Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Ιωάννα Τσιβάκου: Συναίσθημα και ορθολογικότητα- η ελληνική εμπειρία, εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2019





Είναι ο ελληνικός λαός αποκλειστικά και έντονα συναισθηματικός; Η προτεραιότητα του συναισθηματικού κόσμου διαγράφει την σημασία της ορθολογικότητας; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα απαντά το βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου.
Βεβαίως στις τελευταίες δεκαετίες οι συζητήσεις για την σημασία του ορθολογισμού και του συναισθήματος υπήρξαν εκτεταμένες και έντονες αφού ο ορθολογισμός συνδυάστηκε με τον εκσυγχρονισμό ενώ το συναίσθημα με την παράδοση ή τον ρομαντισμό. Συνεπώς ο ορθολογισμός δεν ερμηνεύεται ως γνωστική διαδικασία, ούτε ως συνεπής εφαρμογή της τυπικής λογικής. Αλλά ούτε πρόκειται για ορθολογισμό των αξιών. Πρόκειται για τον ορθολογισμό που επιλέγει σύμφωνα με τον Μ.Βέμπερ τα πιο πρόσφορα μέσα για να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή για έναν ορθολογισμό, που έχει δεχθεί κριτική από πολλές πλευρές (όπως από την Σχολή της Φρανκφούρτης) και έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «εργαλειακός».
Η εμπειρική πραγματικότητα συνδυάζει τον λόγο με το συναίσθημα, με «λογισμό και όνειρο» όπως έλεγε ο Δ.Σολωμός. Ίσως σε διαφορετική αναλογία αλλά είναι ανέφικτο να αναζητούμε ένα πρόσωπο που θα είναι αποκλειστικά συναισθηματικό ή αποκλειστικά λογικό. Η συναισθηματική επένδυση δίνει φτερά σε κάθε επιδίωξη αλλά η αποκλειστική θεμελίωση σε αυτή δεν επιτρέπει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα και να χρησιμοποιήσουμε τα αναγκαία μέσα για επιτύχουμε τον επιθυμητό στόχο.
Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας όπου η σημασία της παραγωγής εκτοπίζεται από την σημασία της κατανάλωσης ο εργαλειακός ορθολογισμός και η ασκητική σημασία της εργασίας σταδιακά περιορίζεται από την σημασία συναισθημάτων όπως η ηδονή. Σε αυτό τον χώρο έχουν προηγηθεί οι μελέτες του Ντάνιελ Μπέλ για την μεταβιομηχανική κοινωνία και του Π.Κονδύλη για την παρακμή του αστικού πολιτισμού και την μετάβαση από την μοντέρνα στην μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία.
Η Ι.Τσιβάκου επισημαίνει ότι οφείλεται στο έργο του Ν.Διαμαντούρου η διάδοση του ερμηνευτικού σχήματος που διακρίνει την εξέλιξη του νεότερου ελληνισμού μέσα από την συχνά ασυμφιλίωτη διαμάχη ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, ανάμεσα στον ανορθολογισμό, τον ρομαντισμό και τον διαφωτισμό και τον ορθολογισμό. Όμως σε τέτοιου είδους σχηματοποιήσεις που νοθεύουν την πραγματικότητα απαντά πειστικά και τεκμηριωμένα το ανά χείρας βιβλίο.
Γράφει η συγγραφέας « η διαφορά των προπολεμικών εκσυγχρονιστών από τους σύγχρονους είναι ότι οι πρώτοι πίστευαν στην πνευματική αναγέννηση της χώρας, γι’ αυτό πάλευαν για τον εκσυγχρονισμό της. Προσεταιρίστηκαν τα διαφωτιστικά ιδεώδη, τα ανέμιξαν όμως με εθνικά προτάγματα, προσκείμενα σε ρομαντικά ιδεώδη, αλλά και σε οργανικές (λόγω ταυτίσεως του έθνους με το λαό) συλλήψεις του έθνους, έμφορτες συναισθήματος, προκειμένου να αναδείξουν το πολιτισμικό νόημα που ένωνε παρελθόν με παρόν, αρχαίο και βυζαντινό πολιτισμό με τη διατηρούμενη ακόμη και επί των ημερών τους γνήσια λαϊκή τέχνη και παράδοση, επιβεβαιωτική της ελληνικής συνέχειας και μοναδικότητας. Αφήνω στην άκρη την ιδιαίτερη περίπτωση του Ίωνα Δραγούμη και αναφέρω, ενδεικτικά, τις διαμάχες για τον εκσυγχρονισμό της γλώσσας (το κίνημα του δημοτικισμού) όπου, πέραν των σοσιαλιστών, πρωτοστάτησαν άνθρωποι σαν τον Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη, των οποίων οι απόψεις ήταν μίγμα εκσυγχρονιστικών ιδεών κι ενός βαθύτατου εθνικού συναισθήματος κινητοποιημένου από τους μακροχρόνιους αγώνες των Ελλήνων. Επίσης σημειώνω τις προσπάθειες που κατέβαλε η γενιά του τριάντα για την ανακάλυψη και εμπέδωση μιας νέας ελληνικότητας στηριγμένης στις διαφωτιστικές ιδέες αλλά και σε προσωπικότητες ικανές να τις συλλάβουν και να τις ενοφθαλμίσουν στα ναρκωμένα ελληνικά ιδεώδη. Όλοι οι ανήκοντες στη γενιά του ’30 συνδυάζουν το όραμά τους για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και της ελληνικής κοινωνίας με το πάθος τους για αναδιάπλαση μιας ελληνικότητας που θα ενδυνάμωνε την ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχοσύνθεσης»(σελ.16,17).
Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση συνδυασμού παράδοσης και εκσυγχρονισμού, συναισθηματικού κόσμου και ορθολογισμού των μέσων υπήρξε ο Ε.Βενιζέλος αλλά και το ρεύμα που αυτός θεμελίωσε. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που παρηγόρησε και κινητοποίησε τον ελληνισμό σε σκοτεινούς χρόνους και αποσκοπούσε στην εθνική του αποκατάσταση σε εδάφη που ζούσε ο ελληνικός πληθυσμός, τελεσφόρησε, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, χάρις στον εκσυγχρονισμό των θεσμών, του κράτους, της δημόσιας διοίκησης, του στρατού ειδικότερα, την εκμετάλλευση κάθε ευνοϊκής διεθνής συγκυρίας από την σπουδαία προσωπικότητα του Ε.Βενιζέλου που ενσάρκωσε τον συνδυασμό της βούλησης, της ενόρασης, της ποίησης του συναισθήματος με την έλλογη ανάλυση του πραγματικού κόσμου.
Η Ι.Τσιβάκου θεωρεί ότι οι μονομέρειες της εργαλειακής ορθολογικότητας μπορούν να θεραπευθούν, όπως επισημαίνει «η παραδοχή της ισοσθένειας μετατρέπει τους μη ανθρώπινους τελεστές σε συνδημιουργούς του έργου, ακυρώνοντας έτσι την έννοια της εργαλειακής ορθολογικότητας»(σελ.128).
Στο ίδιο πνεύμα διαφωτιστικά επισημαίνει: «συνοψίζοντας στο πεδίο του εαυτού δεν διαγράφεται μια γραμμή ταλάντωσης μεταξύ ορθολογικότητας και συναισθήματος, καθώς και τα δύο λαμβάνουν χώρα στην ανθρώπινη συνείδηση, σ’ ένα νου εντός του οποίου ορθολογικότητα και συναίσθημα είναι στενότατα συνδεδεμένα. Η έλλογη σκέψη δεν μπορεί να προκληθεί χωρίς προηγουμένως να έχει διεγερθεί η συναισθηματική. Όπως θα έλεγαν οι σύγχρονοι βιοψυχολόγοι και γνωστικοί επιστήμονες, η συναισθηματική προδιάθεση του ατόμου σπεύδει, σχεδόν αυτόματα, να παρωθήσει σε μια ορθολογική απόφαση αντιδρώντας σε μηδενικό χρόνο, όσο χρειάζεται για να διατρεχθεί η απόσταση από την αμυγδαλή στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου»(σελ.160).
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον με βαρυσήμαντες σκέψεις είναι το έκτο κεφάλαιο με τίτλο : «ορθολογικότητα και συναίσθημα στο πεδίο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας». Εντοπίζει στα όρια του υπόδουλου και του παροικιακού ελληνισμού να αναπτύσσονται πολυσχιδείς εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητας όπου συνυπάρχουν αστικές με κοινοτιστικές και συνεργατικές δραστηριότητες, που βέβαια προϋποθέτουν την ύπαρξη κάποιου ορθολογισμού των μέσων. Ενώ το ερώτημα της συνέχειας απαντάται με σαφή τρόπο: «χρειάστηκε η ωριμότητα της ηλικίας και ο αναστοχασμός πάνω στην ιστορία των εθνικών μας περιπετειών για να αντιληφθούμε πως οι Έλληνες είναι φορείς ενός πολιτισμού του οποίου ο πυρήνας παρά τις εμφανείς αλλοιώσεις του μοιάζει να διατήρησε στο πέρασμα των χρόνων κάποια από τα συστατικά του στοιχεία. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί η σύνθεση της εθνικής συλλογικής συνείδησης και ταυτότητας από ορισμένα επαναλαμβανόμενα γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού, γνωρίσματα που συνέβαλαν στη συγκρότηση και συνέχεια της ιδέας του έθνους»(σελ.212,213).
Το τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο «Κατακλείδα: το τέλος της περιπλάνησης» ολοκληρώνεται με πολλά προσωπικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία: « Ήταν η αγάπη που σαν καντήλι ανεξάντλητο φώτιζε τα υπόγεια του νου μας, την απαρέγκλιτη πίστη στους σκοπούς μας, τον ίδιο μας τον εαυτό. Για όσους έτσι την ένοιωσαν, μπορεί να ειπωθεί πως το αισθητό βίωμα της διυποκειμενικής αυθεντικότητας πλήρωσε με αγαλλίαση την ύπαρξή τους»(σελ.310).

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Νίκος Παπαδάτος: Άκρως Απόρρητο-οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ/1944-1952, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2019.



Πρόκειται για μια ιστορική μελέτη που διαβάζεται απνευστί. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της είναι ότι στηρίζεται στην αξιοποίηση ενός μέρους του αρχείου της πρώην ΕΣΣΔ, όσο τουλάχιστον έχει αποχαρακτηριστεί και είναι προσβάσιμο στους ερευνητές(ίσως όμως  δεν περιλαμβάνεται το πιο κρίσιμο).
Νομίζω ότι ο αναγνώστης θα καταλήξει σε ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα:
- η παρακολούθηση της "μεγάλης σοβιετικής πατρίδας" μετέβαλε το ΚΚΕ σε όργανο σε κάποιο βαθμό της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ.
- η απουσία εσωτερικής δημοκρατικής ζωής μετέτρεπε κάθε εσωτερική διαφωνία, ή την επανεκτίμηση προηγούμενων αποφάσεων σε αληθινή τραγωδία ώστε μια σειρά στελεχών του θα καταδικαστούν ως πράκτορες του εχθρού ή ως τυχοδιώκτες ή ως "σοσιαλδημοκράτες"(κατηγορία και αυτή) ή ως "τροτσκιστές"(θανάσιμο παράπτωμα την εποχή του σταλινισμού). Έτσι ο Σιάντος, ο Καραγιώργης, ο Ιωαννίδης, ο Πλουμπίδης, ο Βαβούδης, ο Λευτέρης Αποστόλου (αδερφός της Ηλέκτρας), ο Άρης, ο Ζαχαριάδης τελικά θα καταδικαστούν με παρόμοιες κατηγορίες.
- Ο ιδιόρρυθμος μεσοπολεμικός εργατισμός του ΚΚΕ οδήγησε στην ηγεσία του κουρείς, μπαλωματήδες κλπ που μπορεί να είχαν μια θρησκευτική αφοσίωση σε αυτό αλλά δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα βάρη μιας ιδιαίτερα κρίσιμης εποχής, ούτε να λαμβάνουν τις κατάλληλες κάθε φορά αποφάσεις.
- Παρά το γεγονός ότι ο Ζαχαριάδης ακολουθούσε με ευλάβεια τις ιδεολογικές πρωτεραιότητες του σταλινισμού, παρέκλινε από αυτόν σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα, γεγονός που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον του στις εσωκομματικές συγκρούσεις:την α' επιστολή που καλούσε τον λαό να πολεμήσει τον ιταλικό φασισμό υπό την ηγεσία του Μεταξά, την θεωρία των δύο πόλων που τοποθετούσε την Ελλάδα ανεξάρτητη μεταξύ Ανατολής και Δύσης καθώς και η έμμεση συμφωνία για ελληνικές διεκδικήσεις στην Βόρειο Ηπειρο και στα Δωδεκάννησα-Κύπρο.
- οι εθνικές διαφορές δεν διαγράφηκαν κάτω από σοσιαλιστικό μανδύα, αλλά συνεχίστηκαν με νέα μορφή. Έτσι στο βιβλίο διαπιστώνουμε όχι μόνο την σύγκρουση Τίτο Στάλιν αλλά και Εμβέρ Χότζα-ΚΚΕ(ο Χότζα έλεγε ότι οι Έλληνες δεν είναι αρκετά σκληραγωγημένοι μαρξιστές). Πιο εντυπωσιακό είναι ότι όλη η ηγεσία των Σλαυομακεδόνων χαρακτηρίστηκε από τον Ζαχαριάδη ως πράκτορες του Τίτο, ως "συμμορία" γεγονός που αποδεικνύει πόσο λανθασμένη ήταν η απόφαση της 5ης Ολομέλειας.
-Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των πρωτοκλασσάτων μπολσεβίκων που διώχθηκαν ή εκτελέστηκαν από τον σταλινισμό. Ο συγγραφέας αναφέρει πολλούς: όπως ο Τ.Κοστόφ, ο Μπέλα Κούν, ο Χόρβιτς Μαξιμίλιαν που είχε επιβάλλει τον Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ.
- Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι η ΕΣΣΔ χρησιμοποίησε τον Δεκέμβρη του 44 ως διαπραγματευτικό όπλο στην Αγγλία για να αποσπάσει την Πολωνία. ενώ γενικότερα στην Ευρώπη δεν ήταν η επανάσταση αλλά η χρησιμοποίηση των ΚΚ "για να επιτευχθεί τουλάχιστον στρατιωτικά, η εσωτερική ειρήνευση και η οικονομική ανοικοδόμηση της ΕΣΣΔ"(σελ.69).
-Τους ίδιους σκοπούς απόσπασης ανταλλαγμάτων από την Δύση αποσκοπούσε η βοηθεία που παρείχαν στο ΚΚΕ κατά τον εμφύλιο η ΕΣΣΔ και οι υπόλοιπες ανατολικές χώρες.
- Στο διάστημα του πολέμου έγινε προσέγγιση με την εκκλησία. Σε σημείωμα των σοβιετικών του 1946 σημειώνεται ότι ο Δ.Παρτσαλίδης ως εκπρόσωπος του ΕΑΜ ζήτησε να συναντηθεί με τον πατριάρχη Αλέξιο.
-εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστολή του Μάρκου προς την ηγεσία του ΚΚ τηςΕΣΣΔ όπου τα πολιτικά επιχειρήματα αναμειγνύονται με τις προσωπικέ πικρίες. Έτσι κατηγορείται ο Ζαχαριάδης για σχέσεις με την πρώην σύζυγό του, την οποία κατηγορεί για πράκτορα του εχθρού(σελ.256) ενώ εμφατικά γράφει ότι "δεν μπορεί να βρίσκεται στη διοίκηση ομοφυλόφιλος ηγέτης"(σελ.268).
- ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθούν οι απολογίες(ανακαταγραφές ονομάστηκαν) στελεχών όπως ο Ιωαννίδης σε κομματικές επιτροπές για όλη την κομματική τους διαδρομή (σελ. 486-512). Φοβισμένοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να ταπεινωθούν στο όνομα της κομματικής πειθαρχίας μας, θυμίζουν σκηνές από την Ιερά Εξέταση και έργα του Ντοστογιέφσκι όσο και το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου.
- Όπου καταργείται η εσωτερική δημοκρατική ζωή, όπου καταργείται η συνταγματική νομιμότητα , τότε ακολουθεί ο ολοκληρωτισμός και τότε τα άτομα όσο και οι συλλογικότητες δεν έχουν κανένα δικαίωμα απέναντι σε ένα ανελέητο κράτος.

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Emmanuel Levinas: Ολότητα και Άπειρο (Εξάντας, Αθήνα 1989)



Ο Κωστής Παπαγιώργης μετάφρασε ένα θεμελιώδες και ιδιαίτερα ενδιαφέρον έργο του Ε.Λεβινάς. Για ένα κρίσιμο διάστημα που διαμορφώθηκε η φιλοσοφική σκέψη του μαθήτευσε κοντά στον Χούσσερλ και στον Χάιντεγκερ. Όμως δεν αρκείται σε αυτούς. Είναι ευδιάκριτη η επιρροή της θρησκευτικής εβραϊκής σκέψης, του χριστιανισμού αλλά και του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη.
Στοιχείο της γοητείας του στοχασμού του Λεβινάς είναι η πρωταρχικότητα που αποδίδει στη σχέση "πρόσωπο προς πρόσωπο" ή κατά τον Μ.Μπούμπερ το "Εγώ προς το Εσύ". Το άπειρο υπερέχει της ολότητας αλλά "το άπειρο γεννιέται μέσα στη σχέση του Ίδιου με το Άλλο και πως αναπόδραστα το επιμέρους και το προσωπικό, μαγνητίζουν κατά κάποιο τρόπο το πεδίο, όπου επιτελείται αυτή η παραγωγή του απείρου"(σελ.16). Το εγ'ώ τίθεται προς τον Άλλον άνθρωπο "μέσα στην επιθυμία και την καλωσύνη όπου το εγώ διατηρείται και συνάμα υπάρχει χωρίς εγωϊσμό(σελ.396).
Ο Λεβινάς με έναν τρόπο που θυμίζει την γραφή του Χάιντεγκερ αποφαίνεται: "η δυτική φιλοσοφία κατά κανόνα ήταν μια οντολογία:μια αναγωγή του Άλλου στο Ίδιο, με τη μεσολάβηση ενός μέσου και ουδέτερου όρου, που εξασφαλίζει την κατανόηση του είναι. Αυτή η πρωτοκαθεδρία του Ίδιου ήταν το μάθημα που έδωσε ο Σωκράτης. Να μην παίρνουμε τίποτα από τον Άλλο εκτός από εκείνο που είναι μέσα μας, σαμπώς να κατέχαμε ανέκαθεν ό,τι μας έρχεται απ' έξω"(σελ.40).
Εξετάζοντας τον Λόγο, την ελευθερία, το αυτεξούσιο αναπόδραστα οδηγείται στον προβληματισμό του Χάιντεγκερ:" η χαϊντεγγεριανή οντολογία υποτάσσοντας κάθε σχέση με το όν στη σχέση με το είναι -επιβεβαιώνει το πρωτείο της ελευθερίας απέναντι στην ηθική. Βέβαια η ελευθερία που ενεργοποιείται από την ουσία της αλήθειας δεν αποτελεί, κατά τον Χάιντεγκερ, μιαν αρχή αυτεξούσιου. Η ελευθερία προβάλει μέσω υπακοής στο είναι: δεν κατέχει ο άνθρωπος την ελευθερία, αλλά η ελευθερία τον άνθρωπο"(σελ.43). Όμως "καταγγέλοντας την κυριαρχία των τεχνικών δυνάμεων του ανθρώπου, ο Χάιντεγκερ εκθειάζει τις προ-τεχνικές δυνάμεις της κατοχής"(σελ.44).
Η ελευθερία στο Λεβινάς έχει κεντρική σημασία: "η πραγματική ύπαρξη δεν είναι καταδικασμένη να είναι ελεύθερη, αλλά έχει αναρρηθεί σε ελευθερία"(σελ.97).Συγχρόνως δείχνει τα όρια του Λόγου: "ο Λόγος καθιστά δυνατή την ανθρώπινη κοινωνία, αλλά μια κοινωνία που τα μέλη της δεν θα ήταν παρά λόγοι θα κατέρρεε ως κοινωνία. Άραγε τι θα είχε να πει ένα εξολοκλήρου έλλογο όν ;Ο Λόγος δεν έχει πληθυντικό, συνεπώς πως θα διακρίνονταν οι πολλοί Λόγοι; Πως θα ήταν δυνατό το βασίλειο των Καντιανών σκοπών αν τα έλλογα όντα που το απαρτίζουν δεν είχαν διατηρήσει ως αρχή εξατομίκευσης την ευτυχή ύπαρξή τους, θαυματουργικά διασωθείσα από το ναυάγιο της αισθητής φύσης; Στον Κάντ το εγώ βρίσκει πάλι τον εαυτό του σε αυτή την ανάγκη της ευτυχίας"(σελ.144).
Ο Άλλος είναι το κλειδί για την κατάκτηση του εαυτού: " μόνο πλησιάζοντας στον Άλλον άνθρωπο παρίσταμαι στον εαυτό μου"(σελ.225) και πιο συγκεκριμένα "είναι εν εαυτώ σημαίνει εκφράζομαι, δηλαδή ήδη υπηρετώ τον άλλο άνθρωπο. Το βάθος της έκφρασης είναι η καλωσύνη. Είμαι καθ' αυτό- σημαίνει είμαι αγαθός(σελ. 232). Η σχέση με τον Άλλο "δεν περιορίζει την ελευθερία του Ιδίου. Επισείοντας την ευθύνη της, την εγκαθιδρύει και την δικαιώνει"(σελ.248). Όμως η εσωτερική ελευθερία δεν είναι αρκετή καθώς "η ελευθερία θα αγκιστρωνόταν στο πραγματικό μόνο χάρη στους θεσμούς(σελ.313).

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Ο Γιώργος Χειμωνάς για τον Α.Παπαδιαμάντη, τον Δ.Σολωμό, τον στρατηγό Μακρυγιάννη: όσο πιο εθνική η τέχνη τόσο πιο σημαντική


Προσέξτε όλα τα σημαντικά που λέει ο συγγραφέας Γιώργος Χειμωνάς στην εκπομπή του "Παρασκηνίου" που είναι αφιερωμένη στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, για τους  τρεις μεγάλους του νεοελληνικού λόγου για τον Σολωμό, τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη ειδικά στα πρώτα 5 λέπτα όπου συμπεραίνει "ότι όσο πιο εθνική είναι η λογοτεχνία τόσο πιο μεγάλη και σημαντική είναι. Όσο περισσότερο η τέχνη αγγίζει την ουσία της ελληνικότητας και όσο περισσότερο είναι εθνική είναι και μεγάλη. Ένας συγγραφέας, επαναλαμβάνει
 στο βαθμό που είναι εθνικός είναι και μεγάλος.Ακριβώς γιατί η ελληνικότητα, ή έννοια του ελληνικού έχει πνευματικό περιεχόμενο".






https://www.youtube.com/watch?v=1t-bMvMWhj4&fbclid=IwAR1lpXQeKrK23iVlOGsf1mUbcF95D5gGABk_zjMFtbMA1OyQf7k6UZfGyCQ

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Μιχάλης Πάτσης Η εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας το 1949




(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 25.Αυγούστου 2017)


Το συγκεκριμένο αρχείο το οποίο θα παρουσιάσω αφορά στον εκτοπισμό των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσα, φέρει τίτλο «Περί του εκτοπισμού των ελλήνων πολιτών, των πρώην ελλήνων πολιτών, οι οποίοι δεν φέρουν τη σήμερον την ελληνική υπηκοότητα και περί των πρώην ελλήνων πολιτών οι οποίοι έλαβαν τη σοβιετική υπηκοότητα» και αποτελεί έγγραφο που έχει γίνει δεκτό από την Κεντρική Επιτροπή του «Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος» (Μπολσεβίκων), γνωστού και με την μεταγενέστερη ονομασία ΚΚΣΕ, ως απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του παραπάνω κόμματος στις 17.05.1949. Ο Στάλιν ήταν ο ηγέτης που υπεδείκνυε την πολιτική της χώρας και πρωτοστατούσε στην εφαρμογή της.
Η απόφαση αυτή από τα αρχεία του RGASPI (Ρωσικά Κρατικά Κοινωνιολογικά και Πολιτικά Αρχεία) πρώτη φορά παρουσιάζεται γενικώς σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Το κείμενο το απόφασης
«Έχοντας σκοπό το καθάρισμα (очистка) των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας, όπως και του Αζερμπαϊτζάν από τα πολιτικώς ύποπτα (неблагонадежный) στοιχεία, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) αποφασίζει:
1. Να ανατεθεί στο Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (σ. Αμπακούμοφ) να εκτοπίσει όλους τους έλληνες πολίτες, τους πρώην έλληνες πολίτες οι οποίοι δεν έχουν την παρούσα στιγμή υπηκοότητα και τους πρώην έλληνες πολίτες που έλαβαν σοβιετική υπηκοότητα, τους διαμένοντες στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, (την επαρχία του Κρασναντάρ και τις περιοχές της Κριμαίας, της Χερσώνας, του Νικολάεφ, της Οδησσού και του Ισμαηλίου), στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας, στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, να εκτοπιστούν όλοι οι παραπάνω σε αιώνια εγκατάσταση (вечное поселение, στο πρωτότυπο) στις περιοχές του Νοτίου Καζαχστάν και της Ντζαμπούλ της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Καζαχστάν, με την επίβλεψη των οργάνων του Υπουργείου Εσωτερικών».
2. Να επιτραπεί στους εκτοπιζόμενους να πάρουν μαζί τους όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα αξίας, τα οικιακά αντικείμενα (ενδυμασία, οικιακά σκεύη, μικροεργαλεία για γεωργικές και βιοτεχνικές εργασίες), απόθεμα τροφών που διαθέτουν ως το βάρος των 1000 κιλών για κάθε οικογένεια.
3. Να ανατεθεί στο Υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ (στον σ. Κρουγκλόφ) η δημιουργία αλυσίδας – «κονβόι» μεταφοράς για τους εκτοπιζόμενους, η μετακίνησή τους με τους σιδηροδρόμους και ο έλεγχός των στις τοποθεσίας της νέας μετεγκατάστασης, στις περιοχές του Νοτίου Καζαχστάν και της Ντζαμπούλ της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Καζαχστάν, με σκοπό να αποκλειστεί η δυνατότητα αποδράσεων καθώς και η μέριμνα για την εγκατάστασή, την κατοικία και την τοποθέτησή τους σε εργασία.
Αντίγραφα παραδόθηκαν στους σ. Μπέρια, Αμπακούμοφ και Κρουγκλόφ».
Ο δρόμος της προσφυγιάς
Χιλιάδες Έλληνες σε συνθήκες φόβου μετακινήθηκαν από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας προς το εσωτερικό του Καζαχστάν, όπως είχαν λάβει χώρα και προηγούμενες διώξεις της ίδιας δεκαετίας. Τα επιτρεπόμενα σκεύη και οι τροφές δεν ακολουθούσουν πάντα τους ξεριζωμένους, οι οποίοι βιαίως μετακινούνταν στο εσωτερικό της χώρας. Σκοπός της δίωξης ήταν να αποξενώσει τους Έλληνες από τη γη και την περιοχή τους, προωθώντας συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης προς τους φίλους(της ΕΣΣΔ στη Μαύρη Θάλασσα, αποστερώντας τη γη από τους φυσικούς δικαιούχους της, αφού οι Έλληνες ζούσαν πολλά χρόνια εκεί. Έτσι ο Στάλιν έκρινε πως θα μπορούσε να δημιουργήσει στην απέραντη χώρα του, συνθήκες αναγκαστικής μετεγκατάστασης για τους Έλληνες.
Άραγε αυτή την απόφαση, η οποία ήταν κατάφορα άδικη για τους ίδιους, θα μπορούσαν οι Έλληνες της ΕΣΣΔ να την προσβάλλουν στα δικαστήρια, θα μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν και να έχουν αποτέλεσμα; Οι άνθρωποι δεν είχαν αυτό δικαίωμα και αναγκαστικά ήταν μοιραίο να ακολουθήσουν την απόφαση του ισχυρού, αν και ήταν άδικη.
Η Σοβιετική Ρωσία μετά το 1956 έζησε περίοδο ησυχίας και έτσι αυτοί οι Έλληνες είτε παραμένοντες στις νέες πατρίδες, σήμερα στο Καζαχστάν έχουν απομείνει κάποιες χιλιάδες Ελλήνων, είτε επιστρέφοντες στις εστίες τους μπόρεσαν και βρήκαν τη δυνατότητα να προοδέψουν, αν και είχαν πάντα στο υποσυνείδητό τους το στίγμα του πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους Έλληνες έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα, χωρίς να χάνουν τη σχέση τους με τη Ρωσία ή το Καζαχστάν, αφού όλοι αυτοί είναι ρωσομαθείς, κάτι που μαρτυρά για την ειρηνική ελληνική συνείδηση που μπορεί να συγχωρήσει ειλικρινά.
Θα σχολιάσω όμως τρία ζητήματα από την παραπάνω απόφαση που μου έκαναν εντύπωση:
1. Ο χαρακτηρισμός των Ελλήνων ως υπόπτων «πολιτικώς» στοιχείων. Οι Έλληνες στην ΕΣΣΔ επί Στάλιν διώχθηκαν αρκετές φορές από το 1937-38 ως το 1949. Αυτή την εποχή αλλά και τις προηγούμενες βιώνουν στην ΕΣΣΔ τον ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό «ύποπτα πολιτικά στοιχεία», αν και ζούσαν τόσα χρόνια στη Ρωσία και στη Σοβιετική Ένωση και είχαν συμβάλει ολόπλευρα στην ενίσχυση της χώρας. Δεν αιτιολογείται ο χαρακτηρισμός αυτός, εκτός ίσως από την παραδοχή πως οι μη σλαβικοί λαοί θα είχαν και διαφορετική αντιμετώπιση. Ο σοβιετικός πανσλαβισμός ξέρουμε όλοι πού οδήγησε – σήμερα κάθε σχεδόν σλαβικό έθνος αποστρέφεται την ΕΣΣΔ και δυστυχώς και την ίδια τη Ρωσία. Αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα και στην εποχή που υποτίθεται πως είχε ελαττωθεί ο ρόλος εννοιών όπως έθνος ή πατρίδα και εκείνοι κήρυτταν έναν δικό τους διεθνισμό, το έθνος έπαιζε σημαντικό ρόλο. Ο ίδιος ο Στάλιν είχε διατυπώσει τη θεωρία για «ειρηνικούς» και «επιθετικούς» λαούς, η οποία δεν εντάσσεται στις προγραμματικές διακηρύξεις του μαρξισμού. Οι έλληνες δεν ήταν ένα έθνος για τους σοβιετικούς άρχοντες της εποχής που θα απολάμβανε ίσα δικαιώματα με άλλους, γι’ αυτό και διώχθηκαν και πολλές φορές την περίοδο 1937-1949. Η αποκατάσταση των διωχθέντων άρχισε μετά το θάνατο του Στάλιν και ιδίως μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956. Σήμερα εμείς άραγε θα πρέπει να θυμόμαστε το γεγονός αυτό, θα πρέπει τα ελληνικά κόμματα να έχουν θέσεις για τα παραπάνω γεγονότα εθνοκαθάρσεων στην ΕΣΣΔ ή θα πρέπει να το ξεχάσουμε; Θα πρέπει η αναζήτηση της αλήθειας να σταματά;
2. Διώξεις υπέστησαν όλοι οι Έλληνες. Δεν υπήρχαν εξαιρέσεις. Και οι έλληνες κομμουνιστές διώχθηκαν την εποχή εκείνη στην ΕΣΣΔ, αφού και αυτοί που ήσαν μόνιμα εγκατασταθέντες στις παραπάνω περιοχές ήταν «ύποπτα στοιχεία». Μάλιστα έλληνες κομμουνιστές εκτελέστηκαν για θέματα που αφορούσαν στην ελληνική εθνική ταυτότητα προγενέστερα στην ίδια τη χώρα, το 1938, όπως η γνωστή περίπτωση του ποιητή Γιώργη Κωστοπράβ και χιλιάδων άλλων. Είναι ενδεικτικό πως ενώ οι Έλληνες της ΕΣΣΔ χαρακτηρίζονται «πολιτικώς ύποπτα στοιχεία», όπως και άλλοι λαοί και έθνη της σοβιετικής αυτοκρατορίας, η χώρα θα υποδεχθεί την ίδια εποχή, το 1949, τους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, τους ηττημένους του ελληνικού εμφυλίου. Υπάρχουν μαρτυρίες πολιτικών προσφύγων πως οι έλληνες της Μαύρης Θάλασσας μετακινούνταν σε κλειστά εμπορικά βαγόνια και κάποιος συγγραφέας περιγράφει την εξής σκηνή: σε κάποια αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες περιμένουν να επιβιβαστούν στο τρένο για την Τασκένδη και στο ίδιο τρένο, στα εμπορικά του βαγόνια να ταξιδεύουν ερμητικά κλειστά έλληνες από τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό το «διπλό ταξίδι των Ελλήνων» αλλά με τον ίδιο προορισμό, θυμίζει κάπως την ιστορία της Ελλάδας στον εικοστό αιώνα. Οι Έλληνες της ΕΣΣΔ δεν έχουν ακόμα και σήμερα δικαιωθεί από το ρωσικό κράτος για τις εθνοκαθάρσεις, αυτό το λέω, γιατί η ελληνική διασπορά, έθετε ως πρόσφατα αυτό το ζήτημα.
3. Η εντολή του Στάλιν να εγκατασταθούν οι Έλληνες «αιωνίως» στο Καζαχστάν. Αλήθεια πώς μπορεί να ονομασθεί ο τρόπος σκέψης των ηγετών εκείνων όταν πιστεύουν πως μπορούν να ρυθμίζουν την τύχη των ανθρώπων «αιωνίως»; Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί ο ηγέτης που πιστεύει πως αιωνίως μπορεί να τακτοποιήσει ένα θέμα. Θα μπορούσε να ονομασθεί και θεολογικός ο τρόπος σκέψης, αφού θεωρούσαν τη Σοβιετική Ένωση χώρα στην οποία νόμιζαν πως θα εξουσιάζουν και θα διοικούν αιωνίως, αδιάλειπτα, και τους πολίτες της χώρας, υπηκόους ή πιστούς που έπρεπε να εκτελούν τις εντολές τους. Όμως οι σοβιετικοί ηγέτες και ο Στάλιν ιδιαίτερα ήξεραν επιπλέον να χειρίζονται τους ανθρώπους. Πολιτική με τις μάζες γι’ αυτούς είναι η διαχείριση του φόβου, των ελπίδων, των επιθυμιών και του εγωισμού των πολιτών. Ποιο είναι το κίνητρο για την ελληνική εθνοκάθαρση; Φαινομενικά το κίνητρο είναι εθνικιστικού χαρακτήρα, στο οποίο σημαντικό ρόλο παίζει ο διαχωρισμός των εθνών σε καλά και άσχημα. Βαθύτερα τα κίνητρα ήταν πολιτικά. Ο Στάλιν ήθελε να «τακτοποιήσει» με δικό του τρόπο τη ανθρωπογεωγραφία της χώρας, θεωρώντας πως αυτό ενδυναμώνει την εξουσία του. Η Σοβιετική Ένωση λίγα χρόνια πριν πράγματι συνέβαλε καθοριστικά στην απελευθέρωση της Ευρώπης και στην απαλλαγή της ηπείρου από το ναζισμό. Αλλά στο εσωτερικό της χώρας οι ηγέτες της χώρας ακολουθούσαν μια πολιτική που οδηγούσε στην καταπίεση των εθνών και στην στέρηση των πολιτικών των ανθρώπων.

Ο Philip Sherrard για τον Στρατηγό Μακρυγιάννη




Ένας από τους Άγγλους που προσελκύστηκε από τον ελληνικό πολιτισμό και προσηλυτίστηκε τελικά σε αυτόν, υπήρξε ο Φίλιππος Σέρραρντ (1922-1995). Υπήρξε διευθυντής της Βρεταννικής Αρχαιολογικής Σχολής το διάστημα 1951-1952 και 1958-1962. Γνωρίστηκε με τον Γ.Σεφέρη, είχε συχνή επικοινωνία μαζί του και μετάφρασε στα αγγλικά ποιήματά του σε συνεργασία με τον Ε.Κήλυ. Βαπτίστηκε ορθόδοξος και τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στις Λίμνες της Εύβοιας. Μία από τις τελευταίες του εμφανίσεις έκανε στο Αετοπούλειο πολιτιστικό κέντρο Χαλανδρίου σε εκδήλωση προς τιμή του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Στις 9 Ιουλίου σε αφιέρωμα της Καθημερινή στον Φίλιππο Σέρραρντ έγραψαν οι: Λάμπρος Καμπερίδης, αρχιμανδρίτης Α.Π.Κουμάντος, Μάριος Μπέζγος, Πήτερ Μακρίντζ (Peter Macridge), Φώτης Τερζάκης,
Το βιβλίο του Φ.Σέρραρντ "Δοκίμια για το Νέο Ελληνισμό" κυκλοφόρησε το 1971 από τις εκδόσεις Αθηνά. Αναφέρεται στην ιδέα του ελληνικού έθνους, στην νέα ελληνική λογοτεχνία, στον στρατηγό Μακρυγιάννη, στην ποίηση του Έλιοτ και του Σεφέρη, στον Άγγελο Σικελιανό, και στην εκκλησία-κράτος και στον ελληνικό αγώνα ανεξαρτησίας. Προλόγισαν ο Χ.Γιανναράς και ο Δ.Κουτρουμπής, μετάφρασαν οι Ν.Γκάτσος, Τ.Ζαννής, Λ.Κάσδαγλη, Ν.Κουρούκλη, Δ.Κωνσταντίνου- Χριστοδούλου,Σοφία Σκοπετέα.
Γράφει στο δοκίμιο για τον Στρατηγό Μακρυγιάννη:
" Ο αληθινός πατριωτισμός είναι σαν ένας έρωτας -μια έκφραση Έρωτα. . Η πατρίδα είναι σαν ένα αγαπημένο πρόσωπο, μέσα από το οποίο ο άνθρωπος ζητάει να έρθει σε επαφή με το βαθύτερο στοιχείο της φύσης του. Η πατρίδα αντιστοιχεί με το Ewigweibliche του Goethe και μέσα από αυτήν ο άνθρωπος ικανοποιεί τη λαχτάρα για αυτοπραγμάτωση, που βρίσκεται στις ρίζες κάθε ανθρώπινης ψυχής"(σελ.147).
Και συνεχίζει: "Άνδρες όπως ο Μακρυγιάννης μας κάνουν εντύπωση, όχι με μια μόνο πλευρά του εαυτού τους -για τις διανοητικές τους ικανότητες ή για το επίπεδο παιδείας τους ή για την τεχνική τους επιδεξιότητα ή και το πλήθος των γνώσεων τους. Μας κάνουν εντύπωση με τη συνολική τους παρουσία, με το ιδανικό της πληρότητας που ενσαρκώνουν. Ηρωϊκός μαχητής, σοφός από ένστικτο, συγγραφέας, οραματιστής και τελικά μάρτυρας - όλα αυτά: ο Μακρυγιάννης. Όπως ο Δον Κιχώτης, που είχε επίσης το θάρρος να διακηρύξει και να εφαρμόσει το ιδανικό του σε πείσμα κάθε υλικής πραγματικότητας, έχει γίνει για την Ισπανία σύμβολο του πιο ευγενικού στοιχείου της φύσης της, έτσι και ο Μακρυγιάννης μπορεί να γίνει παρόμοιο σύμβολο για την Ελλάδα. Και τέτοια σύμβολα δεν μένουν απλώς εθνικά, παρά γίνονται οικουμενικά, γιατί έχουν τη δύναμη να κεντρίζουν και να πλουτίζουν την καρδιά και το νου του ανθρώπου"(σελ.165).
Όμως ο Φ.Σέρραρντ επαναλαμβάνει την λανθασμένη ερμηνεία του Χ.Γιανναρά και του Ζ.Λορεντζάτου που αντιπαραθέτουν τον Μακρυγιάννη και το σύνολο σχεδόν των αγωνιστών πρώτα στον Α.Κοραή που σύμφωνα με αυτούς ανιπροσωπεύει το αστικό εθνικό πνεύμα και τα δημοκρατικά - αστικά δικαιώματα και δεύτερο στον Ι.Καποδίστρια. Το αντιθετικό αυτό σχήμα είναι ανυπόστατο και απαντήθηκε επιτυχώς από πολλούς όπως ο Αλέξανδρος Παπαδερός. Ο Α.Κοραής όπως ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης επιδίωκαν το ίδιο: την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Για την συνταγματική δημοκρατία που ο Κοραής επιχειρηματολόγησε θεωρητικά , ο Μακρυγιάννης την υπερασπίστηκε με τους αγώνες του με αποκορύφωμα το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου. Ο Ι.Καποδίστριας δεν ήταν διόλου ξένος προς το πνεύμα του κοινοτισμού, που μάλιστα πίστευε ότι δεν ήταν απαραίτητα σε διάσταση με το νεωτερικό κράτος . Για αυτό εφάρμοσε πολύ πρωτοποριακά το πνεύμα της άμεσης δημοκρατίας στην Ελβετία όταν κλήθηκε να πραγματώσει θεμελιώδεις για αυτήν μεταρρυθμίσεις.

Νίκος Σβορώνος: Ο εξελληνισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας






Η ελληνική ιδέα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Πρόκειται για την ομιλία του Ν.Σβορώνου στις 19 Μαίου 1976 κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Περιλαμβάνεται στο "Ανάλεκτα της νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας (εκδόσεις Θεμέλιο,1999), ένα βιβλίο που έχει αφιερωθεί στον Μίμη Δεσποτίδη.
Ο Ν.Σβορώνος στρατευμένος στην εθνική αντίσταση και στην αριστερά διασώθηκε μεταπολεμικά χάρις στην αποστολή του πλοίου "Ματαρόα" με το οποίο το Γαλλικό Ινστιτούτο έστειλε στο Παρίσι πολλούς νέους που στην συνέχεια θα διακριθούν όπως ο Κ.Καστοριάδης, ο Κ.Αξελός, ο Ι.Ξενάκης.
Από την αρχή της ομιλίας του ο Ν.Σβορώνος μας προετοιμάζει για τα τελικά του συμπεράσματα: "η σειρά των σκέψεων που ακολουθεί ξεκινά από τη βασική ιδέα ότι ο ελληνισμός, τη στιγμή της ρωμαϊκής κατάκτησης, αποτελούσε ήδη μια ιστορικά συγκροτημένη ενότητα, βασισμένη σ' έναν κοινό πολιτισμό, κοινό γλωσσικό όργανο και παιδεία, δηλαδή την ελληνική εθνότητα με πλήρη συνείδηση της ιστορικής της συνέχειας. Πρόκειται για μια ιστορική κατηγορία που δεν ταυτίζεται με την κατηγορίας του έθνους κι ακόμη περισσότερο του εθνικού κράτους"(σελ.146).
Βεβαίως τελικά προς τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου είχε πλέον σχηματισθεί το ελληνικό έθνος με τα παγιωμένα χαρακτηριστικά του: "ο ιστορικός που θα ήθελε να συνοψίσει σ' ένα γενικότατο διάγραμμα την εξέλιξη του συνειδησιακού περιεχομένου της ελληνικής εθνότητας, από την ίδρυση της Ρωμαϊκής Ανατολικής Αυτοκρατορίας ως την οριστική πτώση του Βυζαντίου μπορεί να διακρίνει στην εξέλιξη αυτή δύο αντίρροπες κατευθύνσεις: πρώτα- πρώτα, μια βαθμιαία αλλά σταθερή πορεία απομάκρυνσης από την ελληνική ιδέα . κι έπειτα, την αντίρροπη πορεία προς την ανασύνδεση με την ελληνική παράδοση, ανασύνδεση που φανερώνει την ανάπτυξη μιας ολοένα και πιο καθαρής εθνικής συνείδησης και μεταβάλλει την ελληνική εθνότητα σε ολοκληρωμένο και συγκροτημένο έθνος, με τη σημερινή σημασία του όρου:μια διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων με συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο πολιτικό και πολιτισμικό σύνολο με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα και μια σταθερά εκφρασμένη βούληση πολιτικής και πολιτισμικής αυτονομίας ή ανεξαρτησίας"(σελ.147).
Συνεπώς δεν δημιούργησε το ελληνικό κράτος το ελληνικό έθνος αφού το τελευταίο προϋπήρχε πολλούς αιώνες νωρίτερα.
Ο Ν.Σβορώνος επισημαίνει "τη δημιουργική προσπάθεια των πρώτων πατέρων της Εκκλησίας να συμβιβάσουν, ως ένα βαθμό, τη χριστινική σκέψη με την ελληνική παιδεία. Χρησιμοποιούν γι' αυτό το σκοπό τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, γλώσσα, διαλεκτική και ρητορική τέχνη, δηλαδή την τεχνική της έκφρασης, για τη διατύπωση και τη θεωρητική, επομένως επιστημονική, θεμελίωση της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, και κυρίως προβάλλουν τα στοιχεία εκείνα της ελληνικής σκέψης που δημιουργούσαν τις ψυχολογικές και διανοητικές δεκτικότητες για την παραδοχή της χριστιανικής ιδεολογίας"(σελ.149). Στην προσπάθεια αυτή διακρίθηκαν ο Μ.Βασίλειος, ο Ωριγένης.
Από τον Φώτιο και τους ανθρωπιστές του 10ου αιώνα επανακάμπτει η σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού: "Ο λόγιος μητροπολίτης Ιωάννης Μαυρόπους προσεύχεται στο Χριστό για τη σωτηρία της ψυχής του Πλάτωνα και του Πλουτάρχου, γιατί με τη ζωή τους και τη σκέψη τους ήταν κοντά στο νόμο που κήρυξε ο Χριστός"(σελ.151,152).
Ο Ν.Σβορώνος συμπεραίνει "ότι παρ' όλη την υπερεθνική, οικουμενική-χριστινική ιδεολογία της Αυτοκρατορίας, τα στοιχεία της πολιτισμικής, κι ως ένα σημείο, εθνολογικής συνέχειας του ελληνισμού, που, έστω και λανθάνοντα στη συνείδησή του, υπάρχουν ωστόσο και λειτουργούν στην πραγματικότητα, μας επιτρέπουν να δούμε στο βυζαντικό ελληνισμό μια νέα φάση της ίδιας εθνότητας που, πλουτισμένη με καινούργια ιδεολογικά στοιχεία, αλλάζει τη φυσιογνωμία της"(σελ.153).
Ο έγκριτος ιστορικός διαπιστώνει την ανάπτυξη ενός ισχυρού πατριωτικού αισθήματος "στους πολύπλευρους αγώνες του ελληνισμού" αφού δεν παλεύει "μόνο κατά των Φράγκων και των Τούρκων αλλά και των Σέρβων και των Βουλγάρων"(σελ.155).
Πλέον δεν είναι μόνο ο Πλήθων Γεμιστός που αναφέρεται στο "γένος των Ελλήνων" αλλά και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος που ταυτίζει το Βυζάντιο με την αρχαία Ελλάδα ή o Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που αναφέρει την Κωνσταντινούπολη "ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων ή ο Μάρκος Ευγενικός που γράφει "κορυφή μεν γαρ της καθ' ημάς οικουμένης η Ελλάς, οφθαλμός δε ή του Πέλοπος",ο Θεόδωρος Μετοχίτης που γράφει "εκείνων τοίνυν γένος μεν το αρχήθεν ήσαν και πατέρες Έλληνες", ο Νικόλαος Καβάσιλας που χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως "το κοινόν του γένους των Ελλήνων", το "κοινόν τούτο πάσης Ελλάδος" και "πάνυ γαρ αν καλώς την Ελλάδα πράξαι του Χριστού παρελθόντος(σελ.159). Πλέον ο βυζαντινός πολιτισμός, στην λόγια και στην λαϊκή του μορφή , περιλαμβάνεται στην ελληνική διαχρονία.
Ο Ν.Σβορώνος επισημαίνει ότι ο πρόλογος της Ιστορίας του Χαλκοκονδύλη "εκφράζει με ενάργεια την ιδέα της αδιάκοπης συνέχειας του ελληνισμού"(σελ.161), ενώ μετά τα δραματικά γεγονότα της Άλωσης "η ελληνική εθνική ιδεολογία απομακρύνεται βέβαια από τη ρωμαϊκή ιδέα, κρατά όμως ζωντανή την ιδέα της Αυτοκρατορίας, που στα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης θα συγχωνευθεί με την ιδέα της ορθοδοξίας"(σελ.161).
Συνεπώς η συνέχεια του ελληνισμού δεν είναι ούτε δημιούργημα του ελληνικού κράτους και των ιστορικών του , ούτε ιδεολογικό όπλο της μιας παράταξης εναντίον της άλλης, αλλά μια πραγματικότητα που προκύπτει από την διαχρονική πορεία του.

Ο εξελληνισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Γράφει ο Ν.Σβορώνος:
"Πράγματι, αν και οι αυτοκράτορες εξακολουθούν να φέρουν τον τίτλο του "Αυτοκράτορος των Ρωμαίων" (τον τίτλο αυτό θα φέρουν άλλωστε μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) η διοίκηση περνάει παρ' όλα αυτά στα χέρια των Ελλήνων και των εξελληνισμένων. Τα λατινικά, αν και παραμένουν μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα επίσημη γλώσσα της διοίκησης και της νομοθεσίας, υποχωρούν ακόμη και σ' αυτόν τον τομέα μπροστά στα ελληνικά, που αποτελούν εξαρχής τη γλώσσα της διανόησης και το κοινό όργανο επικοινωνίας μεταξύ των λαών της Ανατολής. Τα ελληνικά χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο από τη διοίκηση στις αναφορές της προς τους διοικούμενους, συχνά δε και στη νομοθεσία. Οι λατινικοί διοικητικοί όροι μεταφράζονται ελληνικά ή εκφράζονται με τους αντίστοιχους ελληνικούς όρους. Στις αρχές του 7ου αιώνα, με την άνοδο στο θρόνο του Ηρακλείου (610), η εξελικτική αυτή διαδικασία ολοκληρώνεται: ο αυτοκράτορας γίνεται "βασιλεύς - αυτοκράτωρ". Τα ελληνικά ανακηρύσσονται σε μόνη επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας. Ο ρωμαϊκός χαρακτήρας, ιδίως μετά την αποτυχία των προσπαθειών του Ιουστινιανού για ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μετατρέπεται σε ένα μακρινό και ουτοπιστικό ιδεώδες. Όλες οι εκδηλώσεις του κράτους και της κοινωνίας γίνονται στην ελληνική γλώσσα και έχουν χριστιανικό περιεχόμενο.
Ν.Σβορώνος: Ανάλεκτα της νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, εκδόσεις Θεμέλιο, 1999, σελ. 110,111).
Στο ίδιο έργο ο Ν.Σβορώνος επισημαίνει ότι το Βυζάντιο στην αρχή αναχαίτισε και στην συνέχεια εξελλήνισε τα σλαβικά στοιχεία ειδικά κατά την δυναστεία των Μακεδόνων των 10ο αιώνα (ό.π. σελ. 111,112)


Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Π.Κονδύλης:"Οι επαναστατικές ιδεολογίες και ο μαρξισμός", ένα προδρομικό αλλά θεμελιώδες δοκίμιο του



Στο βιβλίο του Π.Κονδύλη "Μελαγχολία και Πολεμική" (Θεμέλιο,2002) που κυκλοφόρησε μεταθανάτια περιλαμβάνεται το δοκίμιο αυτό, που όπως επισημαίνει στην εισαγωγή του ο Κώστας Κουτσουρέλης, βρέθηκε στα κατάλοιπα του συγγραφέα και πιθανολογείται ότι γράφτηκε το 1964. Συνεπώς είναι το παλαιότερο δοκίμιο του στο οποίο όμως περιέχονται συμπεράσματα τα οποία τον ακολουθούν σε όλη την εξέλιξή του. Την ίδια εποχή δημοσίευσε παρόμοιο κείμενο ο Αντώνης Λαυραντώνης, φίλος του Π.Κονδύλη. Γι αυτό θα πρέπει να γίνει αποδεχτό ότι οι σκέψεις αυτές διατυπώνονται μετά από συζητήσεις που προηγήθηκαν με τους Λαυραντώνη, Μ.Λαμπρίδη και Στανίτσα.
Ο Κονδύλης συνοψίζοντας γράφει: "Ώστε ο μαρξισμός έχει διανύσει το διάστημα που διέτρεξαν όλες οι επαναστατικές ιδεολογίες ως τα σήμερα. Γεννήθηκε σαν κοσμοθεωρία που ενσωμάτωσε τα καθολικά αιτήματα των καταπιεζόμενων, διαστρεβλώθηκε, δηλ. προσαρμόστηκε στην συγκεκριμένη εποχή και λειτούργησε ιστορικά, ιδεολογοποιήθηκε. Το διαρκές στοιχείο του μαρξισμού, η μεθοδολογία του, καταδείχνει ότι το άλλο, πρόσκαιρο στοιχείο, η επαναστατική ιδεολογία, έχει κλείσει τον βιολογικό του κύκλο, ενώ ακόμα η καθολική απελευθέρωση του ανθρώπου παραμένει αίτημα"(σελ. 214).
Η απόφανση για την πρακτική σημασία της ιδεολογίας θα επαναληφθεί στα κείμενα της ωριμότητας του Π.Κονδύλη: " ανεξάρτητα όμως από το πως αυτοεκτιμάται μια επαναστατική ιδεολογία, εκείνο που τελικά την καθορίζει, είναι η ακριβής ανάλυση της ιστορικής λειτουργίας της, που καταδείχνει και αυτηνής την σχετικότητα, και την εντάσσει, σε θέση λιγώτερο ή περισσότερο περίοπτη, μέσα στην οικογένεια των επαναστατικών ιδεολογιών"(σελ.206).
Τελικά δεν είναι μόνο ο Λένιν που διακήρυσσε ότι η "πρωτοπορία" θα έπρεπε να υποκαταστήσει την εργατική τάξη λόγω της ανωριμότητας της τελευταίας , αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ που "αγωνίστηκε με πάθος μέσα στην Α' Διεθνή για μια υπερσυγκεντρωτική καθοδήγηση του εργατικού κινήματος"(σελ. 212) πράγμα που οδήγησε τον Μπακούνιν να προβλέψει ότι ακραία λογική της συνέπεια θα είναι η δημιουργία ενός κράτους "παρόμοιο μ' αυτό που ονόμασαν σταλινικό, γραφειοκρατικό κράτος"(σελ.213). Για αυτό ο Π.Κονδύλης ήδη σε αυτό το κείμενο θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια "πορεία που διέπεται από εσωτερική αλληλουχία και αναγκαιότητα" ανάμεσα στον Μαρξ,Κάουτσκι, Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν(σελ.213), ώστε θα διαρρήξει την σχέση του όχι μόνο με τον Μαρξ αλλά και όλους τους επιγόνους του.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Ο πατριωτισμός του Μ.Μπακούνιν, ο προδρομικός ευρωπαϊσμός του και οι " σλαβόφιλοι"





Ο Κ.Δεσποινιάδης και ο εκδοτικός οίκος του "Πανοπτικόν" επέτυχε ένα εκδοτικό άθλο: την έκδοση του συνόλου του έργου του Φ.Νίτσε στην χώρα μας με την έγκυρη μετάφραση του Ζήση Σαρίκα 
Στο τελευταίο τεύχος του ομώνυμου περιοδικού "Πανοπτικόν" (τεύχος 25, Ιανουάριος 2020) περιέχει ένα εκτενές δοκίμιο του για τον Μ.Μπακούνιν όπου μεταξύ άλλων εξετάζονται οι απόψεις που έχει διατυπώσει για την πατρίδα.
Από μια πλευρά εμφανίζεται προδρομικά ευρωπαϊστής καθώς ισχυριζόταν ότι η ένωση των ευρωπαϊκών λαών είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποτραπούν οι πόλεμοι. Δεν αναρωτιέται ιδιαίτερα, ούτε προβληματίζεται πως οι λαοί αυτοί θα μπορούσαν ενιαία να αυτοκυβερνηθούν, ούτε αν είναι εφικτό οι λαοί να καταργήσουν με δική τους πρωτοβουλία την ιδιαίτερη ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά που έχουν αποκρυσταλλώσει μέσα στην ιστορική τους πορεία. Ο ιστορικός ρομαντισμός που τον διακατέχει δεν τον αφήνει να ορίσει τις προϋποθέσεις που θα πάψουν να υπάρχουν συμφέροντα και αξίες που βρίσκονται σε σύγκρουση. Πώς θα περάσουμε σε μια παραδείσια ειρήνη από μια εποχή όπου συλλογικά ή ατομικά συγκρούονται άτομα ή συλλογικότητες για την αυτοσυντήρησή τους και την διεύρυνση της ισχύος τους, δίχως θεσμούς και κανόνες που θα περιορίζουν τις τάσεις αυτές; Γράφει ο Μπακούνιν: "για να θριαμβεύσει η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ειρήνη στις διεθνείς σχέσεις στην Ευρώπη και για να αποτραπεί ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαφόρων λαών που συνθέτουν την ευρωπαϊκή οικογένεια, ένας δρόμος μόνο μένει ανοιχτός: να συσταθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης" (σελ.75).
Πολλές ελπίδες εναποθέτει στην δημιουργία ομοσπονδίας κοινοτήτων η οποία θα καλύψει το θεσμικό κενό. Είναι μια επιδίωξη η οποία βγαίνει από την ρώσικη εμπειρία όπου το δεσποτικό κράτος άφηνε, λόγω αδυναμίας και ανικανότητας, ένα μεγάλο πεδίο για να δραστηριοποιείται η κοινότητα και ο συνεργατισμός.
Όμως ο Μπακούνιν ερμηνεύει τον πατριωτισμό ως μια πραγματικότητα που υπάρχει εκτός, πριν και συχνά ενάντια στο κράτος, και που δεν ταυτίζεται με τον εθνικισμό. Πρόκειται για την αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο που γεννήθηκαν "μια φυσική, αληθινή αγάπη"(σελ.80). Ο Κ.Δεσποινιάδης επισημαίνει ότι "η πατρίδα, κατά τον Μπακούνιν, " αντιπροσωπεύει το αναμφισβήτητο και ιερό δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ανθρώπινης ομάδας, ένωσης, κομμούνας, περιφέρειας και έθνους να ζει, να αισθάνεται, να σκέφτεται, να επιθυμεί και να δρα με τον δικό του τρόπο - και ο τρόπος αυτός του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι είναι πάντα το αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορικής ανάπτυξης"(σελ.81). 
Αποτέλεσμα των σκέψεων του είναι η αποδοχή της αυτοδιάθεσης των λαών αλλά και η ενεργητική συμμετοχή στην απελευθέρωσή τους. Ο Μπακούνιν ξεκινά να ασχολείται με το εθνικό ζήτημα, από το 1840 με αφορμή την τριπλή κατοχή της Πολωνίας από την Πρωσσία, την Αυστρία, την Ρωσία. Γράφει ο Δεσποινιάδης:" Ένα χρόνο μετά, στο Σλαβικό Συνέδριο της Πράγας, ο Μπακούνιν ανέπτυξε τις απόψεις του για μια πανσλαβική εξέγερση που θα ένωνε τους σλαβικούς λαούς και θα τους απελευθέρωνε από τους δυνάστες τους (Πρώσους, Αυστριακούς, Ρώσους, Τούρκους) στην προοπτική μιας πανσλαβικής ομοσπονδίας ελεύθερων λαών και έκανε έκκληση ώστε να παραμεριστούν τα περιφερειακά συμφέροντα, αλλά απογοητεύτηκε από τις τοπικιστικές/εθνοτικές διαφορές που διαπίστωσε ότι κυριαρχούσαν μεταξύ των σλαβικών λαών"(σελ.80).
Βέβαια στόχος και διακαής πόθος της ένωσης των σλαβικών λαών, με την δική τους δράση και πρωτοβουλία, ήταν και μιάς άλλης μερίδας Ρώσων διανοούμενων που ονομάστηκαν "σλαβόφιλοι". Όμως η επιχειρηματολογία και η αφετηρία τους ήταν συνήθως διαφορετική, γεγονός που χρησιμεύει στον Κ.Δεσποινιάδη να τους διακρίνει από τον Μπακούνιν.
Η ένωση της Ευρώπης πραγματοποιείται με πρωτοβουλία των κρατών, συχνά παρακάμπτοντας τις αμφιβολίες ή τις αντιρρήσεις των λαών. Οι σλάβοι ενώθηκαν για ένα διάστημα ,χωρίς την θέληση τους, μετά την προέλαση του κόκκινου στρατού κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο. Προφανώς θα ήταν ένα γεγονός που δεν θα ενθουσίαζε τον Μπακούνιν. Αλλά μια απρόβλεπτη επίδραση του υπήρξε ο Ίωνας Δραγούμης. Στο "Ημερολόγιο" του όχι μόνο τον μνημονεύει, αλλά και στην ομοσπονδία των κοινοτήτων που περιγράφει ως "Ανατολικό κράτος" δεν είναι δύσκολο να ανιχνευθεί η σκέψη του και η επιρροής του.