Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Απεβίωσε ο Γιώργος Χατζόπουλος, των εκδόσεων ΚΑΛΒΟΣ, ένα πολύτιμο κεφάλαιο των εκδόσεων, της ελληνικής αριστεράς, του ελληνισμού

 


Από τον Δημήτρη Δημόπουλο -του Εναλλακτικού Βιβλιοπωλείου και των εκδόσεων Κουκίδα - μάθαμε πριν λίγο ότι απεβίωσε ο Γιωργος Χατζόπουλος. Μαζί με αυτόν κλείνει ένα απο τα πιο σημαντικά , τα πιο πολύτιμα κεφάλαια όχι μόνο του εκδοτικού χώρου αλλά και της ελληνικής αριστεράς και του ελληνισμού. Τον γνώρισα από τον κοινό μας φίλο και έξοχο νομικό Παναγιώτη Πρωτοπαππά αλλά και από τον Γιώργο Καραμπελιά. Ο Γιώργος Χατζόπουλος υπήρξε για ένα μεγάλο διάστημα ο υπεύθυνος του περιοδικού της φοιτητικής αριστεράς "Πανσπουδαστική". Σε αυτό έκαναν τα πρώτα τους βήματα στοχαστές που στην συνέχεια διακρίθηκαν, καθόρισαν και καθορίζουν τα πνευματικά μας πράγματα: ο Παναγιώτης Κονδύλης, η Ιωάννα Τσιβάκου, ο Στέλιος Ράμφος, ο Γιάννης Καλεώδης-Καλιόρης, ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης. Υπήρξε επιστήθιος φίλος του Σωτήρη Πέτρουλα, τις επιστολές του οποίου μας παρέδωσε και δημοσιεύσαμε. Μετά την αποχώρηση του από την Δ.Ν.Λαμπράκη προσχώρησε στους Φίλους Νέων Χωρών του ιστορικού Νίκου Ψυρούκη. Η χούντα τον συνέλαβε και τον εξόρισε στην Γυάρο. Μετά την απελευθέρωση του ξεκίνησε κάτω από την σκιά του αστυνομικού κράτους τις εκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ, που μας έδωσαν μια σειρά από σημαντικούς τίτλους, αλλά συγχρόνως υπήρξε κέντρο αντιχουντικής δραστηριότητας. Από την εποχή της ΠΑΝΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗΣ γνώριζε τον Τάκη Κονδύλη, τον οποίο κάλεσε να συνεργαστούν στις εκδόσεις. Εκεί θα μεταφράσει ορισμένα σπουδαία έργα όπως την "Επανάσταση των Διευθυντών" του J.Burnham , την Ιδεολογία του J.Plamenatz, και βέβαια τα έργα του Μακιαβέλλι, η εισαγωγή του οποίου είναι μια αυτόνομη μελέτη. Για πρώτη φορά βρέθηκα στον ΚΑΛΒΟ όταν πολύ νέος πήγα να αλλάξω ένα αντίτυπο του βιβλίου του Ρ.Αρόν "Βιομηχανική Κοινωνία". Στο διάστημα αυτό επίσης όταν ο Γιώργος Χατζόπουλος έμενε στο Νέο Ηράκλειο έβγαζε την εφημερίδα Πρωτοπορία. Ήταν ένας ευχάριστος συνομιλητής με σημαντικές γνώσεις. Εκτιμώντας ίσως την προσπάθεια που έκανα για να αναδείξω το έργο του Παναγιώτη Κονδύλη μου έδωσε και δημοσίευσα στο blog μου τις επιστολές τους. Στο πλαίσιο αυτό είχε καλέσει στο σπίτι του τον παλιό φίλο του Κονδύλη, τον νομικό Αντώνη Λαυράντωνη, όπου μαζί με τον Ρευμόνδο Πετρίδη διαβάσαμε τις επιστολές του Κονδύλη προς τον Λαυραντώνη. Επίσης μου είχε χαρίσει κάποια από τα βιβλία του ΚΑΛΒΟΥ που παρουσιάζω.

Μία από τις τελευταίες δημόσιες παρουσίες του ήταν η συμμετοχή του στο αφιέρωμα του COSMOTE/HISTORY στον Παναγιώτη Κονδύλη.

Θα μας μείνει αξέχαστος, η μνήμη του αιώνια.
Σπύρος Κουτρούλης, 23.2.2025.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Κωνσταντίνου Τσάτσου, Ο σύγχρονος κόσμος, εκδόσεις των Φίλων,1996

 


Τα δοκίμια του Κ.Τσάτσου με τον τίτλο «Ο σύγχρονος κόσμος», κυκλοφόρησαν το 1996 από τις εκδόσεις των Φίλων. Αφετηρία του, είναι η αναζήτηση του νοήματος της ελευθερίας, που καταλήγει στην παραδοχή της αλληλεξάρτησης εσωτερικής και εξωτερικής ελευθερίας. Η κοινωνική ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα  δικαιώνονται όταν θεωρηθούν «ως βασικός όρος για την ανάπτυξη της ουσιαστικής, δηλαδή της εσωτερικής ελευθερίας, της αυτονομίας του ανθρώπου, της έξω από κάθε εξωτερικό, αιτιοκρατικό προσδιορισμό δύναμης του να κρίνη, να συγκρίνη, να αξιολογή και σύμφωνα με την αξιολόγηση αυτή να γινώσκη, να πράττη και να δημιουργή. Η εξωτερική ελευθερία είναι η απαραίτητη θεραπαινίδα της εσωτερικής ελευθερίας. Η ελευθερία με άλλα λόγια έχει τη ρίζα της στον εσωτερικό κόσμο. Ο άνθρωπος που αγαπά την ελευθερία δεν μπορεί να σταματήση στον αναβαθμό της εξωτερικής κοινωνικής ελευθερίας, αλλά πρέπει να προχωρήση στο τέρμα, στον εσωτερικό άνθρωπο και εκεί μέσα του να γίνη ελεύθερος»[1].  Διαπιστώνει ότι τα κομμουνιστικά καθεστώτα αντικατέστησαν την ρευστή οικονομική ολιγαρχία της αστικής κοινωνία με μια ολιγαρχία που θεμελιώνεται πάνω στην πολιτική κυριαρχία. Καταλήγει ότι η «ελευθερία αποτελεί την υπαρξιακή υπόσταση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος υπάρχει για να είναι ελεύθερος. Ελεύθερος πρώτα μέσα του. Ελεύθερος στην κοινωνική του συμβίωση. Και είναι τότε κοινωνικά ελεύθερος, όταν οργανώνει τη συμβίωσή του έτσι ώστε να μην τσαλαπατά ο ένας την ελευθερία του άλλου, όταν, με άλλα λόγια, ζει υπακούοντας σε νόμους θεσπισμένους από το σύνολο και περιορίζει με δικαιοσύνη την ελεύθερη δράση του καθενός»[2].

Ο προβληματισμός για το μέλλον της δημοκρατίας έχει αφετηρία την ελευθερία: «σκοπός του ανθρώπου, των ανθρώπινων συνόλων, της ανθρωπότητας, είναι, κατά τη γνώμη μου, αν θέλωμε μόνο με μια λέξη να τον εκφράσωμε, η ελευθερία. Και ελευθερία σημαίνει τη δυνατότητα να αναπτύξη στον ανώτατο βαθμό τις δημιουργικές του δυνάμεις, στη θεωρία και στην πράξη, στην επιστήμη και στην τεχνική, σε κάθε είδους έλλογο και άλογο ετασμό αφ’ ενός και αφ’ ετέρου στην ατομική, κοινωνική, πολιτειακή και υπερπολιτειακή του δραστηριότητά…Ο άνθρωπος πρέπει και ως άτομο και ως μέλος ποικίλων κοινοτήτων να είναι ελεύθερος. Πρέπει ως άτομο να επιδιώκη την μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία υπό την έννοια που προκαθωρίσαμε, αλλά και ως μέλος ποικίλων κοινοτήτων. Διότι υπάρχουν αξίες που πραγματώνονται μόνο από άτομα, άλλες που πραγματώνονται και από άτομα και από σύνολα ατόμων και άλλες που μόνο σύνολα ατόμων μπορεί να πραγματώσουν»[3].

Η πολιτική και κοινωνική ελευθερία είναι ένα αδιαχώρητο σύνολο με την δημοκρατία: «η ελευθερία, ως το ανώτατο αγαθό, είναι αδιανόητη χωρίς κοινωνική ελευθερία και η κοινωνική ελευθερία αδιανόητη χωρίς την πολιτική ελευθερία, χωρίς τη συμμετοχή του κάθε ατόμου στη δραστηριότητα του συνόλου, που πρέπει να είναι η συνισταμένη των βουλήσεων όλων των ατόμων που το απαρτίζουν. Υπό την έννοια αυτή η  ιδανική πολιτεία πρέπει να είναι μια ιδανική δημοκρατία, μια πολιτεία ιδανική ελεύθερων, δημοκρατικά οργανωμένων, ανθρώπων, αφού η ύπατη εξουσία ανήκει στον δήμο, δηλαδή στο κοινωνικό σύνολο. Σκοπός μας επομένως πρέπει να είναι μια ιδανική δημοκρατία ελεύθερων ανθρώπων»[4]. Πρόσθετες  προϋποθέσεις της δημοκρατίας είναι η ύπαρξη των εθνών και η ποιότητα της παιδείας.

Σημαντική είναι η παρατήρηση του Κ.Τσάτσου: «η δημοκρατία πρέπει επομένως να είναι ισχυρότερη από το κεφάλαιο το εθνικό ή το πολυεθνικό και ισχυρότερη από τον συνδικαλισμό τον εθνικό ή τον διεθνή και να ρυθμίζη τη θέση τους έτσι ώστε να ωφελήται το σύνολο –αλλά να δημιουργή περισσότερα και το κάθε άτομο –να καταλαμβάνη το καθένα τη θέση στην οποία δικαιούται»[5]. Η δημοκρατίες επιπλέον για να είναι στέρεες πρέπει να είναι αυτάρκεις δηλαδή να μπορούν εξασφαλίσουν την υλική τους διατροφή και άμυνα. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που συνηγορεί στην ένωση της Ευρώπης: «καμμιά σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν διαθέτει αυτό το ελάχιστο όριο αυτάρκειας μόνη της. Αυτάρκεια έχουν μόνο οι τρεις μεγάλοι όγκοι των Σοβιέτ, των ΗΠΑ και της Κίνας. Γι’ αυτό η Ευρώπη για να επιζήση, και για να επιζήση μαζί της η πραγματική δημοκρατία, χρειάζεται να συγκροτηθή σε μια ενότητα που να μπορεί να εξασφαλίση σχετικά την οικονομική της αυτοδυναμία και την άμυνα…η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία, όταν επιτευχθή, δεν μπορεί παρά να είναι συνομοσπονδία δημοκρατιών»[6].

Υποδειγματική νομική και η πολιτειολογική μελέτη είναι το δοκίμιο του Κ.Τσάτσου «Τρομοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου», που εκφωνήθηκε το 1986 στην Ακαδημία του Μαρόκου. Η ριζική και απόλυτη εναντίωση στην τρομοκρατία εξομαλύνεται και μπορεί να αναγνωρισθεί ως νόμιμη κάτω από αυστηρούς όρους: «θεωρούμε πως κάθε τρομοκρατική πράξη, που δεν είναι αποτέλεσμα πολέμου μεταξύ Κρατών είναι παράνομη, εκτός από τις περιπτώσεις όπου διαπράττονται για να προστατευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και που η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι αδύνατη ή μάταιη. Ανάμεσα σ’ αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα το πιο βασικό δικαίωμα είναι αυτό που διεκδικεί η κάθε κοινότητα, το δικαίωμα να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο κράτος….Αλλά μια ένωση ανθρώπων για να έχει το δικαίωμα να αποκατασταθεί σε ανεξάρτητο και αυτόνομο Κράτος, θα πρέπει προηγουμένως να συγκροτηθεί σε κοινότητα. Θα πρέπει να έχει δική της κοινή συνείδηση, που προέρχεται από τη θρησκευτική ταυτότητα, από όμοια γλώσσα, από αρχαίες παραδόσεις, από όμοια ήθη και έθιμα, γενικά από σύνολο χαρακτηριστικών που εκφράζουν αυτή την ταυτότητα της κοινής συνείδησης και τέλος από την κοινή και δυναμική θέληση να συγκροτηθεί σε αυτόνομο και ανεξάρτητο κράτος. Σε παρόμοιες κοινότητες αναγνωρίζομε το δικαίωμα να αγωνίζονται για καινούργια  πατρίδα, κοινότητες μαχητών για την απελευθέρωση ενός εδάφους που ήταν και που θα είναι το μελλοντικό τους Κράτος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να τις μεταχειριζόμαστε ως νέον κράτος, μια κοινότητα που εξελίσσεται να γίνει νέον κράτος. Παρόμοιες κοινότητες υπερασπίζονται ένα υπέρτατο δικαίωμα. Αντίθετα αρνούμεθα αυτό το δικαίωμα σε αντάρτες που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με το Κράτος προς το οποίο στασιάζουν και απολαμβάνουν μέσα στο ήδη συγκροτημένο Κράτος όπου ανήκουν όμοια δικαιώματα με όλους τους άλλους πολίτες και που, παρ’ όλην αυτή την ταυτότητα, επιθυμούν να διαχωρισθούν απ’ αυτό το Κράτος, είτε κάτω από την επίδραση αντιλήψεων που δεν έχουν καθόλου κοινωνικό ή ψυχολογικό θεμέλιο, είτε κάτω από παρακινήσεις που προέρχονται από το εξωτερικό. Οι αντάρτες, υπήκοοι ενός Κράτους δεν μπορούν να επικαλούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και υπόκεινται, αν διαπράττουν τρομοκρατικές πράξεις, στον ποινικό νόμο της χώρας από την οποία θέλουν να διαχωρισθούν»[7].

Πως ερμηνεύεται  η τρομοκρατία, οι πράξεις βίας μέσα στο δίκαιο του πολέμου; «κάθε πράξη βίας είναι εγκληματική. Υπάρχουν όμως πράξεις βίας τις οποίες επιτρέπει το δίκαιο του πολέμου, που διαπράττονται από συγκροτημένο ήδη Κράτος αλλά επίσης από κάθε ανθρώπινη ομάδα η οποία διεκδικεί την ανεξαρτησίας της και πάντα μέσα στα όρια που το δίκαιο του πολέμου θέσπισε με διάφορες συνθήκες. Αυτές τις πράξεις τις ονομάζω νόμιμες. Ενώ τις πράξεις βίας δηλ. την τρομοκρατία που διαπράττεται έξω από τα όρια που καθώρισαν αυτές οι συνθήκες τις ονομάζω παράνομες. Υπάρχει λοιπόν μια τρομοκρατία lato sensu θεμιτή με ευρεία έννοια που την παραδέχεται εν μέρει το δίκαιο του  πολέμου και μια τρομοκρατία stricto senso που παραβαίνει τους κανόνες του δικαίου και που είναι παράνομη»[8]. Δίχως αμφιβολία είναι παράνομη η βία που στρέφεται εναντίον ατόμων που δεν «σχετίζονται με τα ενδιαφερόμενα μέρη» ή «να διαταράξουν τη δημόσια τάξη άλλων Κρατών που δεν έχουν άμεση ανάμιξη στη σύρραξη»[9].

Στο δοκίμιο «Η επιστροφή στα έθνη» βλέπει ότι ο κομμουνισμός ως ιδεολογία διεθνιστική τελικά «συζή με την ιδέα του έθνους» και το έθνος ξανακερδίζει την θέση του στον κόσμο. Αλλά όμως, δυστυχώς, «όπως όλες οι πολυμεταχειρισμένες λέξεις, και η λέξη «έθνος» εφθάρη. Εφθάρη από τους λεγόμενους εθνικιστές. Από αυτούς που καπηλεύονται το έθνος. Όταν την εξεστόμιζαν το 1793 στο Βαλμύ οι ξυπόλητοι στρατιώτες της Γαλλικής Δημοκρατίας, συγκίνησαν όλη την καλλιεργημένη Ευρώπη, τον Γκαίτε, τον Κάντ, τον Φίχτε, υπηκόους κρατών που πολεμούσαν τη Γαλλία. Όταν την εξεστόμισαν ο Μουσσολίνι και ο Χίτλερ, τη λέρωσαν σε τέτοιο σημείο που κάθε άνθρωπος που σέβονταν τον εαυτό του δεν μπορούσε πια να την μεταχειρισθή. Και όμως, πέρα από τη φθορά της λέξης, το έθνος είναι ένα βασικό ιστορικό φαινόμενο που ο καθένας πρέπει καλά να νοιώση τι σημαίνει, ώστε ούτε οι κούφιοι εθνικισμοί, ούτε οι κούφιοι διεθνισμοί να μην μπορούν να τον επηρεάσουν»[10].

Τα έθνη μας ενδιαφέρουν στον βαθμό που δημιουργούν πολιτισμό, αλλά «για να μην υπάρχουν εσωτερικές  ανωμαλίες, είναι ανάγκη έθνος και κράτος να συμπίπτουν. Κάθε έθνος να αποτελεί μια ανεξάρτητη πολιτεία και κάθε ανεξάρτητη πολιτεία να έχη ως περιεχόμενο ένα έθνος. Κάθε έθνος που έχει δημιουργικές δυνάμεις, πρέπει να αναγνωρισθή ως μια ανεξάρτητη πολιτεία από όλες τις άλλες. Τότε  μόνο και η παγκόσμια κοινωνία θα πάρη την τελειότερη μορφή της. Τα έθνη αυτά που συγχρόνως θα είναι κράτη, θα αμιλλώνται μεταξύ τους, μπορεί και να συγκρούωνται, αλλά τελικά το κοινό συμφέρον θα αναγκάση τα κράτη να κάνουν αυτό που, χιλιετηρίδες πριν, έκαναν τα άτομα, όταν καταργήσανε την αυτοδικία και καταστήσανε μια πολιτική εξουσία, που ρυθμίζει λίγο ή πολύ όλη τη ζωή μας. Στο τέλος, κοινό έργο όλων των πολιτειών θα είναι η παγκόσμια αυτή τάξη και της τάξης αυτής μόνιμα και απόλυτα υποκείμενα θα είναι τα έθνη»[11].

Το δοκίμιο του «η κίνηση των ιδεών: περί βλακείας» θυμίζει το ανάλογο διάσημο δοκίμιο του Ε.Λεμπέση για την μεγάλη κοινωνική των βλακών στην σύγχρονη ζωή. Γράφτηκε το 1966 και είναι μια αφορμή για την διπλή καταδίκη του κομμουνισμού και όσων υπερασπίζονται χωρίς διάκριση το κρατούν καθεστώς. Συμπεραίνει «η εκμετάλλευση της βλακείας από τους κοινωνικά και πνευματικά ισχυρότερους, σαν μόνιμο και γενικό φαινόμενο, δεν είναι προνόμιο του κομμουνισμού. Όλοι όσοι, είτε με βάση τη θρησκεία, είτε την ιδιοκτησία, είτε την στρατιωτική δύναμη, εξουσίασαν τις κοινωνίες, εκμεταλλεύθηκαν την βλακεία. Από αυτήν αντλούσαν τουλάχιστον τόσα πλεονεκτήματα, όσα και από την εκμετάλλευση  της αρετής και της ευφυΐας»[12]. 

Ο Κ.Τσάτσος διαπιστώνει ότι όταν και όπου ο ελληνισμός λειτουργεί  και συνεργάζεται ομαδικά σαν ενιαίο σύνολο επιτυγχάνει: «λαμπρός είναι ο Έλληνας σε στιγμές που γεννιέται μια ομαδική ψυχολογία. Τότε, σε μιάν έξαρση πραγματικά θαυμαστή, συγχωνεύει το άτομο του μέσα στο σύνολο. Τότε γίνεται υπερήφανος, τότε η αυταπάρνηση του, η αλληλεγγύη του, η ευγένεια του, τον υψώνουν σε δυσπρόσιτες ηθικές κορυφές»[13].

Αντίθετα ο ατομικισμός είναι η αιτία πολλών δεινών που έχουμε υποστεί: «οι ηθικές εντολές είναι πολλές, αλλά ο ηθικός νόμος είναι ένας: να σέβεσαι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου την ανθρωπιά. Ο ηθικός νόμος περιορίζει το εγώ του εκεί που το εγώ του άλλου πρέπει να αρχιζη. Ο Έλληνας δεν ανέχεται περιορισμούς στο εγώ του. Επι τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα –άμα ξεχωρίσης τις σύντομες περιόδους των μεγάλων εξάρσεων, οπόταν φθάνει σε αξεπέραστα ύψη αυτοθυσίας και αυταπάρνησης – με το ανυπόταχτο εγώ του καταλύει πόλεις και πολιτείες και μακρόπνοες κοινές προσπάθειες τους  έθνους ολόκληρου. Κατακερματίζει εν χρόνω και χώρω την ισχυρήν εκείνη ενότητα και συνέχεια, χάρη στην οποία η Ρώμη κυριάρχησε στον αρχαίο κόσμο και άλλοι λαοί στους νεώτερους χρόνους»[14].

 Η ενότητα της Ευρώπης είναι μια πολιτική αναγκαιότητα και ένα ιδανικό που θεμελιώνεται στο νόημα και την ερμηνεία του πολιτισμού . Αφετηρία είναι η παραδοχή της πρωταρχίας του λόγου και της αξίας του ανθρώπου ως φορέα του λόγου. Αυτό όμως  «δεν σημαίνει απολυταρχία του Λόγου. Δεν σημαίνει ότι παραμερίζεται η αίσθηση και η διαίσθηση. Δεν σημαίνει ότι παραμερίζεται η αίσθηση και η διαίσθηση. Δεν σημαίνει ότι λείπουν οι δυνάμεις του υποσυνείδητου. Σημαίνει ότι ο λόγος πρωτεύει, ότι αυτός συντονίζει, αλλά και περιορίζει κάθε άλλη δύναμη της ψυχής και του πνεύματος και τις διατηρεί όλες, ισορροπώντας τις αδιάκοπα αναμεταξύ τους»[15]. Η Τεχνική στο πλαίσιο αυτό είναι συνέχεια του λόγου, η εφαρμογή της επιστήμης, η απελευθέρωση από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου: «είναι ένα μέσον ελευθερίας. Το αν αφελείς θαμβωθήκανε από το μέσον και ξέχασαν το σκοπό, δηλαδή την ελευθερία, σ’ αυτό δεν φταίει η τεχνική με  τη ραγδαία της πρόοδο. Αλλά ούτε και μπορεί αυτή η έκπληξη να διαρκέση επ’ άπειρο. Ο άνθρωπος σιγά-σιγά θα συνέλθη, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορή να διακρίνη πότε τα τεχνικά επιτεύγματα είναι πρόσφορα μέσα για τον αμετακίνητο σκοπό της ελευθερίας του ανθρώπου και πότε υπάρχει κίνδυνος να τον υποδουλώσουν, αν δεν δαμασθούν»[16]. 

Απέναντι στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ η Ευρώπη θα πρέπει να γίνει μια «οικονομική μονάδα, αυτάρκης σε δύναμη και σε τεχνικόν οπλισμό», να οικοδομήσει την πολιτική ένωση των λαών της «χωρίς να αποβάλουν τις εθνικές των ιδιοτυπίες»[17], με δημοκρατική οργάνωση και ισοτιμία των πολιτών και των εθνών. Η τέχνη καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στον λογικό και στον άλογο, το κλασσικό και το ρομαντικό, τείνει στην μεσότητα όπως φαίνεται στη σύγχρονη ζωγραφική και «σε κορυφαίους εκπροσώπους της σύγχρονης ποίησης, όπως ο Ezra Paund και ο ώριμος Σεφέρης»[18]. Ρίζα και θεμέλιο της Ευρώπης είναι «ο ελεύθερος άνθρωπος, η ελεύθερη κοινωνία, η ελεύθερη συνείδηση, η ελεύθερη σκέψη, η ελεύθερη καρδιά-ο ευρωπαίος άνθρωπος, ο ακαταπόνητος ζητητής της αλήθειας και του ωραίου, ο εχθρός της στατικότητας, ο δυναμικός οδοιπόρος προς νέους κόσμους»[19].

Ο Τσάτσος ξεκινά από την ελληνική σκέψη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη για να φτάσει στον Μονταίν, στον Ρακίνα, στον Σαίξπηρ, στον Ρίλκε, στον Βαλερύ, στο Γκαίτε,στο Μολιλερο, στον Κάντ, στον Χαίλντερλην. Το ελληνικό μέτρο «υπήρξε πάντοτε η αναγνώριση της αντίφασης και η απόφαση να διατηρηθεί η αντίφαση αυτή, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε»[20].

Η ανατολική Ευρώπη δεν είναι μακριά από την Ευρώπη: «από τον Έλβα ως τα Ουράλια και ως τον Εύξεινο Πόντο έχομε λαούς που αναμφισβήτητα ανήκουν στον ευρωπαϊκό κόσμο. Από αυτούς άλλοι έχουν κοινές θρησκευτικές ρίζες με τα δυτικά χριστιανικά δόγματα και άλλοι έχουν τις ρίζες τους στην Ορθοδοξία του Βυζαντίου. Και θα ήθελα εδώ να τονίσω πως κανένας λαός ευρωπαϊκός δεν είναι εμποτισμένος με τον χριστιανικό μυστικισμό όσο ο ρωσικός, από τον απλό μουζίκο ως τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόη. Αλλά και όλα τα άλλα γνωρίσματα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού τα βρίσκουμε σε αυτούς τους λαούς, σε μέτρο που μας επιβάλλει να θεωρούμε  ότι ανήκουν στην ίδια πολιτιστική οικογένεια  με τους λαούς της δυτικής Ευρώπης. Μπορεί ειδικώτερα ο ρώσικος λαός να είναι εγγύτερος προς τις άλογες ψυχικές δυνάμεις που πηγάζουν από ένα τμήμα του ασιατικού κόσμου. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο ρωσικός λαός ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Τα θεμέλια του πολιτισμού τους είναι ευρωπαϊκά»[21]. Αλλά το γεγονός ότι υπάρχει μια πολιτική δομή που έχει καταργήσει την δημοκρατία, την πολιτική βούληση του ατόμου, την πνευματική ελευθερία δημιουργεί ένα αξεπέραστο κώλυμα για «τη σύνδεση των δύο κόσμων, του ανατολικού και του δυτικού»[22]. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η «Ευρωπαϊκή κοινότητα είναι δημοκρατία και κάθε μέλος της πρέπει να είναι δημοκρατία, δηλαδή να έχει πολίτευμα που κατοχυρώνει ουσιαστικά τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες»[23].Μετά την πολιτική ενότητα, το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η «κοινή  στρατιωτική άμυνα».

 

 



[1] Κ.Τσάτσος, Ο σύγχρονος  κόσμος, τέταρτη έκδοση, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1996, σελ.9.

[2] Ό. π. σελ.17.

[3] Ό. π. σελ.18.19.

[4] Ό. π. σελ.20.

[5] Ό. π. σελ.27.

[6] Ό. π. σελ. 29.

[7] Ό. π. σελ.48,49.

[8] Ό. π. σελ. 50.

[9] Ό. π. σελ.51.

[10] Ό. π. σελ. 59.

[11] Ό. π. σελ. 61.

[12] Ό. π. σελ. 99.

[13] Ό. π. σελ. 112.

[14] Ό. π. σελ.113.

[15] Ό. π. σελ. 126.

[16] Ό. π. σελ.128.

[17] Ό. π. σελ. 129.

[18] Ό. π. σελ. 131.

[19] Ό. π. σελ. 142,

[20] Ό. π. σελ.162.

[21] Ό. π. σελ.180.

[22] Ό. π. σελ.180.

[23] Ό. π. σελ.180,181.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Κ.Τσάτσου: Η ζωή σε απόσταση, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2007

 


Το έργο «Η ζωή σε απόσταση» με πρόλογο του Κώστα Τσιρόπουλου  περιλαμβάνει αφορισμούς, ένα δύσκολο φιλοσοφικό  εγχείρημα, που διακρίθηκαν στοχαστές όπως ο Πασκάλ και ο Νίτσε και προϋποθέτει όχι μόνο βαθιά γνώση του φιλοσοφικού στοχασμού αλλά και πρωτότυπη, γόνιμη, κριτική σκέψη. Ξεκινά ορίζοντας τον διπλό χαρακτήρα που έχει η αναζήτηση του Θεού: «η θρησκεία είναι το ατομικώτατο φαινόμενο. Εσύ, κατάμονος, μέσα στο άπειρο, μπροστά στο Θεό. Η Εκκλησία είναι ακριβώς το αντίθετο-μια ευρύτατη κοινωνία που θέλει να γίνει οικουμενική…Χωρίς Εκκλησία λίγοι μπορεί να πλησιάσουν κάποιο ψήγμα θρησκευτικότητας και έτσι κάπως να διακρίνουν το μακρινό φως του Θεού. Και όμως μόνο πέρα από την Εκκλησία αρχίζει να διαφαίνεται η πραγματική ουσία της θρησκείας…Η κυριώτερη μου διαφορά από  ένα χριστιανό είναι ότι εγώ πιστεύω στην αξία της ιστορίας, στην αξία της εγκόσμιας ζωής, αυτής καθ’ αυτήν. Κατά τούτο είμαι έλληνας και όχι χριστιανός»[1].  Στο ίδιο πνεύμα γράφει επιγραμματικά «το μόνο που μπορείς ν’ αγαπήσης είναι ο Θεός. Τους ανθρώπους τους αγαπάς για να τους πας ή για να σε παν στο Θεό…Δεν ξέρω αν η ύπαρξη του Θεού είναι η ορθή λύση όλων των προβλημάτων⸱ ξέρω όμως ότι είναι η μόνη λύση. Ή θα πης: υπάρχει Θεός, ή θα πης: «δεν ξέρω». Άλλο τίποτε δεν μπορεί να πης. Καμμιά θρησκεία δεν κατέχει το Θεό. Όλες οι θρησκείες είναι απλώς προσβάσεις στο Θεό, που κανείς δεν κατέχει»[2]. 

Αλλά τι δρόμους, σε δύση και ανατολή, ακολούθησε ο στοχασμός για να δει τον Θεό; «ο μεγαλύτερος θεωρητικός του χριστιανικού δόγματος, ο Ωριγένης⸱ και  του χριστιανικού αισθήματος, ο Αυγουστίνος. Ο μεγαλύτερος ποιητής του χριστιανικού δόγματος ο Ντάντε⸱ και του χριστιανικού αισθήματος ο Ντοστογιέφσκι. Από τους σύγχρονους έλληνες λόγιους και ποιητές ο θρησκευτικώτερος είναι ο Καζαντζάκης. Χωρίς να είναι αυτό που λένε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος που, παλεύοντας αδιάκοπα με το θρησκευτικό πρόβλημα, αγωνιά να βρη το Θεό»[3].

Ιδιαίτερη είναι η προσέγγιση του Τσάτσου στον Θεό: «έχω δέος και σεβασμό μπρος στο ένθεο της ύπαρξης. Τον Θεό τον νοιώθω παντού. Δεν χωρίζω τον Δημιουργό από το δημιούργημα. Μόνον στον εν χρόνω κόσμο χωρίζεται η σκέψη από την πραγμάτωση, το έργο από τον εργάτη. Γι’ αυτό λέω πως η ζωή είναι κάτι καλό, απόλυτα καλό, Αγαθό»[4]. Συμπληρώνει δε: «η διδασκαλία του Χριστού με συγκινεί βαθύτατα. Τίποτα δεν εξευγενίζει, δεν γαληνεύει, δεν τονώνει την ψυχή όσο η ανάγνωση των Ευαγγελίων. Θεωρώ πως για είκοσι και για πολλούς μελλοντικούς αιώνες η Εκκλησία είναι θεσμός απαραίτητος. Γι’ αυτό πάντα τη σεβάστηκα και την υποστήριξα. Πιστεύω πως ο χριστιανισμός περιέχει έναν αναντικατάστατο θησαυρό “συμβολικής σκέψης”[5].

Οι επόμενοι αφορισμοί αναφέρονται στην πραγματικότητα, στο νοείν  και στο υποκείμενο που διανοείται. Ερμηνεύει την έκρηξη του υποκειμενισμού με την ανάπτυξη του υπαρξισμού και της μοντέρνας τέχνης ως «μια αναγκαία αντίδραση εναντίον του άκρατου αντικειμενισμού του Έγελου και των ειδικών επιστημών που είχαν αποστεώσει το εγώ»[6].

Ο Κ.Τσάτσος επανέρχεται στην τέχνη και στο άλογο στοιχείο: «τέχνη είναι ο λογικά πάντα ανερμήνευτος λόγος του άλογου. Το σημαίνον είναι το άλογο, το σημαινόμενο είναι ένας ιδιότυπος λόγος που ο θεωρητικός λόγος δεν μπορεί να συλλάβει. Πως να εκφράσης θεωρητικά ένα μουσικό νόημα; Το απειροελάχιστο είναι το μέγιστο στο τέλειο»[7]. Η μουσική είναι μια τέχνη όπου εκφράζεται το άλογο στοιχείο με τρόπο λογικά συγκροτημένο και σκηνοθετημένο. Η αποτυχία του Βάγκνερ ορίζεται από το γεγονός ότι «ενώ είναι ανάγκη να ακούς τα λόγια για να νοιώσης πολλά από τη μουσική που τα συνοδεύει, στην πραγματικότητα δεν τ’ ακούς. Δεν συγχρονίζεται η νόηση της μουσικής και του λόγου⸱ γίνεται συνήθως εναλλάξ. Στο τέλος θυσιάζεις πολλά στοιχεία του έργου και δένεσαι στο καθαρά μουσικό μέρος τους»[8].

Σημαντικό είναι ότι πλέον  βλέπει την ποίηση να σχηματίζεται σε σημεία που υπερβαίνουν την διάνοια: «μπαίνεις στην ποίηση όταν προχωρήσης πέρα από συνειρμικό λόγο, πέρα από τα σύνορα της διάνοιας, πέρα από τη λογική τάξη των διανοημάτων, στο χώρο όπου η συγκίνηση, το πάθος, άλογες δυνάμεις, ορίζουν τη συνείδηση. Ένα άλλο φως από το λογικό τη φωτίζει, ένα φως από άλλο άστρο»[9]. Επίσης είναι ανοικτός σε κάθε νέο ρεύμα «πρέπει να προσφέρεται ανεμπόδιστα η ελευθερία να φανερωθή κάθε τι νέο, όταν μάλιστα προβάλλει την αξίωση ότι ανοίγει νέους δρόμους. Δεν πρέπει καμμιά μορφή παράδοσης, καλλιτεχνικής, θρησκευτικής ή κοινωνικής, να φράξει τον δρόμο του καινούργιου προς το κοινό. Η κριτική, και αυτή πρέπει να είναι ελεύθερη, ακόμα και ως αντίδραση της παράδοσης. Ο χρόνος τελικά θα κάνει τη διαλογή, ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε αληθινή τέχνη ή παραστράτημα»[10].

Οι προβληματισμοί για την δημοκρατία και τους ολοκληρωτισμούς, την ιδιωτική και την κρατική οικονομία καταλήγουν ότι μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους με εκατόμβες νεκρών «η δική μας εποχή μόνο ένα πρώτο στόχο μπορεί να έχει, τη διατήρηση και στερέωση της ειρήνης με όλα τα αγαθά που αυτή φέρνει»[11]. Συμπληρώνει ότι «ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να είναι πολίτης. Να έχει γνώμη για τα κοινά. Γνώμη ελεύθερη που ελεύθερα να εκφράζει. Αυτή είναι η τιμή του. Ο επέχων από το δημόσιο βίο, σε μια δημοκρατία ήταν «άτιμος». Έτσι σκέπτονταν ο Σόλων. Σήμερα οι δημοκράτες δεν κινδυνεύουν τόσο από αυτούς που κακώς πολιτεύονται, όσο από αυτούς που φεύγουν από την πολιτική, αφήνοντας ελεύθερους όσους πολιτεύονται κακώς»[12].

Ο Κ.Τσάτσος διαπιστώνει κάποιες δομικές ομοιότητες ανάμεσα στον χριστιανισμό και τον κομμουνισμό: «έχουν το κοινό σύμπλεγμα των αποσυνάγωγων και των αδικημένων. Κοινή αντίθεση κατά του κατεστημένου, κοινή τη θέληση να γίνουν κατεστημένο. Κοινή την πίστη ότι αυτοί χτίζουν έναν δικαιότερο κόσμο. Κοινό το αίσθημα της αδελφοσύνης όλων των πιστών πέρα από κάθε χωρισμό των ανθρώπων σε έθνη και φυλές. Έτοιμοι για κάθε θυσία προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα ιδανικά τους  στα οποία τυφλά και αποκλειστικά πιστεύουν. Το credo quia absurdum δεν είναι μόνο χριστιανικό, είναι και κομμουνιστικό»[13].  Η βασική και θεμελιώδης διαφορά είναι η άρνηση του χριστιανισμού να χρησιμοποιήσει βία, αλλά και «οι δυο αποτύχανε. Οι μεν διότι ξέχασαν την αγάπη και έγιναν ένα νέο κατεστημένο, άδικο όσο και όλα τα άλλα. Άδικο όσο και η νομενκλατούρα που εγκαθίδρυσε ο κομμουνισμός »[14]. Παρά τις αποτυχίες ο ελεύθερος άνθρωπος χάρις στη λογική και στο διάλογο , το μίσος αμβλύνεται και «εξελίσσεται σιγά, αν και πάντα μέσα στη σφαίρα της σχετικότητας, προς μια δικαιότερη  κοινωνική τάξη και συγχρόνως προς μια ελεύθερη καλλιέργεια του πνεύματος»[15].

 Η ερμηνεία που δίνει στον πατριωτισμό είναι ανοικτή και συνδυάζει εθνισμό και οικουμενισμό σε ομόκεντρους κύκλους. Είναι πρώτα Έλληνας ως «συνέχεια μιας μακρόχρονης πορείας γεμάτης από συμβάντα που μου ανήκουν και στα οποία ανήκω. Είμαι ταγμένος σε μια περαιτέρω πορεία σ’ ένα μέλλον, που ταυτίζεται με ό,τι έπραξα, ό,τι αφήνω πίσω μου. Συνεχίζεται μεταθανάτια η ύπαρξη μου. Είμαι ύστερα Ευρωπαίος. Γέννημα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και της χριστιανικής παράδοσης. Ανήκω στην οικογένεια των εθνών που έχουν κοινές ρίζες ιδεολογικές, γλωσσικές, αισθητικές, που έχουν όμοια λογικά σχήματα, ένα κοινό σύστημα ιδεών. Ανήκω κατά τρίτο λόγο στην οικογένεια των πολιτισμένων ανθρώπων, που έχουν διαφορετικές πολιτιστικές ρίζες, διαφορετικό λόγο, διαφορετική αίσθηση  του καλού, διαφορετική σχέση με το θείο, είτε είναι ινδοί, είτε κινέζοι, είτε αφρικανοί. Τέλος αισθάνομαι μια αλληλεγγύη, μια αόριστη κοινότητα βιολογική με τον άνθρωπο γενικά. Με συγκινεί η αρρώστια του, η πείνα του και σέβομαι τις ιδιαίτερες μορφές που τα ανθρώπινα ένστικτα προσλαμβάνουν όπου υπάρχει ζωή ανθρώπου»[16].

Το ελληνικός έθνος έχει ιστορία 2500 ετών στα «οποία πρόσφερε μερικά από τα πιο θαυμαστά δείγματα του ανθρώπινου γένους»[17]. Αλλά όμως «χαρακτηρίζεται από έλλειψη κοινωνικής συνείδησης, από ένα νοσηρό εγωκεντρισμό, από ελαττώματα που δεν εμποδίζουν ίσως τα μεγάλα δημιουργήματα στη θεωρία, αλλά καταστρέφουν τα μεγάλα επιτεύγματα στην πράξη»[18].Λάτρεψε το ανθρώπινο σώμα σαν «ιερό κρατήρα θείου κάλλους⸱ και έτσι καθαγίασε τον έρωτα, ως μιαν από τις μεγάλες λεωφόρους που οδηγούν προς το Απόλυτο»[19].

Τελειώνοντας αισθάνεται μόνος απέναντι στον κόσμο, το παν, τον θάνατο. Ως στοχαστής δεν είναι κοντά στον Βιττγκενσταιν ή στον Πόππερ, μα «κάποτε αναρωτιέμαι για ποιους γράφω; Για τους κομμουνιστές; Είμαι αντικομμουνιστής και αυτοί κριτήριο άλλο δεν έχουν από το κομμουνιστικό τους όραμα. Για τους βασιλοδεξιούς ; Μα δεν υπήρξα ποτέ δικό τους. Αποστρέφουν το πρόσωπο τους από τα γραφτά μου. Για τους λογοτεχνίζοντες, τους πιθήκους της μόδας; Δεν είμουνα ποτέ της μόδας. Είμαι από ανέκαθεν γι’  αυτούς ξεπερασμένος…»[20].

 



[1] Κ.Τσάτσος, Η ζωή σε απόσταση-στοχασμοί,πρόλογος Κ.Τσιρόπουλου, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2007, σελ.17,18.

[2] Ό. π. σελ. 18.

[3] Ό. π. σελ.19.

[4] Ό. π. σελ.23.

[5] Ό. π. σελ.24.

[6] Ό. π. σελ.35.

[7] Ο. π. σελ.47.

[8] Ό. π. σελ. 49.

[9] Ό. π. σελ. 54.

[10] Ό. π. σελ.55.

[11] Ό. π. σελ.72.

[12] Ό. π. σελ. 75.

[13] Ό. π. σελ. 76.

[14] Ό. π. σελ.76.

[15] Ό. π. σελ.76,77.

[16] Ό. π. σελ. 84,85.

[17] Ό. π. σελ. 91.

[18] Ό. π. σελ.91.

[19] Ό. π. σελ.91.

[20] Ό. π. σελ.110.