Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Γιώργος Κοτζιούλας : ένας εραστής και υπηρέτης της Ρωμιοσύνης *






* ο τίτλος  προέρχεται από την εισαγωγή του υιού του συγγραφέα ,Κώστα Κοτζιούλα ,στην "Πικρή ζωή'"
ΡΗΞΗ φ.125. φ.126,φ127


 Γιώργος Κοτζιούλας : ένας εραστής  και υπηρέτης  της Ρωμιοσύνης

                                              
                                                Α’

Η έκδοση  της βιογραφίας του Γ.Κοτζιούλα από  την Αθηνά Βογιατζόγλου [1]  υπήρξε η αφορμή για να ξαναθυμηθούμε και να επαναξιολογήσουμε  την σύντομη αλλά εξαιρετικά παραγωγική και ουσιαστική παρουσία του.
Ο Ν. Βαγενάς έγραψε στο ΒΗΜΑ (26.6.2016) για τον Κοτζιούλα ,ότι  πρόκειται για «μια ρωμαλέα ποιητική φωνή», ενός ποιητή « που δεν έχει πάρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της λογοτεχνίας μας». Βεβαίως το έργο του Κοτζιούλα απλώνεται με το ίδιο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη του, στον πεζό λόγο με πιο γνωστό το «Όταν ήμουν με τον Άρη»  και άλλα, όπως η συλλογή διηγημάτων «Πικρή ζωή» (επανεκδόθηκαν και τα δύο από τις εκδόσεις Δρόμων), σε μεταφράσεις  (όπως το έργο του Γκυ ντε Μωπασσάν "οι γυναίκες στον Έρωτα" με πρόλογο του Μ.Αυγέρη) αλλά και τα θεατρικά έργα που ανέβασε στο βουνό στην διάρκεια της εθνικής αντίστασης[2]. Συγχρόνως πολλές ιστοσελίδες όπως του Ν.Σαραντάκου  και της Σ.Κολοτούρου  αναφέρονται συχνά  στον Γ.Κοτζιούλα και παρουσιάζουν συχνά με δυσεύρετα κείμενα του, όπως αυτό για την νεώτερη ποίηση.
Αλλά δείγμα  μιάς καθολικής αναγνώρισης που έχει αρχίσει πλέον να απολαμβάνει το έργο του είναι ότι το 2013, σε δύο έργα του , την συλλογή ποιημάτων και την «Πικρή ζωή», φιλοτέχνησε τα εξώφυλλά τους ,ο Αλέκος Φασιανός , ενώ η παρουσίαση   τους ήταν υπό την αιγίδα του Αρχιεπίσκοπου Αθηνών και συμμετείχαν , μεταξύ άλλων, ο γλύπτης  Θ.Παπαγιάννης, και ο αγιογράφος π.Σ.Σκλήρης.
Ο Κοτζιούλας είναι γέννημα  των Τζουμέρκων. Η ιδιοσυγκρασία του διαπλάστηκε από τις εμπειρίες που είχε  μεγαλώνοντας στον τόπο του, από την παράδοση του και ιδιαίτερα  τα δημοτικά τραγούδια και την ορθοδοξία. Έτσι συχνές είναι οι αναφορές του, στους ήρωες του ‘ 21 και στον Πατρό-Κοσμά. Η συμμετοχή του, στην εθνική του αντίσταση υπήρξε μια άλλη πηγή σημαντικών εμπειριών, που  όμως δεν προίκισαν τον λόγο με φανατισμό αλλά με απογοήτευση για την μεταπολεμική τύχη της.
Η επιμελήτρια του έργου του Σωτηρία Μελετίου  στην εισαγωγή της «Πικρής ζωής» καταλήγει πως «η ιδεολογία του Κοτζιούλα, που διατρέχει τη ζωή  του και  το έργο του, αφορμάται από και αναφέρεται σε δύο κύριες κατευθύνσεις: χριστιανική ισότητα και κοινωνική απελευθέρωση με δικαιοσύνη. Η χριστιανική πίστη του είναι διάχυτη σε όλο το έργο του. Είναι μελετητής των γραφών και της διδασκαλίας  του Χριστού, αλλά παρατηρητής της δράσης και της συμπεριφοράς του κλήρου που άλλοτε σέβεται και θαυμάζει κι άλλοτε σχολιάζει και επικρίνει. Ο Κοτζιούλας με  τη ζωή και το έργο του πασχίζει να παντρέψει «ενορατικά» το χριστιανισμό με το σοσιαλισμό, είναι μαχητικά ειρηνικός και ειρηνικά μαχητικός. Κι όταν ακόμη στρατεύεται σε «πολιτικά σύνολα», δεν θυσιάζει την αυτόνομη σκέψη του. Πνεύμα ανυπόταχτο κι ελεύθερο, προτιμά να ακολουθεί το δικό του δρόμο μοναχικός μαχητής, πολλές φορές εγκαταλειμμένος. Στρατεύεται για να κάνει τον κόσμο καλύτερο για να εξαλείψει τις αδικίες και τις ανισότητες. Αυτό αποτελεί το κοινωνικό και εθνικό όραμά του. Αυτό τελικά είναι και το «πολιτικό»  του στίγμα»[3].
Η γλώσσα του Γ.Κοτζιούλα είναι ζωντανή, γλαφυρή  και γεμάτη από ηπειρώτικούς ιδιωματισμούς[4]. Περιγράφει μια φτώχια αδιανόητη στον σύγχρονο άνθρωπο, που τον τοποθετεί κοντά στον Α.Παπαδιαμάντη, που άλλωστε θαύμαζε. Ένας της άλλης όχθης από αυτόν, ο Δ.Τσάκωνας, γράφει ότι ο Κοτζιούλας διακρίνεται από ήθος ανθρωπιάς ευγενικής και πολιτισμένης , χρησιμοποιεί  μέσους τόνους, αποφεύγει τα ξεφωνητά και τις  θεαματικές εκρήξεις, ενώ με υπερηφάνεια δείχνει τις πληγές του στον ήλιο[5].

Το 1939 ο Κοτζιούλας θα περιοδεύσει τις σημαντικότερες Μονές και Σκήτες του Αγίου Όρους. Θα  μας δώσει μια μοναδική περιγραφή του χώρου αλλά και των ανθρώπων που μονάζουν ή το επισκέπτονται, στο εκτενές διήγημα του «Περιδιαβάζοντας στο Άγιο Όρος», που δημοσιεύθηκε αρχικά σε δεκαέξι συνέχεις στο περιοδικό « Νεοελληνικά Γράμματα» από τον Νοέμβριο του 1939 έως τον Απρίλιο του 1940.  Παρόμοιων κατευθύνσεων είναι και το σύντομο διήγημα του «Ξωκλήσια και εικονίσματα».
Στο έργο του «Όταν ήμουν με τον Άρη», βλέπει στην Εθνική Αντίσταση να ξαναζεί το ’21. Εκτός από τον Άρη εξαίρει τον καπετάν Μπελή που αντιμετώπισε «μια μεγάλη απειλή για την φυλετική μας ενότητα απ’ ορισμένους βλαχόφωνους της Πίνδου, που έδρασαν με την υποστήριξη των Ιταλών τη λεγόμενη λεγεώνα, κατατάσσοντας  σ’ αυτήν με τη βία ή τη δωροδοκία όσους μπορούσαν»[6]. Βεβαίως ο πιο κοντινός του, ψυχικά, υπήρξε ο παπά-Ανυπόμονος. Ο τρόπος που περιγράφει τους Μαυροσκούφηδες  αποκαλύπτει την προσήλωσή του στην ορθόδοξη κοινοβιακότητα: «ήταν οργανωμένοι σαν όλους τους αντάρτες βέβαια, αλλά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο αυστηρό. Για όποιον έχει ιδέα καλογερικής, έμοιαζαν κάπως με κοινοβίτες. Είχαν αυτοδιοίκηση, κάναν συνελεύσεις. Εκεί γινόταν ελεύθερη κριτική και αυτοκριτική… Ο Άρης αγαπούσε τους Μαυροσκούφηδες σαν παιδιά του. Τους ήξερε, τους πρόσεχε όσο ένας ηγούμενος, τους καλογέρους»[7].


                                                 B

    
Οι προϋποθέσεις κριτικής της μοντέρνας ποίησης


Το δοκίμιο του Γ.Κοτζιούλα  «Που τραβάει η ποίηση» είναι ένα από τα δυσεύρετα  κείμενα του, που  μπορούμε σήμερα να  διαβάσουμε μόνο στις ιστοσελίδες  του Νίκου Σαραντάκου και της Σοφίας Κολουτούρου. Η πρώτη δημοσίευση  έγινε στο περιοδικό «Νέος Νουμάς» το 1950.  Δημοσιεύθηκε πάλι στο περιοδικό «Ευθύνη» στην δεκαετία του ‘70.
Με τον δικό του τρόπο συνεχίζει τον διάλογο του Γ.Σεφέρη με τον Κ.Τσάτσο, για τα χαρακτηριστικά της νεώτερης ποίησης. Το πιο ενδιαφέρον είναι αφενός το πολεμικό και αφοριστικό του ύφος του και αφετέρου οι  λόγοι  τους οποίους επικαλείται ο Γ.Κοτζιούλας για να αντιπαρατεθεί  σε αυτή, που δεν απέχουν πολύ από αυτούς που επικαλέστηκε, παλαιότερα από αυτόν, ο Κ.Τσάτσος .
Ο Γ.Κοτζιούλας εγείρει την πίστη στην  ελληνική παράδοση, στην εντοπιότητα, στην ιθαγένεια,  ως  τα αδιάψευστα κριτήρια αξιοσύνης ενός ποιήματος.  Σε αυτή θα βρει ότι του χρειάζεται, από αυτή θα εμπνευστεί και θα λάβει τα ουσιώδη παραδείγματα.. Παρότι δεν  απορρίπτει την επικοινωνία με τα ρεύματα σκέψης που έρχονται από την Δύση, τίποτε ενδιαφέρον και χρήσιμο δεν αποκαλύπτει  σε αυτά. Η στράτευση του στην αριστερά  δεν τον οδήγησε στον κοσμοπολιτισμό, που προσφέρει τους επιμέρους πολιτισμούς θυσία  σε μία παγκοσμιότητα, που  συγκαλύπτει τις  φιλοδοξίες των ισχυρότερων εθνών για οικουμενική  κυριαρχία. Ο πατριωτισμός του, συχνά αδιάλλακτος,  αποσκοπεί να διασώσει  την αξιοπρέπεια  του ελληνικού λαού  και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτισμού του.
Οι κατηγορίες του Γ.Κοτζιούλα στην μοντέρνα ποίηση δεν είναι ούτε μοναδικές, ούτε οι πρώτες που διατυπώθηκαν. Ο ποιητής Τ.Παπατσώνης σε επιφυλλίδα με τον τίτλο «Νεαροί Υπερόπται», που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 13 Μαρτίου  του 1932  επικρίνει τον Γ. Σεφέρη και τον Αντρέα Καραντώνη  που  τον παρουσίασε με θετικό τρόπο, διότι η ποίηση του είναι «μίμηση μέχρι κλοπής ενός ξένου τρόπου, χωρίς την παραμικρότερη παραλλαγή»  και μάλιστα «κακή μίμηση»[8]. Μάλιστα ο Τ.Παπατσώνης εμφατικότερα τονίζει ότι στη ποίηση του Σεφέρη  ότι το «διανοητικό, το συλλογιστικό μέρος είναι απόλυτα και πανομοιότυπα αποτιμημένο επάνώ στα ξένα καλούπια του Μαλλαρμέ, του Βαλερύ, του Λεόν Πώλ Λαφάργκ. Το γλωσσικό μέρος είναι απόλυτα αποτυχημένο στη μίμηση, είναι εξάμβλωμα»[9]. Ο λόγος της αποτυχίας του Σεφέρη, σύμφωνα με αυτή την κριτική, είναι πώς ενώ ξέρει καλά γαλλικά,  δεν γνωρίζει εξίσου καλά ελληνικά. Ο Τ.Παπατσώνης συμπληρώνει πως  «εγώ δεν βλέπω την αξία της ποίησης, όταν πρόκειται να μιμηθούμε τυφλά ένα ξένο τόπο»[10].
 Βεβαίως σήμερα οι κατηγορίες για τον Σεφέρη, που διατυπώνονται από κριτικούς όπως ο Δημήτρης .Δημηρούλης  και ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος έχουν αντιστραφεί. Ο Σεφέρης και η γενιά του ‘ 30, παρά την θετική αποτίμηση του έργου τους από συγγραφείς  ενταγμένους στην αριστερά όπως ο Σ.Τσίρκας,  κατηγορούνται  για την εμμονή τους στον ελληνικό πολιτισμό, στην «ελληνικότητα», για την προβολή του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου  που ευνοεί κατ' αυτούς την περιχαράκωση  και την εξύμνηση του λαού ώστε εν τέλει «ο Σεφέρης δεν είναι ένας μοντερνιστής που ελληνίζει, όπως τον κατηγόρησαν κάποιοι, αλλά ένας Έλληνας που μοντερνίζει»[11] ή και μεταβάλλεται σε ποιητή-έθνος  αφού «υποδύεται ένα έτερον στο οποίο θέλει να εγκατασταθεί παρασιτικά»[12].  Τελικά, ο Δημηρούλης ανακριβώς βέβαια υποστηρίζει  «ότι οι παραδόσεις του πολιτικού ολοκληρωτισμού και του αισθητικού ιδεαλισμού έχουν κοινή καταγωγή και εξελίχθηκαν εκ παραλλήλου»[13], παρά το γεγονός ότι ο Σεφέρης όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του '30 πολιτικά κατάγονταν από τον βενιζελισμό και στις δύσκολες περιστάσεις -όπως στην δικτατορία- υπερασπίστηκαν την δημοκρατική εξέλιξη.
Αλλά για να επανέλθουμε στο δοκίμιο του Γ.Κοτζιούλα, κατ’ αρχήν παραδέχεται ότι  είναι αναγκαία  η ανανέωση της ποίησης. Όμως διακρίνει «απ’ το σημείο αυτό της προσαρμογής και της συμπόρευσης, το δικαιολογημένο και φυσιολογικό, ίσαμε την αποκήρυξη όλων σχεδόν των παραδομένων τρόπων, τη ρήξη με τη φιλολογική μας ιστορία, η απόσταση είναι τρανή και η τόλμη πρωτάκουστη. Κάτι τέτοιο πραγματικά επιχειρεί να κάμει η νέα μας ποίηση, όπως τη λεν φιλόφρονα οι κριτικοί της, ένα άλμα από το χτες προς το αύριο, που αμφιβάλλουμε όμως πολύ αν είναι σε θέση  να το πραγματοποιήσουν όχι μονάχα οι διαφημιζόμενοι ως πρωταθλητές του ποιητικού τούτου κινήματος, αλλά και οι πιο φιλόδοξοι ανακαινιστές που μπορούν να φανούν στον έμμετρο λόγο. Τη συνέχεια και τη συμπλήρωση ναι, τη δέχεται το πνεύμα, αλλά την αποκοπή και το ξεδρόμισμα όχι. Αυτό πια παίρνει χαρακτήρα ανταρσίας και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί».
Ο  Κοτζιούλας χαρακτηρίζει το ρεύμα της νεότερης  ποίησης ως μια μορφή ενός «υπερφίαλου ιμπεριαλισμού που αντιμάχεται την ελληνική αρετή».  Θεωρεί ότι το πρώτο σπέρμα της το έριξε η ποίηση του Καβάφη. Συνεχίζει τις πολλαπλές επιρροές που δέχθηκε ο νεοελληνισμός από το ευρωπαϊκό στοχασμό. Τέτοιες υπήρξαν οι πρώτες επιδράσεις  του Φ.Νίτσε σε συγγραφείς  όπως ο Γ.Καμπύσης και ο Κ.Χατζόπουλος, οι οποίες συνεχίστηκαν με την πρόσληψη του Μάρξ, του νεοκαντιανισμού, του γερμανικού ιδεαλισμού και στερνά του υπαρξισμού.  Την προσπάθεια του Σεφέρη, του Νικήτα Ράντου, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, την χαρακτηρίζει με επίθετα όπως «ευρωπαϊζοντες γραμματανθρώπους» που διακινούν την «ξένη πραμάτειά τους» που καταλήγει σε μια «ελληνοευρωπαϊκή επιμιξία». Βεβαίως δίκαια  αποδίδει κεντρικό ρόλο  στον Γ. Κατσίμπαλη, αφού αυτός ήταν που στήριξε πολλαπλά την νεώτερη ποίηση, ιδιαίτερα δε την έκδοση των  «Νέων Γραμμάτων»,  του περιοδικού όπου  οι νεώτεροι ποιητές δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα, με τα οποία κέρδισαν την πρώτη  αναγνώριση [14].  Αλλά σε αυτό το σημείο, θα πρέπει τονίσουμε, πως όπως έγκυρα μας πληροφορεί στο βιβλίο της η Α.Βογιατζόγλου, ο Κοτζιούλας με τον Γ.Κατσίμπαλη αρχικά είχαν φιλικές σχέσεις  και ο τελευταίος, παρά τις πιθανές διαφωνίες και διαφορές τους τον στήριξε πολλαπλά σε πολλές περιπτώσεις.




Ο Γ.Κοτζιούλας διαπιστώνει ότι η μοντέρνα ποίηση  αποθεώνει το παράλογο και υποτιμά τον έλλογο. Μα το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι «άρχισαν να ποδοπατούν την παράδοση, να χλευάζουν τους οπαδούς της». Επαναλαμβάνει  μάλιστα περισσότερο δεικτικά «τι βλέπουμε σήμερα γύρω μας; Σ’ ένα συναγωνισμό εικονοκλασίας σ’ έναν οίστρο αλλοφροσύνης, σε μια κατάσταση αληθινής βακχείας του πνεύματος, οι παραζαλισμένοι νέοι μας, θύματα της ξενομανίας, εχθροί των πατροπαράδοτων, ενεργούμενα του λεβαντινισμού, χωρίς να βρίσκουν αντίσταση από άκριτους ή άβουλους μεγαλύτερους των βάλθηκαν να γκρεμίζουν με πάταγο τους σκουριασμένους ανδριάντες , τα παλιωμένα είδωλα, δηλαδή τα σεπτά κονιάματα  των μικρών αγίων μας, των πονεμένων και πονετικών, του Βιζυηνού, του Κρυστάλλη, του Μαβίλη, του Πορφύρα, του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Φιλύρα, του Άγρα, όλων αυτών που μας έφερναν δάκρυα στα μάτια κι  έκσταση στην ψυχή. Πόσοι άραγε από τους σημερινούς νέους καταδέχονται να τους διαβάσουν; Οι περισσότεροι  τους περιφρονούν, τους θεωρούν ξεπερασμένους, μονόχορδους, στατικούς και ό,τι άλλο τους υποβάλλουν οι ξιπασμένοι κριτικοί τους. Αντι να μελετήσουν τους προγόνους των, αντί να διδαχτούν από τους πατέρες των, αόμματοι και ασεβείς, εκστασιάζονται και παραληρούν μπρος στην Έρημη Χώρα, ακατανόητο κείμενο αγγλοαμερικανού ποιητή, που τη θεωρούν ένα είδος ποιητική Αποκάλυψη, επειδή ίσα ίσα δεν καταλαβαίνουν ούτε μια παράγραφό της. Είναι οι ίδιοι δηλαδή, του ίδιου κύκλου, που προχτές παρίσταναν τους αποκρυπτογράφους του Βαλερύ και παραπροχτές συγκινούνταν με τις σφιγγώδεις εμπνεύσεις του Μαλλαρμέ σα’ ναταν ομογάλακτοι αδελφοί του. Πάντα στους μαίανδρους και στις καταχνιές, μακριά απ’ την ξαστεριά και την ισιάδα!».
Είναι προφανές ότι αυτές οι επικρίσεις διατυπώνονται κυρίως κατά του Γ.Σεφέρη. Όμως η απομάκρυνση από τις εμπειρίες  και την παράδοση του ελληνισμού είναι το στοιχείο που εξεγείρει κυρίως τον Γ.Κοτζιούλα. Παρότι δεν είναι τελικά αντίθετος με την επικοινωνία με άλλους πολιτισμούς, θεωρεί ως αναγκαίο να διαμορφώσουμε τα χαρακτηριστικά της ποίησης μας, του πολιτισμού μας αξιοποιώντας τα ιδιαίτερα συστατικά του ελληνισμού. Υπο αυτήν την έννοια δεν του αρκεί η μελέτη του Ερωτόκριτου –την οποία είχε γράψει ο Σεφέρης- αλλά απαιτεί να γράφεται ποίηση ακολουθώντας τα παραδείγματα που  μας  πρόσφερε το δημοτικό τραγούδι και ο Ερωτόκριτος για παράδειγμα: «μα στο θεό σας- του’ ρχεται κανενός να ξεφωνίσει- τι αναλογίες έχουμε εμείς, αγγόνια φιλολογικά του  Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, φλέβας αρματολικής, πολεμάρχου του στίχου, μ΄Εγγλεζους και Σπανιόλους, που κρατάν από αιώνων γενιές, από ποιητικά αρχοντόσαγα, Θερβάντες και Σαίξπηρ!...Εκεί καταντήσαμε μ’ αυτόν τον κατήφορο, ν’ απαρνηθούμε τη δημοτική μας ποίηση και τον Ερωτόκριτο (εννοούμε τη ζωντανή του επιρροή και όχι την ανάλυσή του σε δοκίμια), να ξεχάσουμε το Βηλαρά και τους Επτανήσιους, την Αθηναϊκή σχολή μ’ έναν Παλαμά, δηλαδή όλη την ποιητική κληρονομιά μας, τις ριζιμιές πέτρες της ελληνικής ποίησης, για να κυνηγάμε ίσκιους άπιαστους στους σκοτεινούς δρυμούς και στις ομίχλες του βορρά, να οπτασιαζόμαστε μεσημεριάτικα Ρίλκε και Μιλόζ, Απολινέρ και Ουγκαρέτι, ακόμα και Γιαπωνοκινέζους, για να συμπληρωθεί αντάξια του αυτός, ο πύργος της Βαβέλ, το μνημείο της σύγχυσης και της χρεωκοπίας του πνεύματος… Όλα τους ενδιαφέρουν, όλα τα επικροτούν, φτάνει να’ χουν μέσα τους ασάφεια και διαστροφή, περιτέχνηση και παραλογισμό.  Οι εθνικές μας αρετές, η ελληνική προπαιδεία είναι κάτι που βιάζονται να τα λησμονήσουν, αφού δεν υπάρχει τρόπος να τα εξαφανίσουν, για να μην τους θυμίζουν πως αυτοί προέρχονται από ένα πρωτόγονο τάχα λαό με ανεπάρκεια λόγου και με υποτυπώδες ύφος».
Ο Γ.Κοτζιούλας  επαναλαμβάνει σε αρκετά σημεία του δοκιμίου του ότι είναι  εύλογο και αναγκαίο να επικοινωνούμε με τις ευρωπαϊκές παραδόσεις, μάλιστα δεν δυσκολεύεται να παραδεχθεί ότι στον τομέα της τεχνικής έχουμε πολλά να μάθουμε από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους. Υπό μια όμως πολύ σημαντική προυπόθεση: «αυτές οι εξερευνήσεις πρέπει να γίνονται με απαρασάλευτο προσανατολισμό την ελληνική πραγματικότητα, στις γύρω μας ανάγκες και στις ατομικές μας δυνατότητες. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να θυσιάσουμε την ιθαγένεια και την ιδιοτυπία μας στο βωμό της μόδας, εν ονόματι του συγχρονισμού. Θα εκμεταλλευτούμε τους ξένους, αλλά δε θ΄απορροφηθούμε απ’ αυτούς. Έτσι έκαμαν ο Κοραής και ο Ψυχάρης, που πέρασαν όλη τη ζωή τους στο πιο λαμπρό κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού κι όμως διατήρησαν εκεί ατόφια την ελληνικότητά τους. Με το ίδιο πνεύμα  αγλάισαν τη λογοτεχνία μας –για ν’ αναφέρουμε δύο ακόμα παραδείγματα- ο βαθυσπούδαχτος Βιζυηνός κι ο πολυδιαβασμένος Παπαδιαμάντης. Μελέτησαν άραγε και φωτίστηκαν βαθύτερα  από κείνου οι φραγκότροποι λογοτέχνες  μας, οι ανερμάτιστοι κοσμοπολίτες;».
Ο Γ.Κοτζιούλας θα προβάλλει ως θετικά διεθνή πρότυπα, ποιητές με θητεία στην αριστερά, όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Νερούντα, ο Λόρκα, ο Χικμέτ.
Συνοψίζοντας καταλήγει την πολεμική στην μοντέρνα ποίηση,  απαριθμώντας τα κυριότερα πορίσματά του για αυτήν: περιφρόνηση και κακοποίηση της γλώσσας, εξοβελισμός της ρίμας και του ρυθμού, κυριαρχία του παράλογου σε βάρος του έλλογου, η σπουδή   για διεθνή αναγνώριση τους απομακρύνει «ολοένα απ΄ την Ελλάδα και τον άνθρωπο» και τους ωθεί να κινούνται στο κενό, γελοιοποιούν την «ιερή μας παράδοση» αφού την  επικαλούνται «μέσα στα χωρίς εθνικότητα γραφόμενα τους», και τέλος με την διάλυση του ύφους δεν ξεχωρίζει ο ένας από τον, αφού απώλεσαν τα στοιχεία που συγκροτούν μια προσωπικότητα. Την ξενομανία της νεώτερης ποίησης, συμπληρώνει, οι αναγνώστες την έχουν απορρίψει, αλλά θα πρέπει να τους ακολουθήσουν οι κριτικοί οι «οποίοι θα πρέπει να δείξουν γνήσιοι κληρονόμοι της εθνικής μας παράδοσης».
Ο Κ.Τσάτσος στο πρώτο μέρος του διαλόγου για την ποίηση με τον Γ.Σεφέρη, με τον τίτλο «Πριν από το ξεκίνημα»  κατηγορεί με την σειρά του την μοντέρνα ποίηση ότι χαλαρώνει τον ειρμό, την λογική αλληλουχία,  στα έργα της μόλις διακρίνεται η σφραγίδα της ελληνικότητας, η αγάπη και η γνώση της γλώσσας αμβλύνεται, ενώ έχει αμφίβολη σχέση με το πνεύμα και την ζωή της ελληνικής κοινωνίας[15]. Το γεγονός μάλιστα ότι αρνούνται να οριοθετήσουν την σημασία της ελληνικότητας έχει αποτέλεσμα την σχετίκευσή της.
Οι αναλογίες, παρά την αντίθετη πολιτική τοποθέτηση, ανάμεσα στις απόψεις του Τσάτσου και του Κοτζιούλα για την νεώτερη ποίηση είναι προφανείς. Ο τελευταίος  ζώντας τις τραυματικές εμπειρίες του ελληνισμού της Ηπείρου, έχει διαμορφώσει μια αντίληψη γι αυτόν περισσότερο βιωματική, απροσκύνητη, υπερήφανη. Κατά κάποιον τρόπο οι σκέψεις του για την νεώτερη ποίηση, απαντούν αναδρομικά στις κατηγορίες που διατυπώθηκαν πρόσφατά περί «εθνικισμού» του Σεφέρη. Βεβαίως είναι ανακριβής κι αυτός όταν τον κατηγορεί για κοσμοπολιτισμό.
Ο  Σεφέρης ομολογεί πως «γυρίσαμε από την Δύση πεινασμένοι».  Η πορεία του ήταν διπλή και εξισορροπητική, αφενός γνωριμία και κριτική πρόσληψη του δυτικού μοντερνισμού, αφετέρου εμβάθυνση στον ελληνισμό. Παρότι εγείρει τα αντανακλαστικά όσων σκέπτονται μονομερώς, δίχως τον διάλογο με τον μοντερνισμό, ο ελληνισμός  θα είχε τελματωθεί, ενώ η αποκλειστική, μιμητική κατεύθυνση προς την Δύση δίχως μέριμνα για τα ριζώματα του-μια μορφή διανοητικής οκνηρίας- θα τον είχε  αφομοιώσει και εξαφανίσει.  Ο Έλιοτ δίχως το δημοτικό τραγούδι, τον Ερωτόκριτο, τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη δεν μπορεί να σταθεί όρθιος στην συνείδήση του. Από αυτόν τον δρόμο  βαδίζοντας μας  έδειξε κάτι που σιωπηρά, αποδέχονται τίμιοι στοχαστές όπως ο Γ.Κοτζιούλας:  ο ελληνισμός για να έχει αξία στον σύγχρονο κόσμο, θα πρέπει να γεφυρώνει παράδοση και μοντερνισμό, εντοπιότητα και οικουμενικότητα, πέρα από την εθνική περιχαράκωση και τις δουλείες του κοσμοπολιτισμού, να αξιοποιεί γόνιμα τις παραδόσεις του, και να τις εκσυγχρονίζει, δίχως να τις εγκαταλείπει,  ώστε να είναι σε θέση όχι μόνο να λαμβάνει, αλλά και να δίνει στους άλλους πολιτισμούς .                                          









           


[1] Αθηνά Βογιατζόγλου,  Ποίηση και πολεμική; Μια βιογραφία του Γ.Κοτζιούλα, εκδόσεις Κίχλη Αθήνα 2015
[2] Γ.Κοτζιούλας, Θέατρο στα Βουνά-το θέατρο του αγώνα, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1980.
[3] Γ. Κοτζιούλας, Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα- επιλογή από το έργο του, εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Σωτηρία Μελετίου, εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2016, σελ. 21.

[4] Ο Γ.Κοτζιούλας αξιώθηκε την αγάπη και την αναγνώριση τόσο από αρκετούς λόγιους όσο και από τους λιγότερο εγγράμματους. Ο ποιητής Χ.Λορέντζος μου παρέδωσε το έργο της Σοφίας Παπακώστα -Καλλινίκου ξαδέρφης του Γ.Κοτζιούλα , με τον τίτλο "Σκόρπια και Σύνορα"(Πρέβεζα 1986) που αναφέρει τις αναμνήσεις που είχε από  αυτόν και του αφιερώνει το ποίημα -με φανερές επιρροές από τα δημοτικά που ξεκινά: "Γιώργο δεν ήσαν γι άρματα-ούτε και για ντουφέκια-μον' ήσαν Γιώργο για γραφές-και για τρανές φυλλάδες.- Ήσουν ανήμπορο κορμί-και λίγο αρρωστημένο-κι όμως έζωσες τ άρματα-κρέμασες το ντουφέκι-και πήρες δίπλα τις πλαγιές- τα όμορφα Τζουμέρκα-μ' άλλους πολλούς αντάρτες...Βρήκες συντρόφους Θεσσαλούς-και Μακεδονομάχους-και πέρασες Γιωργάκη μου-στ' απέναντι Τζουμέρκα"(σελ.40.  Επίσης ποιήματα που αναφέρονται στον Γ.Κοτζιούλα περιέχονται στην ποιητική συλλογή της ίδιας "Τζουμέρκο ξεροβούνι"(Πρέβεζα 1984). Αναφορές στον Γ.Κοτζιούλα περιέχονται στο έργο του Μ.Λουντέμη "Ο κονταρομάχος-Κ.Βάρναλης"(Δωρικός 1977). Η Λιλίκα Νάκου  στο έργο της "Προσωπικότητες που γνώρισα" (Δωρικός 1982) αναφέρει ότι ο Ελβετός συγγραφέας Κ.Φ.Ραμύ ενθουσιάστηκε από την ποίηση του Γ.Κοτζιούλα που του μετάφρασε (σελ.173). Βεβαίως στο βιβλίο της Α.Βογιατζόγλου διαβάζουμε λεπτομέρειες για την βαθιά φιλική σχέση ανάμεσα στην Λιλίκα Νάκου και τον Γ.Κοτζιούλα, η οποία μετά το 1950 τον φιλοξενούσε για αρκετό διάστημα στο σπίτι της στην Εκάλη, ώστε να μπορεί να εργάζεται απερίσπαστος και να ξεφεύγει από μια πικρή ζωή που της έλειπαν τα στοιχειώδη.
[5] Δ.Τσάκωνα, Η γενιά του 30- τα πριν και τα μετά, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1989, σελ.469 και 472.
[6]  Γ.Κοτζιούλα, Όταν ήμουν με τον Άρη-αναμνήσεις και μαρτυρίες, σχόλια Β.Τζούκας, επίμετρο Μ.Μερακλής, φιλολογική επιμέλεια Σωτηρία Μελετίου, εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2015, σελ. 106.
[7] Ό.π. σελ. 108 και σελ. 109.
[8]  Περιέχεται ως Επίμετρο  στο , Γ.Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης : Αλληλογραφία (1930-1966), εκδόσεις Ερμής,  Αθήνα 1981, σελ 189. Βεβαίως ο Τ.Παπατσώνης σύντομα θα αναθεωρήσει την αρνητική άποψη για τον Σεφέρη, θα συνδεθεί φιλικά μαζί του και θα συμμετάσχει  το 1961 στο τιμητικό αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια της "Στροφής" .
[9] ό.π. σελ. 189.
[10] Ό. π. σελ. 190.
[11] Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη- η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορεντζάτο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2003, σελ. 278.Στα πλαίσια αυτής της κριτικής γίνεται προσπάθεια να υποτιμηθεί  η γενιά του ' 30 και να δαιμονοποιηθούν τα πρόσωπα που αυτή δικαίωσε όπως ο Μακρυγιάννης και ο Θεόφιλος
[12]  Δημήτρης Δημηρούλης, Ο ποιητής ως έθνος- σπουδή για τον άλλον Σεφέρη, στο περιοδικό Ποίηση τεύχος 2- Φθινόπωρο 1993, σελ. 73.
[13] Ό. π. σελ.94.
[14]  Ο σημαίνον ρόλος του στενού πυρήνα της γενιάς του ‘ 30, προκάλεσε την αντίδραση άλλων με πιο σημαντική και πιο ηχηρή αυτή του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου. Το 1947, με αφορμή την απονομή του επάθλου Παλαμά  από κοινού στον . Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου με τον Γ.Σεφέρη, ο πρώτος θα επιτεθεί στον Α.Καραντώνη. Στην συνέχεια η διαμάχη θα επεκταθεί, θα πάρει θυελλώδεις διαστάσεις για να λάβουν μέρος και άλλοι διανοούμενοι  όπως ο Γ.Θεοτοκάς.
[15] Κ.Τσάτσος, Πριν από το ξεκίνημα , περιέχεται στο Γ.Σεφέρης-Κ.Τσάτσος, Ένα διάλογος για την ποίηση, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1975, σελ. 13.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου