Κυριακή 6 Απριλίου 2014

«Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος» Τα πεζά του ποιητή Νίκου Καρούζου


ΡΗΞΗ Φ.103

                                                                     Α'

Οι ποιητές, διασώζουν στα γραπτά τους κείμενα μια  βαθιά αίσθηση του κόσμου αλλά και της γλώσσας που γράφουν . Γι’ αυτό τα δοκίμια ποιητών όπως του Ν. Καρούζου, ή του Γ. Σεφέρη, ή του Ο. Ελύτη  μας ενδιαφέρουν γνωστικά και μας γοητεύουν αισθητικά.
Από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, το 1993,  εκδόθηκαν το σύντομο δοκίμιο του Ν. Καρούζου «Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο» και το 2010  η εκτενέστερη και πληρέστερη συλλογή,  σε φιλολογική επιμέλεια της Ελισάβετ Λαλουδάκη  με τον τίτλο «Πεζά κείμενα». 
Στο πρώτο βραχύβιο δοκίμιο, που γράφτηκε το 1966, ο κόσμος ερμηνεύεται ως προέκταση μίας πραγματικότητας που τον ξεπερνά. Ο άνθρωπος αναζητεί το Ιερό ώστε «κάθε θρησκεία είναι κι από ένα βαθύ δικαίωμα της ανυποταξίας του ζώντος θεού»[1]. Σε αυτή του την προσπάθεια η ποίηση έρχεται ως αρωγός και συμπαραστάτης καθώς η ποίηση «χαρίζει την ολοκληρία της γλώσσας, μ’ άλλα λόγια την άναρχη οντότητα της γλώσσας εσχατικά του μύθου»[2], ενώ η θρησκεία «συνεχόμενο προς την ποίηση λειτούργημα » μας «χαρίζει τη μυθική ολοκληρία της γλώσσας»[3].
 Ο Καρούζος ταυτίζει ελευθερία και θρησκεία , ελευθερία και πίστη ενώ «στη νύχτα της υπάρξεως, και ο προφήτης και ο ποιητής, όργανα λεπτότατα του φωτός, ταυτόσημα εξεργάζονται την απροσμέτρητη οδύνη, που συνειδηταίνει και το φως, που φανερώνει πως ακόμη και το φως είναι μύθος. Ο θεός, αλήθεια, είναι πιο νυχτερινός κι απ’ τη νύχτα, πιο λέξη από κάθε λέξη, περ’ απ’ τις λέξεις όλες, περ’ από κάθε φως»[4]. Η αναζήτηση του Ιερού, της θεότητας, της αγιότητας  τελικά «είναι ο βαθύτερος πραγματισμός της υπάρξεως, η βαθύτερη χρήση της ελευθερίας, το εσώτατο κίνητρο, που κατευθύνει στην κλίμακα των απελευθερώσεων έως το θάνατο και τη θέωση. Ο άνθρωπος ακαταμάχητα θέλει το ύψος, εκείνο που τον λυτρώνει απ’ τις αμέτρητες αιχμαλωσίες του αποτελέσματος και του χαρίζει την ποθούμενη και γι’ αυτό τόσο ρεαλιστική αυτοβεβαίωση. Άρα, λοιπόν, η μεταφυσική αντίληψη δεν είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα είναι η αποκορύφωση της φυσικότητας, η δύναμη που κάνει κατόρθωμα τη φυσικότητα και που χωρίς τη λειτουργία της η φυσικότητα σκλαβώνει τον άνθρωπο»[5].
Ο Καρούζος γεφυρώνει το εντεύθεν με το εκείθεν, ώστε οι αναχωρητές, τα ενσαρκωμένα  παραδείγματα αυτής διαδρομής, δεν συνιστούν  φυγή από τον κόσμο, αλλά «οι ελευθερούμενοι προς την αγιότητα, με το να είναι ωφέλιμοι στο θεό είναι και για τον κόσμον ωφέλιμοι»[6]. Η πορεία προς την αγιότητα αποδίδει αυτοδυναμία στην εσωτερικότητα και αρτίωση. Στο έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» αποκαλύπτει μια άλλη οδό αναζήτησης της αγιότητας καθώς «το αρνητικό της οντικής παραδοξότητας, που μπορεί με τη δύναμη της αδιάστατης τωρινότητας να φανερώσει το θεό. Ώστε να αναβλύσει μέσα μας ερωτική ελευθερία, που να μας οδηγεί δημιουργικά στο βασίλειο του ταυτιστικού ευτυχισμού, εκείνου που, εγκαταλείποντας τα δεσμά του συνειδησιακού βασιλείου, αγγίζει τώρα και για μας την ολότητα, τη θεότητα»[7].
Η ζωή όσο και η ποίηση του Ν. Καρούζου έχει σφραγισθεί από το θεμελιακό γεγονός, της απώθησης του θανάτου και της αναζήτησης του Θεού, σε ένα κόσμο που όμως λειτουργεί χωρίς τον Θεό.
Τα περισσότερα από τα μικρά δοκίμια του Ν. Καρούζου δημοσιεύθηκαν στο σημαντικό περιοδικό «Ευθύνη». Σε ένα από αυτά που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 31 τον Νοέμβριο του 1963 αφενός υπερασπίζεται τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της ποίησης  του από την μανιασμένη επίθεση ενός μέρους της κριτικής που δεν μπορεί να αποδεχθεί κάτι τέτοιο, αφετέρου προσπαθεί να κάνει έναν σύντομο προσωπικό απολογισμό. Για εκείνους  που η «κοινοτοπία της αθεΐας»  τους οδηγεί να θεωρούν σαν ανέφικτη την ποιότητα στην τέχνη με τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της, απαντά με το παράδειγμα του Πασκάλ, το «τρομερό λουλούδι της υπάρξεως, που με τόση εσωτερική λάμψη μας έδειξε ολότελα την ηλιθιότητα της λογικής, φανερώνοντας την ακεραιότητα της αγωνίας, υπήρξε φαίνεται, τυχερός –για χάρη του Θεού- με το να μη γεννηθεί Έλληνας κι ακόμη με το να ζήσει σ’ άλλη εποχή, με άλλη μορφή παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων»[8]. Το τελευταίο ισχύει διότι ο Πασκάλ γλίτωσε από την φανατισμένες επιθέσεις κάποιων Ελλήνων κριτικών.
Ο Καρούζος επιχειρώντας μια προσωπική αναδρομή γράφει ότι κατά την νεότητά του αγάπησε την «δυναμική πεπρωμενοκρατία του Nietzsche, τις θυελλοφόρες  κορυφές του Ζαρατούστρα, έζησα τη μεγάλη ανάσα της δρακόντειας απελπισιάς που κομματιάζει το στήθος και φτύνει τη λογική. Ερωτεύτηκα το μαρξισμό, γεμάτος ερωτήματα για τη ναρκισσευόμενη λογική του, και πέρασα στην περιπέτεια του κοινωνικού επαναστάτη, κρατώντας σαν ιψενικός ήρωας  -δηλαδή  μοναχικά κι ανώφελα- τη σημαία του Ιδανικού με πάθος. Επίσης, χώθηκα στη γαλαρία του Freud, ως ένα σημείο γοητευμένος»[9].
Οι πνευματικές του περιπέτειες δεν είναι παρά τα αναγκαία βήματα, τα γυμνάσματα της ψυχής, για να δει,  όπως λέει ο λαός μας, «Θεού πρόσωπο». Γράφει λοιπόν : «Έτρωγα το χρόνο, για να βγω στο ξέφωτο του Ιησού με την ψυχή οριστικά έκπληκτη. Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος. Ο Nietzsche χαστούκισε το θαύμα , κι όμως ήτανε καλή αφετηρία για την ευσέβεια. Με βοήθησε –τι περίεργο ίσως- να θυμηθώ τον Ιησού, με βοήθησε αποφασιστικά. Νιώθω σήμερα πως ήμουνα στους καιρούς της νεότητας αρραβωνιασμένος με την αγωνία. Γιατί βλέπω κάθε εικοσιτετράωρο και πιο καθαρά, πως η θρησκευτικότητα είναι ο γάμος με την αγωνία. Και δεν μπορούσε να ήτανε άλλη απ’ το Χριστιανισμό η θρησκεία μου στην Ελλάδα. Και δεν μπορώ να βεβαιώσω τίποτα μέσα μου δίχως την Ορθοδοξία των Ελλήνων. Όταν γύριζα στον αυστηρό Ιησού γύριζα στις ρίζες μου, όταν γύριζα στον απέραντο Ιησού γύριζα στο μέλλον»[10]
Ο Ν. Καρούζος με διαύγεια δείχνει ότι ακολουθώντας τα βήματα του Νίτσε μπορεί να συναντηθούμε με τον Θεό. Αλλά πιο μεγάλη σπουδαιότητα έχει η υπαρξιακής αφετηρίας ταύτιση της θρησκείας με την αγωνία και το συμπέρασμα που φτάνει, ότι η ορθοδοξία  και ο νέος ελληνισμός έχουν μια προνομιακή σχέση. Θα  μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως διαβάζοντας τα ποιήματα και πεζά του, ότι έχει θεμελιώσει μια καρδιακή, πυρηνική σχέση με την γλώσσα μας, τις λέξεις, τις φράσεις της, ώστε με τον λόγο του κατακτά νέες δυνατότητες. Θυμίζει σε αυτόν τόσο τον Ηράκλειτο (κοινός Λόγος) όσο και τον Βιτγκενστάιν (τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου), που δοκιμάστηκαν με την αναζήτηση των ορίων και των δυνατοτήτων  του λόγου και της γλώσσας.  





[1] Νίκος Καρούζος, Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1993, σελ.15.
[2] ό.,π. σελ. 15.
[3] ό.,π. σελ. 16.
[4] ό.,π. σελ. 16.
[5] ό.,π. σελ. 18.
[6] ό.,π. σελ. 20.
[7] Ό. π. , σελ. 37.
[8] Νίκος Καρούζος, Πεζά κείμενα, φιλολογική επιμέλεια Ελισάβετ Λαλουδάκη, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 2010, σελ. 43.
[9] Ό. π., σελ. 44.
[10] Ό. π., σελ. 44.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου