Δημοσιεύθηκε στη ΡΗΞΗ φ.140
Μετά την συλλογή διηγημάτων «ο Ανταρτόπαππας», ο Γ.Τσέγκος, επιστρέφει με την νέα συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Η Ριρή» από τα οποία τα περισσότερα έχουν ήδη δημοσιευθεί στα περιοδικά που συνεργάζεται όπως το «Κοράλλι» και το «Άρδην».
Γραμμένα σε μια απλή, γνήσια, στρωτή νεοελληνική γλώσσα έχει την δύναμη να διαπλάθει χαρακτήρες με ευκρινή χαρακτηριστικά και εικόνες με πλαστικότητα, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και ζωντάνια. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να απαντήσουμε αν τα περιστατικά που περιγράφει είναι γέννημα της δημιουργικής φαντασίας ή αντίθετα έχουν συμβεί με τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο. Η λεπτή ειρωνεία, ο σαρκασμός, η επιστράτευση του κωμικού στοιχείου χρησιμοποιούνται σε αρκετά από αυτά όχι μόνο ως τρόπος απομυθοποίησης καταστάσεων αλλά και για να υποδειχθεί η ίδια η τραγικότητα και η αντιφατικότητα της ύπαρξης. Όλα αυτά ενισχύονται από τα σκίτσα του Δ.Μοράρου και του Ε.Παπαδημητρίου.
Κατά αυτόν αυτό τον τρόπο η σοβαροφάνεια της κομματικής πειθαρχίας, η ατσαλάκωτη κομματική γλώσσα, η υποκρισία του ευσεβισμού σαρκάζονται και άμεσα αποδεικνύονται πόσα λίγο συμβιβάζονται με την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχικού κόσμου. Τα έτοιμα τσιτάτα, η πνευματική μονομέρεια ακολουθούν συνήθως την πολιτική εσχατολογία αλλά στέκονται εντελώς ανίκανα να ερμηνεύσουν την απρόβλεπτη και σύνθετη ανθρώπινη ύπαρξη.
Αλλά ας γίνομαι πιο συγκεκριμένοι. Το διήγημα «Η εις καμπαρέ κάθοδος» ως παραλλαγή του «η εις Άδου κάθοδος» περιγράφει μια νεανική παρέα που προσπαθεί να δικαιολογήσει μια νεανική παρεκτροπή με τις αυστηρές κομματικές εντολές που προτρέπουν σε μια συγκεκριμένη βιωτή που πρέπει να ακολουθεί ο αριστερός αγωνιστής. Γράφει λοιπόν ότι ο λόγος που ο ήρωας του προσχωρεί στην αριστερά είναι «η συμπάθεια του προς την Αριστερά οφείλονταν στην Αντίσταση και κυρίως στο Κυπριακό»(σελ.11) αλλά όμως «δεν έπαιρνε στα σοβαρά την ηθικολογική, στα ερωτικά, νοοτροπία που κυριαρχούσε στην Αριστερά, αλλά και σε άλλες οργανώσεις όπως οι ευσεβιστικές, που κι’ αυτές είχαν μεγάλη απήχηση στη νεολαία»(σελ.11). Το «μελίσσι των ψυχών» είναι ένα άλλο διήγημα, συγκινητικό με έντονη μεταφυσική διάθεση όπου επισημαίνεται «οι μεταφυσικές τελετουργίες αποτελούν μια πολύτιμη, θεραπευτική, νηπενθή διαδικασία όπως και η Μακαριά, δηλαδή το τραπέζωμα όλων όσοι συνοδέψαμε τη μεταστάσα ως την τελευταία κατοικία»(σελ.27). Σε κάθε εξόδιο ακολουθία στήνεται μια κοινότητα δίπλα από πόνος, η απογοήτευση, το αδιέξοδο καταλαγιάζουν και να οδηγούμεθα στην χαρμολύπη, στον ευφρόσυνο πόνο. Στο διήγημα «Στου Μπαρμπαλιά» περιγράφεται με αφορμή τις εμπειρίες από μια ταβέρνα περιγράφεται μια εποχή όπου η φτώχια και η έλλειψη ήταν ο γενικός κανόνας. Στο διήγημα «για ένα μπουκάλι κολώνια» περιγράφεται ο κόσμος της εθνικής αντίστασης, ο ρόλος του ΚΚΕ και της αριστεράς σε αυτά, και πως τα δραματικά γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου καθόρισαν τουλάχιστον δύο γενιές. Το ίδιο κλίμα συναντούμαι στο διήγημα «το συναξάρι των προοδευτικών» όπου τονίζεται ότι ο «έρωτας απάλυνε τις ιδεοληψίες»(σελ.73).
Ένα ψηφιδωτό της εκκλησιαστικής κοινότητας μας δίνει το διήγημα «Στον Άι-Γιάννη», ενώ στέκεται και πάλι στα γεγονότα της κατοχής και σε όσα επακολούθησαν, όπως γράφει: «στα χαμηλά πεζούλια του αυλόγυρου της εκκλησίας μαζεύονταν τα βράδυα οι άνδρες και κουβέντιαζαν∙ γυναίκες σχεδόν ποτέ. Αυτές μαζεύονταν στη βρύση, που ήταν στο ανατολικό άκρο του οροπεδίου, όπου κουτσομπόλευαν αλλά και τραγουδούσαν. Η βρύση ήταν στον δρόμο, τον μοναδικό, που πήγαινε για το Θραψίμι κι από αυτόν περνούσαν τότε αντάρτες και καπεταναίοι, με γένια και φυσεκλίκια∙ γέμιζαν στη βρύση τα παγούρια τους, έπιναν και οι ίδιοι από την πέτρινη κούπα, για να «χαιρετήσουν» τη βρύση, και μετά έβρεχαν τα γένεια τους και τα μαλλιά τους»(σελ.99).
Το διήγημα «Η Ριρή» που χάρισε και τον τίτλο στο βιβλίο περιγράφει μια κατάσταση που μεταβαίνουμε από το εκείθεν στο εντεύθεν, η μεταφυσική διάθεση, η συμμετοχή στην εκκλησιαστική κοινότητα μετατρέπεται σε χοϊκή και γήινη διάθεση. Εδώ ξεπηδούν τα ένστικτα της ζωής, του έρωτα, ακατέργαστα, πρωτόγονα, αταβιστικά, ισχυρά σαν ένας χείμαρρος που γκρεμίζει στο πέρασμα του το κάθε φράγμα. Βεβαίως ο έρωτας και η επιδίωξη της ισχύος είναι σταθερά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά που πιθανόν να εκλογικεύονται ή να εκτρέπονται μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού, αλλά για να θυμηθούμε τον Νίτσε και τον Φρόϋντ δεν παύουν να συνοδεύουν διηνεκώς την ανθρώπινη ύπαρξη.
Τέλος το διήγημα για τον Κώστα Τσιρόπουλο, για αυτόν τον εκλεκτό στοχαστή, περιγράφει με χιούμορ και ζωντάνια αυτή την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που υπήρχε στο παλιότερο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Φίλων, στην επονομαζόμενη στοά του Απότσου.
Ο Γιάννης Τσέγκος εκπληρώνει αυτό το στοιχείο που επιζητούσε ο Γ.Σεφέρης, να γράφει απλά αλλά και αληθινά. Όμως επιτυγχάνει να περιγράψει με γνήσιο τρόπο την ελληνική κοινωνία μετά τον πόλεμο μέχρι τις ημέρες μας, τους ανθρώπους της με τα ιδιαίτερα αλλά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά τους, όπως ακριβώς είναι με χιούμορ και κατανόηση για την αδυναμία τελικά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου