Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

PORTA AUREA:Μπάσταρδες με αμνησία


Τα λιμάνια μας πουλιούνται σε Τούρκους επιχειρηματίες,η Τουρκοκρατία εξιδανικεύεται από τον ΣΚΑΙ και τους λοιπούς, ενώ κάποιοι δήθεν επαναστάτες αναλαμβάνουν την υποστήριξή τους. Διότι πάντα στην ιστορία οι επιτήδειοι πηγαίνουν μαζί με τους αφελείς.Η ιστοσελίδα PORTA AUREA απαντά τεκμηριωμένα και στους μεν και στους δε
Μπάσταρδες με αμνησία

 Τον Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε (στη Θεσσαλονίκη) από τη συλλογικότητα «Μπάσταρδες με μνήμη» (ΜΜΜ) μια μελέτη με τίτλο «Μπάσταρδη μνήμη. 100 χρόνια Ελλάδας, πατριαρχίας, καπιταλισμού είναι αρκετά». Σκοπός της μελέτης είναι να αντιταχθεί στην κυρίαρχη ρητορεία περί «απελευθέρωσης της ελληνικής Θεσσαλονίκης». Το πόνημα αποτελείται από 336 σελίδες (με βιβλιογραφία 90 πηγών και βοηθημάτων) και σε αυτό αναπαράγεται αυτούσια η μονομέρεια που διέπει κάθε οπτική του πολιτικού αυτού χώρου, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προσπάθεια να δειχτεί ποιος είναι «προαιώνιος εχθρός» (στην περίπτωσή μας: ο ελληνικός κρατικός εχθρός ενός αιώνα). Η Μπάσταρδη μνήμη (στο εξής Μ.Μ.) παρουσιάζει ενδιαφέρον όσον αφορά στην απαρίθμηση των απεργιών και των εργατικών αγώνων στην Θεσσαλονίκη μεταξύ 1908-1936. Εκτός αυτών, γίνεται αναφορά στις αρνητικές, κατά τις ΜΜΜ, για την Θεσσαλονίκη συνέπειες της κατάληψης της πόλης από τους Έλληνες το 1912. Θα άξιζε, λοιπόν, η παρουσίαση των αντιφάσεων και ανακριβειών της μελέτης αυτής. Ενώ ήδη από τον τίτλο του Μ.Μ. κανείς υποψιάζεται ότι η «πατριαρχία» εμφανίστηκε ή κυριάρχησε στην πόλη μετά το 1912, στη συνέχεια δεν διευκρινίζεται ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αλλά αντίθετα υποστηρίζεται ότι «η πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη έδινε δυνατότητες ευκαιριών στις γυναίκες» (σ. 180) σε αντίθεση με την ελληνική Θεσσαλονίκη. Στην περιγραφή των συνθηκών ζωής των γυναικών ανά εθνότητα/θρησκεία, γίνεται προσπάθεια να υποβαθμιστεί το ισλαμικό φαινόμενο του χαρεμιού ως προϊσλαμικό και ως σχετιζόμενο μόνο με τις τουρκικές ελίτ (σσ. 43-45). Ουδόλως κάνει τις ΜΜΜ η αναφορά τους ότι στα χαρέμια εγκλείονταν συνήθως κοπέλες των άλλων (υπόδουλων) εθνοτήτων (σ. 44) να σκεφτούν για την ανάγκη αποτίναξης της οθωμανικής κυριαρχίας εξαιτίας της οποίας εμφανίστηκαν τα χαρέμια στην Θεσσαλονίκη. Ουδόλως κάνει τις ΜΜΜ να αναρωτηθούν για τα περί ίσων ευκαιριών των γυναικών στην ισλαμοκρατούμενη (πολυπολιτισμική) Θεσσαλονίκη και την εμφάνιση της πατριαρχίας μετά το 1912, το δικό τους συμπέρασμα (σσ. 42-49) ότι συγκριτικά με τις μη Μουσουλμάνες οι Μουσουλμάνες γυναίκες υστερούσαν κατά πολύ στα θέματα της παιδείας, της εργασίας, της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας μετακίνησης· ίσα ίσα, οι διαφορές αυτές δεν είχαν σημασία (σ. 49: «οι χριστιανές δεν είχαν καλύτερη μοίρα»). Ούτε θεωρούν αντιφατική την άποψη ότι «ώς το 1922 στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει ιδιαίτερη δραστηριότητα σε ό,τι αφορά το γυναικείο κίνημα» (σ. 224) και ότι στην πραγματικότητα το φεμινιστικό κίνημα εμφανίστηκε Θεσσαλονίκη μόνο μετά την Απελευθέρωση (σσ. 224-232), με την άποψή τους για μεγαλύτερες γυναικείες ελευθερίες και λιγότερη ή ανύπαρκτη «πατριαρχία» πριν από το 1912. Κι αυτό γιατί έτσι θα «έδιναν πάτημα στον εθνικισμό» των βαλκανικών κρατών του 1912. Σε μια καπνεργατική απεργία του 1914 η Φεντερασιόν έθεσε το αίτημα για χαμηλότερες αμοιβές των γυναικών (σ. 178) και οι εργοδότες αντέδρασαν κι έφεραν Μουσουλμάνες απεργοσπάστριες οι οποίες ξυλοφόρτωσαν τις Εβραίες εργάτριες (σ. 179): Το συμπέρασμα, σίγουρα, δεν μπορεί παρά να είναι ότι «σεξισμό» και «πατριαρχικό» πνεύμα επέδειξαν οι καπνέμποροι της Φεντερασιόν και οι Εβραίες εργάτριες· κι όχι η ελληνική κρατική παρουσία, που τάχα δια μαγείας εισήγαγε την μισθολογική διάκριση γυναικών-ανδρών. Καθώς και ότι στην πολυπολιτισμική πόλη οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν δυσκολία να επιτίθενται στους Εβραίους συναδέλφους τους. Όμως, για το Μ.Μ., όλα αυτά δείχνουν ότι ο «εξελληνισμός» κατέστρεψε τις ίσες ευκαιρίες για τις γυναίκες. Ένα άλλο κεφάλαιο αφορά την δράση της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), το Μ.Μ. παρουσιάζει ως αρχικό σκοπό της την «προστασία του βουλγαρικού στοιχείου στη Μακεδονία» (σ. 57). Δεν διευκρινίζεται από τι χρειαζόταν προστασία το μακεδονοβουλγαρικό στοιχείο. Αναφέρεται η αλλαγή του καταστατικού της ΕΜΕΟ προς μια πιο «αεθνική» και πολιτικά σεπαρατιστική κατεύθυνση στα 1897 (σ. 59 - στην πραγματικότητα, αυτό έγινε επισήμως στα 1902), αλλά όχι ότι παρά ταύτα, η «Μυστική Επαναστατική Οργάνωση της Μακεδονίας-Αδριανούπολης» παρέμεινε μια οργάνωση της οποίας τα μέλη και η ηγεσία ήταν Βούλγαροι. Υπερτονίζεται η διαφορά μεταξύ δεξιάς και αριστερής πτέρυγάς της, η οποία αφορούσε στον τελικό στόχο (ένωση ή όχι με την Βουλγαρία) και όχι στον προσωρινό στόχο της πολιτικής αυτονομίας, ο οποίος είχε υποστηριχθεί και από το βουλγαρικό κράτος και από τους Βερχοβιστές επανειλημμένα και χωρίς κανένα σοσιαλιστικό περιεχόμενο ή περίβλημα. Για το ιδρυτικό μέλος της ΕΜΕΟ, Χρ. Τατάρτσεφ, μια αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε να ενσωματωθεί πιο εύκολα στη Βουλγαρία. Σύμφωνα με τα πρώτα κείμενα της Οργάνωσης στα 1897, συνταχθέντα από τους Πετρόφ και Ντέλτσεφ («Βουλγαρικά Επαναστατικά Κομιτάτα της Μακεδονίας και του βιλαετιού της Αδριανούπολης»), τα μέλη θα ήταν Βούλγαροι και θα αγωνίζονταν για την απελευθέρωση των Βουλγάρων στις περιοχές αυτές. Το Μ.Μ. αναφέρεται αποκλειστικά στις σποραδικές επιθέσεις κατά οθωμανικών στόχων στην Μακεδονία (σσ. 61-64), αλλά καμμία αναφορά δεν γίνεται για τις αναίτιες δολοφονίες κι επιθέσεις κατά Ελλήνων και Πατριαρχικών, ατόμων (δασκάλων, ιερέων, προκρίτων, εμπόρων, γηγενών και μη) αλλά και πληθυσμών χωριών, μεταξύ 1897-1903. Προφανώς, αποσιωπάται ότι η ΕΜΕΟ εξαρχής –κι όχι απλώς έπειτα από κάποια στιγμή– στόχο είχε όχι κάποια απλή προστασία των Βουλγαρομακεδόνων από τους Οθωμανούς ή και τους Έλληνες, οι οποίοι ακόμη δεν είχαν συστήσει ένοπλα σώματα, αλλά την βίαιη μεταστροφή των σλαβόφωνων Πατριαρχικών και Ελλήνων στην Εξαρχία διότι –κι αυτό αποσιωπάται– τέτοια μεταστροφή στην πλειονότητα των διεκδικούμενων περιοχών ήταν διαπιστωμένα αδύνατη με τα ειρηνικά μέσα της Εξαρχίας. Αν ο στόχος αυτός αναφερόταν, τότε η επιχειρηματολογία για αρχικά σοσιαλιστική ΕΜΕΟ (σ. 74: «είχε ένα σαφή χαρακτήρα αγροτικού ομοσπονδιακού σοσιαλισμού») στην οποία κατοπινά οι «δεξιοί» Βουλγαρομακεδόνες καταχθόνια διείσδυσαν και κυριάρχησαν (σσ. 61, 69, 73) θα έπεφτε στο κενό και φρόνιμα οι ΜΜΜ σιωπούν. Σοσιαλιστική ή μη, η ΕΜΕΟ στόχο εξαρχής είχε τους ελληνομακεδόνες. Άλλο ένα ζήτημα που αποσιωπάται είναι, όπως είπαμε, ο λόγος για τον οποίο χρειάζονταν προστασία οι Βουλγαρομακεδόνες. Πράγματι, στο 1ο κεφάλαιο (σσ. 27-41) δεν γίνεται καμμία αναφορά στην καταπίεση των χριστιανών της Μακεδονίας από τους Οθωμανούς τον 19ο αι., μετά τα 1830 (δυσβάστακτοι τακτικοί κι έκτακτοι φόροι, εξισλαμισμοί, αγγαρείες, δουλοπαροικία, βιαιοπραγίες του ισλαμικού όχλου κατά χριστιανικών συνοικιών, νομική ανισότητα και τοπική άρνηση εφαρμογής των εξισωτικών μεταρρυθμίσεων, επεμβάσεις στην εκπαίδευση των χριστιανικών εθνοτήτων κ.ά.)· προφανώς, η υπενθύμιση εθνοθρησκευτικής καταπίεσης στη Μακεδονία από τους Τούρκους συνεπάγεται ταύτιση σε επίπεδο συμπερασμάτων, για το αναγκαίο της εκδίωξης των Οθωμανών, των ΜΜΜ με τους Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους κ.ά. «εθνικιστές», ασχέτως του αν η προτεινόμενη επίλυση ήταν διαφορετική για κάθε πλευρά. Κι επειδή το αυτονόητο της οθωμανικής καταπίεσης είναι για τις ΜΜΜ επικίνδυνο ιδεολογικά, προτιμούν να το κουκουλώσουν: Και μάλιστα να ισχυριστούν, με μπόλικη μαρξική σάλτσα ότι οι αλυτρωτισμοί «στα Βαλκάνια και να ιδωθούν ως μια πολύ πετυχημένη μέθοδος πρωταρχικής συσσώρευσης ώστε η μη ανταγωνιστική φεουδαρχικού τύπου οθωμανική βαλκανική χερσόνησος να μετασχηματιστεί σε μια σύνθεση από σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη» (σσ. 105-106) - άσχετα αν οι Μαρξ-Ένγκελς είχαν αναφερθεί στην τουρκική καταπίεση και στην εξαιτίας της οπισθοδρόμηση της χερσονήσου του Αίμου. Εννοείται ότι οι Νεότουρκοι περιγράφονται ως απλώς «φιλελεύθερη-αστική δύναμη» (σ. 248), ίσως για να ωραιοποιηθεί στα μάτια των «αντιεθνικιστών» αναγνωστών η κατοπινή συνεργασία της αριστερής φράξιας της ΕΜΕΟ με αυτούς και η φιλική στάση της Φεντερασιόν (σσ. 71, 270). Καμμία αναφορά δεν γίνεται στο ότι μέσω νομοσχεδίων της οθωμανικής βουλής οι Νεότουρκοι έλαβαν μέτρα κατά των χριστιανικών εθνοτήτων, περιορίζοντας ακόμη και τον αριθμό των βουλευτών που αυτές εξέλεγαν, ενώ προχώρησαν σε αλλεπάλληλες δολοφονίες σημαινόντων μελών της ελληνικής κοινότητας. Όσον αφορά στον Μακεδονικό Αγώνα, στο Μ.Μ. διαβάζει κανείς την ανεκδιήγητη θέση ότι «Το ερώτημα αν χτύπησαν πρώτοι οι Βούλγαροι ή οι Έλληνες είναι άτοπο. Άσχετα με τον αν οι Βούλγαροι συγκροτούσαν ένοπλες ομάδες ενάντια στους Έλληνες και αντίστοιχα οι Έλληνες τους «Μακεδονομάχους» ενάντια στους Βούλγαρους, αργά ή γρήγορα τα δύο κράτη θα έμπαιναν σε διαδικασία εθνοκάθαρσης του μακεδονικού χώρου» (σσ. 82-83). Η θέση αυτή (που ούτε σε παιδάκια του δημοτικού δεχόμενα αναίτιες επιθέσεις από βίαιους συμμαθητές τους δε θα φαινόταν λογική ή ηθική), συνιστά εμμέσως -ηθελημένα ή μη, αδιάφορο- απόλυτη κάλυψη στην μονομερή τρομοκρατία της ΕΜΕΟ κατά των ελληνικών και πατριαρχικών πληθυσμών ώς το 1903. Οι ΜΜΜ με τον τρόπο που δείχνουν την «ισότητα των εθνικισμών και των εθνικιστικών εγκλημάτων» φαίνεται, είτε το θέλουν είτε όχι, ότι προτιμούσαν στα 1903 σφαγμένους ή προσφυγοποιημένους Ελληνομακεδόνες αντί για Ελληνομακεδόνες που απάντησαν με το ίδιο νόμισμα στην αναίτια βουλγαρική βία την οποία υφίσταντο πολύ πριν από το 1904: και τότε –κατ’ ευχή– δεν θα συνέβαινε καμμία επιπλέον εθνοκάθαρση του μακεδονικού χώρου, ούτε «αργά» ούτε «γρήγορα». Αλλά με τι συνέπεια λόγων μιλάνε για «εθνοκάθαρση» τη στιγμή που αποσιωπούν αιώνες μεθοδικής οθωμανικής εθνοκάθαρσης (με σφαγές, παιδομάζωμα, εποικισμούς και εξισλαμισμούς); Με ποια συνέπεια μιλάνε για εθνοκάθαρση που αργά ή γρήγορα θα έκαναν Ελλάδα και Βουλγαρία, τη στιγμή που περιγράφοντας τους Νεότουρκους ως απλώς φιλελεύθερους, δεν αναφέρουν ούτε την επίσημη απόφασή τους για εθνοκάθαρση-γενοκτονία των χριστιανών υποτελών της Αυτοκρατορίας αλλά ούτε και τις συστηματικές νεοτουρκικές ενέργειες εποικισμού της Μακεδονίας με ξενόφερτους ισλαμικούς πληθυσμούς ούτως ώστε να αποβεί αδύνατη η απόπειρα εκδίωξης των Οθωμανών; Η αλήθεια είναι ότι χωρίς τους βαλκανικούς πολέμους, το μόνο πρακτικά εναλλακτικό σενάριο της ιστορίας θα ήταν όχι μια υπερεθνική επανάσταση αλλά η εθνοκάθαρση εκ μέρους των Νεότουρκων. Ο Μακεδονικός Αγώνας προβάλλεται στο Μ.Μ., λοιπόν, ως απλώς ενάντιος στις εθνότητες της Μακεδονίας (σ. 92-93) και όχι ως έσχατη λύση αυτοάμυνας και ένοπλης αυτοπροστασίας (και διαμέσου αντεκδικήσεων) του μακεδονικού Ελληνισμού· οι Μακεδονομάχοι, γηγενείς (σλαβόφωνοι και μη) και μη, περιγράφονται ως «γκραικομάνοι» (σ. 97: βουλγαρικός και, σήμερα, σλαβομακεδονικός απαξιωτικός χαρακτηρισμός), ως ληστές κι εγκληματίες που «τρομοκρατούν τα βουλγαροχώρια» (σσ. 95, 99): Ίσως η ιδιαίτερη απέχθεια που κρύβουν οι χαρακτηρισμοί αυτοί προς τους σλαβόφωνους Έλληνες να οφείλεται στο ότι οι ομοϊδεάτες των ΜΜΜ όπως και οι βούλγαροι Κομιτατζήδες της περιόδου εκείνης, δεν μπόρεσαν να χωνέψουν την τόσο τεράστια διάψευση της θεωρίας τους για προκρούστειο περιορισμό των τοτινών μακεδόνων Ελλήνων αποκλειστικά στους μακεδόνες ελληνόφωνους Χριστιανούς. Πρέπει να έσπαγαν τα μούτρα τους καθημερινά σε αυτήν την σκληρή πραγματικότητα, οπότε απομένει η οργισμένη καταδίκη της. Επίσης, οι χαρακτηρισμοί αυτοί πρέπει να ιδωθούν υπό το φως της σχεδόν αθωωτικής παρουσίασης της ένοπλης τρομοκρατίας της ΕΜΕΟ (εναντίον και των σλαβόφωνων Ελλήνων/Πατριαρχικών) μεταξύ 1897-1908 και των στελεχών της, για να γίνει κατανοητό πόσο λίγη σχέση με σοβαρό ή ειλικρινή αντιεθνικισμό έχουν οι εξεταζόμενες απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σλαβόφωνος Κώττας, ο οποίος αν και αποδεδειγμένα Έλληνας («ζήτω η Ελλάς», η τελευταία του φράση) ήταν συνδιαλλακτικός και πρόθυμος για αντιτουρκική ελληνοβουλγαρική συμμαχία («ας σκοτώσωμεν την αρκούδα και για το τομάρι είναι εύκολον να το μοιράσωμεν»), και ο οποίος είχε απαλλάξει την περιοχή του από αρκετούς Οθωμανούς σατραπίσκους περιγράφεται ως ένας κοινός εγκληματίας «χωρίς συγκροτημένες ιδέες ή ιδεολογία» (σ. 99), μάλλον επειδή δεν ήταν μορφωμένο κολλεγιόπαιδο σαν τους ιδρυτές της ΕΜΕΟ. Και ο καπετάν Άγρας, ο οποίος έδειχνε παρόμοια διαλλακτικότητα χαρακτηρίζεται ως κάποιος που απλώς ήθελε «να στρατολογήσει Βούλγαρους στο ελληνικό κομιτάτο» (σ. 99). Όσον αφορά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Θεσσαλονίκη, σημειώνεται ότι «ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη λεηλατώντας, σφάζοντας, βιάζοντας τον πολυεθνικό πληθυσμό της» (σ. 11). Επαναλαμβάνεται, δηλαδή, το γνωστό παραμύθι, το οποίο είτε είναι ανεπιβεβαίωτο είτε διαψεύδεται από τοτινές πηγές, αλλά και του οποίου η πηγή-ο ανώνυμος ανταποκριτής ήταν στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην αποκλεισμένη Θεσσαλονίκη. Αλλού, επαναλαμβάνεται η γνωστή ρητορεία για απουσία υποκειμένου προς απελευθέρωση: «Μια πιο προσεκτική ματιά στην εθνογραφία μας φανερώνει την εσκεμμένη και επιτηδευμένη απόκρυψη/αποσιώπηση άλλων υποκειμένων και γεγονότων που δεν «βολεύουν» μια συνεκτική εθνική (πατριωτική) και αρρενωπή μνήμη. Για παράδειγμα, στην πόλη της Θεσσαλονίκης για αρκετούς αιώνες κατοικούσαν εβραίοι, μουσουλμάνοι, χριστιανοί και ασχέτως με τo θρήσκευμα Έλληνες, Σλάβοι, Οθωμανοί, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Αλβανοί κ.λπ. Ποιοι απελευθερώθηκαν, λοιπόν, και από ποιους;» (σ. 21). Η πληθυσμιακή σύνθεση της Θεσσαλονίκης θεωρείται ουρανοκατέβατη και θεϊκά απαραβίαστη, και δίνεται, ηθελημένα ή αναγκαστικά, συγχωροχάρτι στις εθνοκαθάρσεις των Οθωμανών. Διαφεύγει της προσοχής του Μ.Μ. τόσο ότι οι εκάστοτε κατακτητές και οι σύμμαχοί τους δεν απελευθερώνονται όσο και ότι στα 1912 υπήρχαν πληθυσμοί οι οποίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους κατακτητή της Θεσσαλονίκης. Έτσι, επειδή μια δήθεν αντιεθνικιστική τακτική το επιβάλλει, πρέπει να αποσιωπηθεί η πολιτική που οδήγησε στην συγκεκριμένη πολυεθνική Θεσσαλονίκη. Αλλά πώς μπορεί να υπάρχει υποκριτική και διαφορετική αντιμετώπιση των πληθυσμιακών αλλαγών; Ό,τι συμφέρει στα ιδεολογικά πλαίσια της πολεμικής («κατά του ελληνικού εθνικισμού») αποσιωπάται ή υπερτονίζεται κατάλληλα. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό κάνει και η άλλη πλευρά, σε τι διαφέρει από εκείνη η οπτική του Μ.Μ.; Γεγονός είναι ότι παρ’ όλο που στο Μ.Μ. αναγνωρίζεται ότι στην Θεσσαλονίκη επικρατούσε ο εθνικισμός σε κάθε εθνοθρησκευτική κοινότητα (σσ. 137, 174), δεν γίνεται καμμία απόπειρα σύνδεσης του έντονου αυτού εθνοκεντρισμού-εθνικισμού με το οθωμανικό σύστημα του απόλυτου διαχωρισμού των υποτελών λαών κι ατόμων σε μιλέτ (θρησκευτικές ή εθνικές ομάδες). Ίσως δεν γίνεται, γιατί τέτοια σύνδεση θα έθιγε το «ιερό» οθωμανικό (ιερό, γιατί ήταν προ-ελληνικό, το οποίο κατέλυσαν οι «εθνικιστές» Έλληνες) καθεστώς, και συνεπώς αναπόδραστα θα ενίσχυε τις ελληνικές εθνοκεντρικές θέσεις περί τουρκοκρατίας και απελευθέρωσης. Ωστόσο, είναι προφανές ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η πολυεθνικότητα υπήρχε στα λόγια. Κάθε κοινότητα ήταν υποχρεωμένη να μην αναμιγνύεται με τις υπόλοιπες. Αυτό προφανώς ενίσχυσε τον εθνοκεντρισμό στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι αρνητικές συνέπειες της ελληνικής Απελευθέρωσης τονίζονται ιδιαίτερα. «Οι μουσουλμάνοι και οι σλαβόφωνοι, ήταν οι πρώτοι που εκτοπίστηκαν βίαια τη δεκαετία του 1920 για να ακολουθήσει είκοσι χρόνια μετά, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγερή σιωπή και συνενοχή του ελληνικού πληθυσμού στη ναζιστική σφαγή των εβραίων» (σ. 12). Αλλά, αν η απόδοση συλλογικής ευθύνης του ελληνικού πληθυσμού στην ναζιστική γενοκτονία των Εβραίων δεν είναι λιγότερο ιδεολογικά ναζιστική, οι Μουσουλμάνοι έφυγαν χωρίς βία, σε αντίθεση με λ.χ. τους Σμυρνιούς, και αποζημιώθηκαν με τις, υπερδιπλάσιες των μακεδονομουσουλμανικών, περιουσίες των Μικρασιατών. Επίσης, αναφέρεται η προσπάθεια λήθης του οθωμανικού παρελθόντος: «Το έργο της λήθης ξεκίνησε από τις πρώτες μέρες του1912 με την αντικατάσταση των οθωμανικών ονομάτων στις οδούς της πόλης από αρχαιοελληνικά, με το γκρέμισμα των μιναρέδων και των μουσουλμανικών τεμενών» (σ. 12). Επαναλαμβάνεται, δηλαδή η μονομέρεια στην αντιμετώπιση ίδιων πρακτικών, και η αποσιώπησή τους ανάλογα με το τι υπαγορεύει η πολεμική. Το ίδιο συμβαίνει με την αναφορά σε καταστροφές εβραϊκών και μουσουλμανικών νεκροταφείων (σσ. 141, 144): Απουσιάζει κάθε αναφορά σε ανάλογες οθωμανικές πρακτικές εις βάρος ελληνικών και εβραϊκών νεκροταφείων τόσο στις απαρχές της Τουρκοκρατίας όσο και στο τέλος της, ώστε να δειχτεί ότι το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε στην πόλη μαζί με τον ελληνικό στρατό στα 1912. Τα οθωμανικά ονόματα των οδών, που στα τέλη του 19ου αι. αντικατέστησαν τα ανεπίσημα λαϊκά, θεωρούνται τόσο σημαντικά, ώστε η αλλαγή τους να θεωρείται αποσιώπηση του παρελθόντος. Η πυρκαγιά του 1917 αφήνεται να εννοηθεί ότι έγινε επίτηδες από τους Έλληνες, σε συμφωνία με ακροδεξιές αντιεβραϊκές συνωμοσιολογίες, με συνειδητό σκοπό την οικονομικοκοινωνική και φυσική εξόντωση των Εβραίων (σσ. 12, 140), όσο κι αν η εβραϊκή πυρίκαυστη ζώνη ήταν μόνο η μισή της συνολικής ζώνης. Το Σχέδιο Εμπράρ αντιμετωπίζεται είτε ως όπλο εξελληνισμού (σσ. 140, 142-143) είτε (όντας ιπποδάμειας λογικής) ως όπλο κατά των αστικών λαϊκών εξεγέρσεων, τις οποίες τα στενοσόκακα βοηθούσαν (σ. 142). Πράγματι, το ιπποδάμειο σύστημα θεωρείται από την εμφάνισή του ως ειδικά εφευρεμένο διαβολικό όπλο κατά των λαϊκών εξεγέρσεων της Αρχαιότητας (σσ. 110-114). «Η ομάδα του Εμπράρ έχει σαφείς εντολές να υποβαθμίσει τα αλλόθρησκα μνημεία και τεμένη. Έτσι λοιπόν το κατά τα άλλα πολυβραβευμένο πολεοδομικό σχέδιο…αναδεικνύει μόνο τα μνημεία της ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής… ενώ υποβαθμίζει και περικυκλώνει με πολυώροφες οικοδομές τα μουσουλμανικά τεμένη, τζαμιά και χαμάμ… οι εβραϊκές συναγωγές εξαφανίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά από το χάρτη» (σ. 143). Το ότι τα εβραϊκά και ισλαμικά μνημεία κρίνονταν ως ασήμαντης ή μικρής αρχιτεκτονικής αξίας από μελετητές της τουρκοκρατούμενης πόλης (π.χ. P. Lindau 1888, Tafrali 1913, M. Bernard κ.ά.) σε σχέση με τα βυζαντινά· το ότι οι Οθωμανοί εξεπίτηδες δεν επέτρεπαν οι ορθόδοξες εκκλησίες να βρίσκονται πάνω στους κεντρικούς δρόμους και επέβαλλαν τα εβραϊκά και χριστιανικά θρησκευτικά κτήρια να είναι ταπεινά κι ασήμαντα, όλα αυτά δεν φαίνεται να απασχολούν τις ΜΜΜ, που ίσως φαντάζονται ότι τέτοιες πρακτικές στη Θεσσαλονίκη εγκαινιάστηκαν με την ελληνική κρατική κυριαρχία. Το ότι ο αρχαίος Πειραιάς ιδρύθηκε από την αμεσοδημοκρατική Αθήνα και ακολούθησε εξαρχής το ιπποδάμειο σύστημα δεν θεωρείται στοιχείο ικανό για την αθώωση του Ιππόδαμου ως εχθρού του λαού (σ. 114). Εννοείται ότι, πάλι χάρη σε δυο μέτρα και σταθμά, δεν κατακρίνονται παρόμοιες πολεοδομικές επεμβάσεις (π.χ. της πυρκαγιάς του 1890), δεν θεωρούνται επιχειρήσεις αποεβραιοποίησης ή εθνικής και ταξικής ομογενοποίησης, και φυσικά κάθε αναφορά στις δεκάδες επιδημίες και πυρκαγιές στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκης ακριβώς εξαιτίας της ανατολίτικης ρυμοτομίας απουσιάζει για ευνόητους λόγους (δεν ευνοεί την επανάσταση και το ξεσκέπασμα της ελληνικής κρατικής κυριαρχίας). Πολύ σημαντική είναι η αναφορά στη σχέση εθνικού και κοινωνικού ζητήματος όσον αφορά στην τακτική της Φεντερασιόν (σσ. 173, 265-6, 269, 271-2), η οποία επικρίνεται στο Μ.Μ.: «το κοινωνικό ζήτημα διαπλέκονταν με το εθνικό, χάνοντας έτσι ένα σημαντικό μέρος της δυναμικής του. Το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η πολυεθνική και πολιτισμική Θεσσαλονίκη ήταν η ανάπτυξη των εθνικισμών» (σ. 174). Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα δεν ήταν καθεαυτή η διαπλοκή του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα: ήταν ότι ορισμένοι από τους Εβραίους στα 1912 είχαν ξεπεράσει τα δίκαια όρια όσον αφορά στην ικανοποίηση του δικού τους εθνικού ζητήματος, και αντί να απαιτήσουν στα 1912-13 ισονομία και πλήρη μειονοτικά δικαιώματα, απαίτησαν την παλαιστινιοποίηση της Θεσσαλονίκης εκθέτοντας την πλειονότητα των Εβραίων της πόλης, σοσιαλιστών (παρά τον εμφανή αντισιωνισμό των Σαλονικιών σοσιαλιστών Εβραίων στα 1920: σ. 284) και μη, δηλητηριάζοντας τις εθνοτικές σχέσεις και προκαλώντας εναντίωση στους κοινωνικούς αγώνες μέσω της άθελης κι αναπόφευκτης ταύτισης των αγώνων αυτών με (εθνικιστικά) αιτήματα για απόσπαση της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες. Το ίδιο λάθος έκανε αργότερα ο Πουλιόπουλος με τα συνθήματα για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη παραδεχόμενος εκ των υστέρων ότι: «ήταν τόσο άτυχα, ώστε άφηναν να δημιουργηθεί η τρομερή παρεξήγηση ότι επαναστατικός διεθνισμός δεν είναι τίποτα άλλο, παρά συμμαχία με τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Του κάκου προσπαθήσαμε να διαλύσουμε τη σύγχυση». Την ανυπαρξία εγγενούς διάστασης μεταξύ κοινωνικού κι εθνικού ζητήματος δείχνει άλλωστε η συμμετοχή Ελλήνων και ξένων αναρχικών στην Κρητική Επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 (βλ. Σπ. Κουτρούλη, «Αναρχικοί – ριζοσπάστες στον αγώνα κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και για την ελληνική ανεξαρτησία», Ρήξη τχ. 74). Παρά την έκκληση του ΜΜ «Σε καιρούς που τα αφεντικά φωνάζουνε για εθνική ενότητα, μιλάνε για εθνικό συμφέρον, μας ζητάνε να βάλουμε πλάτη στα κέρδη τους και ταφόπλακα στις επιθυμίες και τις ανάγκες μας» (σ. 23), η αναφορά των ιδίων ότι στην Θεσσαλονίκη των τελευταίων δεκαετιών της Τουρκοκρατίας είχε δημιουργηθεί μια «κοσμοπολίτικη τάξη με κοινά οικονομικά συμφέροντα (εύποροι χριστιανοί και Εβραίοι, προστατευόμενοι των Δυτικών, μαζί με τους Ντομνέδες κυριαρχούσαν στο εμπορικό επιμελητήριο)» (σ. 137) δείχνει ότι –όπως και τότε– αν κάποιοι σίγουρα δεν έχουνε πατρίδα, αυτοί είναι τα αφεντικά. Συμπερασματικά, το Μ.Μ. αποσιωπά πολλές πτυχές της πραγματικότητας της εποχής εκείνης, ώστε να παρουσιάσει μια πραγματικότητα στα μέτρα συγκεκριμένων πολιτικών επιδιώξεων. Πρέπει να φανεί ότι οι Οθωμανοί δεν ήταν καταπιεστικοί, ότι οι Έλληνες, Μακεδονομάχοι και κρατική παρουσία, ήταν τυραννικοί καθώς και ότι η βουλγαρική ΕΜΕΟ αγωνιζόταν για το όραμα μιας υπερεθνικής σοσιαλιστικής Μακεδονίας. Οι «Μπάσταρδες με μνήμη», με τις τόσες αποσιωπήσεις μάλλον αποδεικνύεται πως όχι μόνο μνήμη δεν διαθέτουν αλλά κι ότι πάσχουν από βαριά αμνησία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου