Το video της εκδήλωσης
Σε ένα σύντομο, αλλά εξαιρετικά πυκνό δοκίμιο, που μετάφρασε και προλόγισε άριστα ο Γιώργος Ρακκάς, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας επιτυγχάνει να θέσει τους λόγους για τους οποίους το δίπολο αριστερά και δεξιά έχασε την σημασία του και δεν μπορεί πλέον να εμπνεύσει ελπίδα. Θεμελιώνει με επιχειρήματα μια αίσθηση κοινή σε καθένα που παρακολουθεί και ερμηνεύει τις εξελίξεις στην χώρα μας και στον κόσμο.
Το βιβλίο για την αποτυχία της αριστεράς και της δεξιάς είναι το δεύτερο του Λας που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. Το πρώτο ονομαζόταν «Η κουλτούρα του εγωϊσμού» και αφορούσε την συζήτηση του Κρίστοφερ Λας με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, με επίλογο και σχόλια του Ζαν Κλωντ Μισεά. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτό τον διάλογο αφενός ερείδονται στο συνολικό έργο του Κ.Λάς για τον ελάχιστο εαυτό και την κουλτούρα του ναρκισσισμού αφετέρου τροφοδοτούν και θεμελιώνουν το συμπέρασμα της αμοιβαίας έκλειψης των δύο βασικών πόλων του πολιτικού συστήματος. Στο ίδιο βιβλίο ο Ζαν Κλωντ Μισεά επισημαίνει το συμπέρασμα που είχε διατυπώσει ο Καστοριάδης ήδη από το 1986 πως « εδώ και καιρό, ο διαχωρισμός αριστερά-δεξιά, στη Γαλλία, όπως και αλλού, δεν ανταποκρίνεται πια στα μεγάλα προβλήματα του καιρού μας, ούτε σε ριζικά διαφορετικές πολιτικές επιλογές»(Λας, Καστοριάδης, Μισεά, Η κουλτούρα του εγωϊσμού, Μετάφραση Χ.Σταματοπούλου, Επιμέλεια Γ.Καραμπελιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις σελ. 58).
Όπως θα δούμε τα συμπεράσματα από το βιβλίο του Κ.Λας αφενός αξιοποιούν το υπόλοιπο έργο του, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του έχει κυκλοφορήσει στην χώρα μας, και αφετέρου διασταυρώνεται με δύο σημαντικά έργα , του Ντάνιελ Μπέλ «ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης»( μετάφραση Γ.Λυκιαρδόπουλος, επιμέλεια Σ.Ροζάνης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999) και του Π.Κονδύλη «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού- από την μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»(εκδόσεις Θεμέλιο 1995).
Ο Κ.Λας κατηγορεί την αριστερά πως «έχει χάσει την επαφή της με τον κοινό λόγο» (σελ.38), ενώ «έφτασε να θεωρεί την κοινή λογική –την παραδοσιακή σοφία και τις κοινοτικές παραδόσεις ως εμπόδιο για την πρόοδο και τον διαφωτισμό. Επειδή ταυτίζει την παράδοση με την προκατάληψη, έχει καταστεί πλέον ανήμπορη να συνομιλήσει με τους απλούς ανθρώπους στην κοινή τους γλώσσα. Ολοένα και περισσότερο μιλάει το δικό της ιδίωμα, το θεραπευτικό ιδίωμα των κοινωνικών επιστημών και των επαγγελματιών των κοινωνικών υπηρεσιών, ιδίωμα που μοιάζει να υπηρετεί μάλλον την αμφισβήτηση όλων εκείνων που οι πάντες θεωρούν αυτονόητα»(σελ.30). Η αριστερά χρησιμοποιεί μια «νέα γλώσσα», «new speak” κατά τον Όργουελ που συγκαλύπτει παρά ονομάζει την πραγματικότητα.
Αξίες και συλλογικές ταυτότητες όπως η οικογένεια, που υποτίθεται ότι της υπερασπίζεται η δεξιά, δέχονται καίρια κτυπήματα από την κυριαρχία του καταναλωτισμού, δηλαδή των συνεπειών της ελεύθερης οικονομίας. Έτσι η ανάγκη να εργάζονται και τα δύο μέλη της οικογένειας περιορίζει τον χρόνο που της αφιερώνεται και αφετέρου ο καταναλωτισμός διαφημίζει, ίσως κάποτε επιβάλλει, μια ζωή δίχως τις υποχρεώσεις και την προσφορά που προϋποθέτει η οικογενειακή ζωή. Γράφει εν προκειμένω ο Λας: « η ιδέα ότι οι άνδρες έχουν υποχρέωση να στηρίξουν τη γυναίκα και την οικογένειά τους μπήκε στο στόχαστρο όχι από φεμινιστές διανοούμενους ή γραφειοκράτες της κυβέρνησης αλλά από τον Χιου Χέφνερ και άλλους υποστηρικτές του καταναλωτισμού. Είναι η λογική του καταναλωτισμού που υπονομεύει τις αξίες της αφοσίωσης και της διάρκειας και προωθεί ένα σύνολο από άλλες αξίες καταστροφικές όχι μόνο για την οικογενειακή ζωή. Η Κράμερ υποστηρίζει ότι οι αρετές της παλιάς αστικής τάξης θα πρέπει να επανεκτιμηθούν σοβαρά, προτού να απεμπολήσουμε στο όνομα της αυτοπραγμάτωσης ή του αλτρουϊσμού. Αλλά αυτές οι αξίες εγκαταλείπονται σήμερα, ακριβώς γιατί δεν υπηρετούν πια τις ανάγκες ενός συστήματος παραγωγής που στηρίζεται στην εξελιγμένη τεχνολογία, την ανειδίκευτη εργασία και τη μαζική κατανάλωση;»(σελ.37,37).
Ο Λας επισημαίνει την μεταφορά του ιστορικού βάρους από την παραγωγή στην κατανάλωση αλλά και την μεταβολή των αξιακών προϋποθέσεων. Έτσι η προτεραιότητα στην παραγωγή και στον εργαλειακό ορθολογισμό απαιτούσε εγκόσμιο ασκητισμό, αφοσίωση στην εργασία, αποταμίευση και στην συνέχεια επένδυση. Αντίθετα η προτεραιότητα στην καταναλωτισμό απαιτεί ανορθολογισμό, κυριαρχία της εικόνας και των συμβόλων έναντι του λόγου, εκμετάλλευση των ενστίκτων. Γράφει ο Λας «η ίδια ιστορική διαδικασία που μετέβαλε τον πολίτη σε πελάτη, μεταμόρφωσε τον εργάτη από παραγωγό σε καταναλωτή. Έτσι, η ιατρική και ψυχιατρική επίθεση στην οικογένεια ως έναν τεχνολογικά οπισθοδρομικό κοινωνικό θεσμό ήρθε μαζί με την εκστρατεία της διαφημιστικής βιομηχανίας να πείσει τους ανθρώπους ότι τα έτοιμα προϊόντα που αγοράζει κανείς από τις από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης είναι καλύτερα από αυτά που φτιάχνονται στο σπίτι»(σελ.38). Με αυτό τον τρόπο κάθε προϊόν έχει μια βραχύβια διάρκεια ζωής, αφού η αξία χρήσης του έχει αντικατασταθεί από την ανάγκη για καινοτομία. Κατά αυτό τον τρόπο «μια κοινωνία που οργανώνεται γύρω από τη μαζική παραγωγή δημιουργεί εξάρτηση από την αίσθηση του κατέχειν. Η ανάγκη για καινοτομία και νέα διέγερση γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, ενώ παρεμβάλλονται σ’ αυτήν μεσοδιαστήματα ανίας ολοένα και πιο δυσβάσταχτης. Έτσι είναι αρκετά εύστοχή η παρατήρηση του Γουίλλιαμ Μπάροουζ που λέει ότι ο σύγχρονος καταναλωτής συμπεριφέρεται ως «πρεζάκι της εικόνας»(σελ. 42).
Ο Λας αποδεικνύει τις αντιφάσεις που εγκλωβίζονται οι δεξιές ιδεολογίες: « αυτές οι ατομικιστικές αξίες είναι εντελώς αντι-παραδοσιακές, στο εσώτερο νόημα και τις επιπτώσεις τους. Είναι αξίες ενός ρευστού ανθρώπου, που βρίσκεται σε αποσύνδεση από τους προγόνους του, από την οικογενειακή συνθήκη, από οτιδήποτε δημιουργεί δεσμούς και περιορίζει την ελευθερία των κινήσεων. Τι το παραδοσιακό έχει η απόρριψη της ίδιας της παράδοσης, της συνέχειας, και η αποθέωση της ανεστιότητας; Ο συντηρητισμός που ταυτίζεται με τις δυνάμεις της αδιάκοπης κινητικότητας είναι ένας επίπλαστος συντηρητισμός. Όπως είναι εκείνος που προπαγανδίζει υπέρ της αισιοδοξίας, καταγγέλλει την «καταστροφολογία» και αρνείται να ανησυχήσει για το μέλλον»(σελ.48).
Η επίθεση κατά της οικογένειας είναι χαρακτηριστικό ότι γίνεται το ίδιο έντονα από αυτούς που επικαλούνται μια δεξιά όσο και αριστερή οπτική ώστε ο Λας συμπεραίνει: « η οικογένεια δεν απειλείται μόνο από την οικονομική πίεση, αλλά και από μια ιδεολογία που απαξιώνει τη μητρότητα, ταυτίζει την προσωπική εξέλιξη των ανθρώπων με τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και προσδιορίζει την ελευθερία ως ατομική ελευθερία επιλογής, ως απελευθέρωση από τους δεσμούς αφοσίωσης»(σελ.52).
Ο Λας καταλήγει εξίσου αρνητικός προς την αριστερά και την δεξιά γράφοντας: « η ιδέα μιας «Αριστεράς» έχει εξαντλήσει την ιστορική της ύπαρξη και πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως πρέπει να εγκαταλειφθεί και ένας συντηρητισμός που, σε μεγάλο βαθμό, με τη δική του ρητορική, συγκαλύπτει τις παλαιότερες φιλελεύθερες παραδόσεις. Οι παλιές ταμπέλες δεν έχουν κανένα νόημα πλέον. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τη συζήτηση αντί να την ξεδιαλύνουν. Αποτελούν προϊόντα μιας παλαιότερης εποχής, της εποχής του ατμού και του χάλυβα, και είναι εντελώς ακατάλληλες για την εποχή της ηλεκτρονικής, του ολοκληρωτισμού και της μαζικής κουλτούρας. Ας αποχαιρετήσουμε αυτούς τους παλιούς μας φίλους, ένθερμα μα ειλικρινά, και ας αναζητήσουμε αλλού έμπνευση και ηθική υποστήριξη»(σελ.55).
Όπως ήταν αναμενόμενο στις θέσεις του Λας ακολούθησε η αντεπίθεση της αμερικάνικης αριστεράς. Σε αυτές θα απαντήσει με το δεύτερο δοκίμιο του βιβλίου με τον τίτλο «γιατί η Αριστερά δεν έχει μέλλον;» Περισσότερα αιχμηρά θα γράψει ότι η αριστερά δεν μπορεί ούτε να παρατηρήσει ούτε να αναλύσει την πραγματικότητα, ενώ διακρίνεται από την πνιγηρή της τάση για αυτοδικαίωση. Εξίσου αδιέξοδη είναι η φιλελεύθερη ιδεολογία που « προσδιορίζοντας το άτομο ως έναν ορθολογικό ωφελιμιστή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει καμιά άλλη μορφή συσχέτισης πέραν εκείνης που στηριζόταν στον υπολογισμό του αμοιβαίου οφέλους- δηλαδή, σε ένα συμβόλαιο. Ο φιλελευθερισμός δεν αφήνει κανένα χώρο για εκείνες τις μορφές συσχέτισης που βασίζονται στην αυθόρμητη συνεργασία – ή, στην καλύτερη περίπτωση, καταδικάζει αυτές τις σχέσεις στην ανασφάλεια και το περιθώριο»(σελ.70).
Ο Κ.Λας θα ταχθεί τελικά με τον κοινοτισμό : « η διαμάχη μεταξύ των φιλελεύθερων και των κοινοτιστών στηρίζεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν πάνω στην έννοια του εαυτού. Ενώ οι πρώτοι τον προσεγγίζουν ως θεμελιωδώς ελεύθερο, ώστε να μπορεί απρόσκοπτα να επιλέγει πάντα μεταξύ μιας πληθώρας εναλλακτικών επιλογών, οι κοινοτιστές επιμένουν ότι ο εαυτός τοποθετείται και συγκροτείται μέσω μιας παράδοσης, είναι μέλος μιας ιστορικά ριζωμένης κοινότητας»(σελ.76). Δεν χαρίζεται ούτε στην δεξιά, ούτε στην αριστερά αφού θα αποκαλύψει τον πυρήνα των κοινών τους παραδοχών.
Τα πορίσματα αυτά δεν στέκονται στον αέρα, αλλά θεμελιώνονται σε ένα σημαντικό έργο που κατά ένα μεγάλο μέρος έχει μεταφραστεί στην χώρα μας .
Στο έργο του «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού»(μετ.Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες,1999) γράφει ότι «η διόγκωση της γραφειοκρατίας, η λατρεία της κατανάλωσης με τις άμεσες εκπληρώσεις της, αλλά κυρίως η διάλυση της αίσθησης της ιστορικής συνέχειας έχουν μετασχηματίσει την προτεσταντική ηθική ενώ συγχρόνως οδήγησαν στη λογική τους κατάληξη τις υποβαστάζουσες βασικές αρχές της καπιταλιστικής κοινωνίας… Σε μια κοινωνία που έχει περιστείλει τον Λόγο σε σκέτον υπολογισμό, ο Λόγος δεν μπορεί να επιβάλλει όρια στο κυνήγι της ηδονής –στην άμεση εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας, ανεξάρτητα από το πόσο διεστραμμένη, νοσηρή, εγκληματική ή απλώς ανήθικη είναι. Γιατί οι γνώμονες που θα καταδίκαζαν το έγκλημα ή την ωμότητα απορρέουν από τη θρησκεία, τη συμπόνια ή το Λόγο που απορρίπτει τις καθαρά εργαλειακές εφαρμογές ⸱ και καμία από αυτές τις ξεπερασμένες μορφές σκέψης ή αίσθησης δεν έχει λογικά θέση σε μια κοινωνία που βασίζεται στην εμπορευματική παραγωγή»(σελ.76).
Στο έργο του «Λιμάνι σ’ έναν άκαρδο κόσμο- η οικογένεια υπό πολιορκίαν» (μετ.Β.Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, 2007) ερευνά το μέλλον της οικογενειακής ζωής στον δυτικό κόσμο ξεκινώντας από το δυσοίωνο ερώτημα «μήπως οι ίδιες θύελλες που γεννούν την ανάγκη για ένα τέτοιο λιμάνι απειλούν να καταβροχθίσουν και την οικογένεια; »(σελ.17).
Τέλος το έργο του Λας «Ο ελάχιστος εαυτός»( μετ.Β.Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, 2006) συμπεραίνει ότι στις σημερινές συνθήκες «η εαυτότητα γίνεται κάτι σαν πολυτέλεια, εκτός τόπου σε μια εποχή επικείμενης λιτότητας. Η εαυτότητα υποδηλώνει προσωπική ιστορία, φίλους, οικογένεια, μια αίσθηση τόπου. Σε κατάσταση πολιορκίας ο εαυτός συστέλλεται σ’ έναν αμυντικό πυρήνα εξοπλισμένο ενάντια στις αντιξοότητες. Η συναισθηματική ισορροπία απαιτεί έναν ελάχιστο εαυτό και όχι τον επιβλητικό εαυτό του πρόσφατου παρελθόντος(σελ.11). Ο Λας θα εντοπίσει τους κινδύνους από την απεριόριστη οικονομική μεγέθυνση, την απεριόριστη τεχνολογική ανάπτυξη και την απεριόριστη εκμετάλλευση της φύσης, ενώ εμφατικά επισημαίνει ότι «οι άνθρωποι που δεν έχουν ρίζες δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον ούτε για το παρελθόν»(σελ.12).
Η μετάβαση του καπιταλισμού από το καλβινιστικό ιδεώδες της εργασίας και της αποταμίευσης στην αρχή της ηδονής και η τοποθέτηση σε προτεραιότητας της κατανάλωσης αντί της παραγωγής επισημάνθηκε από τον Ντάνιελ Μπέλ στο έργο του « Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης». Με μεγαλύτερη αναλυτική σαφήνεια ο Π.Κονδύλης τονίζει πως «η μαζική δημοκρατία δεν χρειάζεται μονάχα την τεχνική ορθολογικότητα και την απόδοση για να λειτουργήσει. Εξ ίσου χρειάζεται –για πρώτη φορά στην ίσαμε τώρα ιστορία – ηδονιστικές στάσεις και αξίες, οι οποίες εν μέρει κάνουν ψυχολογικά ελκυστική και εν μέρει δικαιώνουν ηθικά την οικονομικά αναγκαία μαζική κατανάλωση των μαζικά παραγόμενων καταναλωτικών προϊόντων. Στο εύρος του φάσματος των ηδονιστικών στάσεων και αξιών αντιστοιχεί το εύρος των καταναλωτικών δυνατοτήτων»( Π.Κονδύλη «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού- από την μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»(εκδόσεις Θεμέλιο 1995, σελ.245). Βεβαίως η κυριαρχία του ηδονισμού θα έχει συνέπεια τα πάντα να συνδυάζονται με τα πάντα και όλες οι προηγούμενες αξιολογήσεις να αντικατασταθούν από το σύνολο των στάσεων που ο Π.Κονδύλης ονόμασε «χαρούμενο μηδενισμό».
Η πτώση των καθεστώτων που επικαλούνταν τον μαρξισμό δεν θα σημάνει την νίκη του φιλελευθερισμού αλλά σύμφωνα με τον Π.Κονδύλη τον ταυτόχρονο θάνατο αριστεράς και δεξιάς γράφοντας: « από την άποψη αυτήν αποτελεί βέβαια οπτική απάτη να ερμηνεύσουμε την κατάρρευση του μαρξισμού ως νίκη του φιλελευθερισμού. Μάλλον πρέπει να πούμε ότι μαζί με τον μαρξισμό εξαφανίσθηκαν τα τελευταία κατάλοιπα της αστικής κοσμοθεωρίας. Άλλωστε ο μαρξισμός ήταν η τελευταία μεγάλη κοσμοθεωρητική σύνθεση που διαμορφώθηκε σε στενή επαφή με την αστική σκέψη και συμμεριζόταν τις ουσιαστικές της προϋποθέσεις: οικονομισμός και ανθρωπισμός συμπορεύονταν και στο δικό του πλαίσιο, και μάλιστα συνάπτονταν με μια αίσθηση του κόσμου προσανατολισμένη κατά πρώτο λόγο στον χρόνο και στην ιστορία»(ό.π. σελ.300,301).
Το δοκίμιο του Κ.Λας μας επισημαίνει ότι η δεξιά ακολουθώντας την μεταβιομηχανική κοινωνία είναι ανακόλουθη και δεν μπορεί να υπερασπιστεί κοινωνικά αναγκαία συλλογικότητες όπως την οικογένεια. Ο ατομικισμός και ωφελιμισμός του φιλελευθερισμού επιτείνει τα προβλήματα. Η αριστερά από την πλευρά της ή δεν μπορεί να ερμηνεύσει ρεαλιστικά την πραγματικότητα ή προσχωρεί στον πολιτιστικό σχετικισμό που αντιστοιχεί στην κυριαρχία της ηδονής και του χαρούμενου μηδενισμού της μαζικής δημοκρατίας. Τελικά ο Λας στην πτώση της δεξιάς και της αριστεράς μας προτείνει ως θετική διέξοδο τον κοινοτισμό ακριβώς γιατί ο άνθρωπος δεν είναι άτομο, ούτε νάρκισσος, ούτε ο ελάχιστος εαυτός αλλά «συγκροτείται μέσω μιας παράδοσης» δηλαδή ως «μέλος μιας ιστορικά ριζωμένης παράδοσης»(σελ.76).
Σε ένα σύντομο, αλλά εξαιρετικά πυκνό δοκίμιο, που μετάφρασε και προλόγισε άριστα ο Γιώργος Ρακκάς, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας επιτυγχάνει να θέσει τους λόγους για τους οποίους το δίπολο αριστερά και δεξιά έχασε την σημασία του και δεν μπορεί πλέον να εμπνεύσει ελπίδα. Θεμελιώνει με επιχειρήματα μια αίσθηση κοινή σε καθένα που παρακολουθεί και ερμηνεύει τις εξελίξεις στην χώρα μας και στον κόσμο.
Το βιβλίο για την αποτυχία της αριστεράς και της δεξιάς είναι το δεύτερο του Λας που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. Το πρώτο ονομαζόταν «Η κουλτούρα του εγωϊσμού» και αφορούσε την συζήτηση του Κρίστοφερ Λας με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, με επίλογο και σχόλια του Ζαν Κλωντ Μισεά. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτό τον διάλογο αφενός ερείδονται στο συνολικό έργο του Κ.Λάς για τον ελάχιστο εαυτό και την κουλτούρα του ναρκισσισμού αφετέρου τροφοδοτούν και θεμελιώνουν το συμπέρασμα της αμοιβαίας έκλειψης των δύο βασικών πόλων του πολιτικού συστήματος. Στο ίδιο βιβλίο ο Ζαν Κλωντ Μισεά επισημαίνει το συμπέρασμα που είχε διατυπώσει ο Καστοριάδης ήδη από το 1986 πως « εδώ και καιρό, ο διαχωρισμός αριστερά-δεξιά, στη Γαλλία, όπως και αλλού, δεν ανταποκρίνεται πια στα μεγάλα προβλήματα του καιρού μας, ούτε σε ριζικά διαφορετικές πολιτικές επιλογές»(Λας, Καστοριάδης, Μισεά, Η κουλτούρα του εγωϊσμού, Μετάφραση Χ.Σταματοπούλου, Επιμέλεια Γ.Καραμπελιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις σελ. 58).
Όπως θα δούμε τα συμπεράσματα από το βιβλίο του Κ.Λας αφενός αξιοποιούν το υπόλοιπο έργο του, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του έχει κυκλοφορήσει στην χώρα μας, και αφετέρου διασταυρώνεται με δύο σημαντικά έργα , του Ντάνιελ Μπέλ «ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης»( μετάφραση Γ.Λυκιαρδόπουλος, επιμέλεια Σ.Ροζάνης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999) και του Π.Κονδύλη «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού- από την μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»(εκδόσεις Θεμέλιο 1995).
Ο Κ.Λας κατηγορεί την αριστερά πως «έχει χάσει την επαφή της με τον κοινό λόγο» (σελ.38), ενώ «έφτασε να θεωρεί την κοινή λογική –την παραδοσιακή σοφία και τις κοινοτικές παραδόσεις ως εμπόδιο για την πρόοδο και τον διαφωτισμό. Επειδή ταυτίζει την παράδοση με την προκατάληψη, έχει καταστεί πλέον ανήμπορη να συνομιλήσει με τους απλούς ανθρώπους στην κοινή τους γλώσσα. Ολοένα και περισσότερο μιλάει το δικό της ιδίωμα, το θεραπευτικό ιδίωμα των κοινωνικών επιστημών και των επαγγελματιών των κοινωνικών υπηρεσιών, ιδίωμα που μοιάζει να υπηρετεί μάλλον την αμφισβήτηση όλων εκείνων που οι πάντες θεωρούν αυτονόητα»(σελ.30). Η αριστερά χρησιμοποιεί μια «νέα γλώσσα», «new speak” κατά τον Όργουελ που συγκαλύπτει παρά ονομάζει την πραγματικότητα.
Αξίες και συλλογικές ταυτότητες όπως η οικογένεια, που υποτίθεται ότι της υπερασπίζεται η δεξιά, δέχονται καίρια κτυπήματα από την κυριαρχία του καταναλωτισμού, δηλαδή των συνεπειών της ελεύθερης οικονομίας. Έτσι η ανάγκη να εργάζονται και τα δύο μέλη της οικογένειας περιορίζει τον χρόνο που της αφιερώνεται και αφετέρου ο καταναλωτισμός διαφημίζει, ίσως κάποτε επιβάλλει, μια ζωή δίχως τις υποχρεώσεις και την προσφορά που προϋποθέτει η οικογενειακή ζωή. Γράφει εν προκειμένω ο Λας: « η ιδέα ότι οι άνδρες έχουν υποχρέωση να στηρίξουν τη γυναίκα και την οικογένειά τους μπήκε στο στόχαστρο όχι από φεμινιστές διανοούμενους ή γραφειοκράτες της κυβέρνησης αλλά από τον Χιου Χέφνερ και άλλους υποστηρικτές του καταναλωτισμού. Είναι η λογική του καταναλωτισμού που υπονομεύει τις αξίες της αφοσίωσης και της διάρκειας και προωθεί ένα σύνολο από άλλες αξίες καταστροφικές όχι μόνο για την οικογενειακή ζωή. Η Κράμερ υποστηρίζει ότι οι αρετές της παλιάς αστικής τάξης θα πρέπει να επανεκτιμηθούν σοβαρά, προτού να απεμπολήσουμε στο όνομα της αυτοπραγμάτωσης ή του αλτρουϊσμού. Αλλά αυτές οι αξίες εγκαταλείπονται σήμερα, ακριβώς γιατί δεν υπηρετούν πια τις ανάγκες ενός συστήματος παραγωγής που στηρίζεται στην εξελιγμένη τεχνολογία, την ανειδίκευτη εργασία και τη μαζική κατανάλωση;»(σελ.37,37).
Ο Λας επισημαίνει την μεταφορά του ιστορικού βάρους από την παραγωγή στην κατανάλωση αλλά και την μεταβολή των αξιακών προϋποθέσεων. Έτσι η προτεραιότητα στην παραγωγή και στον εργαλειακό ορθολογισμό απαιτούσε εγκόσμιο ασκητισμό, αφοσίωση στην εργασία, αποταμίευση και στην συνέχεια επένδυση. Αντίθετα η προτεραιότητα στην καταναλωτισμό απαιτεί ανορθολογισμό, κυριαρχία της εικόνας και των συμβόλων έναντι του λόγου, εκμετάλλευση των ενστίκτων. Γράφει ο Λας «η ίδια ιστορική διαδικασία που μετέβαλε τον πολίτη σε πελάτη, μεταμόρφωσε τον εργάτη από παραγωγό σε καταναλωτή. Έτσι, η ιατρική και ψυχιατρική επίθεση στην οικογένεια ως έναν τεχνολογικά οπισθοδρομικό κοινωνικό θεσμό ήρθε μαζί με την εκστρατεία της διαφημιστικής βιομηχανίας να πείσει τους ανθρώπους ότι τα έτοιμα προϊόντα που αγοράζει κανείς από τις από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης είναι καλύτερα από αυτά που φτιάχνονται στο σπίτι»(σελ.38). Με αυτό τον τρόπο κάθε προϊόν έχει μια βραχύβια διάρκεια ζωής, αφού η αξία χρήσης του έχει αντικατασταθεί από την ανάγκη για καινοτομία. Κατά αυτό τον τρόπο «μια κοινωνία που οργανώνεται γύρω από τη μαζική παραγωγή δημιουργεί εξάρτηση από την αίσθηση του κατέχειν. Η ανάγκη για καινοτομία και νέα διέγερση γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, ενώ παρεμβάλλονται σ’ αυτήν μεσοδιαστήματα ανίας ολοένα και πιο δυσβάσταχτης. Έτσι είναι αρκετά εύστοχή η παρατήρηση του Γουίλλιαμ Μπάροουζ που λέει ότι ο σύγχρονος καταναλωτής συμπεριφέρεται ως «πρεζάκι της εικόνας»(σελ. 42).
Ο Λας αποδεικνύει τις αντιφάσεις που εγκλωβίζονται οι δεξιές ιδεολογίες: « αυτές οι ατομικιστικές αξίες είναι εντελώς αντι-παραδοσιακές, στο εσώτερο νόημα και τις επιπτώσεις τους. Είναι αξίες ενός ρευστού ανθρώπου, που βρίσκεται σε αποσύνδεση από τους προγόνους του, από την οικογενειακή συνθήκη, από οτιδήποτε δημιουργεί δεσμούς και περιορίζει την ελευθερία των κινήσεων. Τι το παραδοσιακό έχει η απόρριψη της ίδιας της παράδοσης, της συνέχειας, και η αποθέωση της ανεστιότητας; Ο συντηρητισμός που ταυτίζεται με τις δυνάμεις της αδιάκοπης κινητικότητας είναι ένας επίπλαστος συντηρητισμός. Όπως είναι εκείνος που προπαγανδίζει υπέρ της αισιοδοξίας, καταγγέλλει την «καταστροφολογία» και αρνείται να ανησυχήσει για το μέλλον»(σελ.48).
Η επίθεση κατά της οικογένειας είναι χαρακτηριστικό ότι γίνεται το ίδιο έντονα από αυτούς που επικαλούνται μια δεξιά όσο και αριστερή οπτική ώστε ο Λας συμπεραίνει: « η οικογένεια δεν απειλείται μόνο από την οικονομική πίεση, αλλά και από μια ιδεολογία που απαξιώνει τη μητρότητα, ταυτίζει την προσωπική εξέλιξη των ανθρώπων με τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και προσδιορίζει την ελευθερία ως ατομική ελευθερία επιλογής, ως απελευθέρωση από τους δεσμούς αφοσίωσης»(σελ.52).
Ο Λας καταλήγει εξίσου αρνητικός προς την αριστερά και την δεξιά γράφοντας: « η ιδέα μιας «Αριστεράς» έχει εξαντλήσει την ιστορική της ύπαρξη και πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως πρέπει να εγκαταλειφθεί και ένας συντηρητισμός που, σε μεγάλο βαθμό, με τη δική του ρητορική, συγκαλύπτει τις παλαιότερες φιλελεύθερες παραδόσεις. Οι παλιές ταμπέλες δεν έχουν κανένα νόημα πλέον. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τη συζήτηση αντί να την ξεδιαλύνουν. Αποτελούν προϊόντα μιας παλαιότερης εποχής, της εποχής του ατμού και του χάλυβα, και είναι εντελώς ακατάλληλες για την εποχή της ηλεκτρονικής, του ολοκληρωτισμού και της μαζικής κουλτούρας. Ας αποχαιρετήσουμε αυτούς τους παλιούς μας φίλους, ένθερμα μα ειλικρινά, και ας αναζητήσουμε αλλού έμπνευση και ηθική υποστήριξη»(σελ.55).
Όπως ήταν αναμενόμενο στις θέσεις του Λας ακολούθησε η αντεπίθεση της αμερικάνικης αριστεράς. Σε αυτές θα απαντήσει με το δεύτερο δοκίμιο του βιβλίου με τον τίτλο «γιατί η Αριστερά δεν έχει μέλλον;» Περισσότερα αιχμηρά θα γράψει ότι η αριστερά δεν μπορεί ούτε να παρατηρήσει ούτε να αναλύσει την πραγματικότητα, ενώ διακρίνεται από την πνιγηρή της τάση για αυτοδικαίωση. Εξίσου αδιέξοδη είναι η φιλελεύθερη ιδεολογία που « προσδιορίζοντας το άτομο ως έναν ορθολογικό ωφελιμιστή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει καμιά άλλη μορφή συσχέτισης πέραν εκείνης που στηριζόταν στον υπολογισμό του αμοιβαίου οφέλους- δηλαδή, σε ένα συμβόλαιο. Ο φιλελευθερισμός δεν αφήνει κανένα χώρο για εκείνες τις μορφές συσχέτισης που βασίζονται στην αυθόρμητη συνεργασία – ή, στην καλύτερη περίπτωση, καταδικάζει αυτές τις σχέσεις στην ανασφάλεια και το περιθώριο»(σελ.70).
Ο Κ.Λας θα ταχθεί τελικά με τον κοινοτισμό : « η διαμάχη μεταξύ των φιλελεύθερων και των κοινοτιστών στηρίζεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν πάνω στην έννοια του εαυτού. Ενώ οι πρώτοι τον προσεγγίζουν ως θεμελιωδώς ελεύθερο, ώστε να μπορεί απρόσκοπτα να επιλέγει πάντα μεταξύ μιας πληθώρας εναλλακτικών επιλογών, οι κοινοτιστές επιμένουν ότι ο εαυτός τοποθετείται και συγκροτείται μέσω μιας παράδοσης, είναι μέλος μιας ιστορικά ριζωμένης κοινότητας»(σελ.76). Δεν χαρίζεται ούτε στην δεξιά, ούτε στην αριστερά αφού θα αποκαλύψει τον πυρήνα των κοινών τους παραδοχών.
Τα πορίσματα αυτά δεν στέκονται στον αέρα, αλλά θεμελιώνονται σε ένα σημαντικό έργο που κατά ένα μεγάλο μέρος έχει μεταφραστεί στην χώρα μας .
Στο έργο του «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού»(μετ.Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες,1999) γράφει ότι «η διόγκωση της γραφειοκρατίας, η λατρεία της κατανάλωσης με τις άμεσες εκπληρώσεις της, αλλά κυρίως η διάλυση της αίσθησης της ιστορικής συνέχειας έχουν μετασχηματίσει την προτεσταντική ηθική ενώ συγχρόνως οδήγησαν στη λογική τους κατάληξη τις υποβαστάζουσες βασικές αρχές της καπιταλιστικής κοινωνίας… Σε μια κοινωνία που έχει περιστείλει τον Λόγο σε σκέτον υπολογισμό, ο Λόγος δεν μπορεί να επιβάλλει όρια στο κυνήγι της ηδονής –στην άμεση εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας, ανεξάρτητα από το πόσο διεστραμμένη, νοσηρή, εγκληματική ή απλώς ανήθικη είναι. Γιατί οι γνώμονες που θα καταδίκαζαν το έγκλημα ή την ωμότητα απορρέουν από τη θρησκεία, τη συμπόνια ή το Λόγο που απορρίπτει τις καθαρά εργαλειακές εφαρμογές ⸱ και καμία από αυτές τις ξεπερασμένες μορφές σκέψης ή αίσθησης δεν έχει λογικά θέση σε μια κοινωνία που βασίζεται στην εμπορευματική παραγωγή»(σελ.76).
Στο έργο του «Λιμάνι σ’ έναν άκαρδο κόσμο- η οικογένεια υπό πολιορκίαν» (μετ.Β.Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, 2007) ερευνά το μέλλον της οικογενειακής ζωής στον δυτικό κόσμο ξεκινώντας από το δυσοίωνο ερώτημα «μήπως οι ίδιες θύελλες που γεννούν την ανάγκη για ένα τέτοιο λιμάνι απειλούν να καταβροχθίσουν και την οικογένεια; »(σελ.17).
Τέλος το έργο του Λας «Ο ελάχιστος εαυτός»( μετ.Β.Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, 2006) συμπεραίνει ότι στις σημερινές συνθήκες «η εαυτότητα γίνεται κάτι σαν πολυτέλεια, εκτός τόπου σε μια εποχή επικείμενης λιτότητας. Η εαυτότητα υποδηλώνει προσωπική ιστορία, φίλους, οικογένεια, μια αίσθηση τόπου. Σε κατάσταση πολιορκίας ο εαυτός συστέλλεται σ’ έναν αμυντικό πυρήνα εξοπλισμένο ενάντια στις αντιξοότητες. Η συναισθηματική ισορροπία απαιτεί έναν ελάχιστο εαυτό και όχι τον επιβλητικό εαυτό του πρόσφατου παρελθόντος(σελ.11). Ο Λας θα εντοπίσει τους κινδύνους από την απεριόριστη οικονομική μεγέθυνση, την απεριόριστη τεχνολογική ανάπτυξη και την απεριόριστη εκμετάλλευση της φύσης, ενώ εμφατικά επισημαίνει ότι «οι άνθρωποι που δεν έχουν ρίζες δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον ούτε για το παρελθόν»(σελ.12).
Η μετάβαση του καπιταλισμού από το καλβινιστικό ιδεώδες της εργασίας και της αποταμίευσης στην αρχή της ηδονής και η τοποθέτηση σε προτεραιότητας της κατανάλωσης αντί της παραγωγής επισημάνθηκε από τον Ντάνιελ Μπέλ στο έργο του « Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης». Με μεγαλύτερη αναλυτική σαφήνεια ο Π.Κονδύλης τονίζει πως «η μαζική δημοκρατία δεν χρειάζεται μονάχα την τεχνική ορθολογικότητα και την απόδοση για να λειτουργήσει. Εξ ίσου χρειάζεται –για πρώτη φορά στην ίσαμε τώρα ιστορία – ηδονιστικές στάσεις και αξίες, οι οποίες εν μέρει κάνουν ψυχολογικά ελκυστική και εν μέρει δικαιώνουν ηθικά την οικονομικά αναγκαία μαζική κατανάλωση των μαζικά παραγόμενων καταναλωτικών προϊόντων. Στο εύρος του φάσματος των ηδονιστικών στάσεων και αξιών αντιστοιχεί το εύρος των καταναλωτικών δυνατοτήτων»( Π.Κονδύλη «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού- από την μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»(εκδόσεις Θεμέλιο 1995, σελ.245). Βεβαίως η κυριαρχία του ηδονισμού θα έχει συνέπεια τα πάντα να συνδυάζονται με τα πάντα και όλες οι προηγούμενες αξιολογήσεις να αντικατασταθούν από το σύνολο των στάσεων που ο Π.Κονδύλης ονόμασε «χαρούμενο μηδενισμό».
Η πτώση των καθεστώτων που επικαλούνταν τον μαρξισμό δεν θα σημάνει την νίκη του φιλελευθερισμού αλλά σύμφωνα με τον Π.Κονδύλη τον ταυτόχρονο θάνατο αριστεράς και δεξιάς γράφοντας: « από την άποψη αυτήν αποτελεί βέβαια οπτική απάτη να ερμηνεύσουμε την κατάρρευση του μαρξισμού ως νίκη του φιλελευθερισμού. Μάλλον πρέπει να πούμε ότι μαζί με τον μαρξισμό εξαφανίσθηκαν τα τελευταία κατάλοιπα της αστικής κοσμοθεωρίας. Άλλωστε ο μαρξισμός ήταν η τελευταία μεγάλη κοσμοθεωρητική σύνθεση που διαμορφώθηκε σε στενή επαφή με την αστική σκέψη και συμμεριζόταν τις ουσιαστικές της προϋποθέσεις: οικονομισμός και ανθρωπισμός συμπορεύονταν και στο δικό του πλαίσιο, και μάλιστα συνάπτονταν με μια αίσθηση του κόσμου προσανατολισμένη κατά πρώτο λόγο στον χρόνο και στην ιστορία»(ό.π. σελ.300,301).
Το δοκίμιο του Κ.Λας μας επισημαίνει ότι η δεξιά ακολουθώντας την μεταβιομηχανική κοινωνία είναι ανακόλουθη και δεν μπορεί να υπερασπιστεί κοινωνικά αναγκαία συλλογικότητες όπως την οικογένεια. Ο ατομικισμός και ωφελιμισμός του φιλελευθερισμού επιτείνει τα προβλήματα. Η αριστερά από την πλευρά της ή δεν μπορεί να ερμηνεύσει ρεαλιστικά την πραγματικότητα ή προσχωρεί στον πολιτιστικό σχετικισμό που αντιστοιχεί στην κυριαρχία της ηδονής και του χαρούμενου μηδενισμού της μαζικής δημοκρατίας. Τελικά ο Λας στην πτώση της δεξιάς και της αριστεράς μας προτείνει ως θετική διέξοδο τον κοινοτισμό ακριβώς γιατί ο άνθρωπος δεν είναι άτομο, ούτε νάρκισσος, ούτε ο ελάχιστος εαυτός αλλά «συγκροτείται μέσω μιας παράδοσης» δηλαδή ως «μέλος μιας ιστορικά ριζωμένης παράδοσης»(σελ.76).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου