Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Γερ.
Γιαννόπουλου, Κ.Δ. Τσάτσος – Α. Μάνεσης Διάλογος,
μεταξύ του Κ. Τσάτσου και του Α. Μάνεση διεξήχθησαν τρείς διάλογοι, οι
οποίοι δεν έπληξαν τις προσωπικές τους σχέσεις, αλλά αντίθετα ο πρώτος πρότεινε
τον δεύτερο ως ακαδημαϊκό. Πρόκειται για διαλόγους που διατυπώθηκαν ουσιώδη
επιχειρήματα με νομική αλλά και πολιτική βαρύτητα. Το ήθος και η επιστημονική
εγκυρότητα του Αριστόβουλου Μάνεση δεν του επέτρεψαν να χρησιμοποιήσει τους
ανυπόστατους και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε ο Δ.Γληνός κατά
το μεσοπόλεμο. Δεν ήταν μόνο η δημοκρατική διαδρομή του Κ.Τσάτσου, η εξορία του
από την δικτατορία Ι.Μεταξά, αλλά και η καίρια συμβολή του στην αποκατάσταση
της δημοκρατίας μετά το 1974, στην
διενέργεια του άψογου δημοψηφίσματος με το οποίο καταργήθηκε η μοναρχία,
στην στην σύνταξη του πιο δημοκρατικού
συντάγματος στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, με την ταυτόχρονη κατάργηση όλων των
αντιδημοκρατικών νομοθετικών διατάξεων που ίσχυσαν μετά το τέλος του εμφυλίου,
και την πανηγυρική του εκλογή ως πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Τελικά ο Κ.Τσάτσος θα προκαλέσει την είσοδο του Α.Μάνεση στην Ακαδημία Αθηνών.
Το 1963 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέον Δίκαιον» το δοκίμιο του Κ.Τσάτσου με τον τίτλο «Οι
βασιλικοί άνδρες» που απαντά σε προηγούμενο του Α.Μάνεση. Αντικείμενο είναι οι
πλατωνικοί «βασιλικοί άνδρες». Στην «Πολιτεία» οι τελευταίοι ενσαρκώνουν την
έλλογη ύπαρξη όπου ο λόγος και όχι τα
πάθη κατευθύνουν όλες τις πράξεις τους. Βεβαίως αποτελούν μια ποιητική αφαίρεση για αυτό και στους
«Νόμους» αντικαθίστανται από τους συλλογικούς θεσμούς. Τόσο ο Κ.Τσάτσος όσο και
ο Α.Μάνεσης συμφωνούν ότι η εξουσία οδηγεί στην κατάχρηση της και για αυτό θα
πρέπει να υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα. Αλλά «λόγος είναι η τελική έκφρασις της
ελευθερίας του ανθρώπου καθ’ όλας αυτής τας αναφοράς. Ελευθερία η οποία δεν
είναι κατά λόγον δεν είναι πραγματική ελευθερία»[1] και για αυτό ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι «εάν
ο Πλάτων ίδρυε μιαν πραγματικήν πολιτείαν, αυτήν την οποίαν υπαινίσσεται εις
τους νόμους (Νόμοι 739 ε), θα την καθίστα, όπως λέγομεν σήμερον, κράτος δικαίου
πλήρες νόμων»[2].
Δεν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην δημοκρατία και τους «βασιλικούς άνδρες» καθώς «η καθολική αυτή βούλησις της ούτως ή
άλλως σχηματιζομένης πλειοψηφίας δεν εκπορεύεται κατ’ ισομοιρίαν από τους
απαρτίζοντας αυτήν πλειοψηφίαν. Η ίση αξία της ψήφου δεν σημαίνει και ίσον
μέγεθος συμμετοχής εις την συγκρότησιν της βουλήσεως της πλειοψηφίας. Οι πολλοί
επηρεάζονται από τους ολίγους, καθοδηγούνται, μορφώνονται από αυτούς. Κατ’
εξοχήν εις τας δημοκρατίας όπου τουλάχιστον η επιβολή των αρίστων είναι πλέον
ανεμπόδιστος, δημιουργείται η ηγεσία η οποία προσδιορίζει, πέραν των νομικών
τύπων, καθολικήν βούλησιν»[3]. Από την
πλευρά «κανέν πολίτευμα υπό την έννοιαν αυτήν δεν δύναται να είναι
αρισττοκρατικώτερον της δημοκρατίας. Κανέν πολίτευμα δεν εξουσιάζεται
περισσότερο υπό βασιλικών ανδρών από την δημοκρατίαν. Αυτό είναι άλλωστε και η
κύρια αρετή της. Μόνο οι μη γνωρίζοντες τι σημαίνει «βασιλικός ανήρ» δύνανται
να εύρωσι οιανδήποτε αντ’ιθεσιν μεταξύ αυτών και της δημοκρατίας. Αντίθεσις
υπάρχει μόνον μεταξύ βασιλικών ανδρών και των παρεκβατικών πολιτειών των οποίων
ηγούνται είτε εις, είτε ολίγοι, είτε πολλοί τελούντες εν συνεχή αντιθέσει προς
τα αρχάς του λόγου και προσδιοριζόμενοι από πάθη και συμφέροντα. Εις αυτάς τας
τυραννίδας, τας ολιγαρχίας και τας οχλοκρατίας, είτε η καθολική βούλησις
σχηματίζεται δια του νομικού τύπου της καθολικής ψηφοφορίας, είτε άλλως, ούτε
βασιλικοί άνδρες, αλλά ούτε και ό,τι απαρτίζει την ουσίαν της δημοκρατίας έχουν
ισχύν. Ελλείπει ακριβώς από αυτάς τας
πολιτείας η αληθής αριστοκρατικότης, η βασιλικότης των ηγητόρων, η οποία αποτελεί
το κύριον γνώρισμα της πραγματικής δημοκρατίας, της αληθούς «πολιτείας» όπως
την ονομάζει ο Αριστοτέλης. Εις αυτάς τας παρεκβατικάς πολιτείας οι θεσμοί,
έργα αναξίων ηγετών, δεν είναι φραγμοί κατά της αυθαιρεσίας και της αδικίας,
είναι αντιθέτως ερείσματα και κίνητρα της αυθαιρεσίας και της αδικίας »[4].
Ο Α.Μάνεσις θα επανέλθει στο περιοδικό «Νέον Δίκαιον» το 1962 στο
δοκίμιο με τον τίτλο «Περί Βασιλικών Ανδρών».
Χωρίς αμφιβολία οι ενστάσεις του Α.Μάνεση για τον κίνδυνο κατάχρησης
της εξουσίας όταν οι θεσμοί είναι αδύνατοι, είναι ορθές και σε αυτό συμφωνούν
και άλλοι σημαντικοί στοχαστές όπως ο Κ.Πόππερ. Όπως γράφει «εις την πράξιν
επαφιέμεθα εις την υποκειμενικήν -άρα ουχί αλάθητον και ουχί αναγκαίως
ανιδιοτελή και άρα ενδεχομένως αυθαίρετον- κρίσιν των κρατούντων. Ιδού ο μέγας
κίνδυνος δια την πολιτικήν ελευθερίαν, ιδίως εν όψει του μεγέθους και της εκτάσεως των αναγνωριζομένων
εις αυτούς μέρους του κ.Τσάτσου εξουσιών, ο οποίος μάλιστα τονίζει ειδικώς ότι
«η σχέση ατόμου και πολιτείας καθορίζεται από την κρίση για τον προσφορώτερο
εκάστοτε τρόπον πραγματοποιήσεως του τελικού σκοπού» (εν «Καθημερινή», ως
ανωτέρω), αναλόγως δε «αυξάνονται ή περιορίζονται τα όρια της δτραστηριότητος,
τα δικαιώματα και αι υποχρεώσεις των ατόμων» (αυτόθι). Όταν όμως η αύξησις και
ο περιορισμός των έναντι του κράτους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου,
δηλαδή η πολιτική ελευθερία του, εξαρτάται από την απόλυτον κρίσιν των
ασκούντων την κρατικήν εξουσίαν και δη κατά τρόπον νομικώς απεριόριστον και
πρακτικώς ανεξέλεγκτον εκ μέρους των
εξουσιαζόμενων, δικαιούται τις να διερωτηθή κατά τι θα διέφερεν ουσιωδώς εν
τοιούτο πολίτευμα από τα πολιτεύματα της «ελέω Θεού» μοναρχίας- δια την
κατάλυσιν των οποίων έγιναν τόσοι αγώνες, ώστε να φθάσωμεν εις τους συγχρόνους
συνταγματικούς θεσμούς που υπάγουν τους κυβερνώντες υπό τον έλεγχον των
κυβερνωμένων και αποτελούν πλέον ιστορικήν κατάκτησιν»[5].
Ο Α.Μάνεσης ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία τονίζοντας ότι «κάθε
άνθρωπος που ασκεί εξουσία τείνει, οιονεί μοιραίως, εις κατάχρησιν αυτής. Προχωρεί
μέχρι ότου συναντήση φραγμούς. Η αλήθεια αυτή, την οποίαν επιγραμματικώς
διετύπωσεν ο Montesquieu ισχύει δια κάθε άνθρωπον και δια κάθε κράτος,
διότι προκύπτει από ταύτην την φύσιν και του κράτους και του ανθρώπου. Η
ελευθερία των εξουσιαζόμενων, η πολιτική ελευθερία, δεν είναι δυνατόν να
θεωρηθή ως κατωχυρωμένη, όταν εξαρτάται από την καλήν θέλησιν, δηλαδή εις
τελευταίαν ανάλυσιν, από την ποιότητα των εξουσιαζόντων»[6].
Ο Κ.Τσάτσος θα συμφωνήσει τελικά με τον Α.Μάνεση: «διερωτώμαι εις ποίον σημείον
της ομιλίας μου ο κ. Μάνεσης εύρε σκέψεις αντιθέτους είτε προς την σημασίαν των θεσμών, είτε προς τας αρχάς της δημοκρατίας; Εις ποίον σημείον
αποδεικνύομαι «υπερεμπιστευόμενος» τους βασιλικούς άνδρας; Εις ποιον σημείον
αναγνωρίζω εις αυτούς ρόλον μεγαλύτερον από εκείνον τον οποίον από την φύσιν
των πραγμάτων και το οποίον ανωτέρω και πάλιν διέγραψα…Ο κ.Μάνεσις, ορθώς υποστηρίζει τούτο, εάν τους βασιλικούς
άνδρας τους ταυτίζει προς τους τυχαρπάστους
δικτάτορας του καιρού μας ή προς μερικούς αρχαίος τυράννους είτε έχουν
μίαν, είτε πολλάς κεφαλάς, και οι οποίοι εις τους κειμένους νόμους.
Υποκαθιστούν όχι τον λόγον και τας ιδέας αλλά τα προσωπικά πάθη και τα
συμφέροντά των. Ουχί όμως ορθώς λέγων ταύτα φαντάζεται ότι αντικρούει τον
Πλάτωνα ή και την ταπεινότητά μας. Αντικρούει μερικών αγοραίων ελάχιστα
βασιλικών ανδρών τας μωρίας, αι οποίαι είναι ανάξιαι αντικρούσεως επί
επιστημονικού επιπέδου»[7].
Εκτός των παραπάνω θα πρέπει να λάβουμ υπόψην την παρατήρηση του
νομικού Κ.Γ.Γιαννόπουλου «ότι κατά τη διεξαγωγή του διαλόγου ο Κ.Τσάτσος
εξέφρασε σταθερά τη θέση, ότι το αντικείμενο του διαλόγου δεν είχε σχέση με μια
«σύγχρονη» πολιτεία αλλά είχε σχέση με μια «ουτοπία» και μια «άχρονη» και
ιδανική πολιτεία, την «Πολιτεία» του Πλάτωνος»[8].
Στον διάλογο θα παρέμβει, επίσης, ο Ρ.Δήμος, αντεπιστέλλον μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών, φημισμένος
πλατωνιστής, ο οποίος δίδαξε για σαράντα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ[9].
Ο δεύτερος διάλογος διεξήχθη το 1975, στην
«Καθημερινή» και αφορούσε τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και
κυρίως την δυνατότητα να κηρύσσει την «κατάσταση πολιορκίας» ( που στην σκέψη
συνταγματολόγων όπως ο Κ. Σμίτ αποκτά σχεδόν μυθική σημασία), δηλαδή να αναστέλλει,
κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως είναι ο άμεσος κίνδυνος της εθνικής ασφάλειας,
βασικά άρθρα του συντάγματος. Ο διάλογος θυμίζει τον. περίφημο διάλογο ανάμεσα
στον Κέλσεν και τον Σμίτ για το «ποιος είναι ο φύλακας του συντάγματος». Αφετηρία είχε άρθρο του Α.Μάνεση που ασκούσε
κριτική στο σύνταγμα του 1975 και ιδιαίτερα στο άρθρο 48. Ο Κ.Τσάτσος απάντησε
με την μελέτη «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η κατάσταση πολιορκίας κατά το
Σύνταγμα» που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 24 και 25 Μάϊου 1975.
Ο Α.Μάνεσης ήταν αντίθετος με το άρθρο
48 που πρόβλεπε ότι ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας θα μπορούσε με δική του αποκλειστικά απόφαση, χωρίς να έχει
προηγηθεί πρόταση του υπουργικού συμβουλίου ή απόφαση της Βουλής, να αναστείλει
τα άρθρα του συντάγματος που
προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες σε περίπτωση «πολέμου, επιστρατεύσεως
ένεκεν εξωτερικών κινδύνων ή σοβαράς διαταραχής ή εκδήλου απειλής κατά της
δημοσίας τάξεως και ασφάλειας εξ εσωτερικών κινδύνων»[10]. Συμπεραίνει ότι «πρόκειται ασφαλώς για
θεσμοθέτηση προσωρικής προεδρικής δικτατορίας που ανοίγει όμως, αντικειμενικά,
το δρόμο για ενδεχόμενη νομιμοφανή μονιμοποίησή της»[11]. Ο
Μάνεσης προτείνει ορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες ώστε στο πολίτευμα να μην
διολισθήσει σε δικτατορία όπως το σχετικό προεδρικό διάταγμα να προσυπογράφεται
από το υπουργικό συμβούλιο και από τον Πρόεδρο της Βουλής, αν είναι παρούσα η
Βουλή να ζητείται ή άδεια της ή να ζητείται η έγκριση της ακόμη και αν έχει
λήξει η περίοδο της[12].
Στην απάντηση του ο Κ.Τσάτσος,
αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του, θα βρει την ευκαιρία να μιλήσει για την «μαχόμενη
δημοκρατία «το βασικό πρόβλημα που
αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι αν θα υπάρχουν έκτακτες
εξουσίες σε εξαιρετικές περιστάσεις προκαλούμενες από εσωτερικούς κινδύνους
αλλά σε ποιο όργανο θα πρέπει να ανατεθούν και πως να ασκούνται. Όλα τα
σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα περιέχουν σχετικές διατάξεις και ενισχύουν την
εκτελεστική εξουσία, κατά τέτοιο τρόπο
ώστε να είναι σε θέση να αντιδράση γρήγορα και αποφασιστικά σε τέτοιους
κινδύνους. Η Δημοκρατία, σαν πολίτευμα που στηρίζεται στην άσκηση της εξουσίας
από το λαό σύμφωνα με την αρχή της πλειοψηφίας και στην κατοχύρωση των ατομικών
ελευθεριών, δεν μπορεί και δεν δικαιούται να παραμένη ουδέτερη σε κάθε βίαιη
προσπάθεια καταλύσεως της ή ανατροπής της συνταγματικής τάξεως. Εκφράζει θετικά
ένα ιδεολογικό πλαίσιο και ένα πολιτικό σύστημα για τη διατήρηση του οποίου
γίνεται άμα χρειασθή μαχόμενη Δημοκρατία. Έτσι στην Γαλλία ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος του 1958, σε περίπτωση
διακοπής της κανονικής λειτουργίας των κρατικών εξουσιών αναλαμβάνει, χωρίς
κανένα χρονικό περιορισμό, έκτακτες
αρμοδιότητες και μπορεί να πάρη όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επάνοδο στην
ομαλότητα. Στην Γερμανία προβλέπεται υπό ωρισμένες προϋποθέσεις καταστάση
νομοθετικής ανάγκης διάρκειας εξ μηνών κηρυσσόμενη από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας με πρόταση της κυβερνήσεως η οποία δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από
την Βουλή (άρθρο 81). Το πρόβλημα στην ουσία του είναι πρόβλημα επιβίωσης της
δημοκρατίας από τον κίνδυνο ανατροπής της. Το κύριο δε και καίριο ζήτημα είναι
σε ποια πρόσωπα θα πρέπει να ανατεθούν οι έκτακτες εξουσίες, με ποίους όρους θα
πρέπει να ασκούνται και επί πόσο χρόνο, είτε αυτοτελώς, είτε σε συνεργασία με
τη Βουλή»[13]. Μάλιστα ο Κ.Τσάτσος προς επίρρωση των
επιχειρημάτων του θα χρησιμοποιήσει την μελέτη του Α.Μάνεση «Το πρόβλημα της
ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία»
που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου το 1962 και το
παράδειγμα του απριλιανού πραξικοπήματος του 1967 «περί ποίας Βουλής και ποίου
υπουργικού συμβουλίου θα ήτο δυνατόν να γίνη λόγος σε στιγμές αποφασιστικής
αντιδράσεως σε μια πραξικοπηματική δικτατορία; Αν μέσα σε λίγες ώρες
διακυβεύονται τα πάντα, η ελευθερία, η ζωή των πολιτών, το μέλλον της
δημοκρατίας, δεν θα πρέπει να έχουμε δύο τουλάχιστον πρόσωπα, τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό, στα οποία να ανήκη το βάρος και η ευθύνη για
μια σωτήρια αντίδραση;»[14]
Προσθέτει δε ότι οι έκτακτες εξουσίες δεν υπερβαίνουν τον ένα μήνα και αποκλειστικό σκοπό έχουν να
αντιμετωπίσουν αυτούς, που κατά την μελέτη του Α.Μάνεση του 1962
«μεταχειρίζονται την ελευθερία για να την πολεμήσουν και να την καταλύσουν»[15].
Ο Α.Μάνεσης θα απαντήσει με νέο άρθρο στην «Καθημερινή» και εκτενέστερα στις
πανεπιστημιακές παραδόσεις του, όπου θα
ισχυριστεί ότι κανένα από τα σύγχρονα δυτικοευρωπαϊκά συντάγματα δεν
απονέμει στον αρχηγό του κράτους «έκτακτες εξουσίες αναστολής των
προστατευτικών των ατομικών ή πολιτικών ελευθεριών διατάξεων, κηρύξεως της
«καταστάσεως πολιορκίας» κ.τ.τ. για την αντιμετώπιση «εσωτερικών κινδύνων»[16].
Καταλήγει δε «οι συναφείς εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι
αναγκαίες, σε όση έκταση προβλέπονται για την προάσπιση του φιλελεύθερου και
δημοκρατικού πολιτεύματος. Και αποβαίνουν ύποπτες, επειδή ακριβώς είναι
περιττές»[17].
Οι προβληματισμοί τόσο του Κ.Τσάτσου όσο
και του Α.Μάνεση αναπτύσσονται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά το 1945 και το τέλος της κατοχής, τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, την λειψή
και προβληματική δημοκρατία που ακολούθησε, και έκλεισε με την επτάχρονη
δικτατορία που κατέστειλε τις πολιτικές ελευθερίες του συνόλου του ελληνικού
λαού. Οι αυξημένες εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας για την κήρυξη της
κατάστασης έκτακτης ανάγκης με την προσυπογραφή του υπουργικού συμβουλίου για
εξωτερικούς κινδύνους και του Πρωθυπουργού για εσωτερικούς κινδύνους, που
πρόβλεπε το σύνταγμα του 1975,
καταργήθηκαν κατά την αναθεώρηση του
1986, με πρωτοβουλία της κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ, μεταφέροντας το ειδικό βάρος
και το κέντρο του πολιτεύματος στον πρωθυπουργό. Σύμφωνα με την αναθεώρηση του
1986 την κατάσταση πολιορκίας μπορεί να την θέσει η Βουλή με απόφαση των τριών πέμπτων, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης[18],
όταν υπάρξει άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας.
Ο τρίτος
διάλογος ξεκίνησε με την μελέτη του Α. Μάνεση «Κριτικές σκέψεις για την έννοια
και την σημασία του Δικαίου», που δημοσιεύθηκε το 1980 στον τιμητικό τόμο –
αφιέρωμα στον Κ. Τσάτσο (σελ. 363 – 457) και συνεχίστηκε με την μελέτη του Κ.
Τσάτσου: Η έννοια του θετικού δικαίου,
που δημοσιεύθηκε, το 1985, στο αφιέρωμα στον Α. Λιτζερόπουλο (τόμος Β΄, σελ.
539- 573). Όπως γράφει ο Τσάτσος οι σκέψεις του, επηρεασμένες από τους
νεοκαντιανούς Ρίκερτ και Νάτορπ, δεν διεκδικούν πρωτοτυπία, «Διεκδικούν όμως
συνέπεια και ενότητα και σύνθεση, στη σφαίρα του δικαίου, ποικίλων θεωριών, των
οποίων δεν έχει ίσως ως τώρα διαπιστωθή η ενότητα. Επί πλέον, αντιμετωπίζουν,
πιο καθαρά, μερικές μεταγενέστερες και πρόσφατες ακόμη παρανοήσεις των απόψεων
μου»[19]. Θα
επιμείνει επίσης στην ύπαρξη απόλυτων αξιών, και απόλυτων δεόντων, αλλά «οι
τρόποι οι ειδικοί με τους οποίους αυτά πραγματοποιούνται είναι επίσης δέοντα
σχετικής αξίας»[20]. Πιστεύει ότι η κοινωνική
ζωή είναι αδύνατη, χωρίς «ετερονομία», δηλαδή χωρίς εξουσία και την διάκριση
ανάμεσα στους εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους[21]. Θα
επαναλάβει μάλιστα ότι οι συντηρητικές δυνάμεις στερούνται κοσμοθεωρίας και
είναι ευδαιμονιστικές και αισθησιοκρατικές
όπως και οι αντίπαλοί τους. Χωρίς δυσκολία θα αντιπαρατεθεί με την μαρξιστική
ερμηνεία της δέσμευσης των στοιχείων της υπερδομής από την υποδομή -
δηλαδή τις παραγωγικές σχέσεις - επισημαίνοντας την αμφίδρομη σχέση τους όπως
φαίνεται από τον κυρίαρχο ρόλο του πουριτανισμού στην διαμόρφωση του
καπιταλισμού σύμφωνα με τον Μ. Βέμπερ[22] . Ο
Μάνεσης επηρεασμένος από τον Ν. Πουλαντζά αφενός στοχεύει στον περιορισμό της
κρατικής εξουσίας υπέρ των εξουσιαζόμενων, αφετέρου αναδεικνύει την σημασία του
πλουραλισμού και την αναγκαιότητα να εμπλουτιστεί ο νομικός θετικισμός από την
κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, δεδομένου ότι το δίκαιο «υλοποιεί νομικά μια
σχετική εξισορρόπηση αντιτιθέμενων ταξικών ιδίως συμφερόντων που αντιστοιχούν
πάντως σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων» [23]. Ο
Κ.Γιαννακόπουλος αναφέρεται επίσης στην μελέτη του Α.Μάνεση που διαβάστηκε στο
συνέδριο των 30 χρόνων της σχολής Ν.Ο.Ε του Α.Π.Θ όπου μεταξύ άλλων διατυπώνεται η αντιτίθεση
στην σταλινική μηχανιστική ερμηνεία της σχέσης βάσης-υπερδομής «αυτό όμως δεν
σημαίνει ότι το δίκαιο, η έννομη τάξη, είναι
απλή αντανάκλαση των οικονομικών-παραγωγικών σχέσεων, όπως νομίζεται από μια
απλοϊκή μηχανιστική υπεραπλουστευτική αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ οικονομικής
υποδομής και νομικοπολιτικής υπερδομής. Το κρατούν κοινωνικοοικονομικό σύστημα θέτει απλώς τα πλαίσια μέσα στα οποία
διαμορφώνεται το δίκαιο. Οι σχέσεις τους όμως είναι αμφίδρομες. Η νομικοπολιτική
υπερδομή, δηλαδή το δίκαιο και το κράτος, διαθέτουν μια σχετική αυτονομία. Γι’
αυτό και μπορούν να επενεργούν αναδραστικά πάνω στην κοινωνιοικονομική υποδομή.
Έτσι, το δίκαιο -οι νομικοί κανόνες- δεν είναι μόνο διαπιστωτικοί, αλλά σε
ορισμένες συγκυρίες, μπορούν να αποβούν και διαπλαστικοί κοινωνικών σχέσεων.
Υποδομή και υπερδομή συναπαρτίζουν μια διαλεκτική ενότητα, στο πλαίσιο της οποίας
αλληλεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται (όπως κατέδειξε ιδίως ο Γκράμσι)…Ιδιαίτερα
σε ιστορικές φάσεις μεταβατικές, όπως συμβαίνει να είναι η εποχή μας, ορισμένοι
νομικοί κανόνες και θεσμοί δεν εξυπηρετούν μόνο-και πέρα από ένα σημείο δεν
εξυπηρετούν πια- την κυρίαρχη τάξη που τους έχει θεσπίσει. Μπορούν να λειτουργήσουν
αντίστροφα εναντίον της και από εργαλεία επιβολής της εξουσίας των κρατούντων
να χρησιμοποιηθούν σαν μέσα περιστολής, αποδυνάμωσης και έμπρακτης αμφισβήτησης
της εξουσίας τους εκ μέρους των αρχομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι
συνταγματικοί κανόνες που προστατεύουν τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα: αν
αρχικά, όταν θεσπίστηκαν, ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα της ανερχόμενης τότε
αστικής τάξης, σήμερα τείνουν να στραφούν εναντίον της στο βαθμό που η άσκηση τους
προωθεί τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών και διακυβεύει την κυριαρχία της. Έτσι
εξηγείται και η σύγχρονη τάση για περιστολή, αναστολή ή κατάλυση των πολιτικών
και ατομικών ελευθεριών εκ μέρους των κρατούντων. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το
δίκαιο -η έννομη τάξη- παράλληλα με τις δυο βασικές λειτουργίες του, τη
ρυθμιστική -καταναγκαστική και την ιδεολογική- νομιμοποιητική, είναι και «χώρος»
(πεδίο) διεξαγωγής των κοινωνικοπολιτικών ανταγωνισμών: είναι ο χώρος όπου
συγκρούονται τα προνόμια των κρατούντων και οι διεκδικήσεις των εξουσιαζομένων»[24].
Ορθότατα ο Κ.Γιαννόπουλος συμπεραίνει: «διαβάζοντας
κανείς σήμερα κείμενα των δύο ανδρών τα οποία πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας
το 1980 και το 1985, εντυπωσιάζεται από το υψηλό επίπεδο του διαλόγου. Κι οι
δυο συνομιλητές έχουν συναίσθηση ότι το ποτάμι της ιστορίας που κύλησε από τότε
που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ανακάλυψαν το διάλογο δεν κύλησε επί ματαίω. Τόσο
ο λόγος του Α.Μάνεση ο οποίος πρωτοξεκίνησε το διάλογο, όσο και ο αντίλογος του
Κ.Τσάτσου ο οποίος προκάλεσε και συνέχισε το διάλογο, διακρίνονται για το υψηλό
επίπεδο στο οποίο στάθηκαν και οι δύο, για να αντιμετωπίσουν όχι μόνο το ακτικείμενο
του διαλόγου αλλά και το πρόσωπο του συνομιλητή τους. Με σοβαρότητα, υπευθυνότητα
και σεβασμό. Δίδαξαν παιδεία σε ένα λαό που από τη παιδεία του -να ένα ακόμη
ενδιαφέρον αντικείμενο διαλόγου!- δεν έχει συνηθίσει να διαλέγεται»[25]. Για
να συμπληρώσει ότι ο διάλογος αυτός δεν εμφανίζει τις συνηθισμένες παθολογικές
σκιές καθώς «για του λόγου το ασφαλές περιοριζόμαστε να παραθέσουμε μια υποσημείωση
που ο Κ.Τσάτσος καταχώρησε στη σελίδα 540 της απάντησής του προς τον Α.Μάνεση: «Ιδιαιτέρως
συνιστώ τη δημοσιευμένη στο «Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο» μελέτη του
καθηγητή Αριστόβουλου. Μάνεση «Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία
του δικαίου». Στη μελέτη αυτή θα βρη ο Έλληνας αναγνώστης την αρτιώτερη
βιβλιογραφία και μια φωτεινή ανάπτυξη του προβλήματος που μας απασχολεί από μια
κατά βάσιν μαρξιστική οπτική γωνία»…Με άλλα λόγια δεν σημαίνει ότι ο Κ.Τσάτσος έπαυσε
να θεωρεί τον Α.Μάνεση άξιο συνομιλητή από μόνο το γεγονός ότι ο τελευταίος έχει
διαφορετική άποψη από εκείνον. Δεν πρόκειται για μεγαθυμία της στιγμής. Πρόκειται
για γνήσια φιλοσοφική στάση που ξεκινάει από την ορθή Σωκρατική θέση ότι είμαστε
διώκτες της (καθ΄ημάς) πλάνης του άλλου και διώκτες του (καθ’ ημάς) πλανώμενοιυ
συνομιλητή μας»[26].
Ο Α.Μάνεσης στον λόγο που εκφώνησε κατά
την επίσημη υποδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών στις 7.12.1993 μεταξύ άλλων είπε: «υπάρχουν
όμως και ορισμένοι Ακαδημαϊκοί απόντες προς τους οποίους στρέφεται συγκινημένη
η σκέψη μου: Προς τον αείμνηστο φιλόσοφο του Δικαίου, διατελέσαντα και Πρόεδρο της
Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο, ο οποίος από το 1985, δυο χρόνια πριν πεθάνει, μου είχε πει- καθώς και άλλοι σήμερα
παρόντες, ήδη συνάδελφοι σεβαστοί –“σας θέλουμε στην Ακαδημία”».[27]
[1] Κ.Τσάτσος, Μελέται
φιλοσοφίας του Δικαίου, τόμος ΙΙ, επιμέλεια Μ.Καράση, εκδόσεις
Α.Ν.Σάκκουλα,2008, σελ. 438.
[2] Ό. π. σελ.438.
[3] Ό. π. σελ.438.
[4] Ό. π σελ. 438,439.
[5] Κωνσταντίνος Γερ.
Γιαννόπουλος, Κ.Τσάτσος-Α.Μάνεσης, ΔΙΑΛΟΓΟΣ τον οποίο αξίζει να
συνεχίσουμε- η διαλεκτική σύνθεση των ιδεών του Καντ και του Μαρξ στον ελληνικό
νομικό χώρο και η συνταγματική οργάνωση του Κράτους, εκδόσεις Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ.138,139.
[6] Ό. π. σελ.139.
[7] Κ.Τσάτσος, Μελέται φιλοσοφίας του Δικαίου,
τόμος ΙΙ, επιμέλεια Μ.Καράση, εκδόσεις Α.Ν.Σάκκουλα,2008, σελ. 439.
[8] Κωνσταντίνος Γερ.
Γιαννόπουλος, Κ.Τσάτσος-Α.Μάνεσης, ΔΙΑΛΟΓΟΣ τον οποίο αξίζει να
συνεχίσουμε- η διαλεκτική σύνθεση των ιδεών του Καντ και του Μαρξ στον ελληνικό
νομικό χώρο και η συνταγματική οργάνωση του Κράτους, εκδόσεις Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ. 148..
[9] Ό.π.σελ.119.
[10] Ό. π. σελ.162.
[11] Ό. π. σελ.164.
[12] Ό. π. σελ. 165.
[13] Ό. π. σελ. 166,167.
[14] Ό. π. σελ.168.
[15] Ό. π. σελ.168.
[16] Ό. π. σελ. 171.
[17] Ό. π. σελ.174.
[18] Ό. π. σελ. 189.
[19] Ό. π. σελ.224.
[20] Ό. π. σελ.225.
[21] Ό. π. σελ. 229,230,248.
[22] Ό. π. σελ.247.
[23] Ό. π. σελ. 263.
[24] Ό. π. σελ. 213.
[25] Ό. π. σελ. 265, 266.
[26] Ό. π. σελ.268.
[27] Ό. π. σελ.334.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου