Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Αισθητικά Δοκίμια , εκδόσεις Δίφρος

 



Το 1961 ο Κ.Τσάτσος κυκλοφόρησε τα «Αισθητικά Δοκίμια» (εκδόσεις Δίφρος) που περιλαμβάνουν δοκίμια για τον Ανδρέα Κάλβο, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Στρατή Μυριβήλη, τον Ιωάννη Συκουτρή, τον Δημήτρη Καπετανάκη, τον Δημήτρη Αντωνίου, τον Αιμίλιο .Χουρμούζιο, τον Κωστή Παλαμά, τον Βίκτωρα .Ουγκώ και την Μαρία Βοναπάρτη. 

Για τον Κάλβο σημειώνει πως ο κόσμος του είναι από εικόνες, «όχι από εσωτερικές συγκρούσεις και από ασίγαστες  αγωνίες, γιατί όλα τα ξεδιαλύνει η ιδέα  και όλα στο τέλος τα υπερνικά»[1]. Επιγραμματικά «ο Κάλβος υμνεί την ιδέα, ο Σολωμός την αποκαλύπτει, ο Παλαμάς μάχεται μαζί της»[2].  Θεωρεί τον Κάλβο τον κλασσικότερο ποιητή που έχουμε στην Ελλάδα που το έργο του διακρίνεται από «διαύγεια, καθαρότητα, αρχιτεκτονική ακρίβεια και ισορροπία»[3]. Τα φανερώματα της ιδέας στον Κάλβο είναι «ανδρεία, δικαιοσύνη, ελευθερία»[4]. Πιο συγκεκριμένα «η ηθική ιδέα και, μάλιστα, το κορύφωμά της, η ελευθερία, απαιτούν από την ηθική συνείδηση ένα δυναμικό στοιχείο⸱ την ανδρεία. Τούτο το στοιχείο προ παντός φωτίζοντας ο Κάλβος αναγκαστικά ενσάρκωσε την ηθική του ιδέα σε μιαν ηρωϊκή πράξη, στην Επανάσταση του ’21. Από τις είκοσι ωδές του Κάλβου, οι δεκαεννιά είναι αφιερωμένες στον Εθνικό αγώνα, σε πράξεις ηρωικές που γίνηκαν για να εδραιωθεί η δικαιοσύνη και η ελευθερία μέσα σε ένα χώρο της ιστορικής ζωής, που, ακριβώς, ήταν από αιώνες ο τιμημένος φορέας, ο δουλευτής και ο ενσαρκωτής αυτών των ιδεών»[5]. Άλλο ένα πρόσθετο στοιχείο αξιοσύνης είναι πως «ο ποιητής του ’21 δεν ήταν δυνατόν παρά να χτίσει μέσα του επικά την αισθητική όψη του πολέμου. Αλλού «το πέλαγος τρέμον αστράπτει από σπαθιών ακτίνας». Αλλού, στην ξηρά, «λάμπουν, υψούνται εις τον αέρα αι μύριαι γλώσσαι των ξίφων». Μένει όμως πάντα η μάχη του Κεφαλόβρυσου, η πιο πλατιά ζωγραφισμένη επική του εικόνα. Αν στην ωδή Εις το Σούλι επικρατεί το επικό στοιχείο, στην ωδή Εις τον προδότην επικρατεί το τραγικό στοιχείο⸱ άλλος τρόπος που μπαίνει η πράξη στην ποίηση. Την αφηγηματικότητα την αντικαθιστά ο τραγικός λόγος, η αρά του προδότη»[6]. Αλλά «με την ωδή Εις θάνατον μεταβαίνομε ακόμη πιο καθαρά από την τραγική σκηνή στο τραγικό όραμα»[7]. Ξεχωρίζει τους στίχους; «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος-Ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε-Και με φως και με θάνατον-Ακαταπαύστως»[8]. Σχολιάζοντας την ωδή Εις τον Ιερόν Λόχον («Ας με βρέξει ποτέ- το σύγνεφον, και ο άνεμος-Σκληρός ας μη σκορπίσει-Το χώμα το μακάριον –που σας σκεπάζει…»)  γράφει ότι διακρίνεται από την «λιτή μεγαλοπρέπεια της αρχιτεκτονικής»[9].

Ο Κάλβος όπως κάθε ποιητική προσωπικότητα έφτιαξε την δική του γλώσσα. Το ίδιο που έκαναν ο Παπαδιαμάντης και ο Καβάφης που επίσης χρησιμοποίησαν από κοινού στοιχεία της καθαρεύουσας και της δημοτικής γλώσσας. Πίσω από αυτούς όμως «έχομε το μεσαίωνα, έχομε την κρητική Αναγέννηση, έχομε το Δημοτικό τραγούδι»[10]. Συγκρίνοντας τον Κάλβο με τον Σολωμό επισημαίνει ότι ο πρώτος «είναι ένας μικρότερος κόσμος που ανταποκρίθηκε στα αιτήματά του» ενώ ο δεύτερος «ένας μεγαλύτερος κόσμος  που έγινε θρύψαλα κάτω από το βάρος των αιτημάτων του»[11].

Ως δημοτικιστής ο Τσάτσος προβληματίστηκε για την γλώσσα του Κάλβου αλλά το ίδιο συμβαίνει στο δοκίμιο για τον Α.Παπαδιαμάντη που «γράφει μιαν αφόρητη καθαρεύουσα»[12]. Παρά τις ενστάσεις συμπεραίνει επαινετικά «και όμως σταματούμε εμπρός του. Υπάρχει στο έργο του, μέσα σε πολλά περιττά και νεκρά, αυτό που λέμε αλήθεια και ζωή…Τούτη τη ματιά την έχει ο Παπαδιαμάντης, και πλάθει με αυτή ζωή και αλήθεια. Και κάτι περισσότερο, που είναι και αχώριστο μαζί από αυτά⸱ ατμόσφαιρα. Περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα πεζογράφο, ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί ατμόσφαιρα»[13].  Ακόμη περισσότερο συνδυάζει μυστικοπάθεια και αισθησιακότητα: «σαν πολλούς μυστικοπαθείς, είναι και ο Παπαδιαμάντης αισθησιακός. Γι’ αυτό και αγαπά κάθε πτυχή της αισθητής ζωής, και κάποτε βυθίζεται και χάνεται σ’ αυτήν. Οι ωραίες λεπτομέρειες! Γι’ αυτές πρώτα-πρώτα γράφει άπιστος στους νόμους της μεγάλης τέχνης. Και όμως από τις απιστίες αυτές σχηματίζεται η κλίμακα που οδηγεί ως το κατώφλι των αιωνίων τύπων. Ο αληθινός καλλιτέχνης πρέπει να δουλεύει και τις αδυναμίες του ακόμη, και να ξέρει να στέκει στη θέση για την οποία τον προόρισαν όχι μόνον  οι αρετές, αλλά και τα ελαττώματά του. Γιατί πρώτα απ’ όλα πρέπει να μείνει ολοκληρωμένη και ενιαία προσωπικότητα, εκεί που πρέπει»[14].

Ο Τσάτσος περπατώντας στη Σκιάθο σαν έβλεπε παντού πρόσωπα οικεία από το έργο του Παπαδιαμάντη. Αναφέρεται σε έναν ντόπιο τον Σωτήρη, στον οποίο αναφέρεται και ο Σεφέρης στις «Μέρες» του: «και ο Σωτήρης, -μακαρίτης είναι τώρα, - ο βιολιτζής του χωριού, πούχε αστεφάνωτη τη Γερακώ και κανένας δεν τον ζύγωνε, σαν ένα «παραλειπόμενο» κι αυτός από τη μεγάλη πινακοθήκη των σκιαθίτικων τύπων. Το βράδυ, με το Σεφέρη, τον ποτίζαμε κοκκινέλι και μας διηγιόταν –ας τον άκουαν μερικοί γραμματιζούμενοι να μάθαιναν-πώς, μπρος στο περιβόλι του, προς το Ξάνεμο, καθώς κοιμάται έξω, κάτω από την καρυδιά του, βλέπει στο φεγγάρι να βγαίνουν οι νεράιδες και να στήνουν στα χωράφια χορό. Αυτός καμώνονταν πως δεν τις φοβόταν, γιατί ήταν σαββατογεννημένος και αναποδογεννημένος. Και καθώς τάλεγε φαφούτικα, θαρρούσα πως είχε παρώρας δραπετεύσει από κάποιο άγνωστο χειρόγραφο του Παπαδιαμάντη, και βρυκολάκιαζε μπροστά μας. Και η ατμόσφαιρα ήταν παραμυθένια, μαγική. Ήταν η ατμόσφαιρα του Παπαδιαμάντη, η αλήθεια του, η ζωή του, αν όχι μέσα μας,-γιατί είμασταν αλλιώτικοι άνθρωποι εμείς,- όμως γύρω μας, ζεστή και οικεία, και πολύ-πολύ κοντά μας»[15].

Με το «Τραγούδι της γης» του Μυριβήλη αναδεικνύεται η συσχέτιση ανάμεσα στην ελληνική φύση και το πνεύμα: «το Τραγούδι της Γης είναι ένα τρανό κήρυγμα για την αρχήν αυτή τη γαιολατρική, που  εδώ κι εμείς πεζά και σύντομα προσπαθούμε να φανερώσωμε. Με το τραγούδι της Γης είναι μια ευτυχισμένη τέλεση αυτής λατρείας. Χαράζει ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα πρέπει καιρό πολύ να δουλέψωμε»[16]. Μαζί με το δημοτικό τραγούδι η «φύση η ελληνική μας πάει ακόμη πιο βαθιά μέσα στη συνείδησή μας. Μας ξανοίγει μεταφυσικές, θρησκευτικές, μυθικές πηγές που αναβρύζουν πέρα και πίσω από τα όρια του δημοτικού τραγουδιού, εκεί όπου τα πολυσύνθετα ηθικά και πνευματικά μας προβλήματα θα βρουν τις πρώτες βάσεις κάποιων λύσεων»[17]. Ο Α.Σικελιανός τράβηξε «ίσια κατά την πιο βαθιά πηγή  της ελληνικής φύσης» αλλά «πατώντας περιοχές παρθένες, ανέβηκε εκεί όπου η φύση γίνεται μυστική, σύμβολο θρησκευτικών νοημάτων»[18]. Τελικά «ο Μυριβήλης έρχεται από τη γη την ίδια και, ξέχωρα από κάθε κοσμική σύλληψη, βρίσκει στη γη αύταρκα το σκοπό του. Ο θαυμασμός του για τη γη είναι η θρησκεία του. Θεός του, η φυσική δημιουργικότητα της ύλης»[19]. Είναι αποτέλεσμα κοπιώδους προσπάθειας: «Το Τραγούδι της Γης είναι φανερό πως δουλεύτηκε αμείλικτα, λέξη με λέξη, στίξη με στίξη. Γι’ αυτό, διαβάζοντάς το, αισθάνεσαι το λείο, το καλασκαλισμένο ως την πιο μικρή κώχη υλικό, και, παρ’ όλη τη δροσιά και την ελαφράδα, νοιώθεις πως αγγίζεις κάτι σφιχτοδεμένο, στέρεο και μόνιμο. Το Τραγούδι της Γης είναι έργο ύφους. Δίνω απέραντη σημασία σ’ αυτό το στοιχείο, που θεωρείται πως ανήκει στην εξωτερικότητα του έργου και πως οφείλεται σε μια, θα έλεγα, επαγγελματική μαστοριά του τεχνίτη, μα που για μένα δε χωρίζεται από τη βαθύτατην ουσία της τέχνης. Γιατί το ύφος είναι το νόημα της τέχνης»[20]. Τελικά ο «Μυριβήλης είναι παιδί της φύσης, φύτρα της ελληνικής γης, καθάρια, αμάλαγη. Εχθρεύεται κάθε αλλότριο⸱ και την πιο τρανή σκέψη ακόμη και την πιο σεβάσμιαν ιδέα, όσο δεν είναι ριζωμένη στη γη του. Το πνεύμα του είναι η ύλη. Η φύση είναι ο μοναδικός του πολιτισμός»[21].

Το δοκίμιο «Ο πνευματικός άνθρωπος» είναι η ομιλία του στο φιλολογικό μνημόσυνο του Ι.Συκουτρή. Αναφέρεται πρώτα-πρώτα στην οικειότητα, στην θερμή σχέση που ανέπτυξε με τους φοιτητές του, πως τους έμαθε να στέκονται πάνω στα κείμενα υπομονετικά και πεισματικά. Αλλά κυρίως έδωσε σε αυτά τα κείμενα ζωντάνια. Κλήθηκε να πολεμήσει με «δυο εχθρούς οχυρωμένους μέσα στην ψυχή των παιδιών σε επίκαιρες θέσεις. Είχε να παλέψει πρώτα με την αντιπάθεια που σταλάζει στη νέα ψυχή για τα κλασσικά κείμενα η άπνοη και άζωη, η μονάχα γραμματική και ετυμολογική τους ερμηνεία, που μ’ αυτή συχνά τρέφονται και διαστρέφονται τα παιδιά μας. Ερμηνεία χωρίς αισθητική διείσδυση, χωρίς εσωτερική σύνθεση, χωρίς την ένταξη του κατά μέρος νοήματος στον καθολικό χώρο του πνεύματος. Τέτοια είναι η ερμηνεία που κάποτε προσφέρονταν και που δεν τη δεχόταν ο νέος. Την αισθητική διείσδυση την αντικαθιστούσε συχνά- πυκνά ένας ορυμαγδός από κενούς ρητορισμούς, την εσωτερική σύνθεση τη θρυμμάτιζε η μυωπική κατά παράταξιν ανατομή των λεξιδίων, και την ακτινοβολία του πνεύματος την αντικαθιστούσε η αδυναμία του φιλοσοφικού ετασμού, που από τη λέξη και από το κατά μέρος νόημα αδιάπτωτα έπρεπε να ανεβαίνει ως την αρχή κάθε γνώσης και ως την ουσία»[22]. Ο Συκουτρής πολέμησε κάθε είδος σχολαστικισμού, «δεν ήταν μονάχα ένας ειδικός επιστήμονας. Ήταν και ένας πνευματικός άνθρωπος»[23]. Πολεμήθηκε  όμως ύπουλα. Δυόμιση χρόνια μετά την δημοσίευση του «Συμπόσιου» δια μιας «ανακαλύπτουν οι αργοπορημένοι μάγοι, ότι το πρώτο της αυτό δημοσίευμα κλασσικού κειμένου είχε πρόλογο αθεϊστικό  και διεφθαρμένο. Ότι και ο ίδιος ο Πλάτων δεν έβγαινε άτρωτος από αυτήν την επίθεση, αυτό είναι η αστεία πλευρά του ζητήματος. Η τραγική, είναι η πίκρα που δοκίμασεν ο Συκουτρής, βλέποντας τους κατηγόρους του να παρασύρουν εναντίον του, άλλους από αδυναμία, άλλους από ψυχική κλίση προς το μισονεϊσμό, άλλους από έναν ψευτισμένο και βέβαια ανθελληνικότατο πουριτανισμό, πολλούς σεβαστούς και αξιόλογους, όσο και αν κάπως παλιούς στη διανόηση ανθρώπους. Η τραγική πλευρά είναι το ράισμα που παθαίνει ο πνευματικός άνθρωπος, όταν βλέπει το έργο του να το παρεξηγούν και να το παραμορφώνουν εκείνοι ακριβώς, που είχαν υποχρέωση να το στηρίξουν και να το καμαρώσουν. Βέβαια, δεν μπορούσε να αργήσει η δικαίωση του έργου του Συκουτρή. Αλλά τούτη τη δικαίωση τη σταμάτησε ο αναπόφευκτος, ο μόνος εχθρός που μπόρεσε να καταβάλει το φλογερόν αυτό μαχητή του λόγου και της σκέψης»[24].  

Η «Μυθολογία του Ωραίου» είναι αφιερωμένη σε ένα σπουδαίο στοχαστή, πρόωρα χαμένο τον Δημήτρη Καπετανάκη. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό της γενιάς του ’30  «Τα Νέα Γράμματα»(Μάρτιος 1937, σελ.238-245) και αποτελεί την κριτική αποτίμηση του δοκιμίου του Καπετανάκη που δημοσιεύθηκε στο «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών»  το οποίο έβγαζαν οι Τσαμαδός, Κανελλόπουλος, Τσάτσος.

Αλλά πριν αναφερθούμε στο δοκίμιο αυτό αξίζει να δούμε ορισμένες σκέψεις, από τον αποχαιρετισμό του Κ.Τσάτσου προς τον αγαπημένο φοιτητή και συνεργάτη του ίδιου και του Π.Κανελλόπουλου, που δημοσιεύθηκαν στην «Νέα Εστία» την 1η Μαρτίου 1946: «δεν είναι ο πρώτος, μα είναι ασφαλώς ο αριστοκρατικότερος, ο λεπτότερος, ο πιο ξεχωριστός και μαζί εκείνος, ίσως ο μόνος, που είχε πια πάρει αρραβώνα του την τύχη για την προκοπή του. Πρόωρα ώριμος και πρόωρα νεκρός,…Ένα υπερευαίσθητος οργανισμός θεληματικά τοποθετημένος έξω από κάθε «πεπατημένη»⸱ ικανός να υλοποιεί και να χρωματίζει τα αόρατα νήματα της ψυχικής ζωής⸱ ιεροφάντης της αποχρώσεως, ζωγράφος των πνευματικότερων διαστολών⸱ μεταφυσικός, θα έλεγα στην ψυχολογία του, όχι στη διανοητική του δόμηση⸱ δέκτης κάθε πλούτου και αναχωνευτής  μέσα στην κριτική του συνείδηση…Χάθηκε ένας «τύπος» ανθρώπινος, γεμάτος πολύτιμην ουσία, ίσως μοναδικός για την Ελλάδα»[25].

Ο Κ.Τσάτσος διαφωνεί με την σκέψη ότι ουσία του ωραίου είναι ο πόνος  καθώς «ουσία του ωραίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ωραίο το ίδιο»[26]. Συνηγορεί όμως στην άποψη του Καπετανάκη ότι «ωραίο είναι το συγκεκριμένο» και ότι «ο αφηρημένος στοχασμός είναι ασυμβίβαστος με την κατηγορία του ωραίου»[27].

Τελειώνοντας γράφει: «όσοι διάβασαν τις τόσες διαφωνίες μου για το δοκίμιο του Καπετανάκη, ίσως φαντασθούν ότι το αποδοκιμάζω και δεν το αγαπώ. Αν δεν το αγαπούσα όμως, δε θα αισθανόμουνα το δικαίωμα να το κρίνω. Το βιβλιαράκι αυτό όχι μόνον το αγαπώ, αλλά και το χαίρομαι και το ευγνωμονώ. Με εξαιρετικές πνευματικές εκλάμψεις, που έχουν βαθιά πηγή μια συνείδηση που φιλοσοφεί, που ζει και τρέμει και λαχταρά, συνεπαρμένη από τον αγνότερο φιλοσοφικόν έρωτα, γραμμένο με φιλοσοφικό πάθος, γεμάτο από αλήθειες –αδιάφορο αν πλάι βρίσκονται και σκέψεις που δεν μας βρίσκουν σύμφωνους –γεμάτο από πνευματικές θέσεις καινούργιες, στέκει σε ένα επιπεδο όπου ελάχιστα δοκίμια αισθητικά στέκονται στον τόπο μας. Γι’ αυτό το συζητώ με τόση θέρμη και παρουσιάζομαι και τόσον απαιτητικός από το φίλο συγγραφέα, που γενναιόδωρα τον προίκισαν οι Πιερίδες»[28].

 

Το δοκίμιο «Ο ποιητής Δ.Ι.Αντωνίου» αναφέρεται στον κοινό τους με τον Σεφέρη ποιητή και καπετάνιο. Ξεκινά με την διαπίστωση ότι «μια πένθιμη ατμόσφαιρα σκεπάζει την ποίηση του Αντωνίου. Εντός της η ζωή σπαραγμένη, κομματιασμένη σαν τον αρχαίον ορφικό θεό. Και η Μούσα σα να στέκεται μπροστά στο θάνατο της ζωής και στη ματαιότητά της που στο θάνατο δουλεύει, και να κλαίει»[29]. Ο πόνος που τον κατέχει δεν είναι αισθητικός αλλά μεταφυσικός. Η τέχνη του καιρού έδωσε «αισθητικό νόημα στο θρυμματισμό, στην έσχατη εξάρθρωση της συνείδησης, της συνείδησης που έχασε παντού την αρετή της μεσότητας και έφθασε στο όριο, όπου η ευαισθησία από την υπερβολική της εκλέπτυνση και την ανάλυση ως τα έσχατα, αρχίζει να βυθίζεται στο μηδέν, και όπου μια καθολική άρνηση πλημμυρίζει με ένα πάντα κινούμενο υγρό στοιχείο  κάθε πτυχή, έτσι που πέρα από την αμφιβολία, το ρώτημα, το άπειρο  και το απειροστό, να μη βρίσκει κανείς τίποτε άλλο, εξόν από τη νοσταλγία για μιαν ανύπαρκτη ακεραιότητα ή και την  ωμή απελπισία»[30].

Σε όλο αυτό το μελαγχολικό σκηνικό «ο Αντωνίου βρίσκει εξαιρετικούς  τόνους σε ακρίβεια και λεπτότητα. Μερικές επαναλήψεις του, τις περιμένουμε και έρχονται στην ώρα που πρέπει  για να μας ανανεώσουν»[31]. Και ακόμη «ο Αντωνίου είναι τίμιος δουλευτής, γι’ αυτό είναι τόσον απλός, τόσον άμεσα προσιτός.  Ούτε υπερηφανεύεται για την ευαισθησία του, ούτε παίζει με αυτήν, κάνοντας ταχυδακτυλουργίες ευαισθησίας, όπως οι παλαιότεροι έκανα ταχυδακτυλουργίες με τις χτυπητές λέξεις. Δεν θρυμματίζει την έκφραση του περισσότερο από ό,τι είναι η συνείδησή του»[32]. Πρόκειται για ένα ποιητικό λόγο που έχει συνείδηση του μέτρου, του ορίου, της ισορροπίας,  αλλά και λιτό όσο και αισθητικά βαθύτερο.. Η θάλασσα και η γυναίκα είναι τα δυο στοιχεία που τον εμπνέουν κυριαρχικά.  Ο Κ.Τσάτσος τελειώνει το δοκίμιο του αναδύοντας ορισμένα ακόμη σημαντικά χαρακτηριστικό της γραφής του Αντωνίου «η ηδονή που δίνει η μουσικότητα του στίχου του, τα χρώματα των εικόνων του», «η εσωτερική αρχιτεκτονική, η ψυχική τάξη, οι μετρημένες αναβάσεις και επιστροφές, η σκληρότητα της νοητής μορφής που κρύβεται κάτω από τη ρευστή μουσική, η αισθησιακά υλική επιφάνεια»[33].

Το δοκίμιο για το βιβλίο του Αιμίλιου Χουρμούζιου, συγγραφέα, δοκιμιογράφο και διευθυντή της «Καθημερινής»,  με τον τίτλο «Η δοκιμασία του πνεύματος» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη «Νέα Εστία» τον Απρίλιο του 1950. Ο Κ.Τσάτσος τονίζει ότι μόνο στο κλίμα της δημοκρατίας ανεβαίνει η ποιότητα του ανθρώπου. Η φωνή του Α.Χουρμούζιου προστίθεται στις φωνές άλλων στοχαστών της Ευρώπης που αγωνίστηκαν ενάντια στους ολοκληρωτισμούς , για την δημοκρατία και είναι ένα «δείγμα πνευματικής αλκής και πνευματικής ελευθερίας και δικαιώνει την πίστη εκείνων που κηρύττουν πως η Ελλάδα ανήκει στη Δύση με το πνεύμα τα και με την πολιτική της δραστηριότητα»[34].

Τα δοκίμια για τον  Κωστή Παλαμά  θα πρέπει να διαβαστούν συμπληρωματικά προς την κύρια μελέτη του.  Υπάρχουν αναφορές στην ορμητική κριτική του Γ.Αποστολάκη, χωρίς να κατονομάζεται.  Συνοπτικά κατηγορείται ότι με αφετηρία μια αχώνευτη ιδεαλιστική φιλοσοφία που δεν μπορεί να φθάσει στην αισθητική συγκίνηση «καταλήγει σε μια σύγχυση ηθικής και αισθητικής κρίσης, σύγχυση που προπαντός αντιμάχεται η ιδεαλιστική φιλοσοφία»[35]. Η στάση αυτή εξυπηρετεί «ένα πρωτόγονο πάθος καταστροφής και άρνησης, που είναι δυστυχώς αχώριστο από την ιστορία της ελληνικής ψυχής σε όλα τα πεδία»[36].

Στο Παλαμά αναγνωρίζεται ότι «έδωσε στην κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιαν εξαιρετική ώθηση. Τοποθέτησε και αποκάλυψε όλους σχεδόν τους σημαντικούς εκπροσώπους της»[37]. Διηγείται πως νεαρός επιστήμονας και ποιητής τον γνώρισε στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο  και στο «κελί της οδού Ασκληπιού». Παρουσιάζει κριτικά την μελέτη του Κ.Δημαρά για το έργο του Παλαμά την οποία αποτιμά ιδιαίτερα θετικά. Στο δοκίμιο αυτό θα αναφερθεί ανώνυμα στον κατήγορο του ποιητή «ένα πνεύμα αρνητικό και στείρο, ένας αρρωστημένος άνθρωπος γεμάτος απωθημένα πάθη»[38].

Ο ποιητή συνενώνει όλη την ελληνική ιστορία, όλα τα επεισόδια του ελληνισμού: «τώρα που πέρασαν χρόνια, τώρα καταλαβαίνω πως η γραμμή της Πεντέλης, το ρητό του Σόλωνα, ο λόγος του Μακρυγιάννη, το δημοτικό τραγούδι, η κουβέντα του καπετάνιου που με ταξίδευε στο Αιγαίο, το έργο του στρατιώτη που μάχεται στα βουνά μας, έχει την ίδια απλότητα, την ίδια λιτότητα του Παλαμά, το ακατάλυτο τούτο μέσα στους αιώνες ενιαίο καθολικό γνώρισμα του Έλληνα, το βαθύτερο κέντρο της ομορφιάς του. Από την απλότητα, την λιτότητά του αυτή, όπως την ζούσε κάθε μέρα και όπως ακόμη αληθινώτερα αποτυπώθηκε στο έργο του, είναι επάνω απ΄ όλα Έλληνας ο Παλαμάς. Έλληνας όχι στην επιφάνεια αλλά στο εσώτατο είναι, στην ύπαρξή του»[39].

 

 



[1] Κ.Τσάτσος, Αισθητικά Δοκίμια, εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1961, σελ.14.

[2] Ό. π. σελ.15.

[3] Ό. π. σελ.15.

[4] Ό. π. σελ.17.

[5] Ό. π. σελ. 19.

[6] Ό. π. σελ.26.

[7] Ό. π. σελ.28.

[8] Ό. π. σελ.28.

[9] Ό. π. σελ.35.

[10] Ό. π. σελ.41.

[11] Ό. π. σελ.47.

[12] Ό. π. σελ.51.

[13] Ό. π. σελ.52.

[14] Ό. π. σελ.52.

[15] Ό. π. σελ.53,54.

[16] Ό. π. σελ.61.

[17] Ό. π. σελ. 61.

[18] Ό. π. σελ.62.

[19] Ό. π. σελ.63.

[20] Ό. π. σελ.64.

[21] Ό. π. σελ.68.

[22] Ό. π. σελ.73.

[23] Ό. π. σελ.78.

[24] Ό. π. σελ.80.

[25] Ό.  π. σελ.85,86.

[26] Ό. π. σελ.89.

[27] Ό. π. σελ. 90.

[28] Ό. π. σελ.95.

[29] Ό. π. σελ.99.

[30] Ό. π. σελ.100.

[31] Ό. π. σελ.100.

[32] Ό. π. σελ.101.

[33] Ό. π. σελ.104.

[34] Ό. π. σελ.119.

[35] Ό. π. σελ.126.

[36] Ό. π. σελ.126.

[37] Ό. π. σελ.131.

[38] Ό. π. σελ.141.

[39] Ό. π.σελ.148.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου