Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Κονδύλη για τον Συντηρητισμό



ΡΗΞΗ  φ.118

Παναγιώτης Κονδύλης: ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΣ, ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή
Μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα  2015, σελ.640.

Πρόκειται για ένα βιβλίο του Π.Κονδύλη, που περιμέναμε την μετάφραση του στην γλώσσα μας, με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Γεγονός είναι ότι δεν μας διέψευσε, εφόσον συμπυκνώνει όλες τις αρετές  του: εξαντλητική γνώση της βιβλιογραφίας, αξιολογικά ουδέτερος λόγος –με την έννοια ότι δεν αντιμετωπίζει τον συντηρητισμό  ούτε σαν εχθρός ούτε σαν φίλος-, αυστηρά θεμελιωμένες και στέρεες κρίσεις, σαφής λόγος που δεν  παγιδεύει αλλά αντίθετα ωθεί  τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει  στην περιπέτεια της σκέψης, ενώ συγχρόνως επιβεβαιώνει τον πολεμικό χαρακτήρα της σκέψης με την έννοια ότι αυτή καθορίζεται από την σχέση εχθρός και φίλος, όπως και από την ετερογονία των σκοπών.
Το έργο  έχει μια πρωτοτυπία. Δεν ταυτίζει τον συντηρητισμό με μια πάγια κοινωνική ή πνευματική νοοτροπία που επιδιώκει να διατηρήσει ορισμένες αξίες , ή κάποιους κοινωνικούς συσχετισμούς  ή αδιατάρακτη την σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και την φύση, αλλά , όπως επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο, «ως μια συνολική ιδεολογική και κοινωνικοπολιτική αντίδραση (των ανωτέρων στρωμάτων) της προνεωτερικής κοινωνίας ενάντια στη διάλυσή της, την οποία αρχικά σηματοδότησε η ανάδυση του νεότερου συγκεντρωτικού κράτους,  και αργότερα ολοκλήρωσε ο εκτοπισμός της αγροτικής οικονομίας από τη βιομηχανική-καπιταλιστική».
Με αυτόν τον τρόπο παρακολουθούμε την διάλυση  της παλαιάς κοινωνίας με την ανάδυση του σύγχρονου κράτους και τις ποικίλες αντιδράσεις που δημιούργησε. Πως για παράδειγμα η απόρριψη της γραφειοκρατίας και  του κράτους πρόνοιας συνδυάστηκε με την απόρριψη του εξισωτισμού της μαζικής κοινωνίας και του ορθολογικού επιστημονισμού που επικρίθηκε ως «υπολογιστικός και πνευματικά χωρίς ρίζες»(σελ.27). Οι συντηρητικοί επιπλέον «για να αναστείλουν τον εγωιστικό ατομικισμό και την άναρχη απουσία ριζών των μελών της μαζικής κοινωνίας, που προωθεί τον εξισωτισμό, θέλουν να χρησιμοποιήσουν όχι μόνο τον χριστιανισμό, την παράδοση και την αυθεντία, αλλά και υπερατομικά μορφώματα (οικογένεια, επαγγελματικές οργανώσεις, συλλόγους, τοπική αυτοδιοίκηση) για να προσφέρουν στο άτομο φυσική προστασία και έτσι να το απαλλάξουν από τις παρεμβάσεις του κράτους, το οποίο , κυρίως απέναντι στη μάζα των μεμονωμένων ατόμων, αναπτύσσει δεσποτικές τάσεις»(σελ.36). Οι σκέψεις αυτές οδήγησαν τον συντηρητισμό να αμφισβητήσει τον οικουμενισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ώστε να τα υποκαταστήσει  με τα δικαιώματα που «έχουν τις ρίζες τους στην εκάστοτε ιστορικά διαμορφωμένη κοινωνία»(σελ.37). Το σημείο αυτό τον διακρίνει από τον σύγχρονο φιλελευθερισμό που αντιτάσσει  στον ολοκληρωτισμό τον φιλελεύθερο οικουμενισμό. Ο συντηρητισμός μοιάζει αμφιρρεπής, παράταιρος και ανεπίκαιρος, εφόσον  επικαλείται ηθικές αξίες σταθερές και αντι-ευδαιμονιστικές  σε μια «ελεύθερη»  οικονομία όπου ο «πνευματικός και ηθικός σχετικισμός  της εξισωτικής μαζικής κοινωνίας συναρτάται με τη γενίκευση, δηλαδή την ποσοτική και ποιοτική εντατικοποίηση της κατανάλωσης»(σελ 39).
Βεβαίως υπάρχει στην συντηρητική σκέψη ένα παρελθόν αντικαπιταλιστικού λόγου, που σε κάποιες περιπτώσεις προηγήθηκε του σοσιαλιστικού, αλλά αυτός δεν αποσκοπεί στην ισχυροποίηση της εργατικής τάξης,  αλλά επιδιώκει «να μειωθεί κατά το δυνατόν το ποσοστό κέρδους του βιομηχανικού κεφαλαίου και κατ’ επέκταση η κοινωνική ελκυστικότητα του, η οποία για τη γαιοκτησία σήμαινε έλλειψη κεφαλαίων και απώλεια κοινωνικού γοήτρου»(σελ.45).
Ο συντηρητισμός θα συνδυαστεί με την προτίμηση του εθίμου αλλά  και την εχθρότητα απέναντι στον ανθρώπινο Λόγο που επιβάλλει τα δικά του κριτήρια έναντι της παράδοσης, ενώ θα ασπαστεί την «οργανική-ιεραρχική αντίληψη περί κράτους»(σελ. 185). Συνακόλουθα τάσσεται κατά της πολυτέλειας, της κατανάλωσης,  ενώ αντιμετωπίζει τουλάχιστον με δυσπιστία την αυτονόμηση του χρήματος που «με την ευκινησία του μπορεί να κινητοποιήσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις ή και να τις επαναστατικοποιήσει»(σελ.199). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κατά  τον 16ο αιώνα θα απαγορευθεί  ο τόκος, ακολουθώντας πρακτικές της αρχαιότητας και του σχολαστικισμού. Ο Κονδύλης εξετάζει τις ιδιαίτερες πορείες των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών, γι’ αυτό συγκρίνει την αγγλική με την γαλλική ή την γερμανική εξέλιξη. Συγχρόνως εντάσσει εντός αυτών των πλασίων, της σημασίας που είχαν για παράδειγμα ο Μπαίρκ στην Αγγλία και ο Μπονάλ στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο δημιουργία του νεωτερικού κράτους που ομογενοποιεί ένα κοινωνικό χώρο, θρυμματίζοντας επιμέρους ιεραρχίες που θεμελιώνονταν σε τοπικούς οίκους, προβλημάτισε την συντηρητική σκέψη, που επέμενε όπως ο Ζ.ν.Μαίστρ ότι κανένας πολίτευμα ή θεσμός δεν είναι προϊόν της ορθολογικής σκέψης, αλλά της θεσμικής αναγνώρισης κανόνων και εθίμων που έχει κατασκευάσει μακροχρόνια ο χαρακτήρας και το ύφος ενός λαού.  Παρεμπιπτόντως σημαντική είναι η διάκριση που κάνει ο Π.Κονδύλης  ανάμεσα στον Ζ.ν.Μαίστρ και τον Κ.Σμίτ (σελ 261)  στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την παραδοσιακή και την σύγχρονη έννοια της κυριαρχικής εξουσίας (στην σελ.441 ο Κονδύλης θα επανέλθει για να επικρίνει αυτή την φορά την ερμηνεία του ρομαντισμού από τον Κ.Σμίτ). Πολλοί συντηρητικοί όπως ο Δονόσο Κορτές  θα δικαιολογήσουν την δικτατορία, και θα αποδώσουν στον μονάρχη, προσωρινά,  στην περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, απόλυτες εξουσίες, ώστε η προσωρινή εκ των άνω αναστολή των ελευθεριών υποτίθεται ότι θα αποκλείσει μια εκ των κάτω-δηλαδή επαναστατική – πλήρη κατάργησή τους.
Ο Π.Κονδύλης διακρίνει την σύγχρονη από την συντηρητική αντίληψη του έθνους. Στην πρώτη αθροίζονται νομικά-πολιτικά ισότιμα άτομα που υπάγονται άμεσα στο κράτος, ενώ στην δεύτερη τα άτομα «μόνο μέσω του συλλογικού τους σώματος ή του αρχηγού του οίκου τους έρχονται σε επαφή με τις εκάστοτε ανώτερες βαθμίδες ή την κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας»(σελ 328). Στόχος του συντηρητισμού  είναι διασφαλισθεί η οργανική διάρθρωση του έθνους, γεγονός που τον διαφοροποιεί για παράδειγμα από την αντίληψη του Χέρντερ για το έθνος. Συνέπεια αυτής της προτεραιότητας είναι κάποτε να συνηγορεί  υπέρ μιας οικουμενικότητας προεθνικής- προκρατικής  που την τοποθετεί απέναντι στο σύγχρονο εξισωτικό έθνος. Έτσι πολλοί συντηρητικοί «στον αγώνα τους κατά της αρχής των εθνοτήτων αρνούνταν με έμφαση την ύπαρξη καθαρόαιμων εθνικοτήτων και  το φυλετικό κριτήριο γενικά, φρονώντας ότι ο εθνικισμός διαλύει «τα ευρωπαϊκά έθνη πάλι σε φυλές» και έτσι οδηγεί πίσω «στη σκοπιά της βαρβαρότητας»(σελ.331).
Εξίσου αρνητικός στέκεται ο συντηρητισμός έναντι του φιλελευθερισμού εφόσον ο τελευταίος ανήκε στις «επαναστατικές δυνάμεις του σκότους»(σελ.340). Η συμφιλίωση των δύο θα επέλθει όταν οι γαιοκτήμονες και οι ευγενείς θα χάσουν την κυριαρχία από την προέλαση των αστών και της βιομηχανίας. Βεβαίως θα έχει προηγηθεί η σκληρή κριτική του καπιταλισμού από τους συντηρητικούς. Συγκεκριμένα θεωρούν ότι τα κράτη, εξαιτίας της επέκτασης της γραφειοκρατίας και των δαπανών του, γίνονται δούλοι των «ολιγαρχών του χρήματος», που συγκροτούν μια εξουσία «που σφίγγει από παντού και διαπερνά όλα τα κράτη και καθώς πατάει γερά και έχει εδραιωθεί σε πολλά κράτη ταυτόχρονα, έχει γίνει με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά ανεξάρτητη από την κρατική εξουσία»(σελ.409). Επιπλέον τα κατώτερα οικονομικά στρώματα είναι αυτά που πλήττονται περισσότερα, αφού απώλεσαν την προστασία που απολάμβαναν μέσα στις συντεχνίες, δημιουργώντας γι’ αυτά συνθήκες πολύ χειρότερες από αυτές της φεουδαρχίας.
Ο Π.Κονδύλης επισημαίνει  ότι ο λόγος των συντηρητικών  « σε αμέτρητες παραλλαγές και με συνεχώς ανανεωνόμενες εκφράσεις που προκαλούν οίκτο, διεκτραγωδούν από τα τέλη του 18ου αιώνα και εξής την άθλια ζωή των μαζών των προλεταρίων που, ξαφνικά ξεριζωμένες και έχοντας χάσει τις παραδοσιακές αγροτικές αρετές τους, συγκεντρώνονται στις πόλεις, πληθαίνουν άμετρα και αποκτούν τα χειρότερα ελαττώματα, ενώ η εφεύρεση νέων μηχανών ή μια τυχαία αλλαγή του γούστου των καταναλωτών και ένας αναπροσανατολισμός της παραγωγής μπορούν να τους πετάξουν κάθε στιγμή στο δρόμο»(σελ.417,418). Ο Μπονάλ μάλιστα συνδέει τους πολέμους με τις εμπορικές διαμάχες, ενώ θεωρεί ότι το εργοστάσιο φθείρει το σώμα και διαφθείρει τις ψυχές  αφού ο εργάτης παύει να είναι πρόσωπο(σελ.424). Το χρήμα από αναγκαίο κακό μετατράπηκε σε «ένα είδωλο που το λατρεύουν όλοι»(σελ.422). Το άτομο αποκομμένο από την κοινότητα έγινε πιο ανταγωνιστικό , έσπασαν οι ανθρώπινοι δεσμοί , ενώ ο δεσμός μεταξύ εργασίας και χρήματος διαλύθηκε εφόσον ο κερδοσκόπος  δεν είναι απαραίτητο να εργάζεται. Ο καπιταλισμός, για τους συντηρητικούς  βρίσκεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη φύση, ενώ η «αποξένωση της ανθρώπινης φύσης φθάνει έτσι στα ακρότατα όρια»(σελ.429). Βεβαίως, σύμφωνα με τον Π.Κονδύλη, η συντηρητική ερμηνεία του Διαφωτισμού, ως νοησιαρχίας είναι λανθασμένη, αφού αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η αντίθεση στην σχολαστική και καρτεσιανή νοησιαρχία  και η δικαίωση του αισθητού κόσμου. 
Η αισθητικοποίηση του συντηρητισμού έγινε από στοχαστές όπως ο Καρλαϋλ που ισχυρίζονταν πως το πιο φρικτό έγκλημα του καπιταλισμού είναι η θεοποίηση του χρήματος και η θανάτωση της ψυχής, που συνδυάζεται με την επιβολή της μηχανής που δημιουργεί έναν κόσμο χωρίς ψυχή(σελ.520).
Ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία της Action Francaise , μοναρχικής και αντικοινοβουλευτικής, που κατά την φράση του Μωρράς ξεκινά από την αντίθεση του πνεύματος και του ήθους με τον χρήμα. Μάλιστα η αντίθεση του προς το χρήμα αποτελεί μέρος της επίθεσης της προς την δημοκρατία. Ίσως στον χώρο αυτό θα έπρεπε να βρεθεί θέση για τη μελέτη του «κύκλου Προυντόν» για τον οποίο έγραψε ο Ζ. Στέρνχελ. Την ίδια εποχή στην Γερμανία πραγματοποιείται η συντηρητική επανάσταση με παρόμοια θεματολογία  και κατευθύνσεις Για παράδειγμα στον Ζίμμελ συγχωνεύονται «η παλαιότερη μαρξιστική και η νεότερη αισθητικίζουσα κριτική του καπιταλισμού και του πολιτισμού»(σελ582).
Η μνημειώδης εργασία του Π.Κονδύλη  ολοκληρώνεται με την παρατήρηση ότι ο «συντηρητισμός ως συγκεκριμένο ιστορικό φαινόμενο  συνοδευόμενο από μια ιδεολογία με σαφές περίγραμμα έχει προ πολλού πεθάνει  και ενταφιασθεί»(σελ 587) και κατά συνέπεια δεν πρέπει να συγχέεται με κόμματα «που έχουν αφοσιωθεί στην τεχνική πρόοδο και στην κοινωνική κινητικότητα» και δρομολογούν μια εξέλιξη  που «ίσως δεν θα σεβασθεί ούτε τη βιολογική ουσία του ανθρώπινου είδους» (σελ.587).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου