Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Οι διάλογοι Κ.Τσάτσου και Αριστόβουλου Μάνεση



 



         Όπως διαβάζουμε στο  βιβλίο του Κωνσταντίνου Γερ. Γιαννόπουλου,  Κ.Δ. Τσάτσος – Α. Μάνεσης Διάλογος,  μεταξύ του Κ. Τσάτσου και του Α. Μάνεση διεξήχθησαν τρείς διάλογοι, οι οποίοι δεν έπληξαν τις προσωπικές τους σχέσεις, αλλά αντίθετα ο πρώτος πρότεινε τον δεύτερο ως ακαδημαϊκό. Πρόκειται για διαλόγους που διατυπώθηκαν ουσιώδη επιχειρήματα με νομική αλλά και πολιτική βαρύτητα. Το ήθος και η επιστημονική εγκυρότητα του Αριστόβουλου Μάνεση δεν του επέτρεψαν να χρησιμοποιήσει τους ανυπόστατους και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε ο Δ.Γληνός κατά το μεσοπόλεμο. Δεν ήταν μόνο η δημοκρατική διαδρομή του Κ.Τσάτσου, η εξορία του από την δικτατορία Ι.Μεταξά, αλλά και η καίρια συμβολή του στην αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά το 1974,  στην διενέργεια του άψογου δημοψηφίσματος με το οποίο καταργήθηκε η μοναρχία, στην  στην σύνταξη του πιο δημοκρατικού συντάγματος στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, με  την ταυτόχρονη κατάργηση όλων των αντιδημοκρατικών νομοθετικών διατάξεων που ίσχυσαν μετά το τέλος του εμφυλίου, και την πανηγυρική του εκλογή ως πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τελικά ο Κ.Τσάτσος θα προκαλέσει την είσοδο του Α.Μάνεση στην Ακαδημία Αθηνών.

 

Το 1963 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέον Δίκαιον»  το δοκίμιο του Κ.Τσάτσου με τον τίτλο «Οι βασιλικοί άνδρες» που απαντά σε προηγούμενο του Α.Μάνεση. Αντικείμενο είναι οι πλατωνικοί «βασιλικοί άνδρες». Στην «Πολιτεία» οι τελευταίοι ενσαρκώνουν την έλλογη ύπαρξη όπου ο λόγος  και όχι τα πάθη κατευθύνουν όλες τις πράξεις τους. Βεβαίως αποτελούν  μια ποιητική αφαίρεση για αυτό και στους «Νόμους» αντικαθίστανται από τους συλλογικούς θεσμούς. Τόσο ο Κ.Τσάτσος όσο και ο Α.Μάνεσης συμφωνούν ότι η εξουσία οδηγεί στην κατάχρηση της και για αυτό θα πρέπει να υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα. Αλλά «λόγος είναι η τελική έκφρασις της ελευθερίας του ανθρώπου καθ’ όλας αυτής τας αναφοράς. Ελευθερία η οποία δεν είναι κατά λόγον δεν είναι πραγματική ελευθερία»[1]  και για αυτό ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι «εάν ο Πλάτων ίδρυε μιαν πραγματικήν πολιτείαν, αυτήν την οποίαν υπαινίσσεται εις τους νόμους (Νόμοι 739 ε), θα την καθίστα, όπως λέγομεν σήμερον, κράτος δικαίου πλήρες νόμων»[2]. Δεν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην δημοκρατία και τους «βασιλικούς άνδρες»  καθώς «η καθολική αυτή βούλησις της ούτως ή άλλως σχηματιζομένης πλειοψηφίας δεν εκπορεύεται κατ’ ισομοιρίαν από τους απαρτίζοντας αυτήν πλειοψηφίαν. Η ίση αξία της ψήφου δεν σημαίνει και ίσον μέγεθος συμμετοχής εις την συγκρότησιν της βουλήσεως της πλειοψηφίας. Οι πολλοί επηρεάζονται από τους ολίγους, καθοδηγούνται, μορφώνονται από αυτούς. Κατ’ εξοχήν εις τας δημοκρατίας όπου τουλάχιστον η επιβολή των αρίστων είναι πλέον ανεμπόδιστος, δημιουργείται η ηγεσία η οποία προσδιορίζει, πέραν των νομικών τύπων, καθολικήν βούλησιν»[3]. Από την πλευρά «κανέν πολίτευμα υπό την έννοιαν αυτήν δεν δύναται να είναι αρισττοκρατικώτερον της δημοκρατίας. Κανέν πολίτευμα δεν εξουσιάζεται περισσότερο υπό βασιλικών ανδρών από την δημοκρατίαν. Αυτό είναι άλλωστε και η κύρια αρετή της. Μόνο οι μη γνωρίζοντες τι σημαίνει «βασιλικός ανήρ» δύνανται να εύρωσι οιανδήποτε αντ’ιθεσιν μεταξύ αυτών και της δημοκρατίας. Αντίθεσις υπάρχει μόνον μεταξύ βασιλικών ανδρών και των παρεκβατικών πολιτειών των οποίων ηγούνται είτε εις, είτε ολίγοι, είτε πολλοί τελούντες εν συνεχή αντιθέσει προς τα αρχάς του λόγου και προσδιοριζόμενοι από πάθη και συμφέροντα. Εις αυτάς τας τυραννίδας, τας ολιγαρχίας και τας οχλοκρατίας, είτε η καθολική βούλησις σχηματίζεται δια του νομικού τύπου της καθολικής ψηφοφορίας, είτε άλλως, ούτε βασιλικοί άνδρες, αλλά ούτε και ό,τι απαρτίζει την ουσίαν της δημοκρατίας έχουν ισχύν.  Ελλείπει ακριβώς από αυτάς τας πολιτείας η αληθής αριστοκρατικότης, η βασιλικότης των ηγητόρων, η οποία αποτελεί το κύριον γνώρισμα της πραγματικής δημοκρατίας, της αληθούς «πολιτείας» όπως την ονομάζει ο Αριστοτέλης. Εις αυτάς τας παρεκβατικάς πολιτείας οι θεσμοί, έργα αναξίων ηγετών, δεν είναι φραγμοί κατά της αυθαιρεσίας και της αδικίας, είναι αντιθέτως ερείσματα και κίνητρα της αυθαιρεσίας και της αδικίας »[4].

Ο Α.Μάνεσις θα επανέλθει στο περιοδικό «Νέον Δίκαιον» το 1962 στο δοκίμιο με τον τίτλο «Περί Βασιλικών Ανδρών».

Χωρίς αμφιβολία οι ενστάσεις του Α.Μάνεση για τον κίνδυνο κατάχρησης της εξουσίας όταν οι θεσμοί είναι αδύνατοι, είναι ορθές και σε αυτό συμφωνούν και άλλοι σημαντικοί στοχαστές όπως ο Κ.Πόππερ. Όπως γράφει «εις την πράξιν επαφιέμεθα εις την υποκειμενικήν -άρα ουχί αλάθητον και ουχί αναγκαίως ανιδιοτελή και άρα ενδεχομένως αυθαίρετον- κρίσιν των κρατούντων. Ιδού ο μέγας κίνδυνος δια την πολιτικήν ελευθερίαν, ιδίως εν όψει του  μεγέθους και της εκτάσεως των αναγνωριζομένων εις αυτούς μέρους του κ.Τσάτσου εξουσιών, ο οποίος μάλιστα τονίζει ειδικώς ότι «η σχέση ατόμου και πολιτείας καθορίζεται από την κρίση για τον προσφορώτερο εκάστοτε τρόπον πραγματοποιήσεως του τελικού σκοπού» (εν «Καθημερινή», ως ανωτέρω), αναλόγως δε «αυξάνονται ή περιορίζονται τα όρια της δτραστηριότητος, τα δικαιώματα και αι υποχρεώσεις των ατόμων» (αυτόθι). Όταν όμως η αύξησις και ο περιορισμός των έναντι του κράτους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου, δηλαδή η πολιτική ελευθερία του, εξαρτάται από την απόλυτον κρίσιν των ασκούντων την κρατικήν εξουσίαν και δη κατά τρόπον νομικώς απεριόριστον και πρακτικώς ανεξέλεγκτον  εκ μέρους των εξουσιαζόμενων, δικαιούται τις να διερωτηθή κατά τι θα διέφερεν ουσιωδώς εν τοιούτο πολίτευμα από τα πολιτεύματα της «ελέω Θεού» μοναρχίας- δια την κατάλυσιν των οποίων έγιναν τόσοι αγώνες, ώστε να φθάσωμεν εις τους συγχρόνους συνταγματικούς θεσμούς που υπάγουν τους κυβερνώντες υπό τον έλεγχον των κυβερνωμένων και αποτελούν πλέον ιστορικήν κατάκτησιν»[5].

Ο Α.Μάνεσης ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία τονίζοντας ότι «κάθε άνθρωπος που ασκεί εξουσία τείνει, οιονεί μοιραίως, εις κατάχρησιν αυτής. Προχωρεί μέχρι ότου συναντήση φραγμούς. Η αλήθεια αυτή, την οποίαν επιγραμματικώς διετύπωσεν ο Montesquieu ισχύει δια κάθε άνθρωπον και δια κάθε κράτος, διότι προκύπτει από ταύτην την φύσιν και του κράτους και του ανθρώπου. Η ελευθερία των εξουσιαζόμενων, η πολιτική ελευθερία, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθή ως κατωχυρωμένη, όταν εξαρτάται από την καλήν θέλησιν, δηλαδή εις τελευταίαν ανάλυσιν, από την ποιότητα των εξουσιαζόντων»[6].

Ο Κ.Τσάτσος θα συμφωνήσει τελικά  με τον Α.Μάνεση: «διερωτώμαι εις ποίον σημείον της ομιλίας μου ο κ. Μάνεσης εύρε σκέψεις αντιθέτους είτε προς την  σημασίαν των θεσμών, είτε προς τας  αρχάς της δημοκρατίας; Εις ποίον σημείον αποδεικνύομαι «υπερεμπιστευόμενος» τους βασιλικούς άνδρας; Εις ποιον σημείον αναγνωρίζω εις αυτούς ρόλον μεγαλύτερον από εκείνον τον οποίον από την φύσιν των πραγμάτων και το οποίον ανωτέρω και πάλιν διέγραψα…Ο κ.Μάνεσις,  ορθώς υποστηρίζει τούτο, εάν τους βασιλικούς άνδρας τους ταυτίζει προς τους τυχαρπάστους  δικτάτορας του καιρού μας ή προς μερικούς αρχαίος τυράννους είτε έχουν μίαν, είτε πολλάς κεφαλάς, και οι οποίοι εις τους κειμένους νόμους. Υποκαθιστούν όχι τον λόγον και τας ιδέας αλλά τα προσωπικά πάθη και τα συμφέροντά των. Ουχί όμως ορθώς λέγων ταύτα φαντάζεται ότι αντικρούει τον Πλάτωνα ή και την ταπεινότητά μας. Αντικρούει μερικών αγοραίων ελάχιστα βασιλικών ανδρών τας μωρίας, αι οποίαι είναι ανάξιαι αντικρούσεως επί επιστημονικού επιπέδου»[7].

Εκτός των παραπάνω θα πρέπει να λάβουμ υπόψην την παρατήρηση του νομικού Κ.Γ.Γιαννόπουλου «ότι κατά τη διεξαγωγή του διαλόγου ο Κ.Τσάτσος εξέφρασε σταθερά τη θέση, ότι το αντικείμενο του διαλόγου δεν είχε σχέση με μια «σύγχρονη» πολιτεία αλλά είχε σχέση με μια «ουτοπία» και μια «άχρονη» και ιδανική πολιτεία, την «Πολιτεία» του Πλάτωνος»[8].

Στον διάλογο θα παρέμβει, επίσης, ο Ρ.Δήμος, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών,  φημισμένος πλατωνιστής, ο οποίος δίδαξε για σαράντα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ[9].

 

     Ο δεύτερος διάλογος διεξήχθη το 1975, στην «Καθημερινή» και αφορούσε τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και κυρίως την δυνατότητα να κηρύσσει την «κατάσταση πολιορκίας» ( που στην σκέψη συνταγματολόγων όπως ο Κ. Σμίτ αποκτά σχεδόν μυθική σημασία), δηλαδή να αναστέλλει, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως είναι ο άμεσος κίνδυνος της εθνικής ασφάλειας, βασικά άρθρα του συντάγματος. Ο διάλογος θυμίζει τον. περίφημο διάλογο ανάμεσα στον Κέλσεν και τον Σμίτ για το «ποιος είναι ο φύλακας του συντάγματος».  Αφετηρία είχε άρθρο του Α.Μάνεση που ασκούσε κριτική στο σύνταγμα του 1975 και ιδιαίτερα στο άρθρο 48. Ο Κ.Τσάτσος απάντησε με την μελέτη «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η κατάσταση πολιορκίας κατά το Σύνταγμα» που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 24 και 25 Μάϊου 1975.

        Ο Α.Μάνεσης ήταν αντίθετος με το άρθρο 48 που πρόβλεπε  ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μπορούσε με δική του αποκλειστικά απόφαση, χωρίς να έχει προηγηθεί πρόταση του υπουργικού συμβουλίου ή απόφαση της Βουλής, να αναστείλει τα άρθρα του συντάγματος  που προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες σε περίπτωση «πολέμου, επιστρατεύσεως ένεκεν εξωτερικών κινδύνων ή σοβαράς διαταραχής ή εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας εξ εσωτερικών κινδύνων»[10].  Συμπεραίνει ότι «πρόκειται ασφαλώς για θεσμοθέτηση προσωρικής προεδρικής δικτατορίας που ανοίγει όμως, αντικειμενικά, το δρόμο για ενδεχόμενη νομιμοφανή μονιμοποίησή της»[11]. Ο Μάνεσης προτείνει ορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες ώστε στο πολίτευμα να μην διολισθήσει σε δικτατορία όπως το σχετικό προεδρικό διάταγμα να προσυπογράφεται από το υπουργικό συμβούλιο και από τον Πρόεδρο της Βουλής, αν είναι παρούσα η Βουλή να ζητείται ή άδεια της ή να ζητείται η έγκριση της ακόμη και αν έχει λήξει η περίοδο της[12].

       Στην απάντηση του ο Κ.Τσάτσος, αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του,  θα βρει την ευκαιρία να μιλήσει για την «μαχόμενη δημοκρατία  «το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι αν θα υπάρχουν έκτακτες εξουσίες σε εξαιρετικές περιστάσεις προκαλούμενες από εσωτερικούς κινδύνους αλλά σε ποιο όργανο θα πρέπει να ανατεθούν και πως να ασκούνται. Όλα τα σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα περιέχουν σχετικές διατάξεις και ενισχύουν την εκτελεστική  εξουσία, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να αντιδράση γρήγορα και αποφασιστικά σε τέτοιους κινδύνους. Η Δημοκρατία, σαν πολίτευμα που στηρίζεται στην άσκηση της εξουσίας από το λαό σύμφωνα με την αρχή της πλειοψηφίας και στην κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών, δεν μπορεί και δεν δικαιούται να παραμένη ουδέτερη σε κάθε βίαιη προσπάθεια καταλύσεως της ή ανατροπής της συνταγματικής τάξεως. Εκφράζει θετικά ένα ιδεολογικό πλαίσιο και ένα πολιτικό σύστημα για τη διατήρηση του οποίου γίνεται άμα χρειασθή μαχόμενη Δημοκρατία. Έτσι στην Γαλλία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος του 1958, σε περίπτωση διακοπής της κανονικής λειτουργίας των κρατικών εξουσιών αναλαμβάνει, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό,  έκτακτες αρμοδιότητες και μπορεί να πάρη όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επάνοδο στην ομαλότητα. Στην Γερμανία προβλέπεται υπό ωρισμένες προϋποθέσεις καταστάση νομοθετικής ανάγκης διάρκειας εξ μηνών κηρυσσόμενη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με πρόταση της κυβερνήσεως η οποία δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή (άρθρο 81). Το πρόβλημα στην ουσία του είναι πρόβλημα επιβίωσης της δημοκρατίας από τον κίνδυνο ανατροπής της. Το κύριο δε και καίριο ζήτημα είναι σε ποια πρόσωπα θα πρέπει να ανατεθούν οι έκτακτες εξουσίες, με ποίους όρους θα πρέπει να ασκούνται και επί πόσο χρόνο, είτε αυτοτελώς, είτε σε συνεργασία με τη Βουλή»[13].  Μάλιστα ο Κ.Τσάτσος προς επίρρωση των επιχειρημάτων του θα χρησιμοποιήσει την μελέτη του Α.Μάνεση «Το πρόβλημα της ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία»  που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου το 1962 και το παράδειγμα του απριλιανού πραξικοπήματος του 1967 «περί ποίας Βουλής και ποίου υπουργικού συμβουλίου θα ήτο δυνατόν να γίνη λόγος σε στιγμές αποφασιστικής αντιδράσεως σε μια πραξικοπηματική δικτατορία; Αν μέσα σε λίγες ώρες διακυβεύονται τα πάντα, η ελευθερία, η ζωή των πολιτών, το μέλλον της δημοκρατίας, δεν θα πρέπει να έχουμε δύο τουλάχιστον πρόσωπα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό, στα οποία να ανήκη το βάρος και η ευθύνη για μια σωτήρια αντίδραση;»[14] Προσθέτει δε ότι οι έκτακτες εξουσίες δεν υπερβαίνουν τον ένα μήνα  και αποκλειστικό σκοπό έχουν να αντιμετωπίσουν αυτούς, που κατά την μελέτη του Α.Μάνεση του 1962 «μεταχειρίζονται την ελευθερία για να την πολεμήσουν και να την καταλύσουν»[15].

    Ο Α.Μάνεσης θα απαντήσει με νέο άρθρο  στην «Καθημερινή» και εκτενέστερα στις πανεπιστημιακές  παραδόσεις του, όπου θα ισχυριστεί ότι κανένα από τα σύγχρονα δυτικοευρωπαϊκά συντάγματα  δεν  απονέμει στον αρχηγό του κράτους «έκτακτες εξουσίες αναστολής των προστατευτικών των ατομικών ή πολιτικών ελευθεριών διατάξεων, κηρύξεως της «καταστάσεως πολιορκίας» κ.τ.τ. για την αντιμετώπιση «εσωτερικών κινδύνων»[16]. Καταλήγει δε «οι συναφείς εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι αναγκαίες, σε όση έκταση προβλέπονται για την προάσπιση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος. Και αποβαίνουν ύποπτες, επειδή ακριβώς είναι περιττές»[17].

    Οι προβληματισμοί τόσο του Κ.Τσάτσου όσο και του Α.Μάνεση αναπτύσσονται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο  που διαμορφώθηκε  μετά το 1945 και το τέλος της κατοχής,  τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, την λειψή και προβληματική δημοκρατία που ακολούθησε, και έκλεισε με την επτάχρονη δικτατορία που κατέστειλε τις πολιτικές ελευθερίες του συνόλου του ελληνικού λαού. Οι αυξημένες εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας για την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης με την προσυπογραφή του υπουργικού συμβουλίου για εξωτερικούς κινδύνους και του Πρωθυπουργού για εσωτερικούς κινδύνους, που πρόβλεπε το  σύνταγμα του 1975, καταργήθηκαν  κατά την αναθεώρηση του 1986, με πρωτοβουλία της κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ, μεταφέροντας το ειδικό βάρος και το κέντρο του πολιτεύματος στον πρωθυπουργό. Σύμφωνα με την αναθεώρηση του 1986 την κατάσταση πολιορκίας μπορεί να την θέσει η Βουλή με απόφαση  των τριών πέμπτων,  ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης[18], όταν υπάρξει άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας.

 

Ο τρίτος διάλογος ξεκίνησε με την μελέτη του Α. Μάνεση «Κριτικές σκέψεις για την έννοια και την σημασία του Δικαίου», που δημοσιεύθηκε το 1980 στον τιμητικό τόμο – αφιέρωμα στον Κ. Τσάτσο (σελ. 363 – 457) και συνεχίστηκε με την μελέτη του Κ. Τσάτσου: Η έννοια του θετικού δικαίου, που δημοσιεύθηκε, το 1985, στο αφιέρωμα στον Α. Λιτζερόπουλο (τόμος Β΄, σελ. 539- 573). Όπως γράφει ο Τσάτσος οι σκέψεις του, επηρεασμένες από τους νεοκαντιανούς Ρίκερτ και Νάτορπ, δεν διεκδικούν πρωτοτυπία, «Διεκδικούν όμως συνέπεια και ενότητα και σύνθεση, στη σφαίρα του δικαίου, ποικίλων θεωριών, των οποίων δεν έχει ίσως ως τώρα διαπιστωθή η ενότητα. Επί πλέον, αντιμετωπίζουν, πιο καθαρά, μερικές μεταγενέστερες και πρόσφατες ακόμη παρανοήσεις των απόψεων μου»[19]. Θα επιμείνει επίσης στην ύπαρξη απόλυτων αξιών, και απόλυτων δεόντων, αλλά «οι τρόποι οι ειδικοί με τους οποίους αυτά πραγματοποιούνται είναι επίσης δέοντα σχετικής αξίας»[20]. Πιστεύει ότι η κοινωνική ζωή είναι αδύνατη, χωρίς «ετερονομία», δηλαδή χωρίς εξουσία και την διάκριση ανάμεσα στους εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους[21]. Θα επαναλάβει μάλιστα ότι οι συντηρητικές δυνάμεις στερούνται κοσμοθεωρίας και είναι ευδαιμονιστικές και αισθησιοκρατικές όπως και οι αντίπαλοί τους. Χωρίς δυσκολία θα αντιπαρατεθεί με την μαρξιστική ερμηνεία της δέσμευσης των στοιχείων της υπερδομής από την υποδομή - δηλαδή τις παραγωγικές σχέσεις - επισημαίνοντας την αμφίδρομη σχέση τους όπως φαίνεται από τον κυρίαρχο ρόλο του πουριτανισμού στην διαμόρφωση του καπιταλισμού σύμφωνα με τον Μ. Βέμπερ[22] . Ο Μάνεσης επηρεασμένος από τον Ν. Πουλαντζά αφενός στοχεύει στον περιορισμό της κρατικής εξουσίας υπέρ των εξουσιαζόμενων, αφετέρου αναδεικνύει την σημασία του πλουραλισμού και την αναγκαιότητα να εμπλουτιστεί ο νομικός θετικισμός από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, δεδομένου ότι το δίκαιο «υλοποιεί νομικά μια σχετική εξισορρόπηση αντιτιθέμενων ταξικών ιδίως συμφερόντων που αντιστοιχούν πάντως σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων» [23]. Ο Κ.Γιαννακόπουλος αναφέρεται επίσης στην μελέτη του Α.Μάνεση που διαβάστηκε στο συνέδριο των 30 χρόνων της σχολής Ν.Ο.Ε του Α.Π.Θ  όπου μεταξύ άλλων διατυπώνεται η αντιτίθεση στην σταλινική μηχανιστική ερμηνεία της σχέσης βάσης-υπερδομής «αυτό όμως δεν σημαίνει  ότι το δίκαιο, η έννομη τάξη, είναι απλή αντανάκλαση των οικονομικών-παραγωγικών σχέσεων, όπως νομίζεται από μια απλοϊκή μηχανιστική υπεραπλουστευτική αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ οικονομικής υποδομής και νομικοπολιτικής υπερδομής. Το κρατούν κοινωνικοοικονομικό  σύστημα θέτει απλώς τα πλαίσια μέσα στα οποία διαμορφώνεται το δίκαιο. Οι σχέσεις τους όμως είναι αμφίδρομες. Η νομικοπολιτική υπερδομή, δηλαδή το δίκαιο και το κράτος, διαθέτουν μια σχετική αυτονομία. Γι’ αυτό και μπορούν να επενεργούν αναδραστικά πάνω στην κοινωνιοικονομική υποδομή. Έτσι, το δίκαιο -οι νομικοί κανόνες- δεν είναι μόνο διαπιστωτικοί, αλλά σε ορισμένες συγκυρίες, μπορούν να αποβούν και διαπλαστικοί κοινωνικών σχέσεων. Υποδομή και υπερδομή συναπαρτίζουν μια διαλεκτική ενότητα, στο πλαίσιο της οποίας αλληλεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται (όπως κατέδειξε ιδίως ο Γκράμσι)…Ιδιαίτερα σε ιστορικές φάσεις μεταβατικές, όπως συμβαίνει να είναι η εποχή μας, ορισμένοι νομικοί κανόνες και θεσμοί δεν εξυπηρετούν μόνο-και πέρα από ένα σημείο δεν εξυπηρετούν πια- την κυρίαρχη τάξη που τους έχει θεσπίσει. Μπορούν να λειτουργήσουν αντίστροφα εναντίον της και από εργαλεία επιβολής της εξουσίας των κρατούντων να χρησιμοποιηθούν σαν μέσα περιστολής, αποδυνάμωσης και έμπρακτης αμφισβήτησης της εξουσίας τους εκ μέρους των αρχομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συνταγματικοί κανόνες που προστατεύουν τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα: αν αρχικά, όταν θεσπίστηκαν, ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης, σήμερα τείνουν να στραφούν εναντίον της στο βαθμό που η άσκηση τους προωθεί τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών και διακυβεύει την κυριαρχία της. Έτσι εξηγείται και η σύγχρονη τάση για περιστολή, αναστολή ή κατάλυση των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών εκ μέρους των κρατούντων. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το δίκαιο -η έννομη τάξη- παράλληλα με τις δυο βασικές λειτουργίες του, τη ρυθμιστική -καταναγκαστική και την ιδεολογική- νομιμοποιητική, είναι και «χώρος» (πεδίο) διεξαγωγής των κοινωνικοπολιτικών ανταγωνισμών: είναι ο χώρος όπου συγκρούονται τα προνόμια των κρατούντων και οι διεκδικήσεις των εξουσιαζομένων»[24].

Ορθότατα ο Κ.Γιαννόπουλος συμπεραίνει: «διαβάζοντας κανείς σήμερα κείμενα των δύο ανδρών τα οποία πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας το 1980 και το 1985, εντυπωσιάζεται από το υψηλό επίπεδο του διαλόγου. Κι οι δυο συνομιλητές έχουν συναίσθηση ότι το ποτάμι της ιστορίας που κύλησε από τότε που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ανακάλυψαν το διάλογο δεν κύλησε επί ματαίω. Τόσο ο λόγος του Α.Μάνεση ο οποίος πρωτοξεκίνησε το διάλογο, όσο και ο αντίλογος του Κ.Τσάτσου ο οποίος προκάλεσε και συνέχισε το διάλογο, διακρίνονται για το υψηλό επίπεδο στο οποίο στάθηκαν και οι δύο, για να αντιμετωπίσουν όχι μόνο το ακτικείμενο του διαλόγου αλλά και το πρόσωπο του συνομιλητή τους. Με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και σεβασμό. Δίδαξαν παιδεία σε ένα λαό που από τη παιδεία του -να ένα ακόμη ενδιαφέρον αντικείμενο διαλόγου!- δεν έχει συνηθίσει να διαλέγεται»[25]. Για να συμπληρώσει ότι ο διάλογος αυτός δεν εμφανίζει τις συνηθισμένες παθολογικές σκιές καθώς «για του λόγου το ασφαλές περιοριζόμαστε να παραθέσουμε μια υποσημείωση που ο Κ.Τσάτσος καταχώρησε στη σελίδα 540 της απάντησής του προς τον Α.Μάνεση: «Ιδιαιτέρως συνιστώ τη δημοσιευμένη στο «Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο» μελέτη του καθηγητή Αριστόβουλου. Μάνεση «Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία του δικαίου». Στη μελέτη αυτή θα βρη ο Έλληνας αναγνώστης την αρτιώτερη βιβλιογραφία και μια φωτεινή ανάπτυξη του προβλήματος που μας απασχολεί από μια κατά βάσιν μαρξιστική οπτική γωνία»…Με άλλα λόγια δεν σημαίνει ότι ο Κ.Τσάτσος έπαυσε να θεωρεί τον Α.Μάνεση άξιο συνομιλητή από μόνο το γεγονός ότι ο τελευταίος έχει διαφορετική άποψη από εκείνον. Δεν πρόκειται για μεγαθυμία της στιγμής. Πρόκειται για γνήσια φιλοσοφική στάση που ξεκινάει από την ορθή Σωκρατική θέση ότι είμαστε διώκτες της (καθ΄ημάς) πλάνης του άλλου και διώκτες του (καθ’ ημάς) πλανώμενοιυ συνομιλητή μας»[26].

Ο Α.Μάνεσης στον λόγο που εκφώνησε κατά την επίσημη υποδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών στις 7.12.1993 μεταξύ άλλων είπε: «υπάρχουν όμως και ορισμένοι Ακαδημαϊκοί απόντες προς τους οποίους στρέφεται συγκινημένη η σκέψη μου: Προς τον αείμνηστο φιλόσοφο του Δικαίου, διατελέσαντα και Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο, ο οποίος από το 1985, δυο χρόνια πριν  πεθάνει, μου είχε πει- καθώς και άλλοι σήμερα παρόντες, ήδη συνάδελφοι σεβαστοί –“σας θέλουμε στην Ακαδημία”».[27]



[1] Κ.Τσάτσος, Μελέται φιλοσοφίας του Δικαίου, τόμος ΙΙ, επιμέλεια Μ.Καράση, εκδόσεις Α.Ν.Σάκκουλα,2008, σελ. 438.

[2] Ό. π. σελ.438.

[3] Ό. π. σελ.438.

[4] Ό. π σελ. 438,439.

[5] Κωνσταντίνος Γερ. Γιαννόπουλος, Κ.Τσάτσος-Α.Μάνεσης, ΔΙΑΛΟΓΟΣ τον οποίο αξίζει να συνεχίσουμε- η διαλεκτική σύνθεση των ιδεών του Καντ και του Μαρξ στον ελληνικό νομικό χώρο και η συνταγματική οργάνωση του Κράτους, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ.138,139.

[6] Ό. π. σελ.139.

[7]  Κ.Τσάτσος, Μελέται φιλοσοφίας του Δικαίου, τόμος ΙΙ, επιμέλεια Μ.Καράση, εκδόσεις Α.Ν.Σάκκουλα,2008, σελ. 439.

[8] Κωνσταντίνος Γερ. Γιαννόπουλος, Κ.Τσάτσος-Α.Μάνεσης, ΔΙΑΛΟΓΟΣ τον οποίο αξίζει να συνεχίσουμε- η διαλεκτική σύνθεση των ιδεών του Καντ και του Μαρξ στον ελληνικό νομικό χώρο και η συνταγματική οργάνωση του Κράτους, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ. 148..

[9]  Ό.π.σελ.119.

[10] Ό. π. σελ.162.

[11] Ό. π. σελ.164.

[12] Ό. π. σελ. 165.

[13] Ό. π. σελ. 166,167.

[14] Ό. π. σελ.168.

[15] Ό. π. σελ.168.

[16] Ό. π. σελ. 171.

[17] Ό. π. σελ.174.

[18] Ό. π. σελ. 189.

[19] Ό. π. σελ.224.

[20] Ό. π. σελ.225.

[21] Ό. π. σελ. 229,230,248.

[22] Ό. π. σελ.247.

[23] Ό. π. σελ. 263.

[24] Ό. π. σελ. 213.

[25] Ό. π. σελ. 265, 266.

[26] Ό. π. σελ.268.

[27] Ό. π. σελ.334.


Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Κωνσταντίνος Τσάτσος και Δημήτρης Γληνός: ο διάλογος



 


Το 1933 θα διεξαχθεί ένας έντονος διάλογος ανάμεσα στον Κ. Τσάτσο και τον Δ. Γληνό, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος του στα γυμνασιακά του χρόνια[1]. Ο Τσάτσος θα αρθρογραφεί στο περιοδικό του Σ. Μελά «Ιδέα» και ο Δ. Γληνός στο θεωρητικό έντυπο του Κ.Κ.Ε. «Νέοι Πρωτοπόροι». Πρόκειται για τα άρθρα του Δ.Γληνού «Απάντηση σε θεληματικές απορίες» (Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 3-4, Μάρτης-Απρίλης 1933, σελ.106 - 107) και το «Ο φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα» (Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 7, Ιούλης 1933, σελ.213 - 215). Ένα από τα κύρια  χαρακτηριστικά  του διαλόγου θα είναι η αποτύπωση  στοιχείων μεταπρατισμού, καθώς ο μεν Τσάτσος μεταφέρει σε ένα βαθμό την επιχειρηματολογία του νεοκαντιανισμού, ενώ ο Γληνός αυτή του σοβιετικού (σταλινικού) μαρξισμού με έναν τρόπο μάλιστα αποκλειστικό.

Το παράδοξο είναι ότι ο Δ.Γληνός στο δοκίμιο του «Γυναικείος ανθρωπισμός» εντόπισε το πρόβλημα αυτό σε όλες τις διαστάσεις του, την αδυναμία παραγωγής εγχώριας πρωτότυπης σκέψης και την υποκατάστασή της με ξένα δάνεια: «μεταφέρομε, όπου το μεταφέρομε, απλώς το γράμμα της ευρωπαϊκής επιστήμης, το σκελετώδικο περιεχόμενο, μας ξεφεύγει η σκέψη, ο ζωτικός χυμός. Και ή περιοριζόμαστε σαυτό το γράμμα και, ως  προς την ανώτερη σκέψη, τη θεωρητική πρωτότυπη επεξεργασία, που μόνη δίνει σάρκα και ζωή στο σκελετό, μεταβάλλομε τον εγκέφαλό μας σε παγωμένο βάτραχο, ή καλοκαθισμένοι άνετα μέσα στα πάτρια παίρνομε εχθρική αρνητική στάση σε κάθε τι, που έρχεται να μας υπενθυμίση τα δικαιώματα της ζωής και να λειώση τους διανοητικούς μας πάγους. Και τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Το ρεύμα της ξένης ζωής εισβάλλει ορμητικό, ασυγκράτητο, ανεξέλεγκτο και αρρύθμιστο και η Ελληνική κοινωνία παρουσιάζει πραγματικά το φαινόμενο τυφλής και αλόγιστης ξενομανίας, τα οικτρά συμπτώματα καθαρώτατου πιθηκισμού πέρα για πέρα (ακόμη και ο αρχαϊσμός, η προγονοπληξία, ο ψευτοκλασικισμός είναι μια μορφή αυτού του πιθηκισμού). Αυτό είναι το θεμελιώδες έγκλημα των διανοητικών αρχηγών απέναντι του λαού αυτού, προικισμένου μόλα ταύτα από τη φύση με κάποια εξαιρετικά χαρίσματα»[2].

Ο Τσάτσος θα διατυπώσει την θέση που θα ακολουθήσει με συνέπεια σε όλη την διαδρομή του, ότι δηλαδή η ιδεοκρατία όχι μόνο δεν είναι σε αρμονία με την κεφαλαιοκρατία, όχι μόνο δεν την εξυμνεί, αλλά βρίσκεται σε βαθιά και ασυμφιλίωτη αντίθεση μαζί της. Επειδή δεν περιορίστηκε στον νεοκαντιανισμό αλλά χρησιμοποίησε συστηματικά τον όρο ιδεοκρατία που μπορεί να περιλάβει τόσο τον Πλάτωνα όσο και τον Χέγκελ, δημιουργήθηκε μια σειρά παρεξηγήσεων και λανθασμένων εντυπώσεων. Παρόλα αυτά ο νεοκαντιανισμός, που είναι το κυρίαρχο στοιχείο της σκέψης του, οδήγησε στην Δυτική Ευρώπη στην πολιτική μετριοπάθεια και  στην μεσότητα, στην υπεράσπιση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έναντι των αυταρχισμών και των ολοκληρωτισμών και τελικά στην επιλογή του δημοκρατικού σοσιαλισμού.

Ο Γληνός θεωρεί ότι ο αντικαπιταλισμός μπορεί να αντιστοιχηθεί λογικά και να αναπτυχθεί μόνο στα όρια του μαρξισμού-λενινισμού. Πιο συγκεκριμένα αντικαπιταλισμός με επιτυχή κατάληξη την αταξική κοινωνία  μπορεί να υπάρξει θεωρητικά και πρακτικά μόνο εντός της σοβιετικής – σταλινικής ειδικότερα - ερμηνείας του. Στα πλαίσια αυτά το «πνεύμα» και οι μορφές του αποτελούν υπερδομή των παραγωγικών σχέσεων και εξαρτάται αιτιακά και αποκλειστικά από αυτές. Δεν  υπάρχει στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης, καμία επιφύλαξη, καμία ένδειξη αυτοκριτικής, ούτε διάθεση να εξεταστεί- όπως γίνεται αργότερα από άλλους μαρξιστές όπως ο Ν.Πουλαντζάς- αν η «υπερδομή» δηλαδή το κράτος, η εκπαίδευση, οι πολιτικοί θεσμοί, η παράδοση, η θρησκεία με την σειρά τους επιδρούν  στην «υποδομή», στην «βάση» θεμελιώνοντας με αυτό τον τρόπο μια αμφίδρομη σχέση, όπου η οικονομία και η εξέλιξη της τεχνικής είναι παράμετροι μιας πολυπαραγοντικής συνάρτησης και όπου αναγνωρίζεται τελικά η αυτονομία του κράτους από τις παραγωγικές δυνάμεις.

Βεβαίως, ο Γληνός, δεν εξετάζει κατά ποσό οι ίδιοι οι κλασσικοί του μαρξισμού-λενινισμού  εισάγουν κάποιες εξαιρέσεις σε ένα δήθεν στεγανό ιδεολογικό ρεύμα.  Για παράδειγμα η λενινιστική σκέψη ότι τα συνδικάτα από μόνα τους δεν μπορούν να φτάσουν παρά μόνο σε αιτήματα μεταρρυθμιστικά, ενώ η επαναστατική ιδεολογία θα πρέπει να εισαχθεί σε αυτά  από έξω, από το κόμμα και τους διανοούμενους του, σημαίνει ότι τελικά το «είναι» δεν καθορίζει το «συνειδέναι» -δηλαδή η πραγματικότητα την ιδεολογία-  αλλά το αντίστροφο η ιδεολογία προσδιορίζει την εξέλιξη του πραγματικού κόσμου.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι πως ο ίδιος Ένγκελς επέκρινε την υπερβολική απόδοση σημασίας στην οικονομία. Ο Φ.Ενγκελς στην επιστολή του Μπλόχ (Λονδίνο 21,22 Σεπτέμβρη 1890) γράφει μεταξύ άλλων:

 

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ΄αποτελέσματα της - τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε, κτλ -οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξη τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλ. των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρυνή ή τόσο αναπόδειχτη, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μην τη λογαριάζουμε). Διαφορετικά, η εφαρμογή της θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα ήταν , μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής πρωτοβάθμιας εξίσωσης...Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ' ό,τι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ»[3]  

Δεν θα επιμείνουμε περισσότερο γιατί ίσως ξεφεύγουμε από το θέμα μας. Να επισημάνουμε μόνο ότι μεταπολεμικά  το έργο του Κ.Καστοριάδη αποσαφήνισε τις σημαντικότερες  πλευρές του μαρξικού έργου και το έκρινε με τρόπο βαθύ και πιστικό. Μεταξύ άλλων τονίζει ότι «πολιτισμοί και αυτοκρατορίες ιδρύθηκαν και διαλύθηκαν, στη διάρκεια χιλιετηρίδων, πάνω στις ίδιες τεχνικές «υποδομές»…Αυτά που είπαμε δείχνουν ότι δεν υπάρχει, ότι δεν υπήρξε ποτέ, αδράνεια καθ’ εαυτήν της υπόλοιπης κοινωνικής ζωής, ούτε προνόμιο παθητικότητας των «υπερδομών». Οι υπερδομές δεν αποτελούν τίποτε άλλο από ένα ιστό κοινωνικών σχέσεων, που δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο «αδρανείς» από τις άλλες – και εξίσου «προσδιορισμένες» από την υποδομή όσο κι εκείνη από αυτές, αν το ρήμα «προσδιορίζω» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει τον τρόπο συνύπαρξης των διαφόρων στιγμών ή πλευρών των κοινωνικών δραστηριοτήτων»[4].

.

Η αντικαπιταλιστική ρητορική του Τσάτσου, καθώς είναι  εδραιωμένη αυστηρά στα πλαίσια της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού και αποκλείει την προσφυγή στους ολοκληρωτισμούς, αφαίρεσε το αξιακό πλαίσιο νομιμοποίησης ενός ακραίου φιλελευθερισμού σε μια εποχή άλλωστε κρίσης του, που  μεσουρανούσε ο Κεϋνς, ο Ρούσβελτ στις ΗΠΑ δημιουργούσε το κοινωνικό κράτος, ενώ η λήξη του β’ παγκοσμίου πολέμου κατέστησε κυρίαρχη την πεποίθηση ότι η απουσία ισχυρού κεφαλαίου καθιστούσε απαραίτητη την δράση του κράτους σε ορισμένους τομείς της οικονομίας όπως η παραγωγή ενέργειας, ενώ κρίθηκε επιβεβλημένη οι εργαζόμενοι και οι μισθωτοί να λάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί από την επερχόμενη ανάπτυξη.  Από αυτή την πλευρά οι σκέψεις του Κ.Τσάτσου ήταν ώριμα αιτήματα της εποχής του αλλά και της εξέλιξης της χώρας μας.

Από την άλλη πλευρά ο Γληνός ακολουθώντας τον σταλινικό μαρξισμό  αναπαρήγαγε άκριτα τα επιχειρήματα του, ερήμην συχνά  της εμπειρικής πραγματικότητας, η οποία όμως τότε πιθανόν δεν του ήταν γνωστή σε όλες τις διαστάσεις της, όπως «η βία είναι φαινόμενο κοινωνικό, που συνυπάρχει με την ταξική κοινωνία και την εκμετάλεψη και δε θα λείψει παρά μόνο, όταν θα λείψουν οι κοινωνικές τάξεις και η εκμετάλλευση.  Η αστική βία είναι μέσο για να διατηρηθεί η αστική τάξη στην κυριαρχία της, άρα για να διαιωνίζεται η εκμετάλεψη και η βία. Η αστική βία ασκείται για να διατηρηθεί η κυριαρχία των εκμεταλευτών. Η κομουνιστική βία είναι εντελώς διαφορετική. Η διχτατορία του προλεταριάτου είναι κατάσταση μεταβατική προς την αταξική κοινωνία, όπου η βία θα γίνει περιτή, γιατί δεν θα υπάρχουν εκεί κυρίαρχοι και σκλάβοι, εκμεταλευτές και θύματα. Η  κομουνιστική βία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την τελειωτική κατάλυση της βίας»[5], που θυμίζουν άλλα τα οποία ισχυρίζονται για παράδειγμα, ότι στην δικτατορία του προλεταριάτου το κράτος θα ενισχυθεί στο μέγιστο βαθμό πριν μαραθεί και εξαφανιστεί, που όλα έχουν κοινή έμπνευση και προέλευση, την εγελιανή- μαρξιστική διαλεκτική όπου η θέση περιέχει και την αντίθεσή της. Στο κείμενο αυτό είναι έντονο το εσχατολογικό, προφητικό στοιχείο και θεωρείται βέβαιο και αναπόφευκτο ότι παρά τα αιματηρά επεισόδια  ή και τις οπισθοδρομήσεις η ιστορία θα καταλήξει  στην  κοινωνία δίχως τάξεις, όπου ο άνθρωπος θα έχει αλλάξει ριζικά και θα έχουν εξαλειφθεί οι λόγοι της βίας και του κράτους. Βέβαια αν προβληματιζόταν περισσότερο  ή αν είχε πληρέστερη ενημέρωση, θα έβλεπε ότι στην Σοβιετική Ένωση που θαύμαζε, επιβεβαιώνονταν όλες οι δυσοίωνες προβλέψεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ ως συνέπεια της κατάργησης της εσωκομματικής δημοκρατίας, του πολυκομματισμού και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Ένα πανίσχυρο ολοκληρωτικό κράτος δημιουργήθηκε με επικεφαλής τον Στάλιν, που στα στρατόπεδα συγκέντρωσης  και στις δίκες της Μόσχας  δεν εξόντωσε μόνο τους αντίπαλους, τους μενσεβίκους, σοσιαλεπαναστάτες κλπ, αλλά σχεδόν όλη την πρώτη φουρνιά των μπολσεβίκων και ιστορικά στελέχη όπως τον Ζηνόβιεφ, τον Κάμενεφ, τον Μπουχάριν, τον Τρότσκι αλλά και Έλληνες κομμουνιστές όπως ο παλαιότερα γραμματέας του ΚΚΕ  Ανδρόνικος Χάιτας, και ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ένας πρόσωπο μυθικό για τους Έλληνες κομμουνιστές. Ο κατασταλτικός μηχανισμός του σοβιετικού κράτους χρησιμοποιήθηκε  για την εδραίωση της νέας τάξης, της γραφειοκρατίας. Δεν βαρύνετε μόνο με τα εκατομμύρια νεκρών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή την στρατιωτικοποίηση της εργασίας που ήταν όνειρο όχι μόνο του Στάλιν αλλά του Τρότσκι, αλλά και την πρόκληση μεγάλου αριθμού θυμάτων σε έθνη όπως το ουκρανικό, και σε κοινωνικές ομάδες όπως οι αγρότες με την δημιουργία τεχνικού λοιμού.

Βεβαίως  είναι ο Γληνός   αυτός που με το αδιάλλακτο κείμενο του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», που δεν υπολειπόταν σε φλογερό πατριωτισμό τα κείμενα του Τσάτσου, ενέπνευσε ένα ηρωικό λαϊκό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα[6].

 Ο Δ.Γληνός στο άρθρο του με τον τίτλο «Απάντηση σε θεληματικές απορίες (περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», φύλλο 3-4, Μάρτης- Απρίλης 1933, σελ.106-107) ανταπαντά σε άρθρα του Κ.Τσάτσου που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ιδέα» του Σπύρου Μελά και είχαν αφορμή προηγούμενο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στους «Νέους Πρωτοπόρους» τον Δεκέμβρη του 1932(σελ.424). Το άρθρο ξεκινά επιθετικά και πατερναλιστικά «με τον κ.Τσάτσο, που υπογράφει το δεύτερο σημείωμα, θα επιθυμούσα πολύ να συζητήσω καλόπιστα και να φτάσω σε κάποια συνενόηση, αν είτανε μπορετό. Γιατί βαθιά λυπάμαι, άμα βλέπω νέους σαν τον Τσάτσο να γίνουνται όργανα της πιο μαύρης και ύπουλης αντίδρασης…Ανήκουμε σε πολύ διαφορετικούς κόσμους και, καθώς φαίνεται, δε μιλήσαμε την ίδια γλώσσα»[7]. Στην συνέχεια διατυπώνει, ως αξίωμα που δεν έχει λόγο εμπειρικής απόδειξης ή διάψευσης,  τον καθορισμό της υπερδομής από την βάση, δηλαδή της ιδεολογίας, της επιστήμης, του δικαίου από την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων «η βασική ιδέα του άρθρου μου εκείνου είναι η ακόλουθη. Η επιστήμη και η φιλοσοφία, σαν ένα μέρος από το πνευματικό εποικοδόμημα της  κοινωνίας, υπόκεινται στην κοινωνική αιτιότητα. Δεν είναι κάτι ανεξάρτητο, ιδιόνομο και αναιτιολόγητο στη μορφή, που παίρνουνε και στο περιεχόμενο που έχουνε κάθε φορά. Καθορίζονται από την κοινωνική τοποθέτηση και τα συμφέροντα της τάξης, που είναι κάθε φορά, σε κάθε ιστορική στιγμή, φορέας της επιστήμης  και της φιλοσοφίας. Η βασική αυτή αρχή του ιστορικού ματεριαλισμού αποδείχνεται από την ιστορική εξέλιξη και μια εφαρμογή της αρχής αυτής για την περίοδο από τα 1900 ως σήμερα, φυσικά μέσα σε πολύ γενικές γραμμές και στα όρια ενός τρισέλιδου άρθρου, είτανε το κομμάτι αυτό της μελέτης μου»[8].

Ο Γληνός δεν ήταν σε θέση, ή δεν επιθυμούσε να κατανοήσει  ότι ο νεοκαντιανισμός έχοντας ως βασική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι σκοπός και όχι μέσο, τροφοδότησε ενεργά, ειδικά στην Γερμανία,  την σκέψη που κατέληξε στην ενίσχυση του δημοκρατικού σοσιαλισμού και αντιτάχθηκε στον ανερχόμενο εθνικοσοσιαλισμό, για αυτό γράφει: «όλοι οι ιδεοκρατικοί φιλόσοφοι και οι νεοκαντιανοί φιλόσοφοι, για να περιοριστούμε στις ροπές, που τον ενδιαφέρουνε περισσότερο, υπηρετούνε σήμερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης»[9].

Το δεύτερο άρθρο του Γληνού με τον τίτλο «ο φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», φύλλο 7, Ιούλης 1933, σελ.213-215 είναι περισσότερο επιθετικό και άδικο προς τον Κ.Τσάτσο

Η κυριότερη κατηγορία που εγείρει ο Γληνός κατά του Τσάτσου με αποτέλεσμα να λήξει άδοξα ο διάλογος, είναι ότι δεν αντιπροσωπεύει την αστικοδημοκρατική ιδεολογία, αλλά την ελληνική εκδοχή του φασισμού, την ελληνική διατύπωση της σύνθεσης που επιχείρησε ο Ιταλός θεωρητικός του φασισμού Τζιοβάνι Τζεντίλε ανάμεσα στην εγελιανή ιδεοκρατία και τον αντικαπιταλισμό, η οποία συγχρόνως ισχυριζόταν ότι αντιπροσώπευε την πραγματική ελευθερία. Ο Γληνός γράφει: «Η ιδεοκρατία του κ. Τσάτσου είναι η ιδεοκρατία του φασισμού. Ο κ. Τσάτσος είναι εθνικιστής αλά Μουσολίνι, είναι αντικεφαλαιοκράτης αλά Χίτλερ, είναι οπαδός των απόλυτων αξιών, είναι λάτρης του “πολιτισμού” και του ανθρώπινου πνεύματος. Να τι λέει ο Τζιοβάνι Τζεντίλε: “Ο φασισμός είναι ιδεοκρατικός: δοξάζει τις ιδανικές αξίες (οικογένεια, πατρίδα, πολιτισμό, ανθρώπινο πνεύμα) σαν ανώτερες από κάθε αξία εφήμερη και τυχαία”(σελ. 59)».[10] Οι κατηγορίες έχουν ένα πρόσθετο βάρος, αν σκεφτούμε ότι εκτοξεύονται από τον δάσκαλο προς τον μαθητή του.

Το ατόπημα του Δ.Γληνού είναι διπλό: αφενός χρησιμοποιεί τους χειρότερους χαρακτηρισμούς ενάντια σε ένα μαθητή του, αφετέρου τους χρησιμοποιεί κατά ενός στοχαστή παρότι πιθανότατα κατανοεί  ότι είναι ανυπόστατοι και άδικοι, αφού δεν μπορεί να μην γνωρίζει ότι ο Κ.Τσάτσος  βρισκόταν στο κέντρο του βενιζελισμού, συμμετείχε στους αντιμοναρχικούς αγώνες και υπήρξε συνεργάτης και επιστήθιος φίλος του πρώτου Έλληνα σοσιαλδημοκράτη, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Πως θα αισθανόταν άραγε όταν μερικά χρόνια αργότερα  ο Κ.Τσάτσος θα συλληφθεί και θα εξοριστεί από την δικτατορία Ι.Μεταξά; Την συμπεριφορά  αυτή θα πρέπει να αποδώσουμε σε δύο λόγους: πρώτα στην τακτική του σταλινισμού  ο οποίος για ένα τουλάχιστον διάστημα πριν την προσχώρηση στην τακτική των «λαϊκών μετώπων»   θεωρεί την σοσιαλδημοκρατία ως «σοσιαλφασισμό» ,δεύτερο στην ολοκληρωτική νοοτροπία που επιδιώκει να εξαφανίσει ηθικά και πολιτικά τον αντίπαλο ή αυτόν που είχε διαφορετική άποψη και για αυτό δεν ορρωδεί στην χρήση υβριστικών χαρακτηρισμών όπως φασίστας κλπ. όσο αναληθείς και ανυπόστατοι και να είναι.

Ο διάλογος από πλευράς Γληνού δεν επεκτάθηκε στο κύριο έργο του Τσάτσου, ούτε ασχολήθηκε στην πρωταρχική σημασία που αποδίδει στην ελευθερία, ούτε στην επιρροή που δέχθηκε από τον Αυστριακό συνταγματολόγο Χάνς Κέλσεν που υπερασπίστηκε μαχητικά την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επίσης δεν αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Κ.Τσάτσος στο «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών» (έτος Δ’,τεύχος 1-4,1933) δημοσίευσε την μελέτη, όχι για τον Τζεντίλε, αλλά για  το «Έργο του Giorgio del Vecchio», ο οποίος εκτός από σημαντικός νομικός και πρύτανης του Πανεπιστημίου της Ρώμης, διορισμένος από την φασιστική κυβέρνηση Μουσολίνι, υπήρξε όπως σημειώνει ο Κ.Τσάτσος «δύο έτη προ της εγκαθιδρύσεως του φασισμού εκ των δρώντων μελών αυτού, διορισθείς εις διαφόρους σημαντικάς θέσεις της φασιστικής οργανώσεως»[11], ενώ συμπεραίνει «φαίνεται όμως ότι αι απόψεις του del Vecchio ευρίσκουν την αρτιωτέραν των πραγματοποίησιν εν τη φασιστική οργάνωσει του κράτους»[12].

Βεβαίως ο Γληνός, ακολουθώντας και σε αυτό το θέμα την σταλινική γραμμή, αποδοκιμάζει τον μοντερνισμό και τις τεχνοτροπίες που ενέπνευσε όπως τον κυβισμό και τον φουτουρισμό ως «φορμαλιστικές» και όπου «το περιεχόμενο μηδενίζεται για να αντικειμενοποιηθεί μια υποκειμενική αντίληψη της φόρμας. Η πραγματικότητα διαλύεται και παραμορφώνεται σε αυθαίρετη σύνθεση από επιφάνειες και χρώματα. Οι τεχνοτροπίες αυτές είναι καθαρά αντιδραστικές, αφού πηγάζουν από την ανάγκη να μας κρατήσουν όξω από την κοινωνική πραγματικότητα ή να την υποκαταστήσουνε με κάποιαν άλλη ή να την παραμορφώσουν υποκειμενικά»[13].  Σε αυτό το σημείο με τις αντίστοιχες κριτικές του Κ.Τσάτσου προς τον μοντερνισμό, ειδικά στον διάλογο με τον Σεφέρη όπου τον επικρίνει για σχετικισμό. 

Ο Κ. Τσάτσος εν τω μεταξύ θα υποστηρίξει: «Πιστεύει ο κ. Γληνός πως με τη δικτατορία των αδικημένων, με την άσκηση της βίας των λίγων ή των πολλών, θ’ ανέβει προς την αταξική κοινωνία. Εμείς πιστεύουμε πως κατρακυλάει προς μίαν άλλη ταξική κοινωνία. Ο κ. Γληνός λυπάται γιατί ανήκω στην αντίδραση. Η ιδεοκρατία ανήκει στην αντίδραση των κομμουνιστικών μέσων, όχι στην αντίδραση των σκοπών. Ανήκει και στην αντίδραση της θεωρίας του φυσικού και του ιστορικού υλισμού, όχι στην αντίδραση της αταξικής κοινωνίας …Τολμώ να πω πως τίποτε δεν αντιτίθεται τόσο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατούμενη κοινωνία όσο η ιδεοκρατική “περί πολιτείας” ιδέα. Η κεφαλαιοκρατία δεν μπορεί να γεννήσει κατά την αντικειμενικήν αιτιοκρατία που επικαλείται ο κ. Γληνός, παρά μόνο τον εμπειρισμό, τον θετικισμό, τον ψυχολογισμόν, όλες αυτές τις αποχρώσεις του υλισμού. Ανήκει στη δική του θεωρητική σφαίρα. Η ιδεοκρατία αντιμάχεται στη θεωρία κάθε υλισμό, γιατί κάθε υλισμός, και ο κεφαλαιοκρατικός, χτυπάει την προτεραιότητα της νόησης, αντιμάχεται στην πράξη τον κοινωνικό και τον ατομικό ευδαιμονισμό που είναι το ψυχολογικό υπόβαθρο του κεφαλαιοκράτη. Η ιδεοκρατία δεν είναι προ – είναι μετακομμουνιστική φιλοσοφία. Είναι εκείνη που θα ασπασθεί και ο κ. Γληνός, αν κάποτε νομίσει πως μπορεί να βγει από τη μεταβατική περίοδο, για να μπει στον δίκαιο κοινωνικό κόσμο που είναι κοινός σκοπός μας».[14]

Οι απόψεις αυτές, ούτε είναι περιστασιακές,  ούτε  αποτελούν νεανικό ατόπημα του Κ. Τσάτσου, που στην συνέχεια θα εγκαταλείψει. Αντίθετα όπως θα δούμε, στα έργα της ωριμότητας του, παρόμοιες σκέψεις θα διατυπώσει. Ο Γληνός, ανάμεσα στις αρκετές αποσιωπήσεις, παραλείπει να πει ότι ο βιολογισμός και ο αντισημιτισμός  που αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του εθνικοσοσιαλισμού (λιγότερο του φασισμού) δεν συναντάται σε καμία περίοδο του έργου του Κ. Τσάτσου.[15] Αυτό που συναντούμε είναι η ρητή καταδίκη των ιδεολογιών αυτών, γεγονός που υπήρξε η αιτία της δίωξης του από την μεταξική δικτατορία. Ο μεταπολεμικός  Τσάτσος, με αφετηρία τον βενιζελισμό, τον Α.Παπαναστασίου, τον νεοκαντιανισμό, την φιλοσοφία του δικαίου που θεωρεί ως θεμέλιο και ύπατο  σκοπό την ελευθερία και ειδικότερα την κοινωνική ελευθερία, θα αποκρυσταλλώσει  την σύνθεση που περιλαμβάνει τον πολιτικό φιλελευθερισμό, το κράτος δικαίου και τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Πρόκειται για ένα ιδεολογικό ρεύμα  εξαιρετικά ώριμο που θα έχει κυρίαρχη παρουσία σε όλη την Δυτική Ευρώπη αλλά μάλλον ασθενική στην χώρα μας τουλάχιστον μέχρι την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας. Η πολιτική κυριαρχία της νέας αυτής ιδεολογικής σύνθεσης  υπήρξε αποτέλεσμα  της ταχύτατης μεταπολεμικής ανάπτυξης που χρηματοδότησε το κοινωνικό κράτος, αλλά και της  ανάγκης  να απαντηθεί θεωρητικά και εμπράγματα   ο αριστερός και δεξιός ολοκληρωτισμούς.  

 

 



[1] Ο Κ. Τσάτσος στο βιβλίο του Λογοδοσία μιας ζωής, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, τόμος Α’, σελ. 50, κατατάσσει τον Γληνό ανάμεσα στους εξαίρετους καθηγητές του, μαζί με τον Κουγέα, τον Μπέρτο, και τον Γουδή.

[2] Δημήτρης Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος πρώτος, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1971, σελ.52,53.

[3] Κ.Μάρξ-Φ.Ένγκελς, έκδοση ΚΚΕ, 1951, β' τόμος σελ. 572,573,574.

[4] Κ.Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μετάφραση Σ.Χαλικιάςμ Γ.Σπαντιδάκη, Κ.Σπαντιδάκης, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1985, σελ.34,35.

[5] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος Δ΄ , εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1975 σελ.99.

[6] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος Δ΄, εκδόσεις Στοχαστής, σσ. 141-178. Ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Μα ο αγώνας τους και η θυσία τους είχε σημασία συμβολική. Έδειχνε πως οι Έλληνες δεν είναι λαός “ώριμος για σκλαβιά”. Έδειχνε πως οι Έλληνες ξέρουν να πεθαίνουνε για τη λευτεριά, που δεν τους εχάρισε κανένας ποτέ, παρά πάντα, από τον καιρό του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας ως το 21 και ως σήμερα, την καταχτήσαμε με το αίμα τους και με τον ηρωισμό… Και ο ελληνικός λαός τη γνώρισε, ή καλλίτερα, την ξαναγνώρισε τη νέα τάξη πραγμάτων, που είναι τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, και λέγεται με την αληθινή της λέξη “σκλαβιά”. Μαύρη σκλαβιά και αρπαγή και βαρβαρότητα, και μπασιμπουζουκισμός και λεηλασία και ερήμωση της χώρας. Είναι η τάξη που ήθελαν να φέρουνε σε τούτη τη χώρα οι βάρβαροι της Ασίας, οι Πέρσες, οι Ούννοι, οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου και του Τσιγγισχάν, οι Τούρκοι του Μουχαμέτη, με μόνη διαφορά, πως ετούτη τη φορά συνδέεται η τάξη αυτή και με την επιστημονικά ωργανωμένη ληστεία»(σελ.142, 143).

[7] Ό. π. σελ.95.

[8] Ό. π. σελ.96.

[9] Ό. π. σελ.98.

[10] Δ. Γληνός,  Εκλεκτές σελίδες…, σελ. 108.

[11] Κ.Τσάτσου, Μελέται φιλοσοφίας του δικαίου ΙΙ, επιμέλεια Μ.Καράση, εκδόσεις Α.Ν.Σάκκουλα,2008, σελ.503.

[12] Ό. π. σελ.519.

[13] Δ.Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος τέταρτος, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1975, σελ.92,93.

[14] Κ. Τσάτσος: «Η θέση της ιδεοκρατίας στον κοινωνικό αγώνα», στην «Ιδέα», Αθήνα,1933, τεύχος 6, σελ. 360-366. Αναφέρεται στο Δ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1988, σσ. 147,148.

[15] Η τελευταία συνάντηση ανάμεσα στον δάσκαλο Γληνό και τον μαθητή Κ. Τσάτσο θα γίνει κάτω από δραματικές συνθήκες στην κατοχή. Όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στο Λογοδοσία μιας ζωής, εκδόσεις των Φίλων, τόμος Α΄, Αθήνα 2001, σελ. 61: «Φίλους μου αγαπημένους όσο και δασκάλους μου ονομάζω τον Κουγέα, που ήταν ύστερα συνάδελφός μου στο Πανεπιστήμιο και στην Ακαδημία, τον Μπέρτο, τον Λαμπράκη, τον Γουδή, τον Τζάρτζανο και τον Γληνό ακόμη με τον οποίο τόσο σκληρά κονταροχτυπηθήκαμε όταν ξεκίνησα τον αντιμαρξιστικό μου αγώνα το 1930. Τον Γληνό, τον τραγικόν αυτόν άνθρωπο, τελευταία φορά τον είδα το 1943, στην Κατοχή, για να συζητήσουμε κάποια δυνατή συνεργασία μας στο τομέα της αντιστάσεως. Κρυμμένο σε κάποιο σπίτι τον αντάμωσα σε ώρες δύσκολες γι’ αυτόν και για μένα. Μερικές στιγμές που μείναμε μόνοι μιλήσαμε για τις ήσυχες εποχές του σχολείου και τότε πειράζοντάς τον, του θύμισα πως τον πρωταντίκρυσα στη Γιορτή της Σημαίας, να κρατάη τη γαλανόλευκη με το ένα χέρι, και να εκφωνή έναν πύρινο πατριωτικό λόγο. Λίγες μέρες αργότερα ο Γληνός αρρώστησε και πέθανε».