Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Ιωάννα Τσάτσου: Φύλλα Κατοχής , Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» και το «ΒΗΜΑ»



Ένα σημαντικό βιβλίο από καιρό εξαντλημένο μας διένειμε το «ΒΗΜΑ». Πρόκειται για μια έγκυρη ιστορική μαρτυρία για τα οδυνηρά χρόνια της κατοχής από μια ταλαντούχα συγγραφέα, την Ιωάννα Τσάτσου, που έμεινε στην σκιά του αδερφού της Γ.Σεφέρη και του συζύγου της Κ.Τσάτσου.
Η οικογένεια Τσάτσου και Σεφέρη είχε βενιζελική πολιτική προέλευση. Το γεγονός αυτό πλήρωσε ο Κ.Τσάτσος με την εξορία του κατά την διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά. Στην πρώτη επέτειο του «Όχι» τον Οκτώβριο του 1941 εκφώνησε στους φοιτητές του πατριωτικό λόγο, που ήταν η αιτία για να διωχθεί από το Πανεπιστήμιο. Στην συνέχεια προσπάθησε να φύγει στη Μέση Ανατολή χωρίς αποτέλεσμα. Στο σπίτι του συγκεντρώνονταν πολλοί που διακρίθηκαν στην πολιτική μετά τον πόλεμο με προοπτική τότε σοσιαλδημοκρατική. Η Ιωάννα Τσάτσου πρόσφερε τις υπηρεσίες της στην Αρχιεπισκοπή που τότε είχε πολλούς ρόλους: να οργανώνει συσσίτια για τους πεινασμένους, να μοιράζει ρούχα στους μη έχοντες, να στηρίζει τις οικογένειες των φυλακισμένων και των εκτελεσθέντων να προσπαθεί να διασώσει του Εβραίους που κυνηγούσαν τα στρατεύματα κατοχής.
Συγχρόνως είχε επαφή με τα δίκτυα κατασκοπίας και σαμποτάζ που είχαν οργανωθεί στην Αθήνα όπως αυτά της ΠΕΑΝ και του Τσιγάντε. Ο Γ.Καρτάλης, ο βενιζελικός πολιτικός που θα δραστηριοποιηθεί έντονα και μετά τον πόλεμο μέχρι τον πρόωρο θάνατο του, ήταν ο πολιτικός που βρισκόταν πιο κοντά στην Ι.Τσάτσου και θα εμπνεύσει την ίδρυση και την οργάνωση της ΕΚΚΑ και του 5/42 του απότακτου βενιζελικού συνταγματάρχη Δ.Ψαρρού. Παρά την επιτυχή της δράση στη Ρούμελη, θα εξοντωθεί από τον ΕΛΑΣ σημειώνοντας ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο την έναρξη του ελληνικού εμφυλίου.
Από την ανάγνωση του έργου της Ι.Τσάτσου αυτό που από μια πρώτη προσέγγιση εντυπωσιάζει είναι ο μεγάλος αριθμός βασανισθέντων και εκτελεσθέντων από τις δυνάμεις κατοχής.
Σημειώνει στις 10 Ιουλίου 1942: « Τούτη η ρωμηοσύνη έχει τη δική της λεβεντιά. Κανένας Έλληνας δεν δέχεται να παραδώση το όπλο του. Έχουν εκτελέσει τον Δημήτρη Φιλιππόπουλο, τον Μακαντάση, τον Μετσόγλου, για κατοχή όπλου. Μα κανένας δε φοβήθηκε, κανένας δεν άλλαξε γνώμη, και κάθε μέρα πιάνουν καινούργιους που οπλοφορούν»(σελ.48).
Στις 6 Δεκέμβρη 1942 γράφει: « Η ανατίναξη της ΕΣΠΟ μια λύτρωση για μας, όμως μεγάλο τράνταγμα και φόβος για τους Γερμανούς. Οι πατριώτες που την επιχείρησαν καθάρισαν τη χώρα από μια ομαδική προδοσία. Είναι από τα καλύτερα παλληκάρια μας. Ο αεροπόρος Κώστας Περρίκος αρχηγός της ΠΕΑΝ και οι φίλοι του ο Μυτιληναίος, ο Κατεβάτης, ο Λόης, ο Σκούρας, η κοπέλλα η Μπίμπα, φύλακες της τιμής μας, αφού δεν έχομε πια γη»(σελ.59,60).
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή της κηδείας του Κ.Παλαμά, το πλήθος αναθαρρημένο τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο και ο Α.Σικελιανός να απαγγέλει «Ηχήστε σάλπιγγες…». Όπως και οι τρομερές απεργίες και τα μαχητικά συλλαλητήρια που απέτρεψαν την πολιτική επιστράτευση.
Τραγική είναι η εικόνα μετά την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή: «στις εννηά μου τηλεφώνησαν απ΄το αστυνομικό τμήμα της Καισαριανής. Οι Γερμανοί είχαν στείλει εκεί τα ρούχα των σκοτωμένων και μας ζητούσαν να τα πάρωμε το ταχύτερο. Στείλαμε αμέσως ένα φορτηγό με έναν κλητήρα της Αρχιεπισκοπής να τα παραλάβη. Είχαμε στη διάθεσή μας μιαν μικρή αποθήκη στην οδό Απόλλωνος. Δώσαμε εντολή να τα πάνε εκεί. Όταν μπήκα στην αποθήκη ο νους μου θόλωσε. Όλα τα σακάκια, ζεστά ακόμα από ζωή, με τα μανίκια άπραγα προς τα εμπρός, γεμάτα μυστικά, κάτι ήθελαν, κάτι ζητούσαν και δεν μπορούσαν πια να το πουν. Πήρα ένα στα χέρια. Οι αγκώνες ήταν πολύ τριμένοι. Στη τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτάκι, μια σημείωση. «Αν δεν προφτάσω να εκδώσω το βιβλίο μου θα βρήτε τα χειρόγραφά μου…». Κανένα όνομα. Στο άλλο σακάκι μια ταυτότητα, ένα όνομα σκέτο. Στο άλλο τίποτα, ούτε αυτό. Στο άλλο πάλι μια σημείωση: «Εκείνος ο Στέλιος σου λέει κάτι κουβέντες σαν να μη ξέρη τους ανθρώπους. Και μοιάζει καλό παιδί… Ήρθα η μάνα να με δη, πως έτρεμε το χεράκι της…». Εκλείδωσα την πόρτα κι έφυγα σα να με κυνηγούσαν»(σελ. 152,153).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου