Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Κώστας Λάμπος: Κοινωνική αν-Ισότητα και Αταξικός Ουμανισμός-Δοκίμιο Πολιτικής Φιλοσοφίας της Πράξης, εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2023, σελ.410.

 


Κώστας Λάμπος: Κοινωνική αν-Ισότητα και Αταξικός Ουμανισμός-Δοκίμιο Πολιτικής  Φιλοσοφίας της Πράξης, εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2023, σελ.410.

 

 Το τελευταίο έργο του Κ.Λάμπου αποδεικνύει ότι εξακολουθούν να γράφονται και να εκδίδονται  ενδιαφέροντα έργα που θεμελιώνονται πάνω στην μαρξική σκέψη.

Αρκετές δεκαετίες αφότου κατέρρευσαν τα καθεστώτα που επικαλούνταν τον μαρξισμό ήταν εύλογο η κριτική να μην περιοριστεί σε αυτά αλλά να επεκταθεί στην ίδια την μαρξιστική-λενινιστική θεωρητική σκέψη.

Ο  συγγραφέας διατυπώνει την κριτική του καπιταλισμού με αφετηρία τα πορίσματα του μαρξισμού. Επικεντρώνεται συνεπώς στην διατήρηση και διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων αλλά και τα προβλήματα  που δημιουργούνται στον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Ισοδύναμο είναι το ενδιαφέρον του συγγραφέα  για τις οχλήσεις και τα προβλήματα που δημιουργούνται στο περιβάλλον.

Βεβαίως δεν παρακάμπτει τον κοινωνικό χαρακτήρα  και την ταξική φύση των καθεστώτων που αυτοορίστηκαν ως σοσιαλιστικά: «εκεί κοντά σε κάποια σκοτεινή γωνία καιροφυλακτεί και η τάχα προοδευτική πρόταση του νεοκρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού τύπου Κίνας και Ρωσίας που προτίθενται με την ομπρέλα του «ταξικού συλλογικού καπιταλιστή», να διαιωνίσουν το κεφάλαιο, δίνοντας στην κοινωνική ανισότητα μια ψευδή επίφαση  «σοσιαλισμού», με την κοινωνία στο περιθώριο»(σελ.77).

Ο Κ.Λάμπος συμπεραίνει ότι είναι αναγκαία μια στρατηγική που «επιδιώκει με τους διαρκείς κοινωνικούς αγώνες την κατάργηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα  μέσα παραγωγής με στόχο να γυρίσουν τα πάνω κάτω, δηλαδή να επανέλθει η οικονομία υπό τον έλεγχο της κοινωνίας, για να μετακινηθεί η οικονομική δραστηριότητα από την εξυπηρέτηση της εξουσίας προς την εξυπηρέτηση της κοινωνίας»(σελ.93,94), ενώ επαναλαμβάνει πως τα αυθεντικά οράματα για κοινωνική ισότητα τα «εκμεταλλεύτηκε βάναυσα ο λεγόμενος «υπαρκτός σοσιαλισμός» που μόνο σοσιαλισμός δεν ήταν και έδωσαν την ευκαιρία στο κεφάλαιο να ανασυνταχθεί και να θριαμβολογήσει για την νεκρανάσταση της “ελεύθερης αγοράς”»(σελ. 94).

Η ανάλυση της πραγματικότητας τον οδηγεί στον σχηματισμό ενός «δέοντος» που με την σειρά του θα αναδιαμορφώσει την πραγματικότητα: «ο σύγχρονος ρεαλισμός και η διαχρονική ιστορική πραγματικότητα δείχνουν προς μια αλλαγή του οικονομικού, παραγωγικού και καταναλωτικού, μοντέλου στη βάση της κοινοκτημοσύνης, του αμεσοδημοκρατικού κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού και της, στη βάση των αναγκών, αναλογικής ισοκατανομής που θα καταργεί τις οικονομικοκοινωνικές ανισότητες»(σελ.156). Κρίσιμο είναι, στα πλαίσια της ερμηνείας αυτής, η μείωση του χρόνου εργασίας.

Η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στην φύση έχει ξεπεράσει κάθε ανεκτό όριο: «η παραβίαση των φυσικών νόμων από την ασύνετη συμπεριφορά απέναντι στη Φύση και ο ανορθολογικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνικής, της εθνικής και της οικουμενικής ζωής του ανθρώπινου είδους διαταράσσει την φυσική τάξη και καταστρέφει την αρμονία μεταξύ Φύσης, ζωής και ανθρώπινης κοινωνίας, με συνέπειες αρνητικές για τη ζωή»(σελ.174).

Αποτελεί μάλλον έκπληξη ο κρίσιμα αρνητικά ρόλος που αποδίδει την Κίνα: «μέρα με τη μέρα οδηγούμαστε προφανώς στην κινεζοποίηση της Δύσης με την έννοια της δορυφοροποίησης  της στην ιμπεριαλιστική ηγεμονική πολιτική του Πεκίνου »(σελ. 167). Η Δύση υποτάσσεται στην «παραδοσιακά δεσποτική/ολοκληρωτική Ανατολή και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή της, την κινέζικη, με σκοπό την επιβίωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στις κοινωνίες και στην ανθρωπότητα συνολικά»(σελ.167). Σε ένα άλλο σημείο ορίζεται η Κίνα ως «μητρόπολη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού»(σελ.238).

Σε μια πορεία εκτροπής του εργατικού κινήματος που κατέληξε όχι απλά σε «εκφυλισμένα εργατικά κράτη» αλλά στον ιδιαίτερο κοινωνικό σχηματισμό του «κρατικού καπιταλισμού»  ξεχωρίζουν ως φωτεινές εξαιρέσεις «ο Αντόνιο Γκράμσι, ένα από τα φωτεινότερα μυαλά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, αλλά της Δημοκρατίας και όχι της Δικτατορίας του προλεταριάτου»(σελ.345), όπως και οι μετριοπαθείς Ρώσοι κομμουνιστές, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Κάρλ Λίπκνεχτ, ο Άντον Πάνεκοκ.

Θετικά αξιολογεί την προσπάθεια για την ευρωπαϊκή ενότητα: «ακόμα και στη σημερινή της μορφή, η Ε.Ε. αποτελεί μια κατάκτηση των λαών της Ευρώπης, αλλά και ότι καλύτερο έχουν επιτύχει οι άνθρωποι σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας και συνεπώς η υπεράσπιση της διατήρησης και της μετεξέλιξης της από Ευρώπη των κεφαλαίων σε Ευρώπη των Λαών και στη συνέχεια  σε Ευρώπη των Αμεσοδημοκρατικών Κοινωνιών πρέπει να ενισχυθεί με τους αγώνες, ακόμα και με την ψήφο όλων των Ευρωπαίων πολιτών, καταδικάζοντας κάθε προσπάθεια υπονόμευσης και διάλυσής της»(σελ.387).

Ο λόγος του Κώστα Λάμπου θεμελιώνεται στην βαθιά γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ η ερμηνεία που αναπτύσσει, του Μαρξ και των επιγόνων,  αποδεικνύει ότι  μπορούμε να αντλήσουμε από αυτούς ένα δέον με στοιχεία πραγματικά αμεσοδημοκρατικά και ανθρωπιστικά.

 

 

Χρυσόστομος Φουντούλης: Οι Αιγαιομάχοι της Ικαρίας- Κωνσταντίνος Ι.Μυριανθόπουλος- Ίων Δραγούμης: τεκμήρια της κοινής του δράσης για την απελευθέρωση της Ικαρίας(1912), εκδόσεις Χρονικό, Αθήνα 2024, σελ. 317.

 



Χρυσόστομος Φουντούλης: Οι Αιγαιομάχοι της Ικαρίας- Κωνσταντίνος Ι.Μυριανθόπουλος- Ίων Δραγούμης: τεκμήρια της κοινής του δράσης για την απελευθέρωση της Ικαρίας(1912), εκδόσεις Χρονικό, Αθήνα 2024, σελ. 317.

 

Με εισαγωγή του καθηγητή Πέτρου Παπαπολυβίου κυκλοφόρησε το έργο του Χ.Φουντούλη για την συμβολή δύο προσώπων, του Ι.Δραγούμη  και του Κωνσταντίνου Μυριανθόπουλου  στην απελευθέρωση της Ικαρίας από τους Τούρκους. Συμπληρώνεται με δοκίμιο του Νώντα Τσίγκα  για το ημερολόγιο του Ι.Δραγούμη και του φιλόλογου  Θανάση Γαλανάκη για την σημασία των προφορικών και γραπτών αφηγήσεων.

Το έργο είναι αποτέλεσμα είναι πρωτογενούς εργασίας αφού έχει εντοπίσει την αλληλογραφία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές με την οποία παρακολουθούμε την εξέλιξη  των γεγονότων για την απελευθέρωση και την ένωση της Ικαρίας με την υπόλοιπη Ελλάδα.

Ο Ι.Δραγούμη είναι γνωστός και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε εκτενέστερα. Για τον Κωνσταντίνο Μυριανθόπουλο μαθαίνουμε ότι «ήταν ένας πολυταξιδεμένος Κύπριος λόγιος, θεολόγος, νομικός, φιλόλογος, συγγραφέας, επαναστάτης,  ένας Αιγαιομάχος…Το 1900 στην Αθήνα, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, όπου σπούδασε φιλολογία και νομικά, ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Νομικής και έλαβε άδεια να δικηγορεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ήταν ένας αληθινός πατριώτης. Παρακολουθούσε τα γεγονότα και έγινε μέλος της εταιρείας «Ελληνισμός» στην Αθήνα με πολλαπλές δραστηριότητες στον τότε υπόδουλο χώρο. Ο Μυριανθόπουλος συνδέθηκε φιλικά και αλληλογραφούσε με τον Ιωάννη Μαλαχία (1880-1958), ο οποίος τον κάλεσε να επισκεφθεί την Ικαρία. Πρώτη φορά πήγε στην Ικαρία το 1908 ως ταξιδιώτης ερευνητής, γλωσσολόγος. Την επισκέφτηκε για δεύτερη φορά το 1910 ως διοργανωτής και επόπτης των Σχολείων του Φαναρίου, στην περιφέρεια Αγίου Κηρύκου, όπου παρέμεινε ως Σχολάρχης-Ιεροκήρυκας- στην πραγματικότητα ήταν σύνδεσμος με το Ελληνικό Κράτος»(σελ.23). Επίσης υπήρξε «ιδιοκτήτης, διευθυντής και συντάκτης της εβδομαδιαίας εφημερίδας Κήρυξ της Κύπρου»(σελ.40,41).

Στο διάστημα αυτό πρωθυπουργός και υπουργός στρατιωτικών ήταν ο Ε.Βενιζέλος, ενώ υπουργός εξωτερικών ο Λάμπρος Κορομηλάς. Ο Ίων Δραγούμης ήταν Τμηματάρχης του «Γραφείου Ανατολικών Υποθέσεων» του υπουργείου εξωτερικών και αρμόδιος για τα θέματα του υπόδουλου ελληνισμού. Τον   Απρίλιο του 1912 με κρυπτοπγραφημένο  τηλεγράφημα προς το ελληνικό προξενείο της Λεμεσού κάλεσε τον Μυριανθόπουλο να έρθει στην Ελλάδα(σελ.24). Με αυτό τον τρόπο ξεκινά η εμπλοκή του τελευταίου στα γεγονότα που ακολουθήσαν  αλλά θα μελετήσει την γη και την ιστορία της Ικαρίας.Το 1937 θα κυκλοφορήσει στον Πρόδρομο της Κύπρου το δίτομο έργο, 1300 σελίδων, με τον τίτλο Ικαριακά. Ο β’ τόμος είναι αφιερωμένος στην μνήμη του Ίωνα Δραγούμη.

Ο συγγραφέας γράφει: «η αλληλογραφία  του Κωνσταντίνου Ι.Μυριανθόπουλου με τον Ίωνα Στ.Δραγούμη από τις 11 Δεκεμβρίου του 1911 μέχρι 26 Οκτωβρίου 1912, περιλαμβάνει 21 επιστολές του Μυριανθόπουλου και μόνο 4 του Δραγούμη. Τις τυχόν απαντητικές επιστολές του τελευταίου όσο και αν τις αναζητήσαμε δεν καταφέραμε να τις εντοπίσουμε»(σελ.29).

Το βιβλίο γραμμένο σε γλώσσα γλαφυρή, που δεν στερεί σε τίποτε το έγκυρο και επιστημονικό χαρακτήρα του, μας αποκαλύπτει τεκμηριωμένα μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας που αφορά την απελευθέρωση της Ικαρίας. Αποκτά δε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον γιατί αποκαλύπτεται ο ρόλος του Δραγούμη αλλά και ενός χαρισματικού Έλληνα της Κύπρου, του Κωνσταντίνου Μυριανθόπουλου.

Μιχάλης Σταυρής: Νικόλαος Καταλάνος- η συμβολή του στην πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική κίνηση στην Κύπρο (1893-1921), εκδόσεις Ρίζες, Λευκωσία, 1924, σελ. 506.

 


Μιχάλης Σταυρής: Νικόλαος Καταλάνος- η συμβολή του στην πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική κίνηση στην Κύπρο (1893-1921), εκδόσεις Ρίζες, Λευκωσία, 1924, σελ. 506.

 

Από την Κύπρο  μας έρχεται η ανά χείρας ιστορική μελέτη  που στηρίζεται στο διδακτορικό του συγγραφέα.  Το έργο είναι υποδειγματικό με την έννοια ότι  αφενός εξαντλεί με ερευνητική συνέπεια και σε βάθος όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα ώστε να έχουμε μια αξιόπιστη εικόνα αφετέρου διακρίνεται από «αξιολογική ουδετερότητα» ώστε να παρουσιάσει όλες τις πλευρές του Νικόλαου Καταλάνου ακόμη και αυτές που είναι πιο αμφιλεγόμενες.

Στον πρόλογο του ο Πέτρος Παπαλυβίου επισημαίνει ότι ο Μανιάτης  φυσικομαθηματικός  Νικόλαος Καταλάνος «επηρέασε καθοριστικά τη νεότερη ιστορία της Κύπρου στην πρώτη περίοδο της Αγγλοκρατίας»(σελ. 11). Προσθέτει ότι το πιο ευεργετικό κεφάλαιο της δράσης του στην Κύπρο ήταν η επιμορφωτική «κυρίως από το βήμα της «Αγάπης του Λαού», του κυριότερου Αναγνωστηρίου της πρωτεύουσας, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος από το 1897 μέχρι την εξορία του από την βρετανική διοίκηση το 1921. Για πολλά χρόνια, κάθε Πέμπτη απόγευμα, όταν κατέφθαναν στη Λευκωσία οι χωρικοί της υπαίθρου για τη μεγάλη αγορά της Παρασκευής, και κάθε Κυριακή, ο Καταλάνος εξηγούσε το Ευαγγέλιο, και οργάνωνε δημόσιες διαλέξεις για διάφορα θέματα, θρησκευτικά και εθνικά. Παράλληλα, δίδασκε στους αγράμματους εργάτες των «λαϊκών τάξεων» και τους αγρότες εκλαϊκευτικά εισαγωγικά μαθήματα στη Φυσική, τη Χημεία, την Κοσμογραφία, την Πολιτική Οικονομία, το Εμπορικό Δίκαιο κ.ά. Η άμεσης συνεχής επαφή του με τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα της πρωτεύουσας και η παροιμιώδης αφιλοχρηματία του τον κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλή, εν είδει λαϊκού ήρωος, ενώ την ίδια ώρα απολάμβανε την εκτίμηση και τη στήριξη αρκετών μεγαλεμπόρων της Λευκωσίας. Έτσι, αν και αποστρεφόταν κάθε νεωτερισμό, υποστήριξε και προώθησε με το μεγάλο του κύρος προοδευτικά μέτρα, όπως την ίδρυση λαϊκών σχολείων, αναγνωστηρίων, ταμιευτηρίων και συνεταιρισμών, και τη στροφή της εκπαίδευσης από τον κλασικισμό στην εμπορική και γεωργική μόρφωση. Ως προς το εθνικό κίνημα, μετά τη συμβιβαστική λύση στο Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα, ο Καταλάνος πρωτοστάτησε στην προσπάθεια για την αγορά της «Κυπριακής πυροβολαρχίας», ηγούμενος των παγκύπριων περιοδειών του «Πατριωτικού Ομίλου των διδασκάλων» (1911-1912). Επισκέφθηκε έτσι δεκάδες χωριά της κυπριακής υπαίθρου, συνέβαλε στην ίδρυση σωματείων και αναγνωστηρίων και επέκτεινε το κύρος και το δίκτυο των αφοσιωμένων οπαδών του και εκτός Λευκωσίας»(σελ.13).

Η παρουσία του ήταν περιπετειώδης αφού ο επιθετικός τρόπος αρθρογραφίας στις διάφορες εφημερίδες και περιοδικά με τα οποία συνεργάστηκε τον οδήγησε σε δικαστικές καταδίκες με συνέπεια να οδηγηθεί είτε στην φυλακή, είτε σε δυσβάστακτες αποζημιώσεις για τα πρόσωπα με τα οποία συγκρούστηκε, αλλά και σε δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Επίσης το γεγονός ότι ήταν τέκτονας υπήρξε μια πρόσθετη αιτία πολλών αντιδράσεων.

Ανάμεσα στην εκδοτική του δραστηριότητα ξεχωρίζει η επανέκδοση του έργου του αρχιμανδρίτη Κυπριανού «Ιστορία χρονολογημένη της νήσου Κύπρου», το οποίο αναδείκνυε την εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Κύπρου στους προηγούμενους αιώνες, τεκμηριώνοντας ιστοριογραφικά την ιστορική και πολιτισμική τους συνέχεια»(σελ.152).

Άσκησε κριτική τόσο στον Βενιζέλο όσο και τους μοναρχικούς. Η οργάνωση εθνικών εορτών προκάλεσε την αντίδραση των τουρκοκυπρίων  ενώ η ακούραστη δράση του συνέβαλε στον εκχριστιανισμό μουσουλμάνων τους οποίους θεωρούσε ελληνικής καταγωγής.

Ο συγγραφέας εξετάζει τις νεότερες θεωρίες  για το έθνος όπου εξαίρετε ο ρόλος των διανοούμενων. Επίσης τονίζει την θετική απήχηση που είχε στην μεγαλόνησο η προσφορά από την Αγγλία το 1915 της Κύπρου στην Ελλάδα υπό τον όρο να μπει στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ(σελ.339). Στην σκέψη του Ν.Καταλάνου η πατρίδα «είχε υπόσταση μεταφυσική. Δεν εκτεινόταν μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως συνειδησιακά»(σελ.352). Υπήρξε αντιδημοτικιστής αλλά και οπαδός του Α.Κοραή. Κατά καιρούς διατύπωσε θετικές γνώμες για το εβραϊκό έθνος επισημαίνοντας «ότι Εβραίοι και Έλληνες ήταν οι μεγαλύτεροι ευεργέτες της ανθρωπότητας»(σελ.425).

Ως συμπέρασμα ο χαρακτηρολογικός τύπος του Ν.Καταλάνου περιλαμβάνει: «αυστηρή ηθική, συγκρουσιακή τάση, πολυεπίπεδη δράση προσανατολισμένη όμως σε έναν στόχο, καθώς και έντονες αντιφάσεις»(σελ.453).

Το έργο του Μιχάλη Σταυρή  είναι μια ολοκληρωμένη προσπάθεια να περιγραφεί αδρά, με ζωηρά χρώματα   και με σπάνια επιστημονική εντιμότητα μια πολύπλευρη και αντιφατική προσωπικότητα όπως ο Νικόλαος Καταλάνος,  που συνέβαλε σημαντικά όχι μόνο στην διάδοση της ελληνικής παιδείας  και της χριστιανικής πίστης αλλά και στην κινητοποίηση του κυπριακού ελληνικού ελληνισμού για ένωση και εθνική απελευθέρωση.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Θάνος Βερέμης : Μικρή ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής

 Σύντομο αλλά πυκνό το έργο του Θάνου Βερέμη με αναφορές στο έργο του Σπύρου Βρυώνη και των Benny Morris - Dror Zeevi , με αναφορές στους διωγμούς του μικρασιατικού ελληνισμού ειδικά του ποντιακου απο τους Τούρκους ήδη πριν το 1919 ( ανάμεσα στα 1914 με 1917 περίπου 500.000 Έλληνες διώχθηκαν από τις εστίες τους στην Μικρά Ασία ) ,για τον αρνητικό ρόλο της μοναρχίας ειδικά μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου το 1920.Το βιβλίο κλείνει με την απάντηση του ελληνικού κράτους στον ΟΗΕ για την ελληνική κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου και την δυνατότητα να εξοπλιστούν.

















Ο διάλογος Γ.Σεφέρη -Κ.Τσάτσου για την ποίηση-η συμβολή του Κ.Τσάτσου

 

Ανάμεσα στο 1938 και το 1939 ο Κ.Τσάτσος και ο Γ.Σεφέρης συζήτησαν για την νέα ποίηση από τα περιοδικά  «Νέα Γράμματα» και «Προπύλαια». Το πρώτο ήταν το βήμα της γενιάς του ’30, κυκλοφορούσε ουσιαστικά με την χρηματοδότηση του Γ.Κατσίμπαλη και την διεύθυνση του Α.Καραντώνη.  Ο Κ.Τσάτσος , λόγω της φιλίας του με τον Κατσίμπαλη και με τους περισσότερους συντελεστές του δεν ήταν ποτέ μακριά από αυτό, ενώ   για κάποιο διάστημα είχε τον ρόλο του άτυπου ταμία και συγκέντρωνε συνδρομές και χορηγίες ώστε να συνεχίσει την έκδοσή του[1]. Το δεύτερο εκδιδόταν από τους μαθητές του Κ.Τσάτσου Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, Νάσο Δετζώρτζη,  Ηρώ Κορμπέτη και Παναγή Παπαληγούρας. Τα δοκίμια του Κ.Τσάτσου ήσαν «Πριν από το ξεκίνημα»(Απρίλιος 1938), «Ένας διάλογος πάνω στην ποίηση» (Οκτ.Δεκ.1938), « Απολογισμός ενός διαλόγου»(Ιαν. Φεβρ.1939). Αντίστοιχα τα δοκίμια  του Γ,Σεφέρη ήταν: «Διάλογος πάνω στην ποίηση» (Ν.Γ.τεύχος 8-9,1938), «Δεύτερος διάλογος ή μονόλογος πάνω στην ποίηση «(Ν.Γ. τεύχος 1-3,1939). Ο διάλογος κλείνει με δύο επιστολές του Σεφέρη και του Τσάτσου που δημοσιεύονται στα «Νέα Γράμματα», τεύχος 7-12, Ιουλ.Δεκ.1939[2]. Ο Κ.Τσάτσος ενώ από νεαρή ηλικία είχε μια σπάνια ευρωπαϊκή παιδεία στον διάλογο αυτό εμφανίζεται να υπερασπίζεται μια αδιάλλακτη ελληνικότητα που είναι αντίθετη σε κάθε απόπειρα ανανέωσης της ποιητικής φόρμας. Στο πρώτο του δοκίμιο γράφει:

α «Η πρόθεση της πρωτοποριακής κίνησης είναι να μεταθέση την ποίηση σε μια περιοχή, όπου ο ειρμός γίνεται χαλαρός, κάποτε αμφίβολος, και σε ακραίες εκδηλώσεις ανύπαρκτος, όπου το αισθητικό νόημα και το έλλογο νόημα της ποιητικής έκφρασης όχι μόνο διαφέρουν, διατηρώντας κάποιαν επαφή, όπως συνέβαινε πάντα στην ποίηση ως τώρα, αλλά τείνουν πια να χωρισθούν έτσι θεμελιακά, ώστε το έλλογο νόημα να γίνη εντελώς ανύπαρκτο»[3].

β «Για να πάρη μια θέση απέναντι σε αυτήν την πρωτοποριακή κίνηση, μένοντας πιστός στη φύση του, είναι ανάγκη ο νέος να ξεκινήση από την αρχή, ότι, όσο και αν δεν μπορή κανείς να αρνηθεή την υπερεθνική υπόσταση των πνευματικών ρευμάτων, η ουσία της πνευματικής του ζωής είναι αναπόσπαστη από τη γη και από την ιστορία του λαού όπου ανήκει. Την αρχή αυτή, έτσι θεωρητικά διατυπωμένη, στη γενικότητά της, δεν την αμφισβητεί ίσως κανείς. Αλλά για να γίνη η αρχή αυτή συγκεκριμένη αλήθεια μέσα σε μια συνείδηση, χρειάζονται και άλλα στοιχεία. Πρέπει να ορισθή ποια είναι αυτή η γη, ποιο είναι το πνευματικό νόημά της, που κυριαρχικά προσδιορίζει τη γνήσια τέχνη και την ουσιαστική σκέψη, και ακόμη ποια είναι αυτή η ιστορία, ως ενότητα ενιαία συλληπτή από το πνεύμα. Ειδικώτερα για την Ελλάδα, πρέπει να γίνη συνειδητή η εσώτατη συνοχή όλων των ιστορικών περιόδων της και το κοινό πολιτιστικό τους νόημα. Με αυτό το γνώρισμα, άφοβα, και όχι αρνητικά, θα δεχθή η γνήσια ζωή επηρεασμούς και θα τους αφομοιώση. Και αν είναι αλήθεια βαθιά ριζωμένη, και αν είναι αλήθεια δημιουργική η ζωή αυτή, μόνο να πλουτίση και να βαθύνει μπορεί από μια τέτοιαν επικοινωνία. Αλλά αφού πάρη ό,τι έχει να πάρη, θα μείνει εδώ, στη γη και στην ιστορία όπου γεννήθηκε»[4].

γ «Ο Πλάτων τους οπαδούς της πρωτοποριακής μας κίνησης θα τους ωνόμαζε «κομψούς», όπως ωνόμαζε τους σοφιστές, που στη σφαίρα της φιλοσοφίας αρνήθηκαν την ύπαρξη του αντικειμενικού λόγου και στάθηκαν στο άλογο στοιχείο της αίσθησης. Η πρωτοποριακή ποίηση είναι ποίηση σοφιστική»[5].

δ «Αντίθετα στης πρωτοποριακής κίνησης τα έργα μόλις διακρίνεται η σφραγίδα της ελληνικότητας. Το δούλεμα του γλωσσικού οργάνου, αντί να συνεχίζεται, οπισθοδρομεί. Η αγάπη και η γνώση της γλώσσας αμβλύνεται, και χωρίς αντίρρηση ανακατεύεται η καθαρεύουσα με τη δημοτική, έτσι που η γλώσσα των πρωτοπόρων ποιητών, με αυτό το τυχαίο και άχαρο μίγμα, κατάντησε να είναι λιγώτερο ελληνική από τη γλώσσα των παλαιοτέρων. Θαρρώ και πως οι εκφραστικές μορφές τους έχουν μια πολύ αμφίβολη σχέση με το πνεύμα και τη ζωή μας»[6].

Θα ακολουθήσει η απάντηση του Γ.Σεφέρη  και το νέο δοκίμιο του Κ.Τσάτσου όπου θα υποστηρίξει:

«Εκείνο που ως σκοπός με ενδιαφέρει, είναι η γνησιότητα, όχι η ελληνικότητα του έργου. Δεν θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο ελληνικό, θέλω την ελληνικότητα, για να είναι το έργο γνήσιο. Και τη θέλησή μου αυτήν την θεμελιώνω σε μια ιστορική διαπίστωση, στο ότι αποδείχνονται γνήσιοι οι καλλιτέχνες που έφθασαν να εκφράσουν τη βαθύτερη ουσία του πνεύματος του λαού τους. Δεν είπα στον ποιητή, καθώς φαίνεται να με ερμηνεύη ο Σεφέρης: πρέπει  να είσαι Έλληνας. Είπα: πρέπει να είσαι γνήσιος καλλιτέχνης. Αλλά πρόσθεσα μιάν άλλη σκέψη, όχι δεοντολογική, αλλά ιστορική: για να φθάσης στη γνησιότητα, είσαι αναγκασμένος να περάσης από την ελληνικότητα. Και είπα ακόμη: αφού έτσι είναι τα πράγματα, κοίταξε να συνειδητοποιήσης μέσα σου την ελληνικότητα, την ελληνική ιδέα. Καθ’ όσον δουλεύεις ως καλλιτέχνης, να μην τη σκέπτεσαι  ως τελικό σκοπό, αλλά να τη σκέπτεσαι πάντα, ως αναγκαίο μέσον πνευματικής  και καλλιτεχνικής καλλιέργειας της προσωπικότητάς σου»[7].

Το δοκίμιο του Κ.Τσάτσου «Απολογισμός ενός διαλόγου» είναι το περισσότερο φιλοσοφικό αφού χρησιμοποιεί την πλούσια καντιανή παιδεία που διαθέτει, γράφει:

α  «Αισθητική και όχι λογική αντικειμενικότητα ζητάμε από την τέχνη. Η θεωρητική αντικειμενικότητα έχει κάτι που πρέπει, κατά τον καθαρό λόγο, να δεχθούν όλοι σαν αληθινό. Η αισθητική αντικειμενικότητα έχει κάτι που πρέπει κατά τον αισθητικό λόγο, να δεχθούν σαν ωραίο. Και αυτά είναι δύο εντελώς διάφορα και ασύγκριτα…Αν και δεν πιστεύω να μένη πια αμφιβολία για την έννοια του έλλογου μέσα στον όρον «έλλογη νοηματική αλληλουχία», θα την διαφωτίσω όμως από μιαν άλλη πλευρά, για να δείξω πως η εμμονή μου στο έλλογο δεν καταργεί τη σχέση της τέχνης με τα άλογα στοιχεία»[8].

β  «Από αυτές τις φράσεις γίνεται φανερό πως το έλλογο στοιχείο δεν αποκλείει από την ποίηση την άλογην ουσία της ζωής, το πάθος, την αγάπη, την έκσταση, την ηδονή. Απεναντίας το έλλογο στοιχείο είναι εκεί, για να εκφράση αυτές τις άλογες δυνάμεις. Αλλά όλες αυτές υπάρχουν ακέραια, υπάρχουν τουλάχιστον για την τέχνη ακέραια, μονάχα άμα εκφρασθούν, και δεν μπορεί να εκφρασθούν παρά με έλλογες μορφές, στην περιοχή της ποίησης ειδικά, με  έλλογες νοηματικές αλληλουχίες. Και γι’ αυτό η έλλογη νοηματική αλληλουχία είναι κανόνας a priori της ποίησης. Όχι γιατί τυχόν έλλογη ουσία ζωής εκφράζει η ποίηση, αλλά γιατί μόνον έλλογα μπορεί να εκφράση την άλογη ουσία. Τούτη η μετουσίωση χωρίζει τον άνθρωπο που απλώς ζει από τον άνθρωπο που δημιουργεί, και φαίνεται αυτός ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής που έχει να επιδείξει η τέχνη»[9].

γ «Ύστερα όμως από τις τόσες επίμονες αναπτύξεις μας γύρω σε αυτό το θέμα, είναι άραγε ανάγκη να τονίσωμε και πάλι, πόσο δεν ζητάμε λογικότητα, με την έννοια της αναλυτικής λογικής ή και με την έννοια του κοινού νου, από οποιαδήποτε τέχνη, πόσον απεναντίας βρίσκομε το πεδίον της ποίησης πέρα από την τέτοια λογικότητα, όχι μόνον στους λεγόμενους δύσκολους ποιητές, αλλά και σε εκείνους –και συχνά προ παντός σε εκείνους- που για την αισθητική τους δημιουργία μεταχειρίζεται ένα υλικό που τυχαίνει να έχη και λογικότητα;  Αφού το ωραίο αντικείμενο πρέπει να αποδώση μέσα μας αίσθημα και όχι γνώση, πως μπορεί να μας ενδιαφέρη σαν στοιχείο του ωραίου η εννοιολογική διαμόρφωση, η διανοητική συγκρότηση του ωραίου αντικειμένου;»[10].

Ο διάλογος κλείνει με την επιστολή του Γ.Σεφέρη που ξεκινά με το «ΑΓΑΠΗΤΕ μου Κωστή» και τελειώνει με την φράση «τι τα θέλεις, είμαι ειδωλολάτρης και δεν είχα ποτέ μεγάλη κρίση για τον πουριτανισμό»[11] και την επιστολή του Κ.Τσάτσου που ξεκινά και αυτή με την φράση «Αγαπητέ μου Σεφέρη» και τελειώνει με την φράση «υπάρχουν πράγματα που νοούνται αν και δεν είναι λογικά συλληπτά, αλλά δεν είναι όμως και άλογα, όπως είναι άλογο ένα συρρεαλιστικό ποίημα. Είναι κάτι που δεν είναι ούτε το ένα, το άλλο, κάτι έλλογο που υπερβαίνει το λογικό»[12].

Οι απόψεις του Κ.Τσάτσου συμπληρώνονται με επιστολή προς τον Ο.Ελύτη που δημοσιεύθηκε στα «Νέα Γράμματα», τόμος Ζ’, Νο 2 σελ.91-96 και τελειώνει με ευγενικό τρόπο: «Επαναστατικά καινούργια είναι η πλούσια και ωραία ψυχική σας διάθεση, ο ποιητικός τρόπος που με αυτόν ανανεώνετε και λαμπρύνετε τα ταπεινά, τα αλαμπή πορίσματα του πεζοπόρου φιλοσοφικού στοχασμού. Και δεν μπορώ τελειώνοντας παρά να σας ευχαριστήσω για την ευγένεια του υψηλού, του ελληνικού ήθους που ξεχύνεται από τα γραφόμενά σας, για τη στιλπνότητα και τη σφριγηλή κίνηση της εμπνοής, που χάρη σε αυτές μου δόθηκε και μένα να ξαναχαρώ σαν πρωτόπλαστες τις αιώνιες αλήθειες, αυτές που όλοι όσοι πιστεύομε στον υπερπραγματικό κόσμο το πνεύματος πασχίζομε, πλησιάζοντας τες αδιάκοπα, από διαφορετικούς ο καθένας δρόμους, να τις ανακαλύπτωμε και να τις αποκαλύπτωμε, αν μπορούμε, κατά τους ανεξάντλητους τρόπους της μορφής των»[13].

 

 

 



[1] Αναλυτικότερα στην διδακτορική διατριβή του Σάββα Καράμπελα, Το περιοδικό Νέα Γράμματα 1935-1940 και 1944-1945, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2009, https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/27021?lang=el#page/1/mode/2up

[2] Γ.Σεφέρης-Κ.Τσάτσος,Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμέλεια Λουκάς Κούσουλας, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1975, σελ. 205.

[3] Ό. π. σελ.6.

[4] Ό. π. σελ.9.

[5] Ό. π. σελ.11.

[6] Ό. π. σελ. 13.

[7] Ό. π. σελ.62.

[8] Ό. π. σελ.149.

[9] Ό. π. σελ.151.

[10] Ό. π. σελ. 161.

[11] Ό. π. σελ. 185.

[12] Ό. π. σελ190.

[13] Ό. π. σελ.199.