ΡΗΞΗ φ.96,φ.97,φ.98.
Α’
[33] ό.π.σελ.732.
Η επικαιρότητα του κριτικού Γιάννη Αποστολάκη
Ο Γιάννης Αποστολάκης εμφανίζεται, το 1923, με το έργο του
«Η ποίηση στη ζωή μας»[1],
ενώ θα ακολουθήσουν και άλλα όπως το «Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα και η
τέχνη του ».
Ο λόγος του ήταν βέβαιο ότι δεν θα περνούσε απαρατήρητος,
αλλά αντίθετα θα βρισκόταν στο επίκεντρο των πνευματικών συζητήσεων του
ελληνικού μεσοπολέμου. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται στην χειμαρρώδη αλλά προσεκτικά τεκμηριωμένη δημοτική γλώσσά του, αλλά πώς ύψωσε το γνήσιο δημοτικό
τραγούδι και την σολωμική ποίηση σε πρότυπο σχεδόν αξεπέραστο, που μοιραία θα ήταν ένα σκληρό και αλάνθαστο μέτρο για ότι
επακολούθησε. Ότι έγραψε είχε βαρύτητα και για αυτό δεν περνά απαρατήρητο,
καθώς προυποθέτει την βαθιά και
εξαντλητική γνώση της εξέλιξης του νέου ελληνισμού. Με γενναιότητα, ίσως και
θράσος εκμηδενίζει, τον Παλαμά που τότε μεσουρανούσε, τον Βαλαωρίτη, τον
Κρυστάλλη, τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Γρυπάρη, τον Μαλακάση.
Ακολουθώντας το σολωμικό «να θεωρούμε ως εθνικό το αληθές » ξεθεμελίωσε ότι διακρίθηκε και ότι αποτιμήθηκε
ως σημαντικό, μετά το Σολωμό.
Μαζί του βάδισε ο Φώτος Πολίτης, συγγραφέας, κριτικός,
μεταφραστής και υπεύθυνος για ένα διάστημα του Εθνικού Θεάτρου. Κατηγορήθηκαν
ως φορείς ενός ελληνοκεντρισμού, που είχε προέλευση όχι εγχώρια αλλά από τον
γερμανικό ιδεαλισμό. Δεν επικρίθηκαν τόσο για την βασιμότητα της κριτικής τους, όσο για τον μονοδιάστατο χαρακτήρά της,
δηλαδή ότι υπερτιμούσαν σε κάποιες περιπτώσεις τα αρνητικά και αδύνατα σημεία
και παρέλειπαν να αναφερθούν στα θετικά
στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης να σχημάτιζε λανθασμένο συμπέρασμα για το έργο και
το συγγραφέα που έκριναν. Η πιο σοβαρή κατηγορία, που διατύπωσαν εναντίον τους, ήταν ότι επιχείρησαν να κλείσουν την ελληνική
πνευματική ζωή σε ένα σχήμα, που δεν
έδιδε τις δυνατότητες για πρωτότυπη
δημιουργία και εξέλιξη . Διότι φυσικά δεν μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει την
αξιοσύνη του δημοτικού τραγουδιού, ή του Σολωμού ή του Παπαδιαμάντη, αλλά θα
μπορούσε να ισχυριστεί ότι η εμμονή σε
αυτούς και η άρνηση να πειραματιστούμε με νέα σχήματα και τρόπους, ελληνικά ή
διεθνή, θα μας οδηγούσε σε μαρασμό.
Οι αντιδράσεις εναντίον του Αποστολάκη ήταν βέβαια ανάλογες
της οξύτητας των κειμένων του. Πολλοί
αισθάνθηκαν θιγμένοι από τον λόγο και πρώτα βέβαια ο κύκλος γύρω από τον
Παλαμά. Ο Κ.Βάρναλης θα επιτεθεί στις αντισοσιαλιστικές απόψεις του. Αλλά το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα
για τις συζητήσεις που προκάλεσε, το βρίσκουμε στο «Ελεύθερο Πνεύμα », του Γιώργου Θεοτοκά,
που κυκλοφορεί το 1929 και αποτελεί το μανιφέστο της Γενιάς του ’30. Το δεύτερο ειδικά κεφάλαιο με τον τίτλο
«εθνικός χαρακτήρας και πνευματικός μιλιταρισμός», συνιστά μια προσπάθεια να
αναιρεθούν, με τον τρόπο που αυτός τις κατανοεί και τις ερμηνεύει, οι απόψεις
του Φ.Πολίτη και του Γ.Αποστολάκη. Στον κείμενο του Γ.Θεοτοκά, θα διατυπωθούν οι
σημαντικότερες επικρίσεις εναντίον τους. Θα τους αποδώσει την επιδίωξη να κλείσουν τον νέο ελληνισμό σε ένα
αποπετρωμένο σχήμα, που θα αρνείται πεισματικά κάθε επικοινωνία με την σύγχρονη
πραγματικότητα, διεθνή ή εγχώρια. Βεβαίως ο Θεοτοκάς, που φιλοδοξεί με αυτόν
τον τρόπο να σταθεί μακριά από την εθνικιστική ή μαρξιστική, όπως επισημαίνει,
δογματική, μας προσφέρει ένα πλήθος σημαντικές πληροφορίες, όπως ότι με τον
Γ.Αποστολάκη συνεργάστηκε το 1927, ο εκ των ιδρυτών του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»,
Αλέξανδρος Δελμούζος.
Μετά την παρέλευση αρκετών δεκαετιών, ο Γ.Αποστολάκης μας
ενδιαφέρει, σήμερα, για το οξύ αισθητικό του κριτήριο, για την ειλικρινή και γνήσια
προσπάθειά του να παρουσιάσει την σημασία του δημοτικού τραγουδιού όπως και την αρτιότητα της ποίησης του
Σολωμού. Το παράδειγμά του είναι μια
θετική διέξοδος, στην πλημμυρίδα μίας κριτικής, παραφουσκωμένης ίσως σε κάποιες
περιπτώσεις από θεωρητικά ενδιαφέροντα, αλλά εντελώς άσφαιρης και
κατευθυνόμενης, αλλά και μια σοβαρή απάντηση σε όσους επιχειρούν να
συκοφαντήσουν την αξία και την σημασία του έθνους που ανθίσταται, δηλαδή των
αρματολών και των κλεφτών, μα και σε όσους προσπαθούν να
υποβιβάσουν τα έργο του Σολωμού σε «στιχούργημα».
Σε αντίθεση, με τις κατηγορίες που σήκωσαν στοχαστές, όπως
ο Γ.Θεοτοκάς, ο Αποστολάκης δεν χαρακτηρίζεται από φτηνό πατριωτισμό, ούτε
επιδιώκει να υπάγει τα αισθητικά κριτήρια σε αυτόν. Στοχεύει να μας παρουσιάσει τα δημοτικά
τραγούδια, γνήσια, δίχως τις μεταγενέστερες λόγιες προσμίξεις. Επιπρόσθετα δεν
χαρίζεται σε ποιητές, όπως ο Βαλαωρίτης ή ο Μαβίλης ή ο Κρυστάλλης, που διακρίνονται από την επίκληση σε έναν θορυβώδη
και ρητορικό ελληνοκεντρισμό και προσπαθούν να αντιγράψουν τα δημοτικά
τραγούδια, αφού ούτε γνήσια πνοή διαθέτουν, ούτε ανταποκρίνονται στα αυστηρά
του κριτήρια.
Βεβαίως παραμένει σημείο αμφιλεγόμενο, αφού για συγγραφείς
όπως ο Ρένος Αποστολίδης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κριτικής μας, αλλά για άλλους
όπως ο Κ.Δημαράς «η ευαισθησία, η αισθητική πείρα και γενικά η κριτική
ικανότητα του Αποστολάκη μένουν ανεκμετάλλευτες σ’ ένα μεγάλο μέρος του έργου
του. Ανάλογα θα μπορούσαν να λεχθούν και για τις μελέτες του τις σχετικές με
τον Κάλβο και τον Βαλαωρίτη∙ ο κριτικός
βλέπει σωστά αλλά κρίνει άδικα. Και θα μπορούσε να λεχθεί ότι από ένα έργο
εντατικού μόχθου και εξηρμένου στοχασμού, μας έμεινε μόνο ένα υψηλό παράδειγμα
ανθρώπου και η μνήμη μιας μεγάλης ηθικής προσωπικότητας, αν δίπλα στις εργασίες
αυτές δεν υπήρχε και η συμβολή του Αποστολάκη στην μελέτη του δημοτικού
τραγουδιού. Πρώτος ο Αποστολάκης αντίκρυσε το δημοτικό τραγούδι από την άποψη
την καθαρά φιλολογική ∙ μελέτησε την αισθητική του και προώθησε, ή,
ακριβέστερα, ανανέωσε την γνωριμία μας με αυτό. Από μια τέτοια γνώση του
δημοτικού τραγουδιού ξεκινημένος έδωσε την κριτική του για τον Κρυστάλλη ».[2]
Β’
Δ.Σολωμός : ο ανθρωπισμός σαν προϋπόθεση του πατριωτισμού
Ο
Γ.Αποστολάκης εντοπίζει στην ποίηση και στην λογοτεχνία γενικότερα, το σημείο,
όπου μπορούμε «να νιώσουμε, αν ένας λαός πορεύεται το σωστό δρόμο, αν ζητά και
αν προσπαθεί να ζήση στον κόσμον απάνω σύμφωνα με τον προορισμό του ανθρώπου,
που όλοι μας το μισοκαταλαβαίνουμε πως είναι κάτι πιο ψηλότερο και σπουδαιότερο
πράμα παρά να μακραίνουμε μονάχα όπως – όπως μιαν ανώφελη ύπαρξη»[3]. Η απόφανση αυτή δεν παραμερίζει άλλες πλευρές
καθώς συμπληρώνει πώς ο «αληθινός
πλούτος του ανθρώπου δε βρίσκεται στο ποσό του χρυσαφιού παρά στην αξιοσύνη και
στην όρεξη για εργασία»[4]. Στην ποίηση και στην τέχνη, όπως και σε όλα τα
κοινωνικά γεγονότα, κέντρο είναι ο άνθρωπος, ώστε «το μεγαλύτερο κεφάλαιο του
πλούτου μας βρίσκεται στον διπλανό μας»[5].
Η
πηγή της ποίησης βρίσκεται σε αυτό που ο αρχαίος λόγος κατ’ αρχήν ονόμασε
«θαυμασμό», που όμως εναρμονίζεται με ένα
εσωτερικό γεγονός, την σιωπή. Καθώς γράφει :« η σιωπή πηγαίνει πάντα με τη
συλλογή, με το θαυμασμό – απόδειξη το έργο του ίδιου του Σολωμού. Όταν στο
εσωτερικό του ανθρώπου δε βασιλεύη σιωπή, τραγούδι δεν μπορεί ν’ ακουστή –
απόδειξη το έργο του Παλαμά, που είναι
μόνο ξεφωνητό (πρβλ. «Μούσα Ιδέα σ’ αγάπησα» κ.τ.λ.). Στη σιωπηλή
λατρεία της Τέχνης φανερώνεται γυμνή η Φύση και χορεύει. Κανένα σκέπασμα δεν
έχει ριγμένο απάνω της, γιατί αγνή είναι
η λαχτάρα και μακρινή η αγάπη της Τέχνης, που έτσι την ανταμείβει η Φύση»[6]. Η ποίηση θα ανυψωθεί στο «μεγάλο νόμο της ζωής, που ενεργεί και
ρυθμίζει κάθε ζωή»[7], ενώ το «τραγούδι
–αστραφτερό λουλούδι- λάμπει στα λόγια λίγων ανθρώπων, χρειάστηκαν πρώτα πολλές
ζωές να τριφτούν και να γίνουν το χώμα
για ν’ ανθίση»[8].
Η
επανάσταση του 1821 και ότι προηγήθηκε καθόρισε την νεοελληνική ποίηση,
τουλάχιστον μέχρι τον καιρό που έγραψε ο Αποστολάκης. Διακρίνει τον ραγιά από
τον γραικύλο. Ο πρώτος είχε δυνάμεις για να αντισταθεί , ο δεύτερος ολόψυχα
παραδόθηκε: «Χάσανε λοιπόν οι ραγιάδες την πολιτεία, χάσανε κάθε τιμή και
υπόληψη, χάσανε τον ελεύθερο κοινωνικό βίο , μ’ ένα λόγο χάσανε κάθε τιμή και
υπόληψη, χάσανε τον ελεύθερο κοινωνικό βίο, μ’ ένα λόγο χάσανε όλο το εξωτερικό
παρουσιαστικό του ανθρώπου. Τους τα πήρε ο Τούρκος. Όμως όλα δεν τα έχασαν.
Κατόρθωσαν ν’ αποτραβηχτούν στα ενδότερα της ζωής κ’ εκεί να υψώσουν με τη
θρησκεία πύργον άπαρτο για τον ξένο καταχτητή∙ απ’ όπου δυναμωμένοι χυθήκανε
στα Εικοσιένα και ξαναπήραν ό,τι είχαν χάσει από τη ζωή τους. Οι ραγιάδες, μ’
όλον τον εξευτελισμό τους, είχαν στη ζωή τους κάτι ιερό και όσιο –απάτητο στον
ξένο- κι αυτό στάθηκε και η δική τους και η δική μας σωτηρία. Οι graeculi όμως
όχι. Όλα τα είχαν παραδώσει στον ξένο. Απ’ άκρη σ’ άκρη η ζωή τους ήταν άφραχτο
χωράφι στα βάναυσα ποδάρια του άξεστου Ρωμάιου. Στον ιερώτερο τόπο, όπου οι
πατέρες τους στεφάνωναν τον άξιο και λεύτερο άντρα, αυτοί εραίνανε τον
εξευγενισμένο Ρωμαίο, όταν τους χάριζε τη λευτεριά. Οι graeculi είναι το σίχαμα του ανθρώπου, γιατί ήταν θεληματικά
όργανα σ’ όλες τις επιθυμίες του ξένου καταχτητή. Και τι δεν είναι έτοιμος στην
εποχή μας ο νεωτεριστής να παραδώση, αν του χαμογελάση λίγο ο πολιτισμένος
Ευρωπαίος; »[9]
Η
ποιητική διαδρομή που ακολούθησε ο νέος ελληνισμός, μετά τα δημοτικά τραγούδια
και τον Σολωμό, είναι ασυγχώρητο λάθος. Ο Παλαμάς, ο Πορφύρας, ο Καλοσγούρος, ο Σούτσος κατηγορούνται ότι γράφουν χωρίς πρωτοτυπία ,πνοή ή εξαντλούνται σε
φιλοσοφικές αερολογίες. Αλλά και ο Ροϊδης είναι «πολύ κατώτερος από τον Σολωμό,
όχι γιατί ο ένας γράφει στίχους κι ο άλλος δε γράφει, παρά γιατί πίσω από το
έργο του Ροϊδη φανερώνεται ο άνθρωπος
που γλήγορα λύγισε».[10] Ο
Κάλβος επικρίνεται ότι γράφει χωρίς ψυχική εμπειρία και γι’ αυτό «δεν είναι
άξιος ούτε τον «ιμάντα των υποδημάτων» του Σολωμού να λύση».[11] Το έργο του Βαλαωρίτη όπως και του Κάλβου
θεωρείται ως κατασκευή, που θέλει να τραγουδήσει την Ελληνική Επανάσταση με την
διαφορά πως «ενώ ο Κάλβος μ’ εξωτερική αξιοπρέπεια πλησιάζει το αντικείμενό του
ή καλύτερα δεν το πλησιάζει παρά μένει με την ετοιμασία και τα στολίδια που
φόρεσε, το εναντίο ο Βαλαωρίτης γυμνός και αστόλιστος τραβά εμπρός »[12]. Το
αποτέλεσμα είναι ότι ο Βαλαωρίτης δεν πείθει καθώς η καρδιά του είναι «γεμάτη
απ’ άγονη αγάπη, όπως είναι και κάθε ανθρώπου, όταν αφοσιώνεται σε νεκρά
πράγματα».[13]
Ο
Σολωμός αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν, αν όχι ο μοναδικός ποιητής.
Στην ποίηση του και ιδιαίτερα
στον «Ύμνο στην Ελευθερία» ο νέος ελληνισμός βρίσκει την δρόμο του για την
αληθινή του ύπαρξη, δηλαδή την Ελευθερία. Γράφει ο Αποστολάκης με μεγάλη
συγκίνηση : «Το Μάη στα 1823 σ’ ένα μήνα μέσα ο Σολωμός εσύνθετε σε ηλικία 25
χρονών τον περίφημο Ύμνο του στην Ελευθερία∙ χρονολογία σπουδαία για κάθε
Έλληνα. Για πρώτη φορά εκεί μέσα παρουσιάζεται σ’ όλη τη λάμψη και τη δύναμη η
καινούργια συνείδηση του Έλληνα, που τη θρέψανε και τη θεριέψανε τα αίματα κ’
οι αγώνες. Πρώτη φορά ύστερα από το μαρασμό τόσων αιώνων ο Έλληνας τολμάει να
σηκωθή και να δείξη πως ζή. Η μεγαλύτερη χάρη του τραγουδιού είναι η ανδρική
συνείδηση, που φανερώνει. Η συνείδηση, που ακούγεται εκεί μέσα δεν είναι του
ανθρώπου, όταν θέλη να παίξη, να βολέψη την περίσταση, να κολακέψη τους
ανώτερους του ή να παινέψη μερικά άτομα, παρά κάτι διαφορετικό και πρωτάκουστο.
Πρώτη φορά ύστερα από τόσο μεγάλη σκλαβιά φανερώνεται ο Έλληνας να διαλέξη την
τύχη του. Για πρώτη φορά σ’ αυτό το τραγούδι αναδεύει ο χαρακτηριστικός πόθος
του ελεύθερου ανθρώπου , να μπορέση να δώση τον εαυτό του, να μπορέση ν’
αφοσιωθή. Η συγκέντρωση κ’ η αφοσίωση, που γυρεύει η Ελευθερία από τον άνθρωπο,
είναι πια συντελεσμένη…Ο Ύμνος είναι το αναγάλιασμα του ανθρώπου, όταν τον
αγγίξη η πνοή της λευτεριάς. Σ’ όλη τη λάμψη της φανερώνεται στο Σολωμό η
λευτεριά. Βρίσκεται αντικρύ της ο ποιητής»[14].
Ο
πατριωτισμός του Σολωμού συναντά τον άνθρωπο στην πληρότητά και στην
οικουμενικότητά του: «Ο Σολωμός είναι πατριώτης, επειδή νιώθει κ’ αισθάνεται
σαν άνθρωπος και δε μοιάζει τους άλλους ποιητές, που είναι πατριώτες, δεν
καταφέρνουν όμως να είναι άνθρωποι»[15]. Ο Αποστολάκης όμως θεωρεί επιπλέον πώς ο Διάλογος του Σολωμού για την
γλώσσα, σαν «το σημαντικώτερο για την πνευματική μόρφωση του Έθνους μας»[16]. Σε
αυτόν φανερώνεται ο Σολωμός ως «ο πρώτος που μας έδωσε το καλό παράδειγμα κι’
όσο ξέρω εγώ, είναι ο μόνος, που φανερώνεται υπερασπιστής και στα λόγια και στα
έργα της ζωντανής γλώσσας από βαθεία συναίσθηση της Αλήθειας»[17].
Στην δικαίωση της δημοτικής συναντούνται δύο αιτήματα. Το αίτημα της αποδοχής
και της αναγνώρισης αυτού που φυσιολογικά υπάρχει και το αίτημα να ικανοποιήσουμε την «λαχτάρα
μας να γίνουμε ένα με το διπλανό μας»[18].
Ο
Σολωμός μιλά για τους αγωνιστές του ΄21 ως ανθρώπους πραγματικούς, αληθινούς
και όχι αποκυήματα του ιδανισμού . Αλλά
τελικά η λατρεία της Φύσης είναι αυτή που τον πλάθει ποιητή: «χωρίς αυτή θα
ξέπεφτε, θα γινότανε ο βαρετός ρήτορας της αρετής κι όλων των άλλων αφηρημένων
ιδεών, που έχουν την κατοικία τους στον υπεραισθητόν κόσμο»[19].
Στους
«Ελεύθερους Πολιορκημένους» θα δούμε το κατ’ εξοχήν έργο του Σολωμού «όχι
μονάχα γιατί το δούλεψε χρόνια και χρόνια, παρά γιατί ζήτησε σ’ αυτό μέσα να
κλείση ό,τι ανώτερο έφτασε ο ίδιος ν’ αντικρίση στη ζωή του»[20].
Ολοκληρώνοντας
το έργο του, ο Αποστολάκης,
επιγραμματικά γράφει ότι θεωρεί τον Σολωμό όχι τον κατεξοχήν, αλλά «τον μοναδικό
ποιητή μας» καθώς στο έργου του «βρίσκουμε όλα τα αληθινά σημάδια της ποίησης,
την παρουσία δηλαδή της μορφής, τον αδιάκοπο θαυμασμό, και την ιστορία μιάς
ψυχής»[21] Την
κρίση αυτή θα την συνοδεύσει με την
απαξίωση κάθε ποιητικού έργου, που είχε φανερωθεί μέχρι τις μέρες του, ειδικά
δε του Παλαμά που με προκλητικό τρόπο σε μια υποσημείωση μάλιστα αναφέρει πως
«ούτε την ποίηση του Παλαμά αξίζει να την πάρη κανείς στα σοβαρά»[22]. Ένας
πιο κοντινός χρονικά σε μας στοχαστής, ο Ζήσιμος Λορετζάτος, που και αυτός ασχολήθηκε
σοβαρά και επίμονα με τον Δ.Σολωμό, θα καταλήξει πως «σκαλίζοντας τα παλιά
κιτάπια του ποιητικού μας λόγου –στη λογοτεχνία μας παλιό λέγεται καθετί που
πλησιάζει τα εκατό χρόνια – δεν είδα να υπάρχει καλύτερος χάρτης από το Σολωμό»[23].
Γ’
Η γέννηση του κλέφτικου τραγουδιού από το πνεύμα της αντίστασης
To 1950 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Ι.Δ.Κολλάρου-Εστία το έργο του Γ.Αποστολάκη «Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα
και η τέχνη του». Θα το δημοσιεύσει και πάλι το περιοδικό Εποπτεία, σε
συνέχειες, στα τεύχη 76-82, από τον Φεβρουάριο του 1983 μέχρι τον Σεπτέμβριο
του 1983.
Αποτελεί
συνέχεια παλαιότερων μελετών του για το δημοτικό, αποσκοπώντας όπως γράφει να «βγάζει από τη μέση τα ύποπτα τραγούδια
και ανοίγει λεύτερο το δρόμο να γνωρίσουμε καθαρώτερα τέχνη και πνεύμα»[24].
Συγχρόνως είναι μια έμμεση κριτική των διανοητών του καιρού του, που δεν
κατόρθωσαν «οι ίδιοι να γίνουν το κέντρο της ζωής και σκέψης, αχάλαστο από το
χρόνο, με τη διαδοχή του από την ψυχή του δασκάλου στην ψυχή του μαθητή».[25] Στην
ποίηση του δημοτικού τραγουδιού δεν ανακαλύπτει μόνο τον άξιο λαϊκό ανώνυμο
τεχνίτη, που συχνά αναφέρεται και ανάγεται στην ελληνική αρχαιότητα, μα και την πλούσια
σε τρόπους καθημερινή ζωή . Καθώς επισημαίνει «χίλιες φορές καλύτερα,
στριμωγμένος σε μιαν άκρη της γης, να ζήσω με τον πατέρα μου και το παιδί μου
παρά να χαίρωμαι, στη φαντασία μου, τη ζωή μου με τον εκατοστό απόγονό μου.
Χίλιες φορές καλύτερα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου συνέχεια με όλο το βάρος του
περασμένου παρά, με αδειανή καρδιά και με σβησμένη μνήμη, να φαντάζουμαι πως θα
γεννήσω καινούργιο καιρό και θα είμαι πρωτοπόρος »[26].
Ο
Αποστολάκης με εξαιρετική ευσυνειδησία θα παρουσιάσει και θα κρίνει εύστοχα και
με χειρουργικό τρόπο θα λέγαμε τις διάφορες συλλογές όπως αυτή του Πολίτη, αλλά
και τις διάφορες παραλλαγές ή και παραφθορές της σαν αυτές του Αραβαντινού και
του Λάμπρου. Θα δείξει τεκμηριωμένα και με αναμφισβήτητο τρόπο που έγραφε ο
λαϊκός τεχνίτης και που αυτοί που εμπνεύστηκαν από αυτόν με συχνά τρόπο ατυχή.
Ο
Αποστολάκης συμπεραίνει τελικά ότι στο κλέφτικο τραγούδι «ανεμίζεται
λεύτερη η ψυχή – θριαμβική σημαία,
επειδή το στοιχείο δεν είναι εδώ κληρονομιά, κοινωνική παράδοση, συνήθεια παρά
το ακρότατο και το πιο νωπό ξεχείλισμα της ψυχής, σ’ ειλικρίνεια και σ’ αβίαστη
θέρμη παρόμοιο με τη γνήσια λυρική διάχυση. Βαθειά συγκίνηση θεμελιώνει τη
σύλληψη του τραγουδιού και νομίζω να μη σφάλλω, σαν ειπώ ότι βρίσκεται λυρισμός
στις ρίζες του, μόνο που η ψυχή δε σταματάει εδώ παρά ακράτητη ρίχνεται στην
πράξη και ο θάνατος ή η νίκη σφραγίζει την ειλικρίνεια και την ορμή της. Η
βεβαίωση αυτή με την πράξη, με τον κίνδυνο του θανάτου, αυτή ίσα ίσα κάνει το κλέφτικο τραγούδι για πάντα το
θεμέλιο της πνευματικής μας ζωής. Γιατί πως θα ήτανε αλλιώς τρόπος ν’ ανοίξη ο
κόσμος της ψυχής και να δείξη το πλούτος του, αν μια φορά ο Νεοέλληνας δεν είχε
περάσει αυτή τη δοκιμασία ζωής; Το κλέφτικο τραγούδι είναι η πνευματική έκφραση
του σημαντικού αυτού γεγονότος της ιστορίας μας. Συνεπαρμένος ο δημοτικός
ποιητής από το ζωντανό παράδειγμα, τόλμησε ν’ απλώση και να βαθύνη τον κόσμο της
ψυχής. Αλλιώς δεν θα ήτανε τρόπος να τραβήξουμε πέρα από τη ρητορεία, από τη
διδαχτική ποίηση και από την ιστορική ανάμνηση. Ενωμένη λοιπόν σφιχτά η δράση
με το λυρισμό. Η πράξη στεριώνει την ψυχική συγκίνηση και η συγκίνηση θερμαίνει
την κρύα πράξη ευθύς από την γέννησή της »[27].
Ο
Αποστολάκης αντιπαραθέτει στην δημιουργική συγκίνηση του κλέφτικου τραγουδιού
την πνευματική στειρότητα των διανοούμενων, του «μορφωμένου» καθώς γράφει, που ξεχωρίζει ως «άσωτος της
φαντασίας και εκλεχτικός του αισθήματος»[28]. Η
θεμελιακή αξία του ανώνυμου δημοτικού ποιητή
είναι ότι μας έδωσε το κλειδί που άνοιξε τον κόσμο της ψυχής. Δίχως
αυτόν «θα έλειπε ο απέραντος ουρανός της
φαντασίας και η καρδιά δε θα φανέρωνε αστείρευτο πλούτο. Έκαμε πράξη με
θεμελιακή σημασία για την πνευματική ζωή μας ο ποιητής του κλέφτικου
τραγουδιού: βοηθημένος από το ζωντανό παράδειγμα, από τον ήρωά του, μπόρεσε
μονάχος του κι αυτός και σήκωσε στους ώμους του ολάκερή τη ζωή και, το
σπουδαιότερο, βρήκε μέσα στο είναι του τις αξίες να τη ζυγίση και να την
εκτιμήση. Κανείς άλλος ως τώρα παρεχτός από το Σολωμό δεν το έκαμε∙ έτσι μ’ όλη
την πλημμύρα του εγχώριου λυρισμού, που μ’ άλλα πολλά ρευστά, καθαρά και μη, τη
ρουφάει και την πίνει η υπομονετική γη, δεν υψώνεται στέρεο λυρικό εγώ άλλο από
τον ποιητή του κλέφτικου τραγουδιού και από το Σολωμό»[29].
Στον
ήρωα του κλέφτικου τραγουδιού αποκτά μορφή και αδρά χαρακτηριστικά ο ελεύθερος
άνθρωπος, εκείνος που επιλέγει την λευτεριά ως την αποκλειστική μορφή της
ύπαρξής του : «η συνείδηση του λεύτερου ατόμου, του λεύτερου ανθρώπου, αυτή
θεμελιώνει τον ήρωα του κλέφτικου τραγουδιού, αυτή τον ξεχωρίζει. Με όλο του το
δίκιο λοιπόν θα ονόμαζε κανείς τα κλέφτικα τραγούδια τα πρώτα πνευματικά
μνημεία της λευτεριάς. Χωρίς άλλο βέβαια ξαφνιάζει το παράξενο παρουσιαστικό του
κλέφτικου τραγουδιού, η απροσποίητη αυτή κραυγή χαράς του ανθρώπου στο άναμμα
και στο φούντωμα της ψυχής του με το πρώτο άγγισμα της λευτεριάς. Λόγος,
αίσθημα, πράξη, όλα βρίσκονται σ’ ενέργεια για να προφτάσουν και να κλείσουν
μέσα τους την πλημμύρα της ζωής, που ολοένα και ανεβαίνει ορμητικώτερη από τα
βάθη. Το κλέφτικο τραγούδι δεν είναι ιστορία, ούτε αισθηματική επίδειξη, ούτε
δραματική σκηνή παρά κάτι βαθύτερο και πρωταρχικότερο: είναι το ξύπνημα του
ατόμου στην αμέτρητη δύναμη, που φωλιάζει μέσα του βαθύτερα από την καρδιά και
το νού »[30]. Μάλιστα η αίσθηση και η συνείδηση της ελευθερίας υποτάσσουν
ακόμη και την ιστορία, την φυλή και την θρησκεία[31],
παρότι τελικά «η συνείδηση της λευτεριάς που χαράζει στον κλέφτη, είχε στο
μεταξύ δυναμώσει με καινούργια ψυχικά στοιχεία, με την ιστορία και με τη
θρησκεία»[32]. Η διαφορά ανάμεσα στο
Ακριτικό τραγούδι και στο Κλέφτικο είναι ότι ενώ το πρώτο θα μας ιστορήσει
θαυμαστά περιστατικά στο δεύτερο θα έχουμε την δημιουργία του ελεύθερου
ανθρώπου. Ο Αποστολάκης θα ξεκαθαρίσει ότι ενώ το δημοτικό τραγούδι, συνεχίζεται στο
έργο του Σολωμού, κατόρθωμα του τελευταίου είναι η σύλληψη της Μορφής της Ελευθερίας και η εξύμνηση όχι των
εξαιρετικών και λιγοστών ατόμων αλλά του
ελεύθερου λαού[33].
Η
οξύτατη πένα του Αποστολάκη ίσως να ήταν άδικη και άστοχη σε ένα σημείο. Σε αντίθεση με την άποψη που με επιμονή
και συγκρότηση υποστήριξε και παρά τις
πολλαπλές κρίσεις που ταλάνισαν τον νέο ελληνισμό και σε πολλές περιπτώσεις
οδήγησαν στην παρακμή του, μετά τον Σολωμό, γράφτηκε στην γλώσσα μας εξαιρετική
ποίηση. Ο Παλαμάς, ο Κάλβος, ο Σικελιανός, ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος είναι κάποιοι από αυτούς που τεκμηριώνουν την άποψη αυτή. Κοντά σ’
αυτούς υπάρχουν πολλοί άλλοι που μπορεί να θεωρηθούν ισάξιοι τους ή ένα μέρος του έργου θα πρέπει να μας απασχολεί επίμονα και διαχρονικά. Ειπώθηκε ότι ο ελληνικός λαός
και η ελληνική γλώσσα ευνοούν την ποίηση παρά τον θεωρητικό λόγο. Σε πείσμα
αυτών που θέλουν να πρυτανεύσει ένα παρόν αντιποιητικό, όσο και να ξεχαστούν οι
ηρωϊκές και τραγικές πλευρές του παρελθόντος μας, το έργο του Αποστολάκη αποδεικνύει ότι η αντίσταση του ελληνικού λαού, δηλαδή ο πόθος του
για ελευθερία υπήρξε η κορυφαία προϋπόθεση όχι μόνο των πιο σημαντικών του πολιτικών
πράξεων αλλά και τής δημιουργίας πολιτισμού .
[1] Γιάννη Αποστολάκη, Η ποίηση στη ζωή μας, Βιβλιοπωλείον της
Εστίας-Ιωάννου Δ.Κολλάρου ΑΕ,β’ έκδοση,χ.χ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον
φιλόλογο Παύλο Παρακεϋαίδη που μου δάνεισε το δυσεύρετο πλέον αυτό έργο.
[2] Κ.Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας,
εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2000, σελ.579-580.
[3] Γιάννη Αποστολάκη, Η ποίηση στη ζωή μας, Βιβλιοπωλείον της
Εστίας-Ιωάννου Δ.Κολλάρου ΑΕ,β’ έκδοση,χ.χ.,σελ.7.
[4] ό.π. σελ.7.
[5] ό.π. σελ.8.
[6] ό.π. σελ.232.
[7] ό.π. σελ.42.
[8] ό.π. σελ.42.
[9] ό.π. σελ.34,35.
[10] ό.π. σελ.86.
[11] ό.π. σελ.91.
[12] ό.π. σελ.92.
[13] ό.π. σελ.93.
[14] ό.π. σελ.142,143.
[15] ό.π. σελ.146.
[16] ό.π. σελ.159.
[17] ό.π. σελ.159.
[18] ό.π. σελ.184.
[19] ό.π. σελ.235.
[20] ό.π. σελ.259.
[21] ό.π. σελ.271.
[22] ό.π. σελ.270.
[23] Ζ.Λορετζάτος, Μελέτες, Τόμος Α΄,Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα
1994, σελ.23.
[24] Περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 76,σελ.167.
[25] ό.π.σελ.168.
[26] ό.π.σελ.170.
[27] Περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 81,σελ.637.
[28] ό.π.σελ.637.
[29] ό.π.σελ.637.
[30] Περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 82,σελ.725.
[31] ό.π.σελ.726.
[32] ό.π.σελ.727.
Αγαπητε κ.Κουτρουλη τυχαια διαβασα το παρον αρθρο σας για τον παππου μου Γ. Αποστολακη ..σας ευχαριστω πολυ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ. Αποστολακη
Ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία και το σχόλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφή