ΡΗΞΗ φ.117
Ανάμεσα στους Έλληνες στοχαστές
που δραπέτευσαν στη Γαλλία το 1945- τον Καστοριάδη, τον Αξελό, τον Σβορώνο και
άλλους- ο Κώστας Παπαϊωάννου, παρά την σχετικά σύντομη ζωή του, διακρίθηκε για
την ποιότητα του στοχασμού του, την γόνιμη και κριτική αφομοίωση του ελληνικού
και δυτικού λόγου που κατέληξε σε ένα έργο εξαιρετικά γοητευτικό, πρωτότυπο και
ενδιαφέρον.
Από τα πιο σύνθετα έργα του όπως "η γένεση του Ολοκληρωτισμού " ή τα
πιο μικρά όπως το "Μάζα και ιστορία" και ο "Άνθρωπος και ο
ίσκιος του" ερχόμαστε σε κοινωνία με μια άρτια γραφή και μια σκέψη
που θεμελιώνεται σε στερεές βάσεις.
Για όποιον προβληματίστηκε με ένα από τα κοσμοϊστορικά
κινήματα της νεωτερικότητας, τον
μαρξισμό, στην σκέψη του Κώστα Παπαϊωάννου, θα δει την πλέον γόνιμη και
τεκμηριωμένη κριτική αποτίμηση. Δεν είναι τυχαίο ότι προκάλεσε τον θαυμασμό
στοχαστών με διαφορετική προέλευση και στοχεύσεις όπως ο Ρ. Αρόν και οι καταστασιακοί.
Τις τελευταίες δεκαετίες μετά την
έκδοση στην γλώσσα μας, από τις
Εναλλακτικές Εκδόσεις, ολόκληρου σχεδόν του έργου του, αυξάνεται το ενδιαφέρον για αυτό και γίνεται
αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης. Ειδικά η πτώση των καθεστώτων που είχαν
αυτοχαρακτηριστεί ως σοσιαλιστικά που όμως συνέπεσε χρονικά με τις
πολλαπλές κρίσεις του καπιταλισμού (τραπεζικές-χρηματοοικονομικές), η
διεθνής αναστάτωση που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση (μετατόπισης της παραγωγής
σε χώρες χαμηλού κόστους νέοι πόλεμοι, μετακίνηση πληθυσμών, προσπάθεια να
εξαχθεί το δυτικό πολιτικό-οικονομικό υπόδειγμα χωρίς τις ανάλογες προϋποθέσεις
σε τρίτες χώρες, παρεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, υπαρξακή
κρίση της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο), ώθησε τους στοχαστές να μελετήσουν
έναν λόγο όπως του Κ. Παπαϊωάννου που κινείται με την ίδια άνεση ανάμεση στην
αρχαία τραγωδία, τους Προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα, την Αναγέννηση, τον Νίτσε,
τον Μάρξ και τον Μ.Βέμπερ.
Το βιβλίο της Παναγιώτας Βάσση
ασχολείται με μια σημαντική και θεμελιώδη πλευρά του έργου του Κ.
Παπαϊωάννου που αποτελεί κλειδί για να
τον κατανοήσουμε συνολικά: τον πολιτικό άνθρωπο. Πρόκειται για μια προσέγγιση
άρτια, έντιμη, πυκνή, γραμμένη σε μια γλαφυρή και γοητευτική γλώσσα, που ανταποκρίνεται σε όλες τις προϋποθέσεις της
επιστήμης. Διότι κατάφερε να κρατήσει αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη που
αισθάνεται η συγγραφέας για το έργο του Κ. Παπαϊωάννου και την συναισθηματική απόσταση
που απαιτεί από αυτό ο επιστημονικός λόγος.
Το βιβλίο διακρίνεται σε τρία
κατ' αρχήν μέρη ακολουθώντας τις αντίστοιχες αποτιμήσεις του Κ.Π. για την
αρχαία Ελλάδα , την νεωτερικότητα και την σύγχρονη εποχή. Στο τέλος περιλαμβάνει ως επίμετρο μια περιδιάβαση στην ζωή και στα
βιβλία που έγραψε ο Κ.Π.
Ο καθηγητής της Κοινωνικής
Φιλοσοφίας στο Παν/μιο Αθηνών Γιώργος Πολίτης σημειώνει εύστοχα στον πρόλογό
του, ότι κατά την μεταπολεμική περίοδο ο Μάρξ και οι μαρξισμοί είχαν αναχθεί σε ένας είδος τοτέμ, που δεν
υποβάλλονταν σε κανενός είδους κριτική, δίχως να επισύρουν την εξοντωτική
επίθεση ως οργάνου του ταξικού εχθρού ή της κρατικής προπαγάνδας. Στοχαστές
όπως ο Κ.Π. "ήταν από τους πρώτες διανοητές που αφ' ενός εντόπισαν τις
αδυναμίες της θεωρίας -και όχι μόνο τις αστοχίες της εφαρμογής της- και αφ'
ετέρου τόλμησαν να τις εκθέσουν μέσα σε ένα κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που
ήταν κάθε άλλο παρά πρόθυμο να τους ακούσει"(σελ.9). Βεβαίως ούτε το έργο
του Κ.Π., ούτε ακόμη του Ρ.Αρόν μπορεί
να συγκριθεί με τον στρατευμένο στον αμερικανισμό, αγοραίο αντιμαρξισμό
των λεγόμενων "νέων φιλοσόφων" όπως ο Μ.Α.Λεβύ και Α.Γκλυκσμάν.
Ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια
της Π.Βάσση να τοποθετήσει τον πρώιμο βηματισμό του Κ.Π. στην παιδαγωγική προσπάθεια του "Αρχείου
φιλοσοφίας" των Κ.Τσάτσου- Π.Κανελλόπουλου-Ι.Θεοδωρακόπουλου. Προφανώς η σπουδαιότητα του αρχαίου ελληνικού
λόγου καλλιεργήθηκε με μεγάλη φροντίδα
και επιμονή στα πλαίσια αυτά με
αποτέλεσμα να καρπίσει στα έργα του Κ.Παπαιωάννου ή του Κ.Καστοριάδη, παρότι
βέβαια οι τελευταίοι διόλου δεν
συμμερίστηκαν τις πολιτικές στοχεύσεις του "Αρχείου Φιλοσοφίας".
Άλλωστε κάθε επαρκής γνώστης του μαρξικού έργου, μπορεί να γνωρίζει ότι ο Μάρξ διαπλάστηκε
μέσα από την σχέση του με την
αρχαιοελληνική σκέψη και υπήρξε θαυμαστής, για παράδειγμα, του Αριστοτέλη.
Βεβαίως ο Κ.Π. δεν προσεγγίζει
τον αρχαιοελληνικό λόγο ιδεοληπτικά . Όπως επισημαίνει η συγγραφέας κλειδί για
να κατανοήσουμε την αθηναϊκή δημοκρατία είναι ο όρος "θεατροκρατία".
Δηλαδή μέσα από το θέατρο και την τραγωδία αναδύονται οι προϋποθέσεις και το αξιακό
πλαίσιο που θα καταστήσουν υπαρκτή την δημοκρατία. Υπό αυτή την οπτική "η
αρχαία Ελλάδα, δεν ενδιαφέρει ως πρότυπο, αλλά ως μοναδικό ιστορικό παράδειγμα
πραγμάτωσης της ανθρώπινης ελευθερίας μέσα στην πόλη, της ομαλής συναρμογής
ατομικού-συλλογικού"(σελ.24). Αποσπάσματα του Κ.Π. όπως "μέσα από το
χαμόγελο των Κούρων μπορούμε να δούμε όλη τη Φιλοσοφία της Ιστορίας των
Ελλήνων, αυτή την ιδέα της απόλυτης θετικότητας της ύπαρξης, που αψηφάει το
θάνατο και βεβαιώνει τον εαυτό της μέσα στον αγώνα, εκεί που η ζωή συνορεύει με
το θάνατο "(σελ.26) τεκμηριώνει νομίζω μια ισχυρή επιρροή του Νίτσε στον
Κ.Π.
Ενδιαφέρουσα είναι η σύντομη, αλλά ουσιαστική αναφορά της Π.
Βάσση στην μεταπολεμική γαλλική διανόηση: πώς ο Α. Κοζέβ εισάγει στη Γαλλία τον
Χέγκελ, πώς στην συνέχεια η γαλλική διανόηση γίνεται
νιτσεϊκή-χαϊντεγκεριανή-υπαρξιακή, δίχως να πάψει να ενδιαφέρεται για τον Μάρξ
, αλλά για να γίνει στην συνέχεια δομο-λειτουργική και τελικά
μεταμοντέρνα-σχετικιστική-αντιανθρωπιστική.
Επίσης η σύγκριση ανάμεσα στις σκέψεις του
Κ.Π. και του Κ.Καστοριάδη όσον αφορά την αθηναϊκή δημοκρατία , μαρτυρά την πολύ
καλή γνώση τους, από την συγγραφέα. Στον Κ.Παπαϊωάννου ο μύθος δεν αντίκειται στον λόγο, το ιερό στο
πολιτικό, αλλά η μια κατάσταση εκβάλλει στην άλλη "η ελληνική αρχαιότητα
στην κλασσική της εκδοχή, συνθέτει τον ορθό Λόγο με όλες τις ανάγκες και τις
αξίες του κλασσικού ανθρώπου : η πολιτική δεν αναιρεί ως λειτουργία και ως
διαδικασία τη θρησκεία και την τέχνη, αλλά οικοδομείται στην τέχνη που διαθέτει
θρησκευτικό υπόβαθρο κι όλα αυτά με τρόπο ριζικά διαφορετικό από οτιδήποτε
προηγήθηκε ιστορικά και ό,τι ακολούθησε "(σελ.91).
Ο Κ.Παπαϊωάννου αντιδιαστέλλει
τον ελληνικό Λόγο από τον εργαλειακό ορθολογισμό, ενώ η Αναγέννηση βρίσκεται
στον αντίποδα του ελληνικού ήθους που επικαλείται καθώς "ο ανθρωπισμός της
Αναγέννησης αναφέρεται ευθέως σε μια άγνωστη και ανύπαρκτη συνάμα Ελλάδα και
από αυτή την εικονική Ελλάδα, η Αναγέννηση ανύψωσε το δικό της
υποκειμενο-κεντρικό ανθρωπισμό"( σελ.118). Συγχρόνως αποτιμά θετικά το
Βυζάντιο υπομνηματίζοντας τα ελληνικά
του χαρακτηριστικά: "η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η εστία ενός πολιτισμού
βαθιά σημαδεμένου από τον ελληνισμό...Για χίλια χρόνια η αρχαία γλώσσα υπήρξε η
γλώσσα των γραμμάτων ...Εξακολουθούσαν πάντα να αποστηθίζουν τον Όμηρο και
είναι γνωστά ποιήματα για την Παναγία και για τον Ευαγγελισμό των οποίων ο κάθε
στίχος είναι δανεισμένος από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια" (σελ.112).
Επιπλέον στην Δύση συμβαίνει μια ακόμη αρνητική μεταστροφή: "το τραγικό
αποσπάται από το αρχαιοελληνικό του περιεχόμενο και είτε εξοβελίζεται είτε μετατρέπεται
το ίδιο σε σύμβολο της αρνητικότητας. Τούτο σημαίνει, κατά τον Παπαϊωάννου, ότι
οι νεωτερικές κοινωνίες δεν μπόρεσαν να αντλήσουν το παιδαγωγικό νόημα του
τραγικού, χάνοντας πολύτιμα στοιχεία αυτογνωσίας και οριοθέτησης της ανθρώπινης
δράσης. Με το πάθος, δίχως το μάθος της αναγεννησιακής εποχής και με την
απουσία κάθε πάθους (άρα και κάθε μάθους) από την κλασικιστική κοινωνία, ο
άνθρωπος στερείται της δυνατότητας να αυτοπροσδιοριστεί ουσιωδώς και περιεκτικά"(σελ.128).
Το έργο της Π.Βάσση ολοκληρώνεται με την αναφορά στην βαρυσήμαντη
αποτίμηση του Μάρξ και των μαρξισμών από
τον Παπαϊωάννου όπου αναδεικνύεται "δεινός γνώστης του Χέγκελ όπως και του
Μάρξ"(σελ178). Θα τεκμηριώσει ως πηγή του ολοκληρωτισμού την φιλοδοξία του
λενινισμού να επιβάλλει τον τρόπο που λειτουργεί το καπιταλιστικό εργοστάσιο σε
όλη την κοινωνία. Όπως γράφει "η
σχολή του εργοστασίου είναι η σχολή του ολοκληρωτισμού"(σελ 206).
Το έργο της Π.Βάσση οφείλουμε να
το διαβάσουμε με προσοχή διότι όχι μόνο
αποτελεί μια άρτια εισαγωγή στο έργο ενός εξαιρετικά σημαντικού -κλασσικού πλέον-στοχαστή, αλλά
γνωρίζοντας η ίδια με ασυνήθιστα ώριμο
τρόπο την ελληνική γλώσσα μας χάρισε ένα υπόδειγμα δοκιμιακού λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου