Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Δημοσθένης "οι δημοκρατίες χρειάζονται σαλαμινομάχους"

 


Ο Κ.Τσάτσος μετάφρασε και σχολίασε συνολικά επτά λόγους του Δημοσθένη: τρεις Ολυνθιακούς, τρεις Φιλιππικούς και τον Λόγο περί των εν χερρονήσω. Σκοπός δεν ήταν να μας κάνει μόνο κοινωνούς του άφθαστου ρητορικού ύφους των αλλά και να μας δώσει μια ευκρινή εικόνα της αρχαίας κοινωνίας, ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας και πως κατέληξε στην εμφύλια σύγκρουση που θα οδηγούσε τελικά στην νίκη των Μακεδόνων έναντι των υπολοίπων Ελλήνων. Η νίκη αυτή που επιτεύχθηκε με το ξίφος τελικώς θα ενώσει τον ελληνισμό ώστε με επιτυχία να εξορμήσει στην ανατολή και να κατανικήσει το βασίλειο των Περσών που τόσα δεινά είχε προκαλέσει το προηγούμενο διάστημα.

Βεβαίως πρώτιστο χρέος είναι να αποκατασταθεί η αξία της ρητορικής καθώς «αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821, τότε που φούντωσε ο λογιωτατισμός και ως σήμερα, αγνοώντας το πραγματικό ρητορικό ύφος, πολύ συχνά ξεπέσαμε στον κούφιο ρητορισμό, στους φουσκωμένους από ηχηρές λέξεις, στομφώδεις τρόπους και περιττά στολίδια λόγους, σε σημείο που δικαίως οι μορφωμένοι νεώτεροι Έλληνες να ταυτίζουν την έννοια του ρητορικού ύφους με την κενολογία. Θα ήθελα ακριβώς στα μάτια των νεώτερων αυτών Ελλήνων να αποκαταστήσω το ρητορικό λόγο και να τον διαστείλω από αυτό που γύρω τους θεωρείται ακόμη  από τους πολλούς ρητορική, αντιπαραθέτοντας τα αυστηρά και απέριττα κείμενα του Δημοσθένη στα γύρω τους αλαλάζοντα κύμβαλα»[1]. Ένας άλλος περισσότερο σημαντικός στόχος είναι πως «ο κάθε στοχαστικός αναγνώστης, καθώς θα τις αναγνωρίζει σε τούτο το βιβλίο. Θα διδαχθεί αρκετά για τις σύγχρονες δημοκρατίες του Δυτικού Κόσμου, και θα βρίσκει, ελπίζω, εφόδια για να χαράζει, με περισσότερη ασφάλεια, την πορεία του, στο ημίφωτο μέσα των αδιαμόρφωτων και αλληλοσυγκρουόμεων θεωριών που τώρα τις κλυδωνίζουν»[2]. Οι συγκρούσεις και οι συμμαχίες που σημειώνονται ανάμεσα στις  ελληνικές  πόλεις-κράτη είναι μια μικρογραφία των συγκρούσεων και των συμμαχιών που σημειώνονται στην διεθνή κοινωνία.

Ο Κ.Τσάτσος περιγράφει την κατάσταση στην Αθήνα μετά την ήττα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οπότε κινδύνευσαν να πάθουν ότι έκαναν αυτοί στην Μήλο, αφού οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι πρότειναν την καταστροφή της πόλης και την εξόντωση των κατοίκων. Οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν μεγαλοψυχία και δεν συμφώνησαν με την πρόταση αυτή.Όμως αυτό το οποίο δεν κατάφεραν, οι Αθηναίοι, να αποτρέψουν ήταν η κατάργηση της δημοκρατίας και η επιβολή του ολιγαρχικού πολιτεύματος. Η ολιγαρχική κυβέρνηση των τριάκοντα τυράννων  δεν κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία παραπάνω από δέκα μήνες. Αιτία ήταν η υπερβολική και αδικαιολόγητη σκληρότητα που επέδειξαν: «στην αρχή θανάτωναν τους δημοκρατικούς που στάθηκαν αδιάλλακτοι, βίαιοι και κακοί πολίτες υπό το δημοκρατικό καθεστώς⸱ ύστερα άρχισαν να θανατώνουν και τους δημοκρατικούς που είχαν πολιτευθεί με μετριοπάθεια και τιμιότητα⸱ και στο τέλος κατάντησαν να θανατώνουν και ολιγαρχικούς, μόνο και μόνο για να ιδιοποιηθούν την περιουσία τους και ανάμεσα σε αυτούς το σοβαρώτερο από τους ολιγαρχικούς,  τον ισχυρότερο συνεξουσιαστή τους, τον Θηραμένη. Η πολιτεία τους γίνονταν κάθε μέρα και περισσότερο αιμοβόρα και ληστρική. Όσο αυξάνανε οι βιαιοπραγίες τους, τόσο χρειαζότανε και περισσότερη υλική δύναμη για να στηριχθούν. Γι’ αυτό άλλωστε λίγο μετά την επικράτησή τους, όταν εξόντωσαν και τον Θηραμένη, αναγκάστηκαν να ζητήσουν πρόσθετη δυναμική ενίσχυση από τη Σπάρτη. Κατ’ αίτηση των εγκαταστάθηκε σπαρτιάτική φρουρά από 700 άνδρες  υπό τον Καλλίβιο στην Ακρόπολη»[3]. Πολύ εύκολα η κατάσταση αυτή θα ανατραπεί από τον Θρασύμαχο και εβδομήντα παλληκάρια. Το νέο δημοκρατικό καθεστώς θα αποδειχθεί εξαιρετικά σταθερό γιατί επέδειξε σύνεση, μετριοπάθεια, επιείκεια, αληθινή βούληση να επουλωθούν οι πληγές των πολέμων, ιδιαίτερα όσα άνοιξε η σύντομη δράση τω τριάκοντα τυράννων και βαθμιαία οδηγήθηκαν «στην προαγωγή της οικονομίας και των εξωτερικών της σχέσεων»[4]. Χάρις του δημοκρατικούς ηγέτες Θρασύμαχο και Κόνωνα οι Αθηναίοι κατάφεραν να υψώσουν  και πάλι τα Μακρά Τείχη δέκα χρόνια μετά την καταστροφή τους, ώστε καμία νίκη ούτε καμία ήττα είναι μόνιμη.

Αντίθετα η Σπάρτη, επέδειξε αδεξιότητα στη εξωτερική  της πολιτική. Τρία ήταν τα λάθη της για τον Κ.Τσάτσο: πρώτα κακομεταχείριστηκε τους συμμάχους της, δεύτερο ανέχτηκε τις τυραννικές διακυβερνήσεις στις  νικημένες πόλεις, τρίτο διέρρηξε την φιλοπερσική πολιτική που την είχε βοηθήσει σημαντικά. Παρόλα αυτά «τα πάθη μεταξύ των πόλεων ήταν τόσο μεγάλα, ώστε να μην διστάζουν οι διαμαχόμενοι να προσφεύγουν στο Μέγα Βασιλέα. Οι συνεννοήσεις  με τους Πέρσες δεν ενοχλούσαν πια ούτε την αρετή των Σπαρτιατών, ούτε την υπερηφάνεια των Αθηναίων, και ας γίνονταν εις βάρος Ελλήνων, με εκείνον που και αργότερα στο καιρό του Ισοκράτους και του Φιλίππου, εθεωρείτο ο μόνιμος μέγας εχθρός του ελληνικού έθνους. Πρέπει αυτή την έλλειψη πολιτικής ευαισθησίας να μην τη  λησμονήσουμε, όταν αργότερα θα δούμε με τι ευκολία άρχισαν να προσφεύγουν οι διάφορες ελληνικές πόλεις στο Φίλιππο, για να επιτύχουν τη βοήθεια του στους μεταξύ των αγώνες. Αυτή η ευκολία να προσκαλείται η επέμβαση των ξένων  για να επιτευχθούν ενδοελληνικές νίκες, οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ελληνικές πόλεις είχαν γεμίσει ανθρώπους αγορασμένους παλαιότερα από τους Πέρσες και αργότερα από τον Φίλιππο. Σε όλες τις πόλεις, είτε πολλοί είτε λίγοι, ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την επέμβαση των Περσών και δεν ήταν λίγοι που δέχονταν εις αντάλλαγμα μερικών δαρεικών  να γίνουν και πράκτορές των ακόμα, όπως για τον ίδιο λόγο γίνηκαν αργότερα πράκτορες του Φιλίππου»[5].

Δώδεκα χρόνια μετά την ήττα της, «αι Αθήναι»  αναγεννήθηκαν «και αν και δεν έφθασαν την παληά τους δύναμη, έφθασαν να είναι μια κυρίαρχη πόλη για όλη την Ελλάδα, τη νησιώτικη προ παντός»[6].

Ο Κ.Τσάτσος επισημαίνει ότι οι Μακεδόνες «είναι ένα φύλο ελληνικό, όπως ελληνικά είναι τα φύλα, που στην αρχή της δεύτερης χιλιετηρίδας εγκατασταθήκανε μονίμως στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Καθαρά φαίνεται η υπαγωγή των Μακεδόνων στην οικογένεια των ελληνικών φύλων, όταν συγκρίνομε από τη μια μεριά τους Μακεδόνες των πρώτων ιστορικών χρόνων με τους υπόλοιπους Έλληνες και από την άλλη τους Μακεδόνες με τους Ιλλυριούς   και τους Παίονες, με λαούς πραγματικά διάφορους και από τους Μακεδόνες και από τους άλλους Έλληνες…Οι Μακεδόνες είχαν δείξει μόνιμα και επί ένα αιώνα πριν από το Φίλιππο τη θέληση τους να είναι Έλληνες και να θεραπεύουν τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Και αυτό θεωρώ ως το κυριώτερο γνώρισμα της ελληνικότητάς των. Χωρίς άλλωστε αυτή την καθολική και μόνιμη βούληση των κατακτητών Μακεδόνων δεν θα εξελληνιζόνταν η Ανατολή. Θα έπαιρνε άλλη μορφή»[7].

Ποια ήταν η  αιτία της παρακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας και κοινωνίας; Οι ορθές πολιτείες απαρτίζονται από άτομα που έχουν την δική τους οντότητα αλλά που, «παρ’ όλη αυτή την αυτονομία τους, είναι περισσότερο κύτταρα της συλλογικής ενότητας της πολιτείας, παρά μονάδες αυτοτελείς ή και κύτταρα άλλων συλλογικών ενοτήτων, διαφόρων από την πολιτεία, στην οποία βασικώς ανήκουν»[8]. Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι στην αρχαιότητα «η συμμετοχή των Ελλήνων και των Ρωμαίων στη ζωή της πολιτείας των ήταν πιο κοντά στην πλήρη απορρόφηση του πολίτου από την πόλιν»[9]. Ο συνδυασμός πολίτη – πόλης ήταν «η βάση της δύναμης και της ευφορίας των αρχαίων πόλεων κατά τον πέμπτον αιώνα»[10].

Η ανάδυση και η κυριαρχία του νοσηρού ατομικισμού υπήρξε η αιτία της παρακμής του αρχαίου κόσμου, ειδικότερα της  αθηναϊκής δημοκρατίας : «η πτώση  των πόλεων άρχισε γύρω στα 450 με την έξαρση του ατόμου. Τότε κυριολεκτικά ανακαλύφθηκε, υπό την καθοδήγηση των σοφιστών, το άτομο σε όλη του την έκταση, ως το διαλεκτικά «έτερον» κάθε συλλογικής οντότητας και κάθε άλλης υπόστασης. Το άτομο με τα τεράστια πια επιτεύγματα, στη φιλοσοφία, την επιστήμη και την τέχνη, υψώνεται αδέσμευτο απέναντι θεών και συνανθρώπων. Ελεύθερο από κάθε δόγμα κρίνει, ελεύθερο από κάθε χρέος πράττει. Δεν υπάρχει μέθη δυνατώτερη από τη μέθη αυτής της άνομης ελευθερίας. Κάθε άνθρωπος που εμβάθυνε, καλλιεργώντας τον, τον  εαυτόν του, είναι κατά κάποιο τρόπο και ένας μικρός εωσφόρος. Στις ψυχές που έτσι πορεύθηκαν αλλάζει η όψη των παληών οριζόντων. Τα χρέη φαίνονται προβλήματα, αν όχι δεσμά. Οι πολιτείες θεωρούνται οργανισμοί στην υπηρεσία του ατόμου. Οι θεοί από αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που ήταν σχεδόν για όλους, αρχίζουν να απομακρύνονται από την ατομική ζωή του καθενός και επιζούν μέσα στους παραδοσιακούς θεσμούς σαν κάτι αβέβαιο και μακρινό»[11].  

Το ίδιο το άτομο ακολουθεί μια πορεία καθοδική: «στην ψυχή των κοινών ανθρώπων, όταν καταρρεύσουν τα δόγματα και οι φραγμοί, δεν ξεπροβάλλει συνήθως η καθαρή ελευθερία, η ελευθερία από τα πάθη και τα συμφέροντα. Τούτο είναι η εξαίρεση. Ο κανόνας είναι η αλλαγή από τη δουλεία στα δόγματα, τις προλήψεις και τους άλλους φραγμούς, στη δουλεία στα λογής πάθη και συμφέροντα, που συνδέονται με την υλική πλευρά του ανθρώπου. Έτσι οι Αθηναίοι πολίτες περιπίπτανε, μέσα σε αυτά τα εκατό χρόνια, όλο και περισσότερο από την πρώτη δουλεία στη δεύτερη. Ιδιαίτερο μάλιστα χαρακτηριστικό ήταν η ευκολία τους να αδικούν, είτε υιοθετώντας τη συκοφαντία  εναντίον άλλων πολιτών, όταν μάλιστα είχαν λόγους να τους φθονούν, είτε παραστρατώντας από την κολακεία του πρώτου λογοκόπου, από όπου και αν αυτός προέρχονταν»[12].

Η άμεση δημοκρατία όχι μόνο δεν μπορούσε να συγκρατήσει το ξεχείλωμα του χαρακτήρα του Αθηναίου πολίτη, αλλά το επιδείνωνε: «όταν όμως το πολίτευμα έχει τη μορφή της άμεσης δημοκρατίας, όλα αυτά τα ελαττώματα, που συνοδεύουν την κακή ελευθερία, συντελούνται πιο ανεμπόδιστα και με ταχύτερο ρυθμό, σε τρόπο ώστε να επέρχονται  αλλεπάλληλα τα δεινά εις βάρος του συνόλου. Πάντα τα άτομα, χειραφετημένα από ό,τι τα έδενε με το σύνολο, ρυθμίζουν μέσα στο σύνολο τη ζωή τους κατά τις ιδιοτροπίες τους. Όταν όμως ρυθμίζουν τα ίδια και κάθε βήμα της πορείας του συνόλου, τότε πάνε και την πορεία του συνόλου να τη ρυθμίσουν ως τις λεπτομέρειες κατά τα ατομικά τους συμφέροντα της στιγμής και τις ιδιοτροπίες τους. Επειδή δε, κατά κανόνα, είναι όλοι ενταγμένοι μέσα σε ομάδες συμφερόντων και παθών, σε κόμματα και παρατάξεις, σύρεται η πολιτεία από τα επικρατούντα συμφέροντα των ισχυρότερων ατόμων ή των ισχυρότερων ομάδων, που σπάνια συμπίπτουν με το συμφέρον του συνόλου»[13].  

Στόχος του Δημοσθένη ήταν να αλλάξει την  νοοτροπία ιδιοτέλειας και νοσηρού ατομικισμού που υπήρξαν η πηγή της κακοδαιμονίας  και να ανασύρει στην επιφάνεια τις αρετές που κραταίωσαν την Αθήνα. Το οξύμωρο είναι πως «ένας λαός, φυσικά ευφυής, στην ώρα του ξεπεσμού, σιγά-σιγά αρχίζει να διαπράττει λάθη, που ίσως ένας λαός κατώτερος δεν  θα είχε διαπράξει. Η γρήγορη αντίληψη κατάντησε τότε επιπολαιότητα, η ζωηρότητα των αισθημάτων κατάντησε πάθος, η λεπτή σκέψη και η ακριβής κρίση κατάντησε σοφιστική ⸱ πήρε το δρόμο της άγονης κριτικής, της άρνησης των παραδοσιακών αξιών, χωρίς να αντικατασταθούν με κάποιο καινούργιο έρεισμα»[14].

Ο Κ.Τσάτσος διευκρινίζει ότι «η πόλις λογικά ταυτίζονταν με την πολιτεία, με το κράτος⸱ συναισθηματικά ταυτίζονταν με ό,τι θεωρούμε πατρίδα. Σήμερα με την πατρίδα ταυτίζεται ο εθνικός χώρος. Τότε το έθνος εξέφραζε κάποιαν ευρύτερη ενότητα, φυλετική, πολιτιστική, θρησκευτική και κατά σκιώδη τρόπον ιστορική. Αλλά δεν είχε το βάρος της πόλεως⸱ Η πολιτική συνείδηση του Έλληνος δεν προσδιωρίζονταν, κατά πρώτο λόγο, από αυτή την ευρύτερη ενότητα, αλλά από την πολιτική ενότητα της πόλεως»[15]. Βεβαίως πεποίθηση των πόλεων ήταν πως  σε ώρα ανάγκης οι επιμέρους πόλεις-κράτη μπορούσαν να συνασπισθούν  για να αντιμετωπίσουν για παράδειγμα την εισβολή των Μήδων. Σημαντικό είναι πως «για τους Αθηναίους ειδικώτερα δεν χωρίζονταν από τον αξιώτερο τρόπο ζωής η μορφή της άμεσης δημοκρατίας, η άμεση συμμετοχή  του κάθε πολίτη στα κοινά, στην άσκηση όλων των εξουσιών. Αλλά και κάτι παραπάνω⸱ η υποχρεωτική συμμετοχή στην άσκησή τους».[16]  Δίχως το περιορισμένο αριθμητικό μέγεθος της πόλεως δεν θα ήταν εφικτό να λειτουργήσει η άμεση δημοκρατία.  Η πολιτική και πνευματική ελευθερία είναι η αιτία όλων των επιτευγμάτων του πολιτισμού, αλλά «όπου δεν υπάρχει πολιτική ελευθερία, συμβαίνει με να υπάρχει κάποτε ένα είδος πνευματικής ελευθερίας, αλλά μένει τότε και αυτή κλειστή μέσα σε όρια, μέσα σε ένα σιδερένιο κλοιό. Και αυτός ο κλοιός, αργά ή γρήγορα, είτε τη μειώνει είτε τη μολύνει»[17].

Ο κ.Τσάτσος περιγράφει αδρά την συγκρότηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως μας την παρέδωσε κυρίως ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία». Γράφει: «η απόσταση που χωρίζει το Κράτος από τον πολίτη στις σύγχρονες δημοκρατίες, ήταν στην αρχαία πόλη περιορισμένη. Λίγο ή πολύ τον κρατικό οργανισμό τον αποτελούσαν οι ίδιοι οι πολίτες, είτε όλοι ταυτόχρονα, είτε με την σειρά τους όλοι, σε μεγάλες ομάδες. Τα δημόσια λειτουργήματα νομοθετικά, διοικητικά, δικαστικά τα ασκούσαν οι ίδιοι οι πολίτες, συγκροτημένοι συνήθως σε πολυάριθμα σώματα και εναλλασσόμενοι σε πυκνά χρονικά διαστήματα. Για κάθε λειτούργημα οι πολίτες κατά κανόνα, κληρώνονταν, δεν εκλέγονταν. Η κλήρωση έχει ως θεωρητική προϋπόθεση το ισότιμο και ισάξιο του κάθε πολίτη, γι’ αυτό και θεωρούντανε ως ο καθ΄ αυτό δημοκρατικός τρόπος επιλογής και όχι η εκλογή. Μόνο για ορισμένα λειτουργήματα, κρίσιμα για  τη ζωή της πολιτείας, και που απαιτούσαν ιδιαίτερη πείρα και ειδικές γνώσεις, όπως η στρατηγία και η οικονομική διαχείριση, γίνονταν εκλογή και όχι κλήρωση. Μερικοί κατ΄ επάγγελμα δημόσιοι υπάλληλοι υπήρχαν επίσης, γραφείς, υπογραμματείς, πάντως απλοί εκτελεστές εντολών»[18].

  Με αναλυτικό τρόπο, ο Κ.Τσάτσος, που δίνει τον τρόπο λειτουργίας του δήμου, πως ασκούσε τις εξουσίες συνερχόμενος σε εκκλησία τουλάχιστον τέσσερις φορές τον χρόνο. Η Βουλή, που τον καιρό του Δημοσθένη αποτελούνταν από 500 μέλη είναι ένα άλλο όργανο της αθηναϊκής δημοκρατίας που «αποτελούσε όργανο ανάσχεσης στη φυσική ροπή των λαϊκών συνελεύσεων να παίρνουν βιαστικές αποφάσεις»[19].

 Ο Δημσθένης πίστευε στην ενότητα ατόμου και κοινότητας, ενώ ο λόγος του Θουκυδίδη, ειδικά οι δημηγορίες, στάθηκαν το μεγάλο του πρότυπο. Στον Α’ Ολυνθιακό συμβουλεύει τους Αθηναίους: «αυτό που φρονώ είναι ότι πρέπει να φτιάξωμε στρατό και να υπάρξουν πόροι για τη συντήρησή του και κατά μιαν τάξη ενιαία να εισφέρωνται και να δαπανώνται όσα  χρειάζονται. Εσείς πάλι προτιμάτε να εισπράττετε χρήματα για γιορτές, χωρίς κανένα από μέρους σας αντάλλαγμα. Λοιπόν όλοι πρέπει να εισφέρουν⸱ πολλά, αν πολλά  χρειάζονται, και λίγα, αν χρειάζονται  λίγα. Πάντως χρήματα χρειάζονται και χωρίς  αυτά τίποτα από όσα πρέπει δεν μπορεί να γίνει»[20]. Στον Β’ Ολυνθιακό τονίζει : «Θαρρώ πως όπως στα σπίτια και στα πλοία και στα παρόμοια πρέπει να είναι γερά τα βάθρα, έτσι πρέπει η αλήθεια και το δίκαιο να αποτελούν τις αρχές και τα θεμέλια των πράξεων»[21]. Για να ζήσει η Αθήνα χρειάζονταν μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς: «δεν σας πρότεινα ποτέ να διανείμετε σε αυτούς που δεν εργάζονται τα χρήματα που ανήκουν σε αυτούς που εργάζονται. Δεν σας πρότεινα ποτέ να μένετε αδρανείς και άνεργοι, και διστακτικοί και να κοιτάζετε να πληροφορηθείτε, αν οι μισθοφόροι του δείνα στρατηγού νικήσανε. Διότι τώρα αυτά συμβαίνουν. Δεν μέμφομαι βέβαια όποιον κάνει για σας κάτι από όσα πρέπει να γίνουν, αλλά έχω την αξίωση και εσείς να κάνετε για τον εαυτό σας, αυτά για τα οποία τιμάτε τους άλλους⸱ και να μην τους παραχωρείτε την τιμητική θέση που δίνει η αρετή και σας την κληροδότησαν οι πρόγονοι σας, αφού την αποκτήσανε με πολλούς και ωραίους αγώνες»[22]. Η Αθήνα την εποχή αυτή διαθέτει τον ισχυρότερο στόλο περίπου 300 τριήρεις, ενώ ο Φίλιππος μόλις τότε άρχισε να κατασκευάζει τις πρώτες. Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι «δεν υπερτιμούσε ο Δημοσθένης τα πραγματικά υλικά δεδομένα των Αθηνών. Τη δύναμη της ψυχής της υπερτιμούσε ή ακριβέστερα υποτιμούσε την ψυχικήν ασθένεια της»[23]. Ο Δημοσθένη πίστευε στην ελευθερία και στην άμεση δημοκρατία και «ήξερε πως τελικά οι Αθηναίοι βρίσκονταν μπρος σε ένα αμείλικτο δίλημμα ή να πολεμήσουν το Φίλιππο για να σώσουν την ελευθερία τους ή να παραδεχθούν πως έσβησαν ως πολιτική οντότης, να γίνουν υπήκοοί του, και μαζί με αυτούς να σβήσει  και η δημοκρατία»[24]. Προβάλλει την άμυνα της πόλης, όταν απειλείτε ως πρωταρχικό  της καθήκον. Στο Γ’ Φιλιππικό «αν λοιπόν, για να αρχίσω από αυτό, μπορεί η πόλις να έχει ειρήνη, και τούτο εξαρτάται από αυτήν, τότε υποστηρίζω πως πρέπει να θέλωμε ειρήνη⸱ και όποιος τα λέει αυτά, αξιώ να τα υποστηρίξει και με προτάσεις και με πράξεις και να μην κοροϊδεύει. Αν όμως ο άλλος, με τα όπλα στα χέρια και με γύρω του δύναμη πολλή, σας προβάλλει μεν το όνομα της ειρήνης, αλλά ο ίδιος επιδίδεται σε πολεμικές επιχειρήσεις, τι άλλο μας μένει παρά να αμυνθούμε; Αν πάλι θέλετε να λέτε απλώς ότι έχετε ειρήνη, όπως εκείνος, δεν έχω αντίρρηση»[25].

Το πολιτικό ιδανικό του Δημοσθένη υπήρξε η ελεύθερη, δημοκρατική πόλη. Η σκέψη του μπορεί να αρθεί μέχρι έναν συνασπισμό των πόλεων αυτών αλλά ποτέ σε μια ενιαία κρατική δομή. Επισημαίνει, ο Κ.Τσάτσος, ότι «η πόλις στην καθαρώτατη έκφρασή της είχε ως ιδανικό την πολιτική αρετή, όχι την πολιτική δύναμη. Δύναμη ήθελε τόση όση της χρειάζονταν για το ζην. Από εκεί και πέρα σκοποί της ήταν το ευ ζην κάθε πολίτη, που είχε ως πρώτη προϋπόθεση τη δικαιοσύνη, αλλά και τη θεραπεία ενός πνευματικού στοιχείου, τη θρησκεία και τις πνευματικές εκδηλώσεις μέσα στις οποίες τότε η θρησκεία εκφράζονταν, τις εορτές, το θέατρο, τους αγώνες. Μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής αρετής άνθιζαν αφ’ εαυτών οι ευγενέστερες αυτές επιδιώξεις του αρχαίου πολιτισμού»[26].

Η κυριαρχία των δημαγωγών στην Αθήνα απέτρεψε την συγκρότηση μιας πολιτικής που θα πειθαρχεί σε μακροπρόθεσμους στόχους, διαμορφώνοντας συγχρόνως τις  αναγκαίες συμμαχίες. Στην Σπάρτη υπάρχουν εξισορροπητικοί θεσμοί αλλά μέχρι το τέλος ο ορίζοντας της περιορίζεται στην πόλη. Στην Ρώμη, η σύγκλητος ήταν το αριστοκρατικό στοιχείο του πολιτεύματος που της εξασφάλισε στοχοθεσία μακράς πνοής. Ο Δημοσθένης έτσι «συνεθλίβη από αυτές τις ανώτατες αντινομίες του πρακτικού λόγου, τις αντινομίες της ηθικής και της πολιτικής⸱ της ηθικής πράξης που πολιτιστικά βλάπτει και της πολιτικής πράξης που αποδίδει πολιτιστικά με ανήθικα μέσα⸱ της αρετής που είναι πολιτιστικά άγονη και της βίας που είναι γόνιμη πολιτιστικά, αν και καταπατεί τον ηθικό νόμο  της πολιτικής που αποβλέπει σε αγαθούς σκοπούς, αλλά αδιαφορεί για τα μέσα, της ηθικής που προκειμένου να μεταχειρισθεί ανήθικα μέσα εγκαταλείπει και τους αγαθούς σκοπούς⸱ της ηθικής τέλος που ξεκινά από το άτομο και καταλήγει στο άτομο και της πολιτικής που ξεκινά από την ολότητα και καταλήγει στην ολότητα»[27].

Βέβαια δίχως υψηλό ήθος δεν μπορεί να υπάρξει υψηλός λόγος. Τελικά ο Δημοσθένης «πιστεύοντας στο μεγαλείο της πατρίδας του και του ελεύθερου πολιτεύματος της, αγωνίσθηκε να διεγείρει ένα ράθυμο και αδιάφορο λαό και να τον φέρει στο δρόμο του χρέους…Οι δημοκρατίες χρειάζονται σαλαμινομάχους. Τέτοιους ήθελε να ξανακάνει ο Δημοσθένης τους συμπολίτες του. Αλλοιώς κάποιος Φίλιππος πάντως θα παρουσιάζονταν για να τους υποτάξει στη θέλησή του»[28].

 

 



[1] Κ. Τσάτσου, Δημοσθένης- οι τρεις Ολυνθιακοί, τρεις Φιλιππικοί και ο λόγος περί των εν χερρονήσω, μετάφραση, εισαγωγικά, σημειώματα Κ.Τσάτσος, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000, σελ.7.

[2] Ό. π. σελ. 10.

[3] Ό. π. σελ.19.

[4] Ό. π. σελ. 21.

[5] Ό. π. σελ. 28.

[6] Ό. π.  σελ.36.

[7] Ό. π. σελ.41,42.

[8] Ό. π. σελ. 63.

[9] Ό. π. σελ. 63.

[10] Ό. π.  σελ. 64.

[11] Ό. π. σελ. 64.

[12] Ό. π. σελ. 65.

[13] Ό. π. σελ.65,66.

[14] Ό. π. σελ. 67.

[15] Ό. π. σελ. 69.

[16] Ό. π. σελ.72.

[17] Ό. π. σελ.73.

[18] Ό. π. σελ. 74.

[19] Ό. π. σελ.79.

[20] Ό. π. σελ.139.

[21] Ό. π. σελ.148.

[22] Ό. π. σελ. 177.

[23] Ό. π. σελ. 186.

[24] Ό. π. σελ.188.

[25] Ό. π. σελ.249.

[26] Ό. π. σελ.325.

[27] Ό. π. σελ. 339.

[28] Ό. π.. σελ.349.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Κωνσταντίνου Τσάτσου: Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων-Μεταφράσεις, εκδόσεις των Φίλων

 

 


Το βιβλίο του Κ.Τσάτσου «Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων-Μεταφράσεις» κυκλοφόρησαν το 1980 και αποτελείται από την μετάφραση ποιημάτων από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα γερμανικά και τα γαλλικά. Όπως γράφει στην εισαγωγή «διαβάζοντας έτσι, όποτε τύχαινε, που και που, μου ερχότανε η σκέψη, πως άραγε θα λεγότανε αυτός ο ποιητικός λόγος σήμερα ελληνικά⸱ και σχεδόν αυτόματα –σπάνια βέβαια- ξεπετιότανε από μέσα μου το ίδιο ποιητικό νόημα μεταπλασμένο σε ελληνικό λόγο, άλλοτε πολύ πιστό στην έκφραση του πρωτότυπου, άλλοτε λιγώτερο πιστό στην έκφραση, αλλά πάντα πιστό στη βαθύτερη ουσία του»[1]. Περιλαμβάνει ποιήματα του Ευριπίδη, του Κάτουλλου, του Οράτιου, του Τίβουλου, του Γκαίτε, του Χαίλντερλιν, του Κήτς, του Λεοπάρντι, του Χάινε, του Ουγκώ, , της Ε.Μπάρρετ,  του Ρ.Μπράουνγκ, του Α.Μυσέ, του Μπωντλέρ, του Γκεόργκε, του Βανγκ Βαι. Το πνεύμα και το ενδιαφέρον είναι γνωρίσει το πνεύμα σε όλες τις πτυχές του, στην οικουμενική του διάσταση μα και να ανοίξει «ένα παραθυράκι θαμπό που επιτρέπει να διαισθανθείς, σχετικά πάντα, την ουσία και το κάλλος του πρωτότυπου…Ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Βάρναλης, ο Καζαντζάκης, που σ’ αυτόν τον τομέα επιτελέσανε θαυμάσιο έργο, ας μου επιτρέψουν να βαδίσω, δειλά και ταπεινά, πίσω από τους μεγάλους των ίσκιους»[2].

Από τα αποσπάσματα του Ευριπίδη: «Ποιος ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος-κι αν κάτω εκεί το θάνατο-δεν τον λογιάζουν για ζωή»[3] «Τρείς είναι οι αρετές που χρέος σου- να τις ασκής, παιδί μου:-τους θεούς τίμα, τους γονιούς που σε γεννήσανε- και τους κοινούς τους νόμους της Ελλάδα.- Κι’ αν έτσι πράττεις-το πιο όμορφο της δόξας το στεφάνι-για πάντα θα σου ανήκη»[4] «Όλος ο αέρας δρόμος είναι του αετού- και του γενναίου αντρός είναι όλη η γη πατρίδα»[5] Το ποίημα του Τ.Κήτς «Ωδή για μιαν ελληνική υδρία» τελειώνει «Όταν ο χρόνος τη γενηά μας θα σκορπίση,-εσύ θα μείνης, μέσα σε πόνους άλλους από τους δικούς μας,-φίλος στον άνθρωπο-κι ολοένα θα του λες:-Η ομορφιά είναι αλήθεια κι’ η αλήθεια  είναι-ομορφιά-Αυτό είναι ό,τι ξέρομε εδώ κάτω, Αυτό χρειάζεται να ξέρομε»[6].



[1] Κ. Τσάτσου, Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων-μεταφράσεις, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1980, σελ.7.

[2] Ό. π. σελ.9.

[3] Ό. π. σελ. 13.

[4] Ό. π. σελ.18.

[5] Ό. π. σελ.19.

[6] Ό. π. σελ.62

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Δοκίμια Αισθητικής και Παιδείας, εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1961

 



Στη β΄ φωτογραφία ο Κωνσταντίνος Τσάτσος με τον Γιώργο Κατσίμπαλη


Το 1961 κυκλοφόρησαν, από τις εκδόσεις Δίφρος, τα «Δοκίμια Αισθητικής και Παιδείας» του Κ.Τσάτσου με την επιμέλεια του Δημήτρη Νιάνια. Περιέχουν τα δοκίμια που έγραψε στον διάλογο για την ποίηση με τον Γιώργο Σεφέρη και άλλα με συγγενές περιεχόμενο όπως για την αισθητική παιδεία του ελληνικού λαού, για το νόημα και αλληλουχία στη νέα ποίηση καθώς και για την καλλιτεχνική δημιουργία και την ελευθερία της τέχνης.

Ο τόμος κλείνει με το δοκίμιο για την ρητορική τέχνη. Στο τελευταίο υπάρχει έντονο το πολεμικό στοιχείο προς την καθαρεύουσα και ότι προηγήθηκε αυτής Όπως γράφει «δεν είναι η καθαρεύουσα αυτή καθ’ αυτή που αντιστρατευόμαστε, κατά πρώτο λόγο, αλλά ο λογιωτατισμός. Και για μας δεν είναι η επέμβαση στη διάπλαση της γλώσσας το βαρύτερο αμάρτημα του λογιωτατισμού, όσο και αν προς αυτό έστρεψαν την προσοχή τους κατά προτίμηση οι δημοτικιστές μας. Το βαρύτερο αμάρτημα σχετίζεται με το πνευματικό περιεχόμενο. Ο λογιωτατισμός διδάσκοντας τον Έλληνα τη λεξιλατρεία, τον απομάκρυνε από την ουσία, όπως στις κακές φάσεις του Βυζαντίου, όπου η δημιουργική άπνοια και η στοχαστική κενότητα συνδυάσθηκαν με αποκρυσταλλωμένα, φανταχτερά σχήματα λόγου…Έχει όμως βέβαια ένα μεγάλο, ας το πούμε μειονέκτημα η καθαρεύουσα, που κάθε μέρα επαληθεύεται: ότι συγκαλύπτει την κενότητα. Πλουτισμένη δια μέσου των αιώνων με άπειρα αποκρυσταλλωμένα φραστικά καλούπια φροντίζει να σκέπτεται εκεί που η σκέψη του ομιλητή αδρανεί»[1].

Ο Κ.Τσάτσος περιγράφει την ζοφερή πραγματικότητα του λογιωτατισμού και της καθαρεύουσας που έχουν ως πρόγονο τις κακές πλευρές του Βυζαντίου: «αυτή είναι ίσως η κυριώτερη αιτία για την οποία η λεκτική και συντακτική εκζήτηση, η πλατυρρημοσύνη και ο βυζαντινός εκκλησιαστικός στόμφος, όλες οι αμαρτίες του Βυζαντίου  και της εκκλησιαστικής μας φιλολογίας, χωρίς τις υπέροχες αρετές τους, χάρις στο λογιωτατικό σνομπισμό, άρεσαν όλο σχεδόν το 19ο αιώνα στο ελληνικό κοινό και που γι’ αυτό τέτοια έσπευδαν να μάθουν και να προσφέρουν οι ρήτορες της εποχής. Μέσα από  πέλαγος στομφώδους κενολογίας ξεχωρίζεις ελάχιστα δείγματα γνήσιας πνευματικότητας. Χωρίς την επίδραση του λογιωτατισμού δεν ξέρω τι περισσότερο θα είχε δημιουργηθεί στο νεοελληνικό λόγο⸱ θα ήταν όμως απαλλαγμένα όσα δημιουργήθηκαν από πολλά στίγματα. Στο ρητορικό κυρίως λόγο τα στίγματα αυτά είναι εμφανέστερα»[2].

 



[1] Κ.Τσάτσου, Δοκίμια Αισθητικής και Παιδείας, εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1961, σελ.227.

[2] Ό. π. σελ.228.

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Αισθητικά Δοκίμια , εκδόσεις Δίφρος

 



Το 1961 ο Κ.Τσάτσος κυκλοφόρησε τα «Αισθητικά Δοκίμια» (εκδόσεις Δίφρος) που περιλαμβάνουν δοκίμια για τον Ανδρέα Κάλβο, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Στρατή Μυριβήλη, τον Ιωάννη Συκουτρή, τον Δημήτρη Καπετανάκη, τον Δημήτρη Αντωνίου, τον Αιμίλιο .Χουρμούζιο, τον Κωστή Παλαμά, τον Βίκτωρα .Ουγκώ και την Μαρία Βοναπάρτη. 

Για τον Κάλβο σημειώνει πως ο κόσμος του είναι από εικόνες, «όχι από εσωτερικές συγκρούσεις και από ασίγαστες  αγωνίες, γιατί όλα τα ξεδιαλύνει η ιδέα  και όλα στο τέλος τα υπερνικά»[1]. Επιγραμματικά «ο Κάλβος υμνεί την ιδέα, ο Σολωμός την αποκαλύπτει, ο Παλαμάς μάχεται μαζί της»[2].  Θεωρεί τον Κάλβο τον κλασσικότερο ποιητή που έχουμε στην Ελλάδα που το έργο του διακρίνεται από «διαύγεια, καθαρότητα, αρχιτεκτονική ακρίβεια και ισορροπία»[3]. Τα φανερώματα της ιδέας στον Κάλβο είναι «ανδρεία, δικαιοσύνη, ελευθερία»[4]. Πιο συγκεκριμένα «η ηθική ιδέα και, μάλιστα, το κορύφωμά της, η ελευθερία, απαιτούν από την ηθική συνείδηση ένα δυναμικό στοιχείο⸱ την ανδρεία. Τούτο το στοιχείο προ παντός φωτίζοντας ο Κάλβος αναγκαστικά ενσάρκωσε την ηθική του ιδέα σε μιαν ηρωϊκή πράξη, στην Επανάσταση του ’21. Από τις είκοσι ωδές του Κάλβου, οι δεκαεννιά είναι αφιερωμένες στον Εθνικό αγώνα, σε πράξεις ηρωικές που γίνηκαν για να εδραιωθεί η δικαιοσύνη και η ελευθερία μέσα σε ένα χώρο της ιστορικής ζωής, που, ακριβώς, ήταν από αιώνες ο τιμημένος φορέας, ο δουλευτής και ο ενσαρκωτής αυτών των ιδεών»[5]. Άλλο ένα πρόσθετο στοιχείο αξιοσύνης είναι πως «ο ποιητής του ’21 δεν ήταν δυνατόν παρά να χτίσει μέσα του επικά την αισθητική όψη του πολέμου. Αλλού «το πέλαγος τρέμον αστράπτει από σπαθιών ακτίνας». Αλλού, στην ξηρά, «λάμπουν, υψούνται εις τον αέρα αι μύριαι γλώσσαι των ξίφων». Μένει όμως πάντα η μάχη του Κεφαλόβρυσου, η πιο πλατιά ζωγραφισμένη επική του εικόνα. Αν στην ωδή Εις το Σούλι επικρατεί το επικό στοιχείο, στην ωδή Εις τον προδότην επικρατεί το τραγικό στοιχείο⸱ άλλος τρόπος που μπαίνει η πράξη στην ποίηση. Την αφηγηματικότητα την αντικαθιστά ο τραγικός λόγος, η αρά του προδότη»[6]. Αλλά «με την ωδή Εις θάνατον μεταβαίνομε ακόμη πιο καθαρά από την τραγική σκηνή στο τραγικό όραμα»[7]. Ξεχωρίζει τους στίχους; «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος-Ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε-Και με φως και με θάνατον-Ακαταπαύστως»[8]. Σχολιάζοντας την ωδή Εις τον Ιερόν Λόχον («Ας με βρέξει ποτέ- το σύγνεφον, και ο άνεμος-Σκληρός ας μη σκορπίσει-Το χώμα το μακάριον –που σας σκεπάζει…»)  γράφει ότι διακρίνεται από την «λιτή μεγαλοπρέπεια της αρχιτεκτονικής»[9].

Ο Κάλβος όπως κάθε ποιητική προσωπικότητα έφτιαξε την δική του γλώσσα. Το ίδιο που έκαναν ο Παπαδιαμάντης και ο Καβάφης που επίσης χρησιμοποίησαν από κοινού στοιχεία της καθαρεύουσας και της δημοτικής γλώσσας. Πίσω από αυτούς όμως «έχομε το μεσαίωνα, έχομε την κρητική Αναγέννηση, έχομε το Δημοτικό τραγούδι»[10]. Συγκρίνοντας τον Κάλβο με τον Σολωμό επισημαίνει ότι ο πρώτος «είναι ένας μικρότερος κόσμος που ανταποκρίθηκε στα αιτήματά του» ενώ ο δεύτερος «ένας μεγαλύτερος κόσμος  που έγινε θρύψαλα κάτω από το βάρος των αιτημάτων του»[11].

Ως δημοτικιστής ο Τσάτσος προβληματίστηκε για την γλώσσα του Κάλβου αλλά το ίδιο συμβαίνει στο δοκίμιο για τον Α.Παπαδιαμάντη που «γράφει μιαν αφόρητη καθαρεύουσα»[12]. Παρά τις ενστάσεις συμπεραίνει επαινετικά «και όμως σταματούμε εμπρός του. Υπάρχει στο έργο του, μέσα σε πολλά περιττά και νεκρά, αυτό που λέμε αλήθεια και ζωή…Τούτη τη ματιά την έχει ο Παπαδιαμάντης, και πλάθει με αυτή ζωή και αλήθεια. Και κάτι περισσότερο, που είναι και αχώριστο μαζί από αυτά⸱ ατμόσφαιρα. Περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα πεζογράφο, ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί ατμόσφαιρα»[13].  Ακόμη περισσότερο συνδυάζει μυστικοπάθεια και αισθησιακότητα: «σαν πολλούς μυστικοπαθείς, είναι και ο Παπαδιαμάντης αισθησιακός. Γι’ αυτό και αγαπά κάθε πτυχή της αισθητής ζωής, και κάποτε βυθίζεται και χάνεται σ’ αυτήν. Οι ωραίες λεπτομέρειες! Γι’ αυτές πρώτα-πρώτα γράφει άπιστος στους νόμους της μεγάλης τέχνης. Και όμως από τις απιστίες αυτές σχηματίζεται η κλίμακα που οδηγεί ως το κατώφλι των αιωνίων τύπων. Ο αληθινός καλλιτέχνης πρέπει να δουλεύει και τις αδυναμίες του ακόμη, και να ξέρει να στέκει στη θέση για την οποία τον προόρισαν όχι μόνον  οι αρετές, αλλά και τα ελαττώματά του. Γιατί πρώτα απ’ όλα πρέπει να μείνει ολοκληρωμένη και ενιαία προσωπικότητα, εκεί που πρέπει»[14].

Ο Τσάτσος περπατώντας στη Σκιάθο σαν έβλεπε παντού πρόσωπα οικεία από το έργο του Παπαδιαμάντη. Αναφέρεται σε έναν ντόπιο τον Σωτήρη, στον οποίο αναφέρεται και ο Σεφέρης στις «Μέρες» του: «και ο Σωτήρης, -μακαρίτης είναι τώρα, - ο βιολιτζής του χωριού, πούχε αστεφάνωτη τη Γερακώ και κανένας δεν τον ζύγωνε, σαν ένα «παραλειπόμενο» κι αυτός από τη μεγάλη πινακοθήκη των σκιαθίτικων τύπων. Το βράδυ, με το Σεφέρη, τον ποτίζαμε κοκκινέλι και μας διηγιόταν –ας τον άκουαν μερικοί γραμματιζούμενοι να μάθαιναν-πώς, μπρος στο περιβόλι του, προς το Ξάνεμο, καθώς κοιμάται έξω, κάτω από την καρυδιά του, βλέπει στο φεγγάρι να βγαίνουν οι νεράιδες και να στήνουν στα χωράφια χορό. Αυτός καμώνονταν πως δεν τις φοβόταν, γιατί ήταν σαββατογεννημένος και αναποδογεννημένος. Και καθώς τάλεγε φαφούτικα, θαρρούσα πως είχε παρώρας δραπετεύσει από κάποιο άγνωστο χειρόγραφο του Παπαδιαμάντη, και βρυκολάκιαζε μπροστά μας. Και η ατμόσφαιρα ήταν παραμυθένια, μαγική. Ήταν η ατμόσφαιρα του Παπαδιαμάντη, η αλήθεια του, η ζωή του, αν όχι μέσα μας,-γιατί είμασταν αλλιώτικοι άνθρωποι εμείς,- όμως γύρω μας, ζεστή και οικεία, και πολύ-πολύ κοντά μας»[15].

Με το «Τραγούδι της γης» του Μυριβήλη αναδεικνύεται η συσχέτιση ανάμεσα στην ελληνική φύση και το πνεύμα: «το Τραγούδι της Γης είναι ένα τρανό κήρυγμα για την αρχήν αυτή τη γαιολατρική, που  εδώ κι εμείς πεζά και σύντομα προσπαθούμε να φανερώσωμε. Με το τραγούδι της Γης είναι μια ευτυχισμένη τέλεση αυτής λατρείας. Χαράζει ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα πρέπει καιρό πολύ να δουλέψωμε»[16]. Μαζί με το δημοτικό τραγούδι η «φύση η ελληνική μας πάει ακόμη πιο βαθιά μέσα στη συνείδησή μας. Μας ξανοίγει μεταφυσικές, θρησκευτικές, μυθικές πηγές που αναβρύζουν πέρα και πίσω από τα όρια του δημοτικού τραγουδιού, εκεί όπου τα πολυσύνθετα ηθικά και πνευματικά μας προβλήματα θα βρουν τις πρώτες βάσεις κάποιων λύσεων»[17]. Ο Α.Σικελιανός τράβηξε «ίσια κατά την πιο βαθιά πηγή  της ελληνικής φύσης» αλλά «πατώντας περιοχές παρθένες, ανέβηκε εκεί όπου η φύση γίνεται μυστική, σύμβολο θρησκευτικών νοημάτων»[18]. Τελικά «ο Μυριβήλης έρχεται από τη γη την ίδια και, ξέχωρα από κάθε κοσμική σύλληψη, βρίσκει στη γη αύταρκα το σκοπό του. Ο θαυμασμός του για τη γη είναι η θρησκεία του. Θεός του, η φυσική δημιουργικότητα της ύλης»[19]. Είναι αποτέλεσμα κοπιώδους προσπάθειας: «Το Τραγούδι της Γης είναι φανερό πως δουλεύτηκε αμείλικτα, λέξη με λέξη, στίξη με στίξη. Γι’ αυτό, διαβάζοντάς το, αισθάνεσαι το λείο, το καλασκαλισμένο ως την πιο μικρή κώχη υλικό, και, παρ’ όλη τη δροσιά και την ελαφράδα, νοιώθεις πως αγγίζεις κάτι σφιχτοδεμένο, στέρεο και μόνιμο. Το Τραγούδι της Γης είναι έργο ύφους. Δίνω απέραντη σημασία σ’ αυτό το στοιχείο, που θεωρείται πως ανήκει στην εξωτερικότητα του έργου και πως οφείλεται σε μια, θα έλεγα, επαγγελματική μαστοριά του τεχνίτη, μα που για μένα δε χωρίζεται από τη βαθύτατην ουσία της τέχνης. Γιατί το ύφος είναι το νόημα της τέχνης»[20]. Τελικά ο «Μυριβήλης είναι παιδί της φύσης, φύτρα της ελληνικής γης, καθάρια, αμάλαγη. Εχθρεύεται κάθε αλλότριο⸱ και την πιο τρανή σκέψη ακόμη και την πιο σεβάσμιαν ιδέα, όσο δεν είναι ριζωμένη στη γη του. Το πνεύμα του είναι η ύλη. Η φύση είναι ο μοναδικός του πολιτισμός»[21].

Το δοκίμιο «Ο πνευματικός άνθρωπος» είναι η ομιλία του στο φιλολογικό μνημόσυνο του Ι.Συκουτρή. Αναφέρεται πρώτα-πρώτα στην οικειότητα, στην θερμή σχέση που ανέπτυξε με τους φοιτητές του, πως τους έμαθε να στέκονται πάνω στα κείμενα υπομονετικά και πεισματικά. Αλλά κυρίως έδωσε σε αυτά τα κείμενα ζωντάνια. Κλήθηκε να πολεμήσει με «δυο εχθρούς οχυρωμένους μέσα στην ψυχή των παιδιών σε επίκαιρες θέσεις. Είχε να παλέψει πρώτα με την αντιπάθεια που σταλάζει στη νέα ψυχή για τα κλασσικά κείμενα η άπνοη και άζωη, η μονάχα γραμματική και ετυμολογική τους ερμηνεία, που μ’ αυτή συχνά τρέφονται και διαστρέφονται τα παιδιά μας. Ερμηνεία χωρίς αισθητική διείσδυση, χωρίς εσωτερική σύνθεση, χωρίς την ένταξη του κατά μέρος νοήματος στον καθολικό χώρο του πνεύματος. Τέτοια είναι η ερμηνεία που κάποτε προσφέρονταν και που δεν τη δεχόταν ο νέος. Την αισθητική διείσδυση την αντικαθιστούσε συχνά- πυκνά ένας ορυμαγδός από κενούς ρητορισμούς, την εσωτερική σύνθεση τη θρυμμάτιζε η μυωπική κατά παράταξιν ανατομή των λεξιδίων, και την ακτινοβολία του πνεύματος την αντικαθιστούσε η αδυναμία του φιλοσοφικού ετασμού, που από τη λέξη και από το κατά μέρος νόημα αδιάπτωτα έπρεπε να ανεβαίνει ως την αρχή κάθε γνώσης και ως την ουσία»[22]. Ο Συκουτρής πολέμησε κάθε είδος σχολαστικισμού, «δεν ήταν μονάχα ένας ειδικός επιστήμονας. Ήταν και ένας πνευματικός άνθρωπος»[23]. Πολεμήθηκε  όμως ύπουλα. Δυόμιση χρόνια μετά την δημοσίευση του «Συμπόσιου» δια μιας «ανακαλύπτουν οι αργοπορημένοι μάγοι, ότι το πρώτο της αυτό δημοσίευμα κλασσικού κειμένου είχε πρόλογο αθεϊστικό  και διεφθαρμένο. Ότι και ο ίδιος ο Πλάτων δεν έβγαινε άτρωτος από αυτήν την επίθεση, αυτό είναι η αστεία πλευρά του ζητήματος. Η τραγική, είναι η πίκρα που δοκίμασεν ο Συκουτρής, βλέποντας τους κατηγόρους του να παρασύρουν εναντίον του, άλλους από αδυναμία, άλλους από ψυχική κλίση προς το μισονεϊσμό, άλλους από έναν ψευτισμένο και βέβαια ανθελληνικότατο πουριτανισμό, πολλούς σεβαστούς και αξιόλογους, όσο και αν κάπως παλιούς στη διανόηση ανθρώπους. Η τραγική πλευρά είναι το ράισμα που παθαίνει ο πνευματικός άνθρωπος, όταν βλέπει το έργο του να το παρεξηγούν και να το παραμορφώνουν εκείνοι ακριβώς, που είχαν υποχρέωση να το στηρίξουν και να το καμαρώσουν. Βέβαια, δεν μπορούσε να αργήσει η δικαίωση του έργου του Συκουτρή. Αλλά τούτη τη δικαίωση τη σταμάτησε ο αναπόφευκτος, ο μόνος εχθρός που μπόρεσε να καταβάλει το φλογερόν αυτό μαχητή του λόγου και της σκέψης»[24].  

Η «Μυθολογία του Ωραίου» είναι αφιερωμένη σε ένα σπουδαίο στοχαστή, πρόωρα χαμένο τον Δημήτρη Καπετανάκη. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό της γενιάς του ’30  «Τα Νέα Γράμματα»(Μάρτιος 1937, σελ.238-245) και αποτελεί την κριτική αποτίμηση του δοκιμίου του Καπετανάκη που δημοσιεύθηκε στο «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών»  το οποίο έβγαζαν οι Τσαμαδός, Κανελλόπουλος, Τσάτσος.

Αλλά πριν αναφερθούμε στο δοκίμιο αυτό αξίζει να δούμε ορισμένες σκέψεις, από τον αποχαιρετισμό του Κ.Τσάτσου προς τον αγαπημένο φοιτητή και συνεργάτη του ίδιου και του Π.Κανελλόπουλου, που δημοσιεύθηκαν στην «Νέα Εστία» την 1η Μαρτίου 1946: «δεν είναι ο πρώτος, μα είναι ασφαλώς ο αριστοκρατικότερος, ο λεπτότερος, ο πιο ξεχωριστός και μαζί εκείνος, ίσως ο μόνος, που είχε πια πάρει αρραβώνα του την τύχη για την προκοπή του. Πρόωρα ώριμος και πρόωρα νεκρός,…Ένα υπερευαίσθητος οργανισμός θεληματικά τοποθετημένος έξω από κάθε «πεπατημένη»⸱ ικανός να υλοποιεί και να χρωματίζει τα αόρατα νήματα της ψυχικής ζωής⸱ ιεροφάντης της αποχρώσεως, ζωγράφος των πνευματικότερων διαστολών⸱ μεταφυσικός, θα έλεγα στην ψυχολογία του, όχι στη διανοητική του δόμηση⸱ δέκτης κάθε πλούτου και αναχωνευτής  μέσα στην κριτική του συνείδηση…Χάθηκε ένας «τύπος» ανθρώπινος, γεμάτος πολύτιμην ουσία, ίσως μοναδικός για την Ελλάδα»[25].

Ο Κ.Τσάτσος διαφωνεί με την σκέψη ότι ουσία του ωραίου είναι ο πόνος  καθώς «ουσία του ωραίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ωραίο το ίδιο»[26]. Συνηγορεί όμως στην άποψη του Καπετανάκη ότι «ωραίο είναι το συγκεκριμένο» και ότι «ο αφηρημένος στοχασμός είναι ασυμβίβαστος με την κατηγορία του ωραίου»[27].

Τελειώνοντας γράφει: «όσοι διάβασαν τις τόσες διαφωνίες μου για το δοκίμιο του Καπετανάκη, ίσως φαντασθούν ότι το αποδοκιμάζω και δεν το αγαπώ. Αν δεν το αγαπούσα όμως, δε θα αισθανόμουνα το δικαίωμα να το κρίνω. Το βιβλιαράκι αυτό όχι μόνον το αγαπώ, αλλά και το χαίρομαι και το ευγνωμονώ. Με εξαιρετικές πνευματικές εκλάμψεις, που έχουν βαθιά πηγή μια συνείδηση που φιλοσοφεί, που ζει και τρέμει και λαχταρά, συνεπαρμένη από τον αγνότερο φιλοσοφικόν έρωτα, γραμμένο με φιλοσοφικό πάθος, γεμάτο από αλήθειες –αδιάφορο αν πλάι βρίσκονται και σκέψεις που δεν μας βρίσκουν σύμφωνους –γεμάτο από πνευματικές θέσεις καινούργιες, στέκει σε ένα επιπεδο όπου ελάχιστα δοκίμια αισθητικά στέκονται στον τόπο μας. Γι’ αυτό το συζητώ με τόση θέρμη και παρουσιάζομαι και τόσον απαιτητικός από το φίλο συγγραφέα, που γενναιόδωρα τον προίκισαν οι Πιερίδες»[28].

 

Το δοκίμιο «Ο ποιητής Δ.Ι.Αντωνίου» αναφέρεται στον κοινό τους με τον Σεφέρη ποιητή και καπετάνιο. Ξεκινά με την διαπίστωση ότι «μια πένθιμη ατμόσφαιρα σκεπάζει την ποίηση του Αντωνίου. Εντός της η ζωή σπαραγμένη, κομματιασμένη σαν τον αρχαίον ορφικό θεό. Και η Μούσα σα να στέκεται μπροστά στο θάνατο της ζωής και στη ματαιότητά της που στο θάνατο δουλεύει, και να κλαίει»[29]. Ο πόνος που τον κατέχει δεν είναι αισθητικός αλλά μεταφυσικός. Η τέχνη του καιρού έδωσε «αισθητικό νόημα στο θρυμματισμό, στην έσχατη εξάρθρωση της συνείδησης, της συνείδησης που έχασε παντού την αρετή της μεσότητας και έφθασε στο όριο, όπου η ευαισθησία από την υπερβολική της εκλέπτυνση και την ανάλυση ως τα έσχατα, αρχίζει να βυθίζεται στο μηδέν, και όπου μια καθολική άρνηση πλημμυρίζει με ένα πάντα κινούμενο υγρό στοιχείο  κάθε πτυχή, έτσι που πέρα από την αμφιβολία, το ρώτημα, το άπειρο  και το απειροστό, να μη βρίσκει κανείς τίποτε άλλο, εξόν από τη νοσταλγία για μιαν ανύπαρκτη ακεραιότητα ή και την  ωμή απελπισία»[30].

Σε όλο αυτό το μελαγχολικό σκηνικό «ο Αντωνίου βρίσκει εξαιρετικούς  τόνους σε ακρίβεια και λεπτότητα. Μερικές επαναλήψεις του, τις περιμένουμε και έρχονται στην ώρα που πρέπει  για να μας ανανεώσουν»[31]. Και ακόμη «ο Αντωνίου είναι τίμιος δουλευτής, γι’ αυτό είναι τόσον απλός, τόσον άμεσα προσιτός.  Ούτε υπερηφανεύεται για την ευαισθησία του, ούτε παίζει με αυτήν, κάνοντας ταχυδακτυλουργίες ευαισθησίας, όπως οι παλαιότεροι έκανα ταχυδακτυλουργίες με τις χτυπητές λέξεις. Δεν θρυμματίζει την έκφραση του περισσότερο από ό,τι είναι η συνείδησή του»[32]. Πρόκειται για ένα ποιητικό λόγο που έχει συνείδηση του μέτρου, του ορίου, της ισορροπίας,  αλλά και λιτό όσο και αισθητικά βαθύτερο.. Η θάλασσα και η γυναίκα είναι τα δυο στοιχεία που τον εμπνέουν κυριαρχικά.  Ο Κ.Τσάτσος τελειώνει το δοκίμιο του αναδύοντας ορισμένα ακόμη σημαντικά χαρακτηριστικό της γραφής του Αντωνίου «η ηδονή που δίνει η μουσικότητα του στίχου του, τα χρώματα των εικόνων του», «η εσωτερική αρχιτεκτονική, η ψυχική τάξη, οι μετρημένες αναβάσεις και επιστροφές, η σκληρότητα της νοητής μορφής που κρύβεται κάτω από τη ρευστή μουσική, η αισθησιακά υλική επιφάνεια»[33].

Το δοκίμιο για το βιβλίο του Αιμίλιου Χουρμούζιου, συγγραφέα, δοκιμιογράφο και διευθυντή της «Καθημερινής»,  με τον τίτλο «Η δοκιμασία του πνεύματος» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη «Νέα Εστία» τον Απρίλιο του 1950. Ο Κ.Τσάτσος τονίζει ότι μόνο στο κλίμα της δημοκρατίας ανεβαίνει η ποιότητα του ανθρώπου. Η φωνή του Α.Χουρμούζιου προστίθεται στις φωνές άλλων στοχαστών της Ευρώπης που αγωνίστηκαν ενάντια στους ολοκληρωτισμούς , για την δημοκρατία και είναι ένα «δείγμα πνευματικής αλκής και πνευματικής ελευθερίας και δικαιώνει την πίστη εκείνων που κηρύττουν πως η Ελλάδα ανήκει στη Δύση με το πνεύμα τα και με την πολιτική της δραστηριότητα»[34].

Τα δοκίμια για τον  Κωστή Παλαμά  θα πρέπει να διαβαστούν συμπληρωματικά προς την κύρια μελέτη του.  Υπάρχουν αναφορές στην ορμητική κριτική του Γ.Αποστολάκη, χωρίς να κατονομάζεται.  Συνοπτικά κατηγορείται ότι με αφετηρία μια αχώνευτη ιδεαλιστική φιλοσοφία που δεν μπορεί να φθάσει στην αισθητική συγκίνηση «καταλήγει σε μια σύγχυση ηθικής και αισθητικής κρίσης, σύγχυση που προπαντός αντιμάχεται η ιδεαλιστική φιλοσοφία»[35]. Η στάση αυτή εξυπηρετεί «ένα πρωτόγονο πάθος καταστροφής και άρνησης, που είναι δυστυχώς αχώριστο από την ιστορία της ελληνικής ψυχής σε όλα τα πεδία»[36].

Στο Παλαμά αναγνωρίζεται ότι «έδωσε στην κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιαν εξαιρετική ώθηση. Τοποθέτησε και αποκάλυψε όλους σχεδόν τους σημαντικούς εκπροσώπους της»[37]. Διηγείται πως νεαρός επιστήμονας και ποιητής τον γνώρισε στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο  και στο «κελί της οδού Ασκληπιού». Παρουσιάζει κριτικά την μελέτη του Κ.Δημαρά για το έργο του Παλαμά την οποία αποτιμά ιδιαίτερα θετικά. Στο δοκίμιο αυτό θα αναφερθεί ανώνυμα στον κατήγορο του ποιητή «ένα πνεύμα αρνητικό και στείρο, ένας αρρωστημένος άνθρωπος γεμάτος απωθημένα πάθη»[38].

Ο ποιητή συνενώνει όλη την ελληνική ιστορία, όλα τα επεισόδια του ελληνισμού: «τώρα που πέρασαν χρόνια, τώρα καταλαβαίνω πως η γραμμή της Πεντέλης, το ρητό του Σόλωνα, ο λόγος του Μακρυγιάννη, το δημοτικό τραγούδι, η κουβέντα του καπετάνιου που με ταξίδευε στο Αιγαίο, το έργο του στρατιώτη που μάχεται στα βουνά μας, έχει την ίδια απλότητα, την ίδια λιτότητα του Παλαμά, το ακατάλυτο τούτο μέσα στους αιώνες ενιαίο καθολικό γνώρισμα του Έλληνα, το βαθύτερο κέντρο της ομορφιάς του. Από την απλότητα, την λιτότητά του αυτή, όπως την ζούσε κάθε μέρα και όπως ακόμη αληθινώτερα αποτυπώθηκε στο έργο του, είναι επάνω απ΄ όλα Έλληνας ο Παλαμάς. Έλληνας όχι στην επιφάνεια αλλά στο εσώτατο είναι, στην ύπαρξή του»[39].

 

 



[1] Κ.Τσάτσος, Αισθητικά Δοκίμια, εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1961, σελ.14.

[2] Ό. π. σελ.15.

[3] Ό. π. σελ.15.

[4] Ό. π. σελ.17.

[5] Ό. π. σελ. 19.

[6] Ό. π. σελ.26.

[7] Ό. π. σελ.28.

[8] Ό. π. σελ.28.

[9] Ό. π. σελ.35.

[10] Ό. π. σελ.41.

[11] Ό. π. σελ.47.

[12] Ό. π. σελ.51.

[13] Ό. π. σελ.52.

[14] Ό. π. σελ.52.

[15] Ό. π. σελ.53,54.

[16] Ό. π. σελ.61.

[17] Ό. π. σελ. 61.

[18] Ό. π. σελ.62.

[19] Ό. π. σελ.63.

[20] Ό. π. σελ.64.

[21] Ό. π. σελ.68.

[22] Ό. π. σελ.73.

[23] Ό. π. σελ.78.

[24] Ό. π. σελ.80.

[25] Ό.  π. σελ.85,86.

[26] Ό. π. σελ.89.

[27] Ό. π. σελ. 90.

[28] Ό. π. σελ.95.

[29] Ό. π. σελ.99.

[30] Ό. π. σελ.100.

[31] Ό. π. σελ.100.

[32] Ό. π. σελ.101.

[33] Ό. π. σελ.104.

[34] Ό. π. σελ.119.

[35] Ό. π. σελ.126.

[36] Ό. π. σελ.126.

[37] Ό. π. σελ.131.

[38] Ό. π. σελ.141.

[39] Ό. π.σελ.148.