Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Χάρης Παπαχαράλαμπους: Στα μονοπάτια της σιγής-ο Heidegger και το Δίκαιο, προλογικό σημείωμα Στέφανος Ροζάνης, σελ. 305,εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα Ιούνιος 2020



Ένα από τα πιο βαθυστόχαστα φιλοσοφικά έργα που διάβασα το τελευταίο διάστημα είναι το ανά χείρας βιβλίο.
Ενώ ασχολείται συνολικά με το έργο και την προσωπικότητα του Μ. Χάιντεγκερ, επικεντρώνεται σε ένα τομέα την σχέση της φιλοσοφίας του με το Δίκαιο, ο οποίος ούτε έχει μελετηθεί μέχρι τώρα επαρκώς αλλά ούτε και οι σκέψεις του Γερμανού φιλόσοφου είναι ιδιαίτερα αποσαφηνισμένες. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται από ότι δεν υπήρξε ούτε συνταγματολόγος, ούτε πολιτειολόγος, όπως ο σύγχρονος του Κ.Σμίτ, αλλά στοχαστής και φιλόσοφος με την κλασσική σημασία του όρου. Βεβαίως οι σκέψεις του ενέχουν πολιτικά συμπεράσματα. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας «ο Heidegger δεν υπήρξε δεδηλωμένος πολιτικός φιλόσοφος, αν και οι οντολογικές του κατηγορίες διαθέτουν πολιτικές συνηχήσεις. Παρ’ όλη την εκ μέρους του απόρριψη της «πολιτικής επιστήμης» και την διαφορά του από καίριες θεματικές της (πολιτική σύνταξη, δημοσιότητα, νομιμοποίηση, κριτικό πνεύμα, αγωνιστικότητα κ.λ.π.), τούτες οι οντολογικές κατηγορίες δεν αποκλείουν μια πολιτική ανάγνωση του έργου του»(σελ.122).
Με γόνιμο και κριτικό εξετάζεται όχι μόνο ο στοχασμός του Χάιντεγκερ αλλά και όλο το εύρος της βιβλιογραφίας που δείχνει το εύρος των επιρροών του αλλά και των αντιδράσεων-θετικών και αρνητικών- που προκάλεσε.
Ο Χάιντεγκερ απέρριψε άλλους στοχαστές της γερμανικής συντηρητικής επανάστασης με φιλοσοφικά επιχειρήματα. Έτσι «οι πολιτικές υποστασιοποιήσεις τύπου Ernst Junger τίθενται υπό κριτική ως μεταφυσικές κατηγορίες, έστω και στο πλαίσιο της αναστοχασμένης φυσιοκρατίας του νιτσεϊκού μοντέλου. Ο Heidegger θα απορρίψει δηλαδή την έννοια της “Gestalt” του Junger ως νεωτερική-μεταφυσική υπόσταση, αφού αυτός επανάγεται με αυτήν στην καρτεσιανή ακρίβεια και στο ανθρώπινο υποκείμενο (πχ. τον «Εργάτη») ως ακίνητο θεμέλιο (“fundamentum inconcussum”) του Είναι)»(σελ.122). Η επίκριση που αναπτύσσει στον φιλελευθερισμό και στην τεχνική τον ο δηγεί στην απόρριψη επίσης του Κ.Σμίτ με επιχειρήματα ανάλογης θεμελίωσης.
Βέβαια «η φιλοσοφική αντίθεση του Heidegger στο ναζιστικό ρατσισμό ήταν κάθετη. Η βιομηχανική και συστηματική όψη του τον οδήγησε ακριβώς στη διάπλαση της κριτικής-καταγγελτικής έννοιας της πλαισιοθέτησης»(σελ.149). Επίσης τα περιβόητα «Μαύρα Τετράδια» του Χάντεγκερ «δεν είναι μονοσήμαντα αντισημιτικά ή φιλοναζιστικά. Ο ναζισμός απεικονίζεται συχνά ως οντική βαρβαρότητα και η εθνολαϊκιστική ιδεολογία αποδομείται, ενώ καταγγέλεται ο «μικροαστισμός» που υφέρπει στον ιστορικό εθνικοσοσιαλισμό»(σελ.161). Συγχρόνως σε αντίθεση με τον αρρωστημένο αντισλαβισμό της ναζιστικής ιδεολογίας ο Χάιντεγκερ εξυμνεί σε πολλές περιπτώσεις την Ρωσία(σελ.162). Αλλά «είναι αληθές ότι ο Heidegger γνώρισε πολιτικές περιπέτειες μετά την αποχώρησή του από το ναζιστικό κόμμα, γνώρισε πολιτικές διώξεις από ακαδημαϊκούς «συναδέλφους» του, όπως ο Ernst Krieck, την απόλυση του από το πανεπιστήμιο το 1944 και την αποστολή του για καταναγκαστική εργασία στο Ρήνο»(σελ.162).
Σύμφωνα με το συγγραφέα, σε αντίθεση με την πρώτη περίοδο του έργου του και σε αυτή περιλαμβάνει και το «Είναι και Χρόνος», «το ύστερο έργο του, όμως είναι μια καταδίκη του ναζισμού, που αποκαλύπτεται ως διαστροφική αποθέωση της «humanitas”, που με την αισθητικοποίηση της πολιτικής κορυφώνει διεστραμμένα τη μοίρα της τέχνης ως εκδοχής της «τεχνικής» στη μορφή μιας ολοκληρωτικά περίκλειστης κοινότητας χωρίς περίκοσμο»(σελ.163).
Κατά παράδοξο τρόπο ο ύστερος Χάιντεγκερ συναντάται με τον ύστερο Κ.Σμίτ: « ο ύστερος Schmitt αφήνει να αναδυθούν σκέψεις που μαρτυρούν ορισμένη στωικιστική αποδέσμευση από την πολιτικο-θεολογικά σπαρασσόμενη εκκοσμίκευση. Έτσι θα συναντήσει τον ύστερο Heidegger και δη την ησυχαστική του κατάληξη με την Άφεση»(σελ.242).
Ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο και στον επίλογο συνοψίζει την αμφίσημη σχέση του Χάιντεγκερ με το Δίκαιο. Ίσως η απόφανση «το θετικό δίκαιο είναι λησμοσύνη» (σελ.249) περιγράφει στην πιο ολοκληρωμένη μορφή τα αδιέξοδα που κατέληξε η χαϊντεγκερινή ερμηνεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου