Επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εστία» το εξαιρετικό βιβλίο του Ρόδη Κανακάρη Ρούφου «Η Χάλκινη Εποχή», το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1960. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την μυθιστορηματική απόδοση της εποποιίας της ΕΟΚΑ, για τον αγώνα του κυπριακού Δαβίδ απέναντι στον βρετανικό Γολιάθ. Το βιβλίο είχε γραφεί από τον Ρούφο στα αγγλικά ως απάντηση σε αυτό του Λόρενς Ντάρελ «Πικρολέμονα» (1957), όπου εκεί ο, «προοδευτικός», Βρετανός πρόβαλε τις θέσεις της αυτοκρατορίας. Μάλιστα, ο βρετανικός εκδοτικός οίκος Heinemann λογόκρινε το βιβλίο του, το οποίο σήμερα κυκλοφορεί στη πλήρη του μορφή. Στη «Χάλκινη Εποχή» ο Ρούφος με τις αναμφισβήτητες συγγραφικές του ικανότητες, την ευρυμάθειά του, την άμεση γνώση των γεγονότων, αφού είχε υπηρετήσει την ίδια εποχή ως διπλωμάτης στη Λευκωσία, και, βεβαίως, την πατριωτική του φλόγα συνθέτει ένα άρτιο μυθιστόρημα με πυκνή αφήγηση. Ο κεντρικός χαρακτήρας –η εξιστόρηση γίνεται κυρίως σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τις σελίδες ενός ημερολογίου- είναι ένας μορφωμένος Κύπριος, με ανοιχτούς ορίζοντες, στέρεα γνώση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σχεδόν κοσμοπολίτης, που δεν έχασε όμως ποτέ τους δεσμούς του με την πατρίδα του. Άλλωστε, ανήκε στην γενιά, που βίωσε το πρώτο επαναστατικό σκίρτημα του1931 και την οδυνηρή συνέχεια: «Σα μαθητής έζησα τα εννιά χρόνια δικτατορίας που ακολούθησαν –χρόνια σκοταδιού και απελπισίας, όταν προσπαθούσαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε την εθνική μας καταγωγή απαγορεύοντας μας όχι μονάχα τη λέξη «Έλληνας», μα και τη χρήση ασπρογάλαζων μολυβιών». Γυρνώντας μετά από πολύχρονη απουσία στο νησί γίνεται καθηγητής και διδάσκει μαθητές που λίγο αργότερα με το θάνατό τους στο ικρίωμα των αποικιοκρατών θα καθαγιάσουν τον αγώνα για την ελευθερία. Η συναναστροφή μαζί τους, στην αρχή απλώς εκπαιδευτική και φιλική, στη συνέχεια μέσα στους κόλπους της ΕΟΚΑ, προσφέρει τη δυνατότητα παρουσίασης ενός ψυχογραφήματος της γενιάς της επανάστασης. Ταυτόχρονα, η επαφή του Αλέξη με εξέχοντα μέλη της ελίτ των αποικιοκρατών, δίνει την ευκαιρία της αναλυτικής και πολυεπίπεδης γνωριμίας μαζί τους. Με ματιά διεισδυτική και με ειλικρινή εκτίμηση στη ζωή και στον άνθρωπο, ο Ρούφος συλλαμβάνει επιδέξια τους συνδυασμούς των ψυχολογικών –συμπεριλαμβανομένων των ερωτικών- επιθυμιών, των κοινωνικών εξαναγκασμών αλλά και των ιστορικών επιλογών και δεσμεύσεων όπως εκδηλώνονται στις προσωπικές συμπεριφορές. Έτσι κατορθώνει να δημιουργήσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, και εντέλει να ανασυνθέσει πειστικά την εποχή. Πρωταρχικό μέλημα του συγγραφέα, όμως, είναι να βρει και να δώσει μια σαφή απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: γιατί ξεσηκώθηκαν οι φιλήσυχοι Κύπριοι απέναντι στους πανίσχυρους Βρετανούς και γιατί ήθελαν την Ένωση με την καθημαγμένη και ερειπωμένη Ελλάδα; Ή όπως το έγραφε πιο γλαφυρά ο Ντάρελ «Πως είναι δυνατό να θέλει ο Κύπριος την Ένωση; Απορούσαν όσοι Άγγλοι κάτοικοι της Κύπρου ήξεραν καλά την Ελλάδα. Εύλογη η απορία τους. Στρατιωτική θητεία στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις; Εξοντωτική φορολογία; Κακοδιοίκηση;». Ενώ, θα προσθέταμε, ο αντίπαλος διέθετε πέραν των όπλων και ένα πολιτισμικό παράδειγμα αρκούντως ελκυστικό για τους ιθαγενείς, ώστε οι τελευταίοι να θυσιάσουν ή να προσαρμόσουν την συλλογική τους ταυτότητα για να το απολαύσουν; Παρ’ όλα αυτά εμφανίστηκε «μια ράτσα νέα και γεμάτη υποσχέσεις μετά από μακρόχρονο λήθαργο, σαν εκείνη που συμβολίζει η Χάλκινη Εποχή του Ροντέν. Κι ο μόνος τους σκοπός και ιδεολογία, η μαγική λέξη πούδινε φτερά στη φαντασία τους, την ευγένεια αρχαίων κούρων στη στάση τους και νόημα στη ζωή τους, ήταν η Ένωση –Ένωση με την Ελλάδα, ελληνική ελευθερία. Καθαρός, αμάλαγος εθνικισμός σαν του δέκατου ένατου αιώνα ήταν η κινητήρια δύναμή τους. Αυτός μονάχος εξουδετέρωνε τις διαλυτικές επιδράσεις και τους εύκολους πειρασμούς της αποικιακής ζωής: την έλλειψη ευθύνης, το ραγιαδισμό, την παραδοπιστία και την πονηριά του ξετσίπωτου, ξεριζωμένου Λεβαντίνου». Ο ορθολογισμός, όμως, του συστηματικού, αλλά με εμπεδωμένη υπεροψία αιώνων, αποικιοκράτη δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η ταυτότητα ενός λαού μπορεί να είναι, εφόσον ο ίδιος έχει αυτή τη συνείδηση, πολυτιμότερη από τα «χρυσά δεσμά» που του προσφέρει η έξωθεν κυριαρχία. Επιπλέον δεν αντιλαμβανόταν ή δεν ήθελε να αντιληφθεί αυτό που οι δρώντες, ακόμη και οι απλοί και αγράμματοι χωρικοί, είχαν ως πεποίθηση. Ότι έκαναν το ίδιο που έκαναν και οι άλλοι Έλληνες εδώ και αιώνες: αγωνίζονταν για μια ελεύθερη ελληνική πατρίδα. «Βουνά και θάλασσες συγκροτούν τον κόσμο των Ελλήνων. Η ζωή μας, κι η ζωή των προγόνων μας, σπάνια γνώρισε ειρήνη και τον πλούτο, τη νυσταλέα γαλήνη των γόνιμων πεδιάδων. Σε καιρούς δύναμης αναζητήσαμε την περιπέτεια του πελάγου, σε καιρούς κατατρεγμού το καταφύγιο των ψηλών κορφών. Τη μεγάλη μας Επανάσταση την κέρδισαν βουνίσιοι αρματωλοί και θαλασσινοί κουρσάροι. Έτσι και τώρα, στην Κύπρο, στα βουνά τραβούσαμε εμείς οι κυνηγημένοι», σκέφτεται ο αντάρτης της ΕΟΚΑ, στο βιβλίο του Ρούφου. Η γενιά, επομένως, της κυπριακής επανάστασης είναι η ευθεία συνέχεια του απελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού έθνους, όπως αρχίζει να εκδηλώνεται στο μεταίχμιο του 18ου προς τον 19ο αιώνα. Είναι έκφραση του ίδιου επαναστατικού «πυρετού» που επιμένει για περίπου δύο αιώνες, και ξεσπά σχεδόν σε κάθε γεωγραφικό χώρο με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, που βρίσκεται υπό ξενική κατοχή. Με στόχο πάντοτε το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Ίσως μάλιστα ο αγώνας για την Ένωση στην Κύπρο να ήταν αυτός που έκλεισε οριστικά αυτόν τον κύκλο. Μετά από σχεδόν έξι δεκαετίες διαπιστώνουμε, όμως, ότι στον τρόπο που βλέπουμε το παρελθόν μας έχουν κυριαρχήσει ιδέες και απόψεις που στον πυρήνα τους είναι μεταλλάξεις της επιχειρηματολογίας των πρώην αποικιοκρατών ή εσχάτως ακόμη και των νεο-οθωμανών. Έτσι, ήταν επόμενο και τα παιδιά της «Χάλκινης Εποχής» να λησμονηθούν. Μάλλον, ήλθε η ώρα να τα ξαναθυμηθούμε…
Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012
Σωτήρη Δημόπουλου: Ρόδης Ρούφος, Η Χάλκινη Εποχή, το μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα
Επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εστία» το εξαιρετικό βιβλίο του Ρόδη Κανακάρη Ρούφου «Η Χάλκινη Εποχή», το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1960. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την μυθιστορηματική απόδοση της εποποιίας της ΕΟΚΑ, για τον αγώνα του κυπριακού Δαβίδ απέναντι στον βρετανικό Γολιάθ. Το βιβλίο είχε γραφεί από τον Ρούφο στα αγγλικά ως απάντηση σε αυτό του Λόρενς Ντάρελ «Πικρολέμονα» (1957), όπου εκεί ο, «προοδευτικός», Βρετανός πρόβαλε τις θέσεις της αυτοκρατορίας. Μάλιστα, ο βρετανικός εκδοτικός οίκος Heinemann λογόκρινε το βιβλίο του, το οποίο σήμερα κυκλοφορεί στη πλήρη του μορφή. Στη «Χάλκινη Εποχή» ο Ρούφος με τις αναμφισβήτητες συγγραφικές του ικανότητες, την ευρυμάθειά του, την άμεση γνώση των γεγονότων, αφού είχε υπηρετήσει την ίδια εποχή ως διπλωμάτης στη Λευκωσία, και, βεβαίως, την πατριωτική του φλόγα συνθέτει ένα άρτιο μυθιστόρημα με πυκνή αφήγηση. Ο κεντρικός χαρακτήρας –η εξιστόρηση γίνεται κυρίως σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τις σελίδες ενός ημερολογίου- είναι ένας μορφωμένος Κύπριος, με ανοιχτούς ορίζοντες, στέρεα γνώση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σχεδόν κοσμοπολίτης, που δεν έχασε όμως ποτέ τους δεσμούς του με την πατρίδα του. Άλλωστε, ανήκε στην γενιά, που βίωσε το πρώτο επαναστατικό σκίρτημα του1931 και την οδυνηρή συνέχεια: «Σα μαθητής έζησα τα εννιά χρόνια δικτατορίας που ακολούθησαν –χρόνια σκοταδιού και απελπισίας, όταν προσπαθούσαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε την εθνική μας καταγωγή απαγορεύοντας μας όχι μονάχα τη λέξη «Έλληνας», μα και τη χρήση ασπρογάλαζων μολυβιών». Γυρνώντας μετά από πολύχρονη απουσία στο νησί γίνεται καθηγητής και διδάσκει μαθητές που λίγο αργότερα με το θάνατό τους στο ικρίωμα των αποικιοκρατών θα καθαγιάσουν τον αγώνα για την ελευθερία. Η συναναστροφή μαζί τους, στην αρχή απλώς εκπαιδευτική και φιλική, στη συνέχεια μέσα στους κόλπους της ΕΟΚΑ, προσφέρει τη δυνατότητα παρουσίασης ενός ψυχογραφήματος της γενιάς της επανάστασης. Ταυτόχρονα, η επαφή του Αλέξη με εξέχοντα μέλη της ελίτ των αποικιοκρατών, δίνει την ευκαιρία της αναλυτικής και πολυεπίπεδης γνωριμίας μαζί τους. Με ματιά διεισδυτική και με ειλικρινή εκτίμηση στη ζωή και στον άνθρωπο, ο Ρούφος συλλαμβάνει επιδέξια τους συνδυασμούς των ψυχολογικών –συμπεριλαμβανομένων των ερωτικών- επιθυμιών, των κοινωνικών εξαναγκασμών αλλά και των ιστορικών επιλογών και δεσμεύσεων όπως εκδηλώνονται στις προσωπικές συμπεριφορές. Έτσι κατορθώνει να δημιουργήσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, και εντέλει να ανασυνθέσει πειστικά την εποχή. Πρωταρχικό μέλημα του συγγραφέα, όμως, είναι να βρει και να δώσει μια σαφή απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: γιατί ξεσηκώθηκαν οι φιλήσυχοι Κύπριοι απέναντι στους πανίσχυρους Βρετανούς και γιατί ήθελαν την Ένωση με την καθημαγμένη και ερειπωμένη Ελλάδα; Ή όπως το έγραφε πιο γλαφυρά ο Ντάρελ «Πως είναι δυνατό να θέλει ο Κύπριος την Ένωση; Απορούσαν όσοι Άγγλοι κάτοικοι της Κύπρου ήξεραν καλά την Ελλάδα. Εύλογη η απορία τους. Στρατιωτική θητεία στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις; Εξοντωτική φορολογία; Κακοδιοίκηση;». Ενώ, θα προσθέταμε, ο αντίπαλος διέθετε πέραν των όπλων και ένα πολιτισμικό παράδειγμα αρκούντως ελκυστικό για τους ιθαγενείς, ώστε οι τελευταίοι να θυσιάσουν ή να προσαρμόσουν την συλλογική τους ταυτότητα για να το απολαύσουν; Παρ’ όλα αυτά εμφανίστηκε «μια ράτσα νέα και γεμάτη υποσχέσεις μετά από μακρόχρονο λήθαργο, σαν εκείνη που συμβολίζει η Χάλκινη Εποχή του Ροντέν. Κι ο μόνος τους σκοπός και ιδεολογία, η μαγική λέξη πούδινε φτερά στη φαντασία τους, την ευγένεια αρχαίων κούρων στη στάση τους και νόημα στη ζωή τους, ήταν η Ένωση –Ένωση με την Ελλάδα, ελληνική ελευθερία. Καθαρός, αμάλαγος εθνικισμός σαν του δέκατου ένατου αιώνα ήταν η κινητήρια δύναμή τους. Αυτός μονάχος εξουδετέρωνε τις διαλυτικές επιδράσεις και τους εύκολους πειρασμούς της αποικιακής ζωής: την έλλειψη ευθύνης, το ραγιαδισμό, την παραδοπιστία και την πονηριά του ξετσίπωτου, ξεριζωμένου Λεβαντίνου». Ο ορθολογισμός, όμως, του συστηματικού, αλλά με εμπεδωμένη υπεροψία αιώνων, αποικιοκράτη δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η ταυτότητα ενός λαού μπορεί να είναι, εφόσον ο ίδιος έχει αυτή τη συνείδηση, πολυτιμότερη από τα «χρυσά δεσμά» που του προσφέρει η έξωθεν κυριαρχία. Επιπλέον δεν αντιλαμβανόταν ή δεν ήθελε να αντιληφθεί αυτό που οι δρώντες, ακόμη και οι απλοί και αγράμματοι χωρικοί, είχαν ως πεποίθηση. Ότι έκαναν το ίδιο που έκαναν και οι άλλοι Έλληνες εδώ και αιώνες: αγωνίζονταν για μια ελεύθερη ελληνική πατρίδα. «Βουνά και θάλασσες συγκροτούν τον κόσμο των Ελλήνων. Η ζωή μας, κι η ζωή των προγόνων μας, σπάνια γνώρισε ειρήνη και τον πλούτο, τη νυσταλέα γαλήνη των γόνιμων πεδιάδων. Σε καιρούς δύναμης αναζητήσαμε την περιπέτεια του πελάγου, σε καιρούς κατατρεγμού το καταφύγιο των ψηλών κορφών. Τη μεγάλη μας Επανάσταση την κέρδισαν βουνίσιοι αρματωλοί και θαλασσινοί κουρσάροι. Έτσι και τώρα, στην Κύπρο, στα βουνά τραβούσαμε εμείς οι κυνηγημένοι», σκέφτεται ο αντάρτης της ΕΟΚΑ, στο βιβλίο του Ρούφου. Η γενιά, επομένως, της κυπριακής επανάστασης είναι η ευθεία συνέχεια του απελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού έθνους, όπως αρχίζει να εκδηλώνεται στο μεταίχμιο του 18ου προς τον 19ο αιώνα. Είναι έκφραση του ίδιου επαναστατικού «πυρετού» που επιμένει για περίπου δύο αιώνες, και ξεσπά σχεδόν σε κάθε γεωγραφικό χώρο με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, που βρίσκεται υπό ξενική κατοχή. Με στόχο πάντοτε το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Ίσως μάλιστα ο αγώνας για την Ένωση στην Κύπρο να ήταν αυτός που έκλεισε οριστικά αυτόν τον κύκλο. Μετά από σχεδόν έξι δεκαετίες διαπιστώνουμε, όμως, ότι στον τρόπο που βλέπουμε το παρελθόν μας έχουν κυριαρχήσει ιδέες και απόψεις που στον πυρήνα τους είναι μεταλλάξεις της επιχειρηματολογίας των πρώην αποικιοκρατών ή εσχάτως ακόμη και των νεο-οθωμανών. Έτσι, ήταν επόμενο και τα παιδιά της «Χάλκινης Εποχής» να λησμονηθούν. Μάλλον, ήλθε η ώρα να τα ξαναθυμηθούμε…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου