Ανάμεσα στο 1938 και το 1939 ο Κ.Τσάτσος και ο Γ.Σεφέρης συζήτησαν για
την νέα ποίηση από τα περιοδικά «Νέα
Γράμματα» και «Προπύλαια». Το πρώτο ήταν το βήμα της γενιάς του ’30,
κυκλοφορούσε ουσιαστικά με την χρηματοδότηση του Γ.Κατσίμπαλη και την διεύθυνση
του Α.Καραντώνη. Ο Κ.Τσάτσος , λόγω της φιλίας του με τον Κατσίμπαλη και με τους περισσότερους συντελεστές του δεν ήταν ποτέ μακριά από αυτό, ενώ για
κάποιο διάστημα είχε τον ρόλο του άτυπου ταμία και συγκέντρωνε συνδρομές και
χορηγίες ώστε να συνεχίσει την έκδοσή του[1]. Το
δεύτερο εκδιδόταν από τους μαθητές του Κ.Τσάτσου Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, Νάσο
Δετζώρτζη, Ηρώ Κορμπέτη και Παναγή
Παπαληγούρας. Τα δοκίμια του Κ.Τσάτσου ήσαν «Πριν από το ξεκίνημα»(Απρίλιος 1938),
«Ένας διάλογος πάνω στην ποίηση» (Οκτ.Δεκ.1938), « Απολογισμός ενός
διαλόγου»(Ιαν. Φεβρ.1939). Αντίστοιχα τα δοκίμια του Γ,Σεφέρη ήταν: «Διάλογος πάνω στην
ποίηση» (Ν.Γ.τεύχος 8-9,1938), «Δεύτερος διάλογος ή μονόλογος πάνω στην ποίηση
«(Ν.Γ. τεύχος 1-3,1939). Ο διάλογος κλείνει με δύο επιστολές του Σεφέρη και του
Τσάτσου που δημοσιεύονται στα «Νέα Γράμματα», τεύχος 7-12, Ιουλ.Δεκ.1939[2]. Ο
Κ.Τσάτσος ενώ από νεαρή ηλικία είχε μια σπάνια ευρωπαϊκή παιδεία στον διάλογο
αυτό εμφανίζεται να υπερασπίζεται μια αδιάλλακτη ελληνικότητα που είναι
αντίθετη σε κάθε απόπειρα ανανέωσης της ποιητικής φόρμας. Στο πρώτο του δοκίμιο
γράφει:
α «Η πρόθεση της πρωτοποριακής κίνησης είναι να μεταθέση την ποίηση σε
μια περιοχή, όπου ο ειρμός γίνεται χαλαρός, κάποτε αμφίβολος, και σε ακραίες
εκδηλώσεις ανύπαρκτος, όπου το αισθητικό νόημα και το έλλογο νόημα της
ποιητικής έκφρασης όχι μόνο διαφέρουν, διατηρώντας κάποιαν επαφή, όπως
συνέβαινε πάντα στην ποίηση ως τώρα, αλλά τείνουν πια να χωρισθούν έτσι
θεμελιακά, ώστε το έλλογο νόημα να γίνη εντελώς ανύπαρκτο»[3].
β «Για να πάρη μια θέση απέναντι σε αυτήν την πρωτοποριακή κίνηση,
μένοντας πιστός στη φύση του, είναι ανάγκη ο νέος να ξεκινήση από την αρχή,
ότι, όσο και αν δεν μπορή κανείς να αρνηθεή την υπερεθνική υπόσταση των πνευματικών
ρευμάτων, η ουσία της πνευματικής του ζωής είναι αναπόσπαστη από τη γη και από
την ιστορία του λαού όπου ανήκει. Την αρχή αυτή, έτσι θεωρητικά διατυπωμένη,
στη γενικότητά της, δεν την αμφισβητεί ίσως κανείς. Αλλά για να γίνη η αρχή
αυτή συγκεκριμένη αλήθεια μέσα σε μια συνείδηση, χρειάζονται και άλλα στοιχεία.
Πρέπει να ορισθή ποια είναι αυτή η γη, ποιο είναι το πνευματικό νόημά της, που
κυριαρχικά προσδιορίζει τη γνήσια τέχνη και την ουσιαστική σκέψη, και ακόμη
ποια είναι αυτή η ιστορία, ως ενότητα ενιαία συλληπτή από το πνεύμα. Ειδικώτερα
για την Ελλάδα, πρέπει να γίνη συνειδητή η εσώτατη συνοχή όλων των ιστορικών
περιόδων της και το κοινό πολιτιστικό τους νόημα. Με αυτό το γνώρισμα, άφοβα,
και όχι αρνητικά, θα δεχθή η γνήσια ζωή επηρεασμούς και θα τους αφομοιώση. Και
αν είναι αλήθεια βαθιά ριζωμένη, και αν είναι αλήθεια δημιουργική η ζωή αυτή,
μόνο να πλουτίση και να βαθύνει μπορεί από μια τέτοιαν επικοινωνία. Αλλά αφού
πάρη ό,τι έχει να πάρη, θα μείνει εδώ, στη γη και στην ιστορία όπου γεννήθηκε»[4].
γ «Ο Πλάτων τους οπαδούς της πρωτοποριακής μας κίνησης θα τους ωνόμαζε
«κομψούς», όπως ωνόμαζε τους σοφιστές, που στη σφαίρα της φιλοσοφίας αρνήθηκαν
την ύπαρξη του αντικειμενικού λόγου και στάθηκαν στο άλογο στοιχείο της
αίσθησης. Η πρωτοποριακή ποίηση είναι ποίηση σοφιστική»[5].
δ «Αντίθετα στης πρωτοποριακής κίνησης τα έργα μόλις διακρίνεται η
σφραγίδα της ελληνικότητας. Το δούλεμα του γλωσσικού οργάνου, αντί να
συνεχίζεται, οπισθοδρομεί. Η αγάπη και η γνώση της γλώσσας αμβλύνεται, και
χωρίς αντίρρηση ανακατεύεται η καθαρεύουσα με τη δημοτική, έτσι που η γλώσσα
των πρωτοπόρων ποιητών, με αυτό το τυχαίο και άχαρο μίγμα, κατάντησε να είναι
λιγώτερο ελληνική από τη γλώσσα των παλαιοτέρων. Θαρρώ και πως οι εκφραστικές
μορφές τους έχουν μια πολύ αμφίβολη σχέση με το πνεύμα και τη ζωή μας»[6].
Θα ακολουθήσει η απάντηση του Γ.Σεφέρη και το νέο δοκίμιο του Κ.Τσάτσου όπου θα
υποστηρίξει:
«Εκείνο που ως σκοπός με ενδιαφέρει, είναι η γνησιότητα, όχι η
ελληνικότητα του έργου. Δεν θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο ελληνικό,
θέλω την ελληνικότητα, για να είναι το έργο γνήσιο. Και τη θέλησή μου αυτήν την
θεμελιώνω σε μια ιστορική διαπίστωση, στο ότι αποδείχνονται γνήσιοι οι
καλλιτέχνες που έφθασαν να εκφράσουν τη βαθύτερη ουσία του πνεύματος του λαού
τους. Δεν είπα στον ποιητή, καθώς φαίνεται να με ερμηνεύη ο Σεφέρης:
πρέπει να είσαι Έλληνας. Είπα: πρέπει να
είσαι γνήσιος καλλιτέχνης. Αλλά πρόσθεσα μιάν άλλη σκέψη, όχι δεοντολογική,
αλλά ιστορική: για να φθάσης στη γνησιότητα, είσαι αναγκασμένος να περάσης από
την ελληνικότητα. Και είπα ακόμη: αφού έτσι είναι τα πράγματα, κοίταξε να
συνειδητοποιήσης μέσα σου την ελληνικότητα, την ελληνική ιδέα. Καθ’ όσον
δουλεύεις ως καλλιτέχνης, να μην τη σκέπτεσαι
ως τελικό σκοπό, αλλά να τη σκέπτεσαι πάντα, ως αναγκαίο μέσον πνευματικής και καλλιτεχνικής καλλιέργειας της
προσωπικότητάς σου»[7].
Το δοκίμιο του Κ.Τσάτσου «Απολογισμός ενός διαλόγου» είναι το
περισσότερο φιλοσοφικό αφού χρησιμοποιεί την πλούσια καντιανή παιδεία που
διαθέτει, γράφει:
α «Αισθητική και όχι λογική
αντικειμενικότητα ζητάμε από την τέχνη. Η θεωρητική αντικειμενικότητα έχει κάτι
που πρέπει, κατά τον καθαρό λόγο, να δεχθούν όλοι σαν αληθινό. Η αισθητική
αντικειμενικότητα έχει κάτι που πρέπει κατά τον αισθητικό λόγο, να δεχθούν σαν
ωραίο. Και αυτά είναι δύο εντελώς διάφορα και ασύγκριτα…Αν και δεν πιστεύω να
μένη πια αμφιβολία για την έννοια του έλλογου μέσα στον όρον «έλλογη νοηματική
αλληλουχία», θα την διαφωτίσω όμως από μιαν άλλη πλευρά, για να δείξω πως η
εμμονή μου στο έλλογο δεν καταργεί τη σχέση της τέχνης με τα άλογα στοιχεία»[8].
β «Από αυτές τις φράσεις γίνεται
φανερό πως το έλλογο στοιχείο δεν αποκλείει από την ποίηση την άλογην ουσία της
ζωής, το πάθος, την αγάπη, την έκσταση, την ηδονή. Απεναντίας το έλλογο
στοιχείο είναι εκεί, για να εκφράση αυτές τις άλογες δυνάμεις. Αλλά όλες αυτές
υπάρχουν ακέραια, υπάρχουν τουλάχιστον για την τέχνη ακέραια, μονάχα άμα
εκφρασθούν, και δεν μπορεί να εκφρασθούν παρά με έλλογες μορφές, στην περιοχή
της ποίησης ειδικά, με έλλογες
νοηματικές αλληλουχίες. Και γι’ αυτό η έλλογη νοηματική αλληλουχία είναι
κανόνας a priori της ποίησης. Όχι γιατί
τυχόν έλλογη ουσία ζωής εκφράζει η ποίηση, αλλά γιατί μόνον έλλογα μπορεί να
εκφράση την άλογη ουσία. Τούτη η μετουσίωση χωρίζει τον άνθρωπο που απλώς ζει
από τον άνθρωπο που δημιουργεί, και φαίνεται αυτός ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής
που έχει να επιδείξει η τέχνη»[9].
γ «Ύστερα όμως από τις τόσες επίμονες αναπτύξεις μας γύρω σε αυτό το
θέμα, είναι άραγε ανάγκη να τονίσωμε και πάλι, πόσο δεν ζητάμε λογικότητα, με
την έννοια της αναλυτικής λογικής ή και με την έννοια του κοινού νου, από
οποιαδήποτε τέχνη, πόσον απεναντίας βρίσκομε το πεδίον της ποίησης πέρα από την
τέτοια λογικότητα, όχι μόνον στους λεγόμενους δύσκολους ποιητές, αλλά και σε
εκείνους –και συχνά προ παντός σε εκείνους- που για την αισθητική τους
δημιουργία μεταχειρίζεται ένα υλικό που τυχαίνει να έχη και λογικότητα; Αφού το ωραίο αντικείμενο πρέπει να αποδώση
μέσα μας αίσθημα και όχι γνώση, πως μπορεί να μας ενδιαφέρη σαν στοιχείο του
ωραίου η εννοιολογική διαμόρφωση, η διανοητική συγκρότηση του ωραίου
αντικειμένου;»[10].
Ο διάλογος κλείνει με την επιστολή του Γ.Σεφέρη που ξεκινά με το
«ΑΓΑΠΗΤΕ μου Κωστή» και τελειώνει με την φράση «τι τα θέλεις, είμαι
ειδωλολάτρης και δεν είχα ποτέ μεγάλη κρίση για τον πουριτανισμό»[11] και την
επιστολή του Κ.Τσάτσου που ξεκινά και αυτή με την φράση «Αγαπητέ μου Σεφέρη»
και τελειώνει με την φράση «υπάρχουν πράγματα που νοούνται αν και δεν είναι
λογικά συλληπτά, αλλά δεν είναι όμως και άλογα, όπως είναι άλογο ένα
συρρεαλιστικό ποίημα. Είναι κάτι που δεν είναι ούτε το ένα, το άλλο, κάτι
έλλογο που υπερβαίνει το λογικό»[12].
Οι απόψεις του Κ.Τσάτσου συμπληρώνονται με επιστολή προς τον Ο.Ελύτη
που δημοσιεύθηκε στα «Νέα Γράμματα», τόμος Ζ’, Νο 2 σελ.91-96 και τελειώνει με
ευγενικό τρόπο: «Επαναστατικά καινούργια είναι η πλούσια και ωραία ψυχική σας διάθεση,
ο ποιητικός τρόπος που με αυτόν ανανεώνετε και λαμπρύνετε τα ταπεινά, τα αλαμπή
πορίσματα του πεζοπόρου φιλοσοφικού στοχασμού. Και δεν μπορώ τελειώνοντας παρά
να σας ευχαριστήσω για την ευγένεια του υψηλού, του ελληνικού ήθους που ξεχύνεται
από τα γραφόμενά σας, για τη στιλπνότητα και τη σφριγηλή κίνηση της εμπνοής,
που χάρη σε αυτές μου δόθηκε και μένα να ξαναχαρώ σαν πρωτόπλαστες τις αιώνιες
αλήθειες, αυτές που όλοι όσοι πιστεύομε στον υπερπραγματικό κόσμο το πνεύματος
πασχίζομε, πλησιάζοντας τες αδιάκοπα, από διαφορετικούς ο καθένας δρόμους, να τις
ανακαλύπτωμε και να τις αποκαλύπτωμε, αν μπορούμε, κατά τους ανεξάντλητους τρόπους
της μορφής των»[13].
[1] Αναλυτικότερα στην
διδακτορική διατριβή του Σάββα Καράμπελα, Το περιοδικό Νέα Γράμματα 1935-1940
και 1944-1945, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2009, https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/27021?lang=el#page/1/mode/2up
[2] Γ.Σεφέρης-Κ.Τσάτσος,Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμέλεια
Λουκάς Κούσουλας, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1975, σελ. 205.
[3] Ό. π. σελ.6.
[4] Ό. π. σελ.9.
[5] Ό. π. σελ.11.
[6] Ό. π. σελ. 13.
[7] Ό. π. σελ.62.
[8] Ό. π. σελ.149.
[9] Ό. π. σελ.151.
[10] Ό. π. σελ. 161.
[11] Ό. π. σελ. 185.
[12] Ό. π. σελ190.
[13] Ό. π. σελ.199.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου