Οι πρώτοι στην αοριστία
Δεν
σε πίστευα πως υπάρχουν ακόμα, κάπου μακριά στην ανατολή,
ολάκερα ελληνικά χωριά όπου οι Έλληνες μιλούν
ελληνικά.
Πήγαμε εκεί με μερικούς μαθητές μας.
Και ακόμα στο δρόμο άκουσα τον οδηγό του
φορτηγού μας
να λέει σε κάποιον που στεκόταν δίπλα:
–Φέρου πίβο! (φέρνω μπύρα). Και έμοιαζε με
τα ελληνικά.
Σαν φτάσαμε σ’ ένα χωριό που οι ντόπιοι το
λέγαν Τσερντακλύ,
άκουσα τη φωνή κάποιας γυναίκας που φώναξε
στην κόρη της:
–Φσαλ τ’ μπόρτα! (κλείσε την πόρτα)
ήταν στο ιδίωμα εκείνου του χωριού...
Και όταν ξάπλωσα τη νύχτα καταγής
μπροστά σε μια χωριάτικη καλύβα άκουσα
τη φωνή του νοικοκύρη που πρόφερε με σιγανή
φωνή –αρανό...
Και είδα εκεί ψηλά από πάνω μου τον μαύρο
και έναστρο ουρανό.
Ήταν η πρώτη νύχτα στο ελληνικό χωριό της
Ουκρανίας.
Το κείμενο ανήκει στον Αντρέι
Αλεξάνδροβιτς Μπιελέτσκυ, ο οποίος διατύπωσε πολλές από τις εμπειρίες της
ζωής του και τις ενδόμυχες σκέψεις του με την μορφή ποιημάτων στην ελληνική
γλώσσα. Η συγκεκριμένη περιγραφή αφορά στην επίσκεψη που έκανε η πρώτη
διαλεκτολογική αποστολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου σε ελληνικά χωριά της
Αζοφικής του νομού Ντονιέτσκ της Ουκρανίας. Ο Μπιελέτσκυ απευθύνεται στην
σύζυγό του, επίσης φιλόλογο, Τατιάνα Τσερνισόβα, η οποία ανακάλυψε την ύπαρξη
του ελληνισμού στην περιοχή της Μαριούπολης και οργάνωσε το ταξίδι μαζί με
φοιτητές τους με σκοπό την καταγραφή των ελληνικών γλωσσικών ιδιωμάτων. Η σχέση
του Μπιελέτσκυ με τον ελληνισμό ήταν βαθιά[1] και
πολυεπίπεδη αν και η στροφή του προς
αυτόν ήταν αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων. Νέος, με γονείς διανοούμενους[2], ως
προικισμένος γλωσσολόγος με απίστευτο πλούτο γνώσεων, γοητεύθηκε από τον αρχαίο
αιγυπτιακό πολιτισμό. Στην ξαφνική αναχώρηση το 1941 από το Χάρκοβο της
Ουκρανίας που ζούσε, εξαιτίας της γερμανικής επέλασης έχασε την διατριβή του για
τις αιτίες της πτώσης του αρχαίου αιγυπτιακού βασιλείου, και στα μετόπισθεν,
στο Τομσκ της Σιβηρίας, έστρεψε την δραστηριότητά του στην κλασσική φιλολογία.
Σε όλη του την ζωή παράλληλα με την ακατάπαυστη δημιουργική του δράση στο τομέα
της γλωσσολογίας, όπου η ικανότητά του στην εκμάθηση ξένων γλωσσών είχε πάρει
μυθικές διαστάσεις, εργάστηκε για την ελληνική φιλολογία: αδιάλειπτη διδασκαλία
στο Πανεπιστήμιο, επιστημονικές μελέτες για την ελληνική γλώσσα, μεταφράσεις
από τα ελληνικά στα ρωσικά και ουκρανικά, ανακοινώσεις για μεγάλο αριθμό
ελληνικών επιγραφών που ανεβρέθηκαν σε περιοχές της Ουκρανίας, ιδίως στην
αρχαία Ολβία. Το πνευματικό του μέγεθος και η επιστημονική του συνέπεια
συνετέλεσαν στο να συγκεντρωθεί γύρω του ένας κύκλος νέων επιστημόνων, οι
οποίοι στη συνέχεια αποτέλεσαν την μαγιά για την ανάπτυξη των ελληνικών
γραμμάτων στην Ουκρανία.
Σημαντική, ανάμεσα στις άλλες, συνεισφορά του Μπιελέτσκυ συνιστά και η
συσχέτισή του με τον ελληνισμό της Αζοφικής. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η
συνεισφορά του δεν περιορίζεται μόνο στο επιστημονικό πεδίο αλλά διεισδύει και
στο κοινωνικό, καθώς οι πρωτοβουλίες του και η πνευματική του βοήθεια ανέσυραν
από το παρασκήνιο μια ξεχασμένη στην μεταπολεμική εποχή μειονότητα της
Ουκρανίας. Αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο στη προσπάθειά του έπαιξε η σύζυγός του.
Η Τατιάνα Τσερνισόβα (1928-1993), άνθρωπος
ενθουσιώδης και επαναστατικός[3], γνωρίζεται
με τον Μπιελέτσκυ το 1948 ως φοιτήτριά του για να γίνει σύζυγός του το 1957.
Η πρώτη αποστολή πραγματοποιήθηκε σε κλίμα αφάνταστου ενθουσιασμού, παρά
τις δυσκολίες του ταξιδιού και τους πιθανούς κινδύνους, δεκαπέντε χρόνια μετά
τις μαζικές διώξεις. Η Τατιάνα Τσερνισόβα φαίνεται ότι ήταν η καρδιά της
αποστολής: «πηγαίναμε μ’ ένα φορτηγό από
χωριό σε χωριό για να μάθουμε πως μιλάνε οι Έλληνες σ’ αυτήν την καινούργια πατρίδα τους, μέσα στις
στέπες της Ουκρανίας. Ήσουν πολύ κεφάτη και τραγουδούσες δυνατά : να πάω κυρά
μου στο παζάρι!» θα γράψει μερικές δεκαετίες αργότερα ο Μπιελέτσκυ[4].
Από το 1952 με την πρώτη αποστολή του Τμήματος της Κλασσικής Φιλολογίας
του Πανεπιστημίου στα χωριά Πριμόρσκε (Ουρζούφ) καί Γιάλτα έως το 1977
πραγματοποιήθηκαν εννέα αποστολές στα χωριά της Ουκρανίας.
Η σχέση του Μπιελέτσκυ και της Τσερνισόβα με τους κατοίκους των
ελληνικών χωριών απέκτησαν μια βαθύτερη και πιο ανθρώπινη ουσία πέρα από την
απλή επιστημονική. Αποτέλεσαν για τους καθημαγμένους αυτούς πληθυσμούς μια
εστία σιγουριάς και στήριξης. Αργότερα για να διευκολυνθεί από τους ίδιους τους
Έλληνες της Αζοφικής η δημοσίευση κειμένων ο Μπιελέτσκυ επεξεργάστηκε μια
καινούργια γραφή με βάση το ρωσικό αλφάβητο. Ως αποτέλεσμα της καινοτομίας παρουσιάζονται
συλλογές ποιημάτων από ντόπιους ποιητές στις τοπικές διαλέκτους και σε
μετάφραση στη ρωσική γλώσσα.
Ενθουσιώδης υπήρξε η αγάπη του Μπιελέτσκυ και για την Κριμαία, αυτή την
ιδιαίτερη χερσόνησο του Ευξείνου Πόντου που μοιάζει σε πολλά με τον ελλαδικό
χώρο:
«Εκείνη η θάλασσα κι εκείνα τα
βουνά τα όρη και το πέλαγος,
τα μυρωδάτα πεύκα και τα βότσαλα
στην ακρογιαλιά·
Εσάς ονειρευόμουνα από παιδί
ακόμα,
Τα μυρωδάτα πεύκα και ο αέρας της
λευτεριάς,
Τα λιόδεντρα, οι δάφνες και οι
μυρτιές, Τα όνειρα των παιδικών μου χρόνων.
Για πρώτη φορά τα είδα στην
Κριμαία σ’ εκείνη την μικρήν Ελλάδα μας,
όχι πολύ μακριά από την γοτθικήν
Αλούστα, θάλασσα και βουνά,
τα μυρωδάτα πεύκα και ο αέρας της
λευτεριάς
τα όνειρα για όλην την ζωή μου.
Εκεί μακριά στο νότο, εκεί
παραμυθένια χώρα
όπου θα ήθελα να γεννηθώ· εκεί τα
μυρωδάτα πεύκα και ο αέρας της
λευτεριάς.»
Στα τοπωνύμια της Κριμαίας, με εξοπλισμό την τρομερή του γλωσσομάθεια,
ανιχνεύει την ρίζα των λέξεων δίνοντας έτσι απαντήσεις σε προβλήματα ιστορίας
και πολιτισμού. Γιάλτα, Αλούπκα, Θεοδωρώ, Αλούστα, Γουρζούφ, Μισχώρ, Μπελμπέκ,
Λιβάντια και δεκάδες άλλες ονομασίες πόλεων, χωριών, βουνών, σπηλαίων, ποταμών και διάσελων συνθέτουν ενώπιόν μας το
παρελθόν αυτού της ταυρικής χερσονήσου. Αποκαλύπτουν επίσης, σε θαυμαστό
επίπεδο, το μέγεθος των ανακατατάξεων που προκαλούν οι εθνοτικές και φυλετικές
μετακινήσεις, διεισδύσεις και προσμείξεις σε μια περιοχή όπου αυτές ευνοούνται
από τις γεωγραφικές συνθήκες.
Ο Μπιελέτσκυ εξετάζει πάντοτε το
πρόβλημα που καλείται να επιλύσει με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Δεν
παρασύρεται από ιδεολογικές ή προσωπικές προκαταλήψεις, ακόμη και από τις
προσωπικές του προτιμήσεις. Τη στάση αυτή την διατήρησε σε όλη του την ζωή, και
σε μερικές περιπτώσεις με επώδυνο αντίτιμο. Στην περίπτωση πολλών τοπωνυμίων
της Κριμαίας ενώ επιβεβαιώνει την ελληνική προέλευση τους, εντούτοις σημαντικό
μέρος τους, σε αντίθεση με άλλους επιστήμονες, τα εντάσσει σε διαφορετικές,
μεταγενέστερες, περιόδους. Συγκεκριμένα απέναντι στη εμμονή επεξήγησης των
τοπωνυμιών μόνο με αρχαία ελληνική προέλευση ο Μπιελέτσκυ γράφει: «…παρόμοιες ιδέες ήταν χαρακτηριστικές και για
μερικούς διάσημους επιστήμονες που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα σημερινά
ελληνικά τοπωνύμια της Κριμαίας αμέσως με βάση το αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιο
αγνοώντας τα γεγονότα της μεσαιωνικής και νεοελληνικής γλώσσας με τις
διαλέκτους της».
Η ανάδειξη επομένως της παρουσίας και συμβολής του μεσαιωνικού
ελληνισμού, καθώς και η πολιτισμική συνέχεια στη Κριμαϊκή χερσόνησο αποτελεί
μια σημαντική συμβολή του Ουκρανού λόγιου στην ιστορία της Κριμαίας, αλλά και
του μείζονος ελληνισμού. Επιπλέον οι δύο εργασίες, τα «ελληνικά τοπωνύμια της
Κριμαίας» και τα «γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων της Ουκρανίας», που εκδίδεται
ως παράρτημα, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η καταγωγή των Ελλήνων της
Αζοφικής ανάγεται στον χριστιανικό πληθυσμό της Κριμαίας που μετοίκησε στις
συγκεκριμένες περιοχές κατά την οργανωμένη έξοδο που πραγματοποιήθηκε το 1778.
Για την πληρέστερη κατανόηση των εργασιών του Μπιελέτσκυ είναι
απαραίτητες κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες που θέτουν το ιστορικό και
ιδεολογικό πλαίσιο διαμόρφωσης της ελληνικής παρουσίας στη Κριμαία και στην
Αζοφική.
Οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, κυρίως η δημοκρατική Χερσόνησος και το
μοναρχικό Παντικάπαιο, θα έχουν κυρίαρχο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή του Ευξείνου
Πόντου για αιώνες. Θα μεταφέρουν τον ελληνικό πολιτισμό, την γλώσσα και την
εμπορικο-οικονομική δραστηριότητά έχοντας τεράστια συνεισφορά στις
ανακατατάξεις των πολιτισμικών δεδομένων των λαών που διαβιούν εκεί, καθώς και
αυτών που θα εμφανιστούν σε κατοπινές φάσεις της ιστορίας.[5] Ο
ελληνικός πληθυσμός ήταν πάντοτε σε αυτές τις περιοχές πληθυσμιακά μειοψηφικός.
Ο αστικός πολιτισμός του, όμως, και η πνευματική του ηγεμονία τον έφερνε σε
θέση κυρίαρχη. Αυτό προκαλούσε την προσέλκυση μονάδων ή και ολόκληρων τμημάτων
άλλων εθνοτήτων στον ελληνικό τρόπο ζωής. Αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης θα
είναι η μόνιμη σύνδεση των βορείων ακτών της Μαύρης Θάλασσας όχι μόνο με το
κοινωνικο-οικονομικό δίκτυο που δημιουργήθηκε σε όλη αυτή την κλειστή θάλασσα
αλλά και με τον υπόλοιπο ελληνικό πολιτισμικό χώρο.
Μετά τον ελληνικό αποικισμό, ο δεύτερος καθοριστικής σημασίας παράγοντας
που προσδιόρισε τις εξελίξεις ήταν η έλευση του χριστιανισμού. Η νέα θρησκεία
σε συνδυασμό με την ανάδυση της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της
πρωτεύουσάς της Κωνσταντινούπολης, λόγω της εγγύτητας με τον χώρο της Μαύρης
Θάλασσας, θα έχει καταλυτική επίδραση στο ιστορικό γίγνεσθαι και αυτής της
περιοχής.
Κατά την βυζαντινή περίοδο ενώ χάνεται τελείως το σχήμα Έλλην-Βάρβαρος,
παρατηρούνται νέες ευρύτερες συσσωματώσεις και μια νέα αντίθεση, αυτή των
χριστιανών με τους μη χριστιανούς. Στην χριστιανική βυζαντινή ταυτότητα
ενσωματώνονται πολλοί λαοί, οι οποίοι μέσω της κοινής πίστης και παιδείας δεν
θα διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας.
Οι διαδικασίες αυτές απασχόλησαν αρκετούς, Ρώσους και Ουκρανούς κυρίως, μελετητές:
ποια ήταν στην πραγματικότητα η σχέση των Ελλήνων της Κριμαίας του ύστερου
μεσαίωνα με τους Έλληνες αποίκους της αρχαιότητας; Από αυτήν την «αντιπαράθεση»
προέκυψαν τρεις προσεγγίσεις: η πρώτη αρνείται οποιαδήποτε σχέση των σύγχρονων
Ελλήνων με αυτούς της αρχαιότητας, η δεύτερη πιστεύει στην αδιάρρηκτη συνέχεια
και η τρίτη που συνθέτει τις προηγούμενες και υποστηρίζει ότι μεγάλο μέρος τους
είναι απόγονοι μεταγενεστέρων μεταναστεύσεων που πραγματοποιήθηκαν, όμως, σε
ένα πλαίσιο φιλικού πολιτισμικού περιβάλλοντος.
Ο Μπιελέτσκυ θα διατυπώσει σε χειρόγραφό του την άποψη ότι «οι Έλληνες της Κριμαίας κατά τον μεσαίωνα
(και οι απόγονοί τους οι Έλληνες μετανάστες από την Κριμαία στην Ουκρανία) δεν
ήταν οι άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αποίκων που έκτισαν τις πόλεις τους
στα βόρεια παράλια της Μαύρης θάλασσας και στην Κριμαία… οι αρχαίοι Έλληνες
άποικοι διαλύθηκαν στο πλήθος των βαρβαρικών φυλών: Γότθων, Αλανών, Χαζάρων,
Πατσινάκων, Κουμάνων. Οι βάρβαροι εξελληνίστηκαν και οι Έλληνες
εκβαρβαρίστηκαν. Οι μεσαιωνικοί Έλληνες κάτοικοι της Κριμαίας ήρθαν από την
Μικρασία και από τα νησιά του Αιγαίου και από τη Στερεά Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά
την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και την κατάρρευση της
βυζαντινής αυτοκρατορίας.»
Παρ’ όλα αυτά αναγνώριζε κάποια πολιτισμική συνέχεια: «Στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων της Αζοφικής
έχουν διατηρηθεί μέχρι τις ημέρες μας υπολείμματα του αρχαίου πολιτισμού που
κάποτε άνθιζε στη μακρινή τους πατρίδα. Τα χορωδιακά τους τραγούδια θυμίζουν
περιγραφές χορών της ΧVIII ραψωδίας της ομηρικής
Ιλιάδας, χαρακτηριστικό των μύθων τους είναι η βυζαντινή χροιά…»[6]
Η έλευση των Τατάρων στη Κριμαία θα δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα.
Οι πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες αργότερα συγχωνεύτηκαν ως Τάταροι[7] της
Κριμαίας εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην χερσόνησο της Κριμαίας ως
στρατιώτες της Χρυσής Ορδής του Μπατού
Χαν κατά τον 13ο αιώνα.
Από το 1428 έως το 1478 το Χανάτο της Κριμαίας έγινε ανεξάρτητη πολιτική
οντότητα έως ότου η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισβάλει στην χερσόνησο καθιστώντας
το έως το 1772 υποτελές της Πύλης.
Το έδαφος της Κριμαίας διανέμεται μεταξύ του Σουλτάνου, του Χάνου, που
διορίζονταν από την Πύλη και διαφόρων Τατάρων γαιοκτημόνων. Όπως προκύπτει από
τις περιγραφές η κοινωνική πραγματικότητα στο χανάτο της Κριμαίας θα εμφανίσει
ένα πολωτικό σχήμα, στο οποίο ο πληθυσμός κατηγοριοποιείται σε δύο βασικές
ομάδες. Η μία ταταρική, μουσουλμανική και με ιδιαίτερα προνόμια, και η άλλη
χριστιανική, με υποχρέωση να πληρώνει φόρους στο χάνο και στο σουλτάνο.
Αυτή η πόλωση, όπως είναι εύλογο να υποθέσουμε, συσπείρωσε στην πορεία
του χρόνου την πλειοψηφία των διαφόρων εθνικών ομάδων στην μία ή την άλλη ομάδα
απαλείφοντας τις προηγούμενες εθνοτικές και φυλετικές διαφορές δημιουργώντας
νέες συλλογικότητες με βάση την θρησκευτική ένταξη των μελών τους.[8]
Η διαδικασία αυτή έχει εκδηλωθεί και στην προ ταταρικής ηγεμονίας εποχή,
μετά την έλευση και επικράτηση του χριστιανισμού στην Χερσόνησο. Για πρώτη
φορά, όμως, η θρησκευτική ταυτότητα των μελών της κριμαϊκής κοινωνίας
δημιουργεί προκαθορισμένους ρόλους στην ταξική δομή της και στην ιεράρχησή της.
Οι πιέσεις που υφίστανται οι διάφορες κοινότητες για τον εξισλαμισμό τους,
ή/και το αίσθημα αλληλεγγύης που γεννά η κοινή θέση του υποταγμένου
ομογενοποιούν την πλειοψηφία των ορθόδοξων χριστιανών κατοίκων.
Οι Έλληνες χριστιανοί κάτοικοι της Κριμαίας λόγω της γλωσσικής τους
διαφοροποίησης θα καταταχθούν σε δύο κατηγορίες: σε ελληνόφωνους, «ρουμαίους» ή
«τάτους», και σε ταταρόφωνους, «ουρούμ»
ή «μπαζαριώτες».
Η ύπαρξη των δυο εντελώς διαφορετικών γλωσσολογικών ομάδων των
ελληνόφωνων ρουμαίων και των ταταρόφωνων ουρούμ[9] και κυρίως η
διαμόρφωση και η εθνολογική τους σύνθεση αποτελούν ζητήματα για τα οποία έχουν
διατυπωθεί διαφορετικές θεωρίες από τους ερευνητές.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, οι διαφορές στην γλωσσική ταυτότητα προκαλούν
την υποψία της σύνθεσης ποικίλης εθνολογικής προέλευσης εκχριστιανισμένων
πληθυσμών. Στην διαδικασία διαμόρφωσης της ομάδας των χριστιανών ταταροφώνων
συμμετέχουν οπωσδήποτε φύλα που είχαν ενταχθεί στο βυζαντινό πολιτισμικό χώρο.
Ανάμεσά τους τα ιρανικά φύλα των Σκυθών και Σαρματών, των Ούννων και, κυρίως,
των Γότθων,
Οι πληθυσμοί αυτοί θα βρεθούν να κάνουν χρήση της ταταρικής γλώσσας στην
κοινωνική τους δραστηριότητα, ενώ θα χρησιμοποιούν την ελληνική στην
εκκλησιαστική τελετουργία, ενώ θα συγγράφονται εκκλησιαστικά κείμενα με
ελληνική γραφή στην ταταρική γλώσσα: «Κάτω
από τον ζυγό πολλών αιώνων της μουσουλμανικής βαρβαρότητας, το ποίμνιο του
Ιγνατίου έχασε εντελώς της χρήση της ελληνικής γλώσσας, και ιδού ο πατήρ που
έχει εξέχουσα θέση στην μητρόπολή του γράφει τις εργασίες στα τουρκικά, μόνο
που είναι με ελληνικά γράμματα. Σπανίως
τυχαίνουν ελληνικές λέξεις και μάλιστα με χονδροειδή ορθογραφικά λάθη.».[10]
Οι γλωσσολόγοι, οι οποίοι άρχισαν την έρευνα της γλώσσας των Ρουμαίων
ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα προσπάθησαν ν’ ανακαλύψουν στις
διαλέκτους των Ελλήνων της Αζοφικής στοιχεία αρχαίων γλωσσών, που ομιλούνταν κάποτε
στην Κριμαία: αρχαιοελληνική, αλανική, γοτθική. Οι επιστήμονες αυτοί έθεσαν ως
στόχο να φωτίσουν τις χρονολογικές περιόδους της διαμόρφωσης του λεξιλογικού
πλούτου και της γραμματικής δομής της ρουμαίικης γλώσσας, να καθορισθεί ο
χρόνος απόκλισης των διαλέκτων αυτών από
κάποια κοινή μητρική γλώσσα, να αποκαλύψουν την ιδιομορφία της, που προκλήθηκε
κατά μεγάλο μέρος από την αλληλοεπίδραση με τις γλώσσες των άλλων λαών της
Κριμαίας.[11]
Η νεοελληνική διάλεκτος των ρουμαίων, σύμφωνα με την πρόταση πού έκανε ο
σοβιετικός καθηγητής I.I. Sokolov, μετά από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα ελληνόφωνα
χωριά της Αζοφικής το 1927-1929[12],
διαιρείται σε πέντε ιδιώματα- υποκατηγορίες, με κριτήριο την απόστασή τους από
την δημοτική νεοελληνική γλώσσα.
Για τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο ταταρικό χανάτο πρέπει να
αναγνωρίσουμε ότι ο ελληνισμός και εν γένει ο χριστιανικός πληθυσμός βρέθηκε σε
δυσμενή θέση μετά την κατάκτηση της χερσονήσου από τους Τατάρους. Ακόμη και
στην περίπτωση που απομονώσουμε την θετική εξέλιξη της ενσωμάτωσης της Κριμαίας
εκ νέου σε ένα σύνολο, όπως αυτό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως
προγενέστερα με το Βυζάντιο, δεν πρέπει να παραγνωρισθεί ότι την απέκοπτε από
τις ραγδαίες εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στην δυτική Ευρώπη.
Ιδιαίτερα για τον ελληνισμό της Κριμαίας ήταν πράγματι μια περίοδο υποχώρησης,
καθώς έχασε την λειτουργία του ως κόμβος μεταφοράς των οικονομικών και
πολιτισμικών επικοινωνιών ανάμεσα στον κόσμο της Μεσογείου και αυτόν των στεπών
και του Καυκάσου, λειτουργία που ήταν υπαρκτή αδιαλείπτως για σχεδόν δύο
χιλιάδες έτη. Ο πληθυσμός αναγκάσθηκε να κάνει χρήση της ταταρικής γλώσσας και
πολλές ελληνικές περιοχές, πόλεις, όρη και άλλες γεωγραφικές τοποθεσίες άλλαξαν
όνομα. Ταυτοχρόνως χριστιανοί ασπάστηκαν το Ισλάμ και μάλιστα πήραν μέρος στην
δημιουργία πολιτιστικών αξιών της μουσουλμανικής Κριμαίας, π.χ. το κυριότερο
τζαμί του χανάτου της Κριμαία στην πόλη Ευπατόρια οικοδομήθηκε από Έλληνα
αρχιτέκτονα, που είχε εξισλαμισθεί.[13]
Παρά ταύτα στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. ένα σημαντικό
τμήμα ελληνικού πληθυσμού διαβιώνει στη Κριμαία, έχοντας διατηρήσει παραδόσεις
και συνείδηση, έστω και με αμυντικό τρόπο.
Την ίδια εποχή οι εξελίξεις που θα καθορίσουν την τύχη των χριστιανών
της Κριμαίας, καθώς και όλης της
γεωπολιτικής ενότητας της Μαύρης Θάλασσας και των Βαλκανίων, σχετίζονται άμεσα
με την ρωσική αυτοκρατορία και την αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κατά συνέπεια και η μετοίκηση των χριστιανών της Κριμαίας πρέπει να ενταχθεί
και να εξεταστεί στο ευρύτερο πλαίσιο του λεγόμενου «ανατολικού ζητήματος».
Η ροπή της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής προς επέκταση της επιρροής της ανάμεσα
στους ορθόδοξους λαούς της ανατολής αποτελούσε μια φυσιολογική συνέχεια της
αντίληψης της ένταξης σε ένα ευρύτερο σύνολο κοινής θρησκευτικής και πολιτισμικής
ενότητας. Αυτή η ευρύτερη κοινότητα, η οποία κατά τον Β. Ομπολένσκι
χαρακτηρίστηκε ως «Βυζαντινή
Κοινοπολιτεία», αποδέχθηκε τον ρωσικό ηγεμονικό ρόλο στην βάση της ομόδοξης
ταυτότητας.
Η ρωσική γιγάντωση και η επιθετική της εξωτερίκευση θα αλλάξει και τους
προσανατολισμούς του υπόδουλου ελληνισμού. Πλέον η αναμονή της ρωσικής καθόδου
στον νότο θα γίνει κοινός πόθος, με σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις, αντίθετα από
τις προσδοκίες για βοήθεια από τις δυτικές δυνάμεις, στις οποίες είχε στραφεί ήδη
από τον 14ο αιώνα.
Όλος ο 18ος αιώνας θα χαρακτηρισθεί από αυτήν την προσμονή, η
οποία θα αποκτήσει πρακτική εφαρμογή, καθώς η ρωσική ηγεσία θα αποφασίσει να
χρησιμοποιήσει ενεργά το «ελληνικό χαρτί» στα σχέδιά της. Αυτό θα συμβεί τόσο
με την ενίσχυση των επαναστατικών κινήσεων του ελληνισμού στον οθωμανικό χώρο
όσο και με την πρόσκληση και την παροχή βοήθειας στους Έλληνες που αποφάσιζαν
να μετοικίσουν στην Ρωσική Αυτοκρατορία.
Το όραμα της αποκατάστασης μιας χριστιανικής βυζαντινής επικράτειας με
την απελευθέρωση των Ελλήνων, αποτελούσε μια ιδέα που φαίνεται να δελέαζε την
ρωσική ηγεσία ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα. Ο Πέτρος Α΄ μιλούσε συχνά για την Ελλάδα, προτείνοντας μάλιστα να
καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη, ακόμη και η Ρούμελη, για να απελευθερωθεί ο ελληνικός
λαός.[14] Ο
ίδιος προώθησε και την έλευση Ελλήνων στην αυτοκρατορία με ειδικά προνόμια.
Η Αικατερίνη Β΄ φέρεται να
βάζει σε εφαρμογή το λεγόμενο «ελληνικό σχέδιο», που είχε συλλάβει σε γενικές
γραμμές ο Πέτρος. Α΄. Ο στόχος του σχεδίου ήταν η αντικατάσταση της οθωμανικής
αυτοκρατορίας από μια ελληνική, όπου τον έλεγχό της θα τον είχε η τσαρική
οικογένεια.
Ο Μπιελέτσκυ για την ρωσική πολιτική διατύπωνε, επίσης σε χειρόγραφό
του, την άποψη, ότι «πρέπει να
διακρίνουμε τον πραγματικό από τον ψεύτικο φιλελληνισμό. Ψεύτικος ήταν ο
φιλελληνισμός της ρωσικής κυβέρνησης γιατί αυτή ήθελε να χρησιμοποιήσει τις
εξεγέρσεις του ελληνικού λαού για τα πολιτικά της συμφέροντα στη διάρκεια των
πολέμων κατά της Τουρκίας. Τουναντίον ο πραγματικός φιλελληνισμός ήταν ο ανιδιοτελής
της ρωσικής διανόησης. Εκείνος προέκυπτε από το θαυμασμό της για τον ηρωισμό
των Ελλήνων στους αγώνες τους για ελευθερία».
Για τη Ρωσία ήταν απαραίτητη η έξοδος προς τις ζεστές θάλασσες του νότου
και η Ταυρίδα συνιστούσε ένα πρώτο βήμα. Παρά το γεγονός ότι για την χερσόνησο
της Κριμαίας δεν υπάρχουν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι αποτελούσε χώρο
εκτεταμένης διαβίωσης σλαβικών φύλων, εντούτοις η αρχαιοσλαβική ιστορία συνδέει
άμεσα την περιοχή με το πρώτο κράτος των Ρως.
Η βάπτιση ως χριστιανού του ηγεμόνα του πριγκιπάτου του Ρους του Κιέβου,
Βλαδίμηρου, στην Χερσώνα της
Ταυρίδας το 988 και ο γάμος του με την αδελφή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Άννα αποτελεί γεγονός εξέχουσας
σημασίας, καθώς θα επανακαθόριζε ριζικά την ιστορία των Σλάβων της ανατολικής
Ευρώπης. Οι Ρώσοι γίνονταν ομόδοξοι των Βυζαντινών και ο χώρος, όπως και η
χρονολογία αυτή, θα παραμείνουν στην συλλογική συνείδηση ως αφετηριακό σημείο
στις σχέσεις τους με την ελληνικό χριστιανικό κόσμο. Για τους κατοπινούς αιώνες
η συνοδοιπόρηση αυτή θα επιδράσει και στις γεωπολιτικές εξελίξεις, μέρος των
οποίων αποτελούν τα διαδραματιζόμενα στην Κριμαία, στα τέλη του 18ου
αιώνα, που θα κατέληγε στην έξοδο των χριστιανών από τη Κριμαία.
Εκτός από την προσάρτηση της κριμαϊκής χερσονήσου, σημαντική για την
ενδυνάμωση της αυτοκρατορίας ήταν και η πολιτική του εποικισμού των νέων εδαφών
που αποκτούσε και ευρύτερα τον συνοριακό χώρο στο μέτωπο προς το νότο. Η
διαδικασία αυτή δεν αποτελούσε μια εύκολη για την τσαρική ηγεσία προσπάθεια. Τα
εδάφη της Νέας Ρωσίας (Νοβοροσία), όπως ονομάζεται η σημερινή νότια Ουκρανία
έχουν τις δικές τους ιδιομορφίες. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι περιοχές
βορείως της Κριμαίας και κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, όπως και της
Αζοφικής Θάλασσας, ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένες. Η πληθυσμιακή τόνωσή τους
με χριστιανικό πληθυσμό ήταν μονόδρομος για την ασφαλή και μόνιμη αφομοίωση των
νεοκατακτηθέντων εδαφών.
Η εγκατάσταση νέου πληθυσμού αποτέλεσε μια διαδικασία η οποία
πραγματοποιήθηκε τόσο με οργανωμένο όσο και με αυθόρμητο, μη προγραμματισμένο
τρόπο. Αν και το κύριο βάρος του εποικισμού και της οικονομικής αφομοίωσης των
νοτιο-ουκρανικών εδαφών στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ανήκει στους
Ρώσους και τους Ουκρανούς χωρικούς σημαντικό ρόλο παίζουν πληθυσμοί που ανήκουν
σε άλλες εθνότητες, και ο χριστιανικός πληθυσμός της Κριμαίας ήταν ιδανικός
γι’ αυτό το ρόλο.
Ο πρωταρχικός, όμως, σκοπός της ρωσικής ηγεσίας ήταν να χρησιμοποιήσει
την έξοδο του χριστιανικού πληθυσμού για να καταλάβει το ταταρικό χανάτο.
Ειδικότερα η έξοδος του χριστιανικού πληθυσμού από την Κριμαία
υπαγορευόταν από την γεωπολιτική ανάγκη υπονόμευσης της ισχύος του χανάτου και
της δυνατότητας επέμβασης των Οθωμανών που θα οδηγούσε στην κατάκτηση της
χερσονήσου.
Η ύπαρξη χριστιανικών πληθυσμών στην χερσόνησο έδινε την δυνατότητα στον
στρατό του σουλτάνου να εκβιάσει με πιθανές διώξεις και σφαγές την Ρωσία, ώστε
να μην προβεί σε επιθετικές κινήσεις για την κατάληψή της. Ο ρωσικός στρατός
έπρεπε να είναι ελεύθερος από οποιεσδήποτε δεσμεύσεις με πιθανή ομηρία των
ομόδοξων κατοίκων του χανάτου. Ο λόγος αυτός ίσως να ήταν και ο πλέον
σημαντικός στην λήψη της απόφασης της Ρωσίας να προωθήσει και να στηρίξει την
μετοικεσία.
Οι εξελίξεις θα είναι ευνοϊκές λίγο μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο
1768-1774 και τη συνθήκη του Κιουτσούκ- Καϊναρτζή. Η προετοιμασία της εξόδου
από την πλευρά των χριστιανών ανατέθηκε στις εκκλησίες τους και κυρίως στους
Αρχιερείς τους. Ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος στις 29 Οκτωβρίου 1771 προς την Σύνοδο
και στις 8 Οκτωβρίου 1772 προς την Αικατερίνη Β΄ αποστέλλει επιστολές στις
οποίες αναφέρει ότι «ο Θεός ενέπνευσε
στην φωτεινή ψυχή της αυτοκράτειρας να τους απελευθερώσει από τα χέρια του
θηριώδους τυράννου χριστιανομίσητου Αγαρηνού» και ως «μεσάζων του Θεού», μεταφέρει αυτήν
την ιδέα στην Αικατερίνη Β΄[15].
Ο χριστιανικός πληθυσμός στην έκκληση του Μητροπολίτή του για την έξοδο
υπάκουσε[16]. Η έξοδος, αποτέλεσε μια
εθελούσια προσφυγιά, που παρά τον φόβο των πιθανών διώξεων από τους Τατάρους
και τους Οθωμανούς, είναι εξαιρετικά απίθανο να απολάμβανε την καθολική
συναίνεση.
Στον 20 αιώνα, αρκετοί επιστήμονες θα εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες, για
το εάν και σε ποιο βαθμό η έξοδος από την Κριμαία αποτέλεσε επιθυμία του
χριστιανικού πληθυσμού. Για παράδειγμα στο τραγούδι που έφτασε μέχρι τις μέρες
μας με τον τίτλο «Έξοδος από την Κριμαία»
οι στίχοι λένε: «Δεν πάμε. Εδώ ζήσαμε
χίλια χρόνια (σσίλια χρίνια) και εδώ είναι τα μνήματά μας».[17]
Την ίδια θέση, με σχετική επιφύλαξη, παίρνει και ο Κ. Φωτιάδης όταν γράφει: «Η
έξοδος των Ελλήνων άρχισε τον Ιούλιο του 1778 και τελείωσε το Μάιο του 1779. Με
δάκρυα στα μάτια, μας πληροφορεί ο αρχιεπίσκοπος Γαβριήλ, εγκατέλειπαν τα χωριά
τους, γιατί άφηναν πίσω τους προγόνους τους. Το ευνοϊκό κλίμα της περιοχής
τους, οι τάφοι των προγόνων, οι συναισθηματικοί δεσμοί με τον τόπο τους και
άλλοι σημαντικοί λόγοι μας επιτρέπουν να υποπτευόμαστε ότι κάποιοι αρνήθηκαν να
ακολουθήσουν το μητροπολίτη Ιγνάτιο, που ήταν η ψυχή αυτού του σχεδίου»[18].
Η ανακοίνωση αυτή λαμβάνει χώρα στις 23 Απριλίου, στην εορτή του Πάσχα
και η μετανάστευση των χριστιανών πραγματοποιείται, τελικώς, τον μήνα Ιούλιο
του ίδιου έτους, 1778. Στο βιβλίο «Η Μαριούπολη και τα περίχωρα» η έξοδος
περιγράφεται με γλαφυρότητα : «Στο ναό
της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έλαβε χώρα η σκηνή του τελευταίου αποχωρισμού από
την Κριμαία. Εδώ ο μητροπολίτης Ιγνάτιος πριν από την έξοδο έψαλε ευχαριστήρια
και αποχαιρετιστήρια προσευχή στην αιώνια Προστάτιδα του χριστιανισμού στην
Κριμαία. Οι Τάταροι σύμφωνα με την παράδοση, ζήτησαν να κρατήσουν την εικόνα
της Θεομήτορος. Φοβούμενοι όχι μόνο ταραχές αλλά ακόμη και επίθεση από την
πλευρά των Τατάρων την εικόνα την μετέφεραν σε βαρέλι».[19]
Από την Κριμαία έφυγαν τελικώς 219 Γεωργιανοί, 161 Βλάχοι και 18.391
Έλληνες από 68 περιοχές.
Οι ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας θα αποτελούν στο εξής μία άλλη
υπο-κατηγορία του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού της Ρωσίας, καθώς η
πλειοψηφία τους θα προέλθει από μετανάστες της κυρίως Ελλάδας και της Μικράς
Ασίας, που θα εγκατασταθούν στα επόμενα χρόνια, μεταφέροντας τα δικά τους
γλωσσικά και ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κριμαίας
κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου θα συμμετάσχει ενεργά στην
αντίσταση κατά των Γερμανών, αλλά, κατά ένα ακατανόητο λόγο, το 1944 και σε μία
ημέρα εκδιώχθηκε όλος, περίπου τριάντα χιλιάδες, στη Κεντρική Ασία.
Για
τους μετοικήσαντες στην περιοχή της Αζοφικής η εγκατάσταση στην προεπιλεγμένη
περιοχή ήταν μια επιχείρηση εξαιρετικά κοπιαστική. Σε ένα άγνωστο γι’ αυτούς
έδαφος, με το ψυχολογικό βάρος της εγκατάλειψης της πατρίδας τους θα έπρεπε να
δημιουργήσουν εξαρχής τους όρους μιας καινούργιας ζωής. Η κατάσταση
επιδεινώθηκε επιπλέον, διότι, παρ’ όλη τη ρωσική υποστήριξη, η μετάβασή τους
ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική, με τις ασθένειες να τους ταλαιπωρούν και το φάσμα
της πείνας να επικρέμεται επάνω τους.
Στις περιοχές αυτές ίδρυσαν σταδιακά 20 χωριά, στα οποία δόθηκαν τα
ονόματα των πόλεων και των χωριών που εγκατέλειψαν στην Κριμαία, για τα οποία
οι νεοφερμένοι θέλησαν να διατηρήσουν την ανάμνησή τους.
Αναλυτικά
οι κάτοικοι 13 χωριών της Κριμαίας προωθήθηκαν στην δυτική όχθη του ποταμού
Καλμιούς όπου ίδρυσαν έξι χωριά: Μπέσεφ, Μπαλσάγια (Μεγάλη) Καρακούμπα, Λάσπη,
Καράν, Τσερμαλίκ και Σαρτανά[20].
Οι κάτοικοι των χωριών Καράν, Τσέρεζ-Κερμέν και Μαρμαρά της Κριμαίας, τα
οποία δεν απείχαν πολύ το ένα από το άλλο, ενωμένοι δημιούργησαν το χωριό
Καράν. Στους λόφους της δυτικής όχθης του παραποτάμου του Κάλμιους, Μόκραγια
Βολνοβάχα, γεννήθηκε το χωριό Στίλα από τους μετανάστες του χωριού της Κριμαίας
με το ίδιο όνομα. Στον ποταμό Κάλτσικ ιδρύθηκαν τρία χωριά: Μάλι (Μικρό)
Γιανισόλ, Τσερντακλί και Στάρι (Παλαιό) Κριμ.
Οι κάτοικοι δέκα παράκτιων χωριών της Κριμαίας εγκαταστάθηκαν και πάλι
κοντά στις ακτές, αυτή την φορά της Αζοφικής Θάλασσας. Συγκεκριμένα οι
μετανάστες που προέρχονται από οκτώ τέτοια χωριά: Γιάλτα, Βέρχαγια (Άνω)
Άουτκα, Μασσάνδρα, Ματσράγκα, Νικίτα, Μπαλσόι Λομπάτ και Μάλι Λομπάτ
δημιούργησαν την Γιάλτα[21],
περίπου 20 βέρστια (=1,06 χλμ) από την Μαριούπολη.
Δίπλα από την Γιάλτα δημιουργήθηκε το χωριό Ουρζούφ. Δέκα βέρστια βόρεια
της Γιάλτας ιδρύθηκε το χωριό Μανγκούς, το οποίο διατήρησε το όνομα του χωριού
από το οποίο προέρχονταν οι κάτοικοί του. Στο χωριό Κερμεντσίκ εγκαταστάθηκαν
οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών της Κριμαίας Κερμεντσίκ, Αλμπάτ, Σουρ,
Μπιγιάσαλα. Στην δεξιά όχθη του ποταμού Μόκριε Γιαλί δημιουργήθηκε το Μπαλσόι
Γιανισόλ (από το 1946 το χωριό Μπαλσόι Γιανισόλ μετονομάζεται σε Βελίκαγια
Νοβοσέλκα. Το χωριό αυτό μέχρι την μετονομασία του αναφέρεται και ως Μπολσάγια
Ενι-Σάλα, Μπόλσε Γιανισέλ, Μπαλσόι Ενί-Σάλα, Μπολσάγια Γιανισάλ).
Επίσης το χωριό Κονσταντινόπολ, το οποίο ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της
Κωνσταντινούπολης, πράξη απόδειξης της ζωντανής βυζαντινής συνέχειας.
Έτσι, το 1780 έχουμε ήδη 9 ήταν ελληνόφωνα (:Μπολσάγια Καρακούμπα,
Κωνσταντινόπολ, Σαρτανά, Στίλα, Ουρζούφ, Τσερντακλί, Μάλι Γιανισόλ, Γιάλτα,
Τσερμαλίκ). 9 χωριά δημιουργήθηκαν από ταταρόφωνους Έλληνες (: Μπέσεφ,
Μπογκατίρ, Καμάρα, Καράν, Κερμεντσίκ, Στάρι Κριμ, Λάσπα, Μάνγκους, Ουλάκλ), το
χωριό Μπολσόι Γιανισόλ το κατοίκησαν αντιπρόσωποι και των δύο γλωσσικών ομάδων
και το χωριό Ιγνάτιεβα των ταταρόφωνων Γεωργιανών και Βλάχων. Ένα ακόμη χωριό
ιδρύεται από μετανάστες που κατέφυγαν στα εδάφη αυτά από την Μικρά Ασία και για
τον λόγο αυτό ονομάζουν το χωριό τους Αναντόλ (Ανατολία).
Το 1780 ξεκινά η οικοδόμηση της Μαριούπολης που κατέστη κέντρο της
εγκατάστασης του ελληνικού πληθυσμού ορίστηκε η πόλη της Μαριούπολης..
Ο Αντρέι Μπιελιέτσκι σημειώνει για τους κατοίκους της Μαριούπολης και
την ονομασία των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στη περιοχή: «Συχνά αυτοί οι Έλληνες της Ουκρανίας μέχρι τώρα ονομάζονται οι Έλληνες
της Μαριούπολης. Αυτό το όνομα δεν είναι πολύ κατάλληλο γι’ αυτούς γιατί
ακριβώς οι Έλληνες κάτοικοι της Μαριούπολης ήταν ταταρόφωνοι και έχασαν το
πρωταρχικό τους ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα αντίθετα με τους κατοίκους των
ελληνικών χωριών. Άλλες ονομασίες είναι: Έλληνες της Κριμαίας, Έλληνες της
Ταυρίδας ή Ταυρικοί Έλληνες, Έλληνες της Μαιώτιδας (επίσης δεν ήταν πολύ
κατάλληλο όνομα γιατί μόνο δύο ελληνικά χωριά βρίσκονται στη βόρεια παραλία της
Αζοφικής θάλασσας –Ουρζούφ και Γιαλίτα ή Γιάλτα και όλα τα υπόλοιπα είναι στην
ενδοχώρα αρκετά μακριά από τη θάλασσα). Προτιμότερη είναι η αυτονομασία τους
–πληθ. αριθ.– Ρουμαίοι (румей) και ενικός αριθμός
Ρουμαίϊους (ή Ρουμαίϊς) [ ].»
Τελικώς, η Μαριούπολη την εποχή αυτή άρχισε να παίζει, για λίγο
διάστημα, κάποιο ρόλο και στο εξαγωγικό εμπόριο όλης της Ρωσίας. Βασικό είδος
εξαγωγής ήταν, φυσικά, το στάρι και για την μεταφορά του οποίου κατέπλεαν πλοία
από τις ναυτικές μεσογειακές δυνάμεις, μεταξύ αυτών και πολλά ελληνικά πλοία.
Κύρια εμπορεύματα εισαγωγής ήταν το ελληνικό κρασί, η σταφίδα και τα φρούτα. Η
ανάπτυξη αυτή επέβαλε το 1800 το άνοιγμα μεθοριακού τελωνείου και το 1808
λιμεναρχείου.
Τα στοιχεία αυτά μας δίδουν την δυνατότητα να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον
στην πόλη της Μαριούπολης δημιουργήθηκε μια ταξική διαφοροποίηση με την ανάδυση
ενός ανώτερου κοινωνικού στρώματος, το οποίο ασχολείται κυρίως με το εμπόριο
αλλά και με άλλες δραστηριότητες, όπως η χρήση καταστημάτων, αποθηκών κ.λπ. Εν
τούτοις, όλος σχεδόν ο ελληνικός πληθυσμός των χωριών και το μεγαλύτερο μέρος
των κατοίκων της πόλης επικεντρώνονται στις αγροτικές ασχολίες.
Στο σύνολο των τεραστίων εδαφών που ονομάστηκε Νέα Ρωσία το ελληνικό
στοιχείο απέκτησε αρχικά ένα σημαντικότατο πληθυσμιακό ποσοστό, όπως δείχνουν τα
στατιστικά στοιχεία. Ιδιαίτερα στην επαρχία Αλεξανδρόφ, όπου εγκαταστάθηκαν οι
Έλληνες της Κριμαίας, και στη περιοχή του Ζαπαρόγκ, στα τέλη της δεκαετίας του
1770 και στις αρχές του 1780 μετά τους Ουκρανούς, που ήταν η πλειοψηφία των
κατοίκων (64,36%), στην δεύτερη θέση βρέθηκαν οι Έλληνες (13,76%), ενώ
ακολουθούσαν οι Αρμένιοι (10,61%) και οι Ρώσοι (8,09%).[22]
Η ρωσική ηγεσία τήρησε γενικά τις υποσχέσεις της και πήρε μέτρα
οικονομικής στήριξης του ελληνικού πληθυσμού στις περιοχές που εγκαταστάθηκε. Παρά,
όμως, τα διατάγματα της Αικατερίνης και τις διαβεβαιώσεις των υψηλόβαθμων
αξιωματούχων του ρωσικού κράτους για τα μεγάλα περιθώρια αυτονομίας που θα
δίνονταν στις νεότευκτες ελληνικές κοινότητες πολύ σύντομα ξεκίνησε μια σειρά
παρεμβάσεων και ελέγχου των τοπικών κοινοτήτων.
Μια διαδικασία που ταίριαζε εξάλλου με την γενικότερη αυταρχική και
γραφειοκρατική δομή του τσαρικού κράτους, αλλά και εν γένει μιας πολυεθνικής
αυτοκρατορίας. Το «ελληνικό» ή και οποιοδήποτε άλλο παράδειγμα πλατιάς
αυτονομίας θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο απέναντι σε τμήματα του πληθυσμού
και στις πολλές εθνικές μειονότητες του ρωσικού κράτους.
Αρχικώς, τις δικαστικές και αστυνομικές λειτουργίες στην Μαριούπολη
εκτελούσαν Έλληνες οι οποίοι εκλέγονταν από τους συμπατριώτες τους. Κατόπιν,
όμως, η ρωσική κυβέρνηση επενέβαινε ευθέως στις διαδικασίες διορίζοντας ως
γραμματέα και πρόεδρο του δικαστηρίου Ρώσους. Ταυτόχρονα το κράτος συγκρότησε
και παράλληλα όργανα, στα οποία τοποθετήθηκαν αξιωματούχοι που είχε αποστείλει
η κεντρική κυβέρνηση.
Σε κάποιο παράπονό τους προς τη κυβέρνηση παρενέβη υπέρ τους και ο Ι. Καποδίστριας.
Οι κάτοικοι της Μαριούπολης αποφάσισαν να τον ευχαριστήσουν με μια δωρεά προς
τον ίδιον «χιλίων τεταρτομορίων σίτου». Ο τότε υπουργός εξωτερικών αποφάσισε να
δεχτεί την γενναιόδωρη προσφορά, με σκοπό να χρησιμοποιήσει τα χρήματα από την
πώληση του σιταριού για να κτίσει μια σχολή για τους Έλληνες στην Μαριούπολη.
Πράγματι το 1817 ο Ι. Καποδίστριας πήρε 30
χιλ. ρούβλια, αλλά το ποσό δεν ήταν αρκετό για την
πραγματοποίηση του σχεδίου.[23]
Η ζωή για τους Έλληνες της Μαριούπολης θα αλλάξει δραματικά στο δεύτερο
μισό του 19ου αιώνα. Έπειτα από τον Κριμαϊκό πόλεμο, στα τέλη της
δεκαετίας του 1850, τα προνόμια τα οποία απολάμβαναν οι Έλληνες της Μαριούπολης
σταδιακά άρχισαν να καταργούνται. Η
ευρύτερη δε περιοχή κατέστη κέντρο προσέλευσης χιλιάδων νέων κατοίκων. Μάλιστα
και άλλες μειονότητες, όπως οι Εβραίοι και οι Γερμανοί, θα δημιουργήσουν τις
δικές τους εγκαταστάσεις υπαγόμενοι σε ξεχωριστά διοικητικά όργανα.
Το φαινόμενο θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις μετά την κατάργηση της
δουλοπαροικίας στην ρωσική αυτοκρατορία, το 1861. Η ελεύθερη έως αναγκαστική
μετακίνηση των Ρώσων και Ουκρανών χωρικών θα αλλάξει εξ ολοκλήρου τα
πληθυσμιακά αλλά και πολιτισμικά δεδομένα. Το 1884 από τους 161.044 κατοίκους,
Έλληνες ήταν συνολικά μόνο το 34%.
Σε όλες τις περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, όπως στον Καύκασο,
την Μαριούπολη και την Κριμαία, παρατηρούνται φαινόμενα επέμβασης του κράτους
στην πολιτισμική δράση των κοινοτήτων, με σαφή στόχο να πλήξουν την ιδιαίτερη
ταυτότητά τους. Στα πλαίσια αυτά καταργήθηκαν και τα προνόμια που απολάμβανε ο
ελληνικός πληθυσμός από την εποχή της μετοίκησής του.
Η περίοδος αυτή πλέον μέχρι το 1917 θα χαρακτηρίζεται από έντονους
ρυθμούς εκρωσισμού. Ήδη από το 1820 όταν στην Μαριούπολη άνοιξε το πρώτο
σχολείο που διδασκόταν η ρωσική γλώσσα οι πρώτοι που είχαν την δυνατότητα να
στείλουν τα παιδιά τους ήταν οι Έλληνες έμποροι.[24]
Ο Έλληνας αγρότης, όμως, στις κοινότητες της Αζοφικής παρέμενε η μεγάλη
πλειοψηφία των Ελλήνων της Αζοφικής και διατηρούσε ακόμη τις συνήθειες και τα
έθιμα που είχαν μεταφέρει οι πρόγονοί τους από την Κριμαία. Ο εκρωσισμός εδώ
έβρισκε μεγαλύτερα εμπόδια, καθώς οι τοπικές αγροτικές κοινωνίες εκδήλωναν μέσω
του συντηρητισμού τους την επιδίωξή τους να επιβιώσουν ως διακριτή κοινότητα σε
ένα γρήγορα μεταλλασσόμενο περιβάλλον που οι ίδιοι, πλέον, μετατρέπονταν σε
μειονότητα.
Βεβαίως, και στις αγροτικές περιοχές παρατηρούνται δείγματα ενίσχυσης
της ρωσικής επιρροής και δεν λείπουν οι απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον
αυτής της ιδιόμορφης εθνοτικής ομάδας της Ουκρανίας: «σε μια σειρά περιοχές από τα τέλη του 19ου αιώνα η
λειτουργία γίνονταν ήδη στην ρωσική γλώσσα. Στα χωριά όπου μιλούσαν στα
ταταρικά, η νεολαία ακόμη μιλούσε μεταξύ της στα ρωσικά. Επισκεπτόμενος τα
ελληνικά χωριά στις αρχές του 20ού αιώνα ο Μπράουν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι
η αφομοίωση γινόταν πολύ γρήγορα και έπειτα από δύο –τρεις γενιές η ρωσική
γλώσσα θα είναι η κυρίαρχη στα ελληνικά χωριά.»[25]
Την άποψη αυτή είχε διατυπώσει νωρίτερα και ένας σημαντικός εκπρόσωπος
των ελληνικών κοινοτήτων στην Αζοφική, ο Θ.
Χαρταχάι. Ο Μπιελέτσκυ γράφει συγκεκριμένα: «προφανώς πρώτος που άρχισε να μελετά αυτά τα ιδιώματα ήταν ο Θεόκτιστος
Αβραάμ Χαρταχάι, ο γεννημένος στο χωριό Τσερντακλύ που είχε συνθέσει ένα μικρό
γλωσσάριο του ιδιώματος του χωριού του. Εκείνος νόμιζε (στα 1859) πως τα
γλωσσικά ιδιώματα των συμπατριωτών του πεθαίνουν, αλλά αυτή η γνώμη του
αποδείχτηκε ευτυχώς για τους διαλεκτολόγους εσφαλμένη. Τα ιδιώματα αυτά έμειναν
ζωντανά και χρησιμοποιούνται μέχρι τώρα από τους Έλληνες της Ουκρανίας
παράλληλα με τα ρωσικά και ουκρανικά».
Ήταν μια πραγματικότητα, όμως, ότι ο ταχύτατος εκσυγχρονισμός της
ρωσικής κοινωνίας, η συνεχής έλευση νέων αλλοεθνών εποίκων στην περιοχή
διαβίωσης των ελληνικών κοινοτήτων και η κρατική πολιτική του εκρωσισμού είχαν
συντείνει στην συρρίκνωση του ελληνισμού και στην σταδιακή απώλεια της
ταυτότητάς του. Η αφομοίωση για τους Έλληνες κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού
αιώνα έμοιαζε ως μια αναπόφευκτη κατάληξη, καθώς οι ξέφρενοι ρυθμοί ανάπτυξης
της ρωσικής οικονομίας και κοινωνίας μετάλλαζαν ριζικά τις παραδοσιακές
κοινότητες.
Τα επαναστατικά, όμως, γεγονότα, απότοκα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και
των εσωτερικών, κοινωνικών και εθνικών, αντιθέσεων της Ρωσικής αυτοκρατορίας,
θα συμπαρασύρουν όλες ανεξαιρέτως τις εθνικές συνιστώσες της:
Οι επαναστάσεις του 1917, η επικράτηση των μπολσεβίκων και ο εμφύλιος
πόλεμος, που θα διεξάγεται ακατάπαυστα σε πολλαπλά μέτωπα από το 1918 μέχρι και
το 1920 στο ουκρανικό έδαφος, θα εξαναγκάσει, εκόντες άκοντες, τους Έλληνες της
Αζοφικής σε μια πρωτόγνωρη γι’ αυτούς διαδικασία συμμετοχής στα ευρύτερα
δρώμενα. Οι συντηρητικές και επιφυλακτικές ως τότε ελληνικές αγροτικές
κοινότητες θα εμπλακούν στις συγκρούσεις της λεκάνης του Ντονμπάς ανάμεσα στους
μαχητές του αναρχικού Νέστορα Μαχνό
–πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη των αγροτών της στέπας– των μπολσεβίκων, των
Ουκρανών εθνικιστών, του αντεπαναστατικού στρατού του Ντενίκιν, καθώς και των ξένων στρατευμάτων επέμβασης. Στις
δεδομένες συνθήκες και υπό την απειλή της εξόντωσης, μια προνομιακή απομόνωση
αποκλειόταν ως συλλογική επιλογή.
Η στάση των Ελλήνων της Αζοφικής στην φάση της ένοπλης σύγκρουσης για
την εξουσία θα σταθεί η αφορμή των απηνών διώξεων που θα υποστούν την δεκαετία
του 1930. Ιδιαιτέρως δε η ειλικρινής υποστήριξη σημαντικού τμήματός τους προς
τον στρατό του Μαχνό θα σφραγίσει την μόνιμη καχυποψία του κράτους και θα
χρησιμοποιηθεί ως μια από τις κατηγορίες, όταν εκδηλωθεί η αντίδραση των
αγροτών στο μέτρο της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης.
Παράλληλα το ίδιο διάστημα δημιουργούνται συνθήκες συντονισμού όλων των
ελληνικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας αρχικά και της σοβιετικής Ρωσίας στη
συνέχεια. Πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδικασίες αυτές έπαιξε ο ποντιακής
καταγωγής πληθυσμός, ο οποίος κατοικούσε σε συμπαγείς κοινότητες στον Καύκασο
και την Υπερκαυκασία. Με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια και με πλέον πρόσφατη
την ανάμνηση της καταγωγής του, πριν την εξορία του από τις οθωμανικές αρχές
στις τελευταίες δεκαετίες, επεδείκνυε ισχυρότερη συνείδηση της ταυτότητάς του.
Η προσπάθεια συγκρότησης ενός ενιαίου μετώπου των Ελλήνων για την αντιμετώπιση
των ιστορικών προκλήσεων θα συμπαρέσυρε στις αναζητήσεις αυτές και τον
ελληνισμό της Αζοφικής.
Ταυτοχρόνως, στην ιστορική μοίρα του ελληνισμού της περιοχής θα έχει
καταλυτική επίδραση η συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία,
στα πλαίσια διεθνούς επέμβασης εναντίον των μπολσεβίκων. Η σύμπραξη της Ελλάδος
με τον στρατό της Entente Cordiale
και τους Λευκούς αντεπαναστάτες θα αποτελέσει την κυριότερη αιτία της
μετανάστευσης από την Ρωσία χιλιάδων Ελλήνων, αλλά και για τους εναπομείναντες
έναν επί πλέον λόγο ελλείψεως εμπιστοσύνης από την κομμουνιστική ηγεσία.
Η εδραίωση του νέου καθεστώτος μετά το 1920-1921, θα αποτελέσει την
απαρχή μίας νέας περιόδου για τις ελληνικές κοινότητες της Αζοφικής, κατά την
οποία θα ισχυροποιούνται τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους με
οργανωμένη αρωγή από το κράτος. Πρόκειται για μια επανάληψη, σε ιστορικά νέες συνθήκες,
της αντιμετώπισης πού απολάμβανε στα τέλη του 18ου αιώνα από την
τσαρική Ρωσία.
Η φάση αυτή ολοκληρώνεται έως το 1930-31. Στην διάρκεια αυτής της
δεκαετίας, η βασική πολιτική γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος προς τις
εθνικές ομάδες θα συμπυκνωθεί σε αυτό που ονομάστηκε ως «korenizatsia» [ισχυροποίηση των
στοιχείων εθνικής ταυτότητας- των ριζών (корень= ρίζα ρωσ.) της
κάθε εθνότητας].
Η επίσημη κομματική πολιτική, στην βάση των λενινιστικών αρχών, θα
επιδιώξει μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, που ως κύριο μοχλό θα έχουν τις
εθνικές γλώσσες, αλλά και την δημιουργία τοπικών θεσμών –σοβιέτ [συμβουλίων],
περιφερειών κ.λπ.– να δημιουργήσει ένα ευρύ δίκτυο υποστήριξής.
Για τους Έλληνες της Αζοφικής η πολιτική αυτή επέφερε την δημιουργία
δεκάδων αγροτικών σοβιέτ, τριών εθνικών διοικητικών διαμερισμάτων [ρωσ. район], σχολείων που διδασκόταν η
ελληνική γλώσσα, εκδοτικών οίκων, εφημερίδων και βιβλίων στα ελληνικά. Παρά τις
σοβαρές δυσκολίες προώθησης των μέτρων της εθνικής πολιτικής, εκδηλώνεται μια
σχετική ανταπόκριση του τοπικού πληθυσμού, ενώ διαμορφώνεται, για πρώτη φορά,
ένα στρώμα «εθνικής» διανόησης.
Το τέλος της περιόδου αυτής και η αρχή της επομένης θα στιγματισθεί από
την έναρξη και εντατικοποίηση της πολιτικής της κολεκτιβοποίησης. Η στροφή προς
την επιβολή της εκβιομηχάνισης και της προσέλκυσης αγροτών στα αστικά κέντρα θα
συνοδευτεί από μια ευρεία επίθεση εκ μέρους του κόμματος και του κράτους
εναντίον του αγροτικού πληθυσμού, ιδίως των κουλάκων, αλλά και εθνικών ομάδων. Σύντομα
θα καταργηθούν τα εθνικά σοβιέτ και οι περιφέρειες και η εθνική πολιτική θα
αλλάξει ριζικά.
Μεγαλύτερη διάρκεια και πλουσιότερα αποτελέσματα θα έχει, όμως, η
δουλειά στον πολιτισμό. Το κυριότερο, βεβαίως στοιχείο του «πολιτισμικού
εθνικού οικοδομήματος» ήταν η γλώσσα και κατά συνέπεια η εκπαιδευτική πολιτική.
Οι ίδιες οι αποφάσεις των ανωτέρων οργάνων του Κόμματος και του Κράτους
συντείνουν στην ανάγκη ενίσχυσης των γλωσσών των εθνικών συνιστωσών της χώρας.
Η πολιτική στο «γλωσσικό» ζήτημα θεωρούνταν ως η ασπίδα απέναντι στον
«μεγαλορωσικό σωβινισμό», ο οποίος συνέχιζε να εμφανίζεται ακόμη με την μάσκα
της κομματικής γραμμής. Ο προσανατολισμός προς την ενίσχυση των γλωσσών
διατηρήθηκε ακόμη και μετά από την λαίλαπα της κολεκτιβοποίησης, αν και με
λιγότερη ένταση, για να σβήσει εντελώς την περίοδο των μεγάλων διώξεων στις
παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Στο σχήμα αυτό της εκτεταμένης χρήσης των εθνικών γλωσσών και διαλέκτων
στην Σοβιετική Ένωση και την αντίστροφη στάση του κράτους με την ενίσχυση της
ρωσικής γλώσσας θα πρέπει να ενταχθεί και το γλωσσικό πρόβλημα στους Έλληνες
της Αζοφικής, όπως και όλου του σοβιετικού ελληνισμού.
Αν και το μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων της Αζοφικής, όπως και της
πλειοψηφίας των μειονοτήτων, εμφανίζεται στις στατιστικές μελέτες της εποχής να
είναι μεγαλύτερο από το μέσο όρο των Ουκρανών, στην πραγματικότητα η εικόνα
είναι παραπλανητική. Η δυνατότητα για ανάγνωση αφορά την ρωσική γλώσσα και όχι
την γλώσσα των μειονοτήτων, πολλώ δε μάλλον που δεν υπάρχουν βιβλία ούτε στις
ελληνικές διαλέκτους ούτε και στις ταταρικές, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός, σχεδόν
στο σύνολό του, δεν δύναται να διαβάσει τίποτε στα ελληνικά.
Το δίλημμα για τους Έλληνες της Αζοφικής στην επιλογή της γλώσσας
διδασκαλίας ήταν ουσιαστικό. Αν και ήταν ισχυρή η επιθυμία της μειονότητας για
εθνοτική αυτονομία, ιδίως σε ότι αφορά τα προνόμιά της στο διοικητικό και
κυρίως στο οικονομικό πεδίο, διάχυτος ήταν και ο φόβος της για πιθανή απομόνωση
από την προώθηση της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία.
Το πρόβλημα γινόταν ακόμη πιο σύνθετο, καθώς δεν υπήρχε ξεκάθαρη επιλογή
για το ποια ελληνικά θα διδάσκονταν: η επίσημη νεοελληνική (καθαρεύουσα), η
δημοτική, τα ποντιακά ή κάποια από τις ελληνικές διαλέκτους της Αζοφικής; Και
επίσης οι ταταρόφωνοι σε ποια γλώσσα θα παρακολουθούσαν την διδασκαλία; Ο
προβληματισμός αυτός είναι έντονος στις εκφρασμένες, κυρίως, απόψεις κάποιων
Ελλήνων διανοουμένων που περιγράφουν με μελανά χρώματα τα πιθανά αποτελέσματα
της καθιέρωσης της ελληνικής γλώσσας στην εκπαίδευση.
Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο
ενός Έλληνα δασκάλου από το χωριό Βελίκι Γιανισόλ με τίτλο «Ellinizatsia Gretseskogo Naselenia» [Ο εξελληνισμός του
ελληνικού πληθυσμού]. Γράφοντας για τις πρακτικές δυσκολίες στην διδασκαλία,
την ανεπάρκεια των δασκάλων και του εκπαιδευτικού υλικού, της απόστασης που
χωρίζει την ελληνική γλώσσα που διδάσκεται με αυτή που μιλιέται στα χωριά και
την διάδοση της ρωσικής γλώσσας, τονίζει : «Πρωταρχικά
πριν γνωρίσετε αγαπητοί σύντροφοι αναγνώστες την γνώμη μου για τον εξελληνισμό,
σας προειδοποιώ ότι ο γράφων αυτές τις γραμμές είναι κομμουνιστής, δάσκαλος σε
ένα από τα σχολεία της περιοχής Στάλινο. […] ως αποτέλεσμα της εκμάθησης αυτής της γλώσσας το παιδί δεν είναι σε
θέση να εξηγήσει στην μητέρα του τι θέλει να φάει, δεν είναι σε θέση με εντολή
της μητέρας του να πάει να αγοράσει ένα κουτάκι σπίρτα. […] η καθιερωμένη
ελληνική γλώσσα είναι ισοδύναμη με κάθε νέα, αλλά εάν προσέξουμε ότι 45% μιλούν
ρωσικά, και σε αυτό προσθέσουμε ότι το 95% μπορούν να εξηγήσουν στα ρωσικά,
καλύτερα και πιο πρακτικά να καθιερώσουμε την γλώσσα που μιλά η πλειοψηφία των
παιδιών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα ρωσικά ή τα ουκρανικά. Κάποιοι
σύντροφοι πρέπει να καταλάβουν ότι η ελληνική γλώσσα των δικών μας Ελλήνων
χάθηκε ανεπιστρεπτί. Οι αιτίες α) η κυριαρχία των Τατάρων επί των Ελλήνων για
300 έτη, β) η μετοίκηση των Ελλήνων στις άγριες στέπες, όπου στην συνέχεια
μετοίκησαν και Ουκρανοί γ) η τσαρική εμφύτευση της ρωσικής κουλτούρας σε
διάστημα 150 ετών.
»Η γλώσσα χάθηκε. Έμειναν
θραύσματα –μείγμα ρωσικών, ταταρικών, ουκρανικών και ελληνικών λέξεων. Οι
Έλληνες της Μαριούπολης και οι Έλληνες του Στάλινο έχουν οκτώ διαλέκτους και
απομονωμένη ταταρική γλώσσα. Κάποιοι σύντροφοι την επιστροφή στην ξεχασμένη και
χαμένη γλώσσα την θεωρούν, ως ‘‘αναγεννημένη κουλτούρα’’. Είναι πλέον πολύ αργά
και επιδρά πολύ άσχημα στο πολιτιστικό επίπεδο των Ελλήνων.
»Κάποιοι σύντροφοι ποθούν την
ελληνική αυτονομία… Αλλά αυτή την αυτονομία την παραχωρώ στους πατριώτες, στους
σωβινιστές… Κάποιοι σύντροφοι εκμεταλλεύονται το σύνθημα ‘‘πολιτική του
κόμματος στο εθνικό ζήτημα’’. Επιβάλλεται πρακτικά να προχωρήσει ο
‘‘εξελληνισμός’’. Όχι με την εισαγωγή της γλώσσας στα σχολεία, αλλά με το
δικαίωμα της έκφρασης, να γίνονται αιτήσεις, να γίνονται συνελεύσεις κ.λπ.
στους αγρότες και εν γένει στους εργαζομένους στην γλώσσα τους, και στα σχολεία
να γίνεται η εκμάθηση στην ρωσική και ουκρανική γλώσσα, να γίνονται συζητήσεις
και να δίδονται εξηγήσεις στα παιδιά στην μητρική τους γλώσσα». [26]
Τα προβλήματα αυτά καταγράφονται σε όλες σχεδόν τις αναφορές που
γίνονται για την κατάσταση στους Έλληνες της Αζοφικής:
Το πρόβλημα μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο στους ταταρόφωνους Έλληνες,
όπου μεταξύ αυτών πρέπει να υπάρχουν και οι περισσότεροι υποστηρικτές της
ρωσικής γλώσσας, λόγω τόσο της απόστασης που έχει η ταταρική τους διάλεκτος από
την όποια ελληνική, όσο και του μεγάλου αστικού τμήματος του ταταρόφωνου
πληθυσμού (οι Έλληνες της πόλης της Μαριούπολης είναι ταταρόφωνοι).[27] Για
τους ταταρόφωνους Έλληνες της Αζοφικής το γλωσσικό ζήτημα περιπλεκόταν άμεσα με
το πρόβλημα ταυτότητας, καθώς υπήρχε απροθυμία να ενταχθούν σε προγράμματα που
προορίζονταν για τους Τατάρους της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Γιαλί ως αντιπρόσωπος της
ελληνικής μειονότητας στην Α΄ Πανουκρανική Συνδιάσκεψη των μειονοτήτων ανέλυσε
το πρόβλημα με την περίπτωση της ταταροφωνίας του μισού σχεδόν ελληνικού
πληθυσμού της Αζοφικής:
«… Αλλά το ζήτημα για
ταταρο-ελληνική γλώσσα παραμένει άλυτο, Είναι αναλογικά σε αυτή την κατάσταση
που συμβαίνει στην Γεωργία και για το οποίο η σ. Μαχαράντζε μιλούσε στον λόγο
της. Πρέπει να πούμε, ότι εμείς, έχουμε σχεδόν 40% Ελλήνων, οι οποίοι μιλούν
στην ελληνο-ταταρική όμοια με την κριμαιο-ταταρική. Βασιζόμενοι σε αυτές τις
ομοιότητες σκεφθήκαμε να εισαγάγουμε την κριμαιο-ταταρική γλώσσα στο
ελληνο-ταταρικό τμήμα του πληθυσμού. Όμως, εδώ αντιμετωπίσαμε τέτοιες
δυσκολίες, που πρέπει να δώσουμε το αραβικό αλφάβητο, και ο πληθυσμός μας, που
ονομάζονται Έλληνες καθόλου δεν αγαπά να τους ονομάζουν Τούρκους. Εδώ υπάρχει
κάποια σχέση με την θρησκεία. Και εμείς αντιμετωπίσαμε εδώ την απροθυμία από πλευράς
ελληνο-τατάρων να δεχθούν το αραβικό αλφάβητο.
»Και μετά, όταν το συνέδριο του
Μπακού πήρε την απόφαση να περάσει από το αραβικό αλφάβητο στο λατινικό, εμείς
πήραμε θάρρος και θεωρήσαμε, ότι το καθήκον μας διευκολύνθηκε, καθώς το
λατινικό αλφάβητο είναι ευκολότερο και αρχίσαμε δουλειά αμέσως με αυτούς στο
λατινικό αλφάβητο. Αλλά βρεθήκαμε σε τέτοια θέση που σε αυτές τις δημοκρατίες,
στις οποίες η μουσουλμανική βιβλιογραφία πρέπει να μεταφρασθεί στο λατινικό
αλφάβητο είναι ζήτημα που θα διαρκέσει δέκα έτη ή περισσότερο. Και βρεθήκαμε σε
αυτή την θέση ή να δώσομε την βιβλιογραφία σε αραβικό αλφάβητο ή να περιμένουμε
10-15 έτη, όταν στην Κριμαία ο ταταρικός πληθυσμός τελειωτικά θα περάσει στο
λατινικό αλφάβητο και μετά να τους δώσουμε την δοσμένη στα λατινικά
κριμαιο-ταταρική βιβλιογραφία. Ορίστε σε ποιο αδιέξοδο βρεθήκαμε. Και γι’ αυτό
αυτές οι δυσκολίες για μας σήμερα είναι πολύ σοβαρές.[…]»[28]
Εκτός των παραπάνω δυσχερειών το πρόβλημα της γλώσσας στην εκπαίδευση,
αλλά και στις εκδόσεις των βιβλίων και του τύπου έπρεπε να διευθετηθεί ανάμεσα
στις διαφορετικές ομάδες του ελληνισμού της Σοβιετικής Ένωσης. Σε όλο το
διάστημα έως και την πλήρη καταστολή του 1937 αναπτύχθηκε ένας εσωτερικός
ανταγωνισμός για την κοινή γλώσσα των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Παρατηρείται δηλαδή η
επιδίωξη της κυριαρχίας από τρεις πτέρυγες: της δημοτικής, της ποντιακής
διαλέκτου και μιας διαλέκτου (του χωριού Σαρτανά) της Αζοφικής.
Το γλωσσικό ζήτημα έγινε αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων από όλες τις
εστίες του ελληνισμού. Για την επίλυση του δημιουργήθηκε μια ‘Κεντρική Επιτροπή
του Νέου Αλφαβήτου’ που απαρτιζόταν από Ρώσους γλωσσολόγους και Έλληνες
διανοούμενους. «Η επιτροπή αυτή, ευθύς εξ
αρχής, επεσήμανε το γεγονός ότι η πλατιά μάζα ήταν αμόρφωτη και ότι η κοινή
ελληνική ήταν προνόμιο ενός μικρού αριθμού Ελλήνων. Επίσης παρουσιάζει διάφορες
διαλέκτους. Ως επίσημη γλώσσα για την ελληνική μειονότητα η Επιτροπή θεωρούσε
καταλληλότερη την δημοτική, παρόλο που ορισμένα μέλη της ήταν ένθερμοι
υποστηρικτές της επικράτησης της ποντιακής. Το κύριο επιχείρημα των τελευταίων
ήταν ότι η πλειονότητα των Ελλήνων ήταν ποντιακής καταγωγής κι επομένως τα μόνα
‘ελληνικά’ που γνώριζαν ήταν τα ποντιακά.»[29]
Η προσπάθεια των Ποντίων να επιβάλουν την ποντιακή διάλεκτο σταματά το
1934 και ως το τέλος εναρμονίζονται με την γραμμή της ενιαίας απλουστευμένης
δημοτικής που είχε καθιερωθεί από το 1926.
Παρά την μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλεται για την διδασκαλία της
ελληνικής γλώσσας στους Έλληνες της Αζοφικής σε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης το αποτέλεσμα θα έχει μόνον σχετική επιτυχία, καθώς το κυριότερο
πρόβλημα θα είναι η εξεύρεση κατάλληλου διδακτικού προσωπικού.
Παρά ταύτα η πολιτική του «εξελληνισμού» αποκτά κάποια διάσταση σε
πολιτιστικό επίπεδο. Η θετική διάθεση των Ελλήνων της Αζοφικής να εργασθούν για
την διάσωση των παραδόσεών τους συνδυάστηκε με την δημιουργία μιας νέας
διανόησης. Οι νέοι αυτοί, μέλη της μειονότητας, διέπονταν από έναν αριστερό
ρομαντισμό, ο οποίος ενισχύθηκε και από σοβιετικούς επιστήμονες, οι οποίοι
ασχολήθηκαν επισταμένα με τον πολιτισμό και κυρίως με την γλώσσα των Ελλήνων
της Αζοφικής.
Το κλίμα αυτό της επιστροφής προς τις εθνικές ομάδες και στις παραδόσεις
τους προωθήθηκε με την ως τα τότε εθνική πολιτική του κράτους και χαρακτήρισε
τις ιστορικές, γλωσσολογικές και λαογραφικές έρευνες σε όλη την ΕΣΣΔ.
Σοβιετικοί ερευνητές θα συμμετάσχουν στην διενέργεια συστηματικής εργασίας για
την μελέτη της κατάστασης στις περιοχές που κατοικούσαν Έλληνες, όπως οι
φιλολογικές αποστολές στις αρχές της δεκαετίας τους 1930 στα διαμερίσματα
συμπαγούς εγκατάστασης Ελλήνων.
Ενδεικτικό του κλίματος που είχε δημιουργηθεί είναι ότι σε όλες τις
περιοχές που κατοικούσαν Έλληνες δημιουργήθηκαν πολιτιστικά κέντρα και έγιναν
προσπάθειες δημιουργίας θεατρικών σκηνών.
Από το 1937 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι διώξεις απέναντι
σε πληθυσμιακές κατηγορίες της ΕΣΣΔ με βάσει το εθνικό κριτήριο θα είναι
εκτεταμένες.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1937, ο Κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων Γιεζόφ υπέγραψε το έγγραφο για τις
διώξεις εναντίον των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Στη Διαταγή Νο 50215 γίνεται λόγος ότι
τα όργανα του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων ανακάλυψαν δίκτυο
κατασκόπων-τρομοκρατών, με σκοπό την κατασκοπία και το σαμποτάζ, αντισοβιετικών
εθνικιστικών οργανώσεων των Ελλήνων, οι οποίες έχουν ως στόχο τους την απόσπαση
περιοχών με πλειοψηφία ελληνικού πληθυσμού και δημιουργία στα εδάφη αυτά
αστικού-φασιστικού κράτους.[30]
Τον Ιανουάριο Μάρτιο 1938, από τον Γιεζόφ και τον Εισαγγελέα Βισίνσκι καταδικάζονται σε εκτέλεση
3.125 Έλληνες και 109 σε εκτοπισμό σε GULAG για περίοδο 5-10 ετών. Τον Σεπτέμβριο-Νοέμβριο 1938 η
ειδική τριμελής επιτροπή του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων στο
Ντονιέτσκ καταδικάζει ακόμη 345 Έλληνες σε εκτέλεση και σε εκτοπισμό 49.[31]
Θύματα των διώξεων ήσαν αγρότες των κολχόζ και απλοί πολίτες, εργάτες και
πρόεδροι κολχόζ, δάσκαλοι και δημοσιογράφοι.
Απέναντι στις μειονότητες, πλέον, ο εκρωσισμός θα ενταθεί αν και οι
αγροτικές κοινότητες, όπως η ελληνική της Αζοφικής, θα επιδείξουν και πάλι την
γνωστή τακτική της εσωτερικής αναδίπλωσης, που τις είχε διασώσει ως διακριτές
οντότητες και τις προηγούμενες δεκαετίες. Έτσι τις συνάντησε το ζεύγος
Μπιελέτσκυ-Τσερνισόβα στις αρχές του 1950, όταν αποφάσισαν να συνεχίσουν τις
μελέτες για τα γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων κατοίκων της Αζοφικής, που είχαν
σταματήσει τη δεκαετία του 1930.
Από τη δεκαετία του 1970, πραγματοποιούνται κάποιες πρώτες απόπειρες
μέσω του ποιητικού λόγου να δοθεί ένα στίγμα ιστορικής παρουσίας του ελληνισμού
της Ουκρανίας, ενώ κατά την «περεστρόικα» επανεμφανίζονται προσπάθειες
οργανωμένης παρουσίας του ελληνισμού τόσο στο σύνολο της ΕΣΣΔ, όσο και στην
συγκεκριμένη περιοχή.
Η τελευταία περίοδος βρίσκει τον ελληνισμό της Αζοφικής, μετά την
διάλυση της ΕΣΣΔ, στα όρια του νεότευκτου ουκρανικού κράτους και ταυτοχρόνως με
ανανεωμένο το επιστημονικό αλλά και ευρύτερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν τόσο από την
Ελλάδα, όσο και από την Ουκρανία και την Ρωσία.
Για τον λόγο αυτό οι μελέτες του Μπιελέτσκυ συνιστούν ανεκτίμητο υλικό
για τους ερευνητές. Όμως πέρα από την προσφορά που θα έχει η δημοσίευση της
εργασίας του στην επιστημονική κοινότητα ουσιαστική συμβολή θα έχει και στη
ελληνική παρουσία στην Ουκρανία, καθώς η διαδικασία της μεταμόρφωσης της
ταυτότητας και της αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων της Αζοφικής συνεχίζεται σε ένα
εξαιρετικά σύνθετο περιβάλλον. Διαπλέκονται πλέον οι ιδιαίτερες πλευρές της
παραδοσιακής του ταυτότητας, διαμορφωμένης στα πλαίσια των ιστορικών του
περιπετειών, της ελληνικής, όπως εξάγεται από το ελλαδικό κράτος, και μαζί της
ρωσικής και της νέας ουκρανικής.
Σε κάθε περίπτωση η κληρονομιά του Μπιελέτσκυ, όπως αποδεικνύεται από
την πληθώρα των δημοσιεύσεων, έχει βρει ήδη ικανούς και άξιους συνεχιστές
τουλάχιστον στην Ουκρανία και στη Ρωσία, ακόμη και ανάμεσα στα μέλη των
ελληνικών κοινοτήτων της Αζοφικής. Αυτό αποτελεί την σημαντικότερη αναγνώριση
για κάθε γνήσιο λόγιο, και ένας τέτοιος ήταν αναμφισβήτητα και ο Ανδρέας
Μπιελέτσκυ.
[1] Ανήκοντας ενσυνείδητα στο
ισοκρατικό πλαίσιο όπου «καί τό τῶν Ἑλλήνων
ὄνομα πεποίηκε μηκέτι του
γένους, ἀλλά τῆς διανοίας δοκεῖν
εἶναι καί μᾶλλον Ἕλληνας
καλεῖσθαι τούς τῆς παιδεύσεως τῆς
ἡμετέρας ἤ τους τῆς
κοινῆς φύσεως μετέχοντας» σε ένα
άλλο του ποίημα με τίτλο «Είμαι Έλληνας» έγραφε:
Σας φαίνεται
παράξενο;
Αλήθεια· ο
πατέρας μου δεν ήταν Έλληνας
Αλήθεια· η
μητέρα μου δεν ήταν Ελληνίδα
Και όμως εγώ ο
ίδιος είμαι Έλληνας
Αντίθετα στην
εγγραφή που είναι στο διαβατήριο.
Δεν έχω γεννηθεί
στην Ελλάδα
Αλλά εκείνη
έγινε η πατρική μου γη
Και το αγαπώ τη
χώρα των Ελλήνων.
Δεν ξέρω τι θα
πουν οι Έλληνες
Για τον
ελληνισμό μου, αν είν’ αλήθεια·
Μα εγώ επιμένω
να είμαι ο δικός τους.
[2] Ο
πατέρας Αλέξανδρος Ιβάνοβιτς (1884-1961) υπήρξε ακαδημαϊκός, σημαντικός
φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας. Οι εργασίες του για τη ρωσική λογοτεχνία
έχουν εκδοθεί σε πέντε τόμους.
[3] «αυτή η λεπτή
κοπέλα, ντυμένη μ’ ένα αντρικό παλτό και χοντρές μπότες [...] ήρθε στη
Φιλολογική Σχολή με ένα σκοπό –για να μάθει όσο γρηγορότερα τα νέα ελληνικά και
να βοηθήσει το λαό να υπερασπίσει τη δημοκρατία στην Ελλάδα, να λάβει μέρος
στον εμφύλιο πόλεμο» Nina Klimenko, Η ελληνίστρια ελέω Θεου (70 χρόνια από τη γέννηση
της Τ.Ν. Τσερνισσόβα), Zapiski
Istoriko-filologitsnovo Tovaristva Andriya Biletskovo, σελ.17. Σημαντικότατο είναι το μεταφραστικό έργο της
Τσερνισόβα, Καζαντζάκη, Σαμαράκη αλλά και των κριτικών παρουσιάσεων Ελλήνων
λογοτεχνών στο σοβιετικό κοινό «για την ουκρανική Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια
έγραψε 16 άρθρα για πολλούς Έλληνες συγγραφείς», ό.π. σελ. 19. Ήδη από το 1957
αναγορεύεται διδάκτωρ και το 1963 γίνεται υφηγήτρια της έδρας της Κλασσικής
Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Σεβτσένκο του Κιέβου.
[4] Οι
καρποί των πρώτων αποστολών δημοσιεύονται το 1958 στο βιβλίο για τους Έλληνες
του Ουρζούφ και της Γιάλτας της Αζοφικής: Novogretseski govor sel Primorskovo(Urzufa) i Yalti Pervomaiskovo payion Stallinskoi Oblasti
(Istoritseski optserk I morfologia gkagola),
Κίεβο 1958.
[5] Obolensky Dimitri, «The Crimea and the North before 1204», Rostovtzeff, M. «Iranians and Greeks in South Russia» (Oxford
1920), Gaidukevich, V. «Bosporskoe tsarstvo» (Μόσχα-Λένινγκραντ 1949), Blavatskaia, T. «Ocherki politicheskoi istorii Bospora v V–IV vv. do n.e.» (Μόσχα 1959), Blavatskii, V. «Pantikapei: Ocherki istorii stolitsy Bospora» (Μόσχα 1964).
[6]
«Απόσπασμα από τη μη δημοσιευμένη βιβλιοκρισία του ελληνιστή Ανδρέα Α.
Μπιελιέτσκι (1911-1995 Ουκρανία) στη συλλογή (επίσης δεν δημοσιεύτηκε)
«Παραμύθια του χωριού Σαρτανά» που είχε συντάξει η Ελληνίδα ποιήτρια και
λαογράφος Ολυμπιάδα Ξενοφώντοβα-Πετρένκο η οποία καταγόταν από το ίδιο χωριό.
Την βιβλιοκρισία αυτή την ανακάλυψα στο αρχείο της ποιήτριας και την είχα
αναφέρει στο επεξηγηματικό σημείωμα του πρώτου μου δίσκου» Ashla Alexander, «Τα Μαριουπολίτικα
Τραγούδια, παραμύθια και χοροί των Ελλήνων της Αζοφικής», στον πρόλογο, Δωδώνη,
Ιωάννινα, 1999,.
[7] Οι Τάταροι ήταν μια από τις φυλές που ενσωματώθηκαν
στον στρατό των Μογγόλων του Τζέγκινς Χαν, όταν οι τελευταίοι κατέκτησαν το
μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας τον 13ο αιώνα. Επεκτείνοντας τον όρο
Τάταρος ή "Tartar" από τους υπόλοιπους
λαούς αναφερόταν σε όλες τις ομάδες τουρκικής καταγωγής συμπεριλαμβανομένων
πολλών τουρκικών φύλων που είχαν πρότερη παρουσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο όπως οι
Kipcahk, Χαζάροι, Πετσενέγκοι κ.ά. Όλα αυτά τα τουρκικά φύλα
απορροφήθηκαν από την νέα εισροή τουρκικών ομάδων τον αιώνα αυτό. Η μογγολική
ηγεσία τελικώς ενσωματώθηκε και η ίδια στο τουρκικό πληθυσμό. Ήδη τον 13ον
αιώνα κάθε Μογγόλος ήταν για τους υπόλοιπους ένας Τάταρος. Paksoy H.B., «Crimean Tatars», Modern
Encyclopaedia of Religions in Russia and
Soviet Union [MERRSU] (Academic
International Press, 1995), τόμ. VI. Σελ.. 135-142.
[8] Τα
στοιχεία που αναφέρονται στο Alan Fisher
«The Ottoman Crimea in the Sixteenth Century», HUS,
5/2 (Ιουν. 1981), σ. 135-170, αντικατοπτρίζουν αυτήν την πραγματικότητα. Τόσο
για τους Γρηγοριανούς Αρμένιους όσο και για τις δύο κοινότητες Εβραίων,
Καραΐμοι και Κριμτσάκοι, η διαφοροποίηση γίνεται με βάση τη θρησκευτική
ταυτότητα :
έτος Σύνολο Μουσουλμάνοι Έλληνες Αρμένιοι Εβραίοι άλλοι
1529 35.986 7.373 19.038 7.832 1.271 472
1545 39.820 13.918 17.883 6.183 1.134 702
[9] Η τουρκική αυτή λέξη έχει την ίδια σημασία με το
«ρουμαίοι», δηλαδή «ρωμαίοι», χριστιανοί του Βυζαντίου και κατ’ επέκταση
Έλληνες. Η διαφοροποίηση στον προσδιορισμό από τους «ρουμαίους» έγκειται στο
ότι μιλούν τουρκικές διαλέκτους. Η γλώσσα των ουρούμ είναι συγγενική με αυτή
των Τατάρων της Κριμαίας, την αρμενο-κιπτσάκ, την καραϊμική, την τουρκική και
την γλώσσα των Γκαγκαούζων. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε ως ανάλογο παράδειγμα
στον οθωμανικό χώρο αυτό των τουρκόφωνων κατοίκων της Καππαδοκίας, των οποίων η
συνείδηση καθορίστηκε από τη θρησκευτική
ταυτότητα και όχι τη γλώσσα.
[10] Οι
κρίσεις ανήκουν στον Τριφύλλιο, δεύτερον στην «ιεραρχία» των χριστιανών της
Κριμαίας, μετά τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο Γκοζαντίν, την περίοδο της μετοίκησης
από την Κριμαία, στο Yali,
I. A., «K tebe s toboyu I k slave tvoyea”,», «Greki Ukraini
– istoria I sovremennosti»
[Έλληνες της Ουκρανίας, Ιστορία και παρόν], οργανωμένο από την Δημοκρατική
Κοινότητα των Ελλήνων της Ουκρανίας, Ντονιέτσκ 9-19 Φεβρουαρίου 1991.
[11] Οι
μελέτες που είχαν ως αντικείμενο τα γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων της Κριμαίας,
όταν πλέον εγκαταστάθηκαν στις βόρειες ακτές της Αζοφικής ήταν οι :
B. I. Grigorovich,
«Zapiski antikvara o poezdke ego na Kalky I Kalmiys», Οδησσός, 1874,
F. Braun, «Mariupolski Greki», “Zivaya Starina”, τ. 1, 1890, σελ.
78-92,
A.L. Berte-Delagard, «Issledovanie nekotorih nedoumennih voprosov srednevekovia v Tavride», Οδησσός, 1914,
I.I. Sokolov, «O yazike grekov Mariupolskogo I Stalinskovo okrygov», “Yazik I Literatyra”, τ. 4ος , 1930, σελ. 49-67.
D. Spiridonov, «Istorichnii interes vivtsenia govirok Mariupilskih grekiv», «Shidni svit», (ουκρανικά), 1930, Νο 12 (3), σελ. 171-181,
M.B. Sergievskii, «Mariupolskie gretseskie govori», Izvestia AN SSSR, otd. Obchestvennih nauk,
1934, σελ. 548-550.
[13] Dalian I. B., Holin A.I., «Krimskie Greki –zabitie stranitsi istorii»
[Έλληνες της Κριμαίας –ξεχασμένες σελίδες της ιστορίας] στα υλικά του συνεδρίου «Greki Ukraini – ό.π., σελ. 36.
[14] Το
1709 χαράχτηκε στο Άμστερνταμ προσωπογραφία του Πέτρου Α΄ με την επιγραφή
«Πέτρος Ρωσογραικών αυτοκράτωρ», Ι.
Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» τ. 9, σελ. 199.
[16] Η
αναφορά γίνεται τόσο για τους Έλληνες, όσο και τους Αρμενίους, διότι και σε
αυτούς την ηγεσία της εξόδου ανέλαβαν οι ιεράρχες τους (γρηγοριανός και
καθολικός).
[18]
Φωτιάδης Κώστας, «Ο ελληνισμός της
Κριμαίας, Μαριούπολη, δικαίωμα στη μνήμη» εκδόσεις 1990, Ηρόδοτος. σελ. 38.
[20] Ο Μπιελιέτσκυ θα γράψει για το χωριό Σαρτανά:
Μέγα χώρα* Σαρτανά
Η χώρα Σαρτανά δεν έχει τίποτε
το αξιοσημείωτο,
εκτός απ’ αυτό το όνομά της.
«Σαρύ τανά» σημαίνει «κίτρινο μοσχάρι»
και μονομιάς θυμόμαστε
του Κάδμου το κερασφόρο ζώο
που έδειξε τον τόπο
των μελλουσών Θηβών.
Ίσως το ίδιο ήταν στην Κριμαία,
το κίτρινο μοσχάρι έδειξε
τον τόπο όπου χτίστηκε η χώρα,
εκείνων των φιλόπονων Ρουμαίων
που μετανάστευσαν στην Ουκρανία.
Εγκαταλείποντας τη Σαρτανά
της λέμε
«φινουμίγια»**!
* στα ρουμαίικα η χώρα θέλει
να πει το χωριό (σ.Α.Μπ.).
** «φινουμίγια» σημαίνει
«αφήνω με υγεία» και το λένε αποχαιρετίζοντας (σ.Α.Μπ.).
[21]
Γιάλτα σημαίνει Γυαλός. Η πλειοψηφία των κατοίκων της Γιάλτας της Αζοφικής
προέρχονταν από την Γιάλτα της Κριμαίας.
[22] Kabuzan B. M. «Zaselenie Novorossi v XVIII-polovine XIX veka (1719-1858)» [Η κατοίκηση της Νέας Ρωσίας τον 18ο
αιώνα έως και το πρώτο μισό του 19 αιώνα] Μόσχα 1976.
[23] Dzuha Ivan, «Odissea Mariupolskih Grekov»
[Η Οδύσσεια των Ελλήνων της Μαριούπολης]
(Η οδύσσεια των Ελλήνων της Μαριούπολης], Vologda
1993, σελ. 109.
[24] Ο
εκρωσισμός αυτός μέσω της εκπαίδευσης δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις, όπως γράφει
η Τατιάνα Τσερνισόβα, η οποία ασχολήθηκε με την έρευνα των διαλέκτων των
Ελλήνων των χωριών της Μαριούπολης, «η
συντηρητική και αμαθής τοπική τάξη των εμπόρων και των κουλάκων, η οποία
κρατούσε στα χέρια της την εξουσία στην ελληνική περιοχή, με κάθε τρόπο
αντιστέκονταν στην εισαγωγή της εκπαίδευσης. Φοβούνταν ότι ο διαφωτισμός θα
υπονομεύσει την ισχύ τους. Φανατικοί εθνικιστές για καιρό και με σθένος
αντιστέκονταν στην εισαγωγή της εκπαίδευσης. Έτσι ο επικεφαλής της πόλης Ποπόφ διέταξε
να εκδιωχθεί ο καθηγητής της ρωσικής γλώσσας και οι να καταργηθούν οι ρωσικές
τάξεις, διότι δεν έβλεπε στην ρωσική γλώσσα καμία ανάγκη για να διδαχθεί. Ο
εθνικισμός αναθερμαίνονταν από τον φόβο του ανταγωνισμού με την περισσότερο
εκπαιδευτικά τεχνικά εξοπλισμένη ρωσική αστική τάξη», Tserniseva T., «Novogretsiski govor sel Primorskovo (Ourzi) I Yialti, Pervomaiskovo raiona Stalinskoi oblasti»,
[Η νεοελληνική διάλεκτος των χωριών Πριμόρσκι (Ούρζα) και Γιάλτα του περιοχής
Περβαμάισκι, της επαρχίας Στάλινο].
[26] «Κεντρικά Κρατικά Αρχεία Ουκρανίας», τμ. 413, ραφ. 1,
κατ. 290. Το κείμενο είναι του Αλεξέι Μουρζένκο, 16 Ιουλίου 1927. Έχει διασωθεί
επίσης και η αντίδραση ενός άλλου δασκάλου «Ο
σ. Βασλέντσεφ, δάσκαλος επιβεβαιώνει ότι η χρήση της ελληνικής γλώσσας θα
ωθήσει την κουλτούρα 300 χρόνια πίσω» (ό.π., τμ. 413, ράφ. 1, κατ. 100, φύλ. 54). Μπορούμε να υποθέσουμε
ότι οι αντιδράσεις ήταν μεγαλύτερες, αλλά ο φόβος του στιγματισμού απέτρεπε την
δημόσια διαφωνία.
[27]
Σύμφωνα με την επεξεργασία που έκανε το τμήμα των εθνικών μειονοτήτων από τους
92.120 κατοίκων του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού των διαμερισμάτων Μαριούπολης
και Στάλινο «οι ελληνο-τάταροι είναι 42.359, δηλαδή 45,9%», Κεντρικά Κρατικά
Αρχεία Ουκρανίας, τμ. 413, ραφ. 1, καταλ. 382, φυλ. 50, 23.5-1929.
[29] Απόστολου & Μάρθας Καρπόζηλου, «Το εκδοτικό …», ό.π. σελ. 60-61. Το
γλωσσικό πρόβλημα των Ελλήνων της Ρωσίας απασχολεί και Έλληνες διανουμένους
όπως τον Δ. Γληνό : «Η σημερινή Σοβιετική
Ρωσσία» (27.9.1934-26.1.1935) εφ. Νέος Κόσμος και «Οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης και το γλωσσικό πρόβλημα», Νέοι
Πρωτοπόροι, Αρ. 12 91934), 487-489 και Αρ. 8 (1934) 307-308.
[30] «Ukraina- Gretsia, istoria ta soutsasnist», [Ελλάδα και
Ουκρανία, Ιστορία και παρόν], υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Ιστορίας της
Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, 22-24 Φεβρουαρίου 1995, σελ. 92.
[31] Ό.π. 92-93.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου