ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ
Το
ξερίζωμα του Ανθρώπου
Η κρίση της νεωτερικότητας, οι
ιδεολογίες και οι στοχαστές
Εναλλακτικές εκδόσεις 2014.
Το
βιβλίο αυτό γίνεται αφορμή, εκτός των άλλων, συναναστροφής με κλασικούς διανοητές
του νεώτερου δυτικού πολιτισμού, χωρίς τους ο ποίους-ορισμένους τουλάχιστον-δυσκολευόμαστε
να κατανοήσουμε πως εξελίχθηκε ο πολιτισμός αυτός και οι κοινωνίες του και που
βρίσκεται σήμερα. Ακόμη καλύτερα θα έλεγα ότι ο συγγραφέας επιχειρώντας να
παραλληλίσει ή να συνδυάσει επιχειρήματα, σκέψεις, θεωρίες ή απόψεις αυτών των
διανοητών φωτίζει την κοινωνικο-πολιτικο-οικονομική πλευρά του σημερινού κόσμου
και λίγο την υπαρξιακή, είτε αυτή η πλευρά αφορά το κεντρικό θέμα του
βιβλίου-τον ξεριζωμένο άνθρωπο- είτε αφορά και άλλα θέματα παραπλήσια ή
σχετικά.
Θα
συζητήσω, αντί άλλης παρουσίασης, ορισμένα σημεία του βιβλίου το Ξερίζωμα του ανθρώπου. Όταν, πριν από
αρκετά χρόνια, μεταφράζαμε μαζί με τη Βασιλική Γουνελά κείμενα της Βέιλ που
εκδόθηκαν με τον τίτλο Εκλογή από το έργο
της, βρέθηκα μπροστά στις λέξεις ξεριζωμός και ριζωμός ή ρίζωμα και ακόμη
μπροστά σε ένα πολύ ριζικό τρόπο αντιμετώπισης των λέξεων αυτών και των νοημάτων
τους. Και ακόμη, διάβασα εκεί ορισμένες αποστροφές της συγγραφέως που μου ήταν
ομολογώ πρωτόφαντες, όπως για τους Εβραίους όπου, ως ξεριζωμένοι και
περιπλανώμενοι στην έρημο, με τη σειρά τους ξερίζωναν άλλους, μετέφεραν δηλαδή
πάνω τους τη δική τους αίσθηση του ξεριζωμού, του ανθρώπου που είναι ανέστιος
και νιώθει την ξενητεία.
Ωστόσο,
υπάρχει εδώ ένα ερώτημα που πρέπει να θέσουμε και ως προς την Βέιλ και ως προς
τον συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος στο πρώτο αυτό κεφάλαιο, θέλει να
συνδυάσει, ή αν θέλετε να συνθέσει τις θέσεις ή τη θεώρηση πάνω στο ζήτημα του
ξεριζωμού και της αποξένωσης, τεσσάρων διανοητών η φιλοσόφων, δηλαδή εκτός από
την Βέιλ, του Μαρξ, του Χάιντεγκερ και του Νίτσε.
Ποιο
είναι το ερώτημα; Ήταν όντως ξεριζωμένοι οι Εβραίοι, όταν μέσω του Μωυσή
αισθάνονταν το Θεό μαζί τους και μάλιστα όταν τους έτρεφε με το ‘μάνα’ ή, ήταν
ξεριζωμένοι όταν έχαναν την πίστη τους και έφτιαναν είδωλα ή προέβαιναν σε
πράξεις αντίθεες; Γιατί η λέξη ξεριζωμός συνάπτεται
με την έλλειψη πατρίδας, αλλά αυτοί δεν είχαν γνωρίσει πατρίδα και ίσως το
σπουδαιότερο, ο Μωυσής τους έβγαλε από την δουλεία στους Αιγύπτιους και τους
έφερε στην έρημο απελευθερώνοντάς τους. Ο άνθρωπος λοιπόν ή ο λαός που ζει
έτσι, έχει αίσθημα ξενητείας και ξεριζωμού; Εάν δηλαδή ο τότε Εβραίος με οδηγό
τον Μωυσή, ακούει στα λόγια εκείνου την Αλήθεια του Θεού και της ζωής και έχει
αποφασίσει να ζήσει έτσι, ακόμη και αν η πίστη αυτή και ο τρόπος του βίου
βρίσκονται αδιάκοπα σε δοκιμασία ή έστω σε αμφισβήτηση, τότε δεν μπορούμε να
μιλήσουμε με τόση βεβαιότητα για τον ξεριζωμό τους, όπως κάνει η Βέιλ. Η Βέιλ
βέβαια, δικαιολογεί την ερμηνεία της λέγοντας ότι ήταν σκλάβοι στους
Αιγυπτίους, άρα είχαν αίσθηση ξεριζωμού, αποξένωσης και αλλοτρίωσης από αυτό
που πραγματικά είναι ένας άνθρωπος. Θα λέγαμε από τη βαθύτερη ουσία του ή αυτό που αποδίδει ο Χάιντεγκερ μιλώντας για
‘λήθη του είναι’. Εάν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη μας τις θέσεις του Χάιντεγκερ,
που ο συγγραφέας του βιβλίου τον βλέπει να συναντιέται με τον Μαρξ, πρέπει να
σημειώσουμε ότι αυτός κάνει λόγο για την ‘αλήθεια του Είναι’ και αυτήν ονομάζει
‘πατρίδα’ την οποία πρόκειται να βρει, ή έχει χάσει ο άνθρωπος ο ξεριζωμένος ή
ο απoξενωμένος.
Θέλω
να πω, δηλαδή, ότι ανάμεσα στους διανοητές που επιχειρεί ο συγγραφέας να
συνδέσει ή να συνθέσει υπάρχουν διαφορές που δεν ξέρω πως μπορούμε να τις
παραβλέψουμε ή να τις υπερβούμε. Η Βέιλ αλλά και ο Χάιντεγκερ τοποθετούνται
μεταφυσικά, ή αυτό που λέει ο δεύτερος οντολογικο-ιστορικά, ενώ ο Μαρξ και ο
Νίτσε δεν μπορούν να προσεγγιστούν με ανάλογο τρόπο, ίσα-ίσα που και οι δύο έχουν ένα ιδιαίτερο πάρε-δώσε
με τη φύση, ο ένας, ο Νίτσε, ζητώντας με το ζόρι να σβήσει ει δυνατόν ο
άνθρωπος την πολιτιστική του ιστορία από το Σωκράτη και μετά και να ξεκινήσει
ξανά από τα ένστικτα, τα οποία θεωρεί ότι δεν είναι μολυσμένα από το δηλητήριο
της σκέψης και της χριστιανικής ηθικής. Με τη σημείωση εδώ που πολύ συχνά
λησμονούμε ή δεν λαμβάνουμε καθόλου υπ’ όψη μας, ότι αυτή είναι ηθική
διαμορφωμένη μέσα στις δυτικοευρωπαϊκές
συντεταγμένες και δεν έχει σχέση με ορθόδοξη Παράδοση. Ο άλλος, ο Μαρξ, είναι
βέβαια θιασώτης του Διαφωτισμού και του θετικιστικού επιστημονικού πνεύματος
αλλά στα Χειρόγραφα του 44,
τουλάχιστον, και γενικότερα στις γραφές του, κάνει λόγο για ‘διεστραμμένη
ανθρώπινη φύση’, την οποία διαστροφή επιφέρει το Χρήμα. Εξ ου η μετατροπή του
ανθρώπου σε πράγμα, άλλως πραγμοποίηση ή σε εμπόρευμα-εμπορευματοποίηση. Αυτά
και τα δύο συνδέονται με την ανάπτυξη του λεγόμενου καπιταλιστικού συστήματος
που σήμερα καταλήγει στην παγκοσμιοποίηση και στην Οικονομία της Αγοράς.
Επομένως,
ο Μαρξ δεν προσδοκά καμιά οντολογικο-ιστορική διάσταση τύπου Χάιντεγκερ ούτε
καμιά ‘Αλήθεια του Είναι’, αλλά ούτε προσδοκά την αναφορά στο υπερβατικό ή
υπερφυσικό στοιχείο της Βέιλ, χωρίς το οποίο ο άνθρωπος δεν πρόκειται να βρει
το αληθινό του πρόσωπο, ούτε η κοινωνία να πάψει να γεννά, να παράγει και να
αναπαράγει ξεριζωμένους και αποξενωμένους ανθρώπους.
Θέλω
ωστόσο να συγχαρώ τον Κουτρούλη γιατί επέλεξε αυτό το θέμα και να πω ακόμη ότι
αυτό το πρώτο κεφάλαιο στο οποίο αναφέρθηκα με τους τέσσερις διανοητές, μας
δείχνει ότι ο ξεριζωμένος δεν είναι μονάχα ο αλλοδαπός, ή ο λαθρομετανάστης, ή
και σκέτα ο μετανάστης, ή ο εργάτης, αλλά μπορεί να είναι γενικά ο άνθρωπος,
όταν υφίσταται ένα ξερίζωμα από τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και από όλα τα
στοιχεία που συμβάλλουν στην υπαρξιακή και προσωπική του ταυτότητα. Και βέβαια
σήμερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι γενικά ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα στην
μοντέρνα αποξένωση και αλλοτρίωση και μάλιστα, όχι μονάχα του δυτικού
πολιτισμού, αλλά του πλανήτη ολόκληρου, ο οποίος υφίσταται, θέλοντας μη
θέλοντας, την επίδραση και συχνά την επιβολή αυτού του πολιτισμού.
Ένας
άλλος διανοητής, στον οποίο αναφέρεται ο Σ.Κ. σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου του,
εννοώ τον Καστοριάδη στο βιβλίο Ο
θρυμματισμένος κόσμος και ειδικότερα στο κεφάλαιο ‘Η Δύση και ο τρίτος
κόσμος’, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Αφρικής. Τονίζει τη σημασία των
πολιτιστικών διαφορών, την απρόσωπη λογική που δεν λαμβάνει υπ’ όψη της τη ζωή
του κάθε τόπου και του κάθε λαού, επιβάλλοντας το μοναδικό δυτικό πρότυπο.
Γράφει: «Το ίδιο ξεκρέμαστα άτομα γίνονται οι άνθρωποι στην Αφρική όταν σπάνε
οι οικογενειακές τοπικές, φατρικές σχέσεις τους, όπως τις σπάει ο καπιταλισμός.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων είναι πως σ’ όλο τον Τρίτο κόσμο η
αφομοίωση του δυτικού πολιτισμού είναι μόνο αφομοίωση ορισμένων τεχνικών,
ιδιαίτερα φυσικά, δύο τεχνικών, της πολεμικής τεχνικής και της τεχνικής της μαζικής
χειραγώγησης μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας [.. .] Δώστε ένα αυτοκίνητο
και ένα μυδραλιοβόλο σ’ ένα μαύρο, Ινδό, Λατινοαμερικανό, Κινέζο, Πολυνήσιο
κλπ. Σε δυο μέρες μέσα τα χειρίζεται όσο καλά και καλύτερα από ό,τι ένας
Γάλλος, Έλληνας, Αμερικανός ή οποιοσδήποτε άλλος. Γιατί; Διότι τον ενδιαφέρουν.
Τον ενδιαφέρει να οδηγεί ένα τζιπ και να τραβάει με το μυδραλιοβόλο. Το να πάει
να δουλέψει με τον τρόπο τον δυτικό δεν τον ενδιαφέρει, και δεν τον κατακρίνω
γι’ αυτό, ούτε τον ενδιαφέρει, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, να αρχίσει να
συζητάει το τι πιστεύει και να αρχίσει να συζητάει αν σωστά πιστεύει αυτά που
πιστεύει».
Θέλει να πει δηλαδή ότι ο αφρικανός, μη όντας
ρασιοναλιστής, δεν είναι υποχρεωμένος να υπακούει στις πειθαρχίες, στα έθιμα
και την νοοτροπία ενός ευρωπαίου ή ενός αμερικάνου. Θα πρέπει ωστόσο να
θυμίσουμε εδώ ότι ο Μαρξ, στο Κομμουνιστικό
μανιφέστο, πραγματοποιεί ένα είδος εξύμνησης του καπιταλισμού επειδή
ίσα-ίσα επελαύνοντας κατεδαφίζει ό,τι θεωρεί ξεπερασμένο, πολυκαιρισμένο, ό,τι
ανήκει στις παλαιότερες μορφές και δομές συγκρότησης της κοινωνίας και της
παραγωγής. Και τούτο, όπως εξάλλου τονίζει και ο Σ. Κ. σε σχετικό κεφάλαιο, επειδή
ο ίδιος είχε πέσει στην παγίδα δύο εννοιών ή θεωρήσεων: της απεριόριστης
ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αέναης προόδου. Από τους πρώτους που
έκαναν κριτική σε αυτή του την προσκόλληση ήταν η Βέιλ και πολύ αργότερα ο
Καστοριάδης, ο οποίος κάνει σχεδόν πανομοιότυπη κριτική. Εννοείται ότι εδώ
ανήκει και το ζήτημα της αποθέωσης θα έλεγα της τεχνικής και της βιομηχανίας,
που ενώ ο Μαρξ από τη μία διέκρινε ότι «Στο εργοστάσιο», όπως γράφει στο Κεφάλαιο, «υπάρχει ένας μηχανισμός
ανεξάρτητα από τους εργαζόμενους, και που τους ενσωματώνει σαν ζωντανά εξαρτήματα!...», θέλοντας να πει ότι η ίδια η δομή του
εργοστασίου επιβάλλει την υποταγή του εργάτη και άρα συμβάλλει στην αλλοτρίωσή
του, από την άλλη πίστεψε ότι ο
συνδυασμός Ανάπτυξη της τεχνικής- Βιομηχανία- Παραγωγικές δυνάμεις, όταν βγουν
από τον εγκλωβισμό τους στην κεφαλαιοκρατική νοοτροπία και πραγματικότητα, θα
επιτύχουν την απελευθέρωση του προλεταριάτου και την επίτευξη της αταξικής
κοινωνίας. Πάνω σε αυτά τα ζητήματα είναι σημαντική η συμβολή του Καστοριάδη που
μπορεί να την καταλάβουμε μέσα από την παρακάτω διατύπωση που βρίσκεται στο
βιβλίο που προανέφερα : «Ο μαρξισμός κληρονομεί ένα μεσιανικό
στοιχείο, ένα στοιχείο δευτέρας παρουσίας, με την ιδέα ότι η ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί σε κοινωνικές μορφές, οι οποίες είναι υπερκείμενες
οι μεν στις δε, δηλαδή πιο προηγμένες, ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί μια τάξη,
το προλεταριάτο, που θα είναι η τελευταία τάξη της Ιστορίας αλλά και ο Σωτήρας
της ανθρωπότητας» (σ.86). Να προσθέσω ότι στα ζητήματα αυτά συγκλίνουν στην
κριτική τους ο Καστοριάδης, η Σιμόνη Βέιλ και ο άλλος σπουδαίος διανοητής, ο
Μπερντιάγεφ, που νομίζω πρωτομίλησε για τις συνέπειες των εβραϊκών καταβολών
του Μαρξ, λέγοντας ότι στη θέση των Εβραίων ως του ‘εκλεκτού λαού’ βάζει το
προλεταριάτο. Εκείνος ωστόσο, που ξεκαθάρισε πλήρως το ζήτημα του πως αντιλαμβάνεται
ο Μαρξ τη σχέση μεταξύ ανθρώπου- φύσης-τεχνικής είναι ο Κ. Παπαιωάννου, που
είναι από τα πρόσωπα που ενδιαφέρουν πρώτιστα τον Σ.Κ.. Στο βιβλίο του Φιλοσοφία και τεχνική παρατίθεται το
παρακάτω εξαιρετικά αποκαλυπτικό απόσπασμα εξαιρετικά αποκαλυπτικό:
«Ο
Μαρξ δεν μπορεί να συλλάβει τη φύση παρά μόνο σαν αντικείμενο τεχνικής
εκμετάλλευσης από μέρους του ανθρώπου¨ και παράλληλα δεν μπορεί να συλλάβει τον
άνθρωπο, παρά μόνο σαν εστία μιας θέλησης άρνησης της φύσης, σαν φορέα μιας
θέλησης δύναμης στραμμένης κατά της φύσης. Για τον Μαρξ, στο μέτρο που είναι
απόλυτα ή σχετικά άοπλος απέναντι στη φύση, ο άνθρωπος μένει απάνθρωπος, φτωχός
σε ‘ουσία’, έτσι που ο κόσμος που έφερε στο φως η βιομηχανική επανάσταση
αποκαλύπτει για πρώτη φορά μες την ιστορία «το αληθινό θεμέλιο αυτού που οι
φιλόσοφοι φαντάζονταν, ότι είναι η υπόσταση (…!) ή η ουσία (…!) του ανθρώπου!
Αυτό το ‘θεμέλιο’ που έμεινε ως τα τώρα κρυφό και που οι φιλόσοφοι δεν το
υποψιάζονταν παρά μόνο μ’ ένα θολό, ‘μυθολογικό’ τρόπο, δεν είναι παρά «αυτό το
σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων, των κεφαλαίων και των κοινωνικών μορφών
συνεργασίας που κάθε άτομο και κάθε γενεά βρίσκουν έτοιμο και
προπαρασκευασμένο». Η υπόσταση και η
ουσία του ανθρώπου εξαντικειμενικεύεται, λοιπόν μέσα στα τεχνικά μέσα παραγωγής
που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για την υποταγή της φύσης. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί
την ουσία του στο μέτρο που δαμάζει πραγματικά τη φύση με την τεχνική» (σ.70).
Η τελευταία αυτή φράση μπορεί να διαβαστεί ως η ανάλογη της φράσης του Χέγκελ
«με την εργασία ο δούλος συνειδητοποιεί την αληθινή του φύση»».
Λογαριάστε
ότι αυτά σημαίνουν ακόμη ότι ο Μάρξ θεωρεί πως έξω από αυτή του την αντίληψη
για την τεχνική και τη βιομηχανία και την κατάσταση του ανθρώπου, ο άνθρωπος
είναι αποξενωμένος από τον εαυτό του, εννοείται μέσα στα πλαίσια του ιδεαλισμού
ή του σκέτου υλισμού ή της θρησκείας ή βεβαίως του καπιταλιστικού συστήματος.
Επ’ ουδενί του περνά από το μυαλό ότι η λύση για την αποξένωση και την
αλλοτρίωση δεν βρίσκεται μέσα στα επιτεύγματα της τεχνικής και της βιομηχανίας
και στην εργασία που υποχρεώνεται να επιτελέσει ο άνθρωπος. Θα αναφερθώ τώρα σ’
ένα μικρότερο κεφάλαιο αυτής της ενότητας που φέρει τον τίτλο ‘Ο Νίτσε ως
κριτικός της κοινωνίας του χρήματος και του κράτους’.
Έκανε πολύ καλά ο Σ.Κ.
να επιλέξει αποσπάσματα από κείμενα του Νίτσε που αναφέρονται σε θέματα όπως η
Παιδεία, το Χρήμα, το Κράτος, η Επιστήμη, η Μηχανή κλπ. Γιατί σε αυτά, οι
θέσεις του Νίτσε είναι γόνιμες, ριζικές και ουσιαστικές και αξίζει να τις
μελετήσουμε και σήμερα και να τις παραλληλίσουμε με μαρξιστικές ή άλλες
κριτικές θέσεις, πράγμα που κάνει στο υποκεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας,
προσπαθώντας να βρει κοινά σημεία που να ολοκληρώνουν την εικόνα για την
περιβόητη Νεωτερικότητα και τις βασικές αρχές ή πραγματικότητες που την
θεμελίωσαν και την απετέλεσαν. Υπάρχει ένα μικρό βιβλίο του Νίτσε που στα
ελληνικά μεταφράστηκε με τίτλο Μαθήματα
για την παιδεία. Πρόκειται για πέντε διαλέξεις που έδωσε στο πανεπιστήμιο
το 1872 προτού αποχωρήσει. Είναι όντως προφητικές οι διαλέξεις αυτές, αλλά και
άκρως κατατοπιστικές για την τότε κατάσταση της γερμανικής παιδείας ή καλύτερα
εκπαίδευσης και για το μέλλον της ευρωπαϊκής γενικότερα εκπαίδευσης, πράγμα που
το διαπιστώνει κανείς εκ των υστέρων, βλέποντας την εξέλιξη των κοινωνιών και
των εκπαιδευτικών συστημάτων. Ο Σ.Κ. παραθέτει μερικά αποσπάσματα που το
περιεχόμενό τους θα μπορούσε να συνοψιστεί στην παρακάτω φράση του: «Βασική
θέση του είναι ότι η Παιδεία καθώς επεκτείνεται, γίνεται συγχρόνως θεραπαινίδα
του χρήματος και των κερδοσκόπων και αδιαφορεί για την ουσιαστική πνευματική
καλλιέργεια. Εξαντλεί το μορφωτικό της ιδεώδες σε μια ταχύρυθμη, χρησιμοθηρική
εκπαίδευση, στην υπηρεσία του χρήματος και του κράτους» (σ.145). Αν προσθέσουμε
σε αυτά και την λέξη ‘αγορά’ ή αγορές, έχουμε νομίζω ολοκληρωμένη την εικόνα
που κυριαρχεί στο σημερινό κόσμο, εικόνα μέσα στην οποία προσπαθεί απεγνωσμένα
να εισέλθει και η χώρα μας, αφού τέλος πάντων συνεχίζεται ο εκσυγχρονισμός της
και ο εξευρωπαϊσμός της. Και είναι καταπληκτικό ότι καθώς ερχόμαστε σε σχέση
και θα έλεγα συνομιλία με τέτοια έργα, παρουσιάζονται μπροστά μας άλλες
δυνατότητες τουλάχιστον για μας εδώ στην Ελλάδα που δεν έχουμε την Ιστορία των
δυτικοευρωπαϊκών λαών, ούτε επομένως τα κουσούρια, επιτρέψτε μου να πω, που
καταγγέλλει ο Νίτσε, ή ο Μαρξ ή η Βέιλ, ή ο Χάιντεγκερ, η ο Λαντάουερ, ή ο
Καστοριάδης η όποιοι άλλοι παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Βέβαια, είναι
αναμφίβολο ότι η θεώρηση του Νίτσε σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται και απορρέει από
τη συναναστροφή του με τις αρχαιοελληνικές γραφές και τον αριστοκρατισμό του, ο
οποίος και αυτός απορρέει από εκεί. Θα έλεγα μάλιστα ότι σε αυτό έχει παίξει
κύριο ρόλο η ευρωπαϊκή Αναγέννηση, που γύρισε πίσω τη Δύση στην αρχαία Ελλάδα
με τον δικό της βεβαίως τρόπο, πράγμα που συνήθως δεν υπογραμμίζεται. Ο
αποχριστιανισμός της Αναγέννησης ή η προώθηση ενός ας πούμε καρλομάγνειου
χριστιανισμού που είχε εγκαινιαστεί πρωτύτερα, έβαλαν τα θεμέλια για να
φτάσουμε στην κοινωνία που καταγγέλλει ο Νίτσε, ή σε κάποια αναλογία και ο
Μαρξ, τουλάχιστον στο θέμα του Χρήματος, των μηχανών και της εξειδικευμένης
επιστήμης, όπως σημειώνει κάπου και ο Κουτρούλης. Καταπληκτικά είναι τα
αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίτσε Ανθρώπινο
πολύ ανθρώπινο, όπου καταγγέλλεται ανεπιφύλακτα ο πλούτος ‘ως δημόσιος
κίνδυνος’ σε συνδυασμό με την απουσία αληθινού
πνεύματος στον άνθρωπο που τον κατέχει. Υπάρχουν στα αποσπάσματα αυτά
μερικές διαπιστώσεις κοινής λογικής, θα τις έλεγα, που αν εφαρμοστούν σήμερα,
θα τίναζαν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα στον αέρα: γιατί ακριβώς το σύστημα
αυτό στηρίζεται στην ελεύθερη κατοχή του πλούτου και βεβαίως στον άγριο
τοκισμό, ανεξαρτήτως του πνεύματος ή της πνευματικής κατάστασης του κατόχου ή
του δανειστή. Στα ζητήματα αυτά η κριτική του Νίτσε μου φαίνεται ότι ξεπερνά
εκείνη του Μαρξ και πλησιάζει θα τολμούσα να πω την αντίστοιχη των Πατέρων της
Εκκλησίας, τους οποίους σημειωτέον αγνοούσε.
Ίσως χρειάζεται να
ειπωθεί, ότι μια τέτοια δουλειά, σαν κι αυτή που επιτελεί ο συγγραφέας αυτού
του βιβλίου -την ανάγνωση του οποίου συνιστώ ανεπιφύλακτα-δεν μπορεί να
αφομοιωθεί, αν ο αναγνώστης που θα ασχοληθεί με αυτό, μένει έγκλειστος πάγιων
σχημάτων του κόσμου τούτου, αν το πω έτσι, για το τι είναι Φιλοσοφία, Τέχνη, Επιστήμη, Οικονομία,
Πολιτική κλπ. Θα καταλάβατε άλλωστε από τα ονόματα που ανέφερα και τα άλλα που
θα αναφερθούν από τους άλλους παρουσιαστές, ότι εδώ πρόκειται για μια αναζήτηση
έργων που να μας παρακινούν να αντικρίσουμε τον κόσμο,
μέσα από τις διεργασίες των τελευταίων κυρίως τριών αιώνων περίπου, χωρίς
αυταπάτες, χωρίς εφησυχασμούς και χωρίς ιδεοληψίες που πολύ συχνά
αποπροσανατολίζουν τους λαούς και καλλιεργούν στους ανθρώπους μια εικόνα τη
ζωής εντελώς ψευδή, απατηλή και ανούσια, που δεν ταιριάζει ειδικά σ’ ένα λαό,
όπως ο ελληνικός, ο οποίος είτε το θέλει, είτε όχι, είναι φορέας τεράστιας
πνευματικής παράδοσης. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι, σήμερα έχει χρέος ο λαός αυτός,
να δείξει στους άλλους ότι υπάρχουν λύσεις στα διάφορα ζητήματα και αδιέξοδα
του κόσμου της Νεωτερικότητας αλλά και της Μετανεωτερικότητας, αντλώντας μέσα
από αυτές τις παραδόσεις και εντοπίζοντας τις διαστρεβλώσεις και τις
παραμορφώσεις που έγιναν στο πέρασμα των αιώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου