Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Σωτήρης Γουνελάς: Πρόταση λόγου και πολιτισμού: Σπουδή, κριτικές επισημάνσεις και αναγνώσεις στους: Σπύρο Κυριαζόπουλο, Κώστα Παπαϊωάννου, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κώστα Αξελό, Ζήσιμο Λορενζάτο, Χρήστο Γιανναρά, Στέλιο Ράμφο, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2013.

ΝΕΟΣ ΛΟΓΙΟΣ ΕΡΜΗΣ Τ. 10                                                
          

Το τελευταίο έργο του Σωτήρη Γουνελά  ανατέμνει με ειλικρίνεια, επάρκεια, κριτική διάθεση, καθαρό και σαφή λόγο,  τον στοχασμό, επτά συγγραφέων που διακρίθηκαν και επηρέασαν τον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο μας. Στόχος του, όπως εξομολογείται στον πρόλογο  είναι «η έξοδος από τη λήθη, η αφύπνιση εν μέσω της γενικής πολτοποίησης των ανθρώπινων υπάρξεων και η αναζήτηση άλλης οδού αντίστασης στην οικονομοκρατική λαίλαπα που σαρώνει τον πλανήτη»(σελ11). Την επιδίωξη αυτή ο συγγραφέας την υπηρετεί αποτελεσματικά, όπως θα διαπιστώσει κάθε αναγνώστης που θα το μελετήσει. Παρόμοια έργα αποτελούν ανάχωμα στην ασημαντότητα και τον μηδενισμό της ύπαρξης που προχωρά με επικίνδυνα γοργούς ρυθμούς.
Ο στοχαστής που εξετάζεται  κατ’ αρχήν είναι ο πρόωρα χαμένος Σπύρος Κυριαζόπουλος. Στη σύντομη ζωή  του ανέπτυξε μια στερεά θεμελιωμένη φιλοσοφική ερμηνεία και κριτική της Τεχνικής που δίκαια μπορεί να συγκριθεί με άλλους όπως ο Γάλλος Ζακ Ελλύλ. Η κατοπινή του αφάνεια οφείλεται στο γεγονός ότι συνηθίζουμε στον τόπο μας με μεγάλη ελαφρότητα να προσπερνάμε σημαντικά μεγέθη. Συνεπώς η αναφορά σε αυτόν από τον Σ.Γουνελά, μας φέρνει πάλι κοντά σε μια σκέψη που σοβαρότητα ανέπτυξε την κριτική σκέψη έναντι της τεχνικής και της επιστήμης. Ο  Γουνελάς επισημαίνει ότι ο Σ.Κ. «υπήρξε άνθρωπος απέραντης εποπτείας στον φιλοσοφικό-θεολογικό χώρο, κατά τέτοιο τρόπο που να εξετάζει, να περιγράφει και να εξηγεί την κατάσταση  του ανθρώπου και του κόσμου με σπάνια διεισδυτικότητα, επιμονή, εκπληκτική αφομοίωση γνωστικής τάξης, που όμως δεν  τον εμποδίζει να αντιληφτεί το ζήτημα της γνώσης και της τεχνικής ως πρόβλημα στους καιρούς μας, αλλά και την περιβόητη «πρόοδο» και «εξέλιξη» ειδικά στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο» (σελ.14). Σημαντική είναι η επισήμανση ότι η τροπή που έλαβε ο δυτικός χριστιανισμός επηρέασε καθοριστικά την γενεαλογία, την μορφή και την κατεύθυνση της Τεχνικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το πνεύμα της Τεχνικής υποκαθιστά την φύση, ώστε η εκμετάλλευση και η κυριαρχία πάνω σε αυτή έρχεται ως ένα εύλογο αποτέλεσμα  του γεγονότος αυτού. Ο Γουνελάς επ’ αυτού τονίζει ότι «ως λαός με την πνευματική  ιστορία που διαθέτουμε, μπορούμε να ενεργοποιήσουμε μνήμες και αισθήσεις και προπαντός να θυμηθούμε το σεβασμό στον κόσμο-κόσμημα των αρχαίων ή στην κτίση (Εκκλησία), που βρίσκονται κυριολεκτικά στους αντίποδες κάθε δυτικογενούς  στρέβλωσης της φυσικής πραγματικότητας, που σκοπεύει στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και βεβαίως  στην κάθε λογής εκμετάλλευση»(σελ.41). Να θυμίσουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε ως σκοπό  την εργασία, αλλά ως μέσο που οδηγεί στην σχόλη, ενώ η βάναυση  εργασία  εμποδίζει την συμμετοχή του πολίτη στα κοινά.
 Ο  Σ.Γουνελάς θα ασχοληθεί στην συνέχεια  με το έργο του σπουδαίου στοχαστή Κ.Παπαϊωάννου. Ήταν ένας από τους τυχερούς επιβάτες του πλοίου «Ματαρόα», που τους διέσωσε από την πνιγηρή εμφυλιακή Ελλάδα, δίνοντας σε αυτούς την δυνατότητα όχι μόνο να σπουδάσουν αλλά να αναδείξουν ένα εξαιρετικά σημαντικό και γοητευτικό έργο. Ειδικά ο  Κ.Π. θα κερδίσει την αναγνώριση από συντηρητικούς στοχαστές όπως ο Ρ.Αρόν και ο Α.Μπεζανσόν, διαφωνούντες όπως ο Μ.Σουβάριν  και  τους ριζοσπαστικούς της «Καταστασιακής»  Διεθνούς. Προφανώς το έργο του δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα δοκίμιο, όσο πυκνό και να είναι, αλλά μπορούν να αναδειχθούν ορισμένες ουσιώδεις πλευρές του. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο Κ.Π. θεωρεί ότι με την Αναγέννηση υψώθηκε ένας ουμανισμός που ενώ επιδίωκε να είναι συνέχεια του αρχαίου ελληνικού, «υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάντων και η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στο εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστήμη θα προσφέρει την εξουσία»(σελ.52). Το παράδοξο είναι ότι το γεγονός αυτό στην Δ.Ευρώπη συνυφάνθηκε με την εντατική μελέτη  του αρχαιοελληνικού στοχασμού. Ίσως η επαναφορά του τραγικού στοιχείου, η υπόδειξη της παρουσίας στους καιρούς μας της «αρχαίας ύβρεως», να οδηγήσει τον νεώτερο   άνθρωπο να κατανοήσει ότι η συστηματική και μεθοδική εκμετάλλευση του κόσμού θα απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του σύμπαντος.
Ο Γουνελάς αναδεικνύει την μεγάλη  σημασία που έχουν τα έργα του Κ.Π. για την μελέτη και κατανόηση της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής τέχνης. Ένα από τα κύρια πορίσματά του είναι ότι η διάσταση ανάμεσα στον υποκείμενο και το αντικείμενο που κατατρέχει την δυτική σκέψη στην βυζαντινή τέχνη έχει αναιρεθεί καθώς η κατάργηση του όγκου και του βάρους, που συνοδεύεται από την προσευχή και την λατρεία οδηγεί στην μέθεξη. Βεβαίως οι Οθωμανοί κατακτητές ως καταστροφείς και οι δυτικοχριστιανοί ως δημιουργοί ενός νέου πολιτισμού θα παραδώσουν «τις πνευματικότερες, καλλιτεχνικότερες και μυστηριακότερες όψεις εκείνου του κόσμου στην περιφρόνηση και την λήθη, όταν δεν την παρέδωσαν στην καταστροφή»(σελ.94-95).
Στην συνέχεια ο Γουνελάς θα αναφερθεί σε άλλους συνεπιβάτες του «Ματαρόα»: τον Κ.Καστοριάδη και τον Κ.Αξελό. Στον πρώτο πιστώνει ότι κατανόησε σε βάθος που καταλήγει η αύξηση της παραγωγής-κατανάλωσης και η συναφής εξύμνηση της Τεχνικής. Εξίσου  εύστοχη είναι η κριτική των επίπλαστων αναγκών του καταναλωτισμού από τον Καστοριάδη, όσο και του αποπροσανατολιστικού ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Στο τελευταίο, μας θυμίζει ο συγγραφέας, πως παρόμοια κριτική στάση έλαβε ο Κ.Πόππερ, γεγονός όμως που αποσιωπάται. Βεβαίως σε παρόμοιες παρατηρήσεις έχει προηγηθεί χρονικά η πρόωρα χαμένη Σιμόν Βέϊλ. Όμως αρνητικά αντιμετωπίζεται η καστοριαδική άποψη για τον Πλάτωνα, που επαναλαμβάνει αρκετά συνήθεις πλέον ερμηνείες περί αντιδημοκρατικότητας. Ένα τέτοιο πόρισμα αφενός παρακάμπτει αντίθετες απόψεις όπως αυτές του Ε.Κασσίρερ, αφετέρου περιφρονεί την πολυμέρεια των πλατωνικών κειμένων. Προφανώς σε μια τέτοια ερμηνεία κάποιο ρόλο παίζουν τα κείμενα του Πόππερ, που όμως θα πρέπει να τα ξαναδούμε με κριτικό τρόπο.
Όσον αφορά το έργο του Κ.Αξελού εξετάζεται ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του, με τον τίτλο «Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας», που αρχικά είχε μεταφραστεί ως «Ο Εμφύλιος πόλεμος της Ελλάδας». Ο Αξελός υπήρξε αυτός που γνώρισε το έργο του Λούκατς στην Γαλλία, ενώ εκτός από αιρετικός μαρξιστής, μαζί με τον Ντεριντά, ίσως να ήταν ο συνεπέστερος και επιφανέστερος μαθητής του Μ.Χάιντεγκερ στην Γαλλία. Έτσι το αίτημα του  Αξελού για να συμμετάσχει η Ελλάδα στην νεωτερικότητα, αφενός   δεν εξετάζει αν υπάρχει άλλη δυνατότητα πέραν της νεωτερικότητας, αφετέρου  περιφρονεί τις αρνητικές της διαστάσεις. Μάλιστα έρχεται διάσταση με τον κριτικό λόγο που έχει διατυπώσει ο Κ.Αξελός σε άλλα έργα του.
Το κεφάλαιο για τον Ζήσιμο Λορενζάτο είναι από τα πιο καλογραμμένα και ενδιαφέροντα, διότι ο Γουνελάς και έχει επηρεαστεί από αυτόν, αλλά και βαθιά προσωπική φιλία και σεβασμό του έτρεφε. Πέρα από τον εύστοχο κριτικό λόγο, την γνήσια αφομοίωση της παράδοσης, ο Ζ.Λ. σε αντίθεση με την πρόταση «να αλλάξουμε τον κόσμο», θεωρεί ότι προηγείται «να αλλάξει ο άνθρωπος».
Το κεφάλαιο για τον Χ.Γιανναρά δείχνει ότι ο Σ.Γουνελάς διαθέτει  στερεή φιλοσοφική-θεολογική γνώση, και κατανοεί άρτια το φιλοσοφικό-θεολογικό γιανναρικό έργο, στο οποίο επικεντρώνεται. Ασχολείται με το παράδειγμα των δια Χριστό σαλών και πως αυτοί δυναμιτίζουν την ηθικολογία και τον ηθικισμό όσο και την εμμονή στο γράμμα  των κειμένων. Οπωσδήποτε θα πρέπει να ανατρέξουμε σε κάποια από τα παλαιότερα έργα του Χ.Γ.  όπως την «Ελευθερία του ήθους» αλλά και σε  κάποια μεταγενέστερα. Βεβαίως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν εξετάζονται οι πολιτικές απόψεις του Χ.Γ., στις οποίες υπάρχουν πολλές θεμελιωμένες αντιρρήσεις, ειδικά εκείνες που αφορούν τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας μας.
Το τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται στον Σ.Ράμφο, με τον οποίο, ο Σ.Γουνελάς , έχει ασχοληθεί εύστοχα και στο παρελθόν. Κατ’ αρχήν το έργο του Ρ. για τον Νίτσε θεμελιώνεται σε δύο κυρίως έργα του τελευταίου. Μία τέτοια προσπάθεια είναι ατελέσφορη, διότι η νιτσεϊκή σκέψη είναι   μια κατ’ εξοχήν  μη συστηματική σκέψη, ώστε ένα θέμα να  μπορεί να προσεγγίζεται σε πολλά-αν όχι όλα- έργα του, ενώ η ποιητική του γραφή θέτει πρόσθετα εμπόδια σε βέβαιες απαντήσεις. Για παράδειγμα το άγγελμα του θανάτου του Θεού, εκτός από την ανακοίνωση ενός γεγονότος, περιέχει έναν θρήνο, που πιθανόν υποσυνείδητα να ταυτίζεται με τον αιφνίδιο θάνατο του πάστορα πατέρα του. Βεβαίως το άλλο έργο του Ρ. που κρίνει με επιτυχία ο Γουνελάς, το «Αδιανόητο τίποτα», είναι και το κατ’ εξοχήν προβληματικό. Με μια ιστορική και εμπειρική αφαίρεση προσπαθεί να αποδώσει την νεοελληνική κακοδαιμονία σε ένα έργο την «Φιλοκαλία». Πρόκειται για μια μονοδιάστατη απόπειρα να ερμηνευθεί ο νέος ελληνισμός, που δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να φανεί η ανεδαφικότητά της. Ο Ρ. αποσιωπά την μάλλον ρηχή θρησκευτικότητα του νεοέλληνα, που κάνει την μελέτη και την επιρροή  τέτοιων σημαντικών έργων, υπόθεση ομάδων εξαιρετικά περιορισμένων αριθμητικά. Επίσης από αρχαιοτάτων χρόνων, και όχι πρόσφατα, ο Έλληνας, σε πολλές περιπτώσεις, κατέχεται, από μια εμμονή στο  εγωισμό με αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά. Συναφής με αυτό είναι η μνησικακία που αισθάνεται για καθένα που ξεχωρίζει, με αποτέλεσμα να επιλέγει άλλοτε τον εξοστρακισμό και άλλοτε την αποσιώπηση. Βεβαίως ο Ρ. ανήκει στους πολυαγαπημένους των μέσων ενημέρωσης. Συνήθως συζητά με δημοσιογράφους που δεν γνωρίζουν το έργό του και για αυτό οι ερωτήσεις που του υποβάλουν δεν έχουν καμία σχέση με αυτό. Όταν τυχαίνει όμως να το γνωρίζουν προβαίνει σε απίθανες λογικές ανακρίβειες, όπως την απόδοση  των πελατειακών σχέσεων και μιζών, στην ύπαρξη αγίων στην ορθόδοξη εκκλησία. Προφανώς  όποιος έχει μια στοιχειώδη γνώση του νέου ελληνισμού δεν μπορεί να πάρει στα πολύ σοβαρά τέτοιου είδους απόψεις.
Ο Γουνελάς γράφει , πως κάποιος,   που έζησε μέσα στο ελληνικό φως- παρά το νέφος-, πήρε μέρος σε γιορτές, «δοκίμασε τη χαρά της κοινωνικότητας και της θυσιαστικής αγάπης, η οποία μέχρι μερικά χρόνια τουλάχιστον χαρακτήριζε τις ελληνίδες μητέρες, ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν τι σχέση έχει με τον αμερικανόπαιδα που τον πετάνε από το σπίτι στα δεκαπέντε ή στα δεκαοχτώ;»(σελ.372). Επιπλέον σύμφωνα  με τον Ρ. «το κράτος κατ’ ουσίαν δεν φταίει, φταίει η ανώριμη ελληνική κοινωνία» καθότι «το κράτος είναι άμεμπτο»(σελ.395). Βεβαίως η «λογική» του Ρ. αθωώνει του κρατούντες για όσα έπραξαν ή παρέλειψαν να πράξουν. Όπως γράφει ο Γουνελάς, πρόκειται για ένα σαθρό κράτος, που έκανε ποικίλες αθλιότητες, ενώ «όταν οι κρατικοί λειτουργοί τρώνε και πίνουν ασυστόλως, ποιος Έλληνας θα υπακούσει και θα καταστεί νομοταγής και άμεμπτος, Υπάρχει στις θέσεις του Ρ. κάτι σαν προσκόλληση στο  εξουσιαστικό μέρος, την ίδια στιγμή που σε άλλα σημεία καταδείχνει την ανεπάρκειά του.»(σελ.396).  

Ολοκληρώνοντας το έργο του Σ.Γουνελά, επισημαίνουμε ότι εξετάζει με πνευματική εντιμότητα, προσιτό και σαφές ύφος, επτά στοχαστές, που αντιπροσωπεύουν  σε μεγάλο βαθμό  τις τάσεις, τις συμπεριφορές και τα ήθη της ελληνικής διανόησης, ώστε  με την προσεκτική μελέτη του, να έχουμε μια άρτια εικόνα γι’ αυτήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου