Το σύντομο έργο του Κ.Τσάτσου «Δημοκρατία και Ευρώπη» (από τις εκδόσεις
Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 1982) αποτελεί απόσταγμα και σύνοψη συνολικά του φιλοσοφικού
και πολιτικού του λόγου. Περιλαμβάνει δύο ομιλίες, η πρώτη με τίτλο «Θεμέλια
Δημοκρατίας» δόθηκε στις 22 Απριλίου 1982 στην Σχολή Εθνικής Αμύνης και η
δεύτερη με τίτλο «Τα θεμέλια της Ευρώπης» δόθηκε στις 9 Απριλίου 1982 στην
Σχολή Ευελπίδων. Απευθύνεται λοιπόν κατ’ αρχάς σε ένα κοινό στρατιωτικών, που
μετά την στρατιωτική επταετή εκτροπή, θα έπρεπε να διαπαιδαγωγηθούν με τις
σημασίες της Δημοκρατίας και της Ευρώπης. Η πρώτη ομιλία ξεκινά με την
πολυσήμαντη φράση του Αριστοτέλη ότι ο
άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν «δηλαδή πρέπει από τη φύση του να ζει σε μια
πολιτικά οργανωμένη κοινωνία»[1] για να
συνεχίσει πως η ιστορία του πολιτισμού είναι ιστορία εθνών ενώ «ο πολιτισμός
διέσωσε την Ελλάδα μέσα σε θύελλες 3 χιλιάδων ετών και όχι η ικανότητα της
φυλής να στέκεται ακλόνητη στο κοινωνικό consensus. Αντίθετα, στους
Έλληνες αυτό το πνεύμα συνοχής και το πνεύμα της πρωταρχίας της πολιτικής
ενότητος ήταν πάντα χαλαρό»[2]. Τα άτομα
αναγνωρίζονται και μάλιστα τα πιο σημαντικά από αυτά ως αυτά που δίδουν μορφή,
κατεύθυνση και τελικά ώθηση σε μια κοινωνία. Ακολουθώντας την ρεαλιστική σχολή,
ο Κ.Τσάτσος, συμπεραίνει ότι τα άτομα «κατά το πλείστον και κατά κύριο λόγο
κινούνται από εγωιστικά κίνητρα, από συμφέροντα»[3] ενώ η
ανισότητα με διάφορες μορφές είναι αυτή που κυριαρχεί. Η λύση είναι η μέση λύση
«όπου επιχειρείται, χωρίς την πλήρη κατάπνιξη του ατομικού συμφέροντος, να
κρατήσει η μεγαλύτερη δυνατή οικονομική ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Η
αριστοτελική αρχή της μεσότητας είναι ίσως και σε αυτό το πρόβλημα η μόνη βατή
διέξοδος»[4].
Ο Κ.Τσάτσος θεμελιώνει την δημοκρατική αρχή όπου «η πολιτική εξουσία
έχει πηγή τη βούληση του κοινωνικού συνόλου. Στηρίζεται στο consensus, την ομοψυχία για την οποία στην αρχή μιλήσαμε. Με την εξουσιοδότηση ή
την έγκριση του κοινωνικού συνόλου η πολιτική εξουσία ορίζει τους βασικούς
κανόνες υπό τους οποίους θα την ασκεί. Και μόνο όσο η πολιτική εξουσία την
ασκεί σύμφωνα με αυτούς τους συντακτικούς της πολιτείας κανόνες, μόνο τότε
δικαιώνεται η εξουσία της. Η πολιτική εξουσία επομένως αντλεί το κύρος της από
την κυρίαρχη βούληση του κοινωνικού συνόλου και είναι η έκφραση της λαϊκής
κυριαρχίας»[5]
Συνακόλουθη αρχή είναι η αρχή του
κράτους δικαίου δηλαδή «το σύνολο της κοινωνικής ζωής, της δραστηριότητας των
ατόμων, των εξουσιαζόντων και των εξουσιαζόμενων πρέπει να διέπεται από πάγιους
γενικούς κανόνες δικαίου, που μεταβάλλονται μόνο κατά μια πάγια προκαθορισμένη
διαδικασία. Έτσι προστατεύονται όλων τα δικαιώματα, ο καθένας ξέρει μέσα σε τι
πλαίσια μπορεί να κινηθεί, τι του επιτρέπεται, τι του απαγορεύεται. Έτσι
προστατεύεται η τάξη στις ποικίλες σχέσεις που δημιουργεί η ζωή, υπάρχει
ασφάλεια στις συναλλαγές, εμπιστοσύνη αμοιβαία μεταξύ εξουσιαζόντων και
εξουσιαζομένων και γενικά εξαφανίζεται ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας»[6]. Η
συνταγματική τάξη και το κράτος δικαίου «προστατεύουν την ύπαρξη του συνόλου
και την ελευθερία του» αλλά «προστατεύουν την ακεραιότητα και την πολιτική
ανεξαρτησία του κράτους»[7]. Σε αυτό
το σημείο ο Κ.Τσάτσος επανέρχεται για να οριοθετήσει τις έννοιες: «το κράτος
δικαίου όπου όλοι έχουν ίσα δικαιώματα τις ίδιες ατομικές ελευθερίες, τις ίδιες
δυνατότητες να ζήσουν εναλλάξ ως άρχοντες και αρχόμενοι και όπου όλοι μετέχουν
κατά κάποιο τρόπο στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, το κράτος δικαίου όπου
δεν εξουσιάζει ένας όπως στη μοναρχία, ούτε λίγοι όπως στην ολιγαρχία, αλλά το
σύνολο, το ονομάζουμε Δημοκρατία»[8]. Στοιχεία
απαραίτητα για την επιτέλεση των σκοπών αυτών είναι η διάκριση των εξουσιών και
η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων που καθιερώθηκε από τον Ε.Βενιζέλο το 1911
και αποδείχθηκε θετικός παράγων καθώς τα πλεονεκτήματα είναι περισσότερα από τα
μειονεκτήματα[9],
αλλά και ο έλεγχος που ασκείται από τον Τύπο.
Παρά το γεγονός ότι ο κομματισμός μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να
αποθαρρύνει το ανεξάρτητο πνεύμα και να ευνοεί το αγελαίο, ο πολυκομματισμός
εξουδετερώνει αντίθετες ροπές «αποτρέπει
την επικίνδυνη μονομέρεια, συμβάλλει στην επικράτηση συμβιβαστικών
λύσεων και αν και καθιστά πιο βραδυκίνητη τη λειτουργία του κράτους, τη
μεθοδεύει προς μετριοπαθείς λύσεις. Προ παντός όμως ο πολυκομματισμός, έκφραση
της πολυγνωμίας, επιβεβαιώνει ως ένα σημείο τη σχετική ελευθερία της πολιτικής
σκέψης, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αληθινής δημοκρατίας και
επιτρέπει το διάλογο μεταξύ των διαφωνούντων, που πολλά μπορεί να διορθώσει και
να διασώσει»[10].
Ο Κ.Τσάτσος τονίζει ότι η ύπαρξη παιδείας είναι η προϋπόθεση για την
παγίωση της δημοκρατίας: «η δημοκρατία είναι το πολίτευμα των μορφωμένων λαών,
των ηθικά, πολιτικά και πολιτιστικά μορφωμένων»[11] και
συμπληρώνει «η δημοκρατία χρειάζεται παιδεία. Και όχι μόνο τεχνική αλλά και
ανθρωπιστική παιδεία. Χρειάζεται ήμερα ήθη, αντικειμενικές γνώσεις και σεβασμό
της ελευθερίας του πλησίον»[12]. Ο
πολίτης της δημοκρατίας είναι ο αντίποδας της μάζας και της αγέλης και με αριστοτελικό τρόπο καταλήγει «η
αρετή αυτή, για να γίνει θεμέλιο μιας
πολιτικά ελεύθερης δημοκρατικής συνείδησης, πρέπει να συνυπάρξει με τη
συνείδηση του μέτρου που δεν συμβιβάζεται με το κραυγαλέο και το έξαλλο, του
μέτρου της ανώτατης αυτής αρχής που χάρισε στον πολιτισμό της ανθρωπότητας η
σοφία των αρχαίων Ελλήνων»[13].
Στην δεύτερη ομιλία με θέμα τα «Θεμέλια της Ευρώπης» αφού πρώτα
καθορίζει τους γεωγραφικούς και ιστορικούς όρους της, και αναδεικνύει την
κυριαρχία της αυτοδιάθεσης των εθνών απαντά σε δύο κρίσιμα ερωτήματα. Ποια θα
είναι η μοίρα των εθνών μέσα στην ενωμένη Ευρώπη και ποια πολιτική μορφή θα
λάβει η πολιτική της συγκρότηση. Στο πρώτο ερώτημα απαντά ότι «κάθε έθνος θα
διατηρήσει ό,τι του είναι απαραίτητο για να αναπτύξει την εθνική του
φυσιογνωμία, την πολιτική του ιδιοτυπία, το εθνικό του ήθος. Με άλλα λόγια, μια
τέτοια ενότητα εθνών δεν θα έπρεπε να φύγει από την καθιερωμένη αρχή της
πρωταρχίας της ιδέας του έθνους»[14]. Στο
δεύτερο ερώτημα απαντά ότι η ευρωπαϊκή ενότητα θα πρέπει να έχει τα
χαρακτηριστικά μιας αυτοκρατορίας αλλά
της δημοκρατίας ώστε «κάθε έθνος να διαφυλάξει την ιδιομορφία του, την προσωπικότητα
του, όπως μόνο σε μια δημοκρατική κυβερνώμενη πολιτεία διατηρεί κάθε άτομο την
οντότητά του και τη δημιουργική του ελευθερία»[15]
Υπάρχουν συμφέροντα και αναγκαιότητες που μας οδηγούν στην ενωμένη
Ευρώπη: «καμμιά χώρα της Ευρώπης δεν μπορεί ούτε πολιτικά, ούτε στρατιωτικά,
ούτε οικονομικά να αντιμετωπίσει, είτε σε έργα ειρήνης, είτε σε έργα πολέμου,
κανέναν από αυτούς τους όγκους. Η Ευρώπη κατακερματισμένη μπορεί την κάθε
στιγμή να συνθλιβεί από τους δύο πρώτους από τους κολοσσούς αυτούς, (ο τρίτος αποτελεί
κίνδυνο μόνο στο απώτερο μέλλον). Ο κατακερματισμός αποτελεί μια θανάσιμη
αδυναμία και είναι μόνιμος κίνδυνος για όλη την Ευρώπη. Η ελπίδα ότι μπορεί
κανένας να εξαιρεθεί από την εξόντωση
είναι ουτοπία, εκτός αν υποταγεί άνευ όρων σε έναν κολοσσό. Σήμερα επιζεί η
ελεύθερη από τον σοβιετικό ιμπεριαλισμό Ευρώπη, διότι την στηρίζει η Αμερική.
Κατά βάση η Αμερική είναι σύμμαχος. Αλλά η συμμαχία έχει τα όρια της. Από ένα
σημείο και πέρα ανακύπτουν και διαφορετικά και αντίθετα ακόμη συμφέροντα. Μια
κατακερματισμένη Ευρώπη σε μια τέτοια αντίθεση είναι ανίσχυρη και οικονομικά
και πολιτικά. Αντιθέτως μια ενωμένη Ευρώπη αποτελεί ένα νέο κολοσσό, με πολλές δυνατότητες,
και εκεί όπου συμμαχεί με την Αμερική εναντίον τρίτων να αποτελεί αποφασιστικό
παράγοντα και εκεί όπου αντιδικεί μαζί της να την ανταγωνίζεται αποτελεσματικά.
Με άλλα λόγια η Ευρώπη, μόνο ενωμένη μπορεί να παίξει έναν ιστορικό ρόλο, μόνο
αν γίνει και αυτή ένας κολοσσός μπορεί αυτοδύναμα να επιζήσει»[16]. Ο στόχος
λοιπόν είναι η ευρωπαϊκή ένωση να «πάρει τη μορφή μιας συνομοσπονδίας
δημοκρατικών πολιτειών. Τα σύνορα προς τις έξω από τη συνομοσπονδία πολιτείες θα είναι κοινά σύνορα.
Τα σύνορα λ.χ. της Ελλάδος θα είναι συγχρόνως και σύνορα αυτής της ευρωπαϊκής
πολιτείας»[17].
Ορθά επισημαίνει ο Κ.Τσάτσος ότι δεν είναι αρκετή η ύπαρξη κοινών
συμφερόντων αλλά χρειάζεται ένα κοινό αξιακό θεμέλιο: «αυτό το σύστημα αξιών
γεννήθηκε πρώτα εδώ στην Ελλάδα και σε όσα σ’ αυτό βασικά έδωσε η Ελλάδα προστέθηκαν
οι αξίες που έδωσε η Ρώμη και ο Χριστιανισμός. Αυτό το σύστημα αξιών είναι το
κοσμοθεωρητικό βάθρο απάνω στο οποίο οικοδομήθηκε και μορφώθηκε η σύγχρονη Ευρώπη»[18]. Η
συμβολή του ελληνισμού επιγραμματικά αναφέρεται: «εδώ πρωτοφανερώθηκε ο ευρωπαίος
άνθρωπος, ο ελεύθερος άνθρωπος, ο μη αγελαίος, το άτομο. Εδώ εμφανίζονται οι πρώτες
κοινωνίες ελευθέρων ανθρώπων που αυτόνομα και ελεύθερα σκέπτονται και ζουν ελεύθερα.
Εδώ εκράτησε η αρχή ότι οι ίδιοι ελεύθεροι άνθρωποι μπορεί να είναι εναλλάξ και
άρχοντες και αρχόμενοι, διότι όλοι έχουν ίσα πολιτικά δικαιώματα. Εδώ γεννήθηκε
η δημοκρατία. Εδώ γεννήθηκε η σκέψη η απαλλαγμένη από τον φόβο των υπερφυσικών
δυνάμεων, από προκαταλήψεις, από τις μυθικές ερμηνείες των φυσικών φαινομένων –η
σκέψη που αναζητά το «τι εστί» μόνο με τη λογική, μόνο με τον λογικό ειρμό και
τη μαθηματική αναγκαιότητα»[19]. Αν η
Ελλάδα συμβάλλει με την δημοκρατική σκέψη και οργάνωση, η Ρώμη προσφέρει το δίκαιο
και την νομική σκέψη, ενώ ο χριστιανισμός επικρατεί χάρις του συνδυασμού του με
την ελληνική μεταφυσική σκέψη.
Τελικά «η ελληνικότητα δεν είναι πια γνώρισμα μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων
των ευρωπαίων είτε βρίσκονται στον ευρωπαϊκό γεωγραφικό χώρο, είτε έχουν ξεχυθεί
σε άλλους ηπείρους, ιδίως στην Αμερική. Είναι η ατίμητη δωρεά του Ελληνισμού, όχι
μόνο των κλασσικών, αλλά και των μεταγενεστέρων αιώνων προς τον άνθρωπο, που έχει
τα κοινά γνωρίσματα του ευρωπαίου, την ανθρωπιά, τη λατρεία της ελευθερίας, μέσα
στη συνείδηση και μέσα στη κοινωνία, τη λογικότητα, το πνεύμα αναζήτησης»[20].
Στα πλαίσια αυτά ούτε η «ελληνικότητα», ούτε τα ελληνικά χαρακτηριστικά
αναιρούνται μέσα στην ενωμένη Ευρώπη, αλλά γίνονται αυτό που πάντα ήταν:
«Δεν νοείται Ευρώπη χωρίς Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι, όλοι, έχουν την Ελλάδα
μέσα τους, μέσα στον πολιτισμό τους, μέσα στα ήθη τους, μέσα στους νόμους των,
μέσα στους μύθους των, μέσα στον τρόπο που σκέπτονται και γράφουν. Αλλά δεν νοείται
και Ελλάδα χωρίς Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι ο τόπος μας. Δεν έχουμε ανάγκη να ξενητευθούμε
για να ζήσωμε στην Ευρώπη. Είμαστε επί τρεις χιλιετηρίδες οι ακρίτες αυτής της γης.
Τα σύνορα μας δεν είναι μόνο σύνορα της Ελλάδας. Είναι και τα σύνορα της Ευρώπης.Και της μεγάλης αυτής πατρίδας
τα σύνορα θα τα φυλάξομε όλοι μαζί, όλοι οι ελεύθεροι πολίτες των αληθινών
δημοκρατιών. Για να μπορούμε όμως να μιλάμε
και τέτοια να διεκδικούμε εμείς οι Έλληνες, πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι, να μην
ξεχνούμε την ελληνικότητά μας και τη σημασία που έχει και για την προσωπική μας
και για την εθνική μας ζωή, να την φυλάμε ως κόρην οφθαλμού και να μην παραδινόμαστε
επιπόλαια σε αλλότριες οθνείες επιδράσεις. Η Ευρώπη μας θέλει ως Έλληνες και όχι
ως απαρνητές της ελληνικότητας μας. Και γι’ αυτό χρειάζεται η παιδεία μας να είναι
ελληνική, διαποτισμένη από την γνήσια, όχι την παραποιημένη παράδοση της ιστορίας
μας»[21]. Ο Κ.Τσάτσος τελειώνει με ένα απόσπασμα από την
ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς τους νέους της Ελλάδας, στην Πνύκα, στις 8
Οκτωβρίου 1838 που μεταξύ άλλων τουεσυμβουλεύει «να σκλαβωθήτε στα γράμματά σας»[22].
[1] Κ.Τσάτσος, Δημοκρατία και Ευρώπη, εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 1982, σελ.9.
[2] Ό. π. σελ.11.
[3] Ό. π. σελ.15.
[4] Ό . π. σελ.15,16.
[5] Ό. π. σελ.17.
[6] Ό. π. σελ. 18.
[7] Ό. π. σελ.19.
[8] Ό. π. σελ.21.
[9] Ό. π. σελ.26.
[10] Ό. π. σελ.30,31.
[11] Ό. π. σε.34.
[12] Ό. π. σελ.35.
[13] Ό. π. σελ.36.
[14] Ό. π. σελ.49.
[15] Ό. π. σελ. 49.
[16] Ό. π. σελ.53,54.
[17] Ό. π. σελ.61.
[18] Ό. π. σελ.64.
[19] Ό. π. σελ. 65.
[20] Ό. π. σελ.68,69.
[21] Ό. π. σελ. 69,70.
[22] Ό. π. σελ. 70.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου