ευγενική αυταπάρνηση του Μ.Τσαμαδού, αλλά χάρη στους κόπους μας επί έντεκα χρόνια, ως το τέλος του πολέμου. Οι έντεκα τόμοι του «Αρχείου» αριθμούν ως 5.000 σελίδες που και σήμερα και για πολύν καιρό ακόμα έχουν την αξία τους για όλους όσους θέλουν να φιλοσοφήσουν, σοβαρά και όχι ερασιτεχνικά, στον τόπο μας. Κατά το 1938 μια ομάδα από τα παιδιά μας έβγαλε για ένα έτος ένα δικό τους φιλοσοφικό περιοδικό «Τα Προπύλαια». Το περιοδικό αυτό παρουσίασε, με τα άρθρα νέων φοιτητών μας, μιαν υψηλής στάθμης ύλη. Σε αυτό δημοσίευσα και εγώ το δοκίμιο μου «Πριν από το ξεκίνημα» και άρθρα μου για την ποίηση που αποτελούν τη συνέχεια του και απαρτίζουν τη δική μου προσφορά στον «Διάλογο για την ποίηση» που είχα με τον Σεφέρη και για τον οποίο κάπου αλλού θα μιλήσω»[5].

 

 

 

 



[1] Ι.Τσάτσου, Κυδαθηναίων 9, Αστρόλαβος/Ευθύνη, Αθήνα 1994, σελ.46,47.

[2] Ό. π. σελ.47,48.

[3] Κ. Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, Οι  εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, α’ τόμος, σελ.286,287.

[4] Ό. π. σελ. 149.

[5] Ό. π. σελ. 181.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Για τον Σεφέρη: συζήτηση με τον Νικήτα Χιωτίνη

 Λόγω τεχνικού προβληματος κατά την εγγραφή προς το παρόν έχει αναρτηθεί μέρος της συζήτησης συνολικής διαρκειας 45 λεπτων.

https://www.youtube.com/watch?v=fj1mxrcbtOM&t=4s




Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Το τελευταίο κεφάλαιο της ελληνικής βασιλείας, η μοιραία πορεία προς το τέλος της

 





Το τελευταίο κεφάλαιο της βασιλικής οικογένειας ο Κ.Τσάτσος ως πολιτικός και ως παιδαγωγός το έζησε εκ του σύνεγγυς. Επιβεβαίωσε με αυτό τον τρόπο τις αρνητικές του αξιολογήσεις που συναντούμε βενιζελικό αντιμοναρχισμό της οικογενειακής του παράδοσης και των νεανικών του χρόνων. Προσωπικός φίλος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, που υπήρξε πρώτος πρόεδρος της πρώτης μεσοπολεμικής δημοκρατίας, θα υπάρξει και ο ίδιος ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.

Ο Κ.Τσάτσος αφενός μας μεταφέρει την εικόνα της βασιλικής οικογένειας όπως την γνώρισε και αφετέρου κρίνει την αντιθεσμική της τακτική να παρεμβαίνει καθοριστικά στα πολιτικά πράγματα.

Το 1947 γνώρισε τον Γεώργιο Β’ λίγο καιρό πριν πεθάνει. Γράφει : «ήταν ένας υπεύθυνος, μυαλωμένος άνθρωπος. Είχε περάσει από πολλές ταλαιπωρίες που πολλά τον είχαν διδάξει. Αργότερα, συχνά σκέφθηκα πως αν ζούσε και βασίλευε, από πολλά δεινά θα είχε γλυτώσει ο τόπος. Θα είχε πάντως γλυτώσει από τα καμώματα της Φρειδερίκης που ο Παύλος δεν ήταν σε θέση να χαλιναγωγήσει»[1].

Με ειρωνεία αντιμετωπίζει κάποια ερασιτεχνικά φιλοσοφικά εγχειρήματα του βασιλικού ζεύγους Παύλου και Φρειδερίκης: «Από κάτι παρακούσματα της θεωρίας του Heisenberg που κάπου κάποτε συνάντησε, είχε σχηματίσει μια θεωρία περί μετατροπής της ύλης σε πνεύμα, στην οποία εμύησε τον άνδρα της. Λίγο αργότερα, δεν ξέρω από ποιους βοηθημένοι, συνέταξαν οι δυο μαζί ένα είδος ανακοινώσεως της θεωρίας, που σε μια πανηγυρική συνεδρίαση εδιάβασε ο Βασιλεύς στην μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου. Αντιρρήσεις επίσημα δεν διατυπώθηκαν, αλλά τα ψιθυριστά σχόλια δεν ήταν ευχάριστα. Είπα όμως εγώ στη Βοναπάρτη, ότι έπρεπε να σταματήσει αυτή η επίδοση του βασιλικού ζεύγους στα φιλοσοφικά δημόσια. Η Βοναπάρτη και αυτό το μετέφερε στη Βασίλισσα, η οποία μόλις με ξανασυνάντησε, μου έκανε επίθεση, αξιώνοντας να της εξηγήσω επί τόπου γιατί η ύλη δεν μπορεί να γίνει πνεύμα»[2].

Εξίσου απογοητευτικά υπήρξαν τα αποτελέσματα  του εγχειρήματος να διαπαιδαγωγηθούν φιλοσοφικά τα νεότερα μέλη της βασιλικής οικογένειας: «Λίγο αργότερα –θα ήταν κατά το 1953-1954- μου ζήτησαν να πηγαίνω ένα απόγευμα την εβδομάδα στο Τατόϊ να τους κάνω μαθήματα φιλοσοφίας. Λόγω των άλλων υποχρεώσεων τους, το μάθημα γινόταν το πολύ δυο φορές τον μήνα. Μάθημα είναι τρόπος του λέγειν. Ένα κουβεντολόϊ γινότανε για την αρχαία φιλοσοφία, που παρακολουθούσαν συνήθως και οι δυο τους κόρες. Σιγά-σιγά αραίωσαν οι συναντήσεις μας και η φιλοσοφία τελείωσε en queue de poisson…Κατά το 1955 μου ζήτησαν να κάνω μαθήματα στον Διάδοχο, στην προσωπική του κατοικία, στο Ψυχικό. Και εκεί γινότανε ένα κουβεντολοϊ, που, αυτή τη φορά το βαριότανε και αυτός, ενώ στο Τατόϊ υπήρχε και κάποιο ενδιαφέρον»[3].  Οι συναντήσεις με τότε διάδοχο επιβεβαίωσαν την ψυχρότητα και το χάσμα που υπήρξε μεταξύ τους: «το 1956, όταν έγινα υπουργός, αυτή η περιπέτεια τελείωσε. Οι σχέσεις μου με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ήταν ελάχιστες. Συναντηθήκαμε μια-δυο φορές για υπηρεσιακά θέματα. Κάποτε μου ζήτησε να διαβιβάσω ορισμένα πράγματα στον Καραμανλή. Προτιμώ να ξεχάσω αυτές τις συζητήσεις»[4].

Ιδιαίτερη αιχμηρή είναι η κριτική που ασκεί στην Φρειδερίκη: «Ο θάνατος του Παύλου στάθηκε ένα πλήγμα και για τον τόπο και για τη Δυναστεία. Ήταν ένας απλός και τίμιος στη σκέψη άνθρωπος, γεμάτος καλές προθέσεις, με μεγάλη αρχοντιά και φυσική ευγένεια. Αλλά η Φρειδερίκη τον επηρέαζε αποφασιστικά και τον παρέσυρε σε ολισθήματα, που μόνος του δεν θα είχε κάνει ποτέ. Ο θάνατος του ήταν μια εθνική απώλεια, γιατί ο γιός, σχεδόν παιδί, ήταν ακόμη πιο υποταγμένος στη μάνα του. Η Φρειδερίκη ήταν προφανώς η δυνατώτερη, και στη σκέψη και τη βούληση, από όλη την οικογένεια. Ήταν πολύ έξυπνη στα μικρά και στα μεγάλα άκριτη. Χωρίς λογικά να το παραδέχεται, στο υποσυνείδητό της κρατούσε η πεποίθηση ότι τα βασιλικά γένη είναι ένα είδος του ζωϊκού βασιλείου διαφορετικό από τους υπόλοιπους θνητούς. Και αυτή η πεποίθηση δεν κρυβόταν πάντα, όπως θα έπρεπε. Είχε σφοδρές επιθυμίες και ενθουσιασμούς που γρήγορα εξανεμίζονταν. Ανοικοδομήθηκε τότε το παληό μοναστήρι της Μονής Αστερίου Υμηττού για να αποσύρεται εκεί και να ζωγραφίζει, αλλά ώσπου να τελειώσει η ανοικοδόμηση, το μεράκι της είχε περάσει. Δεν πήγε εκεί ποτέ…Όταν διώξαμε από το Παλάτι τον Ποταμιάνο που είχε σκανδαλωδώς ανακατευθεί στην πολιτική, με φώναξε και μου έκανε μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω. Χίλια χρόνια, μου είπε, οι πρόγονοι μου προτάσσανε τα στήθη τους για να προστατεύσουν τους άοπλους δουλοπάροικους τους, τους ανθρώπους τους, διότι αυτό ήταν το χρέος τους. Και αυτό το χρέος τους κάνω και εγώ. Την άκουγα και ο νους μου πήγαινε στους θαυμάσιους Πύργους στις όχθες του Ρήνου, στους Burggrafen και τους αστραφτερούς θώρακες. Όταν όμως ο νους μου ξαναγύρισε στο σύγχρονο κόσμο, ανατρίχιασα και σκέφτηκα τι κινδύνους εγκυμονούν τέτοια κατάλοιπα περασμένων αιώνων στην ψυχή μιας βασίλισσας του 20ου αιώνος. Άσχετα από αυτή τη φεουδαρχική νοοτροπία, η ψυχή της δεν είχε ιστορικό βάθος, όπως παρατηρείται σε γόνους μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών. Είχε τελείως απαρνηθεί τη Γερμανία της οποίας αγνοούσε και την ιστορία και τον πολιτισμό. Παιδάκι γνώρισε τη ναζιστική μόνο Γερμανία, όχι την αληθινή, τη μεγάλη Γερμανία. Ταίριαζε περισσότερο με τους αγγλοσάξωνες, κυρίως τους αμερικανούς»[5]. Το ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι η νοοτροπία και η ιδιοσυγκρασία της Φρειδερίκης δεν ταίριαζε ούτε με την βασιλευομένη δημοκρατία, ούτε καν με την συνταγματική μοναρχία, γεγονός που δεν είχε άμεσο πολιτικό και πρακτικό αντίκρυσμα.

Συνεχίζοντας για την Φρειδερίκη, επισημαίνει ο Κ.Τσάτσος την ελλειμματική της παιδεία, τα ολέθρια αποτελέσματα των πολιτικών της παρεμβάσεων και η φιλοδοξία της να εγκαταστήσει βασιλική δικτατορία: «Η παιδεία της γενικά ήταν πενιχρή. Διάβαζε φίρδην-μίγδην διάφορα βιβλία, πολιτικά και κοινωνιολογικά, αλλά και μερικά των θετικών επιστημών, συστηματική όμως παιδεία δεν είχε. Προφανώς είχαν αμελήσει τις σπουδές της, όπως και αυτή αμέλησε, από άγνοια, τις σπουδές των παιδιών της. Ο Κωνσταντίνος, και αυτός δεν ήξερε γαλλικά, ούτε έκανε συστηματικές σπουδές σε οποιονδήποτε κλάδο. Της Φρειδερίκης άρεσε η πολιτική δράση. Μάλλωνε με τον Παπάγο. Είχε εγκάρδιες φιλίες με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Από το 1955 ως το 1958 υποστήριζε τον Καραμανλή και από το 1958 ως το 1964 τον υπέσκαπτε ώσπου να τον εξοντώσει. Ύστερα, εγκολπώθηκε τον Γεώργιο Παπανδρέου, όταν στην αρχή της έκανε μερικά χατήρια για να κερδίσει την εύνοια της. Αλλά το 1965, επηρεασμένη από πρόσωπα πολιτικώς ασήμαντα, ευλόγησε την γνωστή αποστασία που με την ακαταστασία που δημιούργησε οδήγησε στη δικτατορία. Όχι όμως σε αυτήν που ήθελε, αυτήν με τους αντιστρατήγους, αλλά στη δικτατορία των συνταγματαρχών που δεν ήθελε και επιχείρησε με ένα ηλίθια οργανωμένο κίνημα να ανατρέψει. Νόμιζε ίσως πως, απαλλαγμένη από τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου, θα μπορούσε να κυβερνήσει αυτή με δικούς της ανθρώπους. Για όλα αυτά τα μασκαριλίκια δεν φταίει μόνο η Φρειδερίκη αλλά ένα άθλιο περιβάλλον και ένα μέρος του πολιτικού κόσμου. Λιγώτερο από όλους φταίει ο Κωνσταντίνος, ένας 25χρονος άπειρος και αμόρφωτος νέος. Η Ελληνική Δυναστεία δεν θα κατέρρεε αν δεν έκανε αλυσιδωτά λάθη που οφείλονταν κυρίως στη Φρειδερίκη, που δεν κατόρθωσε ποτέ να έχει μια γενικότερη εποπτεία. Δρούσε στο βρόντο, χωρίς να βλέπει ποτέ τις συνέπειες της δραστηριότητας της. Η τελευταία στροφή της προς την ινδική φιλοσοφία δείχνει ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα από Ευρώπη, και τίποτα από Ελλάδα, και αμφιβάλλω αν προχώρησε ουσιαστικά στο μυστικό βάθος της ινδικής φιλοσοφίας»[6].

Ο Κ.Τσάτσος συνεχίζει επικριτικά ότι μετά τους μήνες μέλιτος με την κυβέρνηση του Γ.Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος και η Φρειδερίκη επιχείρησαν «να διεκδικήσουν έναν ενεργότερο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, ρόλο που δεν τους άρμοζε. Έτσι, από την άνοιξη του 1965 άρχισαν να διαφαίνονται τα σημεία όπου θα ξεσπούσε η ρήξη μεταξύ Παλατιού και Κυβερνήσεως…Το Παλάτι επιδιώκοντας περισσότερες αρμοδιότητες στον στρατιωτικό τομέα, επωφελήθηκε από τις ρωγμές που ήδη είχαν παρουσιασθεί μέσα στο κυβερνών κόμμα, επενέβη κατά τρόπο αντιδημοκρατικό και προκάλεσε την κρίση του Ιουνίου 1965. Αν ήταν πιο συνετό και υπομονετικό, θα άφηνε, χωρίς να αναμιχθεί, τον Παπανδρέου να καταρρεύσει μόνος, ίσως και σε ένα εξάμηνο»[7].  

Οι πρώτες αντιδράσεις του τότε Βασιλέα Κωνσταντίνου στο απριλιανό πραξικόπημα  απέτυχαν να σταματήσουν τους πραξικοπηματίες και αντίθετα τους κραταίωσαν. Οι πράξεις αυτές υπήρξαν το αποκορύφωμα της λανθασμένης πολιτικής πορείας της βασιλικής οικογένειας  και ήταν η σημαντικότερη αιτία που απώλεσαν τον θρόνο, γεγονός που τελικά  επισφραγίστηκε με το δημοψήφισμα του 1974:

«Ο Βασιλέας πάντως που είχε ετοιμάσει τη δική του δικτατορία, εν αγνοία όλων μας, αιφνιδιάστηκε και εν συνεχεία έκανε το λάθος να ορκίσει την πρώτη επαναστατική Κυβέρνηση με πρόσωπα σκιώδη και με ουσιαστικούς παράγοντες τους τρεις αρχηγούς της Επαναστατικής Επιτροπής. Αν τότε ο Βασιλεύς αρνιόταν να ορκίσει Κυβέρνηση, θεωρώντας τον εαυτό του αιχμάλωτο μιας παράνομης κατάστασης βίας, θα υφίσταντο έναν βαρύ κλονισμό οι Επαναστάτες. Θα ξεκινούσαν από την παρανομία, ανίκανοι να σχηματίσουν μιαν επίφαση νομιμότητας. Εάν ο Βασιλεύς απείχε τελείως από τα καθήκοντά του, ποτέ δεν θα δεχόταν ο Πιπινέλης να σώσει τους συνταγματάρχες από το πελάγωμά τους στον εξωτερικό τομέα. Θα ήταν άδικο να καταλογίσω αυτό το βαρύ λάθος στον Κωνσταντίνο, έναν άπειρο νέο. Στο Πεντάγωνο κατέβηκε ο Κωνστατίνος από το Τατόϊ για να συμβουλευθεί την Κυβέρνηση και ίσως τη στρατιωτική ηγεσία. Δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω τι ακριβώς τον συμβουλεύσανε, αν ακολούθησε τις συμβουλές τους ή αν ενήργησε μόνος του. Δεν χρειάσθηκαν πολλές εβδομάδες για να καταλάβουμε πως αυτοί οι άγνωστοι στρατιωτικοί, εκτός από τις συνωμοτικές τους επιδόσεις, ήταν κατώτεροι του μετρίου. Δεν ήταν καν δικτάτορες. Ο Παττακός ήταν ένας κοινός άνθρωπος, με την καλή πίστη που συνδυαζόταν συχνά με τη βλακεία. Ο Μακαρέζος ήταν πιο έξυπνος, αλλά ηθικά σκοτεινό πρόσωπο και ο λιγώτερο δικτατορικός από τους δήθεν δικτάτορες, ο Παπαδόπουλος, αν τον κρίνουμε από τους λόγους του, θα έπρεπε να τον κατατάξουμε στους ημιπαράφρονες και τους έξαλλους, και προπαντός στους άξεστους. Αν όμως τον κρίνουμε από τις πράξεις του, θα έπρεπε να του αναγνωρίσουμε πονηριά και ευελιξία, και προπαντός λαχτάρα να παύσει να είναι δικτάτορας και να γίνει λαοπρόβλητος κομματάρχης. Τίποτε από τα καλά που μπορεί να κάνει εύκολα μια δικτατορία και πολύ δύσκολα μια δημοκρατία, μέτρα αντιδημοτικά αλλά ευεργετικά, τίποτε από αυτά δεν έκανε. Δούλεψε σαν υποψήφιος κομματάρχης, σαν δημαγωγός φτηνός»[8].

 

 



[1]  Κ. Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, Οι  εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, β’ τόμος, σελ.367.

[2] Ό. π.σελ.369.

[3] Ό. π. σελ.370.

[4] Ό. π. σελ.370.

[5] Ό. π. σελ.370.

[6] Ό. π. σελ. 372,373.

[7] Ό. π. σελ.373.

[8] Ό. π. σελ. 380,390.