Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Γ.Σεφέρης: Οι «Μέρες»

 

                                        



                                

 

                Στις «Μέρες», ο Γ.Σεφέρης, απευθύνεται πρώτα-πρώτα στον ίδιο. Είναι ένας εσωτερικός μονόλογος  σε στρωτή δημοτική γλώσσα που αποτελεί μια μαρτυρία για τον τρόπο που εξελίχθηκε η σκέψη του, για τα συναισθήματα που είχε σε διάφορες στιγμές της ζωής του, για τις αξιολογήσεις που έκανε για πρόσωπα και γεγονότα σε ένα χώρο περισσότερο ιδιωτικό.

                Στις 3 Γενάρη 1926 γράφει μια σκέψη που θα επαναλάβει και σε άλλο κείμενό του: « στην Ελλάδα υπάρχουν οι δύο ράτσες: η ράτσα του Σωκράτη και η ράτσα του Άνυτου, του Μέλητου και του Λύκωνα. Η πρώτη κάνει το μεγαλείο του τόπου και η δεύτερη το ίδιο κάνει αρνητικά. Όσο υπάρχει η πρώτη, χρειάζεται λοιπόν και η δεύτερη. Αλλά τώρα η πρώτη χάθηκε ολότελα, και πάει»[1].

                Στις 18 Γενάρη 1926 σημειώνει επιγραμματικά: «Από τη Δύση δε γυρίσαμε στην  Ελλάδα χορτάτοι, γυρίσαμε πεινασμένοι»[2].

                Στις 8 Απρίλη 1926 σημειώνει για το γλωσσικό: «στον τόπο μας έχουμε μπλέξει τα ζητήματα. Κυρίως γιατί, εδώ και κάμποσα χρόνια, ο τεχνίτης του λόγου είναι κι ένας αγωνιστής για τη δημοτική γλώσσα. Φυσικά, το γλωσσικό ζήτημα είναι ζήτημα λαϊκό (κοινωνικό). Πρέπει να ξυπνήσει ο λαός και να καταλάβει πως είναι μια από τις κυριότερες ελευθερίες του το να έχει το δικαίωμα να μαθαίνει τη γλώσσα του στα σκολειά που συντηρούνται με τα χρήματά του»[3].

                Στις 8 Ιουνίου 1926 σημειώνει για τον Ίωνα Δραγούμη: «Διάβασα σήμερα Όσοι ζωντανοί του Ι.Δραγούμη. Τυπικό παράδειγμα Ρωμιού, αυτός ο αντιφατικός άνθρωπος. Σε παίρνει λύπη να σκέπτεσαι αυτά που έγραφε και αυτά που έκανε. Η αντίφαση μπορεί να ήταν ασήμαντο πράγμα, αν ήταν μόνο άνθρωπος του πνεύματος ή του αισθήματος, κάτι σαν τον Σικελιανό, ας πούμε. Αλλά το δράμα είναι πώς θέλησε να γίνει και άνθρωπος της δράσης παραπλανήθηκε με καταπληκτικές αδυναμίες στο λαβύρινθο της δράσης»[4].

Στις 23 Ιουνίου 1926 περιγράφει μια μελαγχολική εικόνα: « Ξύπνησα με μιαν ακράτητη ανάγκη να περπατήσω. Πήγα με τον Άγγελο ως  το λόφο του Μαρουσιού. Παράγκες φυματικών τα σανίδια δεν είναι καν ροκανισμένα. Μυρωδιά της ζεστής γης και του πεύκου. Στον καφενέ που καθίσαμε, ένα βιολί κι ένα πιάνο μελετούσαν τη «Valencia». Ανυπόφορος ρυθμός. Στο βάθος, η γραμμή του Υμηττού κάτι ζωντανό»[5].

Στις 8 Ιανουαρίου 1928 γράφει για την συνάντηση σου με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Παναϊτ Ιστράτι: « Χτες κατά τη Χελιδονού, με δυο φίλες, από πρωτογνώριστους δρόμους. Μαζεύαμε ανεμώνες. Ο καθένας μας δεμένος χωριστά με τους ανθρώπους της πολιτείας. Μπροστά μας, καθώς γυρίζαμε, περπατούσε ένας αψηλός γέρος, εργάτης, με βράκες, πρόσφυγας από τα Βουρλά. Πίσω του, άλλοι, νέοι, τον φώναζαν: «Μπάρμπα- Αλέξη». Καταλήξαμε μ’ ένα μόνιππο στο σπίτι του Νάζου. Ήταν εκεί ο Παναϊτ Ιστράτι. Πρόσωπο αδύνατο, μακρύ, με δυο χοντρές βαθιές ρυτίδες από τη μια κι από την άλλη της μύτης. Το πλατύ του στόμα αλλάζει γραμμές κάθε τόσο. Όταν μπήκαμε, μιλούσε με τον Καζαντζάκη, για την ελληνική μετάφραση της διάλεξής του πρόκειται να την κάνει γαλλικά. Η δυσκολία ήταν κάποιο ρητό του Ευαγγελίου. Δε βρίσκαν το ελληνικό κείμενο. «Est-ce qu’ on ne peut pas telephone a un eveque?» ρώτησε. Μιλεί γαλλικά με τη βαριά ρουμάνικη προφορά, όχι πολύ περιποιημένα. Σηκώθηκε μια στιγμή να διορθώσει τα ξύλα που κάπνιζαν στο τζάκι. Το μόνο πράγμα που έκανε με αρμοδιότητα. Καθώς κουβεντιάζαμε, έγραφε δελτάρια στο πλήθος των θαυμαστών του. Μας χαιρέτησε καθιστός, αφήνοντας το χρυσό του στυλό πάνω στο τραπέζι: « Au revoir, ami» είπε»[6].

Τον Ιούλιο του 1930 στη Σκιάθο γράφει εντυπώσεις στο σπίτι του Παπαδιαμάντη: « Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η γριά αδερφή του έκλαιγε καθώς μας μιλούσε γι’ αυτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινή ράτσα. Το σπιτάκι καθαρό και ασπρισμένο, μια μεγαλωμένη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου πέθανε από το παράθυρο ως το μικρό σκιαθίτικο τζάκι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ένα κιλίμι. Εκεί πάνω ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφού ζήτησε να τον σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντά στη φωτιά. Το μόνο βιβλίο του που είδα πάνω στο μικρό τραπέζι, μια φτηνή αγγλική έκδοση (Omnibus) του Σαίξπηρ»[7].

Στις 31 Δεκέμβρη 1930 σημειώνει: «Σήμερα τέλειωσα το ποίημα («Ερωτικός Λόγος»), αφού έφτυσα αίμα, χωρίς υπερβολή, δουλεύοντας δέκα ώρες την ημέρα!»[8].

Στις 27 Απρίλη επισκέπτεται την Αράχωβα, οι επισημάνσεις θα περάσουν και στις «Δοκιμές» : «Γυναίκες με μάτια έξυπνα. Θαυμάσια ομιλία νιώθει κανείς πως βρίσκεται σε μια κοιτίδα της ελληνικής γλώσσας…Το πανηγυράκι (Τραγούδι του πανηγυριού τ’ Αι-Γιώργη). Ακουσμένο από τη μάνα του γέρου βοσκού όπου μένω στην Αράχωβα, πάνω από τα 80. Ένας από τα εγγόνια της αποφάσισε να γίνει δάσκαλος των γαλλικών! Και σέρνεται αδέσποτος με μια γαλλική εφημερίδα στους καφενέδες. Δεν έχει θέση  γι’ αυτόν ούτε στο χωριό του, μήτε αλλού δεν έχει θέση πουθενά.

(Γιέ μ’) πανηγυράκι γίνεται (πανηγυράκι) ψηλά στον Αι-

Γιώργη.

Το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος

Τρείς λυγερές συνάζονται να παν να ιδούν το δράκο

                                                (Μαριγώ Φραγκόπουλο)

Απόλα δράκο μ’ το νερό να πιεί το πανηγύρι

                                              (Μαριγώ Φραγκόπουλο)

Σκάσαν οι μούλες για νερό και τα στοιχειά απ’ τη δίψα.

Κι αυτά τα βοϊδογέλαδα πέσανε να ψοφήσουν»[9]

Στην Αίγινα, οικία Φλώρου, Αύγουστος 1936: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό»[10]. 

Στις 12 Δεκέμβρη 1937 στην Αθήνα σημειώνει: «Είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από την τρύπα βελόνας, παρά Έλληνας πολιτικός να καταλάβει την Ελλάδα»[11].

Στις 5 Ιανουαρίου στην Αθήνα γράφει με ένα ύφος που θυμίζει τον Δραγούμη, αλλά συνιστά συγχρόνως την περίληψη των αξιών  που κατά τον Σεφέρη καθορίζουν τον ελληνισμό: « Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει. Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα, μ’ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί. Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες ήταν για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός –αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα. Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων –πιστεύω σε δυο-τρείς ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτές τις δυο-τρείς ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα»[12].

Στις 13 Φεβρουαρίου σημειώνει: « Στα χωριά και ο πιο φτωχός έχει τον τρόπο του να είναι αρχοντικός τουλάχιστο στα χωριά που δεν λυμαίνονται οι πρωτευουσιάνοι εκεί ο σακάτης και ο τρελός έχουν ένα είδος αγιοσύνης, μιαν αυθυπαρξία είναι με κάποιον τρόπο μια μορφή της μοίρας»[13].

Στις 23 Απρίλη 1939, επίσκεψη στις Μυκήνες: «Στην ακρόπολη «αίθουσα του θρόνου». Αυτές οι πέτρες αγκωνάρια, ανώφλια, παραστάτες –με τόση απλότητα μετακινημένα, με τόση ευκολία. Όπως θ’ ακουμπούσαμε μια καρέκλα. Αίσθημα πως μόνο το φυσικό τους βάρος μπορεί να κάνει αυτά πράγματα να μετακινηθούν. Το βάρος που μας βουλιάζει εμάς, μέσα στον καιρό, μαζί τους»[14].

Στις 3 Αυγούστου 1939 στην Κηφισιά: «Γυρίζω από την Κηφισιά. Διαβάζαμε Αισχύλο. Ωραία νύχτα με τ’ άστρα ήσυχη, θετική. Το φεγγάρι μου τη χάλασε. Αισθήματα που βρίσκω στον Αισχύλοπου με αναπαύουν: η ασφάλεια και η ισορροπία της δικαιοσύνης χωρίς αισθηματολογία, χωρίς ηθικολογία, χωρίς ψυχολογία. Σαν ένας νόμος του σύμπαντος, καθαρός χωρίς σκουριές. Και η αυθεντία αυτής της φωνής, το κύρος της. Η μεγαλύτερη τάξη που ξέρω»[15].

Στις 20 Αυγούστου 1939 στην Αθήνα ποίημα για τον Μακρυγιάννη:

«                                            Μνήμη του Μακρυγιάννη

Κι οι μέρες τούτες είναι σα να ζεις

μες  στην κοιλιά ενός ζώου που το δέρνει η θέρμη,

οι άνθρωποι στους  δρόμους φεύγουν και γίνονται

καθώς μια λάσπη λιπαρή ποτισμένη ιδρώτα.

«Γνωρίζετε αδελφοί! Ότι ο Αδάμ και η Εύα

είναι η αρχή εξ ης το ανθρώπινον γένος κατάγεται…»

κήρυχνε ο Πολωνός Μίλβιτς,

κι ο Μακρυγιάννης σάπιος απ’ τις πληγές

δυο στο κεφάλι κι άλλες στο λαιμό και στο ποδάρι      

το χέρι χωρίς κόκαλα και σίδερα στη γαστέρα

για να κρατιούνται τ’ άντερα-

γεμάτος όνειρα σαν το μεγάλο δέντρο

γράφοντας γράμματα στο Θεό.

Τι είχε να  κάνει με τους Πολωνούς ο Μακρυγιάννης;

με  τα κηρύγματα των καρμπονάρων,

ή με τους Βαυαρούς ή με τους Φαναριώτες;

Ήταν ένας άντρας από δω

γεννημένος σε  μια ρεματιά σαν το σκίνο

κι αυτό ήταν όλο: μοναξιά κι έχτρα,

κι ο μοίραρχος Πτολεμαίος.

 

Σκορπάει σκυλόδοντα το φως, η άσφαλτος λιώνει

τα σπίτια  με χαμηλωμένα βλέφαρα πονούν

κι οι μηχανές πριονίζουν σάρκες χωρίς αίμα-

Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις

έξι  μήνες φυλακωμένος σε δυο δρασκελιές κάμαρη

και σκούζω νύχτα-μερ’ απ’ τις πληγές μου.

Τούτο γινότανε στις δεκατρείς

τουτ’  νου του μήνα (Αύγουστος 1852).

Κι ο ανακριτής τονίζοντας τις γενικές πληθυντικές

έκανε την κατ’ οίκον έρευνα χωρίς ν’ αφήσει τίποτε⸱  

κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου (του Θεού) ⸱ 

κι ο άλλος κοντός κι αρχάριος

ρωτούσε επίμονα όλους μες στο σπίτι

ποιος ήταν ο καλόγερος που χάρισε,

του στρατηγού το κομπολόι,

τόσο ασυνήθιστα μακρύ.

Κι ο μοίραρχος με τη στολή του, ο Πτολεμαίος

πήρε το  γέρο ανήμερα της Παναγιάς

στο Μεντρεσέ που φυλακώνουν τους κακούργους»[16]

 

Στις 2 Σεπτέμβρη 1939: «Στου Κατσίμπαλη, στο Μαρούσι, ο Henry Miller και ο Lawrence Durell. Τούς βρήκα όλους στην τραπεζαρία τελειώνοντας το τσάι. Ο Γιώργος τους είχε διαβάσει μεταφράσεις ποιημάτων μου. Έτσι, σαν έφτασα βρήκα μιάν ατμόσφαιρα συγκινημένης συμπάθειας»[17].

Στις 7 Σεπτέμβρη 1939 ο Σεφέρης είναι συγκλονισμένος από την σύλληψη του Κωνσταντίνου Τσάτσου από την δικτατορία  Μεταξά: «Τσακισμένα νεύρα. Το ποτήρι ξεχειλίζει. Χτες πιάσαν τον Κωστάκη και τον εκτοπίζουν για ένα γράμμα στον Κανελλόπουλο, γραμμένο στο βρόντο»[18].

Στις 15 Φεβρουαρίου 1940 σκέψεις για τον Μακρυγιάννη: «Ο Μακρυγιάννης. Σκέπτομαι να τον πάρω, ας πούμε απλοϊκά, χωρίς να μπερδευτώ σε ζητήματα έξω από το θέμα μου και που άλλοι μπορούν (το έκαμε κιόλας ο Βλαχογιάννης) καλύτερα να μελετήσουν. Εκείνο που  μ’ ενδιαφέρει είναι να παρουσιάσω το έργο ενός ανθρώπου⸱ το σημάδι που μας εκεί που τόσοι άλλοι έγραψαν με την κιμωλία⸱ τη λαλιά του. Έτσι θα μου είναι ολωσδιόλου αδιάφορο αν η ιστορική του μαρτυρία είναι σωστή, αν ο ίδιος είναι ή όχι μεροληπτικός. Η ειλικρίνεια του έργου, αυτής της γραφής, είναι το σπουδαίο. Η ολοκλήρωσή της. Αξίζει τον κόπο. Όταν σκέπτομαι συγχρόνους του, όπως ο Σολωμός ή ο Κάλβος και τα αποσπασματικά τους έργα⸱ όταν σκέπτομαι τα έργα των σύγχρονων Ελλήνων τόσο κομματιασμένα και τόσο χαλασμένα, τονε βλέπω σαν ένα φαινόμενο μοναδικό. Ωστόσο κανείς δεν κοίταξε αυτό το έργο σαν έργο ψυχής. Ίσως γιατί ο ίδιος ο Μακρυγιάννης δε λογάριασε ποτέ τον εαυτό σαν στοχαστή ή σαν καλαμαρά αλλά σαν έναν αγράμματο άνθρωπο με τις καθημερινές ασχολίες που η μοίρα του είχε δώσει. Δεν τον καταδεχτήκαμε. Εξαίρετο παράδειγμα της εκπαιδεύσεως που καταστρέφει την πραγματική μόρφωση».[19]

Στις 8 Αυγούστου 1940: « Τ’ απόγεμα διάβασα της Μαρώς το τραγούδι της Ηλιογέννητης από τη συλλογή του Πολίτη. Στιγμές μεγάλης ποίησης. Αναρωτιόμουνα τι καταλαβαίνουν όλοι αυτοί οι ιεροκήρυκες των δημοτικών τραγουδιών, όλοι αυτοί οι κράχτες της επιστροφής στην εθνική τέχνη –τι πραγματικά μπόρεσαν να νιώσουν από την έκφραση τούτη, τόσο σίγουρη, τόσο ελεύθερη – αυτοί οι άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να γράψουν μια σωστή φράση για κανένα ζήτημα- για ζητήματα εκατό φορές ευκολώτερα  από τηνποίηση του δημοτικού τραγουδιού»[20].

Την Τρίτη 10 Σεπτέμβρη 1940 σημειώνει: «Βγαίνω μια στιγμή από το γραφείο, κατά τις 12. Έξοχη καλοκαιρινή μέρα –λίγο προς το φθινόπωρο: μέλι του ήλιου. Καθώς προχωρώ, οδός Φιλελλήνων, μια μυρωδιά σκοινιού καραβίσιου με φέρνει μαγικά σ’ ένα νησιώτικο λιμανάκι. Ψιθυρίζω:

Κι ο Μακρυγιάννης σάπιος απ’ τις πληγές…

κι αμέσως έπειτα, σχεδόν αυτόματα:

Κι ο βασιλιάς της Ασίνης είναι ο Μακρυγιάννης, είναι εγώ, είναι εσείς, είναι… Αλλά γιατί αρέσει σε τόσους πολλούς παράξενο»[21].

Στις 5 Οκτώβρη 1940 τον επισκέπτεται ο σημαντικός Ιταλός  συγγραφέας Κούρτσιο Μαλαπάρτε που τότε διένυε την φασιστική του στάση (μετά τον πόλεμο θα αλλάξει στρατόπεδο), με τον προφανή στόχο να διαφημίσει το μουσσολινικό καθεστώς: « Χτες στο γραφείο μου ο Ιταλός συγγραφέας Curzio Malaparte. Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, πως να μιλήσει κανείς με Ιταλούς. Ωστόσο δέχομαι να τον ιδώ. Σύσταση της υπηρεσίας. Η κουβέντα μας περιορίζεται σε μια ξώφαρση συνομιλία για λογοτεχνικά ή περιηγητικά θέματα, χωρίς λέξη για πολιτική. Οι συμπατριώτες του, που μου μίλησαν γι’ αυτόν, μοιάζουν να τον λογαριάζουν πολύ. Δεν έχω ιδέα για το έργο του…Τι έχει τελοσπάντων μέσα στο κεφάλι του αυτός ο κομψευόμενος διανοούμενος, που με χαιρέτησε φασιστικά καθώς έμπαινε στο γραφείο μου, και μου αραδιάζει αυτές τις σάλτσες για να γίνει συμπαθής. Δε μοιάζει να σκοτίζεται για πολλά πράγματα»[22].

Στις 28 Οκτώβρη 1940 γράφει: « Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: « Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι»[23].  

Την 1 Νοέμβρη στου Τσάτσου με τον Π.Κανελλόπουλο: «Πολύ πρωί, πριν από το γραφείο, πάνω στου Κωστάκη. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μόλις γύρισε από την εξορία⸱ πρόσωπο αδυνατισμένο, ρουφημένο⸱ μια φλόγα στα μάτια. Λέει δυο σονέτα  που έγραψε, μέσα σε λίγες στιγμές, προτού φύγει⸱ κορόνα στο τέλος⸱ αγαπά τη φωνή του⸱ είναι ο άνθρωπος μιας φωνής. Καθώς μιλάμε, συναγερμός⸱ είναι συγκινημένος που βρίσκεται με φίλους σε τέτοιες στιγμές. Κούφιοι κρότοι, μακριά, κατά τον Πειραιά⸱ οι μπόμπες»[24]. 

Στις 9 Φεβρουαρίου 1941 σημειώνει: «Πέθανε ο Μεταξάς… και μας άφησε την κοπριά του. Είμαι φριχτά ανήσυχος. Έτσι που κάνουν θα τα καταστρέψουν όλα. Τους κατέχει ένας ανεκδιήγητος φόβος του Γερμανού. Όπου και να γυρίσεις, στους υπουργούς και στα επιτελεία, το ίδιο»[25].

Στις 11 Φεβρουαρίου 1941: «Στου Τάκη Παπατζώνη. Ατμόσφαιρα βιβλίων⸱ ευχάριστη. Ζωγραφιές. Φυλλομετρώ ένα λεύκωμα του Van Gogh»[26].

Στις 16 Φεβρουαρίου 1941  συζήτηση για τον Μακρυγιάννη : «Ο Robert Liddell είναι εδώ. Του μιλώ για τον Μακρυγιάννη και του δείχνω τις εικόνες του. Κοιτάζει και παρακολουθεί με πολλή προσοχή. Αλλά το ενδιαφέρον του πρέπει να είναι διαφορετικό από  το δικό μου⸱ πώς είναι διαφορετικό;»[27]

Στις 20 Φεβρουαρίου 1941 γράμμα του Ελύτη από το μέτωπο: « “…ποιητική διάθεση αφάνταστη…κι αν σήμερα ποθώ τόσο πολύ να ζήσω είναι για να μπορέσω να δώσω, έστω και μετά, διέξοδο σ’ αυτή τη γονιμότητα ”. Γράφει από την πρώτη γραμμή. Τον χαίρομαι και τον ζηλεύω»[28].

Στις 1 Μάρτη 1941 ο Σεφέρης  σκέπτεται πάνω στην τραγική σκέψη, τον τραγικό λόγο. Όσα γράφει έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού στην συνέχεια θα συνδέσει το πνεύμα του Αισχύλου με το πνεύμα του Μακρυγιάννη: « Το βράδυ διάβασα τους Επτά επί Θήβας, ως το τέλος. Κυρίως το τέλος. Σου δίνει μεγάλη γαλήνη και ξεκούραση τούτο το ποίημα. Ξέρεις πως μήτε Ιταλός, μήτε Βούλγαρος, μήτε Γερμανός μπορεί να σου το πάρει, ή να σου το χαλάσει. Κι αν ακόμη αισθάνεσαι τον εαυτό σου πρόσκαιρο, ξέρεις πως αυτό δεν είναι πρόσκαιρο, ξέρεις πως ό,τι υπάρχει από τον εαυτό σου εκεί μέσα δεν είναι πρόσκαιρο. Κάνει εντύπωση πως ο Αισχύλος παραμερίζει την ψυχολογική ανατομία τέτοια που τη βρίσκουμε, όχι στον καιρό μας, αλλ’ ακόμη και στον Σοφοκλή. Στον Αισχύλο υπάρχει πάντα μαζί με τον άνθρωπο ένα σύμβολο, ένα στοιχείο που θρέφεται από ανθρωπότητα, τρομαχτικά ζωντανό. Στην Ορέστεια είναι το κακό (αυτή θα ήταν η κυριολεξία της fleur du mal)⸱ στους Πέρσες η θάλασσα που γυρίζει πάντα προς την ισορροπία, στους Επτά είναι το αίμα που στρέφεται ολοένα και πολεμά τον ίδιο του τον εαυτό, διχάζεται και σμίγει και διχάζεται. (Κοίταξε το χορό που μοιράζεται στα δυο, στο τέλος.)»[29].

Στις 23 Μάρτη 1941 για τον Μακρυγιάννη: «Το γράψιμο, οποιοδήποτε γράψιμο, γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Είναι πιο δύσκολο για μένα να γράψω σήμερα παρά για τον Μακρυγιάννη, στην εποχή του, με το κυνήγημα που του κάναν και τα γράμματά του τα απελέκητα. Είναι φρίκη να συλλογίζεται κανείς τις κακές συνήθειες που παίρνουμε»[30].

Στις 4 Ιουλίου 1941 γράφει για την ηρωική αντίσταση του ελληνικού λαού και την ανάξια ηγεσία του: «Και η Ευρώπη έγινε ένα μαντρί από λύκους που ασελγούσαν τα πρόβατα πανικόβλητα. Η μόνη εξαίρεση ο ελληνικός λαός: ο λαός μόνος του, αμόλευτος, και τόσο ξεχωριστός από τους άρχοντες του, όποιοι κι αν ήταν στην κυβέρνηση ή στα σπίτια τους»[31].

           Στις 26 Οκτώβρη 1941  γράφει το εξής  περιστατικό για τον Ν.Γκάτσο: « Γύριζε, το χειμώνα του '36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το "Με τον τρόπο του Γ.Σ.". Κατά κακή του τύχη -μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό- τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στη τσέπη του το χειρόγραφο:-Ρε, τι σου' κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής ε;-Μα κύριε αστυνόμε, δεν το ' γράψα εγώ αυτό, το 'γραψε ο κ.Σ. που είναι πρόξενος.-Πρόξενος, ε; Τέτοιους πρόξενους έχουμε, γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου. Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας: - Σ' αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν»[32].

                Στις  21 Γενάρη 1942 η αναγκαστική εξορία του δημιουργεί αισθήματα απόγνωσης: «Το αίσθημα πως είμαι ένα τίποτε χωρίς την ύλη του τόπου μου, αυτό με βαραίνει»[33].

                Στις 8 Μάρτη 1942 ίδια απογοήτευση για την ηγεσία του ελληνισμού: «Στην ψυχή τους καμιά αλλοίωση μένουν όπως πάντα, οι άνθρωποι της πλατείας του Συντάγματος ή του Κολονακιού. Ο λαός έχει εκατό φορές περισσότερη νοημοσύνη απ’ αυτούς, όμως κανείς δε βρίσκεται για να μιλήσει τη γλώσσα του»[34].

                Στις 11 Μάρτη γράφει για την απόλυση του Κ.Τσάτσου από την κατοχική κυβέρνηση: «Χτες γράμμα του Νικολαρεϊζη από το Λονδίνο (27 Δεκ. ’41). Μου γράφει ότι ο Κωστάκης απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο και καταδιώκεται από την αστυνομία γιατί, παρά τη διαταγή του Τσολάκογλου, μίλησε στους φοιτητές την 28η Οκτωβρίου και  τους παρότρυνε να πάνε να καταθέσουν λουλούδια στο άγαλμα του Σολωμού»[35].

                Στις 14 Μάρτη συζητά με τον Ν.(μάλλον πρόκειται για τον υπουργό του Ι.Μεταξά, Νικολούδη) για την λογοκρισία από το μεταξικό καθεστώς της μετάφρασης του Θουκυδίδη από τον Ε.Βενιζέλο αλλά και κείμενα του Π.Γιαννόπουλου που επρόκειτο να δημοσιευθούν στο αφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων[36].    

                Στις 1 Απρίλη 1941 γράφει για την στάση των Τούρκων: «Στην αρχή έφθαναν πολλοί πρόσφυγες στην Τουρκία με ό,τι είχαν. Οι Τούρκοι τους λήστεψαν κυριολεκτικά. Κι οι αξιωματικοί το ίδιο. Πολλούς από τους πρόσφυγες αυτούς οι Τούρκοι τους έστειλαν πίσω. Οι Γερμανοί άφηναν ελεύθερες τις γυναίκες τους άντρες τους έβαζαν φυλακή 4-6 μήνες. Οι Ιταλοί κρατούσαν και τις γυναίκες και τις έστελναν στα στρατιωτικά πορνεία στη Σάμο, στη Ρόδο, σ’ άλλα νησιά της Δωδεκανήσου»[37].

                Στις 22 Ιουλίου 1942 συζητά με την Έλλη Παπαδημητρίου για τον Μακρυγιάννη: «Νομίζει πως ο Μακρυγιάννης έγραφε, όπως αν άκουγε συλλαβή προς συλλαβή τη γραφή του. Δε συμφωνώ και έχω την εντύπωση πως γράφει οπού, όταν θέλει να πει που, εις  τον, όταν θέλει να πει στον, δια, όταν θέλει να πει για. Σχεδόν άλυτο ζήτημα, εδώ που βρίσκομαι»[38].                

Στις 24 Ιουλίου 1942 γράφει: «Κάτι καταπιάστηκα να γράψω από χτες Ο Μακρυγιάννης γεμίζει τα χάσματα»[39].

Στις 9 Σεπτέμβρη 1942 μια εκκλησιαστική ομιλία του θυμίζει το ύφος του Μακρυγιάννη: «Το μεσημέρι είχαμε στο τραπέζι το γέροντα δραγουμάνο Θεοδώρητο, που είχαμε γνωρίσει στα Ιεροσόλυμα. Ομιλία μοναστηρίσια. Ο ρυθμός και το ύφος σε κάνει και θυμάσαι παλιά κείμενα. Σ’ αυτή την προφορική παράδοση ανήκει το ύφος του Μακρυγιάννη»[40].

Στις 7 Οκτώβρη 1942 γράφει για τον Π.Κανελλόπουλο: « Έξυπνος, βέβαια χωρίς το πνεύμα της κριτικής. Ευκίνητος, γενναίος ασφαλώς, με αυταπάρνηση, δραστήριος κάποτε επιπόλαια δραστήριος. Ευαίσθητος δεν ξέρεις  όμως που τελειώνει η ευαισθησία και που αρχίζει η κεκτημένη ταχύτητα της ευαισθησίας. Ρομαντικός χωρίς χάρη εννοώ όχι μόνο την έμφυτη, αλλά και τη χάρη που δεχόμαστε από το Θεό. Αυτό νομίζω μ’ ενοχλεί περισσότερο απ’ όλα -κι αυτή η έλλειψη χιούμορ. Κι ένας πληθωρισμός στην ομιλία…Είναι ένα καλάμι, αλλά είναι κι ένα κοντάρι ολοένα τεντωμένος, εκτοξευόμενος. Ρωτιέμαι καμιά φορά με ποιόν συνομιλούσε τόσα χρόνια στην εξορία. Με κανέναν; Άκουε μόνο το λόγο του; Δεν άκουε τίποτε άλλο; Ρωτήματα άλλης εποχής»[41].

Στις 15 Φεβρουαρίου 1942 γράφει: «Χτες ο Κανελλόπουλος μου μίλησε με πολύ θαυμασμό για τις επιτυχίες του Καπετανάκη. «Θεωρείται» λέει «από  τους πιο σπουδαίους σήμερα στο Λονδίνο και έχει επαφή με τα σημαντικά πρόσωπα της αγγλικής λογοτεχνίας». Αυτά τ’ ακούω με κάποια δυσπιστία: μ’ ενοχλεί θανάσιμα η «καλλιτεχνο-πολιτική» κρίση και ιδιοσυγκρασία». Τίς κρίσεις αυτές θα τις διορθώσει ο Σεφέρης το 1944: «Δεν είχα τότε υπ’ όψη το καταπληκτικό φαινόμενο της αγγλικής στροφής του Καπετανάκη. Ο Καν.  είχε δίκιο»[42].

Στις 19 Μάη 1943: « Στις 8 το βράδυ έκανα τη διάλεξη του Μακρυγιάννη εδώ. Δυστυχώς όχι πολύς κόσμος ίσως 500 στην Αλεξάνδρεια είχα, όπως υπολόγισαν, περί τους 1400. Νέοι συνάδελφοι φεύγοντας από κοντά μου, σαν τα ποντίκια από καράβι  που βουλιάζει»[43]. Η τελευταία φράση είναι απόδειξη των αντιδράσεων που προκάλεσε.

Στις 21 Μάη 1943: «Ωστόσο κι εδώ, όσοι μ’ άκουσαν, εξαιρετική εντύπωση. Χαίρομαι για τον Μακρυγιάννη»[44].

Στις 23 Μάη 1943 και πάλι για τον Π.Κανελλόπουλο: « Σκέπτομαι: είναι τόσο ανοιχτός που σου δίνει κάποτε την εντύπωση ενός νεφελώματος. Το ίδιο ένιωσα αντικρίζοντας (γιατί δεν τη διάβασα) την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος. Πως είναι δυνατό ένας άνθρωπος ν’ αποδέχεται και ν΄ απαντά σε τόσα πολλά; Κι όμως είναι γενικά τόσο ανώτερος από τόσους άλλους. Λυπάται κανείς. Ωστόσο μου έκανε εντύπωση, μολονότι δε θα έπρεπε, πόσο πραγματικά συγκινήθηκε από τη διάλεξή μου. «Ήσουν υπέροχος» μου είπε το βράδυ εκείνο και την άλλη μέρα: «Ύστερ’ απ’ τη διάλεξή σου, ξύπνησα με κέφι.» Και άλλα στη Μαρώ που έμεινε περισσότερο μαζί του. Ήτανε τόσο αληθινά χαρούμενος. Στο διάβολο παράξενος που είναι ο άνθρωπος. Θα’ πρεπε ίσως να ξαναδιαβάσω την 7η επιστολή»[45].

Στις 15 Αυγούστου 1944 μαρτυρία για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: « Ευχαριστημένος που είμαι στο σπίτι, της Παναγίας. Στο τραπέζι μας Κωστάκης, Γιώργος, Κα Λυκουρέζου. Έπειτα η Κα Λ. διηγείται σκηνές φρίκης από το στρατόπεδο ομήρων που γνώρισε σα νοσοκόμα: Σκοποβολή των Γερμανών αξιωματικών, για διασκέδαση, πάνω σ’ αυτούς τους απροστάτευτους ανθρώπους ή να τους βάζουν να κάνουν γυμνοί το φίδι πάνω στο χιόνι»[46]. 

Στις 12 Δεκέμβρη 1944 περιγραφή της δραματικής κατάστασης των Δεκεμβριανών. Η Αθήνα πνιγμένη στον ζόφο και στον τρόμο: «Νέοι που προτιμούν το αυτόματο όπλο από την ανθρωπιά γέροι, ξεμωραμένοι σαράφηδες στ’ αναμεταξύ ένα κοπάδι που το συγκλονίζει ο πανικός φόβος. Ποιος μπορεί να καθίσει και να λογαριάσει ψύχραιμα τα δεδομένα της τρομακτικής κρίσης που ζούμε τίς μέρες».[47] Στις 29 Δεκέμβρη του διηγούνται: «Ένας Άγγλος αξιωματικός κι ένας Έλληνας στη γραμμή της μάχης. Απέναντι τους ένας μικρόσωμος εαμίτης πυροβολούσε και σταυροκοπιούνταν πριν από κάθε ριξιά.

-          Τί κάνει αυτός; Ρώτησε ο Άγγλος.

-          Κάνει το σταυρό του και μας πυροβολεί.

-          Μα δεν μπορεί, θα είναι κατά λάθος μ΄αυτούς.

Ο Έλληνας τον σάρωσε με μια ριπή.

-          Κρίμα, είπε ο Άγγλος, στερήσατε την πατρίδα σας από κάποιον που θα γίνονταν καλός πολίτης»[48].

 

Στις 13 Δεκέμβρη του 1945 αναφορά στο  σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη: «Χτες στο σπίτι του Τσαρούχη. Η κρεβατοκάμαρά του είναι και το ατελιέ του πως δουλεύει εκεί μέσα; Συζητούμε για το frontispiece  του Ημερολογίου Καταστρώματος Β’  που φτιάνει. Τώρα ζωγράφισε θεατρίνους, αλλά τους έκλεισε μέσα σε μια παράγκα. Το ζήτημα είναι τους βγάλει έξω, στην έρημο της Μ.Α. Καθώς σηκωνόμασταν να φύγουμε, μας έδειξε φωτογραφίες του Θεόφιλου. Στη μια ντυμένος Μεγαλέξαντρος, στην άλλη φουστανελάς. Αφάνταστη η τραγωδία(και η σοβαρότητα) που είναι ζωγραφισμένες σ’ αυτό το πρόσωπο. Από χτες κυριαρχημένος από αυτή την εντύπωση. Ξύπνησα με την επιθυμία να γράψω ένα ποίημα για το Θεόφιλο. Σήμερα φόρεσα γυαλιά (πρώτη φορά). Αισθάνομαι λίγο σαν τον σκάφανδρο»[49]. Για να συμπληρώσει: «Η φωτογραφία του Θεόφιλου: Κάλιμπαν φορτωμένος από φύκια κτλ., αναδυόμενος από άλλους καιρούς. Ένα πρόσωπο Μεγαλέξαντρου, εξαντλημένο από τη συνομιλία του με τη Γοργόνα. Ένας Αλέξαντρος, φολιδωτός από κοχύλια, κρατώντας ένα σκουτάρι νέγρου. Ο Τσαρούχης έλεγε πως τα κοστούμια του ήταν από κοστούμια ιταλικής όπερας διορθωμένα από τον ίδιον.

                                 ΘΕΟΦΙΛΟΣ

 

Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη

μαύρος σαν  τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα,

χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη.

Ο ξύπνιος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα

κι η  παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας

συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστίς

μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν

μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή

στην καταποντισμένη σύναξη εκεί πέρα.

 

Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.

Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλο.

Τον ένα χρόνο η Πάργα, τον άλλο οι Συρακούσες

κόκκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία

γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους, χωρίς πνοή

και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο

και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα

και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.

 

Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών

εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζονταν όλη τη νύχτα.

Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα

το λίγο  φως χάνεται στις γωνιές

σαν το τυφλό περιστέρι»[50]  

 

Στις 18 Γενάρη 1946 συνεχίζει για τον Θεόφιλο. Για κάποια από τα πρόσωπα που αναφέρονται δεν χρησιμοποιεί τα πραγματικά τους ονόματα: «Στου Ξεναγόρα, για να ιδώ τα έργα του Θεόφιλου που έχει σπίτι του. Τα περισσότερα του ’30, της περιόδου που ο Ελευθεριάδης, είχε το ζωγράφο σχεδόν αποκλειστικά στη δούλεψή του. Ο κόσμος του Θεόφιλου. Υδραγωγείο στη Σμύρνη τοπίο στην Πόλη (λίμνη, εκκλησιά αριστερά και ποτάμι με πάπιες στο πρώτο πλάνο) Οδυσσέας Ανδρούτσος –κίνηση κυκλική που δείχνει το γιαταγάνι Αθανάσιος Διάκος ένας Μυτιληνιός «Ελληνίς Χορεύτρια» - αίσθημα αφής του γυναικείου σώματος  θυμίζει «γυμνά τ’ άσπρα βυζία τους» του  Κάλβου  εσωτερικό λαμπριάτικο με δυο παιδάκια που  τσουγκρίζουν αυγά (ωραίος πίνακας-λεπτομέρεια κρεμασμένος στον τοίχο της κάμαρας) και μια γυναίκα ξεμπρατσωμένη που βυζαίνει ένα μωρό. Ο Ξεναγόρας παρατηρεί πως το μωρό δεν είναι πραγματικά βρέφος αλλά άντρας. Και πραγματικά βλέπω κι εγώ πως το πρόσωπο του μωρού είναι πολύ πιο ηλικιωμένο από το πρόσωπο της μάνας, που είναι λείο και απαθές. Το βυζί έχει ένα στυμμένο σχήμα αλαμπίκου και δεν ξέρεις αν είναι πραγματικά βυζί ή μπιμπερόνι. Μου κάνει πολλή εντύπωση η διαφάνεια των νερών, καθώς και τα φυτά του. Έχει ένα δέντρο, θα’ λεγε κανείς, ιδωμένο από τα μέσα, κλωνάρια και κορμός άσπρος και φυλλωσιά ριγμένη προς τα πίσω, που μοιάζει σαν τομή οργάνου ανθρωπίνου σώματος, νεφρό, όρχεις ή καρδιά. Σε άλλα «πορτρέτα» το τοπίο είναι πιο ζωντανό από το εικονιζόμενο πρόσωπο νομίζεις πως πάει να δρασκελίσει το πλαίσιο για να’ ρθει να σταθεί στο πλάι σου για να σ’ αφήσει να ιδείς τον άδειον ορίζοντα. Άλλα πρόσωπα του Θεόφιλου είναι σπαρτοί, φτιαγμένοι από την ίδιαν ουσία με τους λόφους και τα φυτά η σάρκα τους είναι χώμα ζωντανό. Άλλα από τα φυτά του κάνουν τον έρωτα ή περιμένουν να τον κάνουν. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζοντας γυρεύει να φτιάξει ένα πρόσωπο, μια σκηνή της καθημερινής ζωής, ένα τοπίο γυρεύει να παραστήσει ένα θέμα. Αλλά το θαυμάσιο είναι που ό,τι έχει μέσα του, κάτω από τη συνείδησή του: παράδοση, αισθήσεις, παραστρατημένες επιθυμίες –βγαίνει στον αφρό και γίνεται αντικείμενο. Αυτός είναι ο πουλολόγος, το θέμα του είναι οι ξόβεργες. Όπως σε κάθε άξιο καλλιτέχνη, δεν έχει άλλη σημασία. Άνθρωπος που έχει μέσα του ένα πλατύ ομαδικό εγώ. Δε φτάνει να πεις ότι τα λουλούδια του θυμίζουν κεντήματα. Είναι εκεί, συνάμα, χιλιάδες χέρια που τα κεντούν από γενεές γενεών. Και οι πόθοι ακόμη που συνοδεύουν το κέντημα του κοριτσιού, θα έλεγα, αν δε φοβόμουν μήπως μπερδεύω τη λογοτεχνία με τη ζωγραφική του. Έτσι από το δρόμο του χεριού που φτιάχνει, ή του λουλουδιού που κάποιος το έκοψε για να μιλήσει τη γλώσσα της αγάπης, η του κορμιού που δεν το άγγιξε παρά μονάχα ο σκοτεινός πόθος, ή του στολιδιού που δεν είναι αφηρημένο, αλλά το δοχείο μιας ηρωικής πράξης –το σώμα ενός λεβέντη λ.χ.- θα κοίταζα να βρω τι πραγματικά συγκινεί στον Θεόφιλο»[51].    

Στις 23 Φεβρουαρίου 1946 γράφει για τον κόπο που κατέβαλε ώστε να γράψει το δοκίμιο για τον Ερωτόκριτο: «Σήμερα τελείωσα τη διάλεξη για τον Ερωτόκριτο. Ποτέ δεν κόπιασα, ποτέ δεν απελπίστηκα έτσι προσπαθώντας να γράψω. Άρχισα μέσα του Γενάρη. Ήταν στιγμές που είχα το συναίσθημα πως το μυαλό μου είχε σταματήσει. Ώρες και ώρες στο τραπέζι χωρίς να μπορώ να τελειώσω μια φράση. Κάποτε τόσος εκνευρισμός που ξυπνούσα τη νύχτα, καθόμουν στο γραφείο και ξαναπλάγιαζα εξουθενωμένος, αφήνοντας αναρίθμητες σκισμένες κόλες. Τελικά η διάλεξη γράφτηκε σε τέσσερεις μέρες που μπόρεσα να κλειστώ σπίτι μου χωρίς να πηγαίνω στο γραφείο και χωρίς ν’ απαντώ στο τηλέφωνο. Η αλήθεια είναι ότι με βοήθησε η συναναστροφή μου με το ποίημα από τα χρόνια της νιότης μου»[52].    

Στις 3 Νοέμβρη 1946 αναφορά στο σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα: «Κλείνει μήνας που είμαι εδώ. Κατά βάθος, το φυσικό μου πρέπει να είναι ένας άνθρωπος σαν τον Ροδάκη (του σπιτιού της Αίγινας) προστατεύοντας και σμιλεύοντας το σπίτι του όλη του τη ζωή. Τα ποιήματα θα ήταν το παραπανιστό τα δώρα του Θεού»[53]. Στις 8 Νοέμβρη σημειώνει πάλι: «Χτες Ροδάκης έφτιαξα τη γοργόνα από βένιο. Μεγάλη χαρά προτού πλαγιάσω, κάθισα και την κοίταζα πολλή ώρα»[54].

Στις 11 Αυγούστου 1947 και πάλι για τον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη: «Ωραία, βρήκαμε τον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη, όπως οι μητρομανείς περιηγήτρες βρίσκουνε τσοπανόπουλα να τους κάνουν τον έρωτα: πρωτογονισμός απ’ την ανάποδη. Και τούτοι βρήκαν αυτή την καραμέλα και την πιπιλίζουν με απόλαυση. Αλλά το ζήτημα είναι πως στη φτωχή μας Ελλάδα δε βρίσκω κανέναν από τους ακαδημαϊκούς μας ζωγράφους, που να με πάρει ο διάβολος, που να’ χει το χρώμα και τον αέρα του Θεόφιλου, και όταν πάρω μια σελίδα των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη και μια σελίδα από τα Απομνημονεύματα του  Ραγκαβή, ενός καταπληκτικά μορφωμένου  ανθρώπου για την εποχή του, βρίσκω πως η λέξη, η φράση, ο τόνος, ο ρυθμός, το λογοτεχνικό κείμενο τελοσπάντων του λόγιου μοιάζει με μωρολόγημα μπροστά στο γράψιμο του αγράμματου. Και για να μη νομιστεί πως είναι η διαφορά δημοτικής και καθαρεύουσας που μ’ επηρεάζει, θα πρόσθετα πως και η σκέψη ακόμη του Ραγκαβή μου μοιάζει χωρίς νεύρο και χωρίς σπίθα μπροστά στον απλοϊκό στοχασμό του Μακρυγιάννη. Αυτό είναι το ελληνικό φαινόμενο το ελληνικό πρόβλημα που θα πρέπει να συλλογιστεί κανείς με ψυχραιμία»[55].

Στις 24 Ιουλίου 1949 σημειώνει: «Η γλώσσα στη ρίζα της είναι ενιαίο πράγμα. Εννοώ εδώ και τους ρυθμούς της γλώσσας, χωρίς να εξαιρέσω κανένα καλό κείμενο ούτε και τη συνομιλία. Οπωσδήποτε, ύστερ’ από τα χτεσινά, διάβασα σήμερα το πρωί λίγες γραμμές του Μακρυγιάννη: λουτρό καθαρτήριο»[56].

Στις 7 Απρίλη 1950, Μεγάλη Παρασκευή, σημειώνει: «Επιτάφιος στα γραφεία φτιαγμένα παρεκκλήσι. Συγκινητικός, παρά τις ανάπηρες φωνές και άλλα. Υποβολή των ήχων και του λόγου. Ασφαλώς το τελετικό  της Εκκλησίας μας συγγενεύει με την αρχαία τραγωδία»[57].

 

Στις 7 Μάη 1950 σημειώνει: « Το κακό δεν είναι που επηρεαζόμαστε από ξενικές ιδέες στην Ελλάδα (και πως να γίνει αλλιώς;) – το κακό είναι που δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι για φρέσκες ιδέες τις προτιμούμε σιτεμένες ή συντηρημένες στο ψυγείο όταν γίνουν αντικείμενο μαζικής εξαγωγής. Αυτό είναι το άσκημο η αστόχαστη στρέβλωση από τον νεκρόν αυτόν όγκο»[58].

Στις 21 Νοέμβρη 1950 σημειώνει: «Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το ανύπαρκτο Ελληνικό Γραφείο Πληροφοριών, που δεν υφίσταται παρά για να δίνει ανυπόστατες πληροφορίες, θα είπε πάλι ότι είμαι «κομουνιστής». Διαδίδουν το πράγμα με τόσο σύστημα και πείσμα, που κοντεύουν να πείσουν και τους ίδιους τους κομουνιστές. Ο δυστυχισμένος ο τόπος μας»[59]. 

Στις 28 Οκτώβρη 1951  σχολιάζει ότι ο Πέτρος Βλαστός και ο Γιάννης Ψυχάρης έζησαν το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους εκτός Ελλάδας. Σε αυτό αποδίδει την δημιουργία μιας «καθαρεύουσας της δημοτικής». Σε αυτό αντιδρά –φανερά ή κρυφά- ο Καβάφης  που έχει πολλά κοινά στοιχεία με αυτούς, αλλά «αντιδρά μ’ αυτό που λέω δημοτική του εαυτού του ο Παλαμάς ο ριζωμένος στη γη του άνθρωπος τους παρακολουθεί. Σκέψεις που θα ‘ πρεπε να συμπληρωθούν μ’ ένα καινούργιο προσεκτικό κοίταγμα του Κοραή, του Σολωμού. Πόση ξενιτιά υπάρχει στην πνευματική Ελλάδα. Ξαφνίζομαι που έχω κοιτάξει τόσο ρηχά (μολονότι το κοίταξα πολύ) ως τα σήμερα αυτό το θέμα. Στις σχέσεις με την ξένη, θα ‘λεγα πως ενώ στην κρητική λογοτεχνία λειτουργούμε κανονικά, από τα χρόνια του Σολωμού και πέρα – στα δικά μου χρόνια είναι άλλο το δράμα- η επιμειξία είναι σχεδόν πάντα ανώμαλη, πυρετώδης, και μας κάνει να προχωρούμε ολοένα με κρίσεις. Να ένα θέμα για δοκιμή»[60].

Στις 6 Νοέμβρη 1953 στην Λευκωσία, από το ξενοδοχείο «Λήδρα Παλλάς» γράφει: «Πρώτη εντύπωση: απ’ εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κόσμος που μιλά ελληνικά είναι ελληνικός. Που δεν εξαρτάται από την Ελληνική Κυβέρνηση, και το τελευταίο τούτο συντελεί στο αίσθημα αυτής της ευρυχωρίας.  Ερώτημα: είμαστε άξιοι να διοικήσουμε την Κύπρο, χωρίς να βλάψουμε αυτό τον κόσμο, κάνοντας τον καλύτερο, χωρίς να τον κάνουμε μια ελλαδική επαρχία, σαν την Κέρκυρα, σαν τη Θεσσαλονίκη;»[61].

Στις 26 Σεπτέμβρη 1954 από νέα επίσκεψη  στην Κύπρο σχολιάζει: «Σ’ ένα σταθμό μπενζίνας πριν από τη Λευκωσία: «Άγγλοι εποθάνατε», τριγυρισμένο με  μαύρους σταυρούς. Πολύ μεγάλη διαφορά από πέρσι στο λαϊκό αίσθημα. Σ’ όλα τα χωριά επιγραφές να φύγουν οι Άγγλοι – στο Τρόοδος, εδώ τριγύρω, στην Αμμόχωστο»[62].

Στις 22 Νοέμβρη 1955 γράφει για τις κινήσεις των Άγγλων: «Α.Α.Πάλλης: Άγγλοι χρηματοδότησαν Χουριέτ, Άγγλοι παρότρυναν Τούρκους να οργανωθούν κι αυτοί (όπως οι Έλληνες, έλεγαν) για διεκδικήσεις τους Κύπρο. Συνεκεντρούντο στο Αγγλικό Προξενείο στην Πόλη»[63].

Στις 25 Φεβρουαρίου 1956 γράφει απελπισμένος: « Δεν ήμουν στα καλά μου. Με είχαν αρρωστήσει και τα φριχτά γεγονότα του Σεπτέμβρη (Τουρκία-Κυπριακό) και η ελεεινή ανεπάρκεια των αρχόντων μας»[64].

Στις 30 Απρίλη 1956 σημειώνει για τα σχέδια των Άγγλων: «Από τον εκτοπισμό του Μακάριου, οι κυρίαρχοι της Κύπρου σκέπτονται τρείς λύσεις:

α) να βάλουν φυλακή όλο το νησί

β) να διώξουν όλους τους Κυπρίους

γ) (ανομολόγητο) να τους ξεκάμουν »[65]

Στην ίδια ημερομηνία σχολιάζει: « Ο βασανισθείς Χριστόδουλος Καρωνίδης αφηγήθη τα βασανιστήρια σε Έλληνας και ξένους δημοσιογράφους στην Ένωση Συντακτών, στις 16 Απριλίου ‘ 56»[66].

Μεγάλη Πέμπτη 3 Μάη 1956 συγκρίνει τις πράξεις των Άγγλων με τις πράξεις των Γερμανών ναζί στις κατεχόμενες χώρες: «Κάνουν τις αηδίες τους χωρίς το θεαματικό εκείνο μπούγιο των Τούρκων που μαχαίρωναν πεθαμένους. Κάνουν μια βρώμικη δουλειά αυτή καθαυτή, και όλα τα συμπαρομαρτούντα βρώμικα (βασανιστήρια – ομαδικές ποινές και αφανισμούς) ψύχραιμα. Τι άλλο κάναν οι Γερμανοί, για να σταματήσει τι άλλο χύθηκε τόσο αίμα; Ποιος τίμιος άνθρωπος δε ντρέπεται για όλα αυτά ποιος τίμιος άνθρωπος μπορεί να πει χωρίς μια βαθιά μέσα του αηδία στις οικογένειες αυτών των παιδιών να είναι υπερήφανες. Ασφαλώς κανένας στρατός  στον κόσμο δε θα μπορούσε να δείξει τέτοιο φέρσιμο: να έχει στο βάθος της ψυχής του την αηδία του κακού που κάνει και να φέρνεται σαν να μην υπήρχε το dirty job»[67]. 

Στις 21 Μάη 1956 ,ο Canon Waddams, θεολόγος γραμματέας στο Συμβούλιο εξωτερικών σχέσεων της Εκκλησίας της Αγγλίας ,παραδέχεται: «εμείς προκαλέσαμε τους Τούρκους (εμείς: οι Άγγλοι)»[68].

Στις 25 Μάη 1956 συζητά με τον Ιάκωβο Μελίτης για το Φανάρι: «Για το Φανάρι του λέω τις παλιές μου στενοχώριες μου: πως δεν είναι δυνατό να γίνει ορθόδοξη πολιτική με τον Πατριάρχη δεσμώτη των Τούρκων. Ρίχνω περαστικά την ιδέα μου για ένα πατριαρχικό Βατικανό στο Άγιο Όρος»[69].

Στις 9 Ιουνίου 1956 γράφει για  τον Γ.Καρτάλη: «Το πρωί στου Καρτάλη. Τέτοιο καθαρό μυαλό, κρίμα. Ξέρει θαυμάσια το θέμα της Κύπρου, με λεπτομέρειες, και βλέπει όλες τις γωνίες. Αλλά κάνει αντιπολίτευση: πιστεύει πως η Κυβέρνηση γυρεύει να το κουκουλώσει»[70].

Στις 15  Ιουνίου 1956 ο διπλωμάτης Άγγελος Βλάχος, πρόξενος της Ελλάδας στην Κύπρο την κρίσιμη περίοδο, λέει πώς είναι κατά των ενεργειών της ΕΟΚΑ , τουλάχιστον «μόνο να μη χτυπάνε τόσο άγρια, για να μην θυμώνουν οι Εγγλέζοι»[71]. Η απάντηση του Σεφέρη τονίζει την αναγκαιότητα της αντίστασης, είναι δηλαδή η ακριβώς τακτική,   για να καταλήξει: «Κι έπειτα πως ό,τι και να κάνει η αντίσταση, ήσυχη ή μη ήσυχη, οι Εγγλέζοι θα προσπαθήσουν να την ξεδοντιάσουν μια για πάντα, και τέλος πως οι άνθρωποι τούτοι που πολεμούν δεν έχουν πολλά περιθώρια για τακτική και πως χτυπούν, όπως και όταν μπορέσουν να χτυπήσουν»[72].

Στις 2 Μάρτη 1957, στο Παρίσι, σημειώνει: «αλλά και τις ιδέες, άμα δεν έχουν ένα αντίκρισμα ζωής, τι να τις κάνεις;»[73]

Στις 27 Σεπτέμβρη 1957 πεθαίνει ο Γ.Καρτάλης: «Ίσως το κενό Καρτάλη να το αισθάνομαι κάμποσο καιρό τώρα. Εκείνο που ένιωσα σήμερα είναι αυτή την τελευταία στροφή της μυλόπετρας. Αυτής της τρομερής μυλόπετρας της Ελλάδας. Ήταν ένας άνθρωπος με κουράγιο αυτός που έφυγε, και ένας άνθρωπος που δεν μπόρεσε να αφοσιωθεί ολόκληρος μισός και μισός μέσα και έξωτα κενά του τα αναπλήρωνε η δύναμη του μυαλού του –που δεν μπορεί ν’ αναπληρώσει κάθε κενό. Όταν όμως συλλογίζεται κανείς τους τριγυρινούς του αναμετρά πόσο ψηλότερα στέκουνταν»[74].

Το 1959 είναι η χρονιά της Συμφωνίας της Ζυρίχης. Την 1 Γενάρη 1959 σημειώνει:

«Την μάν’ αυτοί, που τους γεννά,

την  ρουκανούν παντοτεινά,

-σαν δένδρο το σκουλούκια.

Και παίρνουν, γι’ άπειρα πουγγιά,

ελεημοσύν’ απ’ την Φραγκιά

-κι’  απ’ την Τουρκιά- Χαστούκια!»

                 Βιζυηνός, Ατθίδες αύραι

               «Το συναξάρι του Αγίου Κασσιανού»

                     Λονδίνο,1883

Ο Σταύρος Παπασταύρου μου άφησε τ’ απόγεμα, πρωτοχρονιάτικο δώρο, το παραπάνω βιβλίο. Το ξεφύλλισα το βράδυ- Ελεημοσύνη απ’ τη Φραγκιά, κι απ’ την Τουρκιά χαστούκια- έπειτα από ¾ του αιώνα, και τόσα, και τόσα- δεν αλλάξαμε, αλίμονο»[75]. 

Στις 14 Ιουνίου 1959 συμπεραίνει για την Συμφωνία της Ζυρίχης: «κι έρχεται το Κυπριακό: πόλεμος με τους πριν συμμάχους⸱ συνεργασία με τους πριν εχθρούς⸱ οι αγνοί, εκείνοι που τα παίξαν όλα για όλα για την Αγγλία, εκείνοι που θυσιάστηκαν για να κρύψουν και να φυγαδέψουν τους Άγγλους, δεν καταλαβαίνουν⸱ ΕΟΚΑ⸱ ένα αφάνταστο ξέσπασμα ηρωισμού που καταλήγει στη Ζυρίχη⸱ που φέρνει πίσω τον Τούρκο στο νησί⸱ αυτόν τον Τούρκο που πέρασε τον πόλεμο χωρίς να δώσει τίποτε⸱ και που δεν έχει ξεχάσει τη μέθοδο του Βαρλικιού ή τη μέθοδο του ‘55(Πόλη), όταν βρει την κατάλληλη ευκαιρία –φυσικά έτσι είναι ο άνθρωπος⸱ έτσι ήταν πάντα⸱ άραγε όμως αρκεί αυτό το απόφθεγμα για να κλείσει η τραγωδία –ή μήπως η τραγωδία συνεχίζεται⸱ κι αν συνεχίζεται, όπως είναι το πιθανότερο, πως συνεχίζεται; Κι εκείνος που θέλει να κάνει το σωστό, εκείνος που βλέπει ταυτόχρονα αυτή την πρόοδο της άτης- ποιο είναι το χρέος του; Τι πρέπει να πει στους νέους που είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους για μια «μεγάλη υπόθεση» πάλι και πάλι»[76]. 

Στις 17 Απρίλη 1960 γράφει και πάλι επικριτικά για όσους διαπραγματεύτηκαν την Συμφωνία της Ζυρίχης: «Έτσι όταν το Κυπριακό ήταν στην κρίση του, τότε που είχα πάρει την απόφαση να βοηθήσω όσο μου ήταν δυνατό, να συνεισφέρω, έστω και μόνος ανάμεσα στον υπάρχοντα, τον δεδομένο θίασο, κουραζόμουνα, αλλά φυσιολογικά»[77].

Στις 23 Ιουνίου 1960 συναντάται με τους σημαντικούς στοχαστές Dodds και Isaiah Berlin.

Στις 25 Αυγούστου 1960 γράφει για την συνάντησή του με τον «αξιαγάπητο πάντα» Ζ.Λορεντζάτο  και τις ενστάσεις  που έχει αυτός για τα τελευταία έργα του Ελύτη. Θεωρεί πως η αναφορά σε εκκλησιαστικές ιστορίες δημιουργεί «συναισθηματικό μπέρδεμα», ενώ η αναφορά σε εκκλησιαστικές μορφές σύμφωνα με τον Λορεντζάτο είναι «ιεροσυλία»[78].

Στις 16 Σεπτέμβρη 1961 παρακολουθεί στο Ηρώδειο την "Ερωφίλη". Σχολιάζει : «Χρειάζεται καιρός ακόμη για να μάθουν οι ηθοποιοί μας να λένε τέτοιους στίχους -κακές τομές- προσθέτουν ν εκεί που η κρητική γλώσσα δεν τα'χει (βλέπεις, έχουνε μάθει να κουδουνίζουν). Μου κάνει εντύπωση, όπως το σημείωσα και στον "Ερωτόκριτο", η ωριμότητα αυτής της γλώσσας- τα σημερινά ελληνικά δεν έχουν φτάσει ακόμη στη στάθμη της, σ' αυτή την ευλυγισία, αυτή τη φυσικότητα της άρθρωσης. Πλάι μου ήρθε και κάθισε η Μελίνα Μερκούρη - τη χειροκρότησαν- αυτόγραφα- φυσικά δεν καταλαβαίνει τίποτε απ' όλα αυτά. Προσέχει μόνο την πρωταγωνίστρια και τα ντυσίματά της. Έπειτα με τον Κατσίμπαλη στον Πλάτανο όπου φάγαμε. Δε με τραβά πια διόλου το είδος ταβέρνα στην Αθήνα. Ο Κ. μιλά πολύ- πάντα μιλούσε πολύ. Τώρα ακούει λιγότερο τι του λέει ο άλλος. Σήμερα με Θεοτοκά κατεβήκαμε στο Τουρκολίμανο - όμορφο μεσημέρι- έχει κάτι πράο και σταθερό που αναπαύει...Κατά βάθος όταν ξανακούσεις και ξανακοιτάξεις κάμποσο την κρητικό δεκαπεντασύλλαβο φτάνεις στο συμπέρασμα πως μόνο σ' αυτή τη γλώσσα και μ' αυτό το μηχανισμό μπορεί να γραφεί ακόμη 15σύλλαβος ελληνικά. Φυσικά, υπάρχει ο Σολωμός, ο αποσπασματικός. ωστόσο μπροστά σ' εκείνον μοιάζει ψέλλισμα. Βέβαια μιλώ για στίχο- για ρυθμό γλώσσας. Ξέρω, μπορεί να είμαι άδικος: Παλαμάς, άλλοι, ίσως- όμως εκεί είναι που δε βρίσκεις τίποτε τεχνητό ή φτιαχτό»[79].

Στις 17 Φεβρουαρίου 1962 σημειώνει πως «ο λαϊκός άνθρωπος (εννοώ της υπαίθρου) άλλαξε περισσότερο στα τελευταία 35 χρόνια από τα προτελευταία 130 τόσα ή και περισσότερα (ας πω από το Μακρυγιάννη ως τον Σωτήρη της Σκιάθου)' με άλλα λόγια οι άνθρωποι αυτοί άλλαξαν περισσότερο από τον καιρό που έγραψα τη Στροφή ή το Μυθιστόρημα ως τα σήμερα»[80].

Στις 11 Οκτώβρη 1962 επισκέπτεται τα Καμμένα Βούρλα και μένει στο ξενοδοχείο "Γαλήνη", επισημαίνει: «...από την άλλη μερικοί απλοί άνθρωποι σ' αυτή την Ελλάδα της Κοινής Αγοράς - που πάει να γίνει Ελλαδίξ»[81].

Στις Απρίλη 1963 σημειώνει: «Ήμασταν στον Πύργο περί τις 13.00 –μας περίμενε ο Γιώργης Παυλόπουλος⸱ μας έκανε το τραπέζι κάτω στο γιαλό. Ποιητής αφοσιωμένος. Δουλεύει για το ψωμί του στην ΚΤΕΛ. Διηγείται ένα όνειρο: στην Άρτα ο ίδιος κι εγώ σ’ ένα σπίτι ψάχνοντας σε μια κασέλα για χαρτιά του Μακρυγιάννη. Στην κασέλα βρήκαμε πιστόλες και τέτοια είδη της εποχής⸱ εκεί που ψάχναμε μπαίνει από την πόρτα ένα άσπρο άλογο, χωρίς καβαλάρη, σελωμένο αλλά χωρίς καβαλάρη, στη στρώση κάτω από τη σέλα χρυσοκέντητος ο Αι- Γιώργης (το συνηθίζουν, λέει, αυτό στα χωριά του Πύργου, όπου τη μέρα τ’ Αι-Γιώργη «τρέχουν τη κουλούρα»). Το άλογο σταμάτησε μπροστά μας κι άρχισε να χτυπά με το νύχι του το πάτωμα, το σανιδένιο. Κοιτάζουμε, το άλογο επιμένει και στο τέλος με την οπλή του σηκώνει ένα σανίδι. Τότε λέω στον Π. «Κοίτα, τι βλέπεις;» Κοίταξε κάτω, ένα πλήθος αλυσοδεμένοι  άνθρωποι. Βογγούσαν. «Το βογγητό ήταν τόσο» λέει ο Π. «που δεν άντεξα πια, ξύπνησα»[82].

Στις 24 Οκτώβρη 1963 σχόλια για την απονομή του βραβείου Nobel: «Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Nobel, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με την ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοσή της. Νομίζω ακόμη πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση –κάθε λαού- και το ελληνικό πνεύμα»[83].

Tο 1961 κυκλοφορεί με την ευκαιρία των 30 χρόνων από την έκδοση της "Στροφής" τιμητικός τόμος αφιερωμένος στον Γ.Σεφέρη που περιλαμβάνει το δοκίμιο του Ζ.Λορεντζάτου "Το χαμένο κέντρο". Ο Σεφέρης γράφει μια επιστολή την οποία δεν στέλνει τελικά ίσως γιατί διατυπώνει κάποιες ουσιώδεις επιφυλάξεις στον Ζ.Λορεντζάτο. Συνοψίζει κατ' αρχήν τις σκέψεις του τελευταίου προσπαθώντας να τις φωτίσει. Ο Λορεντζάτος συμπεραίνει ότι «α.πήγε στράφι η Ευρώπη από το Δάντη και πέρα γιατί με την Αναγέννηση έχασε το κέντρο της ή τη μεταφυσική της παράδοση. β. Εμείς, από το '21 και πέρα, μόλις λευτερωθήκαμε από τον Τούρκο αγκαλιάσαμε την Ευρώπη κι από αυτή προσδιοριζόμαστε' έτσι η χαλασμένη Ευρώπη μας κόλλησε την αρρώστια της' χάσαμε κι εμείς το Κέντρο μας ή τη μεταφυσική μας παράδοση για το χατήρι της. γ. Άν δεν ξαναβρεθεί το χαμένο κέντρο , σ' εμάς ή και στους έξω από εμάς, πάμε κι εμείς κι αυτοί κατά διαβόλου. δ. Κέντρο (το χαμένο)= "το εν ου εστι χρεία"= μεταφυσική παράδοση= παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής= παράδοση του Ορθόδοξου Χριστιανού (δεν ξέρω αν πρέπει να προσθέσω του Έλληνα Χριστιανού, ούτε αν το έν ου εστι χρεία είναι ακριβώς η χριστιανική πίστη)»[84].

Με αυτό τον τρόπο ο Σεφέρης συνοψίζει τις σκέψεις του Ζ.Λ. Όμως στην συνέχεια ξεκινούν κάποιες αντιρρήσεις του: «οι παραδόσεις των λαών είναι εγκόσμιο πράγμα' η πίστη είναι του Θεού, είναι μεταφυσική, είναι οικουμενική, είναι το αιώνιο. Της είναι αδιάφορο αν ανήκω στην παράδοση του Αι-Βασίλη ή στην παράδοση του Αγ. Αυγουστίνου ή του Θωμά του Ακουινάτου. Εδώ είναι που δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω τη σκέψη μου πάνω στη σκέψη σου –και στεναχωριούμαι»[85]. Για να συνεχίσει: «ας έρθουμε στην παράδοση που μ' ενδιαφέρει τώρα με πιο επείγοντα τρόπο γιατί κινδυνεύει περισσότερο»[86].  ). Πρόκειται για ότι έζησε ως παιδί στα Βουρλά:

«μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια), και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ' αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα. Ήταν στο χωριό μου, σε μια μικρασιατική αχτή' εκατό τόσες ψυχές, όλοι άνθρωποι λίγο-πολύ του πατέρα της μάνας μου, που δεν έφτασα. Εκείνη (την έχασα νωρίς, στα ' 26 , μου τη θύμισαν οι καθυστερημένες γριές που διηγείσαι) κρατούσε την παράδοση, αν την κράτησε ποτέ κανείς. Θυμάμαι μια εποχή στα πολύ μικρά μου χρόνια που είχε τάξει να νηστέψει εφτά Μεγάλες Σαρακοστές' και το είχε κρατήσει το τάξιμό της. Το Δεκαπενταύγουστο που ήταν η γιορτή της, θα' ρχουνταν μια μικρή συνοδεία για να πάρει την εικόνα της Παναγίας από το σπίτι μας για να την πάει στη μικρή εκκλησία. Ήταν ο κόσμος που αγαπούσα' όπου ένιωθα ελεύθερος, εν-αντιθέσει προς τον κόσμο της πολιτείας που με έπληττε (εκεί ήταν και το σχολειό)' ο Ευρωπαίος (ο Φράγκος, όπως έλεγαν) ήταν ο ξένος, συχνά ο αντίπαλος για τον κόσμο του χωριού μου. Όλα αυτά, όλη εκείνη η μαγεία, είναι μέσα ακόμη φυσική, δεν τη συζητώ, άνετη. Έπειτα ξενιτιά: Αθήνα, Ευρώπη- μαθητεία-δεν ξέρω κανέναν που να μαθήτεψε -γυρισμός στην Αθήνα με ό,τι μάζεψα από δω κι απο κεί, όχι πολύ συστηματικά, αλλά εκείνα τα παλιά, τα πρώτα, δεν άλλαξαν, όπως και τώρα, πολλές φορές το διαπιστώνω, δεν άλλαξαν τόσο που το πρώτο συναπάντημα μου με τον Μακρυγιάννη 1926(νομίζω) έπιασε κι από τότε δεν τον άφησα' πολύ κοινωνικά, πολύ φυσιολογικά, καλοδεχούμενος, ήρθε και βολεύτηκε σ' εκείνον τον κόσμο»[87]

            Τι τελικά σώζει την παράδοσή μας ; «χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια' χρειαζόμαστε καλούς υπηρέτες του Θεού και έχουμε τους τρισχειρότερους. Χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντας το πετσί του λύκου. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτιέμαι, μη δε θα να ' ταν καλύτερο να οικονομάμε τις σαίτές μας εναντίον στην λογοτεχνία, όπως την παρασταίνεις, για να τις έχουμε διαθέσιμες για εκείνα τα χάλια μας; Έπειτα, τ κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί αυτοί οι αιρετικοί της λογοτεχνίας να τύχει και να ρίξουν καμιά φορά ένα λόγο σπερματικό, χρήσιμο για τα ανώτατα του πνεύματος. Ενώ αλλιώς υπνοβασία και αυτοματισμός»[88]. Με συγκατάβαση γράφει στον Ζ.Λορεντζάτο: «Δεν έχω αντίρρηση –είναι βοήθεια η προσευχή και το παράδειγμα της αγιοσύνης, είναι βοήθεια να βλέπεις ακόμη τους λιγοστούς ανθρώπους που απομένουν ατόφιοι προσηλωμένους στα πράγματα που κάνουν τον άνθρωπο κάτι διαφορετικό από τον πίθηκο. Κι εδώ απάνω με συγκινείς και σε θαυμάζω – όπως δεν απαρνούμαι κι αυτούς τους άλλους ανθρώπους, είτε τους απασχολεί το χαμένο κέντρο είτε όχι –Χριστιανοί μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι φίλοι μου- αυτούς που μπορούν λίγο ακόμη να κρατάν τη σκέψη και τα αισθήματα των ανθρώπων ζωντανά (συμπάθα μου την αναγεννησιακή έκφραση) και μπορούμε ακόμη και γράφουμε και διαφωνούμε και συζητούμε. Αυτό μπορεί να δείχνει ακόμη ότι αν ήμουν στη θέση σου δε θ’ απαρνιόμουν τα περασμένα μου έργα⸱ ένας στρατοκόπος είναι ο άνθρωπος –προχωρεί και αλλάζει- και δεν φοβάται το αντιφατικό, αν αυτό που έδωσε ήταν το καλύτερο που είχε να δώσει τη στιγμή που το έδωσε»[89].

 

Ο τόμος Μέρες Θ' (1 Φεβρουαρίου 1964-11 Μάη 1971) του Γ.Σεφέρη περιλαμβάνει τις ημερολογιακές σημειώσεις του ποιητή από τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αναφέρεται στον φθόνο που συνάντησε στην χώρα μας μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, τις υποκριτικές προσπάθειες να ανακηρυχθεί δήθεν ακαδημαϊκός, στις διαβρωτικές, ατεκμηρίωτες και ανυπόστατες φήμες να αποδοθεί η διεθνής αναγνώριση του σε προϊόν συνωμοσίας,η δήλωση του κατά της δικτατορίας που συνοδεύθηκε με την αφαίρεση του διαβατηρίου του και τις συκοφαντικές επιθέσεις εναντίον του από τον "Ελεύθερο Κόσμο" και την "Εστία" (δύο εφημερίδες που υποστήριξαν την δικτατορία) που εντοπίστηκαν στην αντιστροφή και διαστρέβλωση της συμμετοχής του Σεφέρη στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην Συμφωνία της Ζυρίχης.
        Στα πιο ευχάριστες στιγμές του συγκαταλέγονται οι επισκέψεις σε διάφορες χώρες και πανεπιστήμια στο εξωτερικό ως προσκεκλημένος τους, οι εκδρομές στους Δελφούς, στην Καρδαμύλη και σε άλλα ελληνικά μέρη μαζί με αγαπητούς φίλους του και η φιλοξενία του Έζρα Πάουντ μαζί με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο.

Στις 21 Μαρτίου 1965 επικρίνει το έργο του Ν.Καζαντζάκη (έχει προηγηθεί ο Γ.Θεοτοκάς, η Λιλή Ζωγράφου και ακολούθησε ο Ρένος Αποστολίδης) : «Χτες είδαμε το Ζορμπά, το φίλμ του Κακογιάννη-Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη τη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής, που ύστερα από βροντερές τυμπανοκρουσίες και παρασημοφορίες για την πρεμιέρα του στο Παρίσι, ανακαλύπτουν τώρα οι Έλληνες χωρίς να' χουν το θάρρος ν' αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζ., που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος. Δε με πειράζει ο σκοτωμός της χήρας - ούτε το πλιάτσικο στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Ορτάνς. Όλα μπορεί να τα πει κανείς. Αν ένα χωριό στην Κρήτη ήταν κάποτε βάρβαρο, ήταν βάρβαρο. ποιός δεν ήταν βάρβαρος κάποτε -όλα μπορεί να τα πει κανείς- αλλά σ' ένα έργο που διεκδικεί την ανθρωπιά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πως εξαγοράζει κανείς αυτά που γράφει κι αν δεν τα λέει στο βρόντο. Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δεν βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσό μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες. Μας αρέσει. Δεν έχουμε δύναμη ν' αντιδράσουμε»[90].

Στις 9 Ιουνίου 1965 σημειώνει για τον Giacometti: «Τα γλυπτά του Α.G. θαρρείς τα τρώει ο γύρω τους χώρος, σα να ήταν η θάλασσα. Πάει να τα αναλώσει ολόκληρα, να μη μείνει τίποτε. Το ενδιαφέρον που σου δίνει την εντύπωση ότι δεν τον ενδιαφέρει, δεν τον νοιάζει κι αν χαθούν ολωσδιόλου. Τα πολύ μικρά, τα μικροσκοπικά του A.G. μου φαίνονται τα πιο ενδιαφέροντα έργα του... μ' ενδιαφέρει πολύ -αν μπορώ να πω- αυτή η πάλη του με το κενό»[91].

Στις 18 Ιουλίου 1965 επισκέπτονται μαζί με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο τον Δημήτρη Πικιώνη στο σπίτι του στην Κυπριάδου με πρωτοβουλία του Γ.Σεφέρη: «Ήθελα να του κάνω ευχαρίστηση. Τον σέβομαι πολύ και μου είναι αγαπητός...Είχα πολλά χρόνια να τον ιδώ , πρέπει να είναι της γενιάς του Σικελιανού, δεν απομένουν πια πολλοί»[92]. Ο Πικιώνης τους  υποδέχθηκε με μια περικοπή του Μεγάλου Βασιλείου για να σχολιάσει ο Σεφέρης «όμορφο καλοσώρισμα . Και λεπτό»[93]. Στις 19 Ιουλίου 1965 σημειώνει για τον Δ.Πικιώνη: «και κοιτάζεις καλύτερα τα χέρι και τα δάχτυλά του αυτό το αίσθημα της αφής που έχει. Ένα πετράδι, ένα ξύλο, πως τ’ αγγίζει, με πόσον αισθησιασμό θα’ λεγα. Ανήκει στην εποχή που αναμφισβήτητα από πολλές πλευρές και  σ’ αυτή τη ροπή που έχει της θεωρίας. Αλλά η θεωρία δεν τον έκανε να είναι αυτό που είναι⸱ του έδωσε μόνο ορισμένες ρηματικές εκφράσεις για πράγματα που αγαπούσε μ’ έναν πολύ πιο ενδόμυχο τρόπο. Γι’ αυτά τα πράγματα τον καταλαβαίνω πολύ καλύτερα όταν μου φέρνει με άπειρη στοργή να μου δείξει ένα κομμάτι πάφυλλα από παλιό κασελάκι λούστρου. Γνώρισε μου λέει τον Παπαδιαμάντη. Του τον σύστησε ο Άριστος Καμπάνης κάπου εκεί στα μέρη του Πολυτεχνείου. Τον χαιρέτησε μόνο και καθώς ο Παπ. Απομακρυνόταν γύρισε και τον κοίταξε ακόμη⸱ μιμήθηκε τον άνθρωπο που περπατά με μια πάντα»[94].

Στις 5 Νοεμβρίου 1965 γευματίζει με τον Ezra Pound και την Olga Rudge. O E.P. θερμός αλλά ολιγομίλητος. Την επόμενη μέρα τον πήγε στους Δελφούς ο Γ.Σαββίδης με την σύζυγο του. Αφού επιστρέψουν ο Ζ.Λορεντζάτος θα τον πάει στο Σούνιο.
           Στις 10 Δεκεμβρίου 1965 σημειώνει ότι ο Μαρκεζίνης δήλωσε ότι το βραβείο Νόμπελ είναι ακέραιος θεσμός και δεν χωρούν επιρροές τρίτων. Με πολύ πίκρα σημειώνει την ψευδέστατη φήμη που διακινούν η άκρα δεξιά και η άκρα αριστερά ότι δήθεν πούλησε το Κυπριακό ενώ με επιστολές και υπόμνημα στον Αβέρωφ είχε διαφωνήσει με την Συμφωνία της Ζυρίχης.

Στις 1 Αυγούστου 1966 σημειώνει: «τις μέρες που πέρασαν διάβασα τις Μελέτες του Ζ.Λ(ορεντζάτου) (έκδοση Γαλαξία που μόλις κυκλοφόρησε) - πως φαίνεται που αυτός ο άνθρωπος δεν έχει γυμναστεί αρκετά στο γράψιμο - και το μεγάλο ελάττωμα, σ' αυτόν τον Χριστιανό ωστόσο, η στέρηση από κάθε ταπεινοφροσύνη»[95].
Στις 6 Φεβρουαρίου 1967 στους Δελφούς γράφει: « ο τόπος μας είναι όμορφος. Μόνο που δεν είναι δικό μας. Πρέπει να τον κερδίζουμε κάθε μέρα»[96].

Στις 6 Απριλίου 1967 στο Ηράκλειο σημειώνει για τον Μακρυγιάννη «το έχω πει πολλές φορές: αυτός ο αγράμματος στάθηκε για μένα ένας μεγάλος δάσκαλος»[97]  για να προσθέσει  « όπως βλέπετε, αποφεύγω να κάνω τη διάκριση δημοτική- καθαρεύουσα, γιατί, όπως και να το πάρουμε το πράγμα, η γλώσσα είναι μιά. Όμως εκείνο που μας συμβαίνει είναι που έχουμε μια όμορφη γλώσσα με πλατιές εκτάσεις της νεκρές ακόμη. Έχουμε πολλή δουλειά ακόμη για να τη ζωντανέψουμε ολόκληρη»[98].
        Στις 26 Νοεμβρίου 1967 ομολογεί ότι ασχολήθηκε με το Κυπριακό γιατί «με παρακινούσε η αλληλεγγύη που ένιωθα για τον κόσμο της Κύπρου που γνώρισα και αγάπησα»[99].
        Στην Καρδαμύλη στην ίδια ημερομηνία σημειώνει: «όπως κι αν είναι , κοιτάζωντας και μιλώντας με τους γύρω μου ανθρώπους, κοιτάζοντας τα χτίρια που έχτισαν άλλοτε, ένιωσα σε τούτο το χωριό περισσότερη αρχοντιά παρά όση βρίσκεται τώρα στην Αθήνα. Πιο ατόφια αρχοντιά. Άλλο αν τα φτιασίδια είναι πολύ πιο πλούσια στην πρωτεύουσα και τα μπιχλιμπίδια»[100].
       Στίς 8 Οκτώβρη 1969 σημειώνει την ομολογία του Ε.Πανά πρέσβη κάποτε στην Στοκχόλμη, ότι η ελληνική κυβέρνηση δραστηριοποιήθηκε για να μην λάβει ο Σικελιανός το βραβείο Νόμπελ[101].
       Στις 30 Δεκεμβρίου 1969 μαζί με τον Λ.Καραπαναγιώτη πήγανε στο μαγαζί του Τσιτσάνη στην Καισαριανή.
       Στις 31 Ιουλίου 1970 μεταφέρει λόγους του Χρήστου Γιανναρά: «Στο Παρίσι κάποιος είχε μαγνητοφωνήσει (φοιτητής) την ομιλία σας πέρσι- λίγοι συνάδελφοι μαζεύτηκαν στην καμάρά του. Θα σας φανεί παράξενο, κλαίγαμε καθώς ακούγαμε»[102].
       Στις 11 Μάη 1971 ο εσωτερικός διάλογος του Γ.Σεφέρη ολοκληρώνεται απαντώντας στις ανακρίβειες της "Εστίας" για την εμπλοκή του στο Κυπριακό. Πρόκειται για μια προσπάθεια να κηλιδωθεί ο ποιητής που είχε τολμήσει να μιλήσει κατά της στρατιωτικής δικτατορίας:
        «Χρόνια τώρα δεν αγγίζω την καθημερινή μολυντήρα που κάθε απόγεμα βγαίνει έξω να λερώσει. Καμιά φορά ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ταχτικός αναγνώστης της, μου στέλνει κανένα υβριστικό απόκομμά της για να λάβω γνώση. Έτσι και σήμερα έλαβα δια χειρός τα χτεσινά καμώματά της: βρίζει το σύμπαν, εκτός φυσικά από τον Γρίβα που φωνασκεί ακόμη για Ένωση κτλπ. μολονότι ξέρει πολύ καλά ότι ένωση σημαίνει διαμελισμός. Όσο για μένα ξέρουν πολύ καλά - όσοι δεν το νομίζουν σκοπιμότερο να μην το ξέρουν - ότι υπάρχει υπηρεσιακό σημείωμα μου γραμμένο στο Παρίσι, στο ξενοδοχείο Bristol, τη νύχτα 18-19 Δεκεμβρίου 1958. Το έδωσα εγώ ο ίδιος στα χέρια του Υπουργού Εξωτερικών (Αβέρωφ) στις 19 το πρωί προτού αναχωρήσει για την Αθήνα. Τότε είχα λάβει γνώση πρώτη φορά ορισμένων παραχωρήσεων που ετοιμαζόμασταν να κάνουμε στη Ζυρίχη (εκτός από τους στρατιωτικούς όρους). Επίσης πρέπει να υπάρχει, αν έχουν φυλάξει και δεν τον έχουν καταστρέψει το φάκελο της εποχής εκείνης, επιστολή μου, από την πρεσβεία μου στο Λονδίνο, στον Αβέρωφ της Πέμπτης 25 Δεκ. 1958 με αριθμό εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 357.918. Αυτός ο αριθμός θεωρήθηκε από τον Αβέρωφ μεγάλη προδοσία , υποθέτω γιατί τον εμπόδιζε να ξεχάσει το γράμμα στην τσέπη του. Αυτά για τις πρώτες αντιδράσεις μου, οι οποίες είχαν το αποτέλεσμα να αποκλεισθώ από τη συνδιάσκεψη της Ζυρίχης. Υπήρχαν όμως και χειρότερα: στρατιωτικοί όροι προς όφελος των Τούρκων. Γι' αυτούς κάτι έμαθα εξ ακοής στο Λονδίνο από συνάδελφο που είχε περάσει από τη συνδιασκεπτόμενη Ζυρίχη. Τότε σκέφθηκα σοβαρά να παραιτηθώ. Έμεινα δύο νύχτες άγρυπνος. Ο λόγος που βάρυνε τελικά στην κρίση μου και μ' εμπόδισε να το πράξω ήταν ότι εκεί που είχαμε καταντήσει, θα ωφελούσα μόνο το Κ.Κ. και την Εστία.Από το χρόνια εκείνα ως τώρα και Κύριος οίδε για πόσον καιρό ακόμη η "Ένωση" δεν μπορεί να σημαίνει παρά διαμελισμό του νησιού. Αυτό το αποσιωπούν και ο Γρίβας και οι διάφορες Εστίες και άλλοι δήθεν υπερπατριώτες που προσπαθούν να κάμουν τις δουλίτσες τους ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του απλοϊκού κοσμάκη»[103].
Στα Επίμετρα δημοσιεύεται το υπηρεσιακό σημείωμα του Σεφέρη στον Ε.Αβέρωφ όπου με τεκμηριωμένο τρόπο περιγράφει τις αδυναμίες και τα σοβαρά μειονεκτήματα της Συμφωνίας της Ζυρίχης. Η εφημερίδα Εστία που είχε πανομοιότυπες απόψεις δεν αντιμετώπισε φιλικά τον Σεφέρη επειδή δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την δήλωσή του κατά της δικτατορίας. Όπως και ο Γρίβας δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι η ανατροπή των δυσμενών αποτελεσμάτων της δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση. Αντίθετα απαιτούσε πολύ προσεκτικούς χειρισμούς. Ο δημοσιογράφος Σπύρος Παπαγεωργίου, που εκπροσωπούσε την ΕΟΚΑ Β' και τον Γρίβα, μετά την τουρκική εισβολή , στο βιβλίο του για το Μακάριο παραδέχθηκε ότι είχαν άδικο ώστε έγινε που έβλεπε ο Σεφέρης : το σύνθημα της Ένωσης μετά την Ζυρίχη οδηγούσε στον διαμελισμό του νησιού.

 

Από το «Πολιτικό Ημερολόγιο»  επισημαίνουμε το σχόλιο του Γ.Σεφέρη για την μεταξική δικτατορία στις 14 Μάρτη 1942: «Αλλά έχεις όρεξη να του πεις και να του θυμίσεις την επίμονη, την ανυπόφορη και την ανόητη προσπάθεια της 4ης Αυγούστου για να σβήσει και να θάψει και να παραμορφώσει  όχι μόνο την πρόσφατη ιστορία αλλά και την αρχαία. Αφήνω τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη και άλλες ροπές διαστρέβλωσης των αρχαίων κειμένων, αφήνω τη λογοκριτική μανία όχι για τις πράξεις  αλλά και για το όνομα του Βενιζέλου ακόμη, θυμάμαι μόνο τον ακρωτηριασμό κειμένων όπως του Περικλή Γιαννόπουλου, για να μη θιγεί το παλάτι ή διάφορες ξένες δυνάμεις. Ακρωτηριασμοί που μας έκαναν να παραβάλουμε, όταν τυπώναμε τον Γιαννόπουλο στα Νέα Γράμματα, την κατάσταση του τόπου στα 1938-1939 με εκείνη του Ελλαδικού Βασιλείου, που άφηνε να κυκλοφορούν αυτά τα ίδια κείμενα χωρίς να λογαριάσει ούτε την αυλή ούτε τις προστάτισσες δυνάμεις»[104].

Στις 21 Αυγούστου 1944 αναφέρεται σε σχόλιο αυλικού για τον Σεφέρη ότι δεν έχει ούτε πατρίδα ούτε γλώσσα και συμπληρώνει αναφερόμενος στις αντιδράσεις που προκάλεσε η διάλεξη για τον Μακρυγιάννη: «Είναι από αυτούς που δε μου συγχώρεσαν ακόμη τη διάλεξή μου για το Μακρυγιάννη, από αυτούς που υποκίνησαν τη δίωξη μου από τον Παπανδρέου»[105].

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1945 γράφει ότι φοβάται ότι θα κατηγορηθεί ότι υποκίνησε τον αρχιεπίσκοπό Δαμασκηνό να θέσει στους Άγγλους το Κυπριακό[106].

Στις 1 Οκτώβρη 1945 γράφει: «αποκαρδιωμένος όπως πάντα ύστερα από κάτι τέτοια, μολονότι τα είδα τόσες και τόσες φορές, όπου η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις. Γιατί;     Γιατί είμαι δεμένος μ’ αυτό τον τόπο και μολονότι δεν έχω καμιά απολύτως φιλοδοξία για πολιτική δράση μου φαίνεται σαν ένα είδος ακρωτηριασμού να πω ξαφνικά να σας χέσω και να αποξενωθώ από όλα αυτά. Γιατί είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν την ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι, πολλοί που δεν ξέρουν αλλά που αξίζουν, που σε φωνάζουν»[107].

 

Οι ημερολογιακές σημειώσεις του Γ.Σεφέρη, που ένα μέρος τους επιλέξαμε εδώ να παρουσιάσουμε, έχουν την ίδια αξία με το υπόλοιπο έργο του. Ίσως μάλιστα να πλεονεκτούν γιατί εδώ διαπιστώνουμε άμεσα την ίδια την ψυχική του πορεία, τον αγώνα που κατέβαλε  για να μας δώσει πολλά από τα ποιητικά του έργα αλλά και πως ωρίμασαν οι σκέψεις που διατύπωσε σε δοκίμια του σαν αυτό για τον Μακρυγιάννη ή αυτό για τον Θεόφιλο. Ποιήματα όπως ο «Ερωτικός Λόγος» ή «Ο βασιλιάς της Ασίνης» δεν είναι αποτέλεσμα της αυτόματης γραφής αλλά σκληρής, κοπιαστικής και χρονοβόρας προσπάθειας. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ο Σεφέρης υπήρξε ένας ολιγογράφος, αλλά και λογικά οργανωμένος  ποιητής.  Συγχρόνως διαπιστώνουμε την πατριωτική του ευαισθησία –που αποκορυφώνεται στην Κύπρο και στην αντίθεσή του στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου- και την δημοκρατική του ιδιοσυγκρασία που σε συνδυασμό με την οικογενειακή φιλελεύθερη-βενιζελική προέλευση  τον φέρνει σε αντίθεση με  επιλογές της κυβερνήσεως Μεταξά και τον ταυτίζει με πολιτικούς όπως ο πρόωρα χαμένος Καρτάλης. Η αποστροφή του προς τις ηγεσίες του ελληνισμού, τις  ικανότητες και τα ήθη που έχουν,  συνδυάζεται  με την εμπιστοσύνη που έχει προς τον ελληνικό λαό. Βεβαίως η αντίληψη αυτή δεν είναι ούτε εξιδανικευτική, ούτε ιδεοληπτική. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες διαπιστώνει ότι ο χαρακτήρας του αλλάζει, πολλά ψυχικά και πνευματικά του χαρακτηριστικά ξεπέφτουν καθώς η χώρα μετατρέπεται σε «Ελλαδίξ». Σημαντική είναι τέλος είναι συνεισφορά των «Μερών»  για να κατανοήσουμε την σχέση του Σεφέρη με άλλους στοχαστές όπως ο Θεοτοκάς, ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Παπατσώνης, ο Σικελιανός, ο Λορεντζάτος. Ειδικά η κριτική εκείνη που αρέσκεται στην εύκολη διατύπωση κατηγοριών στον Γ.Σεφέρη,  συχνά με αντιφατικό  τρόπο – ελιτιστής, αριστοκράτης αλλά και εθνολαϊκιστής-  που όμως δεν έχουν καμία σχέση με αυτόν, θα  ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να ξαναδιαβάσει το έργο του, ώστε ο λόγος της να είναι θεμελιωμένος, τεκμηριωμένος και πιστός στην πραγματικότητα.  



[1] Γ.Σεφέρης, Μέρες Α΄ (16 Φεβρουαρίου 1925-17 Αυγούστου 1931), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2019, σελ. 40. Ο Σεφέρης επαναλαμβάνει τις ίδιες φράσεις με πολύ μικρές τροποποιήσεις στο μυθιστόρημα του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (εκδόσεις Ίκαρος και Βήμα), σελ.27.

[2] Ό. π. σελ. 41.

[3] Ό. π. σελ. 54.

[4] Ό. π. σελ. 63.

[5] Ό. π. σελ. 6.

[6] Ό. π. σελ.101,102,

[7] Ό. π. σελ.125, σελ.126.

[8] Ό. π. σελ. 131.

[9] Γ.Σεφέρης, Μέρες Γ΄ (16 Απρίλη 1934-14  Δεκέμβρη 1940), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2011, σελ. 16,17.

[10] Ό. π. σελ. 33.

[11] Ό. π. σελ. 94.

[12] Ό. π. σελ. 95.

[13] Ό. π. σελ. 108.

[14] Ό. π. σελ. 117.

[15] Ό. π. σελ. 125,126.

[16] Ό. π. σελ. 127,128

[17] Ό. π. σελ. 131.

[18] Ό. π. σελ. 133.

[19] Ό. π. σελ. 170,171.

[20] Ό. π. σελ. 224.

[21] Ό. π. σελ. 236,237.

[22] Ό. π. σελ. 249,251.

[23] Ό. π. σελ.258.

[24] Ό. π. σελ.260.

[25] Γ.Σεφέρης, Δοκιμές, Δ’ τόμος(1Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944), εκδόσεις Ίκαρος 2020, σελ.20.

[26] Ό. π. σελ.22.

[27] Ό. π. σελ. 26.

[28] Ό. π. σελ. 28.

[29] Ό. π. σελ. 33.

[30] Ό. π. σελ. 41.

[31] Ό. π. σελ. 114.

[32] Ό. π. σελ. 146.

[33] Ό. π. σελ. 178.

[34] Ό. π. σελ. 192.

[35] Ό. π. σελ. 195.

[36] Ό. π. σελ. 197.

[37] Ό. π. σελ. 204.

[38] Ό. π. σελ. 231.

[39] Ό. π. σελ. 233.

[40] Ό. π. σελ. 248.

[41] Ό. π. σελ. 253.

[42] Ό. π. σελ. 281.

[43] Ό. π. σελ. 290.

[44] Ό. π. σελ. 290.

[45] Ό. π. σελ. 291,292.

[46] Ό. π. σελ. 346,347.

[47] Ό. π. σελ. 376.

[48] Ό. π. σελ. 381,382.

[49] Γ.Σεφέρης, Μέρες Ε’(1 Γενάρη 1945-19 Απρίλη 1951), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2020, σελ.23.

[50] Ό. π. σελ. 23,24.

[51] Ό. π. σελ. 28,29,30.

[52] Ό. π. σελ. 30.

[53] Ό. π. σελ. 78,79.

[54] Ό. π. σελ.80.

[55] Ό. π. σελ. 107,108.

[56] Ό. π. σελ. 138,139.

[57] Ό. π. σελ. 156.

[58] Ό. π. σελ.177.

[59] Ό. π. σελ. 229.

[60] Γ.Σεφέρης, Μέρες ζ’(20 Απρίλη 1951-4 Αυγούστου 1956), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2008, σελ.34.

[61] Ό. π. σελ.98.

[62] Ό. π. σελ.143.

[63] Ό. π. σελ. 186.

[64] Ό. π. σελ.195.

[65] Ό. π. σελ. 202.

[66] Ό. π. σελ. 203.

[67] Ό. π. σελ.204.

[68] Ό π σελ. 209.

[69] Ό. π. σελ. 210.

[70] Ό. π. σελ. 219.

[71] Ό. π. σελ. 224,225.

[72] Ό. π. σελ.225.

[73] Γ.Σεφέρης, Μέρες Ζ’, 1 Οκτώβρη 1956-27 Δεκέμβρη 1960, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1996, σελ.47.

[74] Ό. π. σελ.53.

[75] Ό. π. σελ.93.

[76] Ό. π. σελ. 118.

[77] Ό. π. σελ. 181.

[78] Ό. π. σελ.242.

[79] Γ.Σεφέρης, Μέρες Η' ,2 Γενάρη 1961-16 Δεκέμβρη 1963, εκδόσεις Ίκαρος , Αθήνα 2018, φιλολογική επιμέλεια Κατερίνα Κρίκου – Davis, σελ.192,193.

[80] Ό. π. σελ.235.

[81] Ό. π. σελ. 279.

[82] Ό. π. σελ. 286.

[83] Ό. π. σελ. 299.

[84] Ό. π. σελ.313,314.

[85] Ό. π. σελ. 314,315.

[86] Ό. π. σελ.315.

[87] Ό. π. σελ.315,316.

[88] Ό. π. σελ. 319.

[89] Ό. π. σελ.319,320.

[90] Γ.Σεφέρης, Μέρες Θ' 1 Φεβρουαρίου 1964- 11 Μάη 1971, φιλολογική επιμέλεια Κατερίνα Κρίκου- Davis, Αθήνα, Ίκαρος 2019, σελ.94,95.

[91] Ό. π. σελ.100,101.

[92] Ό. π. σελ. 103,104.

[93] Ό. π. σελ.104.

[94] Ό. π. σελ. 104,105.

[95] Ό. π. σελ.123.

[96] Ό. π. σελ. 131.

[97] Ό. π. σελ.136.

[98] Ό. π. σελ.137.

[99] Ό. π. σελ.147.

[100] Ό. π. σελ.148.

[101] Ό. π. σελ.204.

[102] Ό. π. σελ.233.

[103] Ό. π. σελ.240,241,242.

[104] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο, Α’ τόμος 1935-1944,επιμέλεια-σημειώσεις Αλέξανδρος Ξύδης, εκδόσεις Ίκαρος 2013 και Ελευθεροτυπία,σελ.42.

[105] Ό. π. σελ.254.

[106] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο, Β’ τόμος 1945-1947,1949,1952,επιμέλεια-σημειώσεις Αλέξανδρος Ξύδης, εκδόσεις Ίκαρος 2013 και Ελευθεροτυπία,σελ.40.

[107] Ό. π. σελ. 49.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου