ΡΗΞΗ φ.100
Στο Πολιτικό Ημερολόγιο του Γ.Σεφέρη, υπάρχει μια καταγραφή στις 1 Οκτωβρίου του
1945, που παρότι πρόκειται για μια σκέψη που απευθύνεται στον ίδιο,
περιγράφει αδρά και ρεαλιστικά την κατάσταση του νεοελληνισμού της εποχής του,
αλλά δυστυχώς βρίσκει πλήρη
αντιστοιχία και στην σημερινή μας
πραγματικότητα.
« Αποκαρδιωμένος όπως πάντα ύστερα από κάτι
τέτοια, μολονότι τα είδα τόσες και τόσες φορές, όπου η βλακεία, η εγωπάθεια, η
μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει
στην ανάγκη να ξεράσεις. Γιατί; Γιατί είμαι δεμένος μ’ αυτό τον τόπο και
μολονότι δεν έχω καμιά απολύτως φιλοδοξία για πολιτική δράση μου φαίνεται σαν
ένα είδος ακρωτηριασμού να πω ξαφνικά να σας χέσω και να αποξενωθώ από όλα
αυτά. Γιατί είμαι βέβαιος πώς τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν την
ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι, πολλοί που
δεν ξέρουν αλλά που αξίζουν, που σε φωνάζουν »[1].
Ο
Σεφέρης εύστοχα περιγράφει μια άθλια, ημιμαθή, ηγετική ελίτ που διακρίνεται από
την άλλη την ζωντανή και εν πολλοίς άγνωστη Ελλάδα. Σε αντίθεση με κάποιους
σύγχρονους μας διανοούμενους, που ο αντιλαϊκισμός τους είναι η πρόφαση για να
αθωώσουν την καθόλα χρεοκοπημένη ελίτ, αυτός λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Μάλιστα η σημερινή κατάσταση είναι πολύ πιο
θλιβερή, παρά τις πολλές αναλογίες και ομοιότητες με ότι συνέβαινε την εποχή που
έγραφε ο ποιητής. Τους δοσίλογους, συνεργάτες και μαυραγορίτες της κατοχής
διαδέχθηκαν αυτοί που ροκάνισαν τις πιστώσεις του σχεδίου Μάρσαλ. Βεβαίως ότι
έγινε με τα διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα ξεπερνά σε έκταση κάθε προηγούμενο.
Διότι η πλήρης απουσία ελεγκτικών μηχανισμών συνοδεύτηκε από δύο γεγονότα: την
κυριαρχία μιας πολιτικής ελίτ, ημιμαθούς, ηθικά αχαλίνωτης, μιζαδόρικης και τον έλεγχο της με πολλούς τρόπους από
εξωγενείς δυνάμεις.
Ουσιαστικά το πολιτικό-οικονομικό σκηνικό
ελέγχθηκε από μια διακομματική ελίτ, που παρότι επικαλέσθηκε σε πολλές περιπτώσεις τον ευρωπαϊσμό και τον
εκσυγχρονισμό, η ίδια έχει χαρακτηριστικά φεουδαρχικά όπου η πρωθυπουργία, ή
υπουργία, ή η βουλευτική έδρα κληρονομείται στον υιό, στον ανεψιό, στον εγγονό
όσο και αφελής, ή ανόητος, ή διεφθαρμένος, ή ημιμαθής, ή αγράμματος και ας
είναι. Στα πλαίσια αυτά η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ακυρώθηκε και η όποια ανανέωση προσώπων
γίνεται, αφορά πρόσωπα ασήμαντα στην μεγάλης τους πλειοψηφία, που μπορούν
εύκολα να χειραγωγηθούν. Οι εκπρόσωποι δεν αισθάνονται καμιά ηθική δέσμευση
απέναντι σε αυτούς που υποτίθεται εκπροσωπούν. Οι θεσμοί απέμειναν νεκροί, ενώ
τα μνημόνια δώσανε το οριστικό κτύπημα στην συνταγματική τάξη. Η ελεύθερη
κυκλοφορία των ιδεών και η αμοιβαία ανοχή, μια σημαντική κατάκτηση της
μεταπολίτευσης δεν μπορεί προς το παρόν να επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις.
Οι «ευρωπαϊστές» μας, παρά την ανησυχία
όσων θεωρούν ότι θα πρέπει να διασωθεί η ιδιαίτερη ταυτότητα μας, δεν
ενδιαφέρθηκαν τόσο για την εισαγωγή επείσακτων θεσμών όσο για την ενθυλάκωση
των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η άθλια αυτή ελίτ, επειδή είναι αργόσχολη και
δεν έχει καμιά σχέση με την πνευματική ή
την χειρωνακτική εργασία, απασχολείται αποκλειστικά με διαμεσολαβητικές και
παρασιτικές ασχολίες που δεν προϋποθέτουν κόπο και προσπάθεια. Είναι συνεπώς
εξηγήσιμο γιατί οι εισροές που προήλθαν είτε από τα ευρωπαϊκά ταμεία και
προγράμματα είτε από τον εν γένει δανεισμό δεν χρησιμοποιήθηκαν για να
εκσυγχρονιστούν οι υποδομές της ελληνικής οικονομίας, ώστε να λάβει παραγωγικές
κατευθύνσεις, αλλά και να ενισχυθεί ουσιαστικά η εθνική άμυνα, αλλά ως μέσο για να στηθεί και
να αναπαραχθεί μια πολιτική-οικονομική ελίτ με μαφιόζικα χαρακτηριστικά, που
είχε την διαφθορά ως τρόπο ύπαρξης.
Βεβαίως μέσα ενημέρωσης και σοβαροί δήθεν
διανοούμενοι παίζουν στα αυτιά μας την
μελωδία της συλλογικής ενοχοποίησης. Σαν να
έχουν την ίδια ευθύνη οι μιζαδόροι με τους πολιτικούς πελάτες τους. Μπορεί
να θυσιάζονται στοιχεία όπως ο Τσοχατζόπουλος και ο Σμπώκος που είχαν καεί και αποβληθεί, ή άλλοι που
κινούνται στα όρια της γραφικότητας όπως ο Λιάπης, ή μικρότερα «ψάρια» όπως ο
Τομπούλογλου, ενώ από την άλλη πλευρά οι αμέριμνοι «αγωνιστές» της αριστεράς
επενδύουν σε διεθνή κεφάλαια, γεμίζουν τις καταθέσεις τους με εκατομμύρια ευρώ και απολαμβάνουν τις μοναδικές αποζημιώσεις
από τις τράπεζες που ελάχιστα απασχολήθηκαν, αλλά η βαθιά, ουσιαστική,
πραγματική κάθαρση είναι ένα ζητούμενο που θα εξαρτηθεί από την ετοιμότητα της
δικαιοσύνης αλλά και του ελληνικού λαού.
Μαζί με τον ποιητή Γ.Σεφέρη μπορεί να «ξερνάμε»
για τις ελίτ, αλλά γνωρίζουμε ότι υπήρχε και υπάρχει μια πραγματικότητα του
ελληνισμού, που αξίζει να την αναδεικνύουμε και να την υπερασπιζόμαστε με νύχια και δόντια. Είναι η πραγματικότητα
του Σεφέρη, του Ελύτη, του Θεόφιλου, του Ρίτσου, του Πικιώνη, του Εγγονόπουλου και πολλών άλλων γνωστών και άγνωστων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου