Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Μιχάλης Πάτσης κριτική παρουσίαση: Σπύρος Κουτρούλης: Ο Γιώργος Σεφέρης & οι παλινωδίες της κριτικής(Άρδην τ.129)

 



του Μιχάλη Πάτση από το Άρδην τ. 129 που κυκλοφορεί

Ο Σπύρος Κουτρούλης, ο γνωστός συγγραφέας και μελετητής, ο οποίος με το έργο του αναδεικνύει τη σωστά εννοούμενη εθνική ιδεολογία και το πνεύμα πατριωτισμού, εξέδωσε πρόσφατα ένα νέο βιβλίο για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και την πολεμική γύρω από τις ιδέες του. Βέβαια, ο Κουτρούλης έχει ασχοληθεί με πάθος, και με επιτυχία μπορώ να αναφέρω, και με το έργο και άλλων συγγραφέων όπως του Π. Κονδύλη, Ίωνα Δραγούμη, του Π. Κανελλόπουλου, του πολύ σημαντικού φιλοσόφου Κ. Παπαϊωάννου, αλλά και των ποιητών και εικαστικών της δεκαετίας του 1930.
Το βιβλίο για τον Σεφέρη ασχολείται με την ανάδειξη των πραγματικών διαστάσεων του έργου του, που, σύμφωνα με τον Κουτρούλη, προδιαγράφονται μέσα στα πλαίσια του μοντερνισμού, αλλά και της πίστης στη μελέτη και προβολή της ελληνικής παράδοσης.
Ο συγγραφέας βλέπει τον Σεφέρη να κινείται μέσα στα πλαίσια της Γενιάς του ᾽30, η οποία δρα ανανεωτικά για τον νεοελληνικό λόγο και τα νεοελληνικά γράμματα. Ως εκ τούτου, ο Σεφέρης κατέχει ξεχωριστή θέση, σύμφωνα με τον Κουτρούλη, τόσο για την προσφορά του στη λογοτεχνία όσο και στη σκιαγράφηση, στον εμπλουτισμό και στη συστηματοποίηση της νεοελληνικής ιδεολογίας.
Ο Κουτρούλης αποδέχεται στον Σεφέρη τη συνεύρεση, την ενσωμάτωση των ζωντανών στοιχείων της παράδοσης με τον μοντερνισμό, ευρωπαϊκό και ελληνικό. Για τον συγγραφέα, ο Έλληνας ποιητής κατέβαλε μεγάλη και συστηματική προσπάθεια για την ανανέωση της παράδοσης ή για τον εμπλουτισμό του μοντερνισμού με την ελληνική παράδοση, κρατώντας στη μνήμη ό,τι πιο σημαντικό μας έδωσε ο νεοελληνικός λόγος, από τον Μακρυγιάννη ως τον Παλαμά, χωρίς ποτέ να ξεπέφτει σε εθνικισμούς και καπηλείες.
Ο Κουτρούλης, υποστηρίζοντας με σημαντικά επιχειρήματα και τεκμήρια την άποψή του, έρχεται σε αντιπαράθεση με μια σειρά από άλλους συγγραφείς που έχουν άλλη άποψη. Στο έργο ελέγχονται και ανασκευάζονται κυρίως οι απόψεις του Δ. Δημηρούλη, ο οποίος αντιμετωπίζει τον Σεφέρη, μέσα από πολλές μαιανδρικές σκέψεις, σαν έναν συγγραφέα που ρέπει στον εθνικισμό, του Δ. Γιαννουλόπουλου, ο οποίος δεν αποδέχεται τη διαχρονική αξία του ελληνισμού ως θεμέλιο λίθο στον στοχασμό του Γ. Σεφέρη, αλλά και του Άκη Γαβριηλίδη, που βλέπει τον Σεφέρη πιστό στον ασιατικό τρόπο ζωής και σκέψης. Παράλληλα, ο συγγραφέας βρίσκει πρόσφορες και σημαντικές απόψεις με τις οποίες συμφωνεί. Έτσι αποδέχεται τις αντιλήψεις των Βαγενά, Μαρωνίτη, Σαββίδη, Αυγέρη, Τσίρκα, Καγιαλή, Πιερή και άλλων.
Το κύριο θέμα που διαπερνά ως κόκκινη κλωστή το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου είναι μια σειρά από διλήμματα τα οποία ο συγγραφέας εύστοχα επιλύει. Ορίστε μερικά από αυτά: ο Σεφέρης εκφράζει ή ανήκει στην παραδοσιακή λαογραφική πατριωτική ομάδα για την παράδοση ή στον μοντερνισμό; Εκφράζει μια κοινωνική ή πολιτική τάξη ή εκφράζει ή μπορεί να εκφράσει τον λαό; Ακόμα, οι πεποιθήσεις του Σεφέρη για την Ελλάδα ανήκουν στην παραδοσιακή ρομαντική άποψη για την πατρίδα ή είναι απολύτως κατανοητές και θεμελιωμένες στο πνεύμα του μοντερνισμού; Επίσης, ένα θέμα σημαντικό: ο Σεφέρης τήρησε τη σωστή στάση στο Κυπριακό ή υποχώρησε στις επιταγές των πολιτικών στη συνθήκη της Ζυρίχης; Ο Κουτρούλης διερευνά με μεγάλη επιστημονική αρτιότητα το θέμα για να θεμελιώσει την άποψη πως το έργο του είναι μοντερνιστικό αλλά δεν καταδικάζει την παράδοση, την αυθεντική, τη γνήσια, την παραγνωρισμένη, την ιδιαίτερη, τη λαϊκή την άξια παράδοση, αυτή που βοηθά το άτομο να εξελιχθεί.
Ο συγγραφέας εξετάζει το έργο «Μέρες» του Σεφέρη, καθώς και τη νεότερη βιβλιογραφία που έχει σχέση ιδίως με τις πολιτικές και κοινωνικές του απόψεις. Από την άποψη αυτή, είναι ένα σύγχρονο έργο που έχει πολλά να προσφέρει σε μια νέα αντίληψη, αφού απόψεις πως ο Σεφέρης ανήκει στην αστική τάξη ή πως η στάση του στο Κυπριακό δεν είναι σωστή είναι πλατιά διαδεδομένες στην αριστερή, ιδίως, διανόηση. Διαβάζοντας το έργο του Κουτρούλη, ο καθένας παίρνει επιχειρήματα και τεκμήρια που έρχονται σε αντίθεση με αυτές τις απλοϊκές αντιλήψεις.
Η μελετητική εργασία του Κουτρούλη στηρίζεται στην εις βάθος ανάλυση των κειμένων, στην εξέταση χωρίς ιδεολογικό πάθος και προκατάληψη, στην ήπιας μορφής κριτική περιγραφή της αντίθετης άποψης, με σκοπό ο ίδιος, πρώτα και κύρια, αλλά και ο αναγνώστης να διαμορφώσει όσο το δυνατόν αρτιότερη άποψη για τα δεδομένα.
Είναι ένα άρτιο έργο που διερευνά το εξελισσόμενο ενδιαφέρον για το έργο του Σεφέρη, αλλά και το θέμα αναφορικά με τη σχέση εμείς και οι άλλοι, εμείς και η παράδοση, το οποίο το βρίσκουμε σε πολλά έργα των ημερών μας. Οι απόψεις που γεννιούνται είναι νέες, είναι σημαντικές και πάντα επίκαιρες. Θα συνεχίσουν να βγαίνουν και να τυπώνονται άρθρα. Σε αυτά τα νέα έργα, το βιβλίο του Κουτρούλη, με την άρτια οργάνωση και προβολή των θεμάτων του, παρέχει βοήθεια.


Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Περικλής Γιαννόπουλος: Η γενιά του 30 και οι σύγχρονες ερμηνείες του

 






Περικλής Γιαννόπουλος: Η γενιά του 30 και οι σύγχρονες ερμηνείες του

 

«Οι Έλληνες κάθε εποχής δεν είσθε τίποτα. Η Ελληνική Γη είναι το Παν»

Π.Γιανόπουλος, Έκκλησις προς το Πανελλήνιο Κοινό

 

 

Ο Π.Γιαννόπουλος εμφανίζει τον άνθρωπο ως εκβολή των δυνάμεων της γης. Η διαφάνεια και η φωτεινότητα του ελληνικού χώρου υποβάλλει άμεσα και συνειρμικά τον χαρακτήρα και την διάσταση του ελληνικού τρόπου. Η άμεση, ειλικρινής και απροϋπόθετη εμπειρία της υλικότητας, της κτίσης χαρίζει στον άνθρωπο της μετοχή στην αλήθεια. Οι κοινότητες ξεπροβάλλουν από την διαφάνεια και την καθαρότητα της ελληνικής γραμμής.

Ο Γιαννόπουλος αξιολογεί αρνητικά την απομάκρυνση του ανθρώπου από τη γη και την εξορία του στα πνιγηρά όρια της πόλης γράφοντας: «Τώρα με αυτήν την εικόνα βαθύτατα εντυπωμένην, την αίσθησιν της τάξεως ευρυθμίας, αρμονίας, αγαθότητας, τερπνότητας στρέψατε τα μάτια σας προς την πόλιν. Θα εννοήσετε, θα ιδήτε αμέσως ότι ο κόσμος αυτός αισθητικώς δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την φύσιν, δεν είναι φυσικός, δεν είναι λογικός, είναι ξένος, βαρύς, ογκώδης, τερατώδης, εφιαλτικός, τυμπανοκρουστικός, κόσμος ταραγμένος από σεισμόν»[1].

Ποιητής και αισθητικός, απόλυτα εναντιωμένος σε συστηματικότητες, ανακαλύπτει την κοινότητα, την φωτεινότητα, την ελληνική γραμμή, και σημειώνει: «Διότι καταντά αφάνταστον ότι εν μέσω τόσης αξιωματικώς και δογματικώς παγκοσμίου φλυαρίας περί ελληνισμού, αγνοούνται αυτά τα θεμελιώδη πράγματα, όπως λόγου χάριν η προμυθολογική ΚΟΙΝΟΤΗΣ, το Εθνικόν αυτό ΚΥΤΤΑΡΟΝ –άνευ του οποίου Οδυσσισμοί, Αποικισμοί, Μακεδονισμοί, Ρωμαϊσμοί, Χριστιανισμοί, Φραγκισμοί, Τουρκισμοί, είναι ακατανόητοι και εντελώς ανεξήγητος η ύπαρξις και διάσωσις της φυλής  έως τώρα αφάνταστον ότι αυτό το σημερινόν Πανελλήνιον γεγονός, ότι το ένστικτον και φυσιολογικόν αυτό κύτταρον ο ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ, καθ’ όλους ανεξαιρέτως τους αιώνας έως αυτήν την στιγμήν, ακόμη και μέσα εις ολόκληρον αυτήν την ελεύθερον Συνταγματομουρλήν Ελλάδα…ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ»[2].

Ο Π.Γιαννόπουλος τονίζει την υπαρξιακή για τον ελληνισμό σημασία της κοινότητας εκκινώντας από αφετηρίες αισθητικές. Η κοινότητα,   στα όρια  σώζει του στοχασμού του, σώζει την μυστική, διαρκή και διάπυρη σχέση του ανθρώπου προς τη γη. Η μετοχή στην κοινότητα συνιστά την διαυγή ενατένιση της αλήθειας του Κόσμου. Ο άνθρωπος που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά της γης αφουγκράζεται την ηχώ του θεού. Η  ανάδυση της κοινότητας συνοψίζει  την «ηδονική επανάσταση του ωραίου κατά του άσχημου».

Ο Γιώργος Θεοτοκάς παρότι είχε διαμορφώσει θετική άποψη για τον Ι.Δραγούμη, την οποία αποτυπώνει σε πολλά γραπτά του, είναι αρνητικός στην αξιολόγηση του για τον Π.Γιαννόπουλο. Στο δοκίμιο του με τον τίτλο «Γύρω στον Περικλή Γιαννόπουλο»(περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ.77, 21 Μαΐου 1938, σελ.5) ,  γράφει «Πρέπει να πω ότι δεν πιστεύω σε όσα θρυλούνται τώρα τελευταία για την πνευματική σημασία του Περικλή Γιαννόπουλου. Ο άνθρωπος είταν απλούστατα ένας δημοσιογράφος, έξυπνος, θορυβώδης και γραφικός. Έκανε κ’ ένα θάνατο που μου φαίνεται κάπως υπερβολικά εκζητημένος και μελοδραματικός και από τον οποίο φοβούμαι ότι δεν έλειψε εντελώς η φροντίδα να καταπλήξει τη γαλαρία.(Η γαλαρία, άλλωστε, από ό,τι βλέπουμε, ακόμα δεν έχει συνέλθει από την κατάπληξή της. Ως δημοσιογράφος βέβαια  ο Γιαννόπουλος είχε ευτυχισμένες  στιγμές και πολλά ευρήματα. Θα άξιζε να πάρει μια από τις πρώτες θέσεις στην ιστορία του νεοελληνικού χρονογραφήματος»[3]  Θεωρεί ότι μας παρουσιάζει μια στρεβλή άποψη της ελληνικής τέχνης που αντιστοιχεί  περισσότερο στο ακαδημαϊσμό του Μονάχου: «Από τέχνη φοβούμαι πως δεν καταλάβαινε πολύ περισσότερα. Μιλά συνεχώς για ελληνική γραμμή, ελληνικό χρώμα κλπ., αγωνίζεται με πάθος για τη δημιουργία μιας καθαρής ελληνικής τέχνης και προτείνει θριαμβευτικά ως πρότυπο ελληνικής ζωγραφικής τον Γκύζη («η αγνοτέρα εκδήλωσις ελληνικής ιδέας και αισθήματος»), δηλαδή τον πιο υποταγμένο, τον πιο αποκλειστικό μαθητή του ακαδημαϊσμού του Μονάχου»[4]. Μα και σε άλλα θέματα οι απόψεις του Π.Γιαννόπουλου είναι λανθασμένες όπως στην πολιτική που τον «βλέπουμε να βρίζει ακριβώς τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον πιο φωτισμένο, τον πιο προοδευτικό της παλιάς Ελλάδας»[5] ή όταν ζητά  στο θέατρο να ιδρυθεί «μια εθνική σκηνή της οποίας ο κυριότερος σκοπός θα είταν να αποκλείσει με τον πιο απόλυτο τρόπο κάθε ξένο έργο»[6]. Μόνο την κατανόηση της σημασίας που έχει η ελληνική φύση και ο ελληνικό τόπος  αναγνωρίζει ο Θεοτοκάς στο έργο του Π.Γιαννόπουλου: « Η Αρετή του Γιαννόπουλου, αρετή που τον κάνει να γίνεται καλλιτέχνης, παρά τον καθαρευουσιανισμό του και την προχειρολογία του, είναι η αγάπη του κ’ η κατανόηση του της ελληνικής φύσης. Ασφαλώς ένιωσε βαθιά και έζησε μ’ όλους τους πόρους του το ελληνικό τοπίο και το ελληνικό κλίμα. Αυθόρμητος καθώς είταν, θερμόαιμος και γεμάτος φαντασία, θα μπορούσε να είταν ένα αγνό παιδί της ελληνικής γης και της ελληνικής θάλασσας   και να διηγείται, αμέριμνα και ανεπιτήδευτα την ομορφιά αυτού του τόπου και τη χαρά της ζωής, σαν ένα πουλί. Αλλά τον κυρίεψε κι αυτόν η μανία του δασκαλισμού και της δημοκοπίας, θέλησε να επιβάλει δόγματα, να γίνει αρχηγός των πνευμάτων και σωτήρας των ψυχών, να μάθει στους άλλους πως να ζουν, πως να σκέπτουνται και πως να δημιουργούν. Σ’ αυτό έπεσε έξω, όπως είταν επόμενο, κ’ η «ελληνικότητά» του έγινε έξαλλος φανατισμένος τοπικισμός και επαρχιωτισμός, απόλυτο κλείσιμο στον εαυτό μας και άρνηση των πάντων έξω από τα σύνορά μας, νοσηρός ναρκισσισμός και υστερική ξενοφοβία που φτάνει στο σημείο να διακηρύττει ότι οι Ευρωπαίοι είναι Βάρβαροι, ότι μονάχα οι Έλληνες είναι Άνθρωποι κι’ όλα τα άλλα έθνη είναι «ανθρωποειδή»! »[7].

Οι θεμελιώδεις  αντιρρήσεις του Γ.Θεοτοκά  δεν εμπόδισαν τον Γ.Κατσίμπαλη και τους συνεργάτες του, να του αφιερώσουν το τεύχος 1-3 των «Νέων Γραμμάτων» του τέταρτου χρόνου λειτουργίας τους, δηλαδή του 1938. Άλλωστε ο πατέρας του τελευταίου Κωνσταντίνος Κατσίμπαλης υπήρξε προσωπικός φίλος του Π.Γιαννόπουλου και ήταν λογικό να τον επηρεάσει θετικά. Βεβαίως δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Γ.Θεοτοκάς ήταν στον ομάδα των στοχαστών που εμπνεύστηκε και τελικά δημιούργησε τα «Νέα Γράμματα»  το οποίο  θα μείνει στην ιστορία του νέου ελληνισμού ως το βήμα της γενιάς του ’30  αφού σε αυτό ενεργοποιήθηκαν με πολλούς τρόπους  όλοι όσοι την απαρτίσανε αλλά και ο Κ.Τσάτσος  που ως φίλος του Γ.Κατσίμπαλη και σύζυγος της Ιωάννας αδερφής του Γ.Σεφέρη υπήρξε ο άτυπος ταμίας.

Το αφιέρωμα των «Νέων Γραμμάτων» (περίπου 302 σελίδες)  περιλαμβάνει κείμενα του ίδιου του Π.Γιαννόπουλου(196 σελίδες δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του αφιερώματος),  και αναδημοσιεύσεις παλαιότερων άρθρων, βιβλιοκριτικών, δοκιμίων  των Γερ. Βώκου, Σταμ.Σταμ., Α.Σικελιανού,Α.Καμπάνη, Π.Νιρβάνα, Ι.Δραγούμη, Γ.Β.Τσουκόπουλου, Βλ.Γαβριηλίδη, Δ.Π.Ταγκόπουλου, Γ.Ξενόπουλου,  ποιήματα των Ά.Σικελιανού, Μ.Μαλακάση, Κ.Παλαμά, Μυρτιώτισσας καθώς    και την βιβλιογραφία του από τον Γ.Κατσίμπαλη. Το αφιέρωμα κλείνει με δοκίμιο του Ανδρέα Καραντώνη  το οποίο περιλαμβάνει σύντομη βιογραφία του Π.Γιαννόπουλου που γράφτηκε  από τον πατέρα του Γιώργου Κατσίμπαλη, Κωνσταντίνο Κατσίμπαλη.  Μεταξύ άλλων  ο Α.Καραντώνης επισημαίνει: «Είμαστε ένας λαός που από την πρώτη μέρα του ξεσκλαβωμού μας μέχρι σήμερα, με όσα μεγάλα και θαυμαστά κι αν πραγματοποιήσαμε κατά καιρούς στους κύκλους της πνευματικής, της πολιτικής και της κοινωνικής δραστηριότητας, δεν παύουμε να νοιώθουμε την αδιάκοπη ανάγκη της αναγέννησης , ενός βαθύτερου ψυχικού λυτρωμού, μιας ανάπαυσης του έθνους στους κόλπους ενός πανανθρώπινου πολιτισμού που οι ρίζες του θα χώνονται βαθιά στα χώματά μας»(σελ.292), ενώ ευδιάκριτη είναι η επίδραση του στους Ι.Δραγούμη, Α.Σικελιανό και Αγγελική Χατζημιχάλη. Για τον Α.Σικελιανό γράφει «σαν άνθρωπος, σαν τύπος Έλληνα, συνεχίζει εκπληκτικά το ζωτικό θαύμα του Γιαννόπουλου σε μια απόχρωση πιο βακχική και πιο θεόπνευστη και σαν ποιητής μεταμορφώνει σε καθάριο ρυθμό την ύλη και την πνευματική ηδονικότητα του ελληνικού τοπίου που τόσο φωτεινά το ανάλυσε και το έχρισε πηγή του πολιτισμού μας ο Γιαννόπουλος»(σελ.294). Για την Αγγελική Χατζημιχάλη γράφει ότι με την επίδραση του Π.Γιαννόπολου «μελέτησε και ενίσχυσε ουσιαστικά τον αγνό εξελληνισμό της ζωής μας και χειραφετώντας το καλλιτεχνικό ένστιχτο της ελληνίδας νοικοκυράς από τη βαρειά και άγονη επίδραση των ευρωπαϊκών προτύπων»(σελ.295).

 Η σημασία του αφιερώματος έγκειται  ότι με αυτό τον γνωρίζουν οι στοχαστές της γενιάς του 30. Οι επιδράσεις στη συνέχεια είναι ορατές σε κάποιους από αυτούς όπως ο Ο.Ελύτης και ο Γ.Σαραντάρης, ακόμη και σε κάποια δοκίμια του Γ.Θεοτοκά όπως στη «Διαύγεια» που μπορεί να αναχθεί στην «ελληνική διαφάνεια» του Π.Γιαννόπουλου.

Η  Χριστίνα Ντουνιά στο έργο της «Αργοναύτες και σύντροφοι-Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30 (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2021) περιλαμβάνει τα κεφάλαια α. Μυθολογίες του Αιγαίου- από τον Περικλή Γιαννόπουλο στη γενιά του ’30(σελ.159-σελ.177), β. «Βούλιαξε κι ο Γιαννόπουλος στη φωτιά που μας εξαγνίζει»- στο αρχείο του Γ.Σεφέρη (σελ.179-σελ.209). Για την επίδραση στον Ελύτη η συγγραφέας επισημαίνει τις αναμφισβήτητες οφειλές του  στην ανάδειξη του Αιγαίου και της ηλιακής διαφάνειας  αλλά και την αμηχανία που αισθανότανε απέναντι στις ακροδεξιές οικειοποιήσεις  που τον οδηγούσε να παίρνει κάποιες αποστάσεις: « Αυτό επίσης που παρέλειψε ο ποιητής, στο άρθρο του 1946, ήταν να μιλήσει για τη συμβολή του Περικλή Γιαννόπουλου στην ανάδειξη του Αιγαίου, μ’ έναν τρόπο μάλιστα που πλησίαζε πολύ περισσότερο την ελυτική –ανιστορική ακόμα, τότε- προσέγγιση του ελληνικού τοπίου. Ο Ελύτης επισημαίνει διακριτικά ότι ήταν πολύ νέος για να ξεχωρίσει «το αιώνιο και υγιές μέρος που έκλειναν [οι ιδέες του Γιαννόπουλου και του Δραγούμη], και που μια εργασία “εκσυγχρονισμού’’, καμωμένη από έναν ευφυή και τολμηρό των δικών μας χρόνων ομοϊδεάτη, θα μπορούσε να το είχε φωτίσει διαφορετικά και να το αποκαταστήσει στη γονιμοποιό του δύναμη»[8].

Η Χ.Ντουνιά επισημαίνει ότι το Τρίτο Μάτι – ένα βραχύβιο περιοδικό του ελληνικού μοντερνισμού που είχε πρότυπο   τα αντίστοιχα  Τετράδια Τέχνης που έβγαζε στην Γαλλία ο Κριστιάν Ζερβός και βασικούς συντελεστές τον Στρατή Δούκα, τον Ν.Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον Δ.Πικιώνη, τον Σ.Καραντινό, τον Τ.Παπατζώνη, τον Μ.Τόμπρο, τον Σ.Παπαλουκά, τον Α.Θεοδωρόπουλο-, δημοσίευσε το 1935  απόσπασμα από το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου «Η ελληνική γραμμή», με την «επισήμανση ότι «αποτελεί το πρώτο ίσως στον τόπο μας αισθητικό αντίκρυσμα της Ελληνικής γης από μια ψυχή γνήσια Ελληνική». Είναι η πρώτη δημόσια απόπειρα να συνδεθεί το έργο του ελληνολάτρη αισθητιστή με τις μοντερνιστικές αναζητήσεις της γενιάς του ‘ 30. Το 1938, τα περιοδικά Τα Νέα Γράμματα και Νεοελληνικά γράμματα κάνουν αφιέρωμα στον Γιαννόπουλο. Ο Γιαννόπουλος, με όλες τις αντιφάσεις του, διατυπώνει πρώτος απ’ όλους στην Ελλάδα μια θεωρία του τοπίου μέσα σε πλαίσια τόσο ιδεολογικά όσο και αισθητικά, υποστηρίζοντας ότι η «ελληνική γραμμή»- βασικό χαρακτηριστικό της χώρας και των ανθρώπων της- είναι ανέφικτος εις κάθε άλλον λαόν». Στο έργο του, το ελληνικό τοπίο γεννά τον άνθρωπο που το κατοικεί και διαμορφώνει την ταυτότητά του, καθίσταται δηλαδή ουσιαστικό στοιχείο της ελληνικότητας. Το άχρονο νησιωτικό τοπίο και οι γραμμές του, η θάλασσα, το φως και ο ουρανός, η ανάδειξη δηλαδή του αιγιοπελαγίτικου τοπίου και των συμβολικών αξιών που αυτό φέρει διαχρονικά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, συλλαμβάνονται και αισθητοποιούνται για πρώτη φορά από τον Γιαννόπουλο»[9].

Οι επιδράσεις όμως δεν περιορίζονται στον Ο.Ελύτη, «ο Απόστολος Σαχίνης πρώτος διέγνωσε τη συγγένεια του κειμένου [του Π.Γιαννόπουλου]  με την γραφή του Ανδρέα Εμπειρίκου: «διαβάζεται σαν ένα θαυμάσιο ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου»(Α.Σαχίνης, Η πεζογραφία του Αισθητισμού, Αθήνα, Εστία, 1981, σελ.237). Αυτή την αίσθηση αποκομίζει ο σημερινός αναγνώστης και από ένα ακόμα πεζό-ποίημα, με τίτλο «Νύκτωμα», που ο Γιαννόπουλος δημοσιεύει την ίδια χρονιά, πάλι στα Παναθήναια. Και εδώ η βαθιά γοητεία του καλοκαιρινού τοπίου, την ώρα που βραδιάζει»[10].

Η θέση του Π.Γιαννόπουλου  για το γλωσσικό ζήτημα είναι επίσης ένα σύνθετο θέμα. Ο Δ.Γληνός τον  θεωρούσε δημοτικιστή: «Ο Γιαννόπουλος ξεκίνησε το 1892 γράφοντας στη δημοτική, ενώ αργότερα, παραμένοντας δημοτικιστής, χρησιμοποίησε μια γλώσσα μεικτή, δηλαδή «γλώσσαν αχαλινώτως ελευθεριάζουσαν γραμματικώς», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, και η οποία ίσως αποτέλεσε και το παράδειγμα για τη γλώσσα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ο Έλληνας υπερρεαλιστής ρητά και θαυμαστικά αναφέρεται σε κείνον, αφού τον συγκαταλέγει μεταξύ των εκλεκτών ποιητών που αγαπούν το ύψος και την ελευθερία: «ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κ’ έκρυβε μέσα του βαθιά μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα»[Α.Εμπερίκος, «Του Αιγάγρου,(Γλυφάδα 12.7.1960): Οκτάνα, Αθήνα, Ίκαρος, 1980,σελ.33], ωστόσο η σχέση τους δεν έχει απασχολήσει ακόμα τη φιλολογία μας. Άλλωστε και ο Ελύτης, όπως και ο Εμπειρίκος, δεν ομολογούν καθαρά τις οφειλές τους στον Γιαννόπουλο. Αυτό σ’ έναν βαθμό ίσως οφείλεται στις ακραία σοβινιστικές θέσεις του τελευταίου, οι οποίες υιοθετήθηκαν μεταπολεμικά από φασιστικούς κύκλους, και στις αντιδράσεις που προκάλεσε το αφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων , ακόμα και μέσα στους κόλπους της γενιά του ‘30»[11].

Ο Σεφέρης συμμερίζεται την θέση του Π.Γιαννόπουλου για τις σημασίες που έχει το φως που δεν είναι αποκλειστικά αισθητικές αλλά και ιδεολογικές. Στο δοκίμιο του «Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη»  γράφει «τέτοια πράγματα δεν εκφράζονται εύκολα, και βλέπω τα παιδιά έτοιμα να ξαναπιάσουν την πρόγκα: “Ο τυμβωρύχος του Γιαννόπουλου!” Τι να γίνει, πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως». Στο Σεφέρη η έννοια του ανθρωπισμού ή του ενανθρωπισμού είναι το αντίθετο της ύβρεως και της αλαζονείας και ανάγεται στο έργο του Αισχύλου Πέρσες.

Ο Γ.Κατσίμπαλης σε επιστολή του στον Γ.Σεφέρη αποκαλύπτει πως ο Γιαννόπουλος θεωρούσε την Αμοργό ως το νησί που απεικόνιζε την τελειότερη έκφραση της ελληνικής ομορφιάς. Η Χ.Ντουνιά συμπεραίνει: «Νομίζω ότι έχουμε αρκετά στοιχεία για να υποθέσουμε σοβαρά ότι ο Αρκάς Νίκος Γκάτσος, που δεν ταξίδεψε ποτέ στην Αμοργό, διάλεξε τον τίτλο του χαμένου έργου του Γιαννόπουλου σαν ένα δικό του μυστικό φόρο τιμής προς έναν ακόμα μύθο της γενιάς του. Ο Γκάτσος με άλλα λόγια, που γράφει μια ποιητική σύνθεση για να μιλήσει με τρόπο ερωτικό για τη δική του εκδοχή της ελληνικότητας, πιθανόν να αναφέρεται σε έναν πρόγονο ο οποίος έζησε εκεί αλλά δεν μας κληροδότησε το θρυλούμενο χειρόγραφο για την ταυτότητα «του ελληνικού κυττάρου». Άλλωστε και η δική του Αμοργός χαρακτηρίστηκε κυρίως ως «δήλωση ιθαγένειας»[από τον Τ.Λιγνάδη], ένας τρόπος για να αναδειχθεί η αντιστασιακή του απόβλεψη στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής»[12]. Περισσότερα ολοκληρωμένα γράφει: «κυρίαρχη είναι η άποψη ότι οι θέσεις του Γιαννόπουλου για το ελληνικό φως, τη διαύγεια του τοπίου με το «κυανούν χρώμα» και τις καθαρές γραμμές επηρέασαν σε  μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σημαντικούς εκπροσώπους αυτής της γενιάς[του ‘30])[13]. Υπάρχει  ένας γεωφυσικός ντετερμινισμός  όπου «η διαύγεια, η λιτότητα και η καθαρότητα των γραμμών, τα χρώματα του ουρανού, της γης και της θάλασσας διαμορφώνουν το είναι του Έλληνα και εκείνος με τη σειρά του δημιουργεί με αυτά τα υλικά αρχαίους ναούς, βυζαντινές εκκλησίες, σπίτια των αιγαιοπελαγίτικων νησιών»[14]. Κοντά στις προηγούμενες επιδράσεις προστίθενται αυτές στο Λεμονόδασος  του Κοσμά Πολίτη και στην Μεγάλη Χίμαιρα του Μ.Καραγάτση.

Η Χ.Ντουνιά,  συμπεραίνει πως για τον Σεφέρη: «ο Γιαννόπουλος είναι μια αυθεντική φωνή που συνυπάρχει μαζί με άλλες, διαφορετικές, αλλά εξίσου σημαίνουσες προσωπικότητες, οι οποίες εκφράζουν  “το ιδιαίτερο στοιχείο του ελληνισμού”»[15]. Πρόκειται για «το παράδειγμα αυτού που έσκαψε «βαθιά» μέσα του και μίλησε για την ελληνική παράδοση στον παρόντα χρόνο».[16]

Το σεφερικό ενδιαφέρον για τον Γιαννόπουλο τροφοδοτήθηκε από τις αφηγήσεις του Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη (όπως είπαμε πατέρα του Γιώργου Κατσίμπαλη) ο οποίος υπήρξε αδελφικός του φίλος. Ο Γ.Κατσίμπαλης, που είχε παιδικές αναμνήσεις ,τον υπερασπίζεται στον Χένρυ Μίλλερ ο οποίος  στο Κολοσσό του Μαρουσιού  μας μεταφέρει τον λόγο του: «Ο Γιαννόπουλος άξιζε πιο πολύ από το δικό σας τον Ουίτμαν και όλους τους Αμερικάνους ποιητές μαζί. Ναι, ήταν τρελός,  σαν όλους τους μεγάλους Έλληνες. Ερωτεύτηκε την ίδια του την πατρίδα –αστείο ε; Ναι, μέθυσε τόσο με την ελληνική γλώσσα, την ελληνική φιλοσοφία, τον ελληνικό ουρανό, τα ελληνικά βουνά, την ελληνική θάλασσα, τα ελληνικά νησιά, ως και τα ελληνικά χορταρικά, που στο τέλος αυτοκτόνησε»(Χ.Μίλλερ,  Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, μετ. Α.Καραντώνη, Αθήνα, Γαλαξίας, 1970, σελ.6,7).  Εκτός από τις προφορικές συζητήσεις ο Γ.Κατσίμπαλης με επιστολές του προς τον Γ.Σεφέρη προσπαθεί να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τον Π.Γιαννόπουλο και να μειώσει τις ξένες επιδράσεις. Οι προσπάθειες του έπιασαν τόπο αφού στις διάφορες μετοικίσεις    στο Λονδίνο  και αλλού «έχει κοντά του τα έργα του Π.Γιαννόπουλου»[17]. Επίσης σε επιστολή του προς τον Α.Καραντώνη προτείνει τα «Νέα Γράμματα» να κάνουν αφιέρωμα στον Σικελιανό ή στον Γιαννόπουλο[18].  Για αυτό στο αφιέρωμα που τελικά θα βγει «ο Σεφέρης φαίνεται ότι έχει ασχοληθεί πολύ ενεργά, … , κατά κάποιο τρόπο συν-επιμελητής, αφού στο αρχείο του, που απόκειται στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, εντοπίζεται τρισέλιδο χειρόγραφο με διορθώσεις όπου καταγράφεται λεπτομερώς η ύλη του περιοδικού. Παράλληλα, ο Σεφέρης έχει κρατήσει αποκόμματα από το αφιέρωμα των Νεοελληνικών Γραμμάτων  που ακολούθησε, αλλά και από δημοσιεύματα της εποχής που αποτυπώνουν την υποδοχή του αφιερώματος. Στον ίδιο φάκελο του σεφερικού αρχείου υπάρχει και ένα ημιτελές δοκίμιο για τον Γιαννόπουλο. Γραμμένο σε λυτά φύλλα, αλλά καθαρογραμμένα και άλλα με διορθώσεις, σε ορισμένα σημεία με προσθήκες με μολύβι ή κόκκινη μελάνη –που δυστυχώς αχνοφαίνεται-, το κείμενο αυτό περιλαμβάνει πληροφορίες για το έργο του Γιαννόπουλου, απόψεις  του Σεφέρη για την προσωπικότητά του, σκέψεις για το ζήτημα της ελληνικότητας, καθώς επίσης και ενδιαφέρουσες αναφορές σε Έλληνες και ξένους λογοτέχνες»[19].

Όπως μας πληροφορεί η Χ.Ντουνιά,  ο Σ.Μελάς θα γράψει επαινετικό άρθρο στην «Καθημερινή» για το τεύχος των «Νέων Γραμμάτων». Θα ακολουθήσει κριτικό αφιέρωμα των Νεοελληνικών Γραμμάτων του Δ.Φωτιάδη αλλά και επικρίσεις από τον Γ.Θεοτοκά, Α.Τερζάκη, Μ.Καραγάτση.

Ένας άλλος της γενιάς του ’30, μαθητής του Π.Κανελλόπουλου και του Κ.Τσάτσου, ο ποιητής Γ.Σαραντάρης είναι θερμός θαυμαστής του Π.Γιαννόπουλου. Στον πρόλογο του δοκιμίου με τον τίτλο «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης» γράφει: « η αγανάχτηση που τώρα και τριάντα χρόνια δοκίμασε ο Περικλής Γιαννόπουλος αγνάντια στους «Φράγκους» δεν ωφελεί πρέπει ν’ αντικατασταθεί από την όσο πιο συγκεκριμένη (και ήσυχη) συνείδηση της ανωτερότητάς μας κι από την αποκάλυψη των σκοτεινών σημείων των γηρασμένων Ευρωπαίων»[20].  Σε ένα σύντομο σημείωμα επιγραμματικά γράφει: «Ο Περικλής Γιιαννόπουλος αισθητικά αντιμετωπίζει το πρόβλημα του νεοελληνισμού, αισθητικά συγκρίνει την Ελλάδα με την Ευρώπη. Όμως ο αισθητισμός του, γιατί βαθύτατα ελληνικός, δεν είναι κίβδηλος, δεν είναι επιφανειακός όπως ο αισθητισμός ενός Ουάιλντ ή ενός Φρανς. Είναι ο γνήσιος καρπός της ανάγκης να ντυθεί ομορφιά μια ολάκερη πολιτεία. Κι αν ο πιο θερμός, ο πιο ενθουσιώδης κι’ ο πιο πειστικός υποστηρικτής της ανωτερότητας της ελληνικής φυλής στάθηκε στον αιώνα μας ίσαμε σήμερα ένας αισθητικός, τούτο πολλά μαθαίνει στον τωρινό μελετητή, έστω κι αν αυτός αποκλείει την αισθητική σαν πρώτο δρόμο για τη δημιουργία του πολιτισμού»[21].

Ο Ρένος Αποστολίδης συμπεραίνει πως «η κριτική του Περικλή Γιαννόπουλου υπήρξε σφοδρή, ορμητική και προκλητική, ερωτική και μανιώδης, ασυγκράτητη και γονιμοποιός, μαινάδα και μαζί άρρην επιβήτωρ, έλασμα, βέλος, εφόρμηση κατά κάθε δειλίας, επιφύλαξης, οχύρωσης πίσω από ψευτοταμπούρια και τάχα κατεστημένες ψευτοαξίες. Υπήρξε πράγματι έκρηξις ωργισμένη σπέρματος του έθνους τούτου, που κατέστησεν άξαφνα εγκύους ώριμες από καιρό ατμόσφαιρες –κι ας τον αρνήθηκαν στείροι, κι ας αυτοκτόνησε πριν απ’ τον Καρυωτάκη, έφιππος στην κρυστάλλινη θάλασσα του σημερινού μαζούτ στο Σκαραμαγκά. Τον Περικλή Γιαννόπουλο ακολούθησε στην ουσία το Εννιά, το Δώδεκα κι ο Ίδας κ’ οι ήρωες, κ’ η παραφορά, κ’ η εκτίναξη του λαού ολόκληρου- άλλο τι απόγινε, τι εχάθηκε στο δρόμο και μπευρδέτηκε, κ’ ενεδρεύτηκε, ως το Εικοσιδύο! Υπήρξε αλήθεια οιωνός η κριτική του. Αλλ’ από που επήγασε; Αν έλεγα: απ’ αυτές τις κοσμογονικές περιπέτειες του φωτός μπρος σε δυο μάτια έκθαμβα πάντ’ απ’ το καύμα του αττικού μεσημεριού, θάμουν τάχα δυσνόητος; Τότε ας πω: από ένα απίθανα ελληνικό παιδί, καβάλλα στ’ άστρο άτι του δίχως σέλλα, κατάφορα κάθε Υμηττού, κάθε Πεντέλης, κατάπλωρα κάθε κύματος, κάθε Σαρωνικού, καθ’ Ελευσίνος!»[22]. Ενώ για τις επιδράσεις επισημαίνει «ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος και πολλοί άλλοι, πόσα δεν πήραν! Γενικά απ’ αυτόν, από το πνεύμα, τον αέρα, την ορμή και το ρυθμό του λόγου του πάμπολλοι είναι ισχυρά επηρεασμένοι, μη αναφέροντας όμως και ποτέ την πηγή που τους οιστρηλάτισε ή που κατάκλεψαν!»[23].

Ο Λεωνίδας  Χρηστάκης έγραψε την σύντομη μονογραφία με τον τίτλο Περικλής Γιαννόπουλος- ο «τελευταίος των Αθηναίων (εκδόσεις Σπηλιώτη, Αθήνα 2002) όπου έχει περιλάβει και ορισμένα κείμενα του τελευταίου. Υποστηρίζει ότι παρά την εθνικιστική οικειοποίηση του, στη δικτατορία Ι.Μεταξά «λογόκριναν και απαγόρεψαν την κυκλοφορία βιβλίου με τα άρθρα του γραμμένα στην δεκαετία του 1910»[24]. Τονίζει την σημασία του λόγου αλλά και το αδιέξοδο της εθνικής αποκλειστικότητας: «Ο Περικλής Γιαννόπουλος υπήρξε ένας ονειροπόλος που σκεπτόταν αποκλειστικά και έμμονα μια ανέφικτη ελληνικότητα σε ότι αφορούσε την υψηλή αισθητική, ζητώντας μάλιστα με επιμονή από τα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας μια προσήλωση στην ελληνολατρία, χωρίς οι συνέλληνες του να υπολογίζουν τις ξένες επιδράσεις, οι οποίες συνδυαζόμενες με την αδυναμία της ελληνικής κρατικής ή ιδιωτικής εκπαίδευσης της εποχής, του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20 αιώνα ήταν καταστροφικές…Εξ άλλου και ο ίδιος ο Π.Γιαννόπουλος πήγε, μένοντας για κάποιο άγνωστο χρονικό διάστημα, στο Παρίσι κι ενδεχομένως και στη Γερμανία.Παρ’ όλα τα κηρύγματα του περί την Ελληνικότητα ο ίδιος ντυνόταν με Φράγκικο τρόπο, όπως άλλωστε άρμοζε στην «καλή» κοινωνική τάξη των Πατρών, απ’ όπου προερχόταν»[25].

Η Έφη Γαζή στο σημαντικό έργο της με τίτλο Άγνωστη χώρα- Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα,2020) αφιερώνει το δεύτερο κεφάλαιο (σελ.123-σελ.197 στον Π.Γιαννόπουλο. Μνημονεύει την διαμάχη Α.Εφταλιώτη και Κ.Παλαμά για τον αν η τέχνη πρέπει να ακολουθεί την εθνική αποκλειστικότητα ή να είναι ανοιχτή σε πολιτισμικές επιδράσεις και την δημιουργική επικοινωνία με την Ευρώπη όπως υποστήριξε ο δεύτερος. Βεβαίως ο Π.Γ. τάχθηκε με τον πρώτο επιμένοντας στον κυρίαρχο δεσμό ποίησης και πατρίδας. Η Ε.Γαζή ξεχωρίζει το άρθρο του «Η άγνωστος χώρα» όπου αφοριστικά γράφει «υπάρχει χώρα καλούμενη Ελλάς, γνωστότατη εις τους ξένους, αγνωστοτάτη και μη έχουσα ενδιαφέρον δια τους σημερινούς αυτής κατοίκους»[26]. Συμπεραίνει ότι η «αισθητική του Γιαννόπουλου αρθρώνεται γύρω από δίπολα: ελληνική και ευρωπαϊκή γραμμή, πολιτισμός και βαρβαρότητα, φύση και πόλη»[27]. Και ακόμη «η αυστηρή οργάνωση της σκέψης και των ιδεών του δεν χαρακτήριζε τον Γιαννόπουλο. Τα κείμενα του είναι πυκνά, με λόγο έντονο και ορμητικό, πληθωρικό, αφοριστικό, βίαιο σε ορισμένες περιπτώσεις, με ελάχιστες αναφορές σε άλλους στοχαστές ή έργα. Έζησε όμως και έγραψε σε μια εποχή με έντονες ανακατατάξεις και ποικίλα πνευματικά ρευμάτα»[28]. Όσον αφορά τις επιρροές που δέχθηκε «ο Άγγελος Προκοπίου αντιπαρέβαλε τη Φιλοσοφία της Τέχνης εν Ελλάδι του Ταιν με την Ελληνική Γραμμή του Γιαννόπουλου και έδειξε ταυτίσεις και συνάφειες όχι μόνο στην οπτική, αλλά ακόμη και στις διατυπώσεις γύρω από την ελληνική φύση, τη διαύγεια, το φως, τις γραμμές και τα χρώματα. Η σκέψη του Γιαννόπουλου είχε αναμφίβολα διασταυρωθεί με τις ιδέες του Ταιν. Ο Γιαννόπουλος, όμως, απέδιδε μια καθολική, δεσμευτική λειτουργία στην ελληνική φύση»[29].

Η Ε.Γαζή μνημονεύει την κριτική που άσκησε από τον «Νουμά»(17 Σεπτέμβρη 1906, αρ.φ.213, σ.1-3) ο Παλαμάς στον Γιαννόπουλο που είναι ακριβοδίκαιη και θεμελιωμένη και θα επαναληφθεί στον ίδιο τόνο από τον Γ.Θεοτοκά : «ο Παλαμάς αμφισβήτησε την απόλυτη εξιδανίκευση των Ελλήνων αλλά και την απόλυτη δαιμονοποίηση της Ευρώπης. “Όχι. Ο Ευρωπαίος δεν είναι πια ο βάρβαρος. Δεν μπορούμε παρά και προς αυτόν να είμαστε γυρισμένοι, αν θέλουμε να μπούμε στον ίσιο δρόμο. Άλλο πράμα ο φραγκισμός, ο ξεφυλλιστικός και εξευτελιστικός που είναι πληγή για μας, και άλλο ο Ευρωπαϊσμός. Σήμερα Ελληνισμός χωρίς Ευρωπαίσμό είναι κάτι τι μισό και άπλερο”»[30].

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη στο βιβλίο της  Σύγχρονα κάτοπτρα της ελληνικότητας-Ιδέες και Ιδεολογήματα στον 20ο αιώνα (εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2021)  αφιερώνει ένα κεφάλαιο (σελ.59-σελ.71).  Μπωντλαιρικό δανδή τον ονομάζει ο οποίος όμως «κατά την παραμονή του στο Λονδίνο, φαίνεται να επηρεάστηκε από τον Ράσκιν και το ρεύμα του Αισθητισμού, ο νέος ελληνικός πολιτισμός ήταν δημιούργημα της ελληνικής φύσης και της ελληνικής Ιστορίας, και ο συνδυασμός αυτών των δυο καθοριστικών παραγόντων που, πριν καν δημιουργήσει νέες συμβολικές μορφές, επικαθόριζε τη φυσιολογία των Ελλήνων, έδωσε στον σύγχρονο Έλληνα την προβληματική στην αμφισημία της, ονομασία του Νεοέλληνα»[31]. Επίσης ο Π.Γ. «με τα πενιχρά θεωρητικά και εμπειρικά μέσα που διέθετε τοποθετούνταν κριτικά απέναντι στον ευρωπαϊκό θετικισμό, επιχειρώντας μιαν ολιστική προσέγγιση της Ελληνικής Ιστορίας, πολύ πριν ο ανθρωπολόγος Marcel Mauss μιλήσει για ολικά  ανθρωπολογικά φαινόμενα στο Essai sur le don»[32].

Με την σειρά της η Α.Δεληγιώργη επισημαίνει την επίδραση του Π.Γ. σε ποιητές όπως ο Σικελιανός και ο Ελύτης: «Γι΄ αυτό δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι σε ολόκλητρο τον 20ο αι., οι θέσεις και οι απόψεις του Π.Γ. με τροποποιήσεις ή κάποια παραπέρα επεξεργασία, εντοπίζονται στα δοκίμια κορυφαίων ποιητών, από τα Λυρικά του Άγγελου Σικελιανού ως τα Ανοιχτά Χαρτιά του Οδυσσέα Ελύτη, επιτρέποντας τους να συνδέσουν την ελληνικότητα με μείγμα νατουραλισμού και πανθεϊσμού»[33]. Αλλά και οι επιρροές του Νίτσε στον Π.Γ. δημιούργησαν ένα ευνοϊκό περιβάλλον: «Εδώ, τόσο στην άποψη όσο και στο ύφος του Π.Γ., ήταν έντονη η παρουσία του οργισμένου Νίτσε που είχε συνδέσει την έξοδο από τον μηδενισμό της Δύσης με την δημιουργία νέων αξιών στα μέτρα ανθρώπων που επιτέλους θα παραδέχονταν τη μετριότητα ή την ασημαντότητά τους. Ίσως, έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η κατ’ εξοχήν πνευματική ελίτ που εκπροσωπούσαν ο Γρηγ. Ξενόπουλος, ο Κ.Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο φίλος και συνομιλητής του Ίων Δραγούμης, ή ο Αρ. Καμπάνης, όπως και ο μεταθανάτιος εγκωμιαστής του Βλ. Γαβριηλίδης, προσλάμβαναν, όλοι, θετικά τις ιδιότυπα ριζοσπαστικές θεωρήσεις του Π.Γ., ανάμεικτες με τα βίαια ξεσπάσματα αγανάκτησης που εξαπέλυε ως ανηλεή καταπέλτη, εναντίον σύμπασας της ελληνικής κοινωνίας»[34].

 

Ο συγγραφέας Σωτήρης Γουνελάς δημοσίευσε στο έργο  του  Η κρίση του πολιτισμού-κρίση του ανθρώπου-απώλεια του νοήματος, (εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 1997), το δοκίμιο με το τίτλο «Ο Περικλής Γιαννόπουλος στις αρχές του αιώνα. Ελλάδα, φύση, Αττικόν φως»(σελ.265-σελ.292). Πρόκειται για σημαντική προσπάθεια να ερμηνευθεί ο λόγος του Π.Γιαννόπουλου ανάμεσα στην ελληνική απολυτότητα που οφείλει να ελληνοποιήσει τον κόσμο και την χριστιανική προσπάθεια να ταυτιστούμε με την αναστάσιμη ζωή: «Υπάρχει στο Γιαννόπουλο μια θεοποίηση της γη και του τόπου. Όλα έχουν κέντρο τους την ελληνική φύση, την ελληνική γη. Όλα εξελληνίζονται, κι αν αυτό δεν γίνει δεν πρέπει να γίνουν δεκτά, δεν πρέπει να μας απασχολούν. Οι κόσμοι στους οποίους αναφέρεται και παραπέμπει, ο φυσικός, ο ηρωϊκός, ο θρησκευτικός, ο βυζαντινός, ο μυθολογικός, όλοι τους συνδέονται άρρηκτα και υφίστανται χάρη σ’ αυτό τον φυσικό ελλαδικό άξονα με θεϊκές και θα’ λεγα  θεομητρικές διαστάσεις. Το θαύμα εξαρτάται από τη φύση. Οι ανθρώπινες αρετές αλλά και τα πάθη εξαρτώνται από τη φύση. Η φύση είναι ταυτόχρονα υλική και αϋλη. Ο Γιαννόπουλος θαρρείς πως πραγματοποιεί μια κοσμογονική μετατόπιση κάθε σημασίας και κάθε κατορθώματος στο φυσικό στοιχείο, το πραγματικό όχι το αφηρημένο»[35].

Στα πλαίσια αυτά ο λόγος του Π.Γιαννόπουλος είναι ριζικά προχριστιανικός: «Ο Γιαννόπουλλος εξελληνίζει. Τα πάντα ανάγονται σε αρχές, ιδέες, πράγματα που ανήκουν ή απορρέουν από την ελληνική Φύση. Είναι πριν τον  άγιο, πριν την παρουσία του αγίου και του αγιασμού σ’ αυτόν τον τόπο. Ή καλύτερα, επιστρέφει, γυρνά πίσω, ξαναγυρνά στον Μύθο, στον Μύθο πριν τον αγιασμό, πριν την Ενσάρκωση, πριν την ενανθρώπηση του Λόγου. Η αναφορά του στο Βυζάντιο ή την Εκκλησία είναι εξωτερική   κι ίσως μια αφ’ υψηλού (ελληνική υψηλότης) αριστοκρατική αναφορά. Δεν προδίδει άνθρωπο σταυρωμένο, ούτε με πρόθεση σταυροαναστάσιμη. Τον ενδιαφέρει το «αρχαίο θαύμα», όχι το Αναστάσιμο. Τον ενδιαφέρει ο κύκλος, όχι η πορεία προς τα Έσχατα, τον ενδιαφέρει η φύση κι όχι η υπέρβασή της»[36].

Παρά λοιπόν τις θεμελιώδεις διαφωνίες του Σ.Γουνελά τελικά κρίνει ότι έχουμε να διαβάσουμε σε αυτόν σημαντικές σκέψεις: «παραμερίζοντας τη μονομέρεια και την αρχαιολατρία του, να διδαχθούμε από αυτή τη συμφιλίωση με τη φύση της Ελλάδας ή της Αττικής»[37]. Αυτός που τον εναρμονίζει με τον Γιαννόπουλο είναι ο παρομοίων ανησυχιών λόγος του Δ.Πικιώνη: «Η κατάσταση που περιγράφει κάνει τα γραπτά του Γιαννόπουλου να αποκτούν ξεχωριστή σημασία. Δεν μας ενδιαφέρει η απολυτοποίηση της φύσης ή της γης του. Μας ενδιαφέρει όμως αυτή η συμφιλίωση με το χώρο, αυτή επιμονή στα ξεχωριστά στοιχεία του Αττικού τοπίου ειδικά, που μπορούν να μας φέρουν σε επίγνωση για την ύπαρξη μιας άλλης σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χώρο, ή αν θέλετε τον κάτοικο της Αθήνας και της Αττικής και στον χώρο που τον περιβάλλει…Πραγματικά, αν κάτι έχουμε  να πάρουμε από το έργο και τις αισθήσεις που μας μεταφέρει είναι το αντίκρυσμα του Αττικού φωτός, αυτή η διαφάνεια που μας περιβάλλει και αυτό το αντίκρυσμα να το βάλουμε στην καρδιά μας, να το αφήσουμε να μας διαπεράσει, να μας κατοικήσει, σαν ανάσα που μας μιλάει, σαν πνοή που φέρνει μέσα μας ακούσματα ξεχασμένα»[38].

  Ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο Π.Γιαννόπουλος τον ευρωπαϊκό πολιτισμό τον θέτει εγγύτατα σε ότι υποστήριξε ο Φ.Κόντογλου: «γιατί χωρίς τέχνη δεν ζει ο άνθρωπος. Εννοώ τέχνη που απορρέει απ’ τη ζωή και την κορυφώνει, όχι τέχνη «τεχνική», που αναθεματίζει ο Γιαννόπουλος. Αυτή τη λεπτή διάκριση θέλησε να μεταδώσει στους Έλληνες, επειδή έβλεπε το στραβοπάτημα ενός ολόκληρου λαού ήδη στις αρχές του αιώνα. Τις φωνές που βάζει ο Γιαννόπουλος, τις βάζει με άλλον τρόπο κι από άλλη μεριά ο Κόντογλου. Δεν βρίσκεται καθόλου στους αντίποδες του Γιαννόπουλου. Ο ένας φωτίζει τον άλλο και οι δύο φωτίζουν –έπρεπε να φωτίζουν- εμάς τους Έλληνες»[39].

Ο λόγος του Π.Γιαννόπουλου κτυπά βαθύτερα από κάθε σύγχρονη οικολογική πρόθεση: «δεν πιστεύει πως ο άνθρωπος ζει ερήμην του φυσικού του περίγυρου. Δεν πιστεύει πως μπορεί να αγνοήσει την παρουσία του δέντρου, του λουλουδιού, του πουλιού  και της θάλασσας. Δεν πιστεύει πως μπορεί κανείς να μείνει στη επιφάνεια και να μη τραφεί απ’ αυτά κάνοντάς τα τέχνη. Αναγνωρίζει ταυτόχρονα τη σημασία της ιστορίας. Την σημασία των γεγονότων που κατεργάζονται το πρόσωπο του ανθρώπου, συντηρούν τη μνήμη, καλλιεργούν την ευθύνη και το χρέος και στηρίζουν την ανθρώπινη ψυχή μπροστά σε λογής-λογής κοσμοχαλασιές και αναστατώσεις. Όλες οι σημερινές φλυαρίες για «οικολογίες», «προστασία του περιβάλλοντος»  και άλλα τέτοια, ηχούν χλιαρές και άνοστες. Ο Γιαννόπουλος έχει άλλη γλώσσα»[40]. Τελειώνοντας ο Σ.Γουνελάς  τονίζει ότι σήμερα  τον χρειαζόμαστε  γιατί «μπορεί να μη μας έδειξε την ουράνια όψη των πραγμάτων, αλλά φώτισε την ορατή, την γήινη, έβαλε μπροστά μας την άμεση σχέση με τη γη, θεμελίωσε μια ιερή σχέση μαζί της. Σ’ αυτή τη σχέση χρειάζεται να ξαναγυρίσει ο άνθρωπος. Ο δρόμος της επιστροφής παραμένει πάντα ανοιχτός»[41].

Ο Μελέτης Μελετόπουλος στο τεύχος 39 (Φθινόπωρο 2004)  του περιοδικού «Νέα Κοινωνιολογία» (εκδόσεις Παπαζήση), που διηύθυνε, δημοσίευσε την μελέτη  με τον τίτλο «Π.Γιαννόπουλος, Βίος, έργο, αυτοκτονία(σελ.137-σελ.178). Στο ίδιο τεύχος αναδημοσιεύετε η βιβλιογραφία του Π.Γ. από τον Γ.Κατσίμπαλη που δημοσιεύθηκε  αρχικά όπως είδαμε στα «Νέα Γράμματα». Το δοκίμιο του Μελετόπουλου είναι το πιο ολοκληρωμένο που έχει δημοσιευθεί τις τελευταίες δεκαετίες  καθώς εξετάζει με μεθοδικό επιστημονικό τρόπο,  το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή της εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, την καταγωγή, τα σημαντικότερα επεισόδια από τον βίο του Π.Γ., την μυθιστορηματική αυτοκτονία  του που συνέβαλε στο μεταθανάτιο ενδιαφέρον, αποδελτιώνει και παρουσιάζει αναλυτικά το έργο του που διασώθηκε και στο τέλος το αξιολογεί. Μας μεταφέρει την συζήτηση μεταξύ Π.Γιαννόπουλου και Κ.Παλαμά όπου για πρώτη φορά  αναφέρθηκε επαινετικά στην προσωπικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου(σελ.133) .Συμπεραίνει ότι αποτελεί «καταγγελία, γελοιοποίηση και σύγκρουση με ολόκληρη την κοινωνία της εποχής του, τύπου και επιπέδου Όσκαρ Ουάιλντ. Ο ιδιόρρυθμος βίος του Γιαννόπουλου αποτέλεσε μια πρόκληση για την συντηρητική κοινωνία της εποχής του, όχι μόνον με την αισθητική κατά βάσιν κριτική της κοινωνίας της εποχής του, αλλά και με την δια του τρόπου ζωής του απόρριψη και αποστασιοποίηση του απ’ αυτήν(σελ.172). Η κριτική που διατυπώνει δεν είναι αυστηρά πολιτική αλλά συνολική «με αιχμή  την αισθητική»(σελ.172).Ο λόγος του, η γραφή του, ο τρόπος ζωής του ήταν υπερρεαλιστικός. Η στάση του ελληνοκεντρική  προκύπτει από τις ευρωπαϊκές εμπειρίες του οι οποίες ήταν τραυματικές. Ο  λόγος του ήταν κριτικός προς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό αλλά εξόχως δύσκολο να επηρεάσει την ελληνική κοινωνία με τα χαρακτηριστικά που είχε και έχει.

Ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος δημοσίευσε την μυθιστορηματική βιογραφία του Περικλή Γιαννόπουλου με τον τίτλο Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης (εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021) που αξιοποιεί το σύνολο της πληροφόρησης που έχουμε για την καταγωγή και την ζωή του Π.Γιαννόπουλου, αλλά συγχρόνως αξιολογεί το έργο του. Γράφει: «ο Περικλής Γιαννόπουλος είναι προϊόν του μύθου της Μεγάλης Ιδέας. Όπως οι ήρωες της μυθολογίας, ο Ίων, ο Ηρακλής, ο Θησέας. Η χειρονομία που τον ανέδειξε δεν ήταν πολιτική. Η αυτοκτονία του ήταν μια χειρονομία υπαρξιακή. Τραγικός ήρωας του εαυτού του έκανε κάτι μοναδικό. Μετέφρασε τη Μεγάλη Ιδέα στη γλώσσα της καλλιτεχνικής δημιουργίας»[42]. Γράφει  για τον πατριωτισμό του: «Τον αγαπάει τον εαυτό του ο Περικλής. Τυπικός Έλληνας. Κι επειδή τον αγαπάει, αγαπάει και τη γη που τον γέννησε. Ο πατριωτισμός, αν είναι ειλικρινής, ταυτίζεται με την φιλαυτία. Η φιλαυτία είναι ο πατριωτισμός της ιδιοφυΐας. Όποιος δεν την έχει είναι απλώς πολιτικός, κοινώς κυνικός»[43]. Καταλήγει : «Η αισθητική που προτείνει ο Γιαννόπουλος είναι η αισθητική της Ευρώπης του καιρού του. Είναι αντιευρωπαϊστής όσο είναι ο Σεζάν ή ο Βαν Γκογκ»[44].

Το 1953 κυκλοφόρησε το τεύχος 136 του περιοδικού «Ελληνική Δημιουργία» που διηύθυνε ο Σπύρος Μελάς. Περιέχει επιλογή από έργα του Π.Γιαννόπουλου, αναδημοσιεύσεις ποιημάτων των Κ.Παλαμά, Μ.Μαλακάση, Μυρτιώτισσας και δοκίμια των Σπύρου Μελά, Δημήτρη Τσάκωνα, Δημήτρη Βεζανή, Κλέωνος Παράσχου, Αρίστου Καμπάνη. Ο Σ.Μελάς γράφει «εγνώρισα από πολύ κοντά τον Γιαννόπουλο, με συνέδεσε μαζί του φιλία, μου είχε διαβάσει μερικά από τα έργα που έκαψε, πριν αυτοκτονήσει-διηγήματα καθαρής και αντιρεαλιστικής φαντασίας- και νομίζω πως κάτι μπορώ να πω για τη ζωή και το έργο του»(σελ.389).

Ο Δ.Τσάκωνας, με εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο,  τονίζει αντίθετα από τις φλογερές ελληνοκεντρικές αντιευρωπαϊκές διακηρύξεις του πως έχει διαμορφωθεί μέσα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Δεν είναι λαός, είναι αστός: «ο πρώτος αστός που γεννάει πνευματικά η Ελληνική Αριστοκρατία είναι ο Γιαννόπουλος. Δεν είναι Έθνος, δεν είναι Λαός, δεν είναι Παράδοσις, είναι Αριστοκρατία. Κι ακριβώς γιατί  δεν είναι λαός, γι’ αυτό δεν είναι Βυζάντιον. Είναι Γαλλία. Υπό Γαλλικήν οπτικήν και σύνεργά του τον Ιππόλυτο Ταιν και τον Μπαρρές, πλησιάζει τον αρχαίο κόσμο. «Εθνική» συνεπώς, ειδωλολατρική είναι η προϊστορία του και δεν έχει τίποτε παράλληλον προς το κοινοβιακόν φρόνημα του Λαού, ο Γιαννόπουλος δεν στεγάζεται εις την θαλπωρήν της Ελληνικής Ορθοδοξίας…Ο Γιαννόπουλος δεν ενδοσκοπείται. Έχει εξωστρέφειαν. Στερείται ηθικής αγωνίας. Ουδαμώς συλλαμβάνει την ταύτισιν ωραιότητος και αρετής. Ο αρχαίος κόσμος προεβάλλετο κυρίως έσωθεν και κατά τούτο προήγγειλε τον Χριστιανισμό. Δεν ήτο εξωστρέφεια, τοπίο ή γραμμή όπως τον κατάλαβε ο Γιαννόπουλος σπουδάζοντας την αρχαιότητα στην Γαλλία»(σελ.391). Τελικά ο Π.Γιαννόπουλος καταχωρείτο στην φιλελεύθερη παράδοση: «φιλελεύθερος ήταν ο Γιαννόπουλος με Γαλλική απόχρωση, μακριά απ’ την ψυχή του Αγωνιστού κι έξω απ΄την κοινοβιακή παράδοση του Γένους. Αισιόδοξος, Εστέτ και ωραιοπαθής, χωρίς το ιστορικό βάρος μιας πεσμένης Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητος από κάθε πένθος και κάθε οδύνη της ελληνικής Γης. Γεννήθηκε στο ελληνικό ύπαιθρο άστεγος, απολλώνιος της αισιοδοξίας και της χαράς. Και κατά τούτο ακριβώς εβίωσε επέκεινα της Ιστορίας, εις πλήρες αττικόν φως τας χιμαίρας του με ωραιοπάθειαν και μακαριότητα»(σελ.393).

Ο Κλέων Παράσχος επισημαίνει την λογική ασυνέπεια του αντιευρωπαϊσμού του Π.Γιαννόπουλου: «περιφρονεί την ευρωπαϊκή επιστήμη. Ωστόσο, στο εθνικιστικό κήρυγμα του, αναχωρεί από μια ιδέα της ευρωπαϊκής επιστήμης: Πιστεύει ότι η γεωγραφική διαμόρφωση και το κλίμα ενός τόπου απ’ τη μια, και η φυλή απ’ την άλλη, είναι οι δυο παράγοντες που προσδιορίζουν τους πολιτισμούς»(σελ.410). Όσον αφορά η αντίληψη για την υπεροχή της ελληνικής φυλής «αν η γνώμη αυτή δεν ήταν παρά ο αυθαίρετος δογματισμός ενός έξαλλου ελληνολάτρη και δεν είχε κανένα κάπως θετικό, συζητήσιμο έρεισμα»(σελ.411)  δεν θεμελιώνεται πουθενά και αναρωτιέται «που στηρίζει την πεποίθηση του για την κατωτερότητα των ευρωπαϊκών φυλών, εν σχέσει με την ελληνική;»(σελ.411). Η εξήγηση που δίνει είναι ότι ως άτομα και ως έθνη πάσχουμε από το σύμπλεγμα της κατωτερότητας «συνειδητά, μα περισσότερα ασυνείδητα αισθανόμαστε να μας πιέζει η υπεροχή του ευρωπαίου, και το καταθλιπτικό αυτό αίσθημα το εκδηλώνουμε κάθε τόσο, σε ξεσπάσματα που δεν είναι παρά η προσπάθεια, η μάταιη και απεγνωσμένη, γι’ αυτό και πιο τραγική, να τινάξουμε από πάνω μας τον ευρωπαϊκό ζυγό, δηλαδή να σπάσουμε και να ξεριζώσουμε από μέσα ορισμένο  σύμπλεγμα κατωτερότητος»(σελ.411). Σύμφωνα με τον Κ.Παράσχο «για τον Γιαννόπουλο το πρόβλημα του σημερινού ελληνισμού   είναι προ πάντων τούτο: καθάρισμα της ψυχής μας από το φραγκισμό, και καθάρισμα από τον χριστιανισμό. Αντί του Εσταυρωμένου ο Διόνυσος, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, αντί της αντιζωικής εβραικής ιδέας που σώζεται κατά την γνώμη του- αυτούσια στον χριστιανισμό, μα που δεν έχει ούτε στη Γραφή, ούτε στα Ευαγγέλια, αντιζωική, η ζωικότατα απολλώνια, ελληνική»(σελ.413).

Στο ίδιο τεύχος αναδημοσιεύεται η παλαιότερη μελέτη του Αρίστου Καμπάνη , που είχαν αναδημοσιεύσει τα «Νέα Γράμματα» όπου περιγράφει ορισμένα επεισόδια από την γνωριμία του με τον Π.Γιαννόπουλο, στην μια περίπτωση τον συνάντησε σε ένα καφενείο κάτω από την Ακρόπολη, στην δεύτερη περίπτωση αναφέρει την ιπποτική  αντιμετώπιση ενός επικριτικού σχολίου του.

 

Η γενιά του ’30 δεν πήρε τίποτε από τις εξαλλοσύνες του Περικλή Γιαννόπουλο: την εθνική αποκλειστικότητα, τον εθνικό απομονωτισμό,  την ατεκμηρίωτη απόρριψη συνολικά του ευρωπαϊκού πολιτισμού(«η Ευρώπη είναι φύσει άγρια», «ο Ευρωπαίος είναι φύσει βάρβαρος», «Δεν θα κρίνετε Σεις οι Φράγκοι- τα χθεσινά Αγριογούρουνα- Εμάς, αλλ’ Εμείς θα κρίνωμε Σας και τον Πολιτισμόν σας»), και την άρνηση του για κριτική αφομοίωση που τον έφερε σε διάσταση με τον Κ.Παλαμά. Βεβαίως όπως είδαμε από τις  κριτικές  αποτιμήσεις  του Τσάκωνα και του Παράσχου ο αντιευρωπαϊσμός του έχει ευρωπαϊκή θεμελίωση και εκφράζει έναν γενικότερο «επαρχιωτισμό» που προέρχεται από το γεγονός ότι η σύγκριση ανάμεσα στην Ευρώπη και το νεοελληνικό κράτος  έχει μελαγχολικά αποτελέσματα. Ο Π.Κονδύλης υποστήριξε ότι εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της χώρας θα θεραπεύσει τα σύνδρομα απογοήτευσης που δημιουργεί η απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα της χώρας μας και  αυτή της Ευρώπης(η οποία να σημειωθεί διατήρησε την παράδοση που διέπει τις πόλεις της αλλά και η αναλογία πρασίνου σε αυτές είναι πολύ καλύτερη από αυτή στις ελληνικές). Άλλωστε ο Γ.Σεφέρης και ο Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας διόλου δεν  επέλεξαν τον απομονωτισμό αλλά ήταν αυτοί που ανανέωσαν την τέχνη φέροντας τις μορφές του μοντερνισμού είτε στην ποίηση είτε στις εικαστικές τέχνες.

Η εμμονή στην διαφάνεια, στην διαύγεια, στην καθαρότητα της γραμμής θα εμπνεύσει τον Δ.Πικιώνη, τον Ο.Ελύτη, τον Γ.Σεφέρη.

Ο Π.Γιαννόπουλος  στο έργο του Ελληνική Γραμμή  αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά αυτά: «Φαντασθήτε ότι είσθε εις τα Προπύλαια Όλαι αι αρχιτεκτονικαί και γλυπτικαί λεπτομέρειαι, αι περίοδοι, αι φράσεις, αι λέξεις, αι τελείαι, τα κόμματα, οι τόνοι, τα πνεύματα, τα πάντα διαβάζονται ανέτως, όπως τα γράμματα κρατουμένης εφημερίδος εις τα χέρια σας. Είναι η εντελής Ελληνική των πάντων εις τα πάντα: Σαφήνεια. Η δύναμις λοιπόν του Φωτός, ο διαπερασμός αυτού, η διαφάνεια του αέρος, η διαυγέστατη Γραφή της Γραμμής είναι καταπληκτική. Εις οιονδήποτε ύψωμα και αν αναβήτε, βλέπετε ένα κόσμον ολόκληρον. Έχετε δια της οράσεως την αίσθησιν παντός ό,τι σας περιβάλλει…Η φυσική αυτή, διαυγέστατη Γραφή της Γραμμής, δεν είναι δυνατόν παρά να είναι η θεμελιώδης ιδέα, η θεμελιώδης βάσις, η αναπότρεπτος Ανάγκη προς την οποίαν θέλουσαι και μη θέλουσαι θα συμμορφωθούν αι Τέχναι όλαι. Εις την φυσικήν αυτήν βάσιν στηριζόμενος ο νους θα δημιουργήση το είδος της γραφής της Γραμμής, πρωτίστως εις την Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Αρχιτεκτονικήν και εις απάσας τας Τέχνας δι’ όλα ανεξαιρέτως τα αντικείμενα της ζωής. Και η γραμμή αυτή κατά φυσικήν ανάγκην ανάγκην θα είναι διαυγέστατη…Τι είναι, πως είναι, τι φωνάζει όλη αυτή η κοσμική ύλη; Πουθενά μαυρίλα, πουθενά θηριωδία, πουθενά πάλη, πουθενά μίσος, πουθενά κτηνωδία, πουθενά οξύτης, πουθενά χολή, πουθενά απαισιοδοξία, πουθενά τεραστιότης, πουθενά όγκος, πουθενά κόμπος, πουθενά ανάμιξις, πουθενά σύγχυσις, πουθενά θεομανία, πουθενά βαρυσοφία, πουθενά απελπισία, πουθενά βαρυθυμία, πουθενά καρηβαρία, πουθενά συλλογισμός. Παντού φως, παντού ημέρα, παντού τερπνότης, παντού ολιγότης, άνεσης, αραιότης παντού ευταξία, συμμετρία, ευρυθμία, παντού ημερότης, χάρις, ιλαρότης παντού παίγνιον ελληνικής σοφίας, διάθεσις γελαστική, ειρωνία Σωκρατική παντού φιλανθρωπία, συμπάθεια, αγάπη παντού ίμερος, πόθος άσματος, φιλήματος, παντού πόθος ύλης, ύλης, ύλης παντού ηδονή Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ωραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος παντού πέρασμα αέρος θουρίου, αέρος ορμής, αέρος αλκιμότητος, σφριγηλότητος και παντού μαζύ πέρασμα αέρος μελαγχολίας καλλονής, λύπης καλλονής, θρήνου θνήσκοντος Αδώνιδος. Και παντού αήρ φωτεινού θουρίου δένων τα μέλη και μαζύ αήρ φλογέρας λύων τα μέλη με ηδυπάθειαν. Και παντού πέρασμα αέρος φέρον ολοφυρμούς Αφροδίτης και μαζύ δυνατόν Σατυρικόν οξύ»[45]. Για να προσθέσει «ΕΑΡ και ΕΡΩΣ αμάραντα, αιώνια, αέναα;…ΟΛΑ ΦΩΣ!ΦΩΣ!ΦΩΣ!ΧΡΩΜΑ! ΧΡΩΜΑ! ΧΡΩΜΑ!Και την Νύκτα ακόμη τα πάντα κυανίζουν. Και αυται αι Νύκτες ακόμη πάντα κυανίζουν. Και αυταί αι Νύκτες είναι Νύκτες Κυάνιαι. Όλα ανοικτάόλα Ιλαράόλα Γαλήνιαόλα Εαρινά… Όλα Γλυκύτης. Όλα Ευμορφία. Όλα Ηδονή. Όλα Ηδυπάθεια»[46].

Ο Π.Γιαννόπουλος συμπεραίνει ότι «Ελληνική Ιστορία δεν υπάρχει. Δι’ αυτό βασιλεύει τοιαύτη σύγχυσις ιδεών εις όλα ανεξαιρέτως τα ιδικά μας πράγματα. Και δεν ήτον δυνατόν να υπάρχη ακόμη. Διότι έως χθες η μεγαλειτέρα και σπουδαιοτέρα εποχή του παρελθόντος μας, η Βυζαντινή, το Κλειδί προς νόησιν της αρχαίας, προς νόησιν της τωρινής Ελλάδος, προς νόησιν Ελληνισμού και Έλληνος, το είχε βυθίσει η Ευρώπη εις απύθμενον βάθος βορβόρου»[47]. Βεβαίως η σχέση του με τον χριστιανισμό είναι χρηστική. Τον αποδέχεται στον βαθμό που τον θεωρεί δημιούργημα του ελληνισμού ενώ απορρίπτει με οξύ τρόπο αφού στην «Έκκληση προς  το Πανελλήνιο Κοινό» αναφέρεται στον «αντεθνικό μοναστηριασμό» και «τεμπελχανικό καλογερισμό». Συγχρόνως αναφέρει ότι ο ελληνισμός έχει πολιτιστικά χαρακτηριστικά και εξ ανάγκης  αποκτά στρατιωτικά-πολεμικά, ενώ με τον ίδιο ποιητικό τρόπο επικρίνει την σύγχρονη κοινωνία που αποθεώνει την «μανιακή εργασία» και την οικονομία ώστε να καταλήγουμε στον «ληστρικόν Μπακαλοχρηματηστηριασμόν των πάντων».

 Η διαδρομή που διανύσαμε αποδεικνύει ότι το έργο και η προσωπικότητα του Π.Γιαννόπουλου δεν άφησε διόλου αδιάφορο τον στοχασμό. Η ασχολία της βενιζελογενούς γενιάς του 30 που συνδύασε μοντερνισμό και παράδοση αποδεικνύει ότι διαθέτει ένα πυρήνα λόγου ενδιαφέροντα, σημαντικό που μπορεί να γονιμοποιήσει νέες προσπάθειες. Βεβαίως προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να επικριθεί, κατά το παράδειγμα του Κ.Παλαμά και του Κ.Παράσχου, το μέρος του έργου του που οδηγεί στην εθνική απομόνωση και στον τυφλό αντιευρωπαϊσμό. Παρόλα αυτά οι πολιτικές επιρροές του δεν παράγουν ευθύγραμμα αποτελέσματα, με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος θαυμαστής του, κατά την διάρκεια της κατοχής και στα χρόνια που ακολούθησαν σε πολλές περιπτώσεις πορεύτηκε μαζί με την αριστερά.



[1] Π. Γιαννόπουλου, Άπαντα, «Η Ελληνική Γραμμή», σελ.102.

[2] Π.Γιαννόπουλου, «Έκκλησις προς το Πανελλήνιο κοινό». Αναφέρεται από τον Ι.Δραγούμη στο βιβλίο του Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες, εκδόσεις Ευθύνη-Αναλόγιο, Αθήνα 2000, σελ.122.

[3] Γιώργος Θεοτοκάς, Αναζητώντας  τη διαύγεια-δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εισαγωγή-επιμέλεια Δημήτρης Τζιόβας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005,σελ.189

[4] Ό. π. σελ. 190.

[5] Ό. π.σελ.190.

[6] Ό. π. σελ.190.

[7] Ό. π. σελ. 191.

[8] Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι-Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30 ,εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2021, σελ.164.

[9] Ό. π.. σελ. 165,166.

[10] Ό. π. σελ. 167,168.

[11] Ό. π. σελ. 171.

[12] Ό. π. σελ. 176.

[13] Ό. π. σελ.179.

[14] Ό. π. σελ.181.

[15] Ό. π. σελ.189.

[16] Ό. π. σελ. 190.

[17] Ό. π. σελ.193.

[18] Ό. π. σελ.196.

[19] Ό. π. σελ. 197.

[20] Γ.Σαραντάρης, ΕΡΓΑ-τα δημοσιευμένα από το 1933 έως το 1942,α’ τόμος, Εισαγωγή-επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2001, σελ. 135.

[21] Ό. π. σελ. 269.

[22] Ρένος Αποστολίδης, Περικλής Γιαννόπουλος, περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Σπορά Ελευθερίας-από ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Ήρκος και Στάντης Αποστολίδης, Αθήνα 2019,σελ.242.

[23] Ό. π. σελ. 245.

[24] Λεωνίδας Χρηστάκης,Περικλής Γιαννόπουλος- ο «τελευταίος των Αθηναίων,  εκδόσεις Σπηλιώτη, Αθήνα 2002, σελ.26.

[25] Ό. π. σελ.49.

[26] Έφη Γαζή, Άγνωστη χώρα- Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα,2020, σελ.133.

[27] Ό. π. σελ.138.

[28] Ό. π. σελ.145.

[29] Ό. π. σελ.151,152.

[30] Ό. π. σελ.183.

[31] Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, της  Σύγχρονα κάτοπτρα της ελληνικότητας-Ιδέες και Ιδεολογήματα στον 20ο αιώνα, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2021, σελ.61.

[32] Ό. π. σελ. 62.

[33] Ό. π. σελ. 69.

[34] Ό. π. σελ.71.

[35] Σωτήρης Γουνελάς, Η κρίση του πολιτισμού-κρίση του ανθρώπου-απώλεια του νοήματος, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 1997,σελ.273,274.

[36] Ό. π. σελ.275.

[37] Ό. π. σελ. 275.

[38] Ό. π. σελ.276,277.

[39] Ό. π. σελ. 284.

[40] Ό. π. σελ.287.

[41] Ό. π. σελ.292.

[42] Τάκης Θεοδωρόπουλος, Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης ,εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021, σελ.35.

[43] Ό. π. σελ.42.

[44] Ό. π. σελ.125.

[45] Π.Γιαννόπουλου, Ελληνική Γραμμή όπως δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού των Νέων Γραμμάτων, σελ.119,120,121.

[46] Ό. π. σελ.146,147.

[47] Ό. π. σελ. 23.