ΡΗΞΗ φ.94
Κυκλοφόρησε,
τον Μάρτιο του 2013, από τις εκδόσεις Πόλις, η συλλογή δοκιμίων του Νάσου
Βαγενά, με τον τίτλο Σημειώσεις από την
αρχή του αιώνα(σελ.355).
Πρόκειται για
κείμενα, γενναία, ευθύβολα, που μας δίνουν σαφή εικόνα των τάσεων και των
χαρακτηριστικών στοιχείων του στοχασμού
και της νεοελληνικής κοινωνίας. Η αναίρεση του μεταμοντέρνου σχετικισμού,
δείχνει ότι ο τελευταίος σε κάποιες περιπτώσεις επιχείρησε να θωρακίσει τον
δογματισμό και την αξία των αισθητικών
του κριτηρίων, την οποία υποτίθεται ότι αρνείται, με ποινικές
διαδικασίες. Δηλαδή την όποια ασφάλεια
δεν μπόρεσε να εντοπίσει στην αισθητική και στην ερμηνευτική των κειμένων, την
αναζήτησε στην προνομιακή πρόσβαση στην
εξουσία και στην συνδρομή δικαστικών
αποφάσεων. Συγχρόνως ο Βαγενάς
αποδεικνύει ότι η επίθεση στον «εθνικισμό» και η εμμονή στις εντολές της
πολιτικής ορθότητας , αφενός
κατεδαφίζει σημαντικά στοιχεία
του νεοελληνισμού, αφετέρου
παρερμηνεύει την πραγματικότητα ενός έθνους που προηγήθηκε του
διαφωτισμού, ενώ επιπλέον αποκαλύπτει, ότι με την καταφυγή στο ιδεολόγημα της
«κυπριακότητας» αποφεύγεται η ανάληψη της ευθύνης σε κρίσιμα θέματα, όπως η
μοίρα του κυπριακού ελληνισμού. Βεβαίως ο Βαγενάς γνωρίζει ότι δεν απουσιάζουν
τα θετικά παραδείγματα, όπως ήταν ο παλαιότερος φιλόλογος Γ.Σαββίδης και ο σύγχρόνος μας Σάββας Παύλου, ή ο
ιστορικός Ν.Σβορώνος ή ο συγγραφέας Γ.Ιωάννου ή ο ζωγράφος Σ.Σόρογκας, ή ο
Α.Αργυρίου ή ο Μ.Βίττι ή ο Χ.Παπουτσάκης.
Είναι
σημαντικό ότι ο Βαγενάς δεν στρατεύτηκε, όπως άλλοι στοχαστές, στην καλοστημένη
εξαπάτηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην
Ελλάδα. Ορθά διαπίστωσε ότι είχαν διαρρήξει την σχέση τους με το αθλητικό
πνεύμα και είχαν ξεπέσει σε μία τεράστια
εμπορική επιχείρηση, την δαπάνη της οποίας κλήθηκε να πληρώσει αναδρομικά ο
ελληνικός λαός ,ενώ οι εθελοντές όπως γράφει υπήρξαν τα απαραίτητα κορόϊδα, που
γιγαντώσαν τα κέρδη των επιτηδείων. Συγχρόνως δεν μασά τα
λόγια του για την αθλιότητα των κατεστημένων πολιτικών, όπως ο Γ.Παπανδρέου, το
κομμάτιασμα των Πανεπιστημίων που υπηρετεί πελατειακούς στόχους που
αντιμάχονται την Παιδεία καθώς και την παρωδία του πανεπιστημιακού ασύλου που
αντί προωθεί τους σκοπούς για τους καθιερώθηκε, τους υπονομεύει με κραυγαλέο
τρόπο με πιο χαρακτηριστικό στοιχείο την ύψωση εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση
των ιδεών.
Ο Βαγενάς απαντά σε όσους αντικαθιστούν τους
εθνικιστικούς με τους αντιεθνικιστικούς μύθους , αμφισβητούν την συνέχεια της
ελληνικής γλώσσας και θεωρούν το
ελληνικό έθνος νεώτερη κατασκευή διανοούμενων όπως ο Κοραής: «την
αντιεθνικιστική αντίληψη, που είναι και αυτή, όπως και η εθνοκεντρική, σε
σημαντικό βαθμό, λανθασμένη, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε αντίληψη ενός
θεωριακού αστιγματισμού. Και τούτο γιατί είναι αποτέλεσμα, κυρίως, της μηχανιστικής
εφαρμογής στη νεοελληνική περίπτωση ορισμένων απλουστευτικών θεωριών περί
εθνογένεσης που αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, κύριο χαρακτηριστικό των
οποίων είναι η περιγραφή της εθνικής κοινότητας ως φαντασιακά εθνικής και της
εθνικής συν-είδησης ως καθ’ ολοκληρίαν προϊόντος κατασκευής.»(σελ.26). Η
παρορμητική, μεταπρατική,άκριτη μεταφορά ξένων θεωριών είναι μεν έωλη και
ατεκμηρίωτη, αλλά βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές διότι υπηρετεί τρέχοντες εγχώριους πολιτικούς στόχους, ώστε
με μεγάλη ευκολία να επαναλαμβάνουν διάφορες πλευρές ότι «η νεοελληνική συνείδηση εμφανίζεται για πρώτη φορά με τον ελληνικό
Διαφωτισμό, στο τέλος του 18ου αιώνα.» (σελ.26). Η ίδια
εθνομηδενιστική σπουδή, οδηγεί κάποιους στοχαστές να «πιστεύουν ότι έχουν
ανακαλύψει στο έργο του Εμπειρίκου (αλλά και στο έργο του Σεφέρη, του Ελύτη και
του Εγγονόπουλου) τις αποδείξεις μιας ακροδεξιάς και αντιδημοκρατικής
ιδεολογίας» (σελ.31), ενώ στο έργό του Μεγάλος
Ανατολικός τα στοιχεία ενός «φασιστικού έπους» (σελ.31). Βεβαίως θα έπρεπε να
αναρωτηθούν, οι εθνομηδενιστές , για τις ευθύνες που έχουν για το σημερινό
φούσκωμα ενός μορφώματος με καθαρά ναζιστικά στοιχεία, διότι φρόντισαν αφενός να τους χαρίσουν μερικούς από τους
σημαντικότερους στοχαστές μας, ενώ στην προσπάθεια τους να δυσφημήσουν
σημαντικούς νεοέλληνες στοχαστές, κατέστησαν την ακροδεξιά από περιθωριακό
φαινόμενο, σε κεντρικό στοιχείο της νεοελληνικής πνευματικής ζωής. Όμως τα συμπεράσματα τους είναι εντελώς
ανυπόστατα, γιατί αφενός ο Σεφέρης αποδοκίμασε γραπτά την δικτατορία, ενώ ο
Εμπειρίκος είχε μυηθεί στον
τροτσκισμό από τον Α.Μπρετόν.
Ο Βαγενάς,
υπερασπιζόμενος την αξία και τις πραγματικές διαστάσεις της γενιάς του ‘ 30,
διατυπώνει ορισμένες αυτονόητες σκέψεις, που ίσως αν ο σύγχρονος μας στοχασμός
δεν είχε αυτής της έκτασης την νοσηρότητα, δεν θα ήταν τόσο αναγκαία η
επανάληψή τους. Έτσι γράφει: «Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να επιχειρείς να
περιγράψεις το περιεχόμενο της λέξης
ελληνικότητα. Όχι μόνο διότι η ελληνικότητα δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα
αλλά ένα σύνολο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών (όπως η ιταλικότητα, η
ισπανικότητα κ.τ.λ.), αλλά γιατί η περιγραφή μιας αφηρημένης ιδέας δεν σημαίνει
αναγκαστικά την υπερβατικοποίησή της. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να
πιστεύεις ότι η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια. Διότι
όλοι οι σοβαροί ιστορικοί της ελληνικής γλώσσας
(ξένοι και Έλληνες ) το έχουν διαπιστώσει αυτό. Δεν είναι αναγκαστικά
ελληνοκεντρισμός το να πιστεύεις στην αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής
συνείδησης (εγώ προσωπικά δεν πιστεύω). Διότι και η ασυνέχεια της ελληνικής
συνείδησης είναι εξίσου δύσκολο να αποδειχτεί. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός
το να πιστεύεις ότι υπήρχε νεοελληνική
εθνότητα και πριν από τον Διαφωτισμό. Διότι
ένα πλήθος ιστορικών στοιχείων το αποδεικνύει αυτό. Δεν είναι
ελληνοκεντρισμός το να νιώθεις ένα αίσθημα υπερηφάνειας γιατί ζεις στον χώρο
όπου αναπτύχθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Διότι το αίσθημα αυτό είναι
φυσιολογικό(ψευδής συνείδηση θα ήταν να μην ένιωθες αυτό το αίσθημα). Δεν είναι
αναγκαστικά ελληνοκεντρισμός το να χρησιμοποιείς σε ποιήματα ή σε άλλα
λογοτεχνικά κείμενα τις λέξεις Ελλάδα και ελληνικός. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός
ο θαυμασμός της γραφής του Μακρυγιάννη. Όχι μόνο διότι η γραφή του Μακρυγιάννη
είναι άξια θαυμασμού, αλλά και γιατί, ακόμη και αν δεν ήταν, μια αισθητική
αστοχία δεν αποτελεί αναγκαστικά ιδεολόγημα. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να
εκθειάζεις το φως του Αιγαίου. Διότι το φως του Αιγαίου είναι άξιο εκθειασμού
(άλλωστε το θαυμάζουν και οι ξένοι). Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το ιδεολόγημα
του ελληνοκεντρισμού.»(σελ.35,36).
Συγχρόνως στο δοκίμιο του, με τον τίτλο «η
μέθοδος του θερμοκηπίου » καυτηριάζει
την προσπάθεια ορισμένων Ελλαδιτών πανεπιστημιακών να αμφισβητήσουν την
ελληνική συνείδηση του κυπριακού ελληνισμού και την αντικαταστήσουν με μια
καθόλα φαντασιακή «κυπριακότητα». Η υποκατάσταση, όπως γράφει, της εθνικής
ταυτότητας με μια ταυτότητα μερική, δεν είναι καινούργια. Έχει προηγηθεί η
αγγλική αποικιοκρατία της οποίας διακαής πόθος ήταν η κατασκευή μιας «κυπριακότητας
», όχι μόνο διάφορης, αλλά και αντίθετης με τον ελληνισμό. Σημαντική, εν
προκειμένω, είναι η επισήμανση ότι η πατρίδα στο έργο του Σεφέρη , αποκτά την
ριζική κίνηση να ξεπεραστεί η αποξένωση, που είναι «πόθος για μια ζωή ακέραιη,
ακομμάτιαστη. »(σελ.97).
Σημαντικό είναι επίσης το δοκίμιο
«μεταμφιέσεις του ζντανοφισμού», όπου γράφει «αν στην πρώτη μεταπολεμική
δεκαετία ο ζντανοφισμός φορούσε ακόμη χοντροκομμένο προλεταριακό αμπέχονο και εργατική τραγιάσκα, σήμερα εμφανίζεται με
το ένδυμα μιας υψηλής θεωρητικής ραπτικής που ονομάζεται πολιτική
ορθότητα.»(σελ.225). Τα πιο φανερά χαρακτηριστικά αυτής της τάσης είναι ότι :
«ενώ στην σταλινική ορθοπολιτική κριτική κυριαρχούσε ο έπαινος του εθνικού ως
λαϊκού (μέσα στο πλαίσιο της σοβιετικής πολυπολιτισμικότητας) και η απόρριψη
του κοσμοπολιτισμού ως αριστοκρατικού και εχθρικού προς το λαϊκό στοιχείο, στη
σημερινή, μεταμοντέρνα, ορθοπολιτική κριτική, όπου η αρετή σεβασμού προς τον Άλλο έχει οδηγηθεί σε
ένα φετιχισμό της ετερότητας, κάθε αναφορά στο ιθαγενές και στο εθνικό έχει φτάσει να θεωρείται εθνικισμός-δηλαδή
συντηρητικότητα και έλλειψη προοδευτικότητας- και ο κοσμοπολιτισμός
χαιρετίζεται ως υπέρβασή του»(σελ.226).
Η φαιδρή πλευρά αυτής της κατάστασης είναι ότι ,ενώ ο Σεφέρης κατηγορείτο στο
παρελθόν, ότι του έλειπε η ελληνική φυσιογνωμία και ήταν αποξενωμένος από τον
λαό, τώρα κατηγορείται για τους ακριβώς αντίθετους λόγους, δηλαδή για εμμονή
στον εθνολαϊκισμό.
Τέλος η καίρια και εύστοχη σκέψη του Ν.Βαγενά, με έναν
λόγο λιτό ,πυκνό και κάποτε ειρωνικό, θα αναδείξει και άλλα σημαντικά θέματα, όπως: την
προσήλωση του εκδότη του περιοδικού
Αντί,Χ.Παπουτσάκη, στην ενότητα της βαλκανικής ποίησης ως προεικόνα της
βαλκανικής ενότητας, στην υπεράσπιση του σολωμικού εθνικού μας ύμνου από την άκομψη προσπάθεια του
Χ.Γιανναρά να τον υποτιμήσει σε «στιχούργημα», την καταγγελία της διάδοσης, από
συγγραφείς σαν τον Μ.Μαζάουερ, του μύθου
ότι ο συγγραφέας Κ.Δαπόντες δεν είχε εθνική συνείδηση, ώστε να χρησιμοποιηθεί στην συνέχεια στην κατασκευή ότι ο
νεοελληνισμός ουσιαστικά συγκροτείται, αφού έχει προηγηθεί η δημιουργία του
ελληνικού έθνους-κράτους , αλλά και το γεγονός ότι συχνά οι φιλοσημίτες, όπως
και οι αντισημίτες, παράγουν ένα λόγο που δεν είναι απαλλαγμένος από
εξιδανικεύσεις και ιδεοληψίες.
Η πολιτική ορθότητα έχει την καταγωγή της στον μαρξισμό και ανάγεται στην δεκαετία του 1920.συγκεκριμένα η πολιτική ορθότητα λεγόταν πριν πολιτισμικός μαρξισμός και είχε στόχο να κλονήσει μέσω της κριτικής θεωρίας τα πάντα.Οι πολιτικώς ορθοί είναι ανυποχώρητοι και συνεπείς στις ιδέες τους χωρίς αντιφάσεις.Αλλα αυτή η ιδεολογία είναι αυταρχική όπως και κάθε ιδεολογία γιατί προυποθέτει ότι κάποια πράγματα είναι αναγκαστικά αλήθεια.Κι όπως ξέρουμε η Ιδεολογία είναι νεωτερικό δημιούργημα,του Διαφωτισμού...
ΑπάντησηΔιαγραφή