Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Κωνσταντίνος Τσάτσος: 27 Οκτωβρίου 1941- πράξη ανυπακοής στο κατοχικό καθεστώς

            




Στις 27 Οκτωβρίου 1941 ο Κ.Τσάτσος, εν μέσω κατοχής, θα μιλήσει στους φοιτητές για την αντίσταση στην γερμανο-ιταλική εισβολή. Ήδη από το πρωί της 24 Οκτωβρίου τοιχοκόλλησε την ανακοίνωση «την Τρίτην εικοστήν ογδόην Οκτωβρίου κωλύομαι να διδάξω». Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου προσπάθησε να τον αποτρέψει. Στις 27 Οκτωβρίου εισέρχεται στο Πανεπιστήμιο: «Φθάνοντας στο Πανεπιστήμιο ήρθανε προς προϋπάντηση μου ο Δεσποτόπουλος, ο Καστοριάδης και ο Γόντικας, για να μου πουν ότι η αίθουσα του Κεντρικού Αμφιθεάτρου, όπου θα δίδασκα, ήταν ασφυκτικά γεμάτη και τα παιδιά με μεγάλες εκδηλώσεις περίμεναν να τους μιλήσω…Ύστερα μπήκα στην αίθουσα  διδασκαλίας. Απάνω από 500, όρθιοι όλοι, μόλις μπήκα, με χειροκρότησαν επί πολλά λεπτά της ώρας. Τα χέρια μου τρέμαν. Αμέσως ύστερα ψάλλανε τον Εθνικό Ύμνο με στεντόρια φωνή, αλλά με συγκίνηση και με τέλεια-έτσι την αισθάνθηκα- ακρίβεια και μέτρο. Στο τέλος φώναξαν τα παιδιά «Ζήτω η Ελλάς». Και σήκωσα και εγώ το χέρι μου και φώναξα: « Ζήτω η Ελλάς». Ύστερα έγινε ησυχία. και είπα στα παιδιά –μέσα σε απόλυτη σιγή- αυτά τα λόγια…» Στον λόγο του ο Κ.Τσάτσος θα αναφέρει μεταξύ άλλων «τοποθετημένη στο σύνορο του ευρωπαϊκού πολιτισμού η φυλή μας δέχτηκε τις επιθέσεις συχνά των βαρβάρων που έρχονταν να τον καταλύσουν. Στην αρχαιότητα, με τους Μηδικούς Πολέμους, δεν έσωσε τον θησαυρό που ονομάζομε ευρωπαϊκό πολιτισμό; Είναι νοητός ευρωπαϊκός πολιτισμός χωρίς μια ελεύθερη Αθήνα; Στους μέσους χρόνους, επί χίλια χρόνια έφραζε τις πύλες της νότιας Ευρώπης και προφύλαγε την αρχαία κληρονομιά ως που να ανδρωθούν άλλοι λαοί και να την αξιοποιήσουν. Και στους νέους χρόνους ανάλογους αγώνες αγωνίσθηκε η φυλή μας. Συχνά μέσα στους αγώνες αυτούς η χώρα ολόκληρη κατακτιόνταν και φαινόταν σα να ήταν να σβήση για πάντα πια το μεγάλο γένος. Και όμως, μέσα από την τέφρα αναζητούσε πάντα ξανά ο φοίνικας της  ψυχής μας, με τις ίδιες αρετές, τις ίδιες δυνάμεις και τις ίδιες κακίες και άρχιζε ξανά η εθνική ζωή προς καινούργια πεπρωμένα. Ό,τι τόσες φορές συνέβαινε στους αιώνες, γιατί ν’ αμφιβάλλομε πως θα συμβεί ξανά και τώρα; Είστε μια ευλογημένη γενεά. Εμάς,  μας  μάρανε τα παιδικά χρόνια ο πρώτος πόλεμος. Ζήσαμε τα νιάτα μας μέσα στις ατασθαλίες και τις αμαρτίες της μεταπολεμικής περιόδου και τώρα, στα ώριμα χρόνια που θάπρεπε να είμαστε εν πλήρει δράσει, βρισκόμαστε σκλάβοι, αδύναμοι να δώσωμε ό,τι μας ανήκει να δώσομε. Εσείς, μόλις εγκαταλείψτε τα φοιτητικά εδώλια θα βρήτε μιαν ελεύθερη χώρα, ένα πιο αναπεπταμένο παρά ποτέ πεδίο δράσης. Όσα κατακτήσανε αυτοί που κοιμούται στα χιόνια της Αλβανίας, αυτοί που γυρίζουν χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, και χωρίς μάτια στους δρόμους, εσείς θάχετε την τιμή και την ευτυχία να τα καρπωθήτε, και να τα αξιοποιήσετε. Γι’ αυτό η θέση της γενεά σας θα είναι σημαντική Δεν πρέπει να σταθήτε στο επίπεδο των ενθουσιασμών, πρέπει να ανεβήτε στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης»[1].

Η ομιλία του Κ.Τσάτσου δημιούργησε ενθουσιασμό στο πλήθος των φοιτητών που την άκουσε ή στην συνέχεια την πληροφορήθηκε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του διηγήθηκε τα όσα συνέβησαν στην σύζυγό του Ιωάννα και στον Κίτσο Μαλτέζο που τον επισκέφτηκε. Κατόπιν μετά από παραίνεση ανώνυμου αστυνομικού εγκαταλείπει το σπίτι του και κρύβεται στο σπίτι του φίλου του νομικού Γ.Λάππα. Ακολούθησαν διαδηλώσεις συμπαράστασης φοιτητών έξω από το σπίτι του. Αλλά «την επόμενη η Κυβέρνηση με απέλυσε από καθηγητή με ένα απλό Διάταγμα και με στερούσε από κάθε συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ήθελε να δείξη ζήλο απέναντι των Αρχών Κατοχής. Δεν αρκούσε η καταδίωξη και η σύλληψή μου που δεν κατορθώθηκε διότι,  όπως ήδη είπα, κρύφτηκα εγκαίρως. Ήταν οικονομικά ένα γερό χτύπημα. Στερήθηκα το μισθό μου απάνω από δυο χρόνια. Ύστερα, ο φίλος μου ο Λούβαρις, ο ευγενικός και τραγικός αυτός άνθρωπος, με ξαναδιόρισε στο τέλος του 1943, αν θυμάμαι καλά»[2].

Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει και αυτή τα γεγονότα: «η αλληλεγγύη μεταξύ των σκλάβων Ελλήνων πήρε όλη της τη διάσταση στις 28 Οκτώβρη 1941. Οι Πανεπιστημιακές Αρχές είχαν κηρύξει τη μέρα αυτή της Νίκης καθημερινή. Στις 27, την παραμονή, ο Τσάτσος μίλησε με συγκίνηση στους φοιτητές και τους είπε: «Αύριο 28 Οκτώβρη δεν θα γίνει μάθημα, είναι αργία. Είναι η εθνική μας γιορτή.» Φίλος μας ειδοποίησε πως υπάρχει αυστηρή διαταγή στην αστυνομία να τον συλλάβουν. Δεν γνωρίζαμε αν είναι ελληνική ή ιταλική εντολή. Σκόπιμο ήταν να φύγει από το σπίτι. Κι έφυγε»[3].

 

 



[1] Κ.Τσάτσου, Η λογοδοσία μιας ζωής, τόμος α’, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, σελ.288,289,290

[2] Ό. π. σελ.293.

[3] Ιωάννας Τσάτσου, Κυδαθηναίων 9,Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 1994, σελ. 82.







Οι 4 αποτυχημένες προσπάθειες του Κωνσταντίνου Καραμανλή να στείλει μια μεραρχία στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1974 -από το βιβλίο του Σωτήρη Ριζα:Το χρονικό της κυπριακής τραγωδίας(εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα,2024)

 






Διαβάζουμε στο σημαντικό βιβλίο του Σ.Ριζά που προσφατα κυκλοφόρησε τις 4 ατελέσφορες προσπάθειες του Κ.Καραμανλή να στείλει στρατό στην Κύπρο. Οι κύριοι λόγοι της αποτυχίας ήταν ότι η τότε στρατιωτική ηγεσία-που προηγουμένως είχε διατάξει το πραξικόπημα κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου- σε όλες τις περιπτώσεις ομολόγησε ότι χρειαζόταν περίπου δέκα μέρες για να ετοιμάσει μια μεραρχία, ότι η χώρα δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει σε ένα συνολικό πόλεμο με την Τουρκία και ότι τα αεροπλάνα που θα αποστέλλονταν στην Κύπρο δεν θα είχαν καύσιμα να επιστρέψουν και άρα θα είχαν απωλεσθεί σε μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη. Συγχρόνως ομολογούσε ότι η κατάσταση στο Έβρο ήταν καλή-παρότι ακόμη πολλά άρματα βρίσκονταν στο λεκανοπέδιο- ενώ η κατάσταση στο Αιγαίο ήταν εξαιρετικά ανησυχητική. Επίσης δήλωσε ότι δεν ήταν απόλυτα ασφαλείς οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της χώρας σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.
Γράφει ο Σ.Ριζάς:
α . " Στις 3 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε μια σημαντική σύσκεψη στην οποία προσήλθε με κάποια καθυστέρηση ο Καραμανλής, με συμμετοχή των Μαύρου, Αβέρωφ και των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων. Το βασικό ζήτημα ήταν η δυνατότητα της Ελλάδας να παρέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο...Ο Καραμανλής, ωστόσο, παρατήρησε καταληκτικά ότι, αν στην Κύπρο δεν αποκαθίστατο κάποια ισορροπία, τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να αποστείλει μια ισχυρή μεραρχία. Διέταξε την προετοιμασία για την αποστολή της, αν και διευκρινίστηκε ότι η απόφαση δεν είχε ληφθεί. Οι στρατιωτικοί ανέφεραν ότι χρειάζονταν έξι έως δέκα μέρες για την προετοιμασία της"(σελ.123,124).
β. " Στις 12 Αυγούστου σε πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη υπό την προεδρία του στρατηγού Γκιζίκη, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν δυνατότητες για μείζονες επιθετικές ενέργειες στον Έβρο ή στο Αιγαίο, ενώ έτεινε να απασχολεί τους συμμετέχοντες η πιθανότητα αξιοποίησης ελληνοτουρκικής εμπλοκής από την πλευρά της Βουλγαρίας...Σε ερώτημα του Καραμανλή σχετικά με τη δυνατότητα αποστολής μεραρχίας στην Κύπρο, οι αρχηγοί απάντησαν ότι το εγχείρημα αυτό θα απασχολούσε το σύνολο των αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων και η έκβαση του ήταν αμφίβολη λόγω της παρουσίας ισχυρών τουρκικών αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή"(σελ.133).
γ. "Στις 13 Αυγούστου ο Αβέρωφ συγκάλεσε και πάλι σύσκεψη με τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο στρατηγός Μπονάνος υποστήριξε ότι η ελληνική στρατιωτική δύναμη υπό τον στρατηγό Καραγιάννη στην Κύπρο δεν ήταν σε θέση να προβάλει αντίσταση σε τουρκική προέλαση. Ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων πίστευε επίσης ότι δεν εφικτή η αποστολή ενισχύσεων. Με τον στρατηγό Μπονάνο συμφώνησε και ο αρχηγός Στρατού αντιστράτηγος Γαλατσάνος, ο οποίος τόνισε ότι ενδεχόμενη άμυνα μέχρι εσχάτων δε θα είχε αποτέλεσμα, αλλά πιθανώς θα έτρεπε τους Τούρκους σε διεύρυνση των εδαφικών στόχων τους"(σελ.133,134).
δ. "Όταν τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου ο Καραμανλής κάλεσε σε σύσκεψη τον Αβέρωφ και τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, με την παρουσία και του υπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Γεωργίου Ράλλη, ο Αβέρωφ, σε αντίθεση με τον Ράλλη συντάχθηκε με την άποψη των αρχηγών ότι η αποστολή της μοίρας των αεροσκαφών F-4 και των τριών συγχρόνων υποβρυχίων δεν επρόκειτο να επιδράσει στην πορεία των επιχειρήσεων στην Κύπρο, ενώ, αντίθετα, θα στερούσε την Ελλάδα από χρήσιμες μονάδες σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου. Ο Καραμανλής ζήτησε εναλλακτικά την αποστολή μίας μεραρχίας, αλλά οι αρχηγοί επανέλαβαν ότι χρειάζονταν αρκετές ημέρες για να τη συγκροτήσουν, ενώ είχαν και επιφυλάξεις για τη δυνατότητα μεταφοράς της με ασφάλεια στο θέατρο των επιχειρήσεων. Δεν απέμενε συνεπώς, εναλλακτική λύση από την επιδίωξη διπλωματικής υποστήριξης από την πλευρά των Δυτικών δυνάμεων, πρωταρχικά των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ"(σελ.135).
Η Ελλάδα στις 15 Αυγούστου απεχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, συγχρόνως ζήτησε από την Αγγλία "την αεροπορική κάλυψη μιας νηοπομπής η οποία θα μετέφερε στην Κύπρο μια ελληνική μεραρχία"(σελ.136). Η απάντηση που δόθηκε ήταν αρνητική. Η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ για την Ελλάδα στρατιωτικά ήταν ζημιογόνος αλλά πολιτικά ήταν επιτυχής(σελ.149).



Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Οι διώξεις του Κωνσταντινου Τσάτσου από την δικτατορία Ι.Μεταξά

 






Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ή να αποσιωπούμε  ότι ο Κ. Τσάτσος δεν αποδέχθηκε την δικτατορία Μεταξά, ούτε την στελέχωσε όπως έκαναν άλλοι σαν τον Α. Τερζάκη, για παράδειγμα, που ανέλαβε την διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, αλλά εξορίστηκε από αυτή στην Σκύρο και στις Σπέτσες. Επίσης στην διάρκεια της τριπλής κατοχής, παύτηκε για ένα διάστημα από καθηγητής στο Πανεπιστήμιο μετά από πατριωτικό λόγο που εκφώνησε στις 27 Οκτωβρίου 1941 ενώπιον των φοιτητών του.

Ο Κ.Τσάτσος γράφει για την δικτατορία Μεταξά: «όσο για τον Μεταξά, και αυτός γλυκάθηκε με την άνετη διακυβέρνηση υπό δικτατορικό καθεστώς και άρχισε να οικοδομή όνειρα που συνδέονταν με την διαιώνισης της εξουσίας. Ενώ δεν έκανε καμμιά ουσιαστική μεταρρύθμιση στον οικονομικοκοινωνικό χώρο, ούτε στην παιδεία ή ακόμη και στο στρατό, έκανε μερικά πυροτεχνήματα με την νεολαία της ΕΟΝ και τα εργατικά συνδικάτα για να δείξη, ενώ δεν ήταν, μεταρρυθμιστής. Εκτός, λοιπόν, του πολιτικού κόσμου, βαρειές είναι και οι ευθύνες τόσο του βασιλιά όσο και του Μεταξά που  δεν φρόντισαν να επαναφέρουν τον τόπο στην ομαλότητα, ή τουλάχιστον να σκεφθούν για το μέλλον…Στην αρχή η δικτατορία δεν με πείραξε προσωπικά. Με τραυμάτισε μόνο με την εξορία του Μίστου. Πολιτική δραστηριότητα δεν σκέφθηκα να αναπτύξω. Με συγκλόνιζαν όμως ηθικά, και μένα και τους μαθητές μου, τα πολιτικά γεγονότα. Στο Πανεπιστήμιο τον Σεπτέμβριο, μαζί με τα μαθήματα άρχισε διακριτικά ο χαφιεδισμός, ο πρώτος που γνώρισα. Χαφιέδες παρακολουθούσαν τα μαθήματά μου για να δουν αν μιλώ εναντίον της δικτατορίας. Ήταν παιδιά που ούτε γυμνάσιο δεν είχαν τελειώσει και δεν καταλάβαιναν καν τι έλεγα. Με κοίταζαν με κοιμισμένα μάτια και μόνο όταν πρόφερα τις λέξεις «δημοκρατία» ή «δικτατορία» ξυπνούσαν, χωρίς φυσικά να μπουν στο νόημα»[1]

Το 1938 οργανώθηκε τον «Παρνασσό» επιστημονικό μνημόσυνο για τον Ι.Συκουτρή το οποίο παρακολούθησε και ο ίδιος ο Ι.Μεταξάς. Η ομιλία του Κ.Τσάτσου δημοσιεύθηκε στην «Νέα Εστία». Κατόπιν ο δικτάτορας τον κάλεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών όπου συζήτησαν για δύο ώρες: « Ο Μεταξάς είχε κάποια μόρφωση, ήταν έξυπνος και στοχαστικός άνθρωπος. Ήταν πολύ απλός και μου έδειξε πολλή συμπάθεια. Ήξερε φυσικά τα φρονήματά μου και απέφυγε θέματα που μπορούσαν να κρυώσουν το κλίμα της συνομιλίας μας. Είναι φανερό πως ήθελε να με κερδίση. Δεν πέρασαν άλλωστε πολλές μέρες και μου έγινε, νομίζω από τον Αλέκο Κανελλόπουλο, πρόταση να αναλάβω κάποιο ανώτατο αξίωμα στην περίφημη ΕΟΝ. Φυσικά αρνήθηκα και από τότε αισθάνθηκα να μαζεύονται σύννεφα τριγύρω μου. Ο φάκελλός μου άρχισε να βαραίνη. Δυο-τρία ταξίδια στην Κύθνο και στην Κάρυστο, τόπους εξορίας του Παναγιώτη(σημ.Κανελλόπουλου), πρόσθεσαν μερικούς κακούς βαθμούς στον έλεγχο μου ώσπου το καλοκαίρι του 1939,μόλις επιτέθηκε ο Χίτλερ κατά της Πολωνίας, έστειλα στον Παναγιώτη ένα μακρύ γράμμα όπου εξέφραζα τις ελπίδες μου για το σύντομο τέλος των δικτατοριών»[2].  Στην επιστολή του ο Κ.Τσάτσος αναφέρεται στον «σάπιο φασισμό» και στους χυδαίους επιβήτορες της εξουσίας με τις «ιταμές ρατσιστικές και φασιστικές θεωρίες τους»[3].

Αν και ανώνυμη η επιστολή, η ασφάλεια αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα. Συνελήφθη και εξορίστηκε στην συνέχεια στην Σκύρο. Με παρέμβαση του Βαρβαρέσου, ο Μανιαδάκης τον μετέφερε στις Σπέτσες. Νοίκιασε σπίτι στην περιοχή της Κουνουπίτσας, σε ένα σπίτι όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Μπουμπουλίνα. Εδώ θα ολοκληρώσει ένα μεγάλο μέρος από το έργο του για την «Κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων».

Εδώ θα τον επισκεφτούν ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Χένρυ Μίλερ. Την συνάντηση περιγράφει ο τελευταίος στο βιβλίο του «Ο κολοσσός του Μαρουσιού»(σελ.83-σελ.87): «Στεκόμουν στην είσοδο θαυμάζοντας το κτίριο και καθώς γυρισα να φύγω  είδα τον Κατσίμπαλη να πλησιάζει παίζοντας το μπαστούνι του. Έσερνε από πίσω του ένα φίλο του- τον κύριο Ύψιλον, έτσι θα τον πω, για να μην είμαι αδιάκριτος. Ο κύριος Ύψιλον ήταν πολιτικός εξόριστος, όπως έμαθα. Είχε μεταφερθεί στις Σπέτσες από κάποιο άλλο νησί εξαιτίας της κακής του υγείας. Ο κύριος Ύψιλον μου άρεσε αμέσως, από τη στιγμή της χειραψίας. Μιλούσε γαλλικά, καθώς δεν ήξερε καθόλου αγγλικά, αλλά με γερμανική προσφορά. Ήταν τόσο Έλληνας όσο μπορεί να είναι ένας Έλληνας, αλλά είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Εκείνο που μου άρεσε σ’ αυτόν ήταν η κοφτερή, ζωηρή του φύση, η ευθύτητά του, το πάθος του για λουλούδια και τη μεταφυσική. Μας πήγε στο δωμάτιο του σ’ ένα μεγάλο εγκαταλειμμένο σπίτι, σε αυτό το ίδιο σπίτι όπου είχαν πυροβολήσει την περίφημη Μπουμπουλίνα. Όσο εμείς μιλούσαμε, αυτός έβγαλε έξω μια μπανιέρα από λαμαρίνα και τη γέμισε ζεστό νερό για το μπάνιο του. Σ’ένα ράφι κοντά στο κρεβάτι είχε μια συλλογή βιβλίων. Έριξα μια ματιά στους τίτλους, που ήταν σε πεντέξι γλώσσες: η Θεία Κωμωδία, ο Φάουστ, ο Τόμ Τζόουνς, μερικοί τόμοι του Αριστοτέλη, ο Φτερωτός όφις, οι Διάλογοι του Πλάτωνος, δυο τρεις τόμοι Σαίξπηρ και τα λοιπά»[4]. Ο Κατσίμπαλης ανέφερε ότι ό Τσάτσος ήταν «σπουδαίος άνθρωπος»[5]. Σε ένα σημείο της συζήτησής τους ο Τσάτσος λέγει ότι η μετάφραση δεν μπορούσε να αποδώσει «το άρωμα και την ομορφιά της νεοελληνικής»[6], απήγγειλε ποίηση του Σεφέρη, εδάφια της Βίβλου, Σικελιανό και Π.Γιαννόπουλο.

Τον Ιανουάριο του 1940 ο Κ.Τσάτσος επέστρεψε από την εξορία. Με το ξέσπασμα του πολέμου ο Τσάτσος, με τον Ι.Θεοδωρακόπουλο και τον Ι.Κακριδή απηύθυναν επιστολή προς τον Ι.Μεταξά για να καταταγούν ως εθελοντές, η οποία απορρίφθηκε με παρέμβαση του Κ.Μανιαδάκη και του Γεώργιου Βλάχου.

 



[1] Κ.Τσάτσος, Η λογοδοσία μιας ζωής, τόμος α’, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, σελ.265.

[2] Ό. π. σελ.266,267.

[3] Ό. π. σελ. 267,268.

[4] Χένρι Μίλλερ, Ο κολοσσός του Μαρουσιού,πρόλογος Αλέξανδρος Αργυρίου, μετάφραση Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2014, σελ.83.

[5] Ό. π. σελ.84.

[6] Ό. π. σελ. 85.