Στις 27 Οκτωβρίου 1941 ο Κ.Τσάτσος, εν μέσω κατοχής, θα μιλήσει στους
φοιτητές για την αντίσταση στην γερμανο-ιταλική εισβολή. Ήδη από το πρωί της 24
Οκτωβρίου τοιχοκόλλησε την ανακοίνωση «την Τρίτην εικοστήν ογδόην Οκτωβρίου
κωλύομαι να διδάξω». Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου προσπάθησε να τον αποτρέψει.
Στις 27 Οκτωβρίου εισέρχεται στο Πανεπιστήμιο: «Φθάνοντας στο Πανεπιστήμιο
ήρθανε προς προϋπάντηση μου ο Δεσποτόπουλος, ο Καστοριάδης και ο Γόντικας, για
να μου πουν ότι η αίθουσα του Κεντρικού Αμφιθεάτρου, όπου θα δίδασκα, ήταν
ασφυκτικά γεμάτη και τα παιδιά με μεγάλες εκδηλώσεις περίμεναν να τους
μιλήσω…Ύστερα μπήκα στην αίθουσα
διδασκαλίας. Απάνω από 500, όρθιοι όλοι, μόλις μπήκα, με χειροκρότησαν
επί πολλά λεπτά της ώρας. Τα χέρια μου τρέμαν. Αμέσως ύστερα ψάλλανε τον Εθνικό
Ύμνο με στεντόρια φωνή, αλλά με συγκίνηση και με τέλεια-έτσι την αισθάνθηκα-
ακρίβεια και μέτρο. Στο τέλος φώναξαν τα παιδιά «Ζήτω η Ελλάς». Και σήκωσα και
εγώ το χέρι μου και φώναξα: « Ζήτω η Ελλάς». Ύστερα έγινε ησυχία. και είπα στα
παιδιά –μέσα σε απόλυτη σιγή- αυτά τα λόγια…» Στον λόγο του ο Κ.Τσάτσος θα
αναφέρει μεταξύ άλλων «τοποθετημένη στο σύνορο του ευρωπαϊκού πολιτισμού η φυλή
μας δέχτηκε τις επιθέσεις συχνά των βαρβάρων που έρχονταν να τον καταλύσουν.
Στην αρχαιότητα, με τους Μηδικούς Πολέμους, δεν έσωσε τον θησαυρό που ονομάζομε
ευρωπαϊκό πολιτισμό; Είναι νοητός ευρωπαϊκός πολιτισμός χωρίς μια ελεύθερη
Αθήνα; Στους μέσους χρόνους, επί χίλια χρόνια έφραζε τις πύλες της νότιας
Ευρώπης και προφύλαγε την αρχαία κληρονομιά ως που να ανδρωθούν άλλοι λαοί και
να την αξιοποιήσουν. Και στους νέους χρόνους ανάλογους αγώνες αγωνίσθηκε η φυλή
μας. Συχνά μέσα στους αγώνες αυτούς η χώρα ολόκληρη κατακτιόνταν και φαινόταν
σα να ήταν να σβήση για πάντα πια το μεγάλο γένος. Και όμως, μέσα από την τέφρα
αναζητούσε πάντα ξανά ο φοίνικας της ψυχής
μας, με τις ίδιες αρετές, τις ίδιες δυνάμεις και τις ίδιες κακίες και άρχιζε
ξανά η εθνική ζωή προς καινούργια πεπρωμένα. Ό,τι τόσες φορές συνέβαινε στους αιώνες,
γιατί ν’ αμφιβάλλομε πως θα συμβεί ξανά και τώρα; Είστε μια ευλογημένη γενεά. Εμάς,
μας μάρανε τα παιδικά χρόνια ο πρώτος πόλεμος. Ζήσαμε
τα νιάτα μας μέσα στις ατασθαλίες και τις αμαρτίες της μεταπολεμικής περιόδου
και τώρα, στα ώριμα χρόνια που θάπρεπε να είμαστε εν πλήρει δράσει, βρισκόμαστε
σκλάβοι, αδύναμοι να δώσωμε ό,τι μας ανήκει να δώσομε. Εσείς, μόλις εγκαταλείψτε
τα φοιτητικά εδώλια θα βρήτε μιαν ελεύθερη χώρα, ένα πιο αναπεπταμένο παρά ποτέ
πεδίο δράσης. Όσα κατακτήσανε αυτοί που κοιμούται στα χιόνια της Αλβανίας, αυτοί
που γυρίζουν χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, και χωρίς μάτια στους δρόμους, εσείς θάχετε
την τιμή και την ευτυχία να τα καρπωθήτε, και να τα αξιοποιήσετε. Γι’ αυτό η θέση
της γενεά σας θα είναι σημαντική Δεν πρέπει να σταθήτε στο επίπεδο των ενθουσιασμών,
πρέπει να ανεβήτε στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης»[1].
Η ομιλία του Κ.Τσάτσου δημιούργησε ενθουσιασμό στο πλήθος των φοιτητών
που την άκουσε ή στην συνέχεια την πληροφορήθηκε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του
διηγήθηκε τα όσα συνέβησαν στην σύζυγό του Ιωάννα και στον Κίτσο Μαλτέζο που
τον επισκέφτηκε. Κατόπιν μετά από παραίνεση ανώνυμου αστυνομικού εγκαταλείπει
το σπίτι του και κρύβεται στο σπίτι του φίλου του νομικού Γ.Λάππα. Ακολούθησαν
διαδηλώσεις συμπαράστασης φοιτητών έξω από το σπίτι του. Αλλά «την επόμενη η
Κυβέρνηση με απέλυσε από καθηγητή με ένα απλό Διάταγμα και με στερούσε από κάθε
συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ήθελε να δείξη ζήλο απέναντι των Αρχών Κατοχής. Δεν
αρκούσε η καταδίωξη και η σύλληψή μου που δεν κατορθώθηκε διότι, όπως ήδη είπα, κρύφτηκα εγκαίρως. Ήταν
οικονομικά ένα γερό χτύπημα. Στερήθηκα το μισθό μου απάνω από δυο χρόνια. Ύστερα,
ο φίλος μου ο Λούβαρις, ο ευγενικός και τραγικός αυτός άνθρωπος, με ξαναδιόρισε
στο τέλος του 1943, αν θυμάμαι καλά»[2].
Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει και αυτή τα γεγονότα: «η αλληλεγγύη μεταξύ
των σκλάβων Ελλήνων πήρε όλη της τη διάσταση στις 28 Οκτώβρη 1941. Οι
Πανεπιστημιακές Αρχές είχαν κηρύξει τη μέρα αυτή της Νίκης καθημερινή. Στις 27,
την παραμονή, ο Τσάτσος μίλησε με συγκίνηση στους φοιτητές και τους είπε: «Αύριο
28 Οκτώβρη δεν θα γίνει μάθημα, είναι αργία. Είναι η εθνική μας γιορτή.» Φίλος μας
ειδοποίησε πως υπάρχει αυστηρή διαταγή στην αστυνομία να τον συλλάβουν. Δεν
γνωρίζαμε αν είναι ελληνική ή ιταλική εντολή. Σκόπιμο ήταν να φύγει από το σπίτι.
Κι έφυγε»[3].
[1] Κ.Τσάτσου, Η λογοδοσία μιας ζωής, τόμος α’, εκδόσεις
των Φίλων, Αθήνα 2001, σελ.288,289,290
[2] Ό. π. σελ.293.
[3] Ιωάννας Τσάτσου, Κυδαθηναίων 9,Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα
1994, σελ. 82.