Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Στοιχεία για την πολιτική και φιλοσοφική σκέψη του Α. Κοραή

 


                                      

 

                                                                                            Α’

 

Στα «Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς»  του Α. Κοραή  μπορούμε να εντοπίσουμε και να σταχυολογήσουμε  βασικούς άξονες της πολιτικής και φιλοσοφικής σκέψης του.

Πρωταρχικός  στόχος και  επιθυμία του  είναι η μόρφωση του ελληνικού λαού ώστε με συνειδητό τρόπο να επαναστατήσει κατά του Τούρκου κατακτητή, αλλά και με ώριμο  τρόπο να δημιουργήσει το δικό του στέρεο, ελεύθερο κράτος.

Η προτεραιότητα του ορθού λόγου, όπως και η διάκριση ηθικής και πολιτικής επιχειρείται να θεμελιωθεί στον αρχαιοελληνικό στοχασμό . Ως ένα δευτερεύον συμπέρασμα θα προκύψουν οι αναλογίες και οι ταυτότητες  ανάμεσα στον τελευταίο και τον Διαφωτισμό. Επιπρόσθετα επιδιώκει να δείξει ότι τα πολιτικά του συμπεράσματα όχι μόνο δεν αντιφάσκουν αλλά ακολουθούν τον ευαγγελικό λόγο και την Ορθοδοξία. Βεβαίως ακριβώς επειδή έχει καταλήξει ότι η θρησκεία πρέπει να βρίσκεται εντός του λόγου είναι αδύνατο να ερμηνεύσει και να δεχθεί το θαύμα. Οι επικρίσεις του προς τους κληρικούς είναι προσεκτικές και μετρημένες και αφορούν κυρίως αυτούς που δικαιολογούν ή εξυμνούν την τουρκοκρατία (είναι περίφημος ο πολεμικός όρος «αρσενικό γραϊδιο» που χρησιμοποίησε εναντίον τους) αλλά συγχρόνως δεν  φείδεται επαίνων για αυτούς που διέσωσαν, ή μετάφρασαν ή και ανέλυσαν  έργα του αρχαιοελληνικού λόγου όπως ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος.

 Οι πρώτες παιδικές εμπειρίες του Α.Κοραή στην Σμύρνη, η έλλειψη των βασικών προϋποθέσεων της παιδείας, οι μεγάλες δυσκολίες για να μορφωθεί,  καλλιέργησαν  στην συνείδηση του ότι  υπάρχει μια μεγάλη αγεφύρωτη απόσταση με το τουρκικό σύστημα εξουσίας ώστε τελικά δεν υπήρχε άλλη λύση παρά η αποτίναξή του: «τούτο εσφόδρυνε το εκ γενετής τρεφόμενον εις την ψυχήν μου μίσος κατά των Τούρκων, ως αιτίων της τοιαύτης ελλείψεως, και την επιθυμίαν να αρνηθώ την πατρίδα μου, την οποίαν έβλεπα πλέον ως μητρυιάν παρά ως μητέρα μου. Η τόση επιθυμία εξήπτετο καθημέραν και μ’ εφλόγιζεν από την ανάγνωσιν μάλιστα των λόγων του Δημοσθένους, έως έβλαψε και την υγείαν μου. Από το δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας ήρχισα να πτύω αίμα, και το έπτυσα αδειαλείπτως μέχρι του εικοστού. Από τότε δεν έπαυσα να το πτύω, εκ μακρών διαστημάτων όμως, έως σχεδόν το εξηκοστόν. Μ’ όλον τούτο ούτ’ η νοσηρά κατάστασις, ούτ’  ο φόβος μη την αυξήσω, δεν μου εμπόδισε την δίψαν της παιδείας»[1]. Στο ίδιο διάστημα θα ορίσει τον καθολικισμό ως έναν σημαντικό αντίπαλο ώστε να θεωρεί  την «επιστροφήν ενός Γραικού εις την εκκλησίαν των πλέον αξιόμισθον έργον παρά να κατηχήσωσι δέκα Τούρκους, ή δέκα ειδωλολάτρας»[2].

Στο διάστημα που έζησε στο Άμστερνταμ κατάλαβε την διαφορά ανάμεσα στην εκεί ζωή του, και την ζωή των συμπατριωτών του στην «τυραννούμενην πατρίδα» του. Γράφει: «το παιδιόθεν τρεφόμενον εις την ψυχήν μου κατά των Τούρκων μίσος, εκατήντησεν, αφού εγεύθην ευνομουμένης πολιτείας ελευθερίαν, εις αποστροφήν μανιώδη. Τούρκος και θηρίον άγριον ήσαν εις τον λογισμός μου λέξεις συνώνυμοι, και τοιαύται είναι ακόμη, αν και εις των μισοχρίστων φίλων του τυράννου το Λεξικόν σημαίνωσι διάφορα πράγματα»[3]. Ο  κυριότερος λόγος που επεδίωξε να γίνει ιατρός ήταν γιατί ήταν το μοναδικό επάγγελμα που εξασφάλιζε την ανοχή των Τούρκων καθώς «το θηριώδες έθνος τούτο εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα»[4]. Μάλιστα για όσο διάστημα αναγκάστηκε να ζήσει ακόμη  στην Σμύρνη «κατέφευγα ολίγα στάδια μακράν της πόλεως εις την εξοχήν, δια να μη βλέπω Τούρκους»[5]. Βέβαια παραδέχεται ότι η επανάσταση ξέσπασε τριάντα χρόνια νωρίτερα από ότι περίμενε με αποτέλεσμα το μορφωτικό του ιδανικό να μην έχει πραγματοποιηθεί. Στο διάστημα της τουρκοκρατίας η έλλειψη παιδείας είχε δυσμενείς επιδράσεις σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας. Διέφθειρε τον κλήρο, αλλά  όμως «τα αμαρτήματα των Ανατολικών χριστιανών παραβαλλόμενα με τας φρικτάς της Παπικής αυλής καταχρήσεις, εις την στάθμην της δικαιοσύνης, πρέπει να λογίζονται ολίγοι τινές προς ωκεανόν ύδατος αλαλαγμοί⸱ και οι συνήγοροι της Παπικής αυλής, κατηγορούντες πικρώς δι’ αυτά τους Γραικούς κατηγορούν ανθρώπους ενοχλούμενους από κάρφος, τυφλωμένοι από παχυτάτην δοκόν αυτοί»[6].

                Ο Κοραής τονίζει την σημαντική συνεισφορά του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης στην διάσωση και στην μελέτη της αρχαιοελληνικής γραμματείας: «Έλαβα το παράδειγμα από τον εξηγητήν του Ομήρου, τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιον, και το παραγγέλω εις όλους τους φιλολόγους του γένους, όσοι έχουσι την σοφίαν και τον ζήλον του Ευσταθίου. Εις τον αυτόν εκείνον καιρόν, όταν εγράφοντο αι Μυθιστορίαι του Θεοδώρου και του Νικήτου, και έβλεπον το φως άλλα διάφορα βάρβαρα συγγράμματα, άξια να κρύπτωνται κατά γης τον άπαντα αιώνα, ο σοφός και φρόνιμος ούτος ιεράρχης, εις τον οποίον το γένος, όταν αναλάβη, χρεωστεί να ανεγείρη εικόνας, κατεγίνετο να μας εξηγή τον αρχηγόν και γενάρχην της Ελληνικής σοφίας, τον Όμηρον»[7]. Σε αυτό τον σημείο ενώ τονίζει ότι θα πρέπει να διορθωθεί η γλώσσα από διάφορες «βαρβαρόμορφες λέξεις», παραδέχεται ότι την «εθηλάσαμεν με το μητρικό γάλα»[8] και «σώζει πολλάς λέξεις Ελληνικάς, και πολλάς σημασίας λέξεων, τας οποίας ματαίως ήθελε τις ζητήσειν εις τα λεξικά…εις ολίγα λόγια, σώζει πολλά λείψανα της αρχαίας γλώσσης, λείψανα σεβάσμια, των οποίων η καταφρόνησις εγέννησε τόσους μωρούς κανόνας γραμματικούς, τόσας γελοιώδους ετυμολογίας των λέξεων, τόσας αθλίας παρεξηγήσεις των συγγραφέων, τόσους αμαθείς διδάσκαλους, και, το χειρότερον, κατέστησε τόσον αηδή της Ελληνικής γλώσσης την μάθησιν. Ήθελαν φρίξειν οι διδάσκαλοι, αν ήτο δυνατόν να καταλάβωσι πόσον κακόν προξενούν εις τους νέους, όταν τους απομακρύνωσιν από τα σχολεία, όχι δι’ άλλο, παρ’ ότι κάμνουσι δύσκολον, και επομένως μισητήν εις αυτούς, δια της αμεθόδου παραδόσεως, την απόκτησιν της ευφραδεστέρας και σοφωτέρας όλων των γλωσσών του κόσμου. Η Ελληνική γλώσσα, φίλε μου, σιμά των πολλών άλλων αυτής προτερημάτων, έχει καν ποιαν εξαίρετον γοητείαν, δια της οποίας όχι μόνο μαλακύνει τα ήθη των νέων, αλλά και τα κάμνει σεμνότερα και σωφρονέστερα»[9].

                Η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας θα την προστατέψει από την άκριτη αφομοίωση ξένων ιδιωματισμών: «σήμερον μάλιστα παρά ποτέ είναι χρεία να μελετάτε ταύτην την γλώσσαν, σήμερον οπόταν, αναγκαζόμενοι να μεταγλωττίζετε των Ευρωπαίων τα σοφά συγγράματα, κινδυνεύετε να γεμίσετε την κοινήν ημών διάλεκτον από ιδιωματισμούς των άλλων εθνών, να της αφαιρέσετε εξ αγνοίας όσα καλά έμφυτα έχει, και όσα δύναται να προσαποκτήση χωρίς βίαν από την μητέραν της την Ελληνικήν»[10]. Θα επισημάνει μάλιστα: «η γλώσσα είναι έν από τα πλέον αναπαλλοτρίωτα του έθνους κτήματα. Από το κτήμα τούτο μετέχουν όλα τα μέλη του έθνους με δημοκρατικήν, να είπω ούτως, ισότητα…Γυμνόνει από τα υπάρχοντά του τον πολίτην ο τύραννος, δύναται και τέκνα και γυναίκα να του επάρη, εμπορεί να τον εξορίση, ή και να τον θανατώση⸱ αλλά δεν εμπορεί να του αλλάξη την γλώσσαν⸱ αυτήν λαλεί εις την πατρίδα του, αυτή τον συνοδεύει και εις την εξορίαν. Μόνος ο καιρός έχει την εξουσίαν να μεταβάλλη των εθνών τας διαλέκτους, καθώς μεταβάλλει και τα έθνη⸱  και όστις πριν του καιρού σπουδάζει με την βίαν να αλλάξη την γλώσσαν»[11].

                Η ερμηνεία της γλώσσας συνοδεύεται από στοιχεία «αριστοκρατικότητας»: «όταν λέγω, ότι από την γλώσσαν μετέχει το έθνος όλον με δημοκρατικήν ισότητα, δεν νοώ ότι πρέπει ν’ αφήσωμεν την μόρφωσιν και δημιουργίαν αυτής εις την οχλοκρατικήν φαντασίαν των χυδαίων. Ο όχλος είναι πανταχού όχλος»[12].

                Η σπουδή της γλώσσας, είναι σπουδή της πατρίδας και  είναι η μόνη που δικαιολογεί την υπερηφάνεια και την μεγαλοφροσύνη: «τι ωφελεί των αλλοτρίων γλωσσών η είδησις, όταν λαμβάνη τις απ’ αυτάς όχι ό,τι δύναται να διορθώση, αλλ’ ό,τι διαστρέφει και ασχημίζει την γλώσσαν του; Η χρεία την οποίαν από τας άλλας έχει η ημετέρα είναι πολλά ολίγη, επειδή παραστέκει σιμά της η υπέρπλουτος αυτής μήτηρ, ετοίμη να δώση εις αυτήν ό,τι της λείπει, εάν μόνον έχωσι την τέχνην  να το λαμβάνωσιν οι λαμβάνοντες χωρίς σπαραγμόν. Και μ’ όλον τούτο, δεν εξεύρω δια ποίαν αιτίαν ζητούμεν να την γεμίσωμεν από των άλλων γλωσσών τα ιδιώματα. Ως να μην ήσαν αρκετοί όσοι Τουρκισμοί την εμίαναν, την πολιορκούσι σήμερον οι Γαλατισμοί, οι Γερμανισμοί, πανταχόθεν, και την πνίγουσιν»[13]. Τελικά «διδάσκαλοι και μαθηταί χρεωστούν να πιστεύωσιν αδιστάκτως, ότι μόνη η Ελληνική παιδεία είναι ικανή να θεραπεύση τας πολυχρονίους του έθνους πληγάς, εάν οδηγήται από της Φιλοσοφίας το φως»[14]. Αλλά η φιλοσοφία συνδέεται άρρηκτα με την ορθοδοξία: «και ποιοι από τους Πατέρες της Εκκλησίας εχρημάτισαν πλέον θερμοί της  Θρησκείας υπέρμαχοι, παρά όσοι ήσαν φιλοσοφώτεροι παρά τους άλλους, όσοι επαιδεύθησαν εις αυτάς τας Ελληνικάς και το γένος και την θρησκείαν Αθήνας;». Ο Κοραής προσθέτει ότι «της Ελλάδος παλαιόν προτέρημα ήτο να φωτίζη άλλους, όχι να φωτίζεται παρ’ άλλων αυτή»[15]. Η μελέτη της φιλοσοφίας θα φέρει την Ελλάδα «την επιστροφήν εις την αρχαίαν της δόξαν»[16] μια διαδικασία που θα γίνει «ενωμένοι με τους ιδίους αδελφούς»[17].  

                Απέναντι σε όσους ισχυρίζονται ότι υπάρχει ασυμφιλίωτη σύγκρουση ανάμεσα στην εκκλησία, την φιλοσοφία και την επιστήμη, ο Κοραής θα αναδείξει τους κληρικούς εκείνους που ενισχύουν την παιδεία και χρηματοδοτούν μάλιστα τους φιλομαθείς  εκείνους νέους  που θέλουν  να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια της Ευρώπης: «ο Σεβασμιώτατος ημών Πατριάρχης καταγίνεται όλος διόλου εις την αναγέννησιν της Ελλάδος⸱ όταν οι Αρχιερείς χορηγούσιν εις πολλούς νέους την αναγκαίαν δαπάνην εις την μάθησιν των επιστημών⸱ όταν οι περισσότεροι διδάσκαλοι των Ευρωπαϊκών μαθημάτων ήναι ιερώμενοι⸱ όταν μεταξύ των περιεχομένων την φωτισμένην Ευρώπην δια των επιστημών την απόκτησιν νέων ευρίσκωνται και ιερείς και διάκονοι πολλοί, οι οποίοι επιστρέφοντες εις την Ελλάδα μέλλουν να κατασταθώσι διδάσκαλοι και παιδευταί του γένους, και αν εκατόν άλλοι μωροί, ως ο συγγραφεύς της Αντιφωνήσεως, ήθελαν τους συκοφαντήσειν ως διδασκάλους αθεϊας»[18]. Ανάμεσα στους κληρικούς που χρηματοδοτούν τις σπουδές των νέων στην Ευρώπη αναφέρεται ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Δοσίθεος, αλλά και τον Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιον, ενώ η Μονή Βατοπεδίου κάλεσε δάσκαλο από τις Κυδωνίες με σκοπό να «εισάξωσιν εις τον Άθωνα της φωτισμένης Ευρώπης τα μαθήματα»[19]. Επίσης διακρίνει άλλους κληρικούς όπως τον Εφέσου Μελέτιου του Πετροκόκκινου που κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες προσπάθησαν να αναστήσουν την παιδεία του υπόδουλου ελληνισμού ή τον Άνθιμο Γαζή και το περιοδικό του «Λόγιος Ερμής», αλλά και τον Μητροπολίτη Νικαίας που «εις τους πρώτους της αθλίας ταύτης εκατονταετηρίδος χρόνους υπεμνημάτιζε τα Λογικά και τα Ηθικά του πρώτου φιλοσόφου της Ελλάδος Αριστοτέλους συγγράμματα»[20].

            Ο Κοραής θα χρησιμοποιήσει την έννοια της «μετακένωσις» ή «μετακένωμα» για να περιγράψει την παιδευτική διαδικασία με χαρακτηριστικά  την αφομοίωση και  την πρόσληψη των επιστημονικών γνώσεων που έχουν επιτευχθεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Κίνητρο και αφετηρία του είναι «η αγάπη της πατρίδος»: «η μετάδοσις των επιστημών εις την Ελλάδα, αν ακολουθήσετε την καλήν μέθοδον, είναι αληθινή μετακένωσις από τα κοφίνια των αλλογενών εις τα κοφίνια των Ελλήνων, και κατ’ άλλο δεν διαφέρει πλην ότι γεμίζομεν ταύτα, χωρίς να ευκερώσωμεν ταύτα»[21]. Η μετακένωση γίνεται δίχως αισθήματα μειονεξίας ακριβώς επειδή «καταγόμεθα όχι απλώς από λαμπρούς, αλλ’ από τοιούτους λαμπρούς, χωρίς των οποίων τα σημερινά της Ευρώπης φωτισμένα έθνη ήθελαν ίσως ακόμη κοιμάσθαι εις το φοβερόν  της απαιδευσίας σκότος και της αγριότητος»[22]. Η ελευθερία θα πρέπει να στηρίζεται στην δικαιοσύνη και την ισότητα των πολιτών, η θεμελιώδης αυτή πεποίθηση του Κοραή θεμελιώνεται τόσο σε ορισμένες σκέψεις του Αριστοτέλη όσο και σε κάποια ρεύματα του Διαφωτισμού. Αντίθετα ως αρνητικό παράγοντα στην επικράτηση της «πολιτικής ευνομίας» αξιολογεί την «πολύθεον θρησκείαν»[23]. Η πορεία των εθνών προς την ελευθερία βρίσκει στον Τούρκο δυνάστη ένα προσωρινό πρόσκομμα: «ένας μόνος τύραννος έμεινεν ακόμη εις την Ευρώπην, ο άγριος τύραννος της Ελλάδος⸱ αλλά και αυτόν εντός ολίγου ελπίζονται να καταστρέψωσιν οι δικαίως πολεμούντες αυτόν Έλληνες, δια τους οποίους επεχείρησα του Αριστοτέλους των Πολιτικών την έκδοσιν, και προς τους οποίους τρέφω τώρα τον λόγον»[24]. Επαναλαμβάνει δε για την «παρούσαν ταραχήν και την μέλλουσαν απώλειαν της ανισονόμου και ακοινωνήτου τυραννίας των Τούρκων»[25].         

            Το πολιτικό δέον της ελευθερίας, της ισονομίας, της δικαιοσύνης έχουν κοινή θεμελίωση στην αριστοτελική σκέψη και στον ευαγγελικό λόγο: «είναι λοιπόν η ΑΡΕΤΗ αγάπη και φροντίς του κοινού συμφέροντος , και άλλο δεν είναι παρά τούτο. Αν δεν πιστεύωμεν περί τούτου την φιλοσοφίαν, ας μας πείση καν η θρησκεία. Όχι μόνον διδάσκει, ότι από την αγάπην του πλησίον, αχώριστον της αγάπης του θεού, κρέμονται όλος ο νόμος και οι προφήται, αλλά θέλουσα να μη μας αφήση ουδεμίαν αφορμήν να συγχύσωμεν την αρετήν με άλλας ενεργείας ή πράξεις ανθρωπίνας, λέγει ρητώς, ότι η δαπάνη όλης της περιουσίας εις ελεημοσύνας, και αυτό το μαρτύριον υπέρ Χριστού, δεν μας ωφελούν τίποτε χωρίς την αγάπην του πλησίον, ήγουν εκείνης της ψυχής την διάθεσιν, ήτις προτιμά το κοινόν από το ίδιον αυτής συμφέρον, και φεύγει την αδικίαν, λέγει ρητώς, ότι και αυτή η θαυματουργός αγιότης δεν αξίζει τίποτε χωρίς την αγάπην του πλησίον»[26]. Από την αφετηρία αυτή ερμηνεύει την ελευθερία «να πράσση ανεμποδίστως, όχι ό,τι θέλει, αλλ’ ό,τι συγχωρούν οι νόμοι»[27]. Η άκρατος ελευθερία καταστρέφει την  κοινωνία αφού αποθηριώνει τα μέλη της ώστε η «αληθινήν ελευθερίαν τότε μόνον έχει ο πολίτης,όταν την μεταχειρίζεται με τρόπον, ώστε να μην εμποδίζη άλλου συμπολίτου κανενός ελευθερίαν⸱και τότε μόνον εμπορεί να την φυλάξη, όταν σεβάζεται και τους συμπολίτας του ως ελεύθερους. Η άκρατος ελευθερία ευρίσκεται εις την κατάστασιν της φύσεως⸱ και δια να ελευθερώσιν από τους καθημερινούς πολέμους και τας αλλήλους αδικίας, όσας η τοιαύτη ελευθερία γεννά, ενώθησαν οι άνθρωποι εις πολιτικάς κοινωνίας, και ηναγκάσθησαν να θυσιάση μικρόν καθενός μέρος του ακράτου ελευθερίας, δια να φυλάξη το υπόλοιπον με ειρήνην»[28]. Φυσικά αριστοτελική προέλευση έχει η σημασία που αποδίδει στην μεσότητα και στην μεσαία τάξη αφενός στην κυριαρχία του «ορθού λόγου» και αφετέρου στην επικράτηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

            Η αυτονομία και η ελευθερία του ελληνικού έθνους έχει αξιοσύνη  διότι «οι ελευθερωθέντες έως τώρα Έλληνες, ηλευθερώθησαν αυτοί με τους αγώνας των, με την έκχυσιν του ιδίου αίματος, χωρίς βοηθόν και συναγωνιστήν εξωτερικόν κανένα⸱ και όχι μόνον έχυσαν το αίμα των, αλλ’ η δικαία των επανάστασιν έδωκεν αφορμήν εις τον άδικον και άνομον τύραννον να χύση αίμα τόσων άλλων ομογενών, ιερώμενων και κοσμικών, κατοικούντων εις τας πόλεις ησύχων, αόπλων, αμετόχων της επαναστάσεως ολότελα να κατεδαφίση τους ναούς της ιεράς ημών θρησκείας, να μολύνη τα θυσιαστήρια μας. Μετά τόσους αγώνας, μετά τοιαύτας και τοσαύτας θυσίας, τις άλλος έχει δίκαιον να κυβερνά την Ελλάδα παρά τους αυτελεύθερους Έλληνας;»[29] 

            Η βαναυσότητα του Τούρκου κατακτητή δημιούργησε μια ιδιάζουσα ισότητα όλου του υπόδουλου ελληνισμού: «ημείς εξεναντίας, και αν ήμεθα ποτέ άνισοι, μας εξίσωσεν όλους ο τυραννικός ζυγός, και ελευθερωμένοι απ’ αυτόν, άλλην ανισότητα δεν πρέπει να γνωρίζωμεν εις το εξης παρά την εκ αρετής και παιδείας νόμιμον ανισότητα, κατά την οποίαν εκλέγονται εις τα πολιτικά επαγγέλματα οι ενάρετοι και έμπειροι να ενεργήσωσι το επάγγελμα, και παραβλέπονται όσοι δεν έχουν ούτ’ αρετήν, ούτ’ επιστήμην του επαγγέλματος. Έξω ταύτης της ανισότητος, και οι εκλεγόμενοι και οι παραβλεπόμενοι μένουν ίσοι πολίται, όταν κυβερνώνται από τους νόμους χωρίς προσωποληψίαν»[30]. Ο Κοραής θα επανέλθει για να τονίσει: «η αρετή άλλο δεν είναι παρά η προτίμησις του κοινού συμφέροντος από το ίδιον»[31]. Αφού θα καταγγείλει τον «τον ολοθρευτήν  τύραννον Ελλάδος» τάσσεται υπέρ της γενικής υποχρεωτικής στράτευσης: «όλοι οι πολίται, ή καν το πλειότερον  αυτών μέρος χρεωστούν να ήναι στρατιώται της πατρίδος, αν αγαπώσι την πατρίδα»[32].

            Ο Κοραής θίγει άλλο ένα θέμα που επρόκειτο να δημιουργήσει και δημιουργεί ακόμη αντιδράσεις: το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γράφει: «του έως την ώραν ταύτην ελευθερωθέντος μέρους της Ελλάδος ο κλήρος δεν χρεωστεί πλέον να γνωρίζη εκκλησιαστικόν αρχηγόν του τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως, ενόσω η Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη από την καθέδραν του ανόμου τυράννου⸱ αλλά πρέπει να κυβερνάται από σύνοδον ιερέων, εκλεγμένην ελευθέρως από ιερείς και κοσμικούς, καθώς έπρασσεν η αρχαία εκκλησία, και πράσσει εκ μέρους σήμερον ακόμη των ομοθρήσκων Ρώσων η εκκλησία. Ελευθέρων και  αυτονόμων Γραικών κλήρος είναι απρεπέστατον να υπακούη εις προσταγάς Πατριάρχου εκλεγμένον από τύραννον, και αναγκασμένον να προσκυνή τύρανον»[33]. Συμπληρωματικά υποστηρίζει ότι οι ιερείς πρέπει να μισθοδοτούνται από το δημόσιο αντί λαμβάνουν αμοιβή από τους πολίτες, ενώ επαναλαμβάνει τις επικρίσεις του προς τον Ιουστινιανό  διότι «δια να ανεγείρη τον πολυδάπανον τούτον ναόν ο Ιουστινιανός, έκοψεν αδίκως τα σιτηρέσια των γυμνασίων και των διδασκάλων»[34]  ώστε «εφαντάσθη να τιμήση την Σοφίαν του θεού με την ασοφίαν του γένους»[35]. Αλλά αφού καταδικάσει το ισλάμ ως «των ψευδών όλων θρησκειών, η ψευδέστατη»[36], θα θεμελιώσει την ανεξιθρησκεία και την ανεκτικότητα στην χριστιανική πίστη, στον «πραότατο Ιησού»[37]. Βεβαίως η φράση «ενόσω» η Κωνσταντινούπολη κατέχεται από τον Οθωμανό τύραννο αποδεικνύει ότι και ο Κοραής συμμεριζόταν την προσδοκία όλου του υπόδουλου ελληνισμού για την απελευθέρωση της ιστορικής του πρωτεύουσας και την εθνική του αποκατάσταση.

            Ο Κοραής εξυμνεί και αποθεώνει τις θυσίες της ελληνικής επανάστασης. Τις συνδέει με τον αρχαίο παρελθόν: «Τιμή και δόξα εις τους νέους, όσοι έως τώρα εδράμετε εις την ελευθερίαν της πατρίδος, ουδ’ εφοβήθετε να κενώσετε τας φλέβας σας από το αίμα, δια να εκδικήσετε όσα αίματα αθώων έχυσε και χύνει καθημέραν ο παράνομος και άνανδρος τύραννος της Ελλάδος! Τιμήν και δόξαν έχετε να λάβετε και σεις ώ νέοι, οι σήμερον μιμούμενοι, και όσοι μέλλετε να μιμηθήτε τα ηρωϊκά ανδραγαθήματα των ευγενών ομηλίκων σας, τόσον ενδοξοτέρα των Μαραθωνίων και Σαλαμινίων ανδραγαθημάτων, όσων εκείνοι μεν εδίωκαν από ελευθέραν Ελλάδα έξωθεν ερχομένους δεσπότας να την δουλώσωσιν, εσείς δε αγωνίζεσθε να διώξετε βαρβάρους, ριζωμένους προ πολλών ετών εις αυτήν, και κατατρώγοντας τα σπλάχνα της. Οι έως της ώρας ταύτης αγώνες σας είναι λαμπροί⸱ το ελευθερωθέν μέρος της Ελλάδος εγεύθη τους ελπιζόμενους από την ηλικίαν σας γλυκείς καρπούς, και καυχάται η πατρίς σας και μητρίς εις την γέννησιν τοιούτων τέκνων»[38].

Η  αναφορά στην «φωτισμένη Ευρώπη» και στην σημασία του ορθού λόγου συνοδεύεται με την ταύτιση τής  Τουρκίας με την αδικία Γράφει στις 5 Σεπτεμβρίου 1821: «λέξις συνώνυμος της Αδικίας η Τουρκισία, του Αδικώ το Τουρκίζω, και του Αδίκου και δεσποτικήν ψυχήν έχοντος πολίτου ο Τούρκος. Από την κατά των τυράννων δικαίαν μας αγανάκτησιν, ας μάθωμεν καν το σωτήριον τούτο μάθημα, να συγχαινώμεθα, την αδικίαν, ως Τουρκικήν βδελυρίαν…Χαίρε, φίλη μου πατρίς!»[39]. 

               

                                                                                                              Β’ 

 

 Δεν κουράζεται , ο Κοραής, να ευγνωμονεί τους Έλληνες που χρηματοδότησαν τις εκδόσεις του. Σε πολλά σημεία αναφέρεται στην ευγνωμοσύνη που έχει προς τους Ζωσιμάδες. Χαρακτηριστικά στα προλεγόμενα των «Ηθικών Νικομάχειων» του Αριστοτέλη γράφει «Δαπάνη των αναξίως δυσπραγούντων Χίων». Πρόκειται για το νησί που η τουρκική βαρβαρότητα στο πέρασμά της δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα: « Η Ελληνική βιβλιοθήκη εσχάτως και τυπώνεται ακόμη με δαπάνην των Χίων. Εις την κεφαλίδα των Πολιτικών του Αριστοτέλους εσιωπήθη τόνομά των, δια τον φόβον του αγρίου τυράννου. Αλλά τώρα, επειδή δεν έμεινε τίποτε πλέον  να φοβώνται απ’ αυτόν, και τόνομα των επαναλαμβάνει τον τόπον του, και αυτοί με τους λοιπούς των όλους αδελφούς Έλληνας εμπορούν καταφρονητικώς και φωνάζωσιν  εις τας ακοάς του τυράννου ό,τι προ εικοσιδύο ετών τον εκαταρώμην, αγανακτών δια της Ελλάδος την δυστυχίαν»[40].  

Στον πρόλογο των «Ηθικών Νικομάχειων» αναφέρεται στην μετάφραση του Επισκόπου Κορίνθου αλλά και στην μετάφραση στην λατινική γλώσσα από τον Ιωάννη Αργυρόπουλο «είς εξ εκείνων των δυστυχών λογίων ανδρών, όσοι φεύγοντες την δουλωθείσαν από τους αγρίους Τούρκους πατρίδα των, κατέφυγαν εις την φιλάνθρωπον και φιλολόγων οικίαν των περίφημων Μεδίκων»[41]. Βεβαίως αυτές οι πρώτες προσεγγίσεις του δυτικού κόσμου σε έργα όπως αυτά του Αριστοτέλη είναι, κατά τον Κοραή, αιχμάλωτα στον σχολαστικισμό: «αυτά είναι καθαρά σχολαστική απεραντολογία, αναπόφευκτος εις εκείνον  τον καιρόν, και δια τούτο συγχωρήσεως αξία. Τι λέγω, συγχωρήσεως! Έπαινον και χάριν χρεωστεί, όστις αδεκάστως κρίνει τα πράγματα, εις τους ανυποφόρους κόπους, όστις αδεκάστως κρίνει τα πράγματα, εις τους ανυποφόρους κόπους, όσους ανεδέχθησαν οι μακαρίται άνδραι εκείνοι, δια ν’ ανασύρωσιν από τον βυθόν της λήθης την καταχωσμένην των  παλαιών σοφίαν. Εκείνων οι κόποι έμελλον με την πρόοδον  του χρόνου να γεννήσωσι, κ’ εγέννησαν αληθώς, την οποίαν απολαύει σήμερον η Ευρώπη σοφίαν»[42].                

Ο Α.Κοραής συνδέει την ηθική με την πολιτική αλλά και  αριστοτελικά τον άνθρωπο με τον λόγο ώστε «η ευδαιμονία είναι του ορθού, ήγουν του τέλειου λόγου αποτέλεσμα δια τούτο δεν ονομάζονται ούτε τα άλογα ζώα ούτε τα παιδία ευδαίμονα εκείνα, δια την στέρησιν του λογικού τα παιδία, διότι το έχουν ακόμη ατελές»[43]. Η δυσπραγία της πολιτικής προκύπτει από την απομάκρυνση της από την ηθική. Συνεπώς πρόκειται για μια σκέψη που βρίσκεται σε διαρκή και ασυμφιλίωτη  αντιπαράθεση με την σχολή σκέψης του Θουκυδίδη, του Μακιαβέλλι, του Χομπς  ώστε συμπεραίνει: «η Πολιτική των εθνών χωρισθείσα και αυτή από την Ηθικήν, εκατήντησε να γίνη συνώνυμος της Πανουργικής»[44].

 Ο πόλεμος ως μέσο της πολιτικής αποδοκιμάζεται, με μία σημαντική εξαίρεση τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο που αφορά βέβαια πρωτίστως την ελληνική υπόθεση: « όπου βλέπεις πολέμους, μην αμφιβάλλης, ότι εκεί η Πολιτική εχωρίσθη από την Ηθικήν. Οι συχνοί πόλεμοι είναι σημείον αψευδέστατον της πλεονεξίας και της βαρβαρότητας των εθνών. Μόνος πόλεμος νόμιμος είναι, ο υπέρ της ελευθερίας και αυτονομίας παντός έθνους πόλεμος και τότε μόνον συγχωρείται εις τους πολίτας, όταν έρχωνται να πολεμήσωσι ξένοι την πατρίδα των αδίκως, ή όταν αυτοί της πατρίδος οι κυβερνήται, καταπατήσαντες όλα τα ανθρώπινα δίκαια, μελετώσι προφανώς τον εξολοθρευμόν των κυβερνωμένων. Έξω τούτου του πολέμου, όλοι οι άλλοι πόλεμοι είναι ληστών και φονέων επιδρομαί, όχι πολιτισμένων εθνών νόμιμοι μάχαι»[45]. Μάλιστα η διάσταση ηθικής και πολιτικής βλάπτει την εθνική υπόθεση: «ο χωρισμός ούτος της Πολιτικής από την Ηθικήν καταδικάζει σήμερον όλους τους Γραικούς, ως αποστάτας»[46].

Ο Κοραής ακολουθώντας με συνέπεια τον Αριστοτέλη  ταυτίζει την αρετή με τον ορθό λόγο, ενώ η ηδονή  εξομαλύνεται  και γίνεται αποδεκτή στα όρια της λογικής σκέψης.  Η αρετή του πολίτη δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των δικών του επιλογών  αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος εντός του οποίου ζει: «το πλειότερον όμως μέρος των δυστυχιών δια τας οποίας οι άνθρωποι αναγκάζονται ν’ αφήσωσι την αρετήν, προέρχεται από την πολιτικήν αυτών κατάστασιν. Δια τούτο βλέπομεν  πλειοτέρας κακίας εις τα βάρβαρα παρά εις τα φωτισμένα, και έτι πλειοτέρας εις τα δουλωμένα παρά εις τα ελεύθερα έθνη. Της αρετής το φυτόν ούτε βλασταίνει ουτ’ αυξάνει, αν δεν έχη γεωργόν την ελευθερίανκαι η  ελευθερία είναι θυγάτηρ της ευνομίας»[47]. Η αδικία περιλαμβάνει την υποδούλωση ενός έθνους από ένα άλλο: «ο πλέον δίκαιος πολίτης κινδυνεύει να φθαρή, όχι μόνον από τας αμέσως γινομένας εις αυτόν αδικίας του πολιτεύματος, αλλά και οσάκις το πολίτευμα αδικεί άλλων εθνών πολιτείας»[48].

Το συμφέρον της πολιτείας ταυτίζεται με το Δίκαιο: «το δίκαιον άρα είναι το αληθές μέτρον και κριτήριον της ηδονής, μόνη η δικαιοσύνη ισχύει να μας φιλιώση με τους ομοίους μας, και ακολούθως να μας κάμη και φίλους αυτούς εαυτών, παύουσα τον φρικτόν πόλεμον, όστις κατά πάσαν ώραν και στιγμήν βασανίζει την ψυχήν του πλεονέκτου. Εις την δικαιοσύνην άρα περικλείονται όλαι αι καλαί πράξεις του λογικού ζώου, είτε καθήκοντα,  είτε κατορθώματα αγαπάς να τας ονομάσης»[49].

Το Ευαγγέλιο με διαφορετική αφετηρία από τον φιλοσοφικό στοχασμό  καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα: «μόνος ο ορθός λόγος αρκεί να διδάξη τους ανθρώπους όλους την αλήθειαν ταύτην αλλ’ οι επαγγελλόμενοι χριστιανοί έχουν και του Ευαγγελίου την διδαχήν. Αυτή περιορίζουσα όλας τας καλάς πράξεις εις την αγάπην του πλησίον, ήγουν τοιαύτην αγάπην, ήτις παραβλέπει το ίδιον συμφέρον, οσάκις μάχεται το κοινώς εις όλους συμφέρον, ήνωσε την Πολιτικήν με την Ηθικήν, κ’ έδωκε τον αληθέστερον και συντομώτερον ορισμόν της αρετής»[50].

Η εργασία είναι απαραίτητο στοιχείο της ευνομούμενης πολιτείας. Η σκέψη αυτή φαίνεται να μην ακολουθεί κατά γράμμα τον αριστοτελικό προβληματισμό για την σημασία της σχόλης και του ελεύθερου χρόνου. Θεωρεί δε ως αιτία της κοινωνικής κακοδαιμονίας τις δύο κατ’ αυτόν αργόσχολες τάξεις της δυτικής κοινωνίας τους Μοναχούς και τους Ευγενείς. Όμως κάνει μια σημαντική εξαίρεση ως προς την ελληνική εκδοχή, που συχνά παραβλέπετε: «εις ημάς εξεναντίας πολλοί από τους ιερείς εσυμμάχησαν με τους κοσμικούς να συντρίψωσι τον ανυπόφορον ζυγόν του τυράννου, μ’ όλον ότι εις  του τυράννου τον καιρόν ήταν αληθινοί δεσπόται (ως και ωνομάζοντο τινές εξ αυτών), μετά δε την καταστροφήν του βλέπουν, ότι άλλη εξουσία δεν μένει, ουδ’ είναι δίκαιον να μείνη εις αυτούς, επάνω των κοσμικών, παρά την οποίαν έχουν εξουσίαν φρόνιμοι και ελεύθεροι πατέρες εις ελεύθερα τέκνα, όταν φροντίζωσι την σωτηρίαν των τέκνων. Η παρούσα των ιερέων μας διαγωγή δείχνει, ότι και η μέλλουσά των ελπίζεται τοιαύτη, ώστε να μας διδάσκωσι και με τον λόγον και με το παράδειγμα, ότι ο νόμος του Χριστού, είναι νόμος ελευθερίας, στηριγμένος όμως εις εκούσιον φιλικήν δουλείαν εις καθένα καθενός. Τοιούτος νόμος αποβάλλει όλας τας ανισότητας, όλα τα προνόμιακαι εις τοιούτον νόμον όστις μετά χαράς δεν υποβάλλει τον αυχένα, εκείνος μεταπηδά από την ποίμνην  του Χριστού εις το θηριοτροφείον του Μωάμεθ. Τοιούτους όμως ιερείς μην ελπίζωμεν ότι θέλουν στολίσειν την εκκλησίαν μας πολλοί, αν δεν ανανεώσωμεν και της αρχαίας εκκλησίας τον νόμον, να μη χειροτονήται καμμίας τάξεως ιερωμένας χωρίς τας ψήφους του λαού. Πατριάρχης πέμπων εις επαρχίας αυτογνωμόνως αρχιερείς ότινας θέλει, και πολλάκις εναντίον της θελήσεως των επαρχιωτών, υπεφέρετο, ότε εδουλεύαμεν τύραννον, όστις έπεμπε και αυτός τους σατράπας του, όπου και εις οποίους ήθελεν. Αλλ’ εις πολιτείαν κυβερνωμένην από νόμους, ο λαός, όστις εκλέγει τους κοσμικούς άρχοντας, έχει μόνος το δίκαιον να εκλέγη και τους πνευματικούς ηγουμένους του»[51].

Η τουρκική βαρβαρότητα, επαναλαμβάνει, ότι  αντιμετώπισε με τον ίδιο βάναυσο τρόπο κάθε μέλος του ελληνισμού με αποτέλεσμα την ισότητα όλων έναντι του δυνάστη. Η οδυνηρή αυτή κατάσταση θα πρέπει να αντικατασταθεί με την ισότητα έναντι του νόμου, με την ανακήρυξη του νόμου σε υπέρτατο άρχοντα. Συνεπώς η εθνική απελευθέρωση είναι η προϋπόθεση του δημοκρατικού καθεστώτος και το δεύτερο είναι η ολοκλήρωση της πρώτης: «του ανόμου τυράννου ο ζυγός μας εξίσωσεν όλων τας κεφαλάς, επειδή όλων τας κεφαλάς είχε την εξουσίαν να θερίζη, χωρίς διάκρισιν, γένους, ηλικίας, ή επαγγέλματος, ως το έδειξεν η παρελθούσα δεσποτεία, και το δείχνει καθαρώτερα σήμερον η θηριώδης μανία του. Ίσοι πάλι πρέπει να μείνωμεν, αλλ’ υποταγμένοι εις νόμους ίσους και δίκαιους, οι οποίοι ούτε κολάζουν πλην τους παραβάτας των νόμων, και αρκούμενοι να ανταμείβωσι τους χρηστούς πολίτες, κατά την αξίαν και το μέτρον της από καθένα προξενούμενης ωφελείας εις το κοινόν, δεν δίδουν εις κανένα το προνόμιον να υψόνη την κεφαλήν υπέρ τους άλλους. Κατεξουσίαι των μεγάλων κατά των μικρών είναι ανομήματα. Προνόμια μεταξύ χριστιανών είναι μίμησις ΕΘΝΩΝ στερημένων της ευαγγελικής διδασκαλίας, είναι καθαρά άρνησις Χριστού»[52]. Όσα προνόμια υπήρχαν κατά την «Γραικορωμαίων»  αυτοκρατορία τα «εσώρευσε όλα εις μίαν μόνην την μιαράν κεφαλήν του τυράννου» εις τον «μακελλάριον Σουλτάνον»[53]. Αντίθετα στο δημοκρατικό πολίτευμα «η δύναμις γεννάται από την ισονομίαν η φρόνησις από την εξάπλωσιν των φώτων εις όλον το έθνος»[54].

Ο Κοραής εξυμνεί τους αγώνες  του ελληνισμού για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και τον συνδέει με τα αρχαιοελληνικά κατορθώματα: «Εσείς εκατεδαφίσετε τον πύργον της τυραννίαςεις εσάς αφίνουν και θείοι και ανθρώπινοι νόμοι την αναπαλλοτρίωτον εξουσίαν να κτίσετε την πολιτείαν σας. Ομόσετε μόνον να μη δεχθήτε ξένον οικοδόμον, και ξένος οικοδόμος δεν θέλει δείξειν πρόσωπον εις την Ελλάδα. Ουτ’ εις τους εν Μαραθώνι, ούτ’ εις τους εν Σαλαμίνι έχετε πλέον να ομνύτετεοι λαμπροί αγώνες σας εγέννησαν νέον άλλον όρκον όχι ολιγώτερον ιερόν ΜΑ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΤΑΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ! Μην αμφιβάλετε, ότι όλα τα φωτισμένα έθνη φέλουν σεβασθήν τον όρκον τούτον όλοι θέλουν σας επαινέσουν, και πολλοί εξ αυτών και σας βοηθήσειν να τον φυλάξετε»[55].  

Η ελληνική επανάσταση είναι έξοδος από την βαρβαρότητα καθώς όπου κυβερνούν οι Τούρκοι δημιουργούν «νόμους θηριώδεις»[56]. Παρότι καταλήγει ότι απέναντι τους δεν θα πρέπει να δείξουμε την ίδια με αυτούς συμπεριφορά, όμως «πόλεμον αναγκαίον και δίκαιον ένα μόνον γνωρίζω τον υπέρ ελευθερίας πόλεμον»[57].

Η ελληνική επανάσταση έχει τα χαρακτηριστικά του δίκαιου πολέμου: «ημείς πολεμούμεν ξένον, άγριον, ασεβές και φονικότατον έθνος, δια να ελευθερωθώμεν από τον προφανή κίνδυνον του τέλειου μας αφανισμού. Εκείνοι, επολέμουν, δια να κυριεύσωσιν αδίκως γην αδελφών και γειτόνων ημείς δεν αδικούμεν κανένα, ουδέ κανενός κτηματ’ αρπάζομεν τα προγονικά μας αγαθά ζητούμεν ν’ αποσπάσωμεν από χείρας ληστών, ως ίδια μας να τα οικονομώμεν, και ως εξ ιδίων ν’ απολαύωμεν τους καρπούς των. Από τους ήδη ελευθερωμένους Έλληνας, τις δεν εκατάλαβε, πόσον διαφέρει να κυριεύη καθένας τα χωράφια του, παρά να τα γεωργή δι’ άλλους; την γυναίκα  και τα τέκνα του, παρά να τα βλέπη καθημέραν εις κίνδυνον να μολυνθώσιν  από την ασέλγειαν ή την μιαράν θρησκείαν των Μουσουλμάνων; εις ένα λόγον, να κυβερνάται από νόμους κυρωμένους με την ψήφον του, παρά να σέβεται ως νόμους τα δεσποτικά θελήματα, όχι μόνον αυτού του τυράννου, αλλά και των ευτελεστάτων αυτού ανδραπόδων; Κατά τοιούτων τυράννων το Ελεγείον του Τυρταίου γίνεται ύμνος της ελευθερίας ιερός και άγιος και ως τοιούτον, φίλοι ομογενείς, σας τον προσφέρω, όχι μόνον εις τους πολέμους να τον ψάλλετε, αλλά και τους διδασκάλους των Ελληνικών σχολείων, να παραγγείλετε να τον παραδίδωσιν ως μάθημα εις τα τέκνα της. Τίποτε δεν εκατωρθώσετε, αφίνοντες κληρονομίαν εις αυτά την πατρικήν γην ελευθέραν από τυράννους, αν δεν φροντίσετε να φυτεύσετε εις τας νεαράς αυτών ψυχάς μίσος άσπονδον κατά πάσης αδικίας. Ματαίως ηλευθερώσετε τους τους οφθαλμούς των από την φρικώδη θέαν των Τούρκων, αν δεν τα διδάξετε νηπιόθεν να φρίττωσι και ν’ αποστρέφονται όχι μόνους τους Τούρκους του Μωάμεθ, αλλά και τους επαγγελλομένους την θρησκείαν του Ευαγγελίου Τούρκους, εάν κατά δυστυχίαν φανώσι μεταξύ Ελλήνων τοιούτοι Τούρκοι. Ευτυχείτε!»[58].

Ο  Α.Κοραής  περιγράφει αδρά την δημοκρατική πολιτεία της ισονομίας: «δια τούτο μάλιστα, ότι ονομάζει θεόν τον νόμον, θέλων με τούτο να μας δείξη, πρώτον, ότι ο νόμος πρέπει να ήναι ως ο θεός, απροσωπόληπτος, ίσος δι’ όλους, και πλουσίους και πένητας, και μικρούς και μεγάλους, και άρχοντας και αρχόμενους, έπειτα, ότι δια τούτο μάλιστα όστις δεν υποτάσσεται εις αυτόν, ως εις θεόν, δεν είναι πλέον πολίτης, αλλά γίνεται μεταξύ των πολιτών Σουλτάνος, αληθινόν θηρίον, αληθινός αντίθεος, ή άθεος,  επειδή σφετερίζεται την αρχήν του θεού, του νόμου, ορεγόμενος να άρχη αυτός, και όχι ο νόμος!.. Τι  άλλο είναι ο νόμος, παρά κοινή γνώμη και συνθήκη του έθνους, φωνή λαού, και ακολούθως φωνή θεού;»[59]

Στον αρχαιοελληνικό στοχασμό θα θεμελιώσει την πατρίδα και  την δημοκρατία: «Οι πρόγονοι μας είχαν αληθώς πατρίδα, επειδή είχαν πολιτείαν αυτόνομον και ισόνομον, και της γενέσεως η γη καθενός τότε ελογίζετο και τόπος και πατρίς του, διότι ήτο μερίς της κοινής του έθνους πολιτείας, ήγουν της κοινής πάντων πατρίδος. Ιδού τι λέγει ο Σωκράτης⸱ «Ά αν «κελεύη η πόλις τε και η πατρίς» Πόλις, Πολιτεία, Πατρίς είναι συνώνυμοι τρεις λέξεις. Όστις απολαύει πολιτικά δίκαια, ο τόπος, όπου τα απολαύει, είναι η αληθινή πατρίς του, και αν κατοική εις αυτούς τους Αντιπόδας του τόπου της γενέσεως του⸱ κ’ εκείνος εμπορεί δικαίως να είπη, Πατρίς γαρ έστι πάσ’ ίν’ αν πράττη τις εύ επειδή απολαύει ελευθερίαν, χωρίς της οποίας το Ευ πράττειν, ήγουν το Ευδαιμονείν είναι αδύνατον»[60]. Σε αυτό τον συλλογισμό εισάγεται μια μορφή δημοκρατικού διεθνισμού, ένας «συνταγματικός πατριωτισμός». Εκεί όπου υπάρχει η δημοκρατία  βρίσκεται η πατρίδα μου.  Η σκέψη αυτή απηχεί την κοινωνική κατάσταση του Κοραή, που ζούσε στην Γαλλική Δημοκρατία την οποία αισθανόταν ως δεύτερη πατρίδα του. Βεβαίως επαναλαμβάνει ότι «μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον και σεμνότερον και αγιώτερον εστί η πατρίς» για να συμπεράνει ότι «αι μεγάλαι των εθνών συμφοραί, η κατάλυσις της ελευθερίας και της πολιτείας των, δεν γεννώνται από ένα ή δύο ατιμαστάς των ιδίων γονέων, αλλ’ από τους ατιμαστάς της πατρίδος, τους μεγάλους τούτους πατραλοίας»[61].

Ο Α.Κοραής  ακολούθησε με ενθουσιασμό τις αξίες της δημοκρατίας, την ισονομίας, του συντάγματος  με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις οι κρίσεις για πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα να είναι λανθασμένες. Η αντιπαράθεση του με τον Καποδίστρια, με αυτή την αφετηρία, δεν μπορούσε να δει την σημασία που είχε η πολιτική του τελευταίου για την δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους που νομοτελειακά θα κατέληγε να έχει τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά που αυτός επιθυμούσε. Όπως και η αξιολόγηση του Φίλιππου του Μακεδόνα «ως εχθρού της ελληνικής ελευθερίας»  δεν κατανόησε ότι μπορεί να κατέστειλε την αθηναϊκή δημοκρατία αλλά συγχρόνως σήμανε το τέλος της πόλης-κράτους  και την ενότητα του ελληνισμού σε ένα ενιαίο πολιτικό σύνολο.

Αλλά σημαντική είναι η επισήμανση που έγινε ο οδηγός της ζωής και της άοκνης δραστηριότητάς του: «ανάγκης να εξαπλωθή η παιδεία εις το έθνος όλον, ως μόνον μέσον και ν΄ αποκτήση και να φυλάξη την ελευθερίαν του»[62]. Όπως και διαρκώς επίκαιρος ο λόγος του: «ουαί εις το έθνος, το οποίον προσμένει την στερέωσιν της ελευθερίας του, από ξένων βοήθειαν, και όχι από την εθνικήν αυτού σταθεράν ομόνοιαν!»[63]. Περισσότερα αναλυτικά τονίζει: «μόνη μας η ομόνοια έχει να τους πληροφορήση, ότι οι Έλληνες δεν έχυσαν το αίμα των, δια να υποταχθώσιν εις κανέν άλλο έθνος αλλότριον⸱ ότι δεν θέλουν υποφέρειν νόμους επιβαλμένους από ξένους, αλλ’ αυτό αφ’ εαυτών θέλουν εκλέξειν από των φωτισμένων όλων εθνών τους νόμους, όσους κρίνωσι συμφέροντας εις την παρούσαν αυτών κατάστασιν, και θεμελιώσειν επάνω εις αυτούς πολιτείαν ελευθέραν και ανεξάρτητον, δια να ήναι και να λέγονται έθνος αληθώς αυτόνομον⸱ ότι η αυτονομία των Ελλήνων συμφέρει εις όλους τους ηγεμόνας της Ευρώπης, οθδέ βλάπτει κανέν’ απ’ αυτούς»[64].

Ο λόγος του Κοραή αποτυπώνει την αριστοτελική επίδραση: « πηγάζει από την αυτή της ανθρωπίνης φύσεως διάθεσιν, όθεν πηγάζει και η επιθυμία της ευδαιμονίας, προς την οποίαν όλοι αποβλέπωμεν, ως εις έσχατον σκοπόν. Επειδή να τον επιτύχωμεν χωρίς αρετήν, είναι των αδυνάτων, επειδή αρετή δεν ενεργείται χωρίς ελευθερίαν, επειδή ελευθερία δεν σώζεται χωρίς δικαιοσύνην, επειδή δικαιοσύνη δεν εμπορεί να νοηθή χωρίς αλήθειαν, ο δημιουργός, όστις μας έπλασε δια την ευδαιμονίαν, εφύτευσε εις τας ψυχάς μας την αγάπην της αληθείας και την αποστροφήν του ψεύδους, αποστροφήν τόσον ισχυράν, ώστ και αυτοί οι απατεώνες ολογώτερον υποφέρουν τον  δόλον παρά την βίαν»[65]. Στον ίδιο τόνο σημειώνει: «ο θεός να εμπνεύση εις των Ελλήνων τας ψυχάς την επιθυμίαν να βαδίσωσι την μέσην οδόν, την φέρουσαν εις της πατρίδος την ευδαιμονίαν και την ειρήνην!»[66]

Η ασυμφιλίωτη αντίθεση με τον Τούρκο κατακτητή και όσους τον ακολουθούν φτάνει ως να εμπνέεται από τον Μπολιβάρ: «ορέγεσαι να υψωθής; Είναι και τρόπος υψώσεως δίκαιος⸱ όχι τον οποίον μεταχειρίζεσαι, υποφέρων να ονομάζεσαι ό,τι δεν είσαι, και να στολίζεσαι με τίτλους χαρισμένους από Τούρκους, ενώ πολεμάς κατά των Τούρκων. Τις έχει να σε πιστεύση ότι είσαι αληθής ελευθερίας εραστής, ενόσω υβρίζεις τους αδελφούς σου με της ανισότητος τα παράσημα; Ουδείς. Εάν ακόμη δεν εγνώρισες την αληθινή ύψωσιν και δόξαν, στρέψε τους οφθαλμούς σου εις τον Βολιβάρον, και κατανόησε πως αυτός υψώθη, όχι φέρων τα παράσημα της Ισπανίας, κατά της οποίας πολεμώ, αλλ’ υψωθείς απ’ αυτούς τους αδελφούς του και συμπολίτας, πληροφορημένους, ότι δι’ αυτούς και μ΄ αυτούς πολεμεί, δια να φυλάξη την αυτονομίαν της πατρίδος του»[67].

Αναγκαία είναι η διδασκαλία του Ευαγγελίου για την εδραίωση της ισονομίας και της δικαιοσύνης: «τούτους τους καρπούς ελπίζουν να θερίσωσι και οι νεωστί ελευθερώντες Έλληνες, αν οι ιερωμένοι, ως είπα, διδάσκωσι με το ιερόν ευαγγέλιον και με της ευαγγελικής διαγωγής των παράδειγμα την δικαιοσύνην, και οι διδάσκαλοι εις τα σχολεία τους νέους τα παραγγέλματα του Σωκράτους. Εις των νέων τας ψυχάς μάλιστα, και ιερωμένοι και λαϊκοί διδάσκαλοί χρεωστούν ν’ ανύψωσι τον έρωτα της αδελφικής ισότητος, την πείναν και δίψαν, ως έλεγ’ ο Χριστός, της δικαιοσύνης⸱ τους νέους μάλιστα να διδάσκωσι να υποτάσσωνται εις τους νόμους της πατρίδος, μηδέ να κρίνωσι κανέν’ από τ τους πολίτας ανώτερον αυτών, παρά τους υπηρέτας των νόμων, τους άρχοντας, όσον καιρόν άρχουν, ή τους υπερτέρους των την φρόνησιν και την αρετήν άνδρας»[68].

Αντίθετος είναι ο Α.Κοραής με την ένωση Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας: « είναι μωρία η ελπίς τοιαύτης ενώσεως, ενόσω ο Πάπας ισχυρίζεται να κρατή ενωμένα δύο πράγματ’ ασυμβίβαστα, την ποιμενικήν ράβδον του Χριστού, και των κοσμικών ηγεμόνων το σκήπτρον. Χάσμα μέγα έγινε μεταξύ των Ανατολικών και των Δυτικών χριστιανών η τερατώδης αύτη σύγχυσις της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας⸱ χάσμα όμως, το οποίον δεν εγέννησεν, ουδ’ έπρεπε να γεννήση εις τας ψυχάς των Ανατολικών έχθραν κατά των Δυτικών, την οποίαν έδειξαν ούτοι κατ’ αυτών. Αν η παπική ιεροκοσμική εξουσία ηύξησε το καθ’ ημών μίσος, έως και να μη συγχωρή να θάπτονται εις την επικράτειάν της των Γραικών τα λείψανα την συνήθη των νεκρών ταφήν, ημείς εξεναντίας ουτ’ αποθανόντας υβρίζομεν τους Δυτικούς, και ζώντας κρίνομεν ως αδελφούς, ως ομόθρησκους, αν και όχι ομοδόξους. Αν οι Γραικοί εχρειάζοντο προστασίαν, δεν ήσαν τόσο ανόητοι, ώστε να κρίνωσι τον μακαριότητος του πωλείται ακριβά⸱ η τιμή της είναι να γνωρίζομεν εις το εξής κεφαλήν της εκκλησίας, όχι πλέον τον Χριστόν, αλλά την μακαριότητά του⸱ η τιμή της είναι να υποταχθώμεν και ιερώμενοι και λαϊκοί  εις αυτόν, και να καταφιλώμεν τους μακαρίους του πόδας⸱ η τιμή της είναι να μας γεμίση την Ελλάδα από σχεδόν εκατόν τάγματα μοναχών αγνώστων και εις την αρχαίαν και εις την σημερινήν Ανατολικήν εκκλησίαν, και εξαιρέτως το καταργηθέν δια της ανομίας του τάγμα των Ιησουιτών»[69].

Ο Α.Κοραής επαναλαμβάνει τους επαίνους στον απελευθερωτικό αγώνα του ελληνισμού: «οι καρποί του ιερού τούτου αγώνος είναι, ελευθερία από Τούρκους, ελευθερία από φόρους ανόμους Τούρκων, ελευθερία από πικράν ανάγκην να προσκυνώμεν γονυπετείς τοιαύτα καθάρματα, οποίοι είναι οι Τούρκοι, ελευθερία  γλώσσης, να λαλώμεν όσα δεν εμποδίζει ο νόμος, εις ένα λόγον ελευθερία από πολυχρόνιον και σκληράν κακοδαιμονίαν»[70]. Καταγγελτικός είναι ο λόγος του προς του χριστιανούς ηγεμόνες που «μετακομίζωσι με τα πλοία των τους φονέας και ληστάς στρατιώτας του αρχιληστού Σουλτάνου, και να τους διασπείρωσιν όπου της Ελλάδος ήταν εύκολον να καίωσι, να ληστεύωσι, να φονεύωσι, να αιχμαλωτίζωσι παντός γένους και πάσης ηλικίας χριστιανούς, να καταισχύνωσι γυναίκας, να βιαζωσι παρθένους⸱ ενώ, λέγω, οι χριστιανοί ηγεμόνες ούτοι των λαών, χαίροντες και τρυφώντες, ήκουαν τας γοεράς κραυγάς των κατασφαζομένων χριστιανών, κ’ έβλεπαν εις κίνδυνον φανερόν να εξαλειφθή απ’ όλην την Ελλάδα και αυτό του Χριστού το όνομα, οι λαοί των εξεναντίας έφριξαν δια την ενδεχόμενην απώλειαν της Ελλάδος, κ’ έδραμαν προθύμως εις σωτηρίαν της⸱ και πολεμικά εφόδια εχορήγησαν, και στρατηγούς έπεμψαν εις αυτήν, εις ένα λόγον, επλήρωσαν όσα χρεωστούν οι φίλοι της δικαιοσύνης εις τους αδικούμενους»[71]. Εξίσου καταγγελτικός είναι προς τους Φαναριώτες που λαμβάνουν τίτλους από τους κατακτητές  και «ευτύχησαν να φιλήσωσι τρέμοντες το κράσπεδον κανενός από τους ευνούχους ή ιπποκόμους του τυράννου, και άλλου, διότι τους έπεμπεν ο τύραννος (ως πέμπει τους δήμιους του) εις την Μολδαυϊαν ή την Βλαχίαν, να τρέφωνται και να τον τρέφωσι με τα αίματα των ταλαιπώρων Βλαχομολδαύων»[72].

Περισσότερο καυστικές είναι οι κατηγορίες του Κοραή για  τους Τουρκοπρίγκηπες: «εκεί άνδρες σεβάσμιοι, άνδρες ευεργέται της Ελλάδος, αντί της χρεωστούμενης εις αυτούς ευγνωμοσύνης, ηπατήθησαν απάτην αισχράν, ώστε να ονομάζωσι Πρίγκηπας τους ισχυριζόμενους να καταμολύνωνται με Πριγκιπίας τουρκικάς. Πολλοί τοιούτοι Τουρκοπρίγκηπες περιήλθαν όχι προ πολλού την Γερμανίαν⸱ ακούω, ότι ευρίσκονται τινές και εις την Οδησσόν. Και υπομονή δια τους έξω της Ελλάδος⸱ αλλ’ εις αυτήν την Ελλάδα ν’ ακούωνται  σιμά πολλών αληθώς ενδόξων ονομάτων, καταπολεμούντων Τούρκους, ονόματα Τουρκοπριγκήπων!...Ας εξηγηθώσει καθαρά, χωρίς περιπλοκές: Έλληνας θέλουν να ήναι ή Τούρκοι, Χριστιανοί, ή εχθροί της ευαγγελικής ισότητος Εμίρηδες;»[73] Συνεχίζει , υπό μορφή διαλόγου,  για τους Φαναριώτες και για τους κινδύνους εμφυλίων που περιέχουν για τον ελληνισμό οι πράξεις τους: « Δια να αποφύγωσιν οι Έλληνες το τόσον μέγα τούτο κακόν, χρεωστούν μάλιστα να προσέχωσιν εις την διαγωγήν των Φαναροφαρισαίων, και των ευρισκομένων μεταξύ των, και όσοι μελετούν να υπάγωσιν εις αυτούς. Με τους Φαρισαίους λοιπόν παραβάλλεις τους Φαναριώτας; Ακόμη και με τους Ιησουίτας. Πολλά  σκληρόν τούτο. Ευρίσκονται μεταξύ των όμως και χρηστοί πολίται. Τούς γνωρίζω και τους επαινώ. Το Φαναριώτικον σύστημα βδελύσσομαι⸱ δεν εχθρεύομαι προσωπικώς κανένα Φαναριώτη. Επαρατήρησες πως τους περιγράφει μι’ από τας Γραικικάς εφημερίδας. Μόνη των η επιμονή εις τα παλαιά των έθιμα, ονόματα, και τους γελοίους τίτλους, δείχνει, ότι χωρισταί από τους Έλληνας, και το πράγμα ως και τόνομα, Φαναριώται απεφάσισαν να μείνωσι, μιμούμενοι και κατά τούτο των Ιησουιτών το πείσμα»[74]. Επίσης θα επαναλάβει « όλοι φυσικά οι Έλληνες εμολύνθημεν από την τυραννίαν των Μουσουλμάνων αλλ’ ο μολυσμός των Φαναριωτών έγινε τόσον βαθύτερος, τόσον πλέον δυσέκπλυτος, όσων ήσαν πλησιέστεροι εις τον τύραννον, όσον συχνότερα κατεφίλουν και τα κράσπεδα και τα υποδήματα των δούλων αυτού, ψωμοζητούντες δωρεές»[75].

Η λύση κατά τον Κοραή είναι η δημοκρατία και η διάκριση των εξουσιών[76].

Η τουρκοκρατία έβλαψε την γλώσσα: «ο γεννηθείς από την μακράν δουλείαν χυδαϊσμός της γλώσσης εσκότισεν, ως και πολλάς άλλας λέξεις, και της Αρετής το όνομα, ώστε δεν σημαίνει σχεδόν πλέον εις ημάς, ό,τι εσήμαινεν εις το στόμα των προγόνων μας, αν και το προφέρωμεν και το γράφομεν απαραλλάκτως ως εκείνοι»[77].

Οι απόψεις του Α.Κοραή για τον μοναχισμό είναι αρνητικές αλλά κυρίως έωλες: «δεν ήλθεν ο Χριστός να μεταβάλη το πολιτικόν ζώον, τον άνθρωπον, εις ζώον μοναστικόν⸱ εξεναντίας, η θεία του διδασκαλία, εις ένα μόνον σκοπόν αποβλέπει, να τελειοποιήσει την λογικήν αυτού φύσιν, με την μετρίασιν των παθών, και με την κοινήν προς πάντας τους ομοίους του αχώριστον της δικαιοσύνης αγάπην. Όταν μας προστάσση να απαρνηθώμεν εαυτούς, το νόημα του είναι να φεύγομεν την αυτοφιλαυτίαν, να αρνούμεθα το ίδιον συμφέρον, οσάκις εναντιούται εις το κοινόν, μηδέ κέρδος να νομίζωμεν, ό,τι φέρει ζημίαν εις τους άλλους…Εις κανενός κεφαλήν δεν ήλθε ποτέ να κτίση χωριστήν από τας ανθρωπικάς πόλεις πόλιν άλλην ονομαζόμενην Μοναστήριον, ή και να κατακλεισθή μονώτατος εις σπήλαιον»[78].  Βεβαίως ποτέ δεν ισχυρίσθηκε η ορθόδοξη εκκλησία ότι ο μοναχικός βίος είναι για όλους τους πιστούς, ή δεν μπορεί να υπάρξει ασκητική ζωή έξω από τα μοναστήρια. Αλλά είναι λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι στο μοναστήρι ο άνθρωπος παύει να είναι πολιτικό και κοινωνικό ζώο. Αντίθετα στην κοινοβιακότητα  ο πολιτικός και κοινωνικός άνθρωπος υπάρχει και λειτουργεί ως μέρος της ενεργούς κοινότητας. Ο ελληνικός κοινοτισμός εμπνεύστηκε από την μοναστική κοινότητα η οποία όχι μόνο δεν εγκατέλειψε τον κόσμο αλλά έπαιξε ένα σημαντικό παιδευτικό ρόλο σώζοντας την αρχαία γραμματεία και εκπαιδεύοντας τους πιστούς στο μέτρο που το επέτρεπε ο κατακτητής και οι οικονομικές της δυνατότητες. Συγχρόνως ενεργής ήταν η δράση σε όλους τους εθνικούς αγώνες με αποκορύφωμα την θυσιαστική της προσφορά κατά την επανάσταση του 1821.

Ο Κοραής ακολουθώντας τον Σωκράτη, τους Στωικούς και βεβαίως τον χριστιανισμό συμπεραίνει ότι ο ορθός λόγος μπορεί να ελέγξει τα πάθη του ανθρώπου, να τα εκλογικεύσει  ώστε να οδηγηθούμε στην μετριοπάθεια δηλαδή στη: «χαλίνωσις  όλων τούτων των φυσικών επιθυμιών μας»[79].

Αλλά με απογοήτευση θα σημειώσει ότι οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες «ούτε τα αίματα των κατασφαζομένων ανηλεώς Ελλήνων τους έκαμαν ν’ ανατριχιάσωσιν, ούτε οι γοεροί θρήνοι των ανδραποδιζόμενων γυναικών και παιδίων ανηλίκων τους εμπόδισαν να βοηθώσι τύραννον, όστις τους καταφρονεί, και ήθελε τους κατασφάξειν όλους, αν αδύνατο»[80].

 

                                                                  Γ’

 

  Ο Α.Κοραής ασχολείται με τις καταχρήσεις του κλήρου της δυτικής εκκλησίας, αλλά επιμελώς διαχωρίζει από αυτό το κατηγορητήριο την ανατολική εκκλησία: «οι ιερώμενοι μας βέβαια δεν ετόλμησαν ποτέ, ούτε τόσην πλεονεξίαν, ούτε τόσην δυναστείαν να δείξωσι κατά των κοσμικών, όσην έδειξε της Δυτικής εκκλησίας ο κλήρος. Και εις τούτο φαίνεται ότι συνήργησαν τα εξής αίτια. Πρώτον ο επιβαλμένος εις την Ανατολικήν εκκλησίαν ζυγός των Γραικορωμαίων Αυτοκρατόρων, πάντοτε παρόντων, αγρυπνούντων πάντοτε και φροντιζόντων να μην έχωσι συμμεριστάς της ιδίας των δυναστείας⸱ δεύτερον ο διαδεχθείς τον ζυγόν τούτον βαρύτερος άλλος ζυγός των νυν κρατούντων και τρίτων ίσως, ή όχι τόσον παχεία των Ανατολικών ως των Δυτικών χριστιανών βαρβαρότης, εύκολος να δέχεται παντός είδους δειδιδαιμονίας, και να πληρώνη ακριβά των δεισιδαιμονιών τους διδασκάλους»[81]. Την εξουσία του  Πάπα επικρίνει ως «τυραννία»[82] που διέφθειρε  το σύνολο των καθολικών κληρικών.

Η κριτική στην καθολική εκκλησία δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι απομακρύνθηκε από τον χριστιανισμό, καθώς διακηρύσσει: «είμαι τέκνον της Ανατολικής Εκκλησίας, εις αυτήν γεννημένος, με αυτήν ενωμένος, και το αυτό Σύμβολον της πίστεως ομολογών. Δεύτερον, ότι ο λόγος εδώ προηγουμένως δεν είναι περί δογμάτων, αλλά περί της εκκλησιαστικής αγωγής, ήτις μορφόνεται κατά μικρόν από την διαγωγήν των ποιμένων της, και γίνεται καλή, αν οι ποιμένες φυλάσσωσι με τα δόγματα και τας εντολάς του Ευαγγελίου…»[83]. Μάλιστα οι «Μοναχοί και ιερώμενοι της Ανατολικής εκκλησίας παραβαλλόμενοι με τους τότε και τους μετέπειτα  Πάπας, Αρχιερείς, ιερείς και Μοναχούς της Δυτικής, πρέπει να λογίζωνται άγιοι, δεν έλειψαν όμως να σκανδαλίσωσιν αρκετά τους κοσμικούς με την άσωτον αυτών διαγωγήν, και να ταχύνωσι πληθυνόμενοι με την αυξηθείσαν απ’ αυτούς κοινή δεισιδαιμονίαν, την κατάλυσιν της Γραικορωμαϊκής αυτοκρατορίας»[84]. Ο μεσαιωνικός ελληνισμός παρά τα πολλαπλά κτυπήματα που είχε δεχτεί και τα στοιχεία παρακμής που άρχισαν να εμφανίζονταν ήταν ωριμότερος από την δυτική κοινωνία: «οι τότε Γραικοί, αν πολύ μακρυσμένοι από την Ελληνικήν σοφίαν, ήσαν όμως και εκρίνοντο δικαίως σοφότατοι παραβαλλόμενοι προς τους Σταυροφόρους»[85].

Ο πρόλογος στο έργο του Τ.Μπεκκαρία που υπήρξε σταθμός στο ποινικό σύστημα του ευρωπαϊκού κόσμου είναι μια ακόμη αφορμή για να καταγγείλει τον Τούρκο κατακτητή και την «ληστρική πολιτεία»[86] του. Αλλά και να υπενθυμίσει την ταυτότητα συμπερασμάτων ανάμεσα στην φιλοσοφία και τον χριστιανισμό: «ταύτα μας διδάσκει η φιλοσοφία, ήτις άλλο δεν είναι παρά ο ορθός λόγος. Η δε θρησκεία τι μας παραγγέλλει; Από την πρώτην έως την τελευταίαν των βιβλίων της σελίδα άλλο δεν ευρίσκει ο αναγνώστης παρά την αγάπην του πλησίον, αδελφικήν ισονομίαν και ευνομίαν, καταδρομήν της φαρισαϊκής φιλαρχίας, και κατηγορίαν των ψευδοχριστιανών, όσοι τολμούν να μεταχειρίζωνται τους αδελφούς των ως δούλους»[87]. Στις ίδιες γραμμές καταγγέλλει όσους Έλληνες συνεργάσθηκαν με τον Τούρκο κατακτητή ώστε «δεν εντρέπεται να κολακεύη ή να δωροδοκή Τούρκους, δια να μετέχη καν μικρόν μερίδα τουρκικής εξουσίας⸱ και γίνεται τόσον αχρειέστερον των γνησίων Τούρκων, όσον προσκολλά εις την αδικίαν την υπόκρισιν»[88]. Δίχως αμφιβολία η εξουσία του Σουλτάνου ήταν αχαλίνωτη και αγριότερη, σκληρότερη, ληστρικότερη  από αυτή των Ευρωπαίων ηγεμόνων οι οποίοι συχνά αντιμετώπιζαν τα εμπόδια και την κριτική  της δυτικής εκκλησίας.      

Ο Α.Κοραής επισημαίνει τις καταστροφές που υπέστη ο ελληνισμός από τους Σταυροφόρους και την καθολική εκκλησία: «οι Σταυροφόροι, εξεναντίας, επυρπόλησαν πολλάς βιβλιοθήκας, και κατεσύντριψαν πολλά των εις την Κωνσταντινούπολιν και άλλας πόλεις σωζομένων ακόμη πολυτίμων αγαλμάτων⸱ ήρπασαν δε ληστρικώς τα κινητά κτήματα και χρήματα των ταλαιπώρων Γραικών, μετακομίσαντες μ’ αυτά (δι’ εξιλέωσιν, φαίνεται, του θεού) και πλήθος αγίων λειψάνων, όχι μόνον αληθινών, αλλά και όσα επώλησαν εις αυτούς πολλοί πανούργοι ως αληθινά»[89]. Η παιδεία δέχθηκε ισχυρό πλήγμα, όμως ακόμη και σε αυτή την κατάσταση ο ελληνισμός αντιστάθηκε πεισματικά ώστε  δεν κατάφεραν «τα πολυπληθή τάγματα των Δυτικών Μοναχών (έμελλαν) να καταβρωμίσωσι το έδαφος της ταλαιπώρου Ελλάδος, και τα Νερωνικά της Ιεράς εξετάσεως κριτήρια να φλογίζωσι τους Έλληνας, ως κατέφλεξαν πολλάς μυριάδας Δυτικών, και η Ανατολική εκκλησία να υποταχθή ως εις κεφαλήν τον Πάπαν, καθώς υποτάσσονται ακόμη σήμερον πολλοί της φωτισμένης Ευρώπης λαοί…»[90]. Επαινεί επίσης την ορθόδοξη εκκλησία διότι αποτέλεσε ένα διαφορετικό παράδειγμα από την «παπικήν φιλαρχίαν»[91], ενώ τα αμαρτήματά της «παραβαλλόμεναι προς της Ρώμης τας φρικτάς ανομίας λογίζονται μικρότατα»[92]. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και ο Γίββων ο οποίος ομολογεί «ότε της Ανατολής οι επίσκοποι, παραβαλλόμενοι προς τους Δυτικούς επισκόπους, ήθελαν κριθή γνήσιοι των Αποστόλων διάδοχοι»[93]. Προσθέτει τέλος «ουδείς έχει δίκαιον να εμποδίση τον θέλοντα να μονάση, ως ουδέ να κλείση τα Μοναστήρια»[94] ενώ εύλογη είναι η άποψη του «δίκαιον είναι να υποτάσσωνται και της Δύσεως ως και της Ανατολής οι ιερώμενοι εις τους αυτούς πολιτικούς νόμους της Ελλάδος»[95]. Μάλιστα τονίζει την σημασία που έχει η μελέτη του ευαγγελικού λόγου: «όλοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχομεν χρείαν των αποστολικών παραγγελμάτων⸱ αλλ’ ασυγκρίτως πλέον των κοσμικών χρεωστούν να ασχολώνται εις την μελέτην και πράξιν αυτών οι ιερώμενοι, δια να έχωσι το δίκαιον να τα διδάσκωσι τους κοσμικούς με παρρησίαν, δείχνοντες με την μίαν χείρα το Ευαγγέλιον, και με την άλλην, όλην εις όλων τους οφθαλμούς γυμνήν και τετραχηλισμένην την ιδίαν αυτών διαγβγήν, «Προνοούμενοι καλά ου μόνον ενώπιον κυρίου, αλλά και ενώπιον ανθρώπων»(Προς Κορινθίους,ή,21)»[96].

Συγχρόνως η έλλογη ερμηνεία του χριστιανισμού εξοβελίζει το λογικώς ασύλληπτο θαύμα. Με καινοτόμο τρόπο αμφισβητεί την ύπαρξη του Άγιου Φωτός: « από τα πολλά τούτα της αισχοκέρδειας θαύματα εχρημάτισε και η κατ’ έτος φανέρωσι του λεγόμενου Αγίου φωτός εις τον τάφον του Χριστού. Οι οπαδοί της Ρώμης ονειδίζουν σκληρώς την μωρίαν (ως την ονομάζουν) των Ανατολικών, ότι πιστεύουν θαύμα ψευδές, πλασμένον από εκκλησιαστικούς της Ανατολής. Έπρεπεν όμως να συλλογισθώσιν, από πότε ήρχισαν οι Γραικοί να ονομάζωσι και να πιστείωσιν Άγιον φως. Από τότε (χάρις εις την μωράν κυβέρνησιν των Γραικορωμαίων Αυτοκρατόρων» οπότε η παιδεία αφήκεν ολόκληρον το κοινόν λαόν, και κατακρωτηριασμένη επεριωρίσθη εις ολίγων τινών σχολαστικών κεφαλάς. Αυτή έφερε με το Άγιον φως και τους σκοτεινούς Μουσουλμάνους, των οποίων η λοιμική πνοή, και αν έμειν’ αμυδρόν τι λείψανον παιδείας, το απέσβεσεν ολότελα. Της Ελλάδος ο κοινός λαός μωρός ότι πιστεύει το Άγιον φως!»[97].

Οι σκέψεις αυτές όμως δεν αναιρούν την εμπιστοσύνη που έχει ο Κοραής στον ορθόδοξο κλήρο: «ο ιερός ημών Κλήρος δύναται πολύ να συνεργήση εις την θεραπείαν της Ελλάδος, όσοι μάλιστα εξ αυτών μετέχουν οπωσούν από σοφίαν προγονικήν, και γνωρίζουν ακριβώς την χριστιανικήν παιδείαν, ήτις δεν είν’ άλλη παρά «Η εν δικαιοσύνη παιδεία». Οι τοιούτοι εμπορούν να κατορθώσωσι την θεραπείαν τόσον ευκολώτερα, όσον κρατούν αυτοί και τα όργανα της θεραπείας εις τας χείρας των, την επ’ εκκλησίας κήρυξιν κ’ εξήγησιν του ευαγγελίου»[98].  Η ερμηνεία του όμως που αποκηρύσσει της «μακράς ακολουθίας και προσευχάς, μητ’ από μακράς νηστείας»[99] απομακρύνει συγχρόνως την λειτουργική ζωή και την ασκητική που αντικαθίσταται «από την πλήρωσιν της διδασκόμενης από τον Χριστόν αδελφικής ισότητος, αγάπης, ειρήνης, δικαιοσύνης, ισοπολιτείας»[100]. Φυσικά ρεαλιστικά σκεπτόμενος αποφαίνεται: «τι θέλεις, τι ζητείς; να καταργήσωμεν τας υπερ τα χίλια έτη συνήθεις εις την εκκλησίαν μακράς Ακολουθίας; Ούτε δυνατή, αποκρίνομαι, ούτε φρόνιμος είναι τοιαύτη αιφνίδιος κατάργησις»[101].

Οι επιθέσεις κατά των «Γραικορωμαίων αυτοκρατόρων» συμπληρώνονται και διανθίζονται με τις συχνά συλλήβδην καταδίκες του μοναχισμού καθώς οι μοναχοί «αφήνοντες τας ερήμους και τα μοναστήρια, εχύνονται εις τας πόλεις ως ακρίδες»[102].Περισσότερο άστοχος είναι στις επαναλαμβανόμενες  επικρίσεις του στην οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας σαν να μην έχει αναδειχθεί σε παιδευτικό ιδανικό και σύμβολο όχι μόνο του βυζαντινού πολιτισμού αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού: «ελησμόνησεν, ή δεν ηθέλησεν ο ιστορικός να προσθέση και τας αυτού του Ιουστινιανού μοναστηριακάς και εκκλησιαστικάς ασώτους δαπάνας. Τούτου κτίσμα είναι ο περιβόητος ναός της Αγίας Σοφίας»[103]. Παρόλα αυτά ο Κοραής θα αναγνωρίσει: «δίκαιον έχουν οι Γραικοί να καυχώνται εις τους σεβάσμιους των ιερείς, επειδή όχι μόνον ενίσχυσαν τους αγωνιζόμενους υπέρ της ελευθερίας, αλλά και συναγωνίσθησαν μ’ εκείνους πολλοί εξ αυτών⸱ ενώ των λοιπών εθνών πολλότατοι ιερώμενοι δεν αισχύνονται να πολεμώσι την ελευθερίαν των λαών»[104].

Βέβαια αποδίδει την «αισχράν άλωσιν» από τους Τούρκους όχι τόσο στην δική τους δύναμη και υπεροχή αλλά των «Γραικορωμαίων βασιλέων η απόλυτος εξουσία, και η εξ αυτής κατάθλιψις του λαού, ο πληθυσμός των Μοναχών, η φιλαρχία και η πλεονεξία των εκκλησιαστικών, εις ένα λόγον, η κοινή παραφροσύνη και των κοσμικών και των ιερώμενων, καταναλίσκουσα, όσα έπρεπε να δαπανώνται εις παιδείαν του έθνους, εις την προκοπήν των τεχνών και της βιομηχανίας, εις πεζικήν και ναυτικήν στρατιωτικήν παρασκευήν, εις οχύρωσιν της βασιλείας»[105]. Αλλά στον ίδιο τόνο θα εξαίρει την θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: «αν εφάνη τι ηρωϊκόν εις την θλιβεράν εκείνην της αλώσεως ημέραν, ασυγκρίτως ηρωϊκότερος εδείχθη ο τελευταίος δυστυχέστατος των Γραικορωμαίων Αυτοκράτωρ, όστις μη δυνάμενος να βοηθήση αποθνήσκουσαν ελευθερίαν, επροτίμησε να συνενταφιασθή μ’ αυτήν, παρά να ίδη την πατρίδα του καταπατούμενη από Τούρκους»[106].

                                                                   

                                                                                Δ’

Ο Α.Κοραής επιδιώκει την παραβολή «λέξεων και φράσεων της σημερινής γλώσσης με τας παλαιάς»[107]. Απώτερος στόχος δεν είναι η ανάσταση της προγονικής γλώσσας  αλλά «μόνον μέσον να διορθώσωσι και να καλλύνωσι την σήμερον ζώσαν από ζώτας λαλούμενην γλώσσαν»[108]. Βέβαια θα παραδεχθεί ότι «η γλώσσα, όσον καν εβαρβαρώθη, είναι όμως γλώσσα λαλούμενη προ πολλοτάτων εκατονταετηρίδων απ’ όλον το κοινόν λαόν της Ελλάδος»[109]. Αλλά οι παρατηρήσεις που στην συνέχεια κάνει αποκαλύπτουν την απαξίωση της δημώδους γλώσσας, και την διάσταση που προβάλλει ανάμεσα στη λόγια και στη δημοτική παράδοση: «καθέν έθνος μίαν γλώσσαν έχει, και ταύτην μόνην λαλεί πριν του πολιτισμού του. Αλλ’ ευθύς από αρχίση να πολιτίζεται, διαιρείται εις δύο κόμματα το πολυπληθές κόμμα των έτι χυδαίων, και τους πολλά ολίγους οπωσούν πλέον πολιτισμένους και λογιώτερους των άλλων…Από την διαφοράν τούτην γεννώνται εις καθέν έθνος δύο γλώσσαι, η γλώσσα του πλέον πολιτισμένου κόμματος τους έθνους, και η γλώσσα των χυδαίων»[110]. Η διάσταση αυτή δεν αναιρεί την ελληνικότητα της γλώσσας: « η σημερινή μας γλώσσα είναι όλη Ελληνική, πλήν ολιγωτάτων τινών λέξεων Ιταλικών και Τουρκικών»[111].

Τελικά θα συμπεράνει: « η σήμερον λαλούμενη δεν είναι ούτε Βάρβαρος ούτ’ Ελληνική, αλλά νέα νέου έθνους γλώσσα, θυγάτηρ και κληρονόμος παλαιάς πλουσιώτατης γλώσσης της Ελληνικής»[112] και «γράφομεν όχι δια τους προ πολλών εκατονταετηρίδων αποθανόντος προπάτορος, αλλά δια τους σημερινούς ομογενείς και συγχρόνους ημών Έλληνας»[113].

Η επιθυμία να υπάρξει δημοκρατικό πολίτευμα στο νεότευκτο κράτος, οδηγεί τον Κοραή να παραβλέψει τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν και να αντιμετωπίσει κριτικά την διακυβέρνηση Καποδίστρια. Αλλά θα επισημάνει: «Έκρινα και κρίνω τον Καποδίστρια πολλής φρονήσεως και μεγάλης αρετής άνδρα»[114]. Πολλές ελπίδες θρέφει στην Αμερικάνικη Δημοκρατία, ώστε να συμπεραίνει: «αν είχαν σήμερον δεκαπέντε ή είκοσι καράβια πολεμικά οι Αγγλοαμερικανοί εις την Μεσόγειον θάλασσαν, νομίζεις ότι ήθελαν υποφέρειν να κολοφωθή της Ελλάδος η ελευθερία;»[115].

 

Στον μικρό δοκίμιο-διάλογο «Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις-διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας, όταν ήκουσαν τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος» , που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Βενετία το 1805 επαναλαμβάνει πολλές από τίς θέσεις και απόψεις που διατύπωσε σε άλλα έργα του. Η αδιάλλακτη αντίθεση του  στους Τούρκους κατακτητές συμπληρώνεται με την αντίθεσή του στους «βαρβαρωθέντες Ρωμαίους αυτοκράτορες». Οι Τούρκοι δίχως αμφιβολία είναι βυθισμένοι στην βαρβαρότητα και στην αμάθεια και στην ιστορία τους «δεν ευρίσκεις παρά καταδρομάς, αρπαγάς, πόλεων αλώσεις, αιχμαλωτισμούς και φόνους ολοκλήρων εθνών»[116]. Θα επαναλάβει την αντίθεση του με την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας διότι ο Ιουστινιανός, σύμφωνα με τον Ζωναρά αμέλησε την παιδεία όλης της αυτοκρατορίας. Γράφει ο τελευταίος: «ου μόνον δε τον ιερόν τούτον δόμον ο βασιλεύς εκείνος εδείματο, αλλά και ετέρους πλείονας⸱ εν οίς απείρων χρημάτων δεόμενος, τας τυπωθείσας ανέκαθεν εν εκάστη των πόλεων διδόσθαισιτήσεις τοις εν αυταίς διδασκάλοις των λογικών τεχνών και επιστημών, υποθήκαις του Επάρχου, εξέκοψε. Και ούτω των εν τας πόλεσι διδασκαλείων εσχολακότων, αγροικία των εν αυταίς κατεκράτησε»[117]. Περισσότερο εμφατικά ο Κοραής επισημαίνει «από τας ανοήτους δαπάνας του Ιουστινιανού και των καθεξής ανοητοτέρων άλλων αυτοκτατόρων, εβαρβαρώθηε το γένος των Γραικών»[118]. Η πολεμική του θα χρησιμοποιηθεί με τον όρο «αρσενικό γραϊδιο» δηλαδή αυτός που ονομάζει την σοφία ως αθεϊα  και είναι αυτοί «οι οποίοι μεταβαίνουσιν αμέσως από την μωράν των παιδαρίων ηλικίαν εις ηλικίαν μωροτέρων γερόντων, χωρίς να κατασταθώσι ποτέ άνδρες τέλειοι, επειδή μήτε νουν ανδρών δεν απέκτησαν ποτέ των»[119].

Το καταφύγιο και η ελπίδα είναι η αρχαία δόξα: «των Ελλήνων τόνομα είναι όνομα ευγενέστατον⸱ αν αι μεταβολαί της τύχης το αμαύρωσαν, βλέπεις πάλιν τώρα ότι αρχίζει ν’ αναλαμβάνη την αρχαίαν του λαμπρότητα»[120].

 

                                                          Ε’

 

  Η σύγχρονη ιστοριογραφία θεωρεί τον Κοραή ως το κατεξοχήν πρόσωπο που ενέπνευσε τον αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την δημιουργία του ελεύθερου ανεξάρτητου  ελληνικού κράτους. Οι αξιολογήσεις της  δεν στερούνται αρνητικών πρόσημων, ή μελαγχολικών συμπερασμάτων διότι η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η αφετηρία για να ξεσπάσουν πλήθος εθνικών επαναστάσεων που θα οδηγήσουν σε εθνικά κράτη στην θέση των παλαιότερων αυτοκρατοριών.  Ενδιαφέρον είναι,  ο Μ. Άντερσον, θεωρεί τον Αδαμάντιο Κοραή  ως μια χαρακτηριστική περίπτωση διανοούμενου που κινητοποιεί επιτυχώς  ευρύτερες συσσωματώσεις για την συγκρότηση εθνικού κράτους. Σε τρία διαφορετικά σημεία με αρνητική μάλλον διάθεση αναφέρεται σ' αυτόν (σελ.116-117,σελ.124-125, σελ.286). Στο πρώτο σημείο αναφέρεται  ως ένας "ελληνόφωνος χριστιανός" που σπούδασε στην Δυτική Ευρώπη  και έκανε σκοπό του, τον μετασχηματισμό των νεότερων Ελλήνων σε "όντα αντάξια του Περικλή και του Σωκράτη"[121]. Στο δεύτερο σημείο γράφει "ο αξιαγάπητος Κοραής μας προσφέρει μια καλή βινέτα της πρώιμης πελατείας του ελληνικού εθνικισμού, στην οποία κυριαρχούσαν διανοούμενοι και επιχειρηματίες"[122]. Στο τρίτο σημείο ο Κοραής  αναφέρεται ως "νεαρός Έλληνας εθνικιστής", που το "γλυκό βλέμμα του δεν είναι στραμμένο μπροστά προς το μέλλον, όπως του Σαν Μαρτίν, αλλά πίσω, ριγώντας, στις προγονικές δόξες"[123]. Η έλλειψη γνώσης της ιστορίας του ελληνισμού-ειδικά του τουρκοκρατούμενου όπου είναι μια ιστορία επαναλαμβανόμενων εξεγέρσεων- οδήγησε τον Μ.Άντερσον να υπερτονίσει την σημασία του Κοραή  στην προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης.                                                                  

Όπως μας πληροφορεί, ο Π.Κιτρομηλίδης, ένας άλλος ιστορικός ο Έλι Κεντούρι θεωρεί επίσης τον Α.Κοραή ως τον "πιο άρτιο εκπρόσωπο" του ελληνικού εθνικισμού.[124]

Οι αξιολογήσεις αυτές είναι εύστοχες στην επισήμανση ότι βασικό κίνητρο και αφετηρία του Α.Κοραή είναι η βαθιά του αντίθεση στον τουρκικό ζυγό. Στον στόχο  της δημιουργίας του  ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είναι προσανατολισμένες όλες του οι ενέργειες. Τα χαρακτηριστικά του νέου κράτους θα πρέπει να είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η διάκριση των εξουσιών, η κατάργηση κάθε τίτλου ευγενείας των νομοκατεστημένων τάξεων και  η ισονομία.  Το πολιτικό του πρόγραμμα όπως και η έκδοση συγγραφέων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας  δημιουργούσαν στην Ευρώπη ένα ευνοϊκό κλίμα για την ελληνική υπόθεση. Φυσικά δεν ήταν πολιτικός και όταν καλείτο να περάσει από το χώρο της θεωρίας στο χώρο της πράξης δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τις ουσιώδεις διαφορές. Για αυτό δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει ορισμένες κοσμοϊστορικές αλλαγές όπως ότι ο Φίλιππος με την βία ένωσε τις ελληνικές πόλεις δημιουργώντας ένα νέο πολιτικό σύνολο που αντιπαρατέθηκε  στο τότε διεθνή κυρίαρχο την Περσία με επιτυχία, δεν είδε ότι ο ελληνισμός πλέον δεν μπορούσε να αναμένει την επέκταση της παιδείας  σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για να επαναστατήσει εφόσον πολλές άλλες προϋποθέσεις είχαν ωριμάσει,. Στο ίδιο πνεύμα  δεν κατανόησε ότι ο Καποδίστριας σε μια χώρα κατεστραμμένη από τους πολύχρονους πολέμους και σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσαν τα «τζάκια», για να συγκροτήσει τις στοιχειώδεις κρατικές δομές, θα έπρεπε  προσωρινά να λειτουργήσει συγκεντρωτικά ακολουθώντας περισσότερο την «πεφωτισμένη δεσποτεία» και λιγότερο τις δημοκρατικές απαιτήσεις.

Ο Κοραής ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του μέλος της ορθόδοξης εκκλησίας, να εμπνέεται από αυτή  και να επαινεί τον ρόλο της. Όμως οι αξιολογήσεις που διατύπωσε για την βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν μάλλον βιαστικές και στις περισσότερες περιπτώσεις η τεκμηρίωση των συμπερασμάτων του δεν ήταν πειστική. Τα ίδια χαρακτηριστικά έχουν οι επικρίσεις του για την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας από τον Ιουστινιανό που αποτέλεσε ένα μέγιστο πολιτιστικό παράδειγμα που πραγμάτωσε το σύνολο των γνώσεων και αξιολογήσεων όχι μόνο του βυζαντινού αλλά και του αρχαίου κόσμου. Από θεολογικής πλευράς είναι αδιάλλακτος επικριτής της καθολικής εκκλησίας, ειδικά των Ιησουιτών, αλλά συγχρόνως δεν μπορεί να συλλάβει το υπέρλογο στοιχείο του χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να κρίνει συχνά αρνητικά τον μοναχισμό, τής μακράς διάρκειας λειτουργίες, ενώ αντιμετωπίζει με πολύ σκεπτικισμό  την ύπαρξη του Θείου Φωτός. Φοβάται ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη επηρεάζεται καταλυτικά από το τουρκικό σύστημα εξουσίας και για αυτό επιδίωξε το Αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας που επέτυχε τελικά ο μαθητής του Θεόκλητος Φαρμακίδης. Αρνητικά αντιμετώπισε το δημοτικό τραγούδι και έργα όπως τον «Ερωτόκριτο», ενώ οι απόψεις του για  το γλωσσικό ζήτημα που ακολούθησαν την «μέση γραμμή» επικρίθηκαν συχνά από όλες τις παρατάξεις για διαφορετικούς όμως λόγους.

Πολλοί από όσους κατηγόρησαν συνολικά τον Κοραή και το έργο του στάθηκαν μονοδιάστατα  στις αδύνατες πλευρές του, που είναι δύσκολο να απουσιάσουν από οποιονδήποτε συγγραφέα και αποσιώπησαν τις θετικές. Πρωταρχικά ξεχάστηκε  ότι υπήρξε  ένας φλογερός πατριώτης, που το έργο του αποτελεί μια έγκυρη μαρτυρία για την ζοφερή τουρκοκρατία,  αλλά και ένα μέσο με το οποίο  θέλησε να εμπνεύσει και να παιδεύσει το ελληνικό έθνος. Η έκδοση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων επικρίθηκε ως προγονοπληξία, όχι ως η ευκαιρία  για να υπάρξει στο νεότευκτο κράτος το σπέρμα μιας σοβαρής  πολιτικής, θεωρητικής και φιλοσοφικής σκέψης. Φυσικά λησμονήθηκε το κόπο που προϋπέθεσε το εγχείρημα αυτό, όσο και την γενναία χρηματοδότηση που είχε από τον ελληνισμό των παροικιών και το νησί της Χίου Μάλιστα το οξύμωρο είναι ότι η κατηγορία της άγονης καταφυγής στην αρχαιοελληνική γραμματεία διατυπώνεται και από ορθόδοξους συγγραφείς που δεν θα πρέπει να αγνοούν την παραίνεση του Μεγάλου Βασιλείου να διαβάζουμε τους αρχαίους Έλληνες στοχαστές ώστε να ωφεληθούμε από αυτούς.

Ο Π. Κονδύλης τοποθετεί τον Α.Κοραή στο ρεύμα του Διαφωτισμού, τους Ιδεολόγους[125]. Επισημαίνει ότι ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία στην σκέψη του  είναι «η πίστη στον ορθό Λόγο ως έσχατη βαθμίδα δικαιοδοσίας σε όλες τις θεωρητικές και κοινωνικοπολιτικές αντιδικίες. Όπως μας λέει ο Κοραής, τόσο η φιλοσοφία όσο και ο νόμος στην ουσία τους ταυτίζονται με τον ορθό Λόγο. Όμως στον Κοραή, όπως και σ’ ολόκληρο τον Διαφωτισμό, ο κοινός τόπος του ορθού Λόγου έχει μια συγκεκριμένη πολεμική αιχμή: στρέφεται εναντίον των αξιώσεων κυριαρχίας, που προβάλλουν η εξ αποκαλύψεως θρησκεία και οι εκπρόσωποι της. Ήδη το 1786 ο Κοραής επιφυλάσσει στον ορθό Λόγο το δικαίωμα να υπαγορεύει τις υγιείς αρχές, ενώ στην εξ αποκαλύψεως θρησκεία απλώς την υστερογενή λειτουργία να τις επισφραγίζει»[126]. Βέβαια ο Κοραής ποτέ δεν διέρρηξε τις σχέσεις του με την ορθόδοξη εκκλησία, όπως και  ο ελληνικός διαφωτισμός αφού πολλοί από τους σημαντικούς εκπροσώπους του υπήρξαν ανώτατοι κληρικοί,  για παράδειγμα  ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικόλαος Θεοτόκης. Ο Π. Κονδύλης εντοπίζει ως το βασικό κίνητρο του Κοραή την προώθηση της εθνικής υπόθεσης, γράφει δε: «ο Κοραής φοβάται ότι, όσο η Ελλάδα παραμένει ξένη προς τον Διαφωτισμό και δέσμια των «καλογήρων», οι φωτισμένοι Ευρωπαίοι δεν θα υπολήπτονται και θα ακολουθούν φιλοτουρκική πολιτική, ενώ αντίθετα μια φωτισμένη Ελλάδα θα ενέπνεε και στους Ευρωπαίους στάση αντιτουρκική⸱ μάλιστα ο Κοραής αντιμετωπίζει έντρομος το ενδεχόμενο, μήπως οι Τούρκοι, έχοντας εξαρχής το πλεονέκτημα να είναι απαλλαγμένοι από θεολόγους και καλογήρους, προλάβουν να υιοθετήσουν πρώτοι τον Διαφωτισμό, οπότε η ελληνική δουλεία θα διαιωνιστεί. Στην προοπτική τούτης της σύνδεσης Διαφωτισμού και εθνικού προβλήματος ο Κοραής φτάνει να συνάπτει διαφωτιστικό και αντιτουρκικό φρόνημα»[127].

Ο Φίλιππος Ηλιού στο έργο του «Ιδεολογικές χρήσεις του Κοραϊσμού στον 20ο αιώνα» περιγράφει με ακρίβεια όλο το εύρος των αντιδράσεων –θετικών και αρνητικών- που δημιούργησε το έργο του Κοραή. Το μέγεθος τους αποδεικνύει την τεραστία σημασία που έχει στην διαμόρφωση  της νεοελληνικής συνείδησης αφού το έργο του εμπλέκεται στο γλωσσικό ζήτημα, στις κοινωνιολογικές συζητήσεις, στις φιλοσοφικές και θεολογικές έριδες. Χάρις την καίρια συμβολή του Κ.Δημαρά, οι νεώτερες κοραϊκές σπουδές «μας φανερώνουν μια σκέψη ριζοσπαστική, και μερικές φορές επαναστατική, ενός ανθρώπου που, ξεκινώντας από την κοινωνική προβληματική του καιρού του, αναζητά, με ιδεολογική συνέπεια, μέσα και λύσεις που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν το ζητούμενο αποτέλεσμα: τον συνδυασμό της εθνικής απελευθέρωσης με την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής, ισονομικής, πολιτείας, που θα στήριζε τη δύναμή της στην ανεξάρτητη βούληση ελεύθερων πολιτών»[128]. Ο αδιάλλακτος δημοτικισμός του Ψυχάρη αντιμετώπισε εχθρικά το έργο του Κοραή. Το ίδιο θα συμβεί και με πολλούς άλλους δημοτικιστές. Σύμφωνα με τον Φ.Ηλιού η άποψη του πρωτοπόρου Έλληνα μαρξιστή Γ.Σκληρού για το έργο του Κοραή «αντιπροσωπεύει μια τυπική περίπτωση του μηχανιστικού τρόπου με τον οποίο εμφανίζονταν, για μια μεγάλη περίοδο, οι μαρξιστικοί προβληματισμοί για τη νεώτερη ελληνική ιστορία»[129]. Αντιφατικές  και αλληλοαναιρούμενες υπήρξαν  οι  κρίσεις του Γ.Κορδάτου. Τα συμπεράσματα του Γ. Ζεύγου που επιδιώκουν να αναιρέσουν την προηγούμενη ερμηνεία του Κορδάτου καταλήγει στην ξεκάθαρη καταδίκη του Κοραή. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η σκέψη του συντηρητικού σημαντικού κριτικού στοχαστή Β.Λάουρδα: «είναι καιρός πρώτα-πρώτα να σταματήσει η υμνολογία του Κοραή ως νεοανθρωπιστή φιλόλογου. Ο Κοραής ως φιλόλογος δεν υπήρξε τίποτε περισσότερο από ένας απαράμιλλος κριτικός κειμένων – κατά τα άλλα είναι περίεργη και ασφαλώς όχι αξιομίμητη σύνθεση βυζαντινού  φιλόλογου και διανοούμενου του γαλλικού διαφωτισμού. Ούτε ποίηση καταλάβαινε ούτε φιλοσοφία. Αν δεν είχε το θερμό πατριωτικό παλμό και την πρακτικότητα στη διδασκαλία της γλώσσας, δεν θα τον θυμόμαστε παρά σαν ένα άριστο γνώστη της αρχαίας γλώσσας και καλόν ηθικολόγο»[130].

Από πλευράς ορθόδοξης θεολογίας και φιλοσοφίας η κριτική στον Κοραή θα διατυπωθεί από τον Χ.Γιανναρά, τον Π.Χρήστου, τον Ι.Ρωμανίδη, τον Θ.Ζήση, τον π.Γ.Μεταλληνό. Πλέον ο Κοραής παρουσιάζεται ως «εκείνος που άρχισε τον πόλεμο κατά της Ρωμηοσύνης»[131] ενώ εμφιλοχωρούν και επιχειρήματα που τελικά δικαιολογούν την τουρκοκρατία εφόσον ο Κοραής και οι διαφωτιστές κατασκεύασαν το ελλαδικό κράτος δηλαδή «μιας  Ελλάδας που αρνήθηκε τον Ελληνισμό και την πνευματική του παράδοση και την πολιτιστική του ταυτότητα»[132]. Βέβαια άλλοι θεολόγοι όπως ο Δ.Σ.Μπαλάνος και ο Κ.Μπόνης είχαν μια θετική προσέγγιση προς το έργο του Κοραή ώστε «επιχείρησαν να ενσωματώσουν τις αντιλήψεις του Κοραή στη θεωρία και στην πρακτική της ελληνικής εκκλησίας του εικοστού αιώνα»[133]. Μάλιστα ο Κ.Μπόνης συμπεραίνει πως υπήρξε «αφωσιωμένος λάτρης της Αρχαιοελληνικής σοφίας και της Ελληνορθοδόξου ευαγγελικής και Πατερικής Θεολογίας. Δικαίως λοιπόν και το Πανελλήνιον διατηρεί και θα διατηρεί, ως πιστεύω, άσβεστον την φλόγαν της προς τον Κοραήν ευγνωμοσύνης, τον υποδειγματικόν πατριδολάτρην, τον ομολογητήν της χριστιανικής βιοθεωρίας και τέλος τον μάρτυρα της Ελληνορθοδόξου βιοπραξίας»[134].  Τεκμήριο της εμπάθειας και του φανατισμού που επικράτησε είναι ότι ένας σημαντικός στοχαστής, ο  Ζήσιμος Λορεντζάτος στο έργο του Collectanea , που εκδόθηκε  μετά τον θάνατό του, χαρακτηρίζει τον Α.Κοραή «μουστόγρια»[135] αντιστρέφοντας τον χαρακτηρισμό του τελευταίου για «αρσενικά γραϊδια».

Αξιομνημόνευτη είναι η κρίση του Δ.Γληνού που περιλαμβάνεται στην εισαγωγή του πλατωνικού διαλόγου «Σοφιστής»: «ο Κοραής είναι ποτισμένος από τον «ανθρωπισμό» και τον «διαφωτισμό», όπως διαμορφώθηκε στη Γαλλία στο δέκατον όγδοον αιώνα πριν από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση. Είναι ο διαφωτισμένος αστός, ένας ιακωβίνος ελληνικού τύπου. Νηφάλιος στοχαστής, θετικός καθοδηγητής, που αναψηλαφάει τις πραγματικότητες, προσπαθεί ν’ ανοίξει στο δουλωμένο «Γένος» το δρόμο της προκοπής μέσα στις δυνατότητες του καιρού του. Η αρχαιότητα του χρησιμεύει για παράδειγμα, τον εμπνέει, μα δεν τον θαμπώνει. Δε γίνεται  λάτρης του τύπου. Προσπαθεί να συλλάβει την ουσία και να πάρει ό,τι του χρειάζεται για να διαμορφώσει έναν τύπο βιώσιμο εθνικής ζωής, που χωρίς να σπάσει απότομα την παράδοση και χωρίς συνάμα να χάσει την επαφή του προς τις ζωντανές δημιουργικές δυνάμεις του λαού, θα μπορούσε να σταθεί και να προκόψει»[136].

Ένα από τα σημαντικότερα και πλέον μεθοδικά έργα που έχουν εκδοθεί για το έργο του Κοραή είναι η διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Meinz της Γερμανίας, του Αλέξανδρου Παπαδερού που εκδόθηκε στην χώρα μας με τον τίτλο «Μετακένωσις: Ελλάδα- Ορθοδοξία-Διαφωτισμός κατά τον Κοραή και τον Οικονόμου»[137]. Ο συγγραφέας είχε απολυθεί από την δικτατορία, ενώ μέχρι το 2008 υπήρξε γενικός διευθυντής της Ορθόδοξου Ακαδημίας Κρήτης. Στην προμετωπίδα του έργου υπάρχει η φράση του Κοραή «ο Πατριάρχης λοιπόν δεν είναι ένας άγριος εχθρός και διώκτης των φώτων»[138]. Θεωρεί κατά αρχάς μια από τις μεγάλες οφειλές προς τον Κοραή «το ότι μπόρεσε να καταστήσει σαφές στους εξόριστους Έλληνες, που ασκούσαν ισχυρή επιρροή, ότι το μεγάλο έργο  της απελευθέρωσης θα έπρεπε να αρχίσει πρώτα με μια πνευματική προετοιμασία. Κατόρθωσε να παρακινήσει πλούσιους άνδρες της Διασποράς να κάνουν καλή χρήση της περιουσίας που είχαν αποκτήσει, με το να στηρίξει, όπως και πολλοί Φιλέλληνες, την Εκκλησία και τους σκλαβωμένους αδελφούς με την οικοδόμηση σχολείων, την εκπαίδευση δασκάλων και την παροχή εκπαιδευτικών μέσων»[139]. Ο Α.Παπαδερός διακρίνει ανάμεσα στην κεντρομόλο Μετακένωση όπου η «πολιτισμική «αναγέννηση» της Ελλάδας θα πρέπει  να πραγματοποιηθεί όχι με ξένες, αλλά με ίδιες δυνάμεις. Υπάρχει η θέληση να αναβιώσουν τα ελληνορθόδοξα πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία ευρίσκονται σε μαρασμό να «μετακενωθούν» στον Νέο Ελληνισμό και με αυτό τον τρόπο να επιτευχθεί καλύτερη ενεργοποίηση τους»[140]  και φυγόκεντρη Μετακένωση που «δεν επιδιώκει την αφομοίωση και τον εξελληνισμό των τυχόν υπό υιοθέτηση «ευρωπαϊκών» πολιτισμικών στοιχείων, αλλά μάλλον κατά βάση έναν εκδυτικισμό του ελληνορθόδοξου πολιτισμού»[141].  Ο Κοραής τοποθετείται ανάμεσα στα δύο ρεύματα, στην «μέση οδό» ώστε «παραμένει ανοικτός απέναντι στη Δύση, αφού τον καθοδηγούσε σταθερά η ιδέα της ενότητας της Ευρώπης. Δεν αντιλαμβάνεται όμως επ’ ουδενί αυτή την ενότητα ως ομοιομορφία⸱ πολύ περισσότερο, επιθυμεί να προωθήσει την ενότητα μέσω της διατήρησης της ιδιαιτερότητας των ευρωπαϊκών λαών και εθνών. Περιορίζει γι’ αυτό τη Μετακένωση στα στοιχεία που διακονούν την ενότητα, χωρίς να βλάπτουν την ουσία του κάθε λαού»[142].

Η σκέψη του Κοραή είναι συνθετική όχι αποκλειστική «οφείλει τη μεγάλη του ευκινησία σε μια εκλεκτική θεμελιακή αντίληψη⸱ μπορεί να είναι συγχρόνως  φιλελεύθερος και συντηρητικός, αρχαΐζων και μοντέρνος, Ορθόδοξος και μεταρρυθμιστής. Ανήκει σε αυτούς που υιοθετούν τις νέες ιδέες και συγχρόνως προσπαθούν να διασώσουν για το μέλλον τη διαχρονική κληρονομιά. Θέλουν οι Έλληνες να ξανακερδίσουν το απωλεσθέν, χωρίς να χάσουν το ήδη κεκτημένο»[143]. Ο Α.Παπαδερός  συμπεραίνει ότι η Μετακένωση περιορίζεται «σε εκείνα μόνο τα επιτεύγματα, στα οποία η Δύση υπερέχει της Ανατολής ποσοτικά, καθώς ένα ποιοτικό προβάδισμα, παρ’ όλες τις ταλαντεύσεις και τις αντιφάσεις ο Κοραής τελικά δεν αναγνωρίζει στη Δύση»[144]. Αλλά και «οι πολιτικές απόψεις του Κοραή δεν διαμορφώθηκαν μόνον από τον Διαφωτισμό, αλλά πρωτίστως από το πνεύμα της Ορθοδοξίας, το οποίο έχει την τάση να θυσιάζει το γήινο στην ιδέα. Πρέπει επίσης να μην αντιπαρέλθουμε και τη γνώμη του, όπως είπαμε, ότι η επέκταση της Γαλλίας εύρισκε τη δικαίωσή της στην επιδίωξη της ελευθερίας και της δικαιοσύνης»[145]. Αυτές είναι οι αφετηρίες οι οποίες τον οδηγούν να καταδικάσει την αγγλική πολιτική, αφού σε αυτή δεν υπάρχει κάποιο πνευματικό περιεχόμενο αλλά είναι: «φίλαυτοι, φιλέμποροι, και φιλάργυροι περισσότερον παρά τους παλαιούς Καρχηδονίους, νύκτα και ημέραν εις άλλο δεν καταγίνονται παρά να αυξήσωσι την ιδίαν αυτών ευτυχίαν, και αν ήτον χρεία να ποτίζεται με τα αίματα όλου του κόσμου η ευτυχία των»[146].

Κάθε τελική αξιολόγηση του Α.Κοραή  θα πρέπει να θεμελιώνει  τα συμπεράσματά της  στο σύνολο του έργου του και όχι  σε ένα μέρος του, να λαμβάνει  δε υπόψιν τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ορθά επεσήμανε ότι το κύριο πρόβλημα για τον ελληνισμό ήταν η εθνική απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Τον στόχο αυτό υπηρετούσε  η καλλιέργεια της παιδείας  και η αναζήτηση των κατάλληλων διεθνών συμμαχιών. Οι αξίες του αντλούνται από τρείς πηγές, τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, τον αρχαιοελληνικό στοχασμό και την ορθόδοξη παράδοση. Επιδιώκει να αντικαταστήσει τον ασιατικό δεσποτισμό με την κοινοβουλευτική δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την ισονομία, την ανεξιθρησκεία. Φυσικά το έργο του δεν είναι απαλλαγμένο από στοιχεία  στα οποία μπορεί να ασκηθεί κριτική. Αλλά αναμφίβολα αποτελεί μια τιτάνια προσπάθεια να εξέλθει ο ελληνισμός από το σκοτάδι στο οποίο βρέθηκε χωρίς δική του ευθύνη. Πολλοί από τους επικριτές του επιλέγουν  την τουρκοκρατία την οποία εξιδανικεύουν με πολλούς τρόπους ευθείς ή πλάγιους. Ο Α.Κοραής, αντίθετα από τους τελευταίους πιστός στην αριστοτελική μεσότητα επιδίωξε να συνδυάσει εκσυγχρονισμό και παράδοση, Ευρώπη και Ελληνισμό, διαφωτισμό και ορθοδοξία.

 

 



[1] Α.Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και η αυτοβιογραφία του, πρόλογος Κ.Θ.Δημαρά,Μ.Ι.ΕΤ, Αθήνα 1986, σελ. ιβ’,ιγ’.

[2] Ό. π. σελ. ιδ’.

[3] Ό. π. σελ. κ’, κα’.

[4] Ό. π. σελ. κα’.

[5] Ό.π. σελ. κβ’.

[6] Ό. π. σελ. λβ’

[7] Ό. π. σελ. 36.

[8] Ό. π. σελ. 37.

[9] Ό. π. σελ. 38.

[10] Ό. π. σελ.39.

[11] Ό. π. σελ.49,50.

[12] Ό. π. σελ.50.

[13] Ό. π. σελ. 137.

[14] Ό. π. σελ.154.

[15] Ό.π. σελ.190.

[16] Ό. π. σελ. 191

[17] Ό. π. σελ. 191.

[18] Ό. π. σελ.323,324.

[19] Ό. π. σελ.348.

[20] Α.Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμος β’, πρόλογος Ε.Ν.Φραγκίσκος, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 1986, σελ.52.

[21] Ό. π. σελ.562.

[22] Ό. π. σελ.570.

[23] Ό. π. σελ.674.

[24] Ό. π. σελ.690.

[25] Ό. π. σελ.694.

[26] Ό. π. σελ.696.

[27] Ό. π. σελ. 700.

[28] Ό. π. σελ. 702.

[29] Ό. π. σελ. 710.

[30] Ό. π. σελ. 712.

[31] Ό. π. σελ. 713.

[32] Ό. π. σελ. 717.

[33] Ό. π. σελ. 724.

[34] Ό. π. σελ. 730.

[35] Ό. π. σελ. 730.

[36] Ό. π. σελ. 731.

[37] Ό. π. σελ. 731.

[38] Ό. π. σελ. 744.

[39] Ό. π. σελ.746.

[40] Αδαμάντιου Κοραή, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμος Γ’, πρόλογος Λουκία Δρούλια, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1990, σελ.15.

[41] Ό. π., σελ.10.

[42] Ό. π. σελ.12.

[43] Ό. π. σελ.17.

[44] Ό. π. σελ.20.

[45] Ό. π. σελ.21.

[46] Ό. π. σελ. 23.

[47] Ό. π. σελ. 32.

[48] Ό. π. σελ.33.

[49] Ό. π. σελ. 40,41.

[50] Ό. π. σελ. 41.

[51] Ό. π. σελ. 50,51,52.

[52] Ό. π. σελ.54.

[53] Ό. π. σελ.55.

[54] Ό. π. σελ.64.

[55] Ό. π. σελ. 74.

[56] Ό. π. σελ. 81.

[57] Ό. π. σελ.95.

[58] Ό. π. σελ.103,104.

[59] Ό. π. σελ. 143.

[60] Ό. π. σελ. 150.

[61] Ό. π. σελ. 153.

[62] Ό. π. σελ. 173.

[63] Ό. π. σελ. 178.

[64] Ό. π. σελ. 181.

[65] Ό. π. σελ. 225.

[66] Ό. π. σελ.248.

[67] Ό. π. σελ.341.

[68] Ό. π. σελ. 343,344.

[69] Ό. π. σελ.358,359.

[70] Ό. π. σελ.367.

[71] Ό. π. σελ. 395.

[72] Ό. π. σελ.397.

[73] Ό. π.. σελ. 437.

[74] Ό. π. σελ. 439, 44ο.

[75] Ό. π. σελ. 586.

[76] Ό. π. σελ. 441.

[77] Ό. π. σελ. 470.

[78] Ό. π. σελ. 492,493

[79] Ό. π. σελ. 511.

[80] Ό. π. σελ. 522.

[81] Αδαμάντιου Κοραή, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1995, σελ.6,7.

[82] Ο. π. σελ.11.

[83] Ό. π. σελ.19.

[84] Ό. π. σελ.160.

[85] Ό. π. σελ. 165.

[86] Ό. π. σελ.54.

[87] Ό. π. σελ. 60.

[88] Ό. π. σελ.66.

[89] Ό. π. σελ.166.

[90] Ό. π. σελ.167.

[91] Ό. π. σελ.169.

[92] Ό. π. σελ.188.

[93] Ό. π. σελ. 188.

[94] Ό. π. σελ.191.

[95] Ό. π. σελ.198.

[96] Ό.π. σελ.343.

[97] Ό. π. σελ. 353.

[98] Ό. π. σελ.379.

[99] Ό. π.σελ.379.

[100] Ό. π. σελ.379.

[101] Ό. π. σελ.389.

[102] Ό. π. σελ.399.

[103] Ό. π. σελ.403.

[104] Ό. π. σελ. 407.

[105] Ό. π. σελ.178.

[106] Ό. π. σελ.179.

[107] Ό. π. σελ. 222.

[108] Ό. π. σελ.222.

[109] Ό. π. σελ.222,

[110] Ό. π. σελ.225.

[111] Ό. π. σελ.234.

[112] Ό. π. σελ.426.

[113] Ό. π. σελ. 426.

[114] Ό. π. σελ.262.

[115] Ό. π. σελ. 282.

[116] Α.Κοραής, Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις-διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας, όταν ήκουσαν τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος, εκδόσεις Λαγουδέρα, Αθήνα 2000, σελ.17.

[117] Ό. π. σελ.29.

[118] Ό. π. σελ. 38.

[119] Ό.π.σελ.19.

[120] Ό. π. σελ.49.

[121] Μπενεντίκτ Άντερσον Φαντασιακές κοινότητες: στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού ,εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997,σελ.116.

[122] ό.π.σελ.124,125.

[123] ό.π.σελ.286.

[124] E.Kendourie, Ο εθνικισμός,προοίμιο Π.Κιτρομηλίδη, Μετάφραση Σ.Μαρκέτου, Επιστημονική Επιμέλεια Π.Λέκκας, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2005, σελ.12.

[125] Π.Κονδύλης, Ο Κοραής και η φιλοσοφία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, περιλαμβάνεται στο Π.Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός-οι φιλοσοφικές ιδέες, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σελ. 201.

[126] Ό. π. σελ.207.

[127] Ό. π. σελ. 205.

[128]  Φίλιππος Ηλιού, Ιδεολογικές χρήσεις του Κοραϊσμού στον 20ο αιώνα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003,σελ.18.

[129] Ό. π. σελ.65.

[130] Ό. π. σελ.77.

[131] Ό. π. σελ.97.

[132] Ό. π. σελ. 96,97.

[133] Ό. π. σελ. 102.

[134] Ό. π. σελ. 104.

[135] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea,εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2009, σελ.217.

[136] Στην εισαγωγή  του Δ. Γληνού στον «Σοφιστή» του Πλάτωνα, εκδόσεις Ι.Ζαχαρόπουλος ΑΕ, Αθήνα χ.χ., σελ. 39.

[137] Αλέξανδρος Παπαδερός, Μετακένωσις: Ελλάδα- Ορθοδοξία-Διαφωτισμός κατά τον Κοραή και τον Οικονόμου, μετάφραση Εμμανουήλ Γεωργουδάκης, επιμέλεια κειμένου Γεώργιος Βλαντής, πρόλογος Πασχάλης Κιτρομηλίδης, επιμέλεια έκδοσης Δημήτρης Κ.Κόκκινος, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2010.

[138] Ό. π. σελ.5.

[139] Ό. π. σελ.51.

[140] Ό. π. σελ. 77.

[141] Ό. π. σελ. 77.

[142] Ό. π. σελ.77,78.

[143] Ό. π. σελ.129.

[144] Ό. π. σελ.167.

[145] Ό. π. σελ.269.

[146] Ό. π. σελ. 269.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου