Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Υπήρξε ο Γ.Σεφέρης νοσταλγός της οθωμανικής αυτοκρατορίας; Μια εντυπωσιοθηρική ερμηνεία

 


΄                               Ά.Γαβριηλίδης, Ο Ασιάτης Σεφέρη΄  ΄                  Ά.Γαβριηλίδης, Ο Ασιάτης Σεφέρης, εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2021

 

 


Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια

 

Γ.Σεφέρης,Το σπίτι κοντά στη θάλασσα

                                       Α’

 

      Τις τελευταίες δεκαετίες, ορθώθηκε κατά του έργου του Γ.Σεφέρη, η κατηγορία   ότι ο λόγος του έχει μια διάσταση εθνικολαϊκιστική που τον ταυτίζει εν τέλει με τον επίσημο καθεστωτικό εθνικιστικό-συντηρητικό λόγο. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι μια τέτοια σκέψη παρακάμπτει το γεγονός ότι ο Γ.Σεφέρης προέρχεται και ανήκει στον βενιζελικό χώρο και σε όλη την ζωή του κινήθηκε στον φιλελεύθερο-δημοκρατικό χώρο . Μετά τον θάνατο του Ε.Βενιζέλου βρέθηκε κοντά στον Γ.Καρτάλη, θα διαφωνήσει με τον προϊστάμενο του υπουργό Ε.Αβέρωφ για τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και τελικά με την γραπτή του δήλωση θα αποδοκιμάσει την στρατιωτική δικτατορία, ενώ  θα προφητεύσει ότι το τέλος της θα έρθει με μια εθνική τραγωδία. Συγχρόνως θα συνδυάσει τον μοντερνισμό στην ποιητική φόρμα με την ανακάλυψη στοιχείων του ελληνισμού όπως τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο που μέχρι τότε δεν είχαν λάβει την σημασία που άξιζαν.
       Το βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη ίσως επιδιώκει να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη με την διατύπωση μιας προσέγγισης ολωσδιόλου εξεζητημένης αλλά τελικά  προβάλλει στον Σεφέρη τις δικές του αξιακές ιεραρχίες. Πλέον ο «εθνικιστής» Σεφέρης έχει αντικατασταθεί από τον Σεφέρη «νοσταλγό της οθωμανικής αυτοκρατορίας». Ο Α.Γ. ακολουθώντας σε αυτό το σημείο τον Ε.Κεντούρι δαιμονοποιεί τα έθνη-κράτη και προβάλλει ως πρότυπο που θα πρέπει να τα αντικαταστήσει τις αυτοκρατορίες. Δηλαδή η εναλλακτική στο αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση δεν είναι οι ομοσπονδίες κοινοτήτων, όπως προτείνουν οι λογικά συνεπέστεροι αντιεθνικιστές,  οι αντιεξουσιαστές και  οι αναρχικοί,  αλλά η επιστροφή στο πρότυπο των αυτοκρατοριών που προϋπέθεταν ένα δεσποτικό κράτος  και μια κυρίαρχη εθνότητα που ηγεμονεύει σε όλες τις υπόλοιπες.

  Παρόλα αυτά μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι πρόσεξε ορισμένα  σημεία του σεφερικού έργου που η κριτική δεν είχε τονίσει. Για παράδειγμα ορθά αναφέρει (σελ.112) ότι στον διάλογο Σεφέρη και Τσάτσου, στο δεύτερο δοκίμιο του Γ.Σεφέρη με τον τίτλο «Μονόλογος πάνω στην ποίηση» πράγματι αναφέρεται στην θεωρία της «κοινωνικής  παραγγελίας»  του Μαγιακόφσκι   ενώ στην υποσημείωση περιλαμβάνεται απόσπασμα στα γαλλικά από δοκίμιο του Κ.Μάρξ για την τέχνη[1]. Κατά τα άλλα όμως η βασική ερμηνεία του Σεφέρη που χαρακτηρίζει όλο το έργο, ως νοσταλγού της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι τόσο έωλη και  αθεμελίωτη όσο και αυτή του «εθνικιστή» Σεφέρη.

Γράφει ο Α.Γ.: "Η πατρίδα την οποία έχασε και νοσταλγεί ο Σεφέρης είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όχι τόσο καθόσον είναι οθωμανική, αλλά καθόσον είναι αυτοκρατορία...Με την έννοια αυτή, λοιπόν, υποστηρίζω ότι ο Σεφέρης είναι κατά βάση Οθωμανός. Με το έργο του, το ποιητικό και το γενικότερο, προσπαθεί να μεταφράσει στην ορολογία του έθνους κράτους το πένθος του για την απώλεια της αυτοκρατορίας (και της θέσης του μέσα σε αυτή), να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση"(σελ.18). Ο συγγραφέας ο οποίος φαίνεται δεν έχει ενημερωθεί για τους διωγμούς που υπέστησαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί από τους οθωμανούς, από τους νεότουρκους, από τους κεμαλιστές υποστηρίζει ότι οθωμανικές αρχές υπήρξαν μια δύναμη "η οποία όχι μόνο δεν απειλεί, αλλά αντιθέτως προστατεύει με ειδικά διοικητικά μέτρα τη "Ρωμιοσύνη" από τον κίνδυνο να εξαφανιστεί"(σελ.65).
             Τα παραπάνω συμπληρώνονται με την προσπάθεια να μεγενθύνει τις λιποταξίες που σημειώθηκαν κατά τους πολέμους από το 1910 μέχρι το 1922. Στην πραγματικότητα ο Α’ παγκόσμιος παγκόσμιος πόλεμος διακρίθηκε από την συμμετοχή σε αυτόν των λαϊκών τάξεων ενώ  τα εθνικά κινήματα της βαλκανικής που οδήγησαν στην αποσαφήνιση των εθνικών κρατών υποστηρίχθηκαν με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση από όλους τους λαούς. Τελικά ο ελληνισμός το 1920 παράταξε απέναντι στην Τουρκία τον μεγαλύτερο στρατό που είχε στην ιστορία του που υπερέβαινε τους 200.000 οπλίτες και αξιωματικούς. Βεβαίως υπήρξαν λιποταξίες, συνήθως όχι όμως για τους λόγους, που αναφέρει ο συγγραφέας. Για παράδειγμα οι Έλληνες της Μικράς Ασίας απέφυγαν την στράτευση στον τουρκικό στρατό, που έγινε υποχρεωτική μετά την επικράτηση των Νεότουρκων, συνήθως αποκρύπτοντας την πραγματική τους ηλικία ή κρυπτόμενοι σε δάση και σε σπηλιές ή εξαγοράζοντας τοπικούς αξιωματούχους. Ο λόγος δεν ήταν μια γενική αντιπολεμική στάση αλλά γιατί  ότι ήθελαν να αποφύγουν τον πόλεμο εναντίον των ομοεθνών  τους αλλά και γιατί αρνούνταν να υπερασπιστούν ένα κράτος το οποίο τους  ήταν ξένο και εχθρικό. Ο ελληνισμός πλήρωσε βαρύτατο τίμημα αφού το τουρκικό κράτος εξόρισε όλους τους ενήλικες άνδρες σε τάγματα εργασίας στο βάθος της Ανατολής με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς να πεθάνει και οι οικογένειες τους που είχαν μείνει ορφανές,  επίσης σε μεγάλα ποσοστά  να πεθάνουν είτε από την πείνα είτε από τις επιθέσεις των Τσετών.
          Ο συγγραφέας επιχειρεί να συγχωνεύσει σε ένα ιδιαίτερο χαρμάνι κείμενα του Γκουατταρί, του Ντερριντά με του Σεφέρη καταλήγοντας να εξιδανικεύσει "μαγικές κοινωνίες", συχνά ισλαμικές, όπου ο κριτικός λόγος έχει εξοβελιστεί , όπως και ο πολίτης με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κράτος δικαίου. Μάλιστα εξιδανικεύει την μουσουλμανική αίρεση των σουφιστών που υποτίθεται ότι επιλέγουν την ελεύθερη αγορά(σελ. 267) ενώ αντίθετα στην οθωμανική αυτοκρατορία όλη η γη ανήκε στον Σουλτάνο και δεν υπήρχαν αστικά δικαιώματα που να προστατεύουν την ζωή, την τιμή και την ιδιοκτησία του πολίτη.
          Στο κεφάλαιο με τον τίτλο "Νεγκρομαντείες" ο Α.Γ. επαναλαμβάνει ότι ο "Σεφέρης δεν νοσταλγεί την Ελλάδα. Νοσταλγεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία όπου βρισκόταν η μόνη πραγματική πατρίδα του. Και με "Οθωμανική Αυτοκρατορία" εδώ δεν εννοώ τον σουλτάνο, αλλά ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων"(σελ.269). Ακόμη περισσότερο σε ένταση παρερμηνείας σημειώνει ότι καημός της Ρωμιοσύνης "είναι το πένθος για την απώλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της πολυεθνοτικότητας της, μεταφρασμένο -όχι πάντοτε πιστά- στο ιδίωμα του εθνικισμού"(σελ.368). Παρόμοια συνεχίζοντας την ιδεολογική μονομέρεια αναφέρει ότι η ερωτική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό υπάρχει στον ισλαμικό μυστικισμό (σελ.423) ενώ παραλείπει την κυρίαρχη θέση που υπάρχει στον ορθόδοξο μυστικισμό, ιδιαίτερα στα κείμενα της "Φιλοκαλίας". Άλλωστε οι πηγές του Τζελαλεντίν Ρούμι είναι ο νεοπλατωνισμός και ο ορθόδοξος μυστικισμός ενώ από το έργο του ιστορικού Σπύρου Βρυώνη γνωρίζουμε ότι η μουσουλμανική αίρεση των μπεταχτσήδων έπαιξε βασικό ρόλο στον εξισλαμισμό των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.

        Ο Σεφέρης είχε ένα ανοικτό πνεύμα, ώστε η αγάπη για την πατρίδα του δεν κατέληγε σε μίσος για τίς πατρίδες των άλλων. Για αυτό , όπως ένα άλλος της γενιάς του ’30 ο Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας, μιλά με συμπάθεια για την τζαζ και για άλλους πολιτισμούς όπως τον αφρικανικό και τον κινέζικο. Αυτό το πνεύμα ο Α.Γ. το παρεξηγεί για να θεμελιώσει τα δικά του συμπεράσματα. Για παράδειγμα όταν ο Σεφέρης επισκέπτεται την Μικρά Ασία αντιμετωπίζει με συμπάθεια τους Τουρκοκρητικούς και τα ιδιαίτερα ελληνικά τους(Μέρες,Ε’,σελ.122,123 και 217). Στην Κύπρο , στις 6 Δεκεμβρίου 1953 επισκέπτεται τον τεκέ των ντερβίσηδων και αντικρύζει τον περιστρεφόμενο χορό τους και στο τέλος συμπεραίνει «ποιος αναρωτήθηκε με τι τ’ αντικαθιστούμε αυτά τα πράγματα»(Μέρες, Στ’,σελ.115). Η φράση αυτή δείχνει διάθεση κατανόησης αλλά και ανοχής. Αλλά όταν επισκέπτεται διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας νοσταλγεί τον ξεριζωμένο ελληνισμό: «σ’ αυτά τα μέρη δεν μπορείς να μη συλλογίζεσαι ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερεις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή –και η νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμη τους λώρους που τη δένουν με τον πάνω και κόβουνται ο ένας μετά τον άλλον. Ελληνική γλώσσα, εκκλησιές, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες»(Μέρες, Ε’,σελ.204).
        Ο Α.Γ. δεν λαμβάνει υπόψιν του πολλά κεφάλαια της ιστορίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας που κατέστησαν αναπόφευκτη την επανάσταση των λαών. Στην σκέψη του δεν υπάρχει χώρος για ότι αντιμετωπίζουν στην σημερινή Τουρκία οι κουρδικοί και άλλοι λαοί όπως και για ότι ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

 

                                                                                                                                 Β’       

 

      Ο ιστορικός Ε.Χατζηβασιλείου, για να ερμηνεύσει την αντίθεση του Σεφέρη στις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, εντοπίζει  στον αντιτουρκισμό ως το βασικό κίνητρο: "Αυτός ο έντονος αντιτουρκισμός του Σεφεριάδη διατρέχει την επιστολή -ίσως και τη στάση του έναντι της Άγκυρας γενικότερα σε όλη την περίοδο της διπλωματικής του δράσης- και είναι εξηγήσιμος για έναν άνθρωπο με τις συγκεκριμένες εμπειρίες και της οικογενειακής του ιστορίας και της διπλωματικής του σταδιοδρομίας. Θεωρεί δεδομένο ότι ο τουρκικός στόχος θα παραμείνει η διχοτόμηση, ενώ η Κύπρος θα μετατραπεί σε έναν ακόμη "όμηρο" στα χέρια των Τούρκων, όπως είχε συμβεί με την ελληνική μειονότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη"[2].

        Παραδόξως  ο Α.Γαβριηλιδης γνωρίζει πλευρές από το έργο του Γ.Σεφέρη που ανατρέπουν τους ισχυρισμούς του ,  όπως όταν αναφέρεται πως  ο Γ.Σεφέρης κατηγορούσε τους ρήτορες του Λαϊκού Κόμματος που το 1921 μιλούσαν υπέρ της "μικράς και έντιμης Ελλάδος" και κατά της απελευθερωτικής προσπάθειας του Βενιζέλου. Επίσης μνημονεύει την μαρτυρία του Ρ.Μπήτον ότι ο Σεφέρης ήταν κατά του Ι.Μεταξά όχι μόνο λόγω της δικτατορίας του αλλά "εξίσου το ότι ήδη πριν το 22 ήταν αντίθετος με τα "αλυτρωτικά σχέδια του Βενιζέλου"(σελ.470).

        Στο κρίσιμο για τον κυπριακό ελληνισμό διάστημα μια αντίστοιχη με τον Σεφέρη προσέγγιση είχε ένας άλλος διπλωμάτης και συγγραφέας ο Ρόδης Ρούφος, φίλος του Γ.Σεφέρη, ο οποίος είχε εμπλακεί αμεσότερα στον αγώνα της ΕΟΚΑ  αφού είχε απευθείας συνομιλίες με τον Γρίβα. Αποτέλεσμα ήταν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών μετά από πίεση της Αγγλίας τον αντικατέστησε με τον Α.Βλάχο.Ο  συγγραφέας Θεόφιλος Φραγκόπουλος μας μεταφέρει την πληροφορία ότι ο Ρόδης Ρούφος «κατηχεί στην ΕΟΚΑ το Σεφέρη, τότε πρέσβη μας στον Λίβανο».[3]

     

       Οι εγγραφές από τις «Μέρες» αποκαλύπτουν ότι δεν είχε καμία διάθεση συνδιαλλαγής  σε κανένα πεδίο με τις τουρκικές επιδιώξεις. Στις 25 Μαίου  1956 τον επισκέπτεται ο Ιάκωβος Μελίτης και σημειώνει: «ανησυχεί (φυσικά) για τη μειονότητα Πόλης και το Φανάρι. Για το Φανάρι του λέω τις παλιές στενοχώριες μου: πως δεν είναι δυνατό να γίνει ορθόδοξη πολιτική με Πατριάρχη δεσμώτη των Τούρκων. Ρίχνω περαστικά την ιδέα μου για ένα πατριαρχικό Βατικανό στο Άγιον Όρος» (Μέρες,Στ’,σελ.210).

         Θεωρούσε τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ το  σημαντικότερο μέσο πίεσης, γεγονός που τον έφερνε σε αντίθεση με τον Βλάχο: «Έπειτα Βλάχος, κάτω. Τονίζω ότι το σημαντικότερο μέσο πιέσεως που έχουμε είναι η Αντίσταση. Συμφωνεί, όπως συνήθως συμφωνεί (!) και λέει «Μόνο να μη χτυπάνε τόσο άγρια, για να μην θυμώνουν οι Εγγλέζοι». Να αφήνουν και περιόδους χωρίς να χτυπούν. Του εξηγώ, αν χρειάζεται να το εξηγήσει κανείς, ότι μου κάνει την εντύπωση ενός στρατηγού που θα φώναζε ξαφνικά στο πυροβολικό «Μη ρίχνετε και πάρα πολλές κανονιές για να μη θυμώσει ο εχθρός!». Κι έπειτα πως ό,τι και να κάνει η αντίσταση, ήσυχη ή μη ήσυχη, οι Εγγλέζοι θα προσπαθήσουν να την ξεδοντιάσουν μια για πάντα, και τέλος πως οι άνθρωποι τούτοι που πολεμούν δεν έχουν πολλά περιθώρια για τακτική και πως χτυπούν, όπως και όταν μπορέσουν να χτυπήσουν. Δεν νομίζω πως τον έπεισα. Έκανα ότι μπορούσα για να μην  πάει» ((Μέρες,Στ’,σελ.224,225).

        Ο Σεφέρης με υπομνήματα στον Ε.Αβέρωφ παρουσίασε τους λόγους που δεν θα έπρεπε να υπογραφούν οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Την Ιανουαρίου 1959 μνημονεύει τους στίχους από ποίημα του Γ.Βιζυηνού: «το ξεφύλλισα το βράδυ- Ελεημοσύνη απ’ τη Φραγκιά, κι απ’ την Τουρκιά χαστούκια- έπειτα από ¾ του αιώνα, και τόσα, και τόσα- δεν αλλάξαμε αλίμονο»(Μέρες,Ζ’,93).

        Στις 14 Ιουνίου 1959 σημειώνει «ΕΟΚΑ, ένα αφάνταστο ξέσπασμα ηρωισμού  που καταλήγει στη Ζυρίχη, που φέρνει πίσω τον Τούρκο στο νησί αυτόν τον Τούρκο που πέρασε τον πόλεμο χωρίς να δώσει τίποτε και που δεν έχει ξεχάσει τη μέθοδο του Βαρλικιού ή τη μέθοδο του ’55 (Πόλη), όταν βρει την κατάλληλη ευκαιρία –φυσικά έτσι είναι ο άνθρωπος έτσι ήταν πάντα άραγε όμως αρκεί αυτό το απόφθεγμα για να κλείσει η τραγωδία –ή μήπως η τραγωδία συνεχίζεται κι αν συνεχίζεται, όπως είναι το πιθανότερο, πως συνεχίζεται; Κι εκείνος που θέλει να κάνει το σωστό, εκείνος που βλέπει ταυτόχρονα αυτήν την πρόοδο της άτης, ποιο είναι το χρέος του; Τι πρέπει να πει στους νέους που είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους για μια «μεγάλη υπόθεση» πάλι και πάλι» (Μέρες,Ζ’,σελ.118).

        Στις 14 Σεπτεμβρίου 1961 γράφει  για το «άλλοθι Μακάριου»  στην συμφωνία της Ζυρίχης. Στην 28 Απριλίου 1962 σε συζήτηση με τον Ρόδη Ρούφο επαναλαμβάνει πάλι το «άλλοθι  Μακαρίου» ενώ τονίζει ότι στόχος του υπομνήματος του προς τον Αβέρωφ ήταν «τουλάχιστο να τον κάνω να διαπραγματευτεί- δε βαριέσαι βιάζονταν να κουκουλώσει τη νύφη» (Μέρες,Η’, σελ.250). Τον ίδιο ακριβώς όρο χρησιμοποιεί σε σημείωση στις 6 Δεκεμβρίου 1970 «το άλλοθι Μακαρίου» (Μέρες,Θ’, σελ.237). Σε μια τις τελευταίες ημερολογιακές εγγραφές απαντά στις επιθέσεις της «Εστίας» και θυμίζει ότι σε σημείωμα του στις 18-19 Δεκεμβρίου 1958  και σε υπόμνημά του στις 25 Δεκεμβρίου 1958 προς τον Ε.Αβέρωφ διατύπωσε την διαφωνία του προς την συμφωνία της Ζυρίχης. Επαναλαμβάνει ότι εξ αιτίας της στάσης του αυτής αποκλείσθηκε από την συνδιάσκεψη της Ζυρίχης ενώ οι στρατιωτικοί όροι ήταν προς «όφελος των Τούρκων». Όμως «από τα χρόνια εκείνα ως τώρα και Κύριος οίδε για πόσον καιρό ακόμη η «Ένωση» δεν μπορεί να σημαίνει παρά διαμελισμό του νησιού. Αυτό το αποσιωπούν και ο Γρίβας και οι διάφορες Εστίες και άλλοι δήθεν υπερπατριώτες που προσπαθούν να κάμουν τις δουλίτσες τους ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του απλοϊκού κοσμάκη» (Μέρες,Θ’,σελ.242).    

 

 

         Στις 6 Νοέμβρη 1953   στην Λευκωσία, από το ξενοδοχείο «Λήδρα Παλλάς» ο Γ.Σεφέρης γράφει: «Πρώτη εντύπωση: απ’ εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κόσμος που μιλά ελληνικά είναι ελληνικός. Που δεν εξαρτάται από την Ελληνική Κυβέρνηση, και το τελευταίο τούτο συντελεί στο αίσθημα αυτής της ευρυχωρίας.  Ερώτημα: είμαστε άξιοι να διοικήσουμε την Κύπρο, χωρίς να βλάψουμε αυτό τον κόσμο, κάνοντας τον καλύτερο, χωρίς να τον κάνουμε μια ελλαδική επαρχία, σαν την Κέρκυρα, σαν τη Θεσσαλονίκη;»(Μέρες,Ζ’,σελ.98).

Ο Μάρκος Αυγέρης συμπεραίνει ότι  στον ξεριζωμό του μικρασιάτικου ελληνισμού θα πρέπει να αναζητήσουμε τον λόγο που δημιούργησε το έργο του Σεφέρη: «απάνω στην πρώτη του νεότητα γνώρισε μια καταστροφή, που ξερίζωσε ένα λαό από τον τόπο όπου ζούσε τρείς χιλιάδες χρόνια και ξερίζωσε και το Σεφέρη με το σπίτι του. Ξαφνικά είδε τους πατριώτες του να πέφτουν στην άκρα δυστυχία, ν’ αλλάζει ριζικά κ’ η δική του τύχη και γίνεται κι αυτός φερέοικος. Ο Σεφέρης είναι ένας εξόριστος απ’ ό,τι ήταν δικό του και οικείο, απ’ ό,τι  σημαντικό γι’ αυτόν και για την πατρίδα του: έχασε τα «τιμιώτατα», ό,τι αποτελούσε τον κόσμο του. Από τότε, και μόλις πήρε συνείδηση του χώρου όπου στο εξής θα ήταν αναγκασμένος να ζει, έγινε μελετητής ερειπίων»[4].  Τελικά  συμπεραίνει «στο βάθος αυτής της ποίησης που μιλάει μ’ απελπισμένα λόγια, υπάρχει ένας πονεμένος πατριώτης, που όλες οι έγνοιες κ’ οι ανησυχίες του είναι για την τύχη της χώρας τουβλέπει τον κόσμο που την κυβερνά χωρίς ψευδαίσθηση. Η ποίηση του είναι μια απελπισμένη πατριωτική ποίηση στην πλατύτερη σημασία αυτής της έννοιας μόνο που περιορίζεται στη μελέτη, στους απόμονους στοχασμούς και στη θεώρηση»[5].


  Όλα αυτά, που συνοπτικά  αναφέρουμε, αποδεικνύουν ότι ο Γ.Σεφέρης δεν υπήρξε ούτε εθνικιστής  αλλά ούτε νοσταλγός της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ανήκε σε όλη του την ζωή στον δημοκρατικό πατριωτισμό, στον εθνισμό, στην φιλελεύθερη παράδοση του βενιζελισμού. Ο προσανατολισμός του είναι στην υποστήριξη των αιτημάτων λαών για εθνική απελευθέρωση, για εθνική αυτοδιάθεση που προϋπέθεσαν  την διάλυση των παλαιών πολυεθνικών αυτοκρατοριών όπως την αγγλική και την τουρκική. Θρηνεί όχι για το τέλος τους αλλά για την καταστροφή και τον ξεριζωμό του μικρασιάτικου ελληνισμού.  Ο λόγος του θα μας θυμίζει ότι από τον εποχή που οι Έλληνες στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα σταμάτησαν τους Πέρσες και ο Αισχύλος έγραψε την ομώνυμη τραγωδία μέχρι στους απελευθερωτικούς αγώνες κατά των Τούρκων κατακτητών η ιστορική μοίρα αυτού του τόπου είναι να αντιστέκεται στην ύβριν, στην βαρβαρότητα, στον ασιατικό δεσποτισμό.

 

 



                                                                                                                         [1]  Γ.Σεφέρης-Κ.Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμέλεια Λουκάς Κούσουλας, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1975, σελ.109.

                                                                                                                        [2] Ε.Χατζηβασιλείου, Ο διάλογος Γ.Σεφέρη-Ε.Αβέρωφ, Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ.166.

                                                                                                                        [3] Θ.Φραγκόπουλος, Δίαυλοι, Δοκίμια,εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1977, σελ.105(αναφέρεται από τον Π.Βουτουρή στο      δοκίμιο του Ρόδης Ρούφος και Γιώργος Σεφέρης-δύο διπλωμάτες στην επαναστατημένη Κύπρο, The booksjournal, τεύχος 133, Αύγουστος 2022, σελ.63)

                                                                                                                                                  [4] Για τον Σεφέρη-Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1989, σελ. 36.     

                                                                                                                                                  [5] Για τον Σεφέρη-Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1989, σελ. 50.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου