από την Ρήξη φ. 142
Πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή του Γ. Ρακκά για ένα σύγχρονο και τόσο φλέγον θέμα, τη μετανάστευση, που είναι εξαιρετικά κρίσιμο να το αντικρίσει κάποιος με την ψυχραιμία και την απόσταση που απαιτεί η επιστημονική προσέγγιση. Παρότι ο συγγραφέας τελικά θα διατυπώσει τη δική του, την προσωπική του άποψη, αυτό δεν τον εμποδίζει να την τεκμηριώσει με το αναγκαίο εννοιολογικό πλαίσιο, αλλά και το απαραίτητο εμπειρικό υλικό. Η απουσία του δευτέρου θα είχε ως συνέπεια να κτίσει πάνω στο κενό, ενώ η απουσία του πρώτου θα καθιστούσε αδύνατη την κατανόηση της πραγματικότητας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο συγγραφέας θα ερευνήσει τις σύγχρονες, αλλά και τις παλαιότερες διαστάσεις της μετανάστευσης, θα αναζητήσει τους λόγους που μεγάλα ανθρώπινα σύνολα εγκαταλείπουν τη γενέθλια γη τους για να επιχειρήσουν να βρουν την τύχη τους σε άλλα μέρη. Τα αποτελέσματα και οι συνέπειες είναι πολλαπλά. Για παράδειγμα, η χρήση της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας αποτρέπει την τεχνολογική καινοτομία και τις επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου. Η μετανάστευση υποκαθιστά θέσεις εργασίας που δεν είναι ελκυστικές για τον εγχώριο πληθυσμό, καλύπτοντας πραγματικά κενά, ή, σε άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για τη συμπίεση των μισθών; Ο συγγραφέας αναφέρεται στην έρευνα του καθηγητή του Χάρβαντ Ρ. Πάτμαν όπου, «όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός πολυπολιτισμικής οργάνωσης μιας κοινωνίας, τόσο μικρότερη κοινωνική εμπιστοσύνη υπάρχει όχι μόνον μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων, αλλά και εντός τους» (σελ. 77).
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η μετακίνηση προς την Ευρώπη μεγάλων μουσουλμανικών πληθυσμών, που δεν έχουν διάθεση να ενσωματωθούν στις δυτικές κοινωνίες και, αντίθετα, ασπάζονται τις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του ισλάμ. Έτσι, δημιουργούν αποκλειστικούς κοινωνικούς χώρους μεγάλης ανομίας, που πιέζουν τα εγχώρια λαϊκά στρώματα. Τα τελευταία ενισχύουν άλλοτε τις ηπιότερες και άλλοτε τις πιο σκληρές μορφές ακροδεξιάς. Από τη χώρα μας το διάστημα 1955-1974 έφυγαν περίπου 1.083.706 άτομα, ορισμένες μάλιστα χρονιές ο πληθυσμός μειωνόταν, αφού οι μεταναστεύσεις υπερέβαιναν τις γεννήσεις. Όμως η μετανάστευση των Ελλήνων μετά το 2009 αφορά κυρίως ανθρώπους υψηλού συνήθως μορφωτικού επιπέδου, δημιουργώντας μια συσσωρευμένη ζημιά 15,5 δισ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αριστεράς επέδειξε μια εξαιρετική τυφλότητα όσο και εμμονή σε ιδεολογικές προκαταλήψεις, που την εμπόδισαν να δει την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί η Χρυσή Αυγή, ένα κόμμα που πριν την κρίση δεν ξεπερνούσε το 0,25%, ενώ πλέον σε ορισμένες συνοικίες κινείται σε διψήφια νούμερα. Ο λόγος είναι ότι η νομιμότητα καταργήθηκε και το κράτος υποκαταστάθηκε από διάφορες συμμορίες.
Συγκλονιστικές είναι εν προκειμένω οι μαρτυρίες που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, που δείχνουν ότι ένας ντόπιος πληθυσμός, χαμηλού εισοδήματος (που σε κάποιες περιπτώσεις περιλάμβανε και μετανάστες πρώτης γενιάς) δέχτηκε τα ανεξέλεγκτα κύματα μεταναστών που εκμηδένισαν κάθε ίχνος ασφάλειας και αυτοσεβασμού τους. Στις περιοχές όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, δεν υπήρχε καθαριότητα, δεν υπήρχε ασφάλεια, ενώ συχνότατες ήταν οι επιθέσεις σε γυναίκες (βλέπε τις συγκλονιστικές μαρτυρίες σελ.180-190). Όλα αυτά τα γεγονότα συσκοτίστηκαν από ένα ρεύμα εθνοαποδόμησης-εθνομηδενισμού που στεγάζει ακραίους νεοφιλελεύθερους έως κομμάτια της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, που ομνύουν σε μια λογική αποκλειστικά ατομικών δικαιωμάτων. Ο συγγραφέας καταλήγει ότι η Ευρώπη –και η χώρα μας ειδικότερα– θα πρέπει να απορρίψει τα δύο αντιθετικά παραδείγματα την ήπειρο-φρούριο και την ήπειρο-Βαβέλ και να οδηγηθεί σε περισσότερο ισορροπημένες λύσεις όντας ανοιχτή κυρίως σε πληθυσμούς πολιτιστικά συμβατούς με αυτήν και μπορούν να οδηγήσουν στην «ουσιαστική βελτίωση της βιωσιμότητάς της» (σελ. 18).
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο συγγραφέας θα ερευνήσει τις σύγχρονες, αλλά και τις παλαιότερες διαστάσεις της μετανάστευσης, θα αναζητήσει τους λόγους που μεγάλα ανθρώπινα σύνολα εγκαταλείπουν τη γενέθλια γη τους για να επιχειρήσουν να βρουν την τύχη τους σε άλλα μέρη. Τα αποτελέσματα και οι συνέπειες είναι πολλαπλά. Για παράδειγμα, η χρήση της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας αποτρέπει την τεχνολογική καινοτομία και τις επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου. Η μετανάστευση υποκαθιστά θέσεις εργασίας που δεν είναι ελκυστικές για τον εγχώριο πληθυσμό, καλύπτοντας πραγματικά κενά, ή, σε άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για τη συμπίεση των μισθών; Ο συγγραφέας αναφέρεται στην έρευνα του καθηγητή του Χάρβαντ Ρ. Πάτμαν όπου, «όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός πολυπολιτισμικής οργάνωσης μιας κοινωνίας, τόσο μικρότερη κοινωνική εμπιστοσύνη υπάρχει όχι μόνον μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων, αλλά και εντός τους» (σελ. 77).
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η μετακίνηση προς την Ευρώπη μεγάλων μουσουλμανικών πληθυσμών, που δεν έχουν διάθεση να ενσωματωθούν στις δυτικές κοινωνίες και, αντίθετα, ασπάζονται τις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του ισλάμ. Έτσι, δημιουργούν αποκλειστικούς κοινωνικούς χώρους μεγάλης ανομίας, που πιέζουν τα εγχώρια λαϊκά στρώματα. Τα τελευταία ενισχύουν άλλοτε τις ηπιότερες και άλλοτε τις πιο σκληρές μορφές ακροδεξιάς. Από τη χώρα μας το διάστημα 1955-1974 έφυγαν περίπου 1.083.706 άτομα, ορισμένες μάλιστα χρονιές ο πληθυσμός μειωνόταν, αφού οι μεταναστεύσεις υπερέβαιναν τις γεννήσεις. Όμως η μετανάστευση των Ελλήνων μετά το 2009 αφορά κυρίως ανθρώπους υψηλού συνήθως μορφωτικού επιπέδου, δημιουργώντας μια συσσωρευμένη ζημιά 15,5 δισ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αριστεράς επέδειξε μια εξαιρετική τυφλότητα όσο και εμμονή σε ιδεολογικές προκαταλήψεις, που την εμπόδισαν να δει την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί η Χρυσή Αυγή, ένα κόμμα που πριν την κρίση δεν ξεπερνούσε το 0,25%, ενώ πλέον σε ορισμένες συνοικίες κινείται σε διψήφια νούμερα. Ο λόγος είναι ότι η νομιμότητα καταργήθηκε και το κράτος υποκαταστάθηκε από διάφορες συμμορίες.
Συγκλονιστικές είναι εν προκειμένω οι μαρτυρίες που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, που δείχνουν ότι ένας ντόπιος πληθυσμός, χαμηλού εισοδήματος (που σε κάποιες περιπτώσεις περιλάμβανε και μετανάστες πρώτης γενιάς) δέχτηκε τα ανεξέλεγκτα κύματα μεταναστών που εκμηδένισαν κάθε ίχνος ασφάλειας και αυτοσεβασμού τους. Στις περιοχές όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, δεν υπήρχε καθαριότητα, δεν υπήρχε ασφάλεια, ενώ συχνότατες ήταν οι επιθέσεις σε γυναίκες (βλέπε τις συγκλονιστικές μαρτυρίες σελ.180-190). Όλα αυτά τα γεγονότα συσκοτίστηκαν από ένα ρεύμα εθνοαποδόμησης-εθνομηδενισμού που στεγάζει ακραίους νεοφιλελεύθερους έως κομμάτια της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, που ομνύουν σε μια λογική αποκλειστικά ατομικών δικαιωμάτων. Ο συγγραφέας καταλήγει ότι η Ευρώπη –και η χώρα μας ειδικότερα– θα πρέπει να απορρίψει τα δύο αντιθετικά παραδείγματα την ήπειρο-φρούριο και την ήπειρο-Βαβέλ και να οδηγηθεί σε περισσότερο ισορροπημένες λύσεις όντας ανοιχτή κυρίως σε πληθυσμούς πολιτιστικά συμβατούς με αυτήν και μπορούν να οδηγήσουν στην «ουσιαστική βελτίωση της βιωσιμότητάς της» (σελ. 18).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου