Το εξαιρετικό ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα μας παραχώρησε ο υιός τουΚώστας Κοτζιούλας. Ακολουθεί σύντομη αναφορά στον Άγιο Ευθύμιο Αγριτέλλη:
O νεομάρτυρας άγιος Ευθύμιος, κατά κόσμον Αγριτέλλης, γεννήθηκε το 1872 στα Παράκοιλα της Λέσβου, όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία εννέα ετών εισήλθε ως καλογεροπαίδι στη Mονή Λειμώνος, όπου και εκάρη μοναχός μετά από οκτώ χρόνια, το 1899.
Ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του στο μοναστήρι και στη συνέχεια εστάλη από την αδελφότητα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου και φοίτησε την περίοδο 1900-1907. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στη Μονή, έχοντας χειροτονηθεί διάκονος.
Άσκησε το διδασκαλικό λειτούργημα, διατελώντας μάλιστα και σχολάρχης της Λειμωνιάδος Σχολής. Tο 1908 χειροτονήθηκε ιερέας και απο το 1911 μέχρι την κοίμησή του, στις 29 Μαΐου 1921, υπηρέτησε υπό την ιδιότητα του Επισκόπου τους χριστιανούς της Επισκοπής Ζήλων του Πόντου.
Eξ αιτίας της εθνικής δράσης του κατά το Mικρασιατικό Πόλεμο συνελήφθη απο τα τουρκικά στρατεύματα στις 21 Ιανουαρίου 1921. Mετά από φρικτά βασανιστήρια, παρέδωσε την ψυχή του στον Kύριο στις 29 Mαΐου του 1921.
Aνάμεσα στα χειρόγραφα της Mονής Λειμώνος περιλαμβάνονται και πενήντα ένα αυτόγραφα του νεομάρτυρα αγίου, κυρίως σχολικά του τετράδια από την περίοδο των σπουδών του στη Χάλκη.
Στη φυλακή τη
σκοτεινή που σ’ έκλεισαν, δεσπότη,
σαν τί πικροί
συλλογισμοί περνούσαν απ’ το νου σου;
Αλλά ένα φως
αλλιώτικο σούφεγγε μες στα σκότη
κι έτοιμος για
το θάνατο μιλούσες του Θεού σου.
Όχι για σε, για δύστυχους (τους πιστούς), για κείνους εδεόσουν,
για όσους στα
χέρια των εχθρών εχάσαν το κουράγιο.
Εσένα σαν το
Λυτρωτή μπορούν να σε σταυρώσουν,
εσέ κατόπι οι
Χριστιανοί θα σε τιμούν σαν άγιο.
Πατέρας ήσουν
στοργικός για του λαού το πλήθος
και στ’ όνομά
σου ορκίζονταν παντού τα ρωμιοχώρια,
ο πόνος
ασυγκίνητο δε σου άφηνε το στήθος,
ήξερες η
φτωχολογιά πως θέλει παρηγόρια.
Και σαν καλός
πολεμιστής, στρατιώτης του Κυρίου
Βαγγέλιο στόνα
κράταγες κι αρμάτωνες με τ’ άλλο.
Μ’ αγκάθια
κάσα σου έπλεκαν στεφάνι μαρτυρίου,
μα εσύ δεν έλεες
το σκοπό ν’ αφήσεις το μεγάλο.
Πήρες στον ώμο
το σταυρό καθώς ο Ναζωραίος,
δοκίμασες τα
βάσανα κι’ εσύ στην εξορία,
μα δεν
ελιγοθύμησες, ήσουν πολύ γενναίος.
Αδάκρυτος
εδόθηκες υπέρτατη θυσία.
Ψαλμοί
νεκρώσιμοι ήτανε τα λόγια τα στερνά σου,
γιατί
προμάντευες σωστά το τι σε περιμένει.
Σε τύλιξαν στο
σάβανο του ματωμένου ράσου
και σε μιαν
άκρη σ’ έβαλαν, ακόμα φοβισμένοι.
Σ’ εχθρού το
χώμα (σε ξένο χώμα) αν ήτανε γραφτό σου να πεθάνεις,
μα η χώρα, που
τ’ αδέρφια σου πατούν, δεν είναι σκλάβα.
Ο άνθρωπος
μοιάζει μ’ όνειρο, σε μια στιγμή τον χάνεις,
μόνο τα έργα
αφήνουμε για θύμηση στο διάβα.
Κι εσύ έγινες
αθάνατος με την πικρή θανή σου.
Αν σε τραβάει
καμιά φορά της γης η νοσταλγία,
μάτια πολλά θα
σε ζητούν, πουλί του παραδείσου,
ψυχές πολλές
θα καρτερούν τη θεία σου ευλογία.
Πάρνηθα,
25.9.36 Γ.
Ηπειρώτης
(Γιώργος Κοτζιούλας)
Σημείωση Γ. Κοτζιούλα: «Αν δώσετε το ποίημα
πουθενά για δημοσίεψη, μην αλλάξετε το ψευδώνυμο γιατί έχει το λόγο του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου