Ο Θεός
χορευτής: Ο Φ.Νίτσε απέναντι στον Θεό
Διαβάστηκε 15.2.2019 σε εκδήλωση στον Άγιο Νικόλαο Ραγκαβά στη Πλάκα
Η
σχέση του Νίτσε με το Ιερό ταυτίζεται με την εξέλιξη του στοχασμού του και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ίδιας του
της ζωής.
Όπως
μας πληροφορεί ο βιογράφος του Ντανιέλ Αλεβύ καταγόταν από οικογένεια προτεσταντών
ιερέων. Σε ηλικία τεσσάρων ετών θα χάσει τον πατέρα του, γεγονός που θα σημαδεύσει
τον χαρακτήρα του. Ο θάνατος του πατέρα
προαναγγέλλει τον θάνατο του Θεού. Σύμφωνα με την ψυχολογική ερμηνεία
του Ν.Αλεβύ «ο Θεός πέθανε, θα φωνάξει
μέσα στην αγωνία των τριάντα χρόνων του, κ’ η φωνή του θα επαναληφθεί από τις
αντηχήσεις του κόσμου. Η κραυγή αυτή δε θα’ χε τη σπαραχτική της δύναμη,
ίσως-ίσως μάλιστα και να μην είχε αναπηδήσει καθόλου από το λαρύγγι του, αν το
παιδί δεν είχε πληγωθεί ως τα κατάβαθά του από τα τρομαχτικά λόγια: Ο πατέρας
πέθανε»[1].
Ο
Μ.Χαιντέγκερ στο έργο του «Νίτσε, η βούληση για ισχύ ως τέχνη»[2]
θεωρεί τον Νίτσε ως μεταφυσικό στοχαστή
και την μεταφυσική ως θεμελιώδη
θέση του Νίτσε[3]. Αναγνωρίζει ως κατόρθωμά του ότι «είναι ο πρώτος, αν
εξαιρέσουμε τον Χαίλντερλιν, ο οποίος απέσπασε ξανά το «κλασσικό» από την
παρερμηνεία του κλασικισμού και του
ουμανισμού. Η εναντίωση του στην εποχή του Βίνκελμαν και του Γκαίτε είναι
ιδιαίτερα εύγλωττη στη Βούληση για ισχύ»[4].
Στο πρώτο έργο του με τον τίτλο «Η γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής» αφενός συμπεραίνει ότι το τραγικό
προκύπτει από την συνάντηση δύο όψεων του απολλώνιου και του διονυσιακού
στοιχείου αφετέρου η ύπαρξη δικαιώνεται ως αισθητικό γεγονός, δηλαδή η ζωή
νοηματίζεται από την τέχνη. Ο Μ.Χάιντεγκερ θα επισημάνει ότι «ο περί τέχνης
στοχασμός του Νίτσε ανήκει εκ πρώτης όψεως στην αισθητική, ενώ σύμφωνα με την
εσώτατη βούλησή του είναι μεταφυσικός, δηλαδή είναι επινοητικός στοχασμός, η
στοχαστική επιβολή μιας μεταβολής του είναι, ενώ η ίδια η ουσία της τέχνης
τίθεται σε σχέση με αυτόν τον προσδιορισμό»[5].
Όπως
είναι γνωστό η φράση που έχει συμβολίσει την σχέση του Νίτσε με το Ιερό είναι
πως «ο Θεός είναι νεκρός». Πρόκειται για ένα λόγο που όπως θα δούμε τον
βρίσκουμε στην «Χαρούμενη Γνώση» αλλά και στο πιο φιλόδοξο έργο του «Έτσι
μίλησε ο Ζαρατούστρα» ένα έργο που αφορά εξίσου την φιλοσοφία και την θεολογία.
Ο Μ. Χαιντέγκερ σχολιάζει « η ρήση « ο Θεός είναι νεκρός» δεν είναι μια άρνηση
αλλά το πιο ενδόμυχο «ναι» στο Επερχόμενο… Ο Νίτσε ήταν αρκετά τίμιος, ώστε να
ονομάζει τον εαυτό του μηδενιστή∙με τον όρο αυτό δεν εννοεί κάποιον που λέει
μόνον «όχι» και θέλει να ανάγει τα πάντα στο Μηδέν, αλλά κάποιον που στέκεται
μέσα στο συμβάν του θνήσκοντος Θεού και δεν έχει διόλου αυταπάτες, κάποιον που
από την άλλη λέει «όχι» στη γενική υποκρισία, λέει όμως «όχι» επειδή ήδη έχει
πει «ναι», πριν από τους «χριστιανούς» της εποχής του, με μεγαλύτερη
αυστηρότητα και σοβαρότητα, πριν από αυτούς που στις επίσημες ομιλίες με
παλλόμενη φωνή επικαλούνταν το αληθές, το αγαθό και το ωραίο»[6]. Ο
Μ.Χαιντέγκερ καταλήγει «εκτός του Χαίλντερλιν , ο Νίτσε ήταν ο μόνος πιστός
άνθρωπος που έζησε τον 19ο αιώνα».[7]
Όμως ο στοχασμός του Νίτσε θα σημάνει
«το τέλος της δυτικής μεταφυσικής»[8].
Ίσως η τελευταία απόφανση που δείχνει το
τέλος ενός σταδίου για το στοχασμό της Δύσης, να έχει μια ιδιαίτερη σημασία για
τον ανατολικό χριστιανισμό.
Δύο σημαντικοί νεοέλληνες ο
Ν.Καρούζος και ο Γ.Τσαρούχης, που η ορθοδοξία είχε έναν βασικό ρόλο στην ζωή
και στο έργο τους, επηρεάστηκαν σημαντικά από τον στοχασμό του Φ.Νίτσε. Αλλά και αυτός έχει εκφράσει τον
βαθύτατο θαυμασμό του για ένα συγγραφέα που έχει διαπλαστεί από την σχέση με
την ορθοδοξία, τον Φ.Ντοστογιέφσκι, ενώ στις τελευταίες του επιστολές υπογράφει
άλλοτε ως Διόνυσος και άλλοτε ως
Εσταυρωμένος.
Ο Νίτσε γράφει για τον Φ.Ντοστογιέφσκι : «Η μαρτυρία του Ντοστογιέφσκι είναι πολύ σημαντική για
τούτο το πρόβλημα – του Ντοστογιέφσκι, του μόνου ψυχολόγου, από τον οποίο είχα
κάτι να μάθω- είναι ανώτερος ακόμη κι από τον Σταντάλ. Αυτός ο βαθύς άνθρωπος,
που είχε εκατό φορές δίκιο να μην εκτιμάει πολύ τους επιπόλαιους Γερμανούς,
έζησε για πολύ καιρό ανάμεσα στους βαρυποινίτες της Σιβηρίας – σκληρούς
εγκληματίες για τους οποίους δεν υπήρχε γυρισμός στην κοινωνία- και τους βρήκε
πολύ διαφορετικούς απ’ ό,τι περίμενε: ήταν φτιαγμένοι σχεδόν από το πιο καλό,
το πιο σκληρό και το πιο πολύτιμο ξύλο που μεγαλώνει παντού στο ρώσικό χώμα.»[9]
Προφανώς, ο Νίτσε, αναφέρεται κυρίως στο έργο του Ντοστογιέφσκι «Αναμνήσεις από
το σπίτι των πεθαμένων»[10],
ενώ η προσέγγιση του θα επαναληφθεί στο τελευταίο του έργο την «Θέληση για
δύναμη»[11].
Σε αυτό θα αποφανθεί: «Πόσο λυτρωτικός είναι ο Ντοστογιέφσκι»[12].
Στην «Γενεαλογία της Ηθικής», ενώ
ξεθεμελιώνει τον χριστιανισμό, θα γράψει
συγχρόνως, ότι στην έρημο «αποτραβιούνται και συγκεντρώνονται στον εαυτό τους
τα ρωμαλέα, ανεξάρτητα πνεύματα»[13]. Βεβαίως
σε αυτό το έργο ο προβληματισμός που αναπτύσσει για τα ασκητικά ιδανικά
αποδεικνύει την γνώση που έχει της χριστιανικής θεολογίας. Στην «Γενεαλογία της
Ηθικής» αντιπαρατίθεται σε ότι ορίζει ως «ασκητικά ιδεώδη» ενώ η περιγραφή τής νοοτροπίας του ιερέα που εσωτερικεύει την
απώθηση των ενστίκτων μας δίνει πριν από τον Φρόιντ και την «δυστυχία του πολιτισμού» ορισμένες
σημαντικές παρατηρήσεις για την αναστολή ορισμένων ορμών ως αναγκαία προϋπόθεση της κοινωνικής
ζωής. Η μνησικακία και ο φθόνος είναι τα αρνητικά αισθήματα που γεννά η απώθηση
αυτή. Ο «εσωτερικός άνθρωπος», γράφει ο Νίτσε « όλα τα ένστικτα, που δεν
εκφορτίζουν προς τα έξω, στρέφονται προς τα μέσα – αυτό είναι εκείνο που
ονομάζω ενδοστρέφεια του ανθρώπου: έτσι μόνο αναπτύσσεται μέσα στον άνθρωπο,
αυτό που αργότερα, ονομάζει η «ψυχή» του. Ολόκληρος ο εσώτερος κόσμος, αρχικά
τόσο λεπτός σαν ζεμμένος ανάμεσα σε δύο δέρματα, αποχωρίστηκε κι ανάτειλε μέσα
στη μάζα, απόχτησε βάθος, πλάτος και ύψος, όταν εμποδίστηκε η εκφόρτωση του
ανθρώπου προς τα έξω. Εκείνα τα φοβερά προχώματα με τα οποία προστατεύτηκε η
κρατική οργάνωση από τα παλιά ένστικτα της ελευθερίας – οι ποινές ανήκουν
κυρίως σ’ αυτά τα προχώματα-, είχαν ως αποτέλεσμα να στρέψουν προς τα πίσω όλα
εκείνα τα ένστικτα του άγριου, ελεύθερου, περιπλανώμενου ανθρώπου και να
στραφούν εναντίον του ίδιου του ανθρώπου»[14].
Στο ίδιο έργο ο Φ.Νίτσε θα
επαναλάβει την αποδοκιμασία του για την Καινή Διαθήκη και την προτίμηση του για
την Παλαιά Διαθήκη: «η Παλαιά Διαθήκη – μάλιστα, αυτό’ναι, κάτι πέρα για πέρα
διαφορετικό: είμαι γεμάτος σεβασμό απέναντι της Παλαιάς Διαθήκης! Σ’ αυτήν
συναντώ μεγάλους ανθρώπους, ένα ηρωικό τοπίο και κάτι απ’ ό,τι πιο σπάνιο
υπάρχει στην γη, την ασύγκριτη απλοϊκότητα της δυνατής καρδιάς⸱ κάτι
περισσότερο ακόμη, συναντώ έναν λαό[15]».
Η επιστήμη θα προσθέσει δεν είναι η αναίρεση του ασκητικού ιδανικού «παρά πολύ
περισσότερο, αυτή τούτη η νεώτατη κ’ ευγενικώτατη μορφή του»[16],
η σχέση μαζί του δεν είναι ανταγωνιστική αλλά «το αντίθετο μάλιστα, φανερώνεται
ως προοδευτική δύναμη, που προάγει αυτό το ιδανικό στην εσώτερη διαμόρφωση του»[17]
αφού θα συμπεράνει «η επιστήμη βασίζεται στο ίδιο έδαφος με το ασκητικό
ιδανικό: κ’ η μια και το άλλο προϋποθέτουν ένα ορισμένο φτώχεμα της ζωής»[18].
Η επιστήμη τελικά έχει μεταφυσική θεμελίωση: «πάντα υπάρχει μια μεταφυσική
πίστη που πάνω της βασίζεται η πίστη μας στην επιστήμη- ακόμη κ’ εμείς που
αναζητούμε σήμερα τη γνώση, οι άθεοι κι αντιμεταφυσικοί εμείς, ναι κ’ εμείς
παίρνουμε τη φωτιά μας ακόμη από κείνη
την πυρκαγιά, που άναψε μια χιλιόχρονη πίστη, εκείνη η χριστιανική πίστη, που
ήταν κ’ η πίστη του Πλάτωνος, ότι ο θεός είναι η αλήθεια, ότι η αλήθεια είναι
θεϊκή!...»[19]. Η απόρριψη του ασκητικού
ιδανικού θα έχει να αμφισβητήσουμε «κάποτε την αξία της αλήθειας».[20]
Στις τελευταίες επιστολές, στον
Αύγουστο Στρίντμπεργκ ( 19 Ιανουαρίου 1889), στη Μέτα φον Ζάλις ( 3 Ιανουαρίου
1889), στον Γκέοργκ Μπραντές (4 Ιανουαρίου 1889), στον Χάϊνριχ Καιζελιτς (4 Ιανουαρίου
1889), στη Μαλβίντα φον Μεϋζενμπουργκ, στους «Επιφανείς Πολωνούς» (4 Ιανουαρίου
1889), στον Καρδινάλιο Μαριάνι (4 Ιανουαρίου 1889), στον Ουμπέρτο Α’ βασιλιά
της Ιταλίας (4 Ιανουαρίου 1889), θα υπογράφει ως «Εσταυρωμένος». Ακόμη σε
επιστολή του στην Κοζίμα Βάγκνερ θα υπογράψει ως «Ο Ευαγγελισμός»[21].
Μετά από λίγο καιρό ο Νίτσε θα σιωπήσει οριστικά.
Όμως έχει προηγηθεί η επιστολή στην
στη Μαλβίντα φον Μεϋζενμπουργκ ( 12 Μαΐου 1887), που εξομολογείται το πάθος του
για τον Ντοστογιέφσκι και μια άλλη στον
Γκέοργκ Μπράντες (20 Νοεμβρίου 1888)που
γράφει «Τα σχόλια σας για τον Ντοστογιέφσκι τα πιστεύω ανεπιφύλακτα. Εξάλλου
τον εκτιμώ, επειδή αποτελεί το πιο πολύτιμο ψυχολογικό υλικό που γνωρίζω-κατά
ένα περίεργο τρόπο, του είμαι ευγνώμων, παρόλο που πάντα προκαλεί απέχθεια,
αφού ξυπνάει τα πιο ταπεινά μου ένστικτα. Αυτή είναι περίπου η σχέση μου προς
τον Πασκάλ, τον οποίο παρεμπιπτόντως αγαπώ, επειδή έχω διδαχτεί άπειρα πράγματα
απ’ αυτόν: ο μοναδικός λογικός χριστιανός…»[22]
Το έργο του Φ.Νίτσε «Έτσι μίλησε ο
Ζαρατούστρα»[23] θεωρήθηκε όχι άδικα το κορυφαίο έργο του και
ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό του. Σε αυτό, εμφανίζονται συμπυκνωμένες και με
ένα γοητευτικά ποιητικά ύφος όλα τα πορίσματα του στοχασμού του. Η αιώνια
επανάληψη - η αιώνια επιστροφή, η αθωότητα του γίγνεσθαι, η κατάφαση στον πόνο,
η βούληση για ισχύ ως χαρακτηριστικό στοιχείο της ύπαρξης, ο θάνατος του Θεού και η προβολή ενός
Θεού-χορευτή, ενός Θεού που παίζει ζάρια, η θεοποίηση του ανθρώπου, η εξύμνηση
της αιωνιότητας με τρόπο νοσταλγικό και μεταφυσικό, η κατάφαση στην αγάπη του
απόμακρου και όχι του πλησίον, η εξύψωση της περιφρόνησης που φτάνει ως την
περιφρόνηση του ίδιου του εαυτού μας. Μέσα από κατεδαφιστική κριτική του κόσμου
που θεμελιώθηκε αφενός στον Σωκράτη και αφετέρου στον Χριστό, εμφανίζεται
δειλά-δειλά, αλλά καθαρά το δικό του Δέον που είναι ο Υπεράνθρωπος και ο
αντίποδάς του, ο τελευταίος άνθρωπος. Βέβαια δεν πρόκειται για την γελοιογραφία
ενός μυώδη ανθρώπου, αλλά για το ξεπέρασμα, το γεφύρι που οδηγεί τον άνθρωπο αλλού. Η μεταξίωση όλων
των αξιών αντικαθίσταται από μια νέα μεταφυσική κατασκευή που επιδιώκει να
είναι τόσο αποδεκτή και ισχυρή όσο τουλάχιστον
υπήρξαν και οι παλαιότερες. Γράφοντας «μείνετε πιστοί στη γη»[24],
δεν κοινολογεί την σημασία του κόσμου απέναντι σε όσους τον χρησιμοποιούν και τον εκμεταλλεύονται, αλλά συναντά τον
Διαφωτισμό που νομιμοποιεί τον αισθητό κόσμο έναντι του Εκείθεν. Μόνο που η
«απομάγευση» του κόσμου, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και οδήγησε στην
υποτίμηση του κόσμου έναντι του ανθρώπου και στην συνέχεια και των δύο από
δυνάμεις που τους ξεπερνούν. Η επίθεση του στους «περιφρονητές του κορμιού»
αναφέρονται στην ασκητική ηθική, αλλά μπορεί να αντιστοιχηθεί και σε αυτές τις
περιπτώσεις όπου το κορμί γίνεται εμπόρευμα. Σε αντίθεση με την εξέλιξη της νεωτερικότητας,
ο Νίτσε, συνδέει την κοσμικότητα με την αρετή: «μείνετε πιστοί στη γη, αδελφοί
μου, με την δύναμη της αρετής σας! Η δωρίζουσα αγάπη σας και η γνώση σας ας
υπηρετήσουν το νόημα της γής!»[25]
Η αριστοκρατική απόρριψη από τον
Νίτσε, του πλήθους και της ισότητας, θα τον οδηγήσει στην αναζήτηση του εαυτού
και του απόκοσμου, ώστε: «στην έρημο κατοίκησαν πάντα τους οι αληθινοί, τα
ελεύθερα πνεύματα, σαν κύριοι της ερήμου »[26]
και ακόμη «τα μεγαλύτερα γεγονότα- δεν
είναι οι θορυβωδέστερες, μα οι σιωπηλότερες ώρες μας»[27].
Το ενδιαφέρον είναι ότι τελικά δεν εγκλωβίζεται στο Εγώ: « είναι απαραίτητο να
μάθεις να βλέπεις πέρα από τον εαυτό σου, για να βλέπεις πολλά: - η σκληρότητα
αυτή είναι απαραίτητη σε κάθε ορειβάτη»[28].
Θετική είναι η απόρριψη όλων όσων κηρύσσουν το Απόλυτο: «αποφεύγετε όλους
αυτούς τους απόλυτους! Έχουνε βαριά πόδια και στενάχωρες καρδιές: - δεν ξέρουνε
χορεύουνε. Πως θα μπορούσε να φαίνεται αλαφριά η γη σε κάτι τέτοιους;»[29]
Άλλωστε και ο ίδιος δεν θέλει «αγέλη», ούτε οπαδούς, γι’ αυτό : «αληθινά, σας
συμβουλεύω: φύγετε μακρυά μου και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα!»[30]
Ο Ν.Μπερδιάγεφ, θεωρεί ότι στον
θρύλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, ο Ντοστογιέφσκι, ξετυλίγει την θετική του
ερμηνεία για την ορθόδοξη χριστιανική
ζωή, ενώ αναδεικνύει την συγγένεια ανάμεσα στον Χριστό και στον νιτσεϊκό
Ζαρατούστρα, στην κοινή εμμονή στην προτεραιότητα της ανθρώπινης ελευθερίας :
«η κρυμμένη μορφή του Χριστού είναι συγγενής με τον Ζαρατούστρα του Νίτσε: το
ίδιο πνεύμα υψηλής ελευθερίας, η ίδια κορυφή που προκαλεί ίλιγγο, η ίδια
ευγένεια του πνεύματος. Αυτή είναι μια πρωτότυπη σύλληψη του Ντοστογιέφσκι που
δεν έχει επισημανθεί ακόμη. Μια τέτοια ταύτιση της εικόνος του Χριστού με την
ελευθερία του πνεύματος, που την κατανοούν πολύ λίγοι, δεν έχει επίσης ακόμη
επισημανθεί»[31].
Ο Νίτσε είναι θαυμαστής της Παλαιάς
Διαθήκης. Στο «Πέρα από το Καλό και το Κακό»
γράφει «στην ιουδαϊκή «Παλαιά Διαθήκη», το βιβλίο της θεϊκής
δικαιοσύνης, υπάρχουν άνθρωποι, πράγματα και ομιλίες τόσο μεγάλου στιλ που η
ελληνική και η ινδική γραμματεία δεν έχουν να αντιπαραθέσουν τίποτε»[32].
Στο ίδιο έργο, στον πρόλογο αναφέρει ότι ο χριστιανισμός υπήρξε ο πλατωνισμός
για τον λαό. Ο «Αντίχριστος» είναι ένα έργο που ξεδιπλώνει την επίθεση του
εναντίον του χριστιανισμού και του αναρχισμού. Όμως ας σταθούμε σε κάποιες
παρατηρήσεις του. Κατ’ αρχήν θεωρεί ότι στην θρησκεία ενσαρκώνεται το πνεύμα
ενός λαού : « ένας λαός που πιστεύει
ακόμη στον εαυτό του έχει το δικό του Θεό. Σ’ αυτόν τιμά τις συνθήκες που τον
κάνουν να επικρατεί τις αρετές του»[33].
Όσον αφορά το Ευαγγέλιο οι παρατηρήσεις του συμπίπτουν με αυτές της ορθόδοξης
θεολογίας: «απ’ όλη την ψυχολογία του «Ευαγγελίου» απουσιάζει η έννοια της
ενοχής και της τιμωρίας, το ίδιο και η έννοια της ανταμοιβής. Η «αμαρτία» -κάθε
σχέση απόστασης μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου – έχει εξαλειφθεί»[34].
Στην «Θέληση για δύναμη» ξεδιπλώνει την ορμητική επίθεση στον χριστιανισμό. Τον
ερεθίζει κυρίως η ισότητα έναντι του Θεού που
ο χριστιανισμός πρεσβεύει, η αγάπη προς τους ασθενέστερους και πιο
ταπεινούς.
Η αναγγελία του θανάτου του Θεού,
συνταράσσει το λόγο του Νίτσε. Στην «Χαρούμενη γνώση» παρουσιάζεται το αίτημα :
« Πότε θα πάψουνε να μας σκοτεινιάζουνε όλες αυτές οι σκιές του Θεού;». Διότι ο
Θεός είναι νεκρός, αυτό που θωρούμε είναι η σκιά του: «Σαν πέθανε ο Βούδας,
αιώνες ολόκληρους ύστερα δείχνανε τη σκιά του σε μια σπηλιά, κι ήτανε μια
τεράστια και τρομαχτική σκιά. Ο Θεός πέθανε μα οι άνθρωποι είναι τέτοιοι που
για χιλιάδες χρόνια ακόμα θα υπάρχουνε σπηλιές που θα δείχνουνε τις σκιές
του..Και μεις…εμείς θα πρέπει να νικήσουμε τη σκιά του»[35].
Η απουσία του Θεού αντανακλά μίαν
κατάσταση πόνου και αγωνίας. Οι εκκλησίες μοιάζουν να είναι οι υπεύθυνοι του
θανάτου γι’ αυτό φαντάζουν ως τάφοι και
επιθανάτια μνημεία του. Ας παρακολουθήσουμε το λόγο του Νίτσε. Ο τρελός έρχεται
με ένα φανάρι το μεσημέρι, όπου ο ήλιος βρίσκεται στο πιο υψηλό σημείο του για
να αναζητήσει τον Θεό. Η διήγηση είναι διήγηση βαθύτατης οδύνης:
«Θα σας πω εγώ που πήγε ο Θεός!
Τους φώναξε. Τον σκοτώσαμε… και σεις και γω! Εμείς όλοι μας είμαστε οι
δολοφόνοι του! Μα πως το κάναμε αυτό; Πως μπορέσαμε να αδειάσουμε τη θάλασσα;
Ποιος μας έδωσε το σφουγγάρι για να σβήσουμε τον ορίζοντα; Τι κάναμε σα λύσαμε
την αλυσίδα που έδενε τούτη τη γη με τον ήλιο; Και τώρα που πάει; Και που πάμε
και μεις; Μακριά μας ο ήλιος; Μη δεν πέφτουμε αδιάκοπα; Μπρός, πίσω, πλάι; Απ’
όλες τις μεριές; Μη και υπάρχει ακόμα ένα πάνω κι ένα κάτω; Μη δεν
παραπλανιόμαστε ολοένα σαν σ’ ένα απειροχάος;
Μη δε νοιώθουμε στο πρόσωπο μας την πνοή του κενού; Μη δεν κάνει πιο
κρύο; Μη δεν έρχεται ολοένα νύχτες, κι όλο περισσότερο νύχτες; Μη δεν πρέπει ν’
ανάβουμε απ’ το πρωί φανάρια; Μη δεν ακούμε τίποτα απ’ το θόρυβο που κάνουν οι νεκροθάφτες που θάβουνε το Θεό; Μη
δε μυρίζουμε τίποτα ακόμα από τη θεϊκιά αποσύνθεση;…Γιατί κι οι θεοί
αποσυνθέτονται! Μένει νεκρός ο Θεός! Και
τον σκοτώσαμε εμείς! Πως να παρηγορηθούμε εμείς, οι πιο φονιάδες απ’ τους
φονιάδες; Κάτω απ’ το μαχαίρι μας,
μάτωσε ό,τι πιο ιερό και πιο δυνατό είχες ποτές του ο κόσμος…Ποιος θα μας
καθαρίσει απ’ αυτό το αίμα; Ποιο νερό μπορεί να μας πλύνει; Ποιους εξιλασμούς,
ποιο ιερό παιχνίδι θ’ αναγκαστούμε να εφεύρουμε; Είναι πολύ μεγάλο για μας το
μεγαλείο αυτής της πράξης. Να πρέπει τάχα να γίνουμε κι εμείς θεοί, μόνο και
μόνο για να φαινόμαστε άξιοι γι’ αυτό το μεγαλείο; Πότες δε ματάγινε πιο
μεγαλόπρεπη πράξη και όποιοι κι αν είναι αυτοί που μπορεί να γεννηθούν ύστερα
από μας, θα ανήκουν, εξαιτίας του, σε μια ιστορία πολύ ανώτερη απ’ όσο έγινε
ποτέ ως τα τώρα καμιά ιστορία»[36].
Το κείμενο ιχνηλατεί ένα Θεό
οικείο, άμεσα εμπειρικά προσεγγίσιμο. Ο θάνατός του περιέχει το ακατόρθωτο. Μας
φέρει εις μια κατάσταση αιώρησης πάνω από το κενό. Κατόπιν τούτου του γεγονότος
δύο δυνατότητες ανοίγονται: Η κατάφαση του μηδενός, η τοποθέτηση του ανθρώπου
στη θέση του Θεού. Σε σχέση με άλλα κείμενα του Νίτσε, η θεομαχία, το τέλος του
Θεού δεν συνιστούν μια γνώση χαρούμενη, αλλά πόνου ατελεύτητου. Η πορεία του
κόσμου, προσδιορίζεται καθοριστικά από την εκδίωξη του Θεού. Από δω και μπρος
το ερώτημα του τρελού «γυρεύω το Θεό» συνδέεται με το ερώτημα «γυρεύω τον
άνθρωπο».
Ο Νίτσε δεν παύει ν’ αναζητά όμως
ένα Θεό, που ομοιάζει στον άνθρωπο, πλούσιο και πολυπρόσωπο: «να τι θα μπορούσε
να δημιουργήσει επιτέλους μια ευτυχία ενός Θεού γιομάτου από δάκρυα κι από
γέλιο, μιαν ευτυχία που, σαν τον ήλιο των δειλινών μας, θα γέμιζε τις φούχτες
του από τ’ ανεξάντλητα πλούτη του και θα πετούσε τους θησαυρούς του στη θάλασσα
και σαν αυτόν, δε θα ‘νοιωθε ποτέ τον εαυτό του τόσο πλούσιο, παρά μόνο όταν ο
πιο φτωχός ψαράς κωπηλατούσε με χρυσό κουπί! Κι αυτή η θεία ευτυχία θα’ ταν…η
ανθρωπότητα»[37].
Το τέλος του Θεού αναφέρεται στο
τέλος του χριστιανικού Θεού της Ευρώπης. Πράξη θεμελιακή που κατά το Νίτσε
προμηνά «γκρεμίσματα, καταστροφές, ερείπια, αναστατώσεις, σκοτάδια, μαύρες
παλίρροιες» επί του κόσμου. Γεγονότα, που δεν τα αποτρέπει, αλλά αντιθέτως
στρέφεται προς αυτά, από την επιθυμία την βαθύτατη του μηδενός. Εξαιτίας τούτων
ο Νίτσε θα περιγράψει τον θάνατο του Θεού: «ως το πιο μεγάλο από τα πρόσφατα
γεγονότα, το γεγονός δηλαδή, πως η πίστη στο χριστιανικό Θεό έχει χάσει την
ευλογοφάνειά της-αρχίζει κιόλας να ρίχνει τις πρώτες σκιές της στην Ευρώπη»[38].
Στο έργο «Έτσι μίλησε ο
Ζαρατούστρας», ο Ζαρατούστρας, καθώς κατεβαίνει από το βουνό όπου έζησε μόνος
δέκα χρόνια, συναντά μια μορφή βιβλική, τον γέροντα της ερημιάς που θα του πει:
« Τώρα αγαπώ τον Θεό: δεν αγαπώ τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι κάτι πάρα πολύ
ατελές για μένα. Η αγάπη για τον άνθρωπο, θα με σκότωνε». Και ο
Ζαρατούστρας-Νίτσε αναρωτιέται γι άλλη μια φορά «ο γέρος αυτός άγιος δεν άκουσε
ακόμα τίποτα μέσα στο δάσος του: πως ο Θεός πέθανε;»[39]
Το τέλος του χριστιανικού Θεού της
Ευρώπης, το θάψιμο του μέσα στις εκκλησίες της «δυτικής χριστιανοσύνης»
αγγέλλει την παρουσία ενός άλλου Θεού,
διονυσιακού του Θεού-χορευτή: «Θα πίστευα σ’ ένα Θεό μόνο, που θα’ ξερε να
χορεύει…Τώρα είμαι ελαφρός, τώρα πετώ, τώρα βλέπω τον εαυτό μου από κάτω μου,
τώρα χορεύει ένας Θεός μέσα μου»[40].
Ο Θεός χορευτής, χαρούμενος,
ευλύγιστος περιπλανιέται από τόπο σε τόπο, από σημασία σε σημασία. Δεν
περιορίζεται από το δέσιμο σε ένα νόημα. Αντιθέτως κατοικεί στο μη-νόημα. Ο
Νίτσε απαγγέλοντας το θάνατο του Θεού, αναγγέλλει συγχρόνως τον θάνατο της
εικόνας που έχει η Δύση για τον Θεό και την αλήθεια. Ο Θεός-χορευτής με τον
οποίο ο ποιητής-φιλόσοφος έχει ενωθεί μυστικώς, υπάρχει ως απόφανση.
Η θεομαχία του Φ.Νίτσε συνεχίζεται:
Εκεί όπου κατοικεί ο Θεός, τώρα υπάρχει ο Υπεράνθρωπος: «Μα, για να σας ανοίξω
όλη την καρδιά μου, φίλοι μου: αν υπήρχαν θεοί, πως θα το άντεχα να μην είμαι
Θεός! Άρα δεν υπάρχουν θεοί, εγώ έσυρα αυτό το συμπέρασμα τώρα, όμως, με σέρνει
εκείνο. Ο Θεός είναι μια εικασία: μα ποιος θα δεχόταν όλο το μαρτύριο της
εικασίας αυτής χωρίς να πεθάνει; Μπορεί να παρθεί η πίστη από το δημιουργό κι
από τον αετό η αιώρηση, μέσα στις αετήσιες εκτάσεις; Ο Θεός είναι μια σκέψη,
που κυρτώνει καθετί ευθύγραμμο και κάνει καθετί που στέκει να περιστρέφεται. Πως
ο χρόνος θα’ ταν ανύπαρκτος και κάθε εφήμερο ψέμα μόνο»[41].
Ο φιλόσοφος έλκεται από την ομορφιά του
υπερανθρώπου. Ομολογεί ότι ο Θεός πέθανε από τη συμπόνοια του για τον άνθρωπο.
Τούτο υπονοεί την αναγέννηση του Θεού της σκληρότητας, της έλλειψης οίκτου, της
επιθυμίας για καταστροφή. Αλλά ο Νίτσε δεν αρκείται σε τούτο. Επιτίθεται στον
Θεό της λογικότητας, στον εγελιανισμό. Απομακρύνει το Ένα από την λογικότητα,
ξεσκίζει τον «ιστό της αράχνης του λογικού». Κατά αυτόν τον τρόπο ο «Θεός
χορευτής» συναντά τον Θεό «που ρίχνει ζάρια».
«Λίγη σοφία είναι αδύνατη κιόλας⸱μα
τη μακάρια βεβαιότητα τούτη τη βρήκα σ’ όλα τα πράματα⸱ ώστε να προτιμούν με τα
πόδια της τύχης- να χορεύουν. Ω! ουρανέ που είσαι από πάνω
μου!Ω!καθάριε!Ω!υψηλέ! Καθαριότητα του είναι, για μένα, μα μην υπάρχει πάνω του
καμιά αιώνια αράχνη και ιστός αράχνης του λογικού: για να’ σαι χοροστάσι για
θεϊκές συμπτώσεις, για να ‘σαι ένα θεϊκό τραπέζι, για μένα, για θεϊκά ζάρια και
θεϊκούς παίχτες ζαριών»[42].
Ο χώρος του συμπτωματικού, του παιχνιδιού είναι η κατοικία του Θεού-χορευτή.
Η αναφορά στους θεούς έχει την ίδια
σημασία με την αναφορά στον Θεό-χορευτή. Το πρόβλημα της ελευθερίας και της
αναγκαιότητας, της αιωνιότητας και της στιγμής υπερβαίνονται με την επικάλυψη
του Γίγνεσθαι με «χορό θεών και τόλμη θεών». Η ροϊκότητα του κόσμου ερμηνεύεται
ως το μέγιστο παιχνίδι του Ιερού, ως έξοδος και επιστροφή των θεών από τον
εαυτό τους, η επαναζήτηση του εαυτού τους, σαν μια ευτυχισμένη αντίφαση του
εαυτού μας, επανάληψη του εαυτού τους,
επανακατοχή του εαυτού τους»[43].
Ο Γιάννης Τζαβάρας επεσήμανε την
σκέψη του Μ.Χαϊντέγκερ που ίσως να μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα: «αυτό που
πραγματώνει εδώ ο Νίτσε σε σχέση προς
την κοσμική ολότητα, είναι ένα είδος αποφατικής Θεολογίας, η οποία προσπαθεί να
συλλάβει καθαρά το Απόλυτο ακόμα και μέσω του ότι απομακρύνει όλους τους
«σχετικούς», δηλαδή σχετιζόμενους με τον άνθρωπο όρους. Μόνο που ο νιτσεϊκός
ορισμός της κοσμικής ολότητας είναι μια αποφατική Θεολογία χωρίς τον
χριστιανικό Θεό»[44]. Ίσως να μην είναι άστοχο
αν ισχυριστούμε ότι ο Φ.Νίτσε απέρριψε κατά κύριο λόγο τον Θεό ως αντικείμενο
του λόγου, άλλωστε πριν από αυτόν ο Ι.Κάντ με άλλο πιο μεθοδικό τρόπο, και με
λέξεις πιο συνετές είχε καταλήξει πως δεν μπορεί να θεμελιωθεί η ύπαρξη του
Θεού πάνω στην έλλογη σκέψη, και κατά συνέπεια δεν μπορούμε να αποφαινόμαστε
γι’ αυτόν με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε για οποιοδήποτε φυσικό γεγονός του
εμπειρικού κόσμου.
[2]
Μ.Χαιντέγκερ, Νίτσε, η
βούληση για ισχύ ως τέχνη, εισαγωγή Γ.Μαγγίνη, μετάφραση Γ.Ηλιόπουλος,
επιστημονική θεώρηση Γ.Ξηροπαϊδης, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2011.
[9]
Φ.Νίτσε, Λυκόφως των Ειδώλων, μετάφραση
Ζ.Σαρίκας, Εκδοτική Θεσσαλονίκης,σελ.90.
[10]
Ο Φ.Ντοστογιέφσκι στο έργο
του, Αναμνήσεις από το σπίτι των
πεθαμένων, μετάφραση Α.Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη, γράφει: «
Αποχαιρετούσα σιωπηλά τους ξύλινους στρατώνες. Τι εχθρική εντύπωση μου ‘καναν
τότε, τον πρώτο καιρό. Ίσως κι αυτοί να ‘ταν πιο γέρικοι τώρα παρά κείνη την
εποχή. Πόσα νιάτα θάφτηκαν άδικα μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους, πόσες υπέροχες
δυνάμεις χάθηκαν τζάμπα εδώ μέσα ! Γιατί πρέπει όλα να τα πούμε. Αυτοί οι
άνθρωποι δεν ήταν συνηθισμένοι. Ίσως
αυτοί να ‘ταν οι πιο προικισμένοι, οι πιο δυνατοί άνθρωποι απ’ όλο το λαό μας.
Μα χάθηκαν άδικα πανίσχυρες δυνάμεις, χάθηκαν αφύσικα, παράνομα, τελειωτικά.
Και ποιος φταίει; Αυτό είναι. Ποιος φταίει;»(σελ.453)
[11]
Φ.Νίτσε, Η θέληση για δύναμη, μετάφραση Ζ.Σαρίκας, εκδόσεις Νησίδες,
σελ.344, 365.
[12] ό.,πρ.,σελ.381.
[13] Φ.Νίτσε, Γενεαλογία της Ηθικής, μετάφραση Α.Δικταίος, σελ.116.
[15]
Ό.π.σελ.154,155.
[17]
Ό.π.σελ.163.
[21] Περιέχονται στο έργο: Φ.Νίτσε, Τελευταίες Επιστολές 1887-1889, μετάφραση
Α.Μανούση, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003.
[22] Όπ.πρ.σελ.129.
[23] Φ.Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, εισαγωγή-μετάφραση Άρη Δικταίου,
εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα- Γιάννινα 1983.
[24] Όπ.προηγ.σελ.41.
[26]
Όπ.προηγ.σελ.155.
[27]
Όπ.προηγ.σελ.189.
[28]
Όπ.προηγ.σελ.214.
[29]
Όπ.προηγ.σελ.393.
[30]
Όπ.προηγ.σελ.123.
[31]
Νικ.Μπερδιάγεφ, Το πνεύμα του
Ντοστογιέφσκι, μετάφραση Νίκου Ματσούκα, εκδόσεις ,Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη
1990, σελ.218.
[32]
Φ.Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μετάφραση-επιμέλεια
Ζ.Σαρίκας, εκδόσεις Νησίδες, Σκόπελος 1999, σελ.56.
[33]
Φ.Νίτσε, Ο αντίχριστος,
μετάφραση-επιμέλεια Ζ.Σαρίκας, εκδοτική Θεσσαλονίκης, 1986, σελ.21.
[34]
Ό.π.σελ.42.
[35]
Φ.Νίτσε, Η χαρούμενη γνώση,μετάφραση
Μ.Ζωγράφου, εκδ.Δαρεμά σελ.118.
[39]
Φ.Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, μετάφραση Άρη
Δικταίου, εκδόσεις Δωδώνη, σελ.39,40 αντίστοιχα.
[40]
Ό.π. σελ.78.79.
[44]
Γιάννη Τζαβάρα, Η απαξίωση των αξιών-Νίτσε και Χαϊντέγκερ,
εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2005, σελ.82.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου