Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Για τον Ρένο Αποστολίδη

ΡΗΞΗ φ.147


Τον Ρένο Αποστολίδη τον γνώρισα από τον καλό μου φίλο Μελέτη Μελετόπουλο. Ήταν κιόλας στα πρώτα χρόνια που είχε ξεκινήσει η "Νέα Κοινωνιολογία" και ο Μελέτης έκανε στο σπίτι του συγκεντρώσεις όπου συζητούσαμε επί ώρες με τον Ρένο για τον Ηράκλειτο, τον Νίτσε, τον ελληνικό εμφύλιο, την ελληνική διανόηση και την δική του πορεία. Στην συνέχεια τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στην οδό Μηθύμνης και κατόπιν στο καινούργιο του σπίτι στο Χολαργό. Ένα άλλο βράδυ με τον Μελέτη και τον καθηγητή Γιώργο Παγουλάτο πήγαμε σε μια ταβέρνα στην Πεντέλη. Η κουβέντα ως συνήθως ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και συνεχίστηκε μέχρι τις πρωϊνές ώρες στην πλατεία του Χαλανδρίου.
Δεν θα επαναλάβω πόσο έγκυρος φιλόλογος ήταν αλλά το κύριο χαρακτηριστικό ήταν να εμπνέει ένα δυνατό αίσθημα ελευθερίας που δεν συμβιβαζόταν με τίποτε και με κανένα. Ο ίδιος αυτό το αίσθημα το πλήρωσε με μια συστηματική σιωπή έναντι του έργου του. Μια κριτική στην "Επιθεώρηση Τέχνης" για την "Πυραμίδα 67" και έκτοτε σιωπή,σπάνια γραφόταν κάτι για το έργο του. Είναι η συνήθης τακτική να αποφεύγεται η αντιπαράθεση με κάποιον που δεν συμφωνούμε μαζί του με τη προσδοκία (στην πραγματικότητα αυταπάτη γιατί η αξιοσύνη ενός υπάρχει ανεξάρτητα από τα δικά μας θετικά ή αρνητικά αισθήματα) ότι έτσι ο αντίπαλος δεν θα αποκτήσει υπόσταση (πολλά τα σχετικά παραδείγματα, αναφέρω ότι η σημαντική μελέτη του Γ.Καραμπελιά για το δημοτικό τραγούδι , που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα,δεν παρουσιάστηκε σε καμία κριτική βιβλίου σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με την αντίστοιχη του Π.Μπουκάλα που χαίρει μεγάλης προβολής από τις εφημερίδες και την ΕΡΤ).
Θεωρώ ότι τα έργα του Ρένου για τον εμφύλιο είναι ότι πιο σημαντικό έχει γραφτεί στην λογοτεχνία μας για την περίοδο αυτή (το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου με κριτική διάθεση προς την τακτική της αριστεράς είναι συγκριτικά αναιμικό). Όμως δεν επιδέχεται να χρησιμοποιηθεί για την ιδεολογική ανάγνωση και χειραγώγηση της ιστορίας είτε από την μια είτε από την άλλη πλευρά. Παρουσιάζει τις δύο παρατάξεις του εμφυλίου να εναλλάσσουν τους ρόλους του θύτη και του θύματος. Τελικά βέβαια όλοι υπήρξαν χαμένοι και θύματα όμως κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να αναγνωριστεί όταν σκοπός είναι ο αντίπαλος να φορτωθεί με τις ευθύνες για ότι δυσάρεστο συνέβη.
Δεν είναι τυχαίο ότι η δικτατορία, μετά την αντίδραση του Λαδά και των υπολοίπων πιο σκληρών, σταμάτησε την δημοσίευση της Ανθολογίας Αποστολίδη στις εφημερίδες όταν δημοσιεύτηκε ο "Α2 " και κάποια διηγήματα του Δ.Χατζή.
Ο Ρένος μας έλεγε πίστευε ότι θέλεις , ο ίδιος στεκόταν ξένος από ιδανικά και πίστεις,αλλά να μην πεθάνεις, να ζήσεις για ότι πιστεύεις . Περιγράφει μια σκηνή όπου βρίσκεται στο σπίτι του - στην "μπλέ πολυκατοικία" στα Εξάρχεια κατά τα Δεκεμβριανά όπου βλέπει απέναντι του έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ , που μετά από λίγο θα πέσει νεκρός από βολή αγγλικού τάνκ. Ο Ρένος τονίζει " το ζήτημα είναι να ζήσης αυτό που είσαι, όποιος είσαι! Όχι να πεθάνης γι' αυτό που είσαι!.."(Πυραμίδα 67, Βιβλιοπωλείο της Εστίας σελ.273).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Ρένου ήταν ο εξαιρετικός τρόπος που διάβαζε διηγήματα ή απάγγελλε ποιήματα, Καβάφη για παράδειγμα. Μπορούσε έτσι ο ακροατής να ζήσει και όχι μόνο να κατανοήσει το έργο που άκουγε από την φωνή του Ρένου.

Ο Α2 μεταγενέστερος της "Πυραμίδας 67" είναι σε πολλά σημεία ωριμότερος ίσως γιατί γράφτηκε σε πιο ομαλές συνθήκες. Η γραφή κοφτή και πιο γρήγορη πασχίζει να αποτυπώσει μια αιματοβαμμένη ατμόσφαιρα.Περιγράφει ένα πραγματικό πρόσωπο ένα έφεδρο λοχαγό του στρατού και την περιπετειώδη διαδρομή του. Πολεμά στον ΕΛΑΣ τον κατακτητή κάτω από τις διαταγές του Νικηφόρου: " ήμουν αντάρτης , με τον καπετάν -Νικηφόρο, κ' ύστερα καπετάνιος , στη Σπερχειάδα, απ΄το '43. Πολέμησα, έσκισα, δυό χρόνια! Πολέμησα τους Γερμανούς - τους άρπαξα τα πολυβόλα μες απ' το Λιανοκλάδι, το χωριό!.. Ήρθ' ο Δεκέμβρης -δεν ξέραμε τίποτα! Πρώτα ξέσπασε, κ' ύστερα μας είπαν να κινηθούμε όλοι κάτω! Εσείς στην Αθήνα τα κάνατε- είδηση δεν είχαμε το ΕΛΑΣ!...Είπα "όχι", δεν πολεμάω Εμφύλιο- δεν είμαι κομμουνιστής ! Αντάρτης είμαι - φύγαν οι Γερμανοί, τελείωσε γυρνάω σπίτι μου!.. Τραυματίστηκα από σπητφάιρ, στη Θήβα...Μπήκα στο νοσοκομείο στη Λαμία... Γύρισα σπίτι μου με τη Βάρκιζα - και δε βρίσκω τη μάνα μου! Την έχουνε σφάξει!..Τους έλεγε "αλήτες", τους έβριζε: " που της ξελόγιασαν το παιδί " - μάνα ήταν! Κι αυτοί τη σφάξανε - τ' ακούς;..Μα το πιστόλι ετούτο..-πές, άντρας είσαι, τι θακάνες;.. Γιατί τη μάνα μου; Τι τους εφταιξ' η μάνα μου;..Πες τι θάκανες ρε! Για δε μιλάς;.. Μα όχι! Κανενού μιλιά!..Βρήκα το Καραγιώργη τον ίδιο! "Δεν ήξερε", δεν έλεγε..."Σας δίνω διορία", τούπα, "δέκα μέρες!...Α δε μου πήτε ποιός, που, με ποιανού διαταγή , ξέρω τι θα κάνω, μόνος μου!.."(σελ.65,66). Μετά από αυτό ο Α2 μεταμορφώνεται σε θηρίο. Θα σκοτώσει με τον ειδεχθέστερο τρόπο όλους όσους θα θεωρήσει υπεύθυνους της δολοφονίας. Κάθε δολοφονία είναι και ένα γράμμα στην μάνα του : " σα σκυλί τον σκότωσα αυτού χάμου! Σα σκυλί - τ' άδειασα όλο το περίστροφο στη μούρη! Τρείς γεμιστήρες στο κουφάρι-κόσκινο!.. Τι θαρείς είν' ο άνθωπος; Μπιστόλι βγαίνει, μπιστόλι μπαίνει!(σελ.67) Ή σε άλλο σημείο "τον σκότωσα χίλιες φορές,..κομματάκι-κομματάκι!..Λίγο-λίγο, λίγο-λίγο..-και του τόπα: "Μια τη σκότωσες, χίλιες θα πεθάνης!.."Παράτησα το Λόχο στο Λουτσάρη, τον πήρα ψηλά στο καταράχι... Τον έκοβα με το μαχαίρι πόντο-πόντο..-να μην ψοφάη, να ζη, να νιώθη!..(Μητ' η κάφτρα του πιά έφεγγε στο σκοτάδι- μόνο οι λύκοι...)..Δέκα μέρες -πήρα το κεφάλι του!...Έφτασα με το τζιπ τη νύχτα στο χωριό... Γύρους, γύρους, με τους προβολείς, μαρσάροντας- γύρ' ολόγυρα την πλατεία..Ψυχή!.. Τη μάνα μου δε θα την ξανάβλεπα - ποτέ τη μάνα μου!..Ως κι ο Λαρύγγας ήτανε περισσότερο- είχα το κεφάλι του! Όχι τη μάνα μου!."(σελ.74). Στην συνέχεια περιγράφει πως πέταξε το κομμένο κεφάλι στη μέση της πλατείας του χωριού του.
Φυσικά σε αυτά τα γεγονότα έχει εξοβελιστεί το δίκαιο, ακόμη περισσότερο η συγχώρεση, η αγάπη . Όλοι τους συμμετέχουν σε ένα σκηνικό τραγωδίας όπου γίνονται θύματα- θύτες, θύτες -θύματα. Απάνθρωποι, θάλεγα πολύ ανθρώπινοι.Διότι κάτω από ειδικές συνθήκες ο άνθρωπος λαμβάνει τα χαρακτηριστικά του θηρίου.
Σε όλο αυτό το σκηνικό ο άθεος κατά τα άλλα Ρένος βρίσκει την δύναμη να σώσει ένα εχθρό που τον βρίσκει βαριά τραυματισμένο(σελ.35). Τους αντάρτες που συνάντησε στην Πελοπόννησο τους περιγράφει εντελώς εξαντλημένους και με ελλειπέστατο οπλισμό: "με δώδεκα φυσίγγια τ' όπλο- ένα στους πέντε, κι ούτε! - ξυπόλητοι, άντυτοι, δίχως όλμους, με τρία βλήματα πούρριξαν όλα-όλα: δυό καπνογόνα, και το τρίτο δεν έσκασε!(σελ.56).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή ενός "ιδεαλιστή" κομμουνιστή: " Ναι ο Αστρίνης! Κομμουνιστής απ' το '36, αντάρτης απ' το 41! Δίχως μάνα, πατέρα-γυναίκα, παιδιά, κανένα! ("Για ποιόν, μωρέ; για ποιόν;.. Ούτε για τον Αστρίνη πια τον ίδιο!"). Ξυπόλητος, κουρέλι- στο τέρμα του "ιδανικού", ένα πια με το "ιδανικό" του!..Γειασου, παλληκάρι μου- αλήθεια γειάσου!- μα έλα που ταύτισες τη ζωή με το θάνατο πριν πεθάνης!.. Ούτε και για να πεθάνης πια δεν απομένει λόγος ή δύναμη - ούτ' αντίλογος, ούτ αντιδύναμη!.. Σε καταλαβαίνω.. μα. λοιπόν, η πρότασή σου "για τους πολλούς"; "για τους άλλους";.. Έτσι ξέρω πως πεθαίνουν πάντα οι μόνοι: Για κανένα! Για τίποτα!.."(σελ.64).

Στην "Κριτική του Μεταπολέμου" ο πεπεισμένος άθεος Ρένος εξαίρει τους αγώνες του Πατρό Κοσμά , να ανοίξουν σχολεία, να φωτιστεί το γένος: "σχολειά στοιχειακά, κοινοτικά, σύστησε. Όχι "ελληνικά" - ξιπασμάρες φράγκικες ! Και γράμματα "ολίγα", στέρεα φώτιση σωστή, σεμνή - του απλού για τον απλό και για τον κόσμο τούτο. Παδιά ξυπνά, "ογλήγορα για το Γένος"- να τι ζητούσε, σ' όλο το πλάτος, σ' όλο το ύψος της δούλης γης, που την ανόργωνε βαθειά, σαν πυρωμένο υνί, διάβα φωτιάς εγερτήριας, ο ταπεινός εκείνος Άγιος των Ημερών της Αυγής μας...Κι ούτε στόλιζε τα λόγια του με "αρχαιογνωσίες" και "περιδιαγραμμάτου". Στοιχεία φύτευε, απλά -μα πρώτα-, για τ' ανασήκωμα του απλού και του άδολου , σ' έναν κόσμο οπούχε πέσει κάτω κι απ' τα πιο απλά, κι απ' τα πιο πρώτα της ανθρώπινης ζωής"(σελ.75). Αλλά και ο Πατρό Κοσμάς πρόσθετε " και την Κυριακή αργία, έλεγε, να τη φυλάτε απαρακίνητα αδελφοί. Τες έξη να δουλεύετε, τη μια όχι. Δεν είναι ζώο ο άνθρωπος, να σκύφτη ολοένα!..Ν' ασκώνετε κεφάλι την έβδομη- να σκέφτεστε το θάνατο, το θεό... Κι όχι να γλεντάτε όλο τα σωματικά τη μέρα κείνη, μα την ψυχή σας ' βλαβικά να στολίζετε, με συνομιλίες κι ακούσματα ωφέλιμα, που τη θρέφουν -ναν έτοιμη, για όλα νάναι, και παστρικιά τι ο θάνατος έρχεται άξαφνα, αδελφοί, και λόγο θα δίνετε!.."(σελ.79).
Γράφοντας για το κρίσιμο θέμα της Παιδείας επισημαίνει: "γιατί δεν είναι μόνο η Ορθογραφία, που δεν μπορεί , κι ας αφήνωμε τ' αστεία, παρά να είναι "ιστορική ", αφού η ορθή γραφή κάθε λέξης ακριβώς δηλοί την πολυτιμότατη ετυμολογία της , κ' εκκαλεί όλο το παρελθόν εμπειρίας που αιώνες ποικιλοχρησίας συσσώρευσαν μέσα της, δυναμικοποιεί δηλαδή το θησαυρό της σε νόημα και σε ποιότητες ανεκτίμητες που αλλιώς χάνονται - κ' είναι απώλεια κοινής πείρας (κάτι παραπάνω από χρυσού απώλεια!)-, και βοηθεί, άρα, σπουδαία -ναι, η ακριβής γραφή ίσα-ίσα, που τόσο εύκολα θεωρούν "δυσκολία", απλώς οι αγράμματοι κ' οι ανυποψίαστοι - στο να ξελαμπικάρεται η λέξη διαρκώς, ν' αναπαρθενεύεται, να γίνεται η σημασία πολυδύναμη και χυμώδεις να εισδύουν οι προβολές της έως νύξεις αδόκητες συγγενών νοημάτων που ελάνθαναν - γιατί πλήσσεται, δηλαδή, η λειτουργία της λέξης ως συμβόλου, όταν ανόητα πληγή η τόσο δηλούσα και τόσα σύρουσα πίσω της "ιστορική" της εικόνα!.."(σελ,135). Συνεπώς είναι αναγκαία η διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού της αρχαίας, της καθαρεύουσας, της δημοτικής αν θέλουμε να έχουμε παιδεία.
Να επισημάνουμε ότι εδώ αλλάζει το ύφος του Ρένου σε σχέση με τον Α2. Την μικρή κοφτή φράση, που αντιγράφει επιτυχώς τον προφορικό λόγο αντικαθιστά η μακρά, περίτεχνη φράση που απαιτεί την αυξημένη προσήλωση του αναγνώστη.

Η "Κριτική του Μεταπολέμου" περιλαμβάνει την τεκμηριωμένη κριτική σε ορισμένα έργα του Η.Βενέζη και του Γ.Θεοτοκά. Είναι σαν διακηρύσσει παραμερίστε για να περάσει η γενιά μου, η γενιά του μεταπολέμου, αυτή που σμιλεύθηκε στο καμίνι της κατοχής και του εμφύλιου πολέμου. Τα άξια έργα όμως της γενιάς του ' 30 (αναμετρά πολλά στο δοκίμιο "Ανεβάστε την ποιότητα" σελ. 27,28) μας καλεί να τα διαβάσουμε. Όπως γράφει "τη Ζωή εν τάφω και το Βασίλη Αρβανίτη του Μυριβήλη, το Νούμερο και, το πολύ, τέσσερα καλά διηγήματα του Βενέζη, τον Πέντρο Κάζα του Κόντογλου, τον Λιάπκιν του Καραγάτση, την Ιζαμπώ του Τερζάκη, την Eroica και το διήγημα Κορομηλιά του Κοσμά Πολίτη, τον Αφέντη της Βαθέρνας του Σφακιανάκη. Κρατήστε ακόμη τους ποιητές Ρίτσο, Σεφέρη, Βρεττάκο, Ελύτη και κλείστε τις αποσκευές σας, μ' όλο κι όλο το άξιο απ' το '"30"(σελ.28).

Ρόδης Ρούφος: Χρονικό μιας σταυροφορίας, μυθιστόρημα, επίμετρο Ν.Ε.Καραπιδάκης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2015, σελ.778.




Ο Ρόδης Ρούφος έγραψε ένα πολιτικό μυθιστόρημα που έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού ακολουθεί την δική του πορεία ως φοιτητής στην διάρκεια της κατοχής και στην συνέχεια ως αντάρτης του ΕΔΕΣ. Είναι αφιερωμένο σε μια χαρισματική φυσιογνωμία του φοιτητικού κινήματος κατά την διάρκεια της κατοχής, τον Κίτσο Μαλτέζο Μακρυγιάννη (απόγονο του στρατηγού Μακρυγιάννη) που δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ. Γι' αυτόν έγραψε ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος την "Τειχομαχία" (αδελφικός φίλος του Ρόδη Ρούφου που ακολούθησαν πανομοιότυπη πορεία από την Νομική και τις φοιτητικές οργανώσεις, στον ΕΔΕΣ, στρατευμένοι κατόπιν κατά της απριλιανής δικτατορίας προσέγγισαν από αυτό τον δρόμο την αριστερή διανόηση) ενώ σχετικά πρόσφατα ο Πέτρος Μακρής Στάικος προσπάθησε να φωτίσει τις συνθήκες και τους αυτουργούς της δολοφονίας του. Το πρώτο μέρος του έργου εκδόθηκε το 1954, λίγα χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου και ήταν εύλογο να προκαλέσει την οργή της αριστεράς. Διότι αφενός ήταν στρατευμένο πολιτικά αφετέρου περιέγραφε δίχως περιστροφές τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν στον χώρο του κέντρου και της δεξιάς ακριβώς μετά την λήξη του εμφυλίου. Οι θερμοκρασίες είναι πιο υψηλές, τα συναισθήματα πιο έντονα από αυτά που ζουν οι ήρωες της φοιτητικής συντροφιάς που περιγράφει ο Γ.Θεοτοκάς στην μεσοπολεμική "Αργώ".Ο Ρ.Ρούφος ανήκε σε αντιστασιακές φοιτητικές οργανώσεις των πανεπιστημιακών σχολών ,που συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Σάκης Πεπονής και ο Β.Φίλιας. Οι αψιμαχίες μεταξύ των διαφόρων οργανώσεων εξελίχθηκαν σε ένοπλα επεισόδια που λίγο απείχαν από τον εμφύλιο πόλεμο, κάτω από την μύτη των κατοχικών δυνάμεων που επωφελούνταν από την κατάσταση αυτή. Είναι θαύμα που διασώθηκαν προσωπικότητες της τότε αριστεράς ,που διακρίθηκαν αργότερα, όπως για παράδειγμα ο Ιάνης Ξενάκης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Κ.Αξελός, ο Κ.Καστοριάδης,ο Μ.Χατζηδάκης,ο Μ.Θεοδωράκης. Ο Ν.Καραπιδάκης θεωρεί ως σημαντικότερο πλεονέκτημα του έργου πως αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία για την ιστορία της κατοχής, την αντίσταση της αστικής τάξης ώστε "να καταλάβουμε την ποικιλία των συμπεριφορών που αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο" (σελ.774).
Θεωρώ ως αρετή του έργου την περιγραφική δύναμη που διαθέτει. Μας δίνει την εικόνα μιας νεολαίας -όχι αστικής με την ακριβή της σημασία- αλλά ευκατάστατης που μπορεί να επικοινωνεί σε αρκετό βαθμό με την ευρωπαϊκή κουλτούρα, κάνει πάρτυ, πηγαίνει εκδρομές, ακούει κυρίως κλασσική μουσική, θέλει να ζήσει μια κανονική ειρηνική ζωή αλλά την παρασύρουν γεγονότα που είναι δυνατότερα από αυτή. Οι συμπεριφορές όχι αρκετές συνηθισμένες σε μια εποχή που η φτώχεια είναι ο κανόνας προκάλεσαν την οργή της αριστερής κριτικής (Δ.Ραυτόπουλος, Κ.Πορφύρης) που του επιτέθηκε από την "Αυγή" και την "Επιθεώρηση Τέχνης". Βεβαίως η εισαγωγή στην χώρα, κυρίως μετά την δεκαετία του' 70, των χαρακτηριστικών της καταναλωτικής κοινωνίας (το αυτοκίνητο γενικεύεται, οι νεανικές συντροφιές , τα πάρτυ είναι ο κανόνας, η εισβολή της μαζικής κουλτούρας πιο έντονη) προκάλεσε σταδιακά την γενίκευση συμπεριφορών που στο παρελθόν περιορίζονταν στα πιο ευκατάστατα στρώματα. Οι νέοι που μας περιγράφει ο Ρ.Ρούφος έχουν κάποια από την οπτική που μετέδωσαν κυρίως τα κείμενα του Τσάτσου και του Π.Κανελλόπουλου, ενώ οι αναφορές σε ένας αριστερής απόχρωσης πλατωνισμό θυμίζει τον Κ.Δεσποτόπουλο. Όμως απουσιάζει ο προβληματισμός της γενιάς του '30, η εμμονή στο δημοτικό τραγούδι ή στο ρεμπέτικο. Το τελευταίο θα το ανακαλύψει προς το τέλος του αντάρτικου , λίγο μετά την απελευθέρωση, όπου μια αντρική αποκλειστικά παρέα θα εκτονωθεί χορεύοντας ζειμπέκικο. Η γενιά αυτή τελικά μοιάζει περισσότερο εκστασιασμένη από τις διάφορες εκδοχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου Μακρυγιάννη ,που εγκατέλειψε την αριστερή ιδεολογία προς περισσότερο προσωπικές αναζητήσεις, προκάλεσε την πρόωρη ωρίμανσή της.
Εντυπωσιακή είναι η καταγραφή πολλών γεγονότων της εποχής όπως την δολοφονία από τους Γερμανούς των περισσότερων μελών της κεντρώας ΠΕΑΝ μετά την ανατίναξη της δοσιλογικής ΕΣΠΟ. Επίσης περιγράφει την οικογένεια Παπαγεωργίου που είχε μετατρέψει το σπίτι της στο Παγκράτι σε στρατώνα , αναλωνόταν σε συγκρούσεις με το ΕΑΜ της περιοχής μέχρι την πλήρη εξόντωσή της από αυτό.
Ο Ρούφος ούτε εξιδανικεύει , ούτε δαιμονοποιεί, θύτες και θύματα εναλλάσσουν τους ρόλους. Όπως θρηνεί τον φίλο του Μαλτέζο έτσι περιγράφει το τραγικό γεγονός όπου τα Τάγματα Ασφαλείας σκότωσαν πραγματικά στο ξύλο ένα Αρμένη κομμουνιστή από το Δρουγούτι που δεν μαρτυρούσε τους συντρόφους του. Αλλά και ένα συμφοιτητή κομμουνιστή που λεγόταν Γιαννόπουλος πλησιάζεται με αισθήματα φιλίας και τον κλαίει με πόνο όταν πεθαίνει κατά τον εμφύλιο. Η συμμετοχή στο αντάρτικο ήταν μια εμπειρία εξαιρετικά επώδυνη για τον συγγραφέα αλλά και αποκαλυπτική της αγροτικής Ελλάδας. Όμως αποδεικνύεται ότι η γενιά αυτή , ένθεν και ένθεν σμιλεύθηκε μέσα στο καμίνι του πολέμου, δεν ήταν η διανόηση του γραφείου, κράτησε την πένα και το όπλο,έγραψε με τις τραυματικές εμπειρίες της, με το αίμα της.
Ο Μιχαήλ ,δηλαδή ο Κίτσος Μαλτέζος Μακρυγιάννης, λέει σε ένα σημείο : " να σώσουμε το όνειρο.." είπε εκείνο το βράδυ ο Μιχαήλ. Και τ' όνειρο ήταν όλη η ομορφιά του κόσμου, του κόσμου που έφευγε, και κάθε καινούργιου. Ήταν ό,τι καλύτερο έμενε, ό,τι άφθαρτο από χιλιάδες χρόνια πίστη και φως κι έρωτα και αγωνία(σελ.131).
Ο Ρόδης Ρούφος τελικά προσπαθεί να απωθήσει τον εφιάλτη που έζησε η γενιά του, το φοβερό εμφύλιο,προσπαθεί να δείξει τι έχασαν και τι οφείλουν να κερδίσουν στα ειρηνικά χρόνια που θα ακολουθήσουν, καθώς γράφει: " τούτο το φως είναι δικό μας, κι ο ουρανός, κι η θάλασσα, και τα όμορφα κορμιά, κι είν' όλα μέσα στο πένθιμο εμβατήριο. Εκεί στα τελευταία πρόθυρα, ο ανώνυμος Αρμένης κομμουνιστής γίνεται αδερφός μας όσο κι ο Μιχαήλ. Κάθε θάνατος είναι μια διπλή εγκατάλειψη..."Κύριε", σκέφτηκε ο Δίων με μισόκλειστα μάτια , "δώσε μου να μην ξεχάσω ποτέ αυτά τα δύο πράγματα :το φτωχόν Αρμένη που πέθανε βουβός για την πίστη του, και τούτη τη γυναίκα που σήμερα ξεπέρασε για χάρη μου το σώμα της και με βοήθησε να ξεπεράσω το δικό μου και να φτάσουμε μαζί, για λίγο, στη δική σου όχθη"(σελ.347,348).

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Κώστας Γεωργουσόπουλος: Ο ακροβολιστής Το περίπλοκο υφάδι, ο λαβύρινθος γνώσεων, εκρήξεων και προκλήσεων της άκρως ερεθιστικής (προκλητικά και αναρχικά) γραφής του Ρένου Αποστολίδη



πηγή:http://www.tanea.gr/print/2018/08/11/lifearts/o-akrovolistis/


Το κείμενο που ακολουθεί είχε σχεδιαστεί να συμμετάσχει στον «έρανον» κειμένων που τώρα φιλοξενούνται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στον Ρένο Αποστολίδη, παραγγελία των φίλων γιων του Στάντη και Ηρκου. Δεν έφτασε εγκαίρως λόγω δυσεπίλυτων εμποδίων προσωπικών. Πάντως το κείμενο αυτό είναι κυρίως προσωπικό και όχι αξιολογικό. Αλλοι σημαντικοί γνώστες του έργου στο αφιέρωμα τοποθετούν τον ξεχωριστό αυτόν λογοτέχνη, μαχητή και άνθρωπο στη θέση που του πρέπει στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.
Εγώ γνώρισα το έργο του Ρένου έφηβος στην επαρχία όπου μεγάλωσα γιατί ο πατέρας μου, φιλόλογος, γυμνασιάρχης το 1952, στην Καλαμπάκα, ήταν συνδρομητής πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (της «Νέας Εστίας» από το 1927!), ανάμεσα στα οποία και τα «Νέα Ελληνικά» (πρώτη περίοδο) του Ρένου Αποστολίδη. Εκεί νεαρός τότε έφηβος, «φανατικός για γράμματα», πρωτοήρθα σε επαφή με κείμενα του Νίκου Φωκά, της Μιμίκας Κρανάκη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Μιχάλη Κατσαρού, της Λύντιας Στεφάνου, του Αιμ. Χουρμούζιου, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και κυρίως την άκρως ερεθιστική (προκλητικά και αναρχικά) γραφή του Ρένου Αποστολίδη. Ομολογώ πως στο άκρως επιθετικό εκείνο περιοδικό με οδήγησε η παρουσία της Μιμίκας Κρανάκη που είχε γεννηθεί στη Λαμία, την πατρίδα μου, και ήταν ιδιαίτερη μαθήτρια του πατέρα μου πριν φύγει το 1944 με το γνωστό γαλλικό πλοίο με τόσους άλλους κυνηγημένους (ανάμεσά τους ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Ξενάκης) στο Παρίσι.
Εχοντας ως εφαλτήριο τη «Νέα Εστία» από το πρώτο τεύχος της είχα έρθει σε επικοινωνία και συχνά σε ταύτιση με κείμενα των συγγραφέων του "30. Ηταν λοιπόν για μένα (και για μερικούς συμμαθητές μου με το ίδιο χούι) ένα ηχηρό χαστούκι το μένος του Ρένου για τη γενιά του "30. Βλέπαμε βέβαια πως υπήρχε μια τιμιότητα σ" αυτή του την πολεμική. Τιμούσε και το τάλαντο και το συγγραφικό ήθος των συγγραφέων εκείνης της γενιάς. Την ενημέρωσή τους στα ευρωπαϊκά πρότυπα, στη σύγχρονη γραφή που άφηνε πίσω της την παρεξηγημένη στον τόπο μας ηθογραφία. Ο Ρένος όμως δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη δημόσια εικόνα των συγγραφέων της γενιάς του "30, τις δημόσιες θέσεις τους, τις κριτικές τους προτιμήσεις που προωθούσαν επαναλαμβανόμενα μοντέλα γραφής και θεματογραφίας με τα σπουδαία, χωρίς αμφιβολία, έργα τους.
Εφηβος ήμουν και όπως κάθε έφηβος ήμουν επαναστατημένος και σχεδόν παρίας πολιτικά (ο πατέρας μου ήταν εξόριστος για τη συμμετοχή του στην Αντίσταση στον Εμφύλιο). Ηταν λοιπόν αναμενόμενο να προσχωρήσω, τουλάχιστον συναισθηματικά, στην αιχμηρή επιθετικότητα, συχνά την υψηλού ύφους λιβελογραφία, του Ρένου. Και δεν ήταν μόνο η θεματική των κειμένων του. Ηταν και το ύφος και το ήθος της γραφής. Αν υπάρχει κάποιο ανάλογο προηγούμενο στη νεοελληνική λογοτεχνία ήταν το ύφος, το αναρχικό και προκλητικά πολύπλοκο, του Γιάννη Σκαρίμπα, ενός συγγραφέα που ο Ρένος εκτιμούσε, αλληλογραφούσε και προέβαλλε στα περιοδικά του, όταν ο Κ. Θ. Δημαράς αποσιωπούσε τελείως την «Ιστορία της Λογοτεχνίας» του!
Νομίζω πως ο Ρένος εκτιμούσε στον Σκαρίμπα ό,τι χαρακτήριζε και τη δική του στάση στην αγορά των ιδεών εκείνες τις δύσκολες εποχές και για τις ιδέες, και για τα ήθη, και για την αισθητική. Μια κάθετη και απόλυτη άρνηση να αποδεχτούν τη νόρμα, τα στερεότυπα, την επίσημη επιδοκιμαζόμενη και βραβευόμενη ιδεολογία, άκρως μεγαλοαστική.
Οταν διάβασα την «Πυραμίδα 67» και το αριστούργημά του στην ποίηση, τον «Λοχία της Αλλαγής», μπόρεσα να συλλάβω το στημόνι των λογοτεχνών του που υποχρέωνε τον Ρένο υφαντουργό να δημιουργεί υφάδι περίπλοκο, συχνά κρυπτικό, επιτατικά λεπτολόγο, έναν λαβύρινθο γνώσεων, εκρήξεων, προκλήσεων, τρυφερών επικλήσεων και βάναυσων προπηλακισμών. Και αυτός και ο Σκαρίμπας, όπως παλιότερα ο κριτικός Αποστολάκης, όπως ο συγγενής του Παπαλεξάνδρου, ήταν μονήρεις αναρχικοί ταμπουρωμένοι πίσω από μια πρόχειρα υψωμένη από πέτρες κρυψώνα και λιθοβολούσαν για την τιμή των όπλων και την τιμή των ιδεών τους. Ο Ρένος είχε μια ιδιαίτερη εκτίμηση για τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, τον ποιητή τού «Αρνούμαι» που έφυγε μονήρης και σχεδόν ημίτρελος από τον κόσμο ζώντας σαν τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη, αλλά κυρίως σαν τον Ηράκλειτο, τον φιλόσοφο που στοίχειωσε το έργο του Ρένου Αποστολίδη, τον μονήρη Εφέσιο που ζούσε στην ερημιά και όταν αρρώστησε κατέβηκε στην πόλη, αλείφτηκε με κοπριές και τον έφαγαν στην ακτή τα κοπρόσκυλα.
Το πάθος του για τον Ηράκλειτο τον καθοδήγησε, ακολουθώντας σαφώς και τις ιδέες του πατέρα του Ηρακλή (!) που τόλμησε και καθιέρωσε μια λογική εκλεκτικισμού στην ποιητική Ανθολογία. Διότι ως γνωστόν ο χρόνος και οι άνθρωποι διέσωσαν έως εμάς αποσπάσματα υψηλής πυκνότητας από το «Περί φύσεως» έργο του. Ετσι και οι Αποστολίδηδες ανθολογούν εκτός από ακέραια έξοχα για την κρίση τους ποιήματα, αποσπάσματα από άλλα ποιήματα, όσα έχουν πυκνή διατύπωση, καίρια φόρμα, ακαριαία ευθυβολία και «ηρακλείτειο» βάθος!
Η «Πυραμίδα 67» είναι χωρίς καμιά αμφιβολία ένα κείμενο – συνείδηση μιας ορισμένης ιστορικής (μόνο;) στιγμής. Πρέπει να ανατρέξει κανείς στον Θουκυδίδη (για την ψυχολογία της παθολογίας του πολέμου), στον Τολστόι, στον Ουγκώ και στον Χέμινγουεϊ για βρει ανάλογα.
Τουλάχιστον για τη γενιά μου το βιβλίο του Ρένου υπήρξε τροχιοδρομικό.
Η υπόλοιπη σπουδαία λογοτεχνική του προσφορά είναι μια τελείως ξεχωριστή και πρωτότυπη σελίδα στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία. Θα τολμήσω να πω πως ο «Γρασσαδόρος» και «Τα χειρόγραφα του Max Tod» ανήκουν σε μια λογοτεχνική σχολή που δειλά ξεφύτρωσε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Ρένος στα Βαλκάνια πάντως πρώτος συνέλαβε τη Μεταφυσική της Μηχανής, πολλά χρόνια πριν καν γίνει τρομακτική απειλή και μελλοντική μας θητεία.
Κανένας άλλος, απ" όσο μπορώ να ελέγξω, ξένος συγγραφέας κατόρθωσε να ποιήσει ύφος γραφής ακολουθώντας τους λαβυρινθώδεις δρόμους των καλωδιώσεων ενός εργοστασίου από πηνίο σε πηνίο και από μετασχηματιστή σε μετασχηματιστή. Διαβάζοντας τα έργα του αυτής της περιόδου έχεις την εντύπωση πως ο αφηγητής ανοίγει κουτιά με άπειρες ασφάλειες και ακολουθώντας την πορεία των καλωδίων διεισδύει σ" έναν λαβύρινθο, υλιστικό, ψυχολογικό, ηθικό και συχνά αισθητικό. Συχνά αυτή η διαδρομή φτάνει σε γκρεμούς, στο χάος ή απογειώνεται σε τοπία μεταφυσικού τρόμου ή άτεγκτης νομοτέλειας, όπου παράδεισος, κόλαση αλλά και καθαρτήριο έχουν συγχωνευτεί.
Οταν ο Ρένος είχε μια τηλεοπτική εκπομπή σ" ένα σχεδόν περιθωριακό κανάλι και καλούσε ως συνομιλητές ανθρώπους που δεν συμφωνούσε υποχρεωτικά μαζί τους, είχα τη χαρά να προσκληθώ. Η αιτία της πρόσκλησης ήταν αναπάντεχη. Εχοντας επιλέξει ως λογοτεχνικό μου ψευδώνυμο στη διάρκεια της δικτατορίας το καβαφικό Μύρης, ο Ρένος με προσκάλεσε να μιλήσουμε για το ποίημα του Καβάφη, με έβαλε να το διαβάσω ολόκληρο και προχώρησε σχεδόν σε μια ψυχαναλυτική ανάλυση της επιλογής του εκ μέρους μου.
Ηταν τότε που με τα άξια παιδιά του ετοίμαζαν τα Απαντα του Καβάφη με τις έξοχες, συχνά επαναστατικές προσεγγίσεις και σχολιασμούς του μεγάλου ποιητή.
Μόνο έτσι θα αντιληφθεί κανείς πως ο Ρένος και τα παιδιά του, δεινοί μελετητές οι ίδιοι, ανακάλυψαν για το ελληνικό κοινό την «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» του μεγάλου όντως ιστορικού Ντρόιζεν. Δεν γνωρίζω (και δεν μ" ενδιαφέρει άλλωστε) να ξέρω αν η Ιστορία του Αλεξάνδρου και των επιγόνων του ώθησε τον Ρένο να φτάσει στον Καβάφη ή ο Καβάφης και το έργο του τον οδήγησε να ερευνήσει μέσω του γερμανού ιστορικού το ιστορικό υπόβαθρο των έργων του γέροντα της Αλεξάνδρειας.
ΥΓ: Ο Ρένος στα 1965, επικεφαλής 3.000 νέων, εισέβαλε στη Βουλή, δικάστηκε και φυλακίστηκε. Να υποθέσω πως αν ζούσε τώρα θα είχε την τύχη των μελών του Ρουβίκωνα που εισέβαλαν στη Βουλή, συνελήφθησαν και με διαταγή του Προέδρου επέστρεψαν συνοδεία αστυνομικών στη Βουλή;

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Παναγιώτης Κονδύλης,Για την "κοινωνική οντολογία", Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων-Τομέας Φιλοσοφίας, Επιστημονική ημερίδα 5.11.1999,εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,2001.





Όταν θες να τιμήσεις έναν στοχαστή με παγκόσμια αναγνώριση σίγουρα δεν εξαντλείσαι σε επικρίσεις στο έργο του. Προσπαθείς να το δεις όσο το δυνατόν αρτιότερα και δεν περιορίζεσαι σε κάποιες μόνο πλευρές του. Εδώ έχουμε όμως αυτή την παγκόσμια πρωτοτυπία να διοργανώνεται μια επιστημονική ημερίδα στην οποία συμμετέχουν μόνο όσοι έχουν αρνητική αξιολόγηση ή τέλος πάντων πολλές αντιρρήσεις για το έργο του Π.Κονδύλη. Σε όλους αυτούς βέβαια δεν θα μπορούσε να απαντήσει ο ίδιος αφού είχε πρόσφατα πεθάνει.Πως εξηγούνται όλα αυτά; Κατ' αρχήν ο Π.Νούτσος είχε μια φιλική σχέση με τον Π.Κονδύλη και είχε συνεργαστεί μαζί του στις εκδόσεις "Γνώση". Ο Σ.Βιρβιδάκης το έφερε βαρέως διότι στον διάλογο με τον Κονδύλη στο περιοδικό "Λεβιάθαν" ο τελευταίος τον είχε αποστομώσει. Η Β.Τσινόρεμα όπως και ο Γ.Φαράκλας υπήρξαν φίλοι και μαθητές του Κ.Ψυχοπαίδη ο οποίος βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον στοχασμό του Κονδύλη. Φυσικά δεν ήταν αξιολογικά ουδέτεροι αλλά στρατευμένοι στον τότε Συνασπισμό και νυν Σύριζα και ποτέ δεν αποδέχθηκαν την εξέλιξη της σκέψης του η οποία αμφισβητούσε τα θέσφατα και την "πολιτική ορθότητα" της εξημερωμένης όπως ονόμαζε αριστεράς. Το χειρότερο γι αυτούς ήταν ο Π.Κονδύλης έχαιρε της βαθιάς εκτίμησης ομοϊδεατών τους όπως ο Φ.Ηλιού , ενώ ένα πολύ σημαντικό μέρος του έργου , με κορυφαία περίπτωση την "Θεωρία του Πολέμου" , εκδόθηκαν από έναν εκδοτικό οίκο σχεδόν κομματικό , το "Θεμέλιο" των Μαλικιώση και Μ.Δεσποτίδη. Το πρόβλημα τους ήταν αν θα κυριαρχούσε ο εθνομηδενισμός, όπως και τελικά επικράτησε στο χώρο της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς, ή ο δημοκρατικός πατριωτισμός του Π.Κονδύλη. Το πιο επιθετικό δοκίμιο και συγχρόνως πιο άδικο είναι αυτό της Β.Τσινόρεμα. Ρομαντικό μοντερνιστή τον ονομάζει τον Π.Κονδύλη αν και στην πραγματικότητα ήθελε να τον ονομάσει αντιδραστικό μοντερνιστή, δηλαδή περίπου φασίστας αφού θεωρεί ότι είναι "κληρονόμος, επιλεκτικός μιας γερμανικής αντιφιλελεύθερης παράδοσης με ρίζες τον ρομαντισμό"(σελ.61). Βεβαίως τέτοιου είδους πορίσματα είναι αστειότητες που δεν θεμελιώνονται πουθενά ούτε στο έργο ούτε στην πορεία του Κονδύλη (παραθεωρεί την σχέση Κονδύλη-Σμίτ, ενώ δεν λαμβάνουν υπόψην τους ότι ο τελευταίος επέκρινε τον πολιτικό ρομαντισμό, επίσης παρακάμπτουν την καντιανής προέλευσης διάκριση σε γεγονότα και αξίες όπως και της βεμπεριανής προέλευσης απαίτηση για αξιολογική ουδετερότητα).. Όμως λέγονται εκ του ασφαλούς διότι στην συγκεκριμένη ημερίδα δεν υπήρχε ένας από τους πολλούς που θα μπορούσε να της απαντήσει. Φυσικά όλα αυτά απευθύνονταν αποκλειστικά στην ελληνική ακαδημαϊκή ζωή και δεν είχαν κανενός άλλους είδους αναγνώριση. Ο Π.Κονδύλης, δίχως κομματικές πλάτες όπως συνήθως συμβαίνει στην ελληνική πραγματικότητα, αναγνωρίστηκε από την γερμανική και διεθνή κοινότητα ως ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Γι αυτό ούτε οι συκοφαντίες , ούτε η αποσιώπηση του είχαν καμία απήχηση.