Σπύρος
Κουτρούλης: Παράδοση και Μοντερνισμός στον νέο ελληνισμό
*****
Από Ιωάννα Τσιβάκου (ομ. Καθηγήτρια Πανείου Πανεπιστημίου)
******
Έπραξε άριστα ο Σπύρος Κουτρούλης που συνέλεξε κάποια
δοκίμιά του, δημοσιευμένα κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά, και τα
συμπεριέλαβε σ’ έναν τόμο. Είναι προφανές πως δεν πρόκειται για έναν συγγραφέα
που κατατρύχεται από τη θεμιτή αγωνία να μας δείξει τη συνεισφορά του στα
γράμματα, ή που προσπαθεί να διατηρήσει το έργο του πέρα από την αναπόφευκτη σκέπη
της λήθης. Δεν συγκρότησε ο Κουτρούλης
ένα βιβλίο με σκοπό να δώσει την ευκαιρία στη σκέψη του να βρει μια καλαίσθητη
θέση σε φιλόξενες βιβλιοθήκες. Όχι, είναι φανερό στον αναγνώστη πως ο
συγγραφέας επιχειρεί μέσα από όσα με αγάπη και βαθύνοια συνέγραψε και συνέλεξε
σε τόμο, να μας δείξει κάτι που φαίνεται σχεδόν λησμονημένο: την αειθαλή γραμμή
του ελληνικού πνεύματος, που όσο κι αν σήμερα φαίνεται παραμερισμένο από μια
κουλτούρα ταχύτητας και εκμηδενισμού της αναστοχαστικής συνείδησης, αυτό είναι
έτοιμο να ξανάρθει στο προσκήνιο αφ’ ης στιγμής ο λαός που το δημιούργησε αποφασίσει
να το καλέσει.
Τα συμπεριλαμβανόμενα στον τόμο δοκίμια αφορούν όλα
πρόσωπα που εμφανίστηκαν και έδρασαν τον προηγούμενο αιώνα. Εδώ θα βρουν τον
κατάλληλο χώρο για να μνημονευθούν κριτικοί δημιουργοί όπως ο Αποσστολάκης και
ο Πετρόπουλος, ποιητές όπως ο Κοτζιούλας, ο Ελύτης, ο Καρούζος, στοχαστές όπως
οι Δημαράς, Σβορώνος Σεφέρης, Θεοτοκάς, Κανελλόπουλος και Κονδύλης, αλλά και
καλλιτέχνες σαν τον Γιάννη Τσαρούχη και Δημήτρη Πικιώνη. Ωστόσο, ξεχωριστή θέση
καταλαμβάνει κι ένας αδικημένος της ιστορίας, ο Ίωνας Δραγούμης, ένας άνθρωπος
που προσπάθησε να συζεύξει τον εθνικισμό με τον κοινοτισμό, την ατομικότητα με
τη συλλογικότητα, την ανατολική με τη δυτική κουλτούρα, όταν οι καιροί για
αλλού αρμένιζαν. Παρελαύνουν στο βιβλίο κοντινοί πρόγονοι και πνευματικοί
σύντροφοι, που αγάπησαν και ένοιωσαν, και ο καθείς με τον τρόπο του ανάστησε,
κάποιες από τις ποικίλες όψεις του ελληνικού πολιτισμού, και στους οποίους νοερά
επιστρέφουμε αναζητώντας λίγη δροσιά από τη στεγνότητα της εποχής μας.
Ο συγγραφέας κρατά απέναντί τους σεβαστική στάση. Δεν
προχωρεί σε κριτική αξιολόγηση και ανάλυση του έργου τους. Αφήνει το ίδιο το
έργο τους να μιλήσει, συνδέοντας τα διάφορα αποσπάσματα που παραθέτει με οξυδερκή
σχόλια, αρκετά για να δηλώσουν τη δική του θέση. Κι αυτά τα αποσπάσματα, όπως και η αναδυόμενη
κάθε φορά θέση του Κουτρούλη, αναφέρονται στη ζωντάνια της ελληνικής μυθικής
συνείδησης σε όλους τους σχολιαζόμενους συγγραφείς και καλλιτέχνες, στον πόνο
τους για την επανεύρεση της χαμένης ελληνικότητας, στη σχέση τους μ’ έναν Θεό
«πιο νυχτερινό απ’ τη νύχτα, πιο λέξη
από κάθε λέξη, πέρ’ απ’ τις λέξεις όλες, πέρ’ από κάθε φως».[1] Διάλεξα
αυτή τη φράση του Καρούζου διότι δείχνει παραστατικά τον απώτατο πόθο ενός λαού
του οποίου η μεταφυσική αντίληψη (συνεχίζοντας τη σκέψη του Καρούζου) «δεν
είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα
είναι αποκορύφωση της φυσικότητας…».[2] ΄Η, όπως
σχολιάζει ο Κουτρούλης στη σελίδα 217 μιλώντας για τον Ελύτη, «Ο ποιητής μιλά
για μια Μεταφυσική που εξαγιάζει τις αισθήσεις και ιεροποιεί την εγκόσμια
ύπαρξη».
Σε κάθε κείμενο φαίνεται η αγωνία για τη γλώσσα. Ο λόγος, ως λέξη και γλώσσα, αναγόμενη σε
κοιτίδα του έθνους, επανέρχεται σε κάθε έργο, όπου ο Σολωμός είναι ωσεί παρών:
«τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική/ το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου/
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…. Αγάπες μυστικές με τα
πρώτα λόγια του Ύμνου/ Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του
Ύμνου». [3]
Αξίζει να ειπωθεί πως το βιβλίο του Κουτρούλη είναι εκτός
των άλλων και διαπαιδαγωγικό, όχι μόνο για τους νέους, αλλά και για μας τους
παλιότερους, καθώς φέρνει στο φως και κάποια έργα που πιθανόν αγνοούσαμε.
Προσωπικά, για παράδειγμα, δεν γνώριζα «Το τέλος του Ζαρατούστρα», του Π.
Κανελλόπουλου. Με το δοκίμιο του Κουτρούλη, η φιλοσοφική ένταξη του Κανελλόπουλου
στη φιλοσοφία της ύπαρξης αλλά και η σχέση της με τη λογοτεχνία μου έγινε
σαφέστερες. Σε αντίθεση με τον Νίτσε, ο οποίος μιλά για τη στιγμή που θάρθει στον κόσμο η Μεγάλη
Αγάπη, ο Κανελλόπουλος στέκεται συγκινητικά
στην καθημερινή, μικρή αγάπη της συμπόνιας και της συγχώρεσης. Επηρεασμένος από τον
Ντοστογιέφσκι, ο Ζαρατούστρας του δεν πηγαίνει πέρα από το Καλό και το Κακό,
δεν αρνείται το κράτος, παρά προσπαθεί να εμβαπτίσει την πολιτική του στην
ηθική. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας του «Ζαρατούστρα» απέτυχε προσωπικά
να υλοποιήσει αυτήν του τη σύλληψη, δεν μειώνει τη σημασία του αφηγήματός του,
αλλά μας κάνει να σκεφθούμε πόσο πολύπλοκη είναι η ανθρώπινη προσωπικότητα και
πόσο μονόπλευρα συνήθως την κρίνουμε. Κι αυτό το τελευταίο το απέφυγε ο Κουτρούλης,
συλλέγοντας με γνώση και περίσκεψη το λιθαράκι που κάθε πρόσωπο στο οποίο
εντρύφησε έβαλε, προκειμένου να μείνει όρθιο το ισχυρά κλονιζόμενο από τις
σεισμογενείς δυνάμεις της νέας καθεστηκυίας τάξεως οικοδόμημα του ελληνικού
πολιτισμού.
[1]
Κουτρούλης, Σ. Παράδοση και Μοντερνισμός
στον νέο ελληνισμό, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2020, σελ. 175-176. Η φράση είναι από τις Μεταφυσικές εντυπώσεις, του Ν. Καρούζου.
[2] Ό.π.
[3] Κουτρούλης,
Σ. Παράδοση και Μοντερνισμός στον νέο
ελληνισμό, ό.π., σελ. 218, από το Άξιον
Εστί, του Ο. Ελύτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου