Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

ΧΡΗΣΤΟΥ Δ. ΒΡΟΥΣΤΗ:Προβληματισμοί επί της διεύρυνσης της κατ’ έγκληση δίωξης των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών,

 

                 

Προβληματισμοιί επί της διεύρυνσης της κατ’ έγκληση δίωξης  των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών

ΧΡΗΣΤΟΥ Δ. ΒΡΟΥΣΤΗ

Δικηγόρου

(περιοδικό ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ,Τόμος ΟΑ΄ (2021), τεύχος 3ο, σ. 161-171)

Στη μελέτη εκφράζονται δικαιοπολιτικής φύσεως προβληματισμοί για την προβλεπόμενη με το νέο Ποινικό Κώδικα διεύρυνση της κατ’ έγκληση ποινικής δίωξης των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών και καταγράφονται οι δυσχέρειες που προκαλεί στην καταπολέμηση των εγκλημάτων αυτών, ιδίως εκείνων που τελούνται σε βάρος νομικών προσώπων, σε βάρος περισσότερων παθόντων καθώς και στην καταπολέμηση αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, η στοιχειοθέτηση των οποίων προϋποθέτει την τέλεση βασικού αδικήματος που διώκεται κατ’ έγκληση. Παρουσιάζεται η αντινομία που δημιουργείται από την προβλεπόμενη στο νέο Ποινικό Κώδικα κατ’ έγκληση δίωξη των τελούμενων κατά ιδιωτών κακουργηματικών υπεξαιρέσεων και απατών αφενός και την αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη της τελούμενης κατά ιδιωτών κακουργηματικής απιστίας αφετέρου, καθώς και η αντινομία που προκαλεί η εξαίρεση από την αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη της κακουργηματικής απιστίας όταν στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τέλος, θεωρείται ότι για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του εγκλήματος είναι επιβεβλημένη η de lege ferenda επαναφορά της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης των εγκλημάτων της απάτης, της απιστίας και της υπεξαίρεσης στην


κακουργηματική τους μορφή.

Α. Εισαγωγή

Η καινοτομία του νέου Ποινικού Κώδικα που προβληματίζει ιδιαίτερα ως προς τη δικαιοπολιτική σκοπιμότητά της είναι η επέκταση της κατ’ έγκληση δίωξης και σε εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, τα οποία διώκονταν διαχρονικά αυτεπαγγέλτως, και μάλιστα ακόμη και στην ποιοτικά βαρύτερη μορφή τους, την κακουργηματική.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 381 παρ. 1 και 405 παρ. 1 του νέου ΠΚ τα εγκλήματα της υπεξαίρεσης, της απάτης και της απάτης με υπολογιστή (άρθρα 375 παρ. 1 και 2, 386 παρ. 1 και 2, 386Α παρ. 1, ΠΚ) μετατράπηκαν από αυτεπαγγέλτως σε κατ’ έγκληση διωκόμενα, στη μεν πλημμεληματική τους μορφή πάντοτε, στη δε κακουργηματική τους μορφή όταν στρέφονται κατά ιδιωτών[1], ενώ το έγκλημα της απιστίας διώκεται επίσης κατ’ έγκληση πάντα στις περιπτώσεις που συνιστά πλημμέλημα, και –όπως τελικά διαμορφώθηκε με την τροποποίηση του Ν. 4637/2019 –στις περιπτώσεις που συνιστά κακούργημα, όταν στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα[2]. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 ΠΚ, το πλημμέλημα του προβλεπομένου στο άρθρο 394 ΠΚ της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος διώκεται πλέον κατ’ έγκληση, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της πράξης, ενώ κατά τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα διωκόταν αυτεπαγγέλτως και μόνο εάν το αντικείμενο της πράξης ήταν ευτελούς αξίας, διωκόταν κατ’ έγκληση[3].

Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις ο νομοθέτης εξαρτά τη δίωξη σημαντικού αριθμού εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών από τη βούληση του παθόντος ιδιώτη, αφού πλέον αυτός έχει την πρωτοβουλία τόσο της ενεργοποίησης ή μη της ποινικής διαδικασίας (με την υποβολή από μέρους του της έγκλησης ή την παραίτησή του απ’ αυτή είτε ρητά είτε σιωπηρά με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας για την υποβολή της) όσο και της παύσης της (με την ανάκληση της ήδη υποβληθείσας έγκλησης)4. Με τον τρόπο αυτό όμως, μετατοπίζεται η εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της ποινικής δίκης από την Πολιτεία στον παθόντα ιδιώτη και τούτο οδηγεί σε ιδιωτικοποίηση του Ποινικού Δικαίου στο πεδίο των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών και αλλοίωση του δημόσιου χαρακτήρα του. Η αλλαγή αυτή προκαλεί βάσιμες αντιρρήσεις, συνιστάμενες κυρίως στην αμφισβήτηση της κοινωνικής αναγκαιότητάς της και της δυνατότητάς της να συμβάλει θετικά στην εκπλήρωση της βασικής αποστολής του Ποινικού Δικαίου που είναι η γενική και ειδική πρόληψη του εγκλήματος.

Β.  Η επελθούσα μεταβολή στον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών είναι ουσιαστικά αναιτιολόγητη

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα, δικαιολογητική βάση της επέκτασης της κατ’ έγκληση δίωξης σε σημαντικό αριθμό εγκλημάτων κατά των περιουσιακών εννόμων αγαθών είναι ο ατομικός χαρακτήρας των πληττομένων εννόμων αγαθών. Όμως, αν και ο ατομικός χαρακτήρας των περιουσιακών εννόμων αγαθών είναι απαραίτητο κριτήριο, δεν αποτέλεσε ποτέ ούτε το μόνο ούτε το βασικό κριτήριο για την επιλογή της κατ’ έγκληση δίωξης των εγκλημάτων που στρέφονται κατ’ αυτών και την εξαίρεσή τους από τον κανόνα της αυτεπάγγελτης δημόσιας δίωξης. Πράγματι, εάν το καθοριστικό κριτήριο ήταν ο ατομικός χαρακτήρας των περιουσιακών εννόμων αγαθών, τότε θα διώκονταν κατ’ έγκληση όλα ανεξαιρέτως τα εγκλήματα που στρέφονται κατ’ αυτών. Τούτο όμως –και ορθά– δεν συμβαίνει.

προϊσχύσαντα ΠΚ διωκόταν αυτεπαγγέλτως, μετά την κατάργηση με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/1999 της παραγράφου 4 του άρθρου 404 ΠΚ που προέβλεπε την κατ’ έγκληση δίωξη της πλημμεληματικής τοκογλυφίας.

4. Βλ. άρθρα 51 ΚΠΔ, 114 παρ. 1, 2 και 117 παρ. 1 ΠΚ.

Η αναγωγή από τον ποινικό νομοθέτη ορισμένων συμπε ριφορών που προσβάλλουν περιουσιακά έννομα αγαθά σε εγκλήματα, σημαίνει ότι οι εν λόγω συμπεριφορές στρέφονται γενικότερα κατά της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης και της έννομης τάξης και για το λόγο αυτό η εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών γεννά την ποινική αξίωση της Πολιτείας, η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται με τη δίωξη και τιμωρία τους. Κατά τον Μαγκάκη, η ένταξη του Ποινικού Δικαίου στο Δημόσιο Δίκαιο σημαίνει και ότι «το έγκλημα συνιστά πράξη που θίγει πάντα, σε τελευταία και κρίσιμη ανάλυση, το δημόσιο συμφέρον και ότι η ποινική κύρωση επιβάλλεται πάντα για χάρη αυτού του συμφέροντος, ακόμη και όταν το έγκλημα στρέφεται σε πρώτο επίπεδο –όπως πολύ συχνά συμβαίνει– εναντίον ορισμένων ατόμων»[4]. Tα εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών ναι μεν προσβάλλουν ευθέως ατομικά έννομα αγαθά, αλλά γενικότερα, ιδίως στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, πλήττουν την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και των οικονομικών σχέσεων και τούτο συνηγορεί υπέρ της αυτεπάγγελτης δίωξής τους. Όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Ν. Ανδρουλάκης, «η καταστολή του εγκλήματος αποτελεί ζήτημα που ενδιαφέρει ευθέως την κοινωνική ολότητα και επομένως αξιώνει την κρατική επέμβαση ακόμη και παρά τη θέληση του παθόντος απ’ αυτό. Έτσι λοιπόν η ανάθεση του έργου της πρόκλησης της δίωξης στην υποκείμενη σε εκφοβισμούς, εκβιασμούς ή και εξαγορά, ενδεχομένως ράθυμη ή, όμως, αντίθετα, και εκδικητική ιδιωτική βούληση, δεν μπορεί κατ’ αρχήν σήμερα να γίνει αποδεκτή»[5]. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον και η αρχή του κράτους δικαίου σε συνδυασμό με την αρχή της νομιμότητας, επιβάλλουν ως κανόνα την αυτεπάγγελτη δημόσια δίωξη των εγκλημάτων, χωρίς οποιαδήποτε εξάρτησή της από τη βούληση του παθόντος, για την εγκυρότητα της οποίας, άλλωστε, δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα, καθώς η μη υποβολή έγκλησης απ’ αυτόν μπορεί να οφείλεται σε πλάνη του, εξαπάτησή του ή απειλή του. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, τα κριτήρια που, μέχρι τώρα τουλάχιστον, χρησιμοποιούσε η ποινική επιστήμη για την, κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων, επιλογή της κατ’ έγκληση δίωξής τους, είναι:

1)          Η μικρή βαρύτητα του εγκλήματος, ώστε να κρίνεται ότι η Πολιτεία δεν έχει λόγους να επέμβει αυτεπάγγελτα, εάν ο ίδιος ο παθών δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη[6]. Στην κατηγορία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγονται εγκλήματα που προξενούν μείζονα προσβολή σε έννομα αγαθά που συνιστούν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, προστατευόμενα από το Σύνταγμα και Διεθνείς Συμβάσεις υπερνομοθετικής ισχύος (Ε.Σ.Δ.Α., Δ.Σ.Α.Π.Δ. κ.λπ.), όπως είναι η ιδιοκτησία και η περιουσία και φυσικά, δεν υπάγονται στην κατηγορία αυτή τα κακουργήματα που αποτελούν τα βαρύτερα των εγκλημάτων[7].

2)          Η περιέλευση του παθόντος εξαιτίας της τέλεσης του εγκλήματος σε μια κατάσταση σύγκρουσης άξιων προστασίας συμφερόντων, εκ των οποίων το ένα είναι η ποινική δίωξη του δράστη και το άλλο είναι η αποφυγή του κινδύνου να επιφέρει η ποινική δίωξη αυτού μεγαλύτερη βλάβη στον παθόντα, οπότε το δίκαιο αναγνωρίζει στον δεύτερο το δικαίωμα να επιλέξει τίνος συμφέροντος την προστασία επιθυμεί και να πράξει ανάλογα. Τέτοια κατάσταση σύγκρουσης προστατευομένων από το δίκαιο συμφερόντων του παθόντος δημιουργείται:

α) Όταν το έγκλημα τελείται στο πλαίσιο στενών προσωπι-

κών σχέσεων του παθόντος με τον δράστη, τις οποίες ο παθών επιθυμεί να διατηρήσει παρά τη βλάβη που υπέστη από το έγκλημα και που κινδυνεύουν να κλονιστούν ανεπανόρθωτα από τη δίωξη του δράστη[8]. Τέτοια περίπτωση αποτελούσε το κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα της υφαίρεσης, που προβλεπόταν στο καταργηθέν άρθρο 378 του προϊσχύσαντος ΠΚ, ήτοι των κλοπών και υπεξαιρέσεων μεταξύ συγγενών και γενικά των αναφερομένων στο ως άνω άρθρο στενά συνδεομένων μεταξύ τους προσώπων.

β) Όταν μπορεί να προκληθεί από τη δίωξη του δράστη βλάβη άλλου εννόμου αγαθού του παθόντος, το οποίο, ο ίδιος, μπορεί να αξιολογεί ως σημαντικότερο. Παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι το έγκλημα της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη (άρθρο 343 στοιχεία α΄ και β΄ Π.Κ.) το οποίο διώκεται κατ’ έγκληση, με κριτήριο το συμφέρον του παθόντος, ο οποίος ενδέχεται να μην επιθυμεί τη δίωξη του δράστη, επιλέγοντας την προστασία της τιμής και της υπόληψής του από τον κίνδυνο να υποστούν τα εν λόγω έννομα αγαθά του ανεπανόρθωτη βλάβη από τη δημοσιότητα της ακροαματικής διαδικασίας της ποινικής δίκης.

Στην πρώτη από τις ανωτέρω περιπτώσεις η κοινωνική ανάγκη της διαφύλαξης οικογενειακών ή άλλων στενών προσωπικών σχέσεων και στη δεύτερη η δικαιολογημένα προστατευτική για τον παθόντα από το έγκλημα λειτουργία του δικαίου υπαγορεύουν την αναγνώριση σ’ αυτόν του δικαιώματος να ζητήσει, υποβάλλοντας έγκληση, την άσκηση ποινικής δίωξης, αφού προηγουμένως σταθμίσει εάν τούτο θα είναι επωφελές ή επιβλαβές για τα έννομα συμφέροντά του.

Συνεπώς, οι ρυθμίσεις των άρθρων 381 παρ. 1 και 405 παρ. 1 του νέου Π.Κ. που προβλέπουν την κατ’ έγκληση δίωξη μεγάλου αριθμού εγκλημάτων κατά των περιουσιακών εννόμων αγαθών γενικά, ήτοι χωρίς να απαιτούν για την εφαρμογή τους τη συνδρομή και των προϋποθέσεων ενός τουλάχιστον των ως άνω κριτηρίων, αποτελούν καινοτομία[9] του νομοθέτη, της οποίας η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα δεν αιτιολογείται με βάση τον ατομικό χαρακτήρα των εν λόγω αγαθών, ακόμη και αν αυτός συμπληρωθεί με την εξουσία διαθέσεως που έχουν επ’ αυτών οι φορείς τους, διότι αν και όλα τα περιουσιακά έννομα αγαθά μπορούν να διατεθούν ελεύθερα από τους φορείς τους, δεν διώκονται όλα κατ’ έγκληση. Επισημαίνεται δε ότι είναι διαφορετική η διεπόμενη από το ιδιωτικό δίκαιο εξουσία διαθέσεως των περιουσιακών εννόμων αγαθών που έχουν οι εκάστοτε φορείς τους, από τη διεπόμενη από το δημόσιο δίκαιο εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της ποινικής δίκης, η οποία ανήκει στην Πολιτεία ως φορέα της ποινικής αξίωσης. Επομένως, ούτε ο συνδυασμός ατομικότητας και διαθεσιμότητας των περιουσιακών εννόμων αγαθών επαρκεί για την αιτιολόγηση της διεύρυνσης της κατ’ έγκληση δίωξης των εγκλημάτων που στρέ φονται κατ’ αυτών και τη με τον τρόπο αυτό χορήγηση στον φορέα των εν λόγω αγαθών ιδιώτη της εξουσίας της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της ποινικής δίκης, που οδηγεί σε ιδιωτικοποίησή της. Η ασυμβατότητα αυτής της νομοθετικής καινοτομίας προς το δημόσιο χαρακτήρα του Ποινικού Δικαίου δημιουργεί σοβαρές αμφισβητήσεις, κυρίως ως προς τη δυνατότητά της να συμβάλλει θετικά στην εκπλήρωση της βασικής αποστολής του Ποινικού Δικαίου, που είναι η γενική και ειδική πρόληψη του εγκλήματος.

Περαιτέρω σημειώνεται ότι κατά την ποινική νομοθεσία τόσο των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου, εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, όπως η υπεξαίρεση και η απάτη, διώκονται αυτεπαγγέλτως, ακόμη και στην πλημμεληματική τους μορφή[10]. Συνεπώς, η κατ’ έγκληση δίωξη των ως άνω εγκλημάτων, ακόμη και στην κακουργηματική τους μορφή, συνιστά πρωτοτυπία του νέου ελληνικού Ποινικού Κώδικα, για την αναγκαιότητα της οποίας δεν έχει προβληθεί συγκεκριμένη αιτιολογία[11].

Γ.  Οι δυσχέρειες που προκαλούνται στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας από τη διεύρυνση της κατ’ έγκλησης δίωξης στα εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών

Η διεύρυνση της κατ’ έγκληση δίωξης στα εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών προκαλεί ιδιαίτερες δυσχέρειες στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στις περιπτώσεις που αναφέρονται ακολούθως.

Γ.1. Δυσχέρειες ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης των κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών που τελούνται σε βάρος νομικών προσώπων[12]

Κατ’ αρχάς η εξάρτηση της ποινικής δίωξης των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών από την υποβολή έγκλησης από τον παθόντα, καθιστά προβληματική τη δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης στις περιπτώσεις που η βούληση του φορέα του πληττομένου περιουσιακού εννόμου αγαθού δεν εκφράζεται από τον ίδιο τον παθόντα, αλλά από άλλον που τον εκπροσωπεί νόμιμα, όπως είναι οι περιπτώσεις των νομικών προσώπων.

Πράγματι, στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει αφενός μεν η πιθανότητα οι νόμιμοι εκπρόσωποι των ως άνω προσώπων να αμελήσουν να υποβάλουν έγκληση κατά του δράστη κατ’ έγκληση διωκομένου εγκλήματος που έπληξε περιουσιακά έννομα αγαθά των εκπροσωπούμενων απ’ αυτούς προσώπων, αφετέρου δε η βεβαιότητα ότι δεν θα υποβάλουν έγκληση στις περιπτώσεις που οι ίδιοι είναι οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων, καθώς είναι παράλογο να αναμένει κανείς ότι θα υποβάλουν ποτέ έγκληση κατά του εαυτού τους.

Ειδικότερα, όταν τελείται κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα σε βάρος νομικού προσώπου, δικαιούχος σε υποβολή εγκλήσεως είναι το νομικό πρόσωπο καθώς αυτό είναι αμέσως παθόν, ως φορέας του προσβληθέντος από το συγκεκριμένο έγκλημα εννόμου αγαθού. Το δικαίωμά του αυτό το νομικό πρόσωπο ασκεί δια των νομίμων εκπροσώπων του, ήτοι εκείνων που έχουν, σύμφωνα με τον νόμο, και το καταστατικό του εξουσία εκπροσώπησής του[13]. Στην πράξη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις τέλεσης περιουσιακών εγκλημάτων σε βάρος νομικών προσώπων, ιδίως εμπορικών εταιρειών καθώς αυτές έχουν γενικότερες και σημαντικές συνέπειες στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας[14]. Στην περίπτωση τέλεσης κατ’ έγκληση διωκομένου εγκλήματος κατά προσωπικής εταιρείας (Ο.Ε. ή Ε.Ε.) το δικαίωμα αυτής για υποβολή έγκλησης ασκείται κατά κανόνα από τους ομόρρυθμους εταίρους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση[15]. Ως προς τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, στην Ι.Κ.Ε.[16] και την Ε.Π.Ε.[17] το δικαίωμα αυτών για την υποβολή έγκλησης ασκείται από τους διαχειριστές τους, ενώ στην Α.Ε., το δικαίωμα αυτής προς υποβολή έγκλησης ασκείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο που εκπροσωπεί την εταιρεία ενεργώντας συλλογικά, ή από τα πρόσωπα, στα οποία σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο καταστατικό έχει ανατεθεί με απόφαση του Δ.Σ. η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, ή από τα πρόσωπα στα οποία έχει περαιτέρω μεταβιβασθεί η ως άνω εξουσία[18].

Όπως είναι προφανές, η κατ’ έγκληση δίωξη μεγάλου αριθμού εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών προκαλεί δυσυπέρβλητες δυσχέρειες στην άσκηση ποινικής δίωξης


στις περιπτώσεις που η ιδιότητα του δράστη τέτοιων εγκλημά των συμπίπτει με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του παθόντος νομικού προσώπου καθώς, όπως προαναφέρθηκε, είναι απίθανο οι δράστες να υποβάλουν έγκληση κατά του εαυτού τους20. Στις περιπτώσεις αυτές είναι σαφές ότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων[19] μεταξύ του παθόντος νομικού προσώπου και του δράστη – νομίμου εκπροσώπου του, η οποία παρέχει τη δυνατότητα σε όποιον έχει έννομο συμφέρον[20] να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 69 Α.Κ. αίτηση προς το Μονομελές Πρωτοδικείο[21] με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης (άρθ. 786 παρ. 1 ΚΠολΔ), προκειμένου αυτή να εκπροσωπήσει το νομικό πρόσωπο και να υποβάλει επ’ ονόματι και για λογαριασμό του την απαιτούμενη από το νόμο έγκληση.

Όμως, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ από το Δικαστήριο σε περιπτώσεις τέτοιας σύγκρουσης συμφερόντων, ανακύπτουν τα ακόλουθα ζητήματα:

Γ.1.α.  Ζητήματα ως προς την εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ στις ανώνυμες εταιρείες

Στις ανώνυμες εταιρείες τίθεται το ζήτημα εάν είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, που προβλέπει το διορισμό προσωρινής διοίκησης ή οι διατάξεις των άρθρων 104105 του Ν. 4548/2018, στα οποία προβλέπεται η δυνατότητα των μετόχων που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, να υποβάλουν αίτημα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου για το διορισμό ειδι-

20. Το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ανακύψει και όταν δράστες περιουσιακού εγκλήματος κατά κεφαλαιουχικής εταιρείας είναι οι κάτοχοι της πλειοψηφίας των μετοχών (στην περίπτωση Α.Ε.), ή της πλειοψηφίας των εταιρικών μεριδίων (στην περίπτωση Ε.Π.Ε.), οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τη διοίκηση των εταιρειών αυτών.

κού εκπροσώπου για την άσκηση αγωγής της εταιρείας κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της για τη ζημία που προκάλεσαν υπαίτια σ’ αυτή κατά την άσκηση των διοικητικών τους καθηκόντων24. Επίσης, ζήτημα ανακύπτει και ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 69 ΑΚ στις περιπτώσεις που το διορισμό προσωρινής διοίκησης σε Α.Ε., για να υποβληθεί για λογαριασμό της έγκληση κατά των μελών της υπάρχουσας διοίκησής της για περιουσιακό έγκλημα που τέλεσαν σε βάρος της, ζητούν, με βάση το ανωτέρω άρθρο, πρόσωπα που στηρίζουν το έννομο συμφέρον τους όχι στην ιδιότητα του μετόχου αυτής, αλλά στην ιδιότητά τους ως δανειστών της ή επί πτωχεύσασας Α.Ε. στην ιδιότητά τους ως πιστωτών αυτής. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, αν και κατά την ορθότερη γνώμη[22] έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν κατ’ άρθρο 69 ΑΚ το διορισμό προσωρινής διοίκησης και τα ως άνω πρόσωπα, έχει διατυπωθεί και άλλη άποψη, η οποία περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ μόνον στην περίπτωση που απαιτείται συμμετοχή του νομικού προσώπου της εταιρείας στην πτωχευτική διαδικασία, ενώ για την αίτηση προς υποβολή έγκλησης, εξαρτά την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος από την ιδιότητα του μετόχου της εταιρείας, ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 Ν. 4548/2018[23].

24. Σύμφωνα με το άρθρο 102 του Ν. 4548/2019 («Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών») «κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας για ζημία που αυτή υφίσταται λόγω πράξης ή παράλειψης που συνιστά παράβαση των καθηκόντων του». Κατά το άρθρο 103 του ως άνω νόμου «το διοικητικό συμβούλιο της Α.Ε. έχει την υποχρέωση έγκαιρης, πλήρους και επιμελούς άσκησης των αξιώσεων της εταιρείας, κατά των προσώπων που έχουν ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 102 [δηλ. και των μελών του Δ.Σ.], σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον» και «… οφείλει να παρέχει στους μετόχους εξηγήσεις για την τυχόν μη άσκηση αξιώσεων». Περαιτέρω με βάση το άρθρο 104 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 4548/2018 «μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, έχουν δικαίωμα να υποβάλουν εγγράφως προς το Δ.Σ. αίτηση με αντικείμενο την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας, κατά το άρθρο 103» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ. 1, 2 του ιδίου νόμου σε περίπτωση άρνησης του Δ.Σ. να προβεί στην άσκησή της, οι ως άνω μέτοχοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου, που εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία να ζητούν τον ορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση της αγωγής.

Ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, όπως ορθά αναφέρει ο Τζαννετής27, «οι διατάξεις των άρθρων 103-105 του Ν. 4548/2018 (αντίστοιχες της διάταξης του άρθρου 22β του προϊσχύσαντος Ν.2190/1920), είναι ειδικές, έναντι της διάταξης του άρθρου 69 ΑΚ, η οποία είναι γενική. Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, αφού το μεν άρθρο 22β Ν. 2190/1920 (νυν άρθρο 105 Ν. 4548/2018) εφαρμόζεται μόνον όταν ζητείται η άσκηση εταιρικής αγωγής, το δε άρθρο 69 ΑΚ είναι ευρύτερο στο βαθμό που εφαρμόζεται για όλες τις λοιπές διαδικαστικές ενέργειες επί των οποίων ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποβολή της έγκλησης». Για το λόγο αυτό θεωρεί, μνημονεύοντας την ΑΠ 1313/1997, ότι «η νομολογία δέχεται ότι, όταν ζητείται ο διορισμός προσωρινής διοίκησης Α.Ε. λόγω σύγκρουσης συμφερόντων χωρίς να πρόκειται να ασκηθεί αξίωση της εταιρείας κατά των μελών της διοίκησής της, εφαρμόζεται το άρθρο 69 ΑΚ και όχι το άρθρο 22β του Ν.2190/1920» και επισημαίνει ότι το άρθρο 69 ΑΚ παρέχει πληρέστερη προστασία καθώς με βάση αυτό μπορεί να υποβληθεί αίτηση για τον ορισμό προσωρινής διοίκησης για την υποβολή έγκλησης, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 105 Ν. 4548/2018, ήτοι της ιδιότητας του μετόχου που εκπροσωπεί το 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.

Γ.1.β.  Ζητήματα ως προς την εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ στις αλλοδαπές και ιδίως τις εξωχώριες ή υπεράκτιες (offshore) εταιρείες

Εξαιρετικά δύσκολη είναι η άσκηση ποινικής δίωξης για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα που τελέστηκαν σε βάρος αλλοδαπών και ιδίως εξωχώριων-υπεράκτιων (off-shore) εταιρειών, ήτοι εταιρειών που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο αλλοδαπής Πολιτείας, στην επικράτεια της οποίας, σύμφωνα με το καταστατικό τους, εδρεύουν (τυπική έδρα), έχουν όμως πραγματική έδρα στην Ελλάδα, όπου λειτουργεί και ασκείται η διοίκησή τους28.

Σχετικά με την εκπροσώπηση των ανωτέρω εταιρειών, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, κατά την οποία η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του και ως τέτοια νοείται η πραγματική, ήτοι ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η Διοίκησή του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται τυπικά ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα), έχει κριθεί ότι και αλλοδαπή τυπικά εταιρεία, της οποίας η Διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, στην οποία έχει την πραγματική της έδρα, αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, η διεθνής δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα των οποίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρείας. Όμως, οι αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες έχουν πραγματική έδρα στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν από ακυρότητα ως εταιρείες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και

μως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 105 παρ. 1 και 104 Ν. 4548/2018, ήτοι η αίτηση να έχει υποβληθεί από μετόχους που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, οι οποίες όμως δεν συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση, που η αίτηση δεν υποβλήθηκε από τέτοιο μέτοχο αλλά από πιστωτή. Τέλος, η ως άνω απόφαση, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν.

27.                 Αρ. Τζαννετής, Ζητήματα της κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων, ΠοινΧρ 2020, σ. 642.

28.                 Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3091/2002: «… εξωχώρια εταιρεία εννοείται η εταιρεία που έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χώρα και με βάση τη νομοθεσία της οποίας δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και απολαμβάνει ιδιαίτερα ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης».

λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι»[24]. Από τον ανωτέρω κανόνα εξαιρούνται οι α) εταιρείες των Η.Π.Α., που έχουν συσταθεί βάσει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κυρωθείσας με το άρθρο μόνο του Ν. 2893/1954), β) εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα τους (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακές εταιρείες του άρθρου 1 του Ν. 791/1978, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. δ΄ Ν. 3816/10, οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του Ν. 814/1978, τροποποιήθηκε με το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν. 1892/1990 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994) ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, μετά από άδεια που δίδεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας[25]. Επομένως οι αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες που εδρεύουν πραγματικά στην Ελλάδα αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί σ’ αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων, δεν εμπίπτουν στις ρυθμίσεις τους, και επειδή η σύστασή τους δεν έγινε κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, είναι άκυρες ως εταιρείες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν στην Ελλάδα ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι»[26], ενώ ως προς εκείνες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του δικαίου της αλλοδαπής Πολιτείας, υπό το οποίο έχουν συσταθεί.

Σχετικά με τις δεύτερες, στην περίπτωση σύγκρουσης των συμφερόντων τους με αυτά των νομίμων εκπροσώπων τους, όταν οι τελευταίοι δεν υποβάλλουν έγκληση, είτε γιατί οι ίδιοι είναι οι δράστες των τελεσθέντων σε βάρος τέτοιων εταιρειών περιουσιακών εγκλημάτων, είτε γιατί δράστης είναι ο πραγματικός δικαιούχος (beneficial owner) αυτών, κατ’ εντολή του οποίου ενεργούν, ανακύπτουν, πλην των προαναφερθέντων ζητημάτων, πρόσθετα ζητήματα, τα κυριότερα των οποίων είναι:

α) Το δικονομικό ζήτημα, εάν υπάρχει δικαιοδοσία των η-

μεδαπών δικαστηρίων για την εκδίκαση αίτησης διορισμού προσωρινής διοίκησης κατ’ άρθρο 69 ΑΚ στις εν λόγω εταιρείες. Επί του ζητήματος αυτού η νομολογία δέχεται ότι υφίσταται δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων για την εκδίκαση αίτησης για το διορισμό, κατ’ άρθρο 69 ΑΚ, προσωρινής διοίκησης στις ως άνω εταιρείες, διότι η ρύθμιση του Ν. 791/1978 περιορίζεται ως προς την έκταση εφαρμογής της μόνο στη σύσταση και τη δικαιοπρακτική ικανότητα των ναυτιλιακών εταιρειών που έχουν μεν καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, πλην όμως είναι νομίμως εγκατεστημένες στην Ελλάδα και επομένως δεν υπάγονται στο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του Ν. 791/1978 δικονομικής φύσεως θέματα, όπως είναι η δωσιδικία τέτοιων εταιρειών[27].

β) Το ουσιαστικού δικαίου ζήτημα, που αφορά στη δυνατό-

τητα εκπροσώπησης των ως άνω εταιρειών με τον διορισμό σ’ αυτές προσωρινής διοίκησης, όταν στο δίκαιο της αλλοδαπής Πολιτείας, με βάση το οποίο έχουν συσταθεί, δεν προβλέπεται ρύθμιση αντίστοιχη του άρθρου 69 ΑΚ. Επί του ζητήματος αυτού ορθότερη είναι η άποψη κατά την οποία, τα ημεδαπά Δικαστήρια μπορούν να προβούν σε αναλογική εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου και να διορίσουν προσωρινή διοίκηση σε τέτοιες εταιρείες, ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων τους και να αποτραπεί ο κίνδυνος αδρανοποίησής τους33.

Γ.1.γ. Συμπέρασμα

Από την προεκτεθείσα ενδεικτική παράθεση των ζητημάτων που ανακύπτουν ως προς την ποινική δίωξη των κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων σε βάρος εταιρείας από μέλη της διοίκησής της, ή μετόχους ή εταίρους αυτής που έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τη διοίκησή της, και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν έχει ακόμη παγιωθεί η νομολογία ως προς τα ζητήματα αυτά, καθώς τέτοια ζητήματα δεν υφίσταντο υπό το καθεστώς της κατά τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, αλλά ανέκυψαν υπό την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα ως συνέπεια της μετατροπής σημαντικού αριθμού αυτών σε κατ’ έγκληση διωκομένων, συνάγεται ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να μην ασκηθεί ποινική δίωξη στις περιπτώσεις τέλεσης τέτοιων εγκλημάτων.

Πράγματι, στην πράξη, το Μονομελές Πρωτοδικείο ενδέχεται να απορρίψει την κατ’ άρθρο 69 ΑΚ αίτηση για το διορισμό προσωρινής διοίκησης σε εταιρεία, για διάφορους λόγους, όπως:

            επειδή ενδέχεται να θεωρήσει ότι έννομο συμφέρον για την υποβολή της σχετικής αίτησης έχει μόνο μέτοχος ή εταίρος της εταιρείας και εν προκειμένω η αίτηση δεν έχει υποβληθεί από τέτοιο πρόσωπο αλλά από δανειστή ή πιστωτή αυτής,

            επειδή στην περίπτωση Α.Ε., είναι πιθανό να θεωρήσει ότι

δοτική περιφέρεια του αλλά η θεσμοθέτηση του ως άνω Νόμου έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους αυτών, για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμες εταιρίες, λόγω μη τηρήσεως των υπό του Ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών … από το σύνολο δε των διατάξεων του άρθρου 786 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι α) παρέχεται ευρύτατη εξουσία στο Δικαστήριο της εκούσιας δικαιοδοσίας να μεριμνά για την ομαλή, κατά τις περιστάσεις, λειτουργία οποιουδήποτε νομικού προσώπου, διορίζοντας ή αντικαθιστώντας την προσωρινή τους διοίκηση, και β) γίνεται έμμεση παραπομπή στην εφαρμοστέα ρύθμιση του άρθρου 69 ΑΚ στην οποία, υπό τον τίτλο «έλλειψη προσώπων διοίκησης» ορίζεται ότι «αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου”, διορίζεται προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον.

33. ΕφΠειρ 403/2004 (Τμ. Ναυτικών Διαφορών), ΠειρΝομ 2004, σ. 213, ΕΝαυτΔ 2004, σ. 177). Η εν λόγω απόφαση που επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έκρινε ότι αφενός μεν υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία του ημεδαπού δικαστηρίου ως προς την εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ για το διορισμό προσωρινής διοίκησης σε εταιρεία, εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στον Παναμά, αλλά εγκατεστημένη νόμιμα στον Πειραιά, όπου πράγματι ασκείται η διοίκησή της, αφετέρου δε, λαμβανομένου υπόψη ότι η συγκεκριμένη παναμαϊκή εταιρεία φέρει τη μορφή ανώνυμης εταιρείας κατά το ουσιαστικό Παναμαϊκό Δίκαιο, το οποίο όμως δεν προβλέπει δυνατότητα δικαστικού διορισμού προσωρινής διοίκησής της, δηλαδή δεν περιέχει αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, ορθώς το πρωτοβάθμιο ελληνικό Δικαστήριο προέβη στην ουσιαστική έρευνα της ένδικης αίτησης, και στην παροχή, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου, έννομης προστασίας στην εταιρεία, με το διορισμό προσωρινής διοίκησης σ’ αυτή, η οποία, ουσιαστικώς, θα βρισκόταν σε κίνδυνο αδρανοποίησής της.

εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις των άρθρων 105 και 104 του Ν. 4548/2018, που απαιτούν η αίτηση για το διορισμό προσωρινής διοίκησης να έχει υποβληθεί από μετόχους που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και εν προκειμένω έχει υποβληθεί αίτηση από μετόχους που εκπροσωπούν μικρότερο ποσοστό,

– επειδή σε εγκατεστημένη στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Ν. 27/1975, εξωχώρια εταιρεία των Α.Ν. 89/1967, 378/1968 και του Ν. 791/1978, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο αλλοδαπής Πολιτείας, το οποίο δεν περιέχει διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 69 ΑΚ, ενδέχεται να θεωρήσει ότι δεν υφίσταται δυνατότητα ανάλογης εφαρμογής της ως άνω διάταξης και να μην προβεί στο διορισμό προσωρινής διοίκησης σ’ αυτή.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις –και μάλιστα ανεξαρτήτως από το αν η απόφαση που θα εκδοθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι ορθή ή εσφαλμένη– το αποτέλεσμα θα είναι να μην ασκηθεί ποινική δίωξη για το διωκόμενο κατ’ έγκληση έγκλημα κατά περιουσιακού εννόμου αγαθού που τελέσθηκε σε βάρος των ως άνω νομικών προσώπων, καθώς θα παραμείνουν στη διοίκηση, και συνεπώς στη νομική εκπροσώπηση αυτών, εκείνοι, οι οποίοι για προσωπικούς τους, ιδιοτελείς λόγους, δεν θα προβούν σε υποβολή της απαιτούμενης έγκλησης. Ενδέχεται μάλιστα, μετά την έκδοση μιας απορριπτικής κατά τα ανωτέρω απόφασης για το διορισμό προσωρινής διοίκησης, δεδομένου ότι η εν λόγω εκδοθείσα με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας οριστική απόφαση είναι εκτελεστή (άρθ. 763 ΚΠολΔ), η υπάρχουσα διοίκηση να αποφασίσει και να προβεί για λογαριασμό του νομικού προσώπου σε παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 2 ΠΚ, επιτυγχάνοντας έτσι την εξάλειψη του αξιοποίνου του σχετικού εγκλήματος κατά περιουσιακού εννόμου αγαθού, πριν την παρέλευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου τρίμηνης προθεσμίας για την υποβολή της έγκλησης. Η αποτροπή της ποινικής δίωξης μπορεί να επιτευχθεί και στην περίπτωση που για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποβλήθηκε από προσωρινή διοίκηση, η οποία διορίστηκε σ’ αυτό δυνάμει προσωρινής διαταγής, έγκληση για τελεσθέν σε βάρος του έγκλημα κατά περιουσιακού εννόμου αγαθού, εάν με την οριστική απόφαση του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου απορριφθεί για οποιοδήποτε λόγο η αίτηση για το διορισμό προσωρινής διοίκησης και στη συνέχεια η υπάρχουσα διοίκηση, αποφασίσει και προβεί σε ανάκληση, κατ’ άρθρο 117 παρ. 1 ΠΚ, της εν λόγω έγκλησης και οι εγκαλούμενοι αποδεχθούν την ανάκληση αυτή πριν την περάτωση της σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης. Όπως είναι προφανές, στις ως άνω περιπτώσεις εμποδίζεται η διακρίβωση μέσω της προκαταρκτικής εξέτασης της συνδρομής των απαιτούμενων σοβαρών ενδείξεων για την άσκηση ποινικής δίωξης για το αναφερόμενο στην αίτηση έγκλημα. Αλλά και αν ακόμη έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή θα παύσει οριστικά, μετά την γενομένη ανάκληση της εγκλήσεως και την αποδοχή της (άρθρο 311 παρ. 1 ΚΠΔ). Η άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απορριπτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, είναι πρακτικά άνευ αντικειμένου καθώς μετά την ανάκληση της έγκλησης δεν χωρεί ανάκληση της γενομένης ανακλήσεως, ούτε μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 2 ΠΚ, να υποβληθεί νέα έγκληση. Επομένως, στις προαναφερθείσες περιπτώσεις στερείται της δικαστικής προστασίας πρωτευόντως το νομικό πρόσωπο που βλάπτεται άμεσα από την παράνομη και ζημιογόνο συμπεριφορά εκείνων που το διοικούν ή ελέγχουν τη διοίκησή του, και δευτερευόντως οι μικρομέτοχοι που βλάπτονται έμμεσα από την ως άνω συμπεριφορά[28]. Τούτο προκαλεί αμφισβήτηση της


συμβατότητας της κατ’ έγκληση ποινικής δίωξης των ως άνω εγκλημάτων προς τη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην παροχή δικαστικής προστασίας για όλους τους κοινωνούς του δικαίου.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, το τελικό συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι τα προεκτεθέντα προβλήματα που ανακύπτουν όταν τα μέλη της διοίκησης των νομικών προσώπων ή εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να τα ελέγχουν δεν επιθυμούν για οποιοδήποτε λόγο να προβούν στην υποβολή έγκλησης, σε συνδυασμό με το ασφυκτικό πλαίσιο της τρίμηνης προθεσμίας, μπορούν να καταστήσουν αδύνατη την υποβολή της έγκλησης, άρα και την άσκηση ποινικής δίωξης, και τούτο φυσικά δεν συμβάλλει στην καταπολέμηση του εγκλήματος.

Γ.2.  Ως προς την ποινική δίωξη αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, η στοιχειοθέτηση των οποίων προϋποθέτει την τέλεση κάποιου βασικού αδικήματος

Ως γνωστόν, η έγκληση δεν είναι μόνο δικονομική προϋπόθεση της δίωξης, αλλά και θεσμός του ουσιαστικού δικαίου καθώς η έλλειψή της στις περιπτώσεις που απαιτείται δεν εξαφανίζει απλώς μια απαιτούμενη για τη δίωξη δικονομική προϋπόθεση, αλλά και, όπως ρητά ορίζει ο νόμος στο άρθρο 114 Π.Κ., εξαλείφει το αξιόποινο35. Τούτο έχει περαιτέρω συνέπειες ως προς τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων, διωκομένων αυτεπαγγέλτως, όπως το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται η τέλεση βασικών αδικημάτων, στα οποία συγκαταλέγονται τα εγκλήματα της υπεξαίρεσης και της απάτης καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 περ. ιη΄ του Ν. 4557/2018, στα βασικά αδικήματα υπάγεται κάθε άλλο αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης36. Περαιτέρω, στο άρθρο 39 § 3 του

τε λόγο– δεν υποβάλουν έγκληση για το τελεσθέν σε βάρος της εταιρείας περιουσιακό έγκλημα, που διώκεται κατ’ έγκληση, αυτή πρωτευόντως θα στερηθεί της δικαστικής προστασίας. Επί αυτεπαγγέλτως διωκομένου εγκλήματος, κάθε ιδιώτης έχει αφενός μεν την υποχρέωση στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, αφετέρου δε το δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να το καταγγείλει με οποιοδήποτε τρόπο, στις διωκτικές Αρχές (άρθρα 40 και 42 παρ. 1 ΚΠΔ). Ενώ λοιπόν υπό το καθεστώς της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων είχαν τη δυνατότητα και οι μέτοχοι ή οι πιστωτές της εταιρείας να ζητήσουν τη δικαστική προστασία αυτής –και εμμέσως και τη δική τους–, υποβάλλοντας μήνυση για το τελεσθέν περιουσιακό έγκλημα, η οποία θα είχε ως συνέπεια, την ενεργοποίηση της ποινικής διαδικασίας με τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για να διακριβωθεί αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης των μηνυομένων πράξεων που να δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης γι’ αυτές, τώρα, υπό το καθεστώς της κατ’ έγκληση δίωξης, δεν υπάρχει η δυνατότητα αυτή και τούτο προκαλεί αμφισβήτηση της συμβατότητας της κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων προς τη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος.

35.                 Σύμφωνα με το άρθρο 114 ΠΚ: «1. Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη της ή για έναν από τους συμμετόχους. 2. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης».

36.                 Όπως το άρθρο 4 διαμορφώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4734/2020. Σύμφωνα δε με το άρθρο 27 του Ν. 4736/2020 «Κατά την αληθή έννοια της περ. (ιη) του άρθρου 4 Ν. 4557/2018, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4734/2020 στα βασικά αδικήματα του Ν. 4557/2018, περιλαμβάνονται όλα τα αδικήματα από τα οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος και τα οποία τιμωρούνται τουλάχιστον με ποινή φυλάκισης».

ανωτέρω νόμου ορίζεται ρητά ότι στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου του βασικού αδικήματος αίρεται το αξιόποινο και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων[29].

Επομένως, αν δεν υποβληθεί έγκληση για το βασικό αδίκημα που διώκεται κατ’ έγκληση, εξαλείφεται το αξιόποινο όχι μόνον αυτού αλλά και του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων που προήλθαν από την τέλεση του συγκεκριμένου βασικού αδικήματος[30].

Προβληματική όμως είναι και η δίωξη του αυτεπαγγέλτως διωκόμενου κακουργήματος της εγκληματικής οργάνωσης που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κατ’ έγκληση διωκομένων κακουργημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών[31], εάν οι παθόντες, απειληθέντες από τους δράστες –μέλη της εγκληματικής οργάνωσης– δεν υποβάλουν έγκληση κατ’ αυτών και δεν ενεργοποιηθεί καν η ποινική διαδικασία για τη διακρίβωση των ως άνω κακουργημάτων. Στην περίπτωση αυτή, δεν θ’ ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των ανωτέρω δραστών για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα κακουργήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών και, ενδεχομένως, ούτε για το αυτεπαγγέλτως διωκόμενο κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης, εάν δεν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η επιδίωξή τους για τέλεση περισσότερων περιουσιακών κακουργημάτων. Τούτο, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση εικόνας ατιμωρησίας για τέτοιους δράστες, με αποτέλεσμα την αποθράσυνσή τους και την έξαρση της εγκληματικότητας.

Γ.3.  Ως προς την ποινική δίωξη διωκομένων κατ’ έγκληση εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, που τελούνται κατ’ εξακολούθηση, με παθόντες περισσότερα πρόσωπα

Λαμβανομένου υπόψη ότι για το χαρακτηρισμό των εγκλημάτων κατά των περιουσιακών εννόμων αγαθών ως κακουργημάτων χρησιμοποιείται το ποσοτικό κριτήριο της αξίας του παρανόμως ιδιοποιηθέντος πράγματος (στο έγκλημα της υπεξαίρεσης) ή του παρανόμου περιουσιακού οφέλους του δράστη ή της ζημίας που προκλήθηκε στον παθόντα (στα εγκλήματα της απάτης και της απάτης με υπολογιστή), που πρέπει να υπερβαίνει το ποσόν των 120.000 ευρώ, ανακύπτει πρόβλημα στις περιπτώσεις τέλεσης κάποιου εκ των ανωτέρω εγκλημάτων κατ’ εξακολούθηση, σε βάρος περισσότερων παθόντων, στο οποίο το ποσόν που προκύπτει από κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις που το απαρτίζουν δεν υπερβαίνει το ανωτέρω ποσόν. Εάν στις περιπτώσεις αυτές, κάποιοι εκ των παθόντων δεν υποβάλουν για οποιοδήποτε λόγο έγκληση και κατόπιν τούτου το συνολικό ποσόν που προκύπτει δεν υπερβαίνει το ποσόν των 120.000 ευρώ, τότε το κατά τα ανωτέρω τελεσθέν κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα χαρακτηρίζεται ως πλημμέλημα με αποτέλεσμα ο δράστης να αποφύγει την επιβολή κακουργηματικής ποινής και ενδεχομένως να υπάρξει και κίνδυνος παραγραφής της πράξης του[32]. Ο κίνδυνος να μην ασκηθεί καν ποινική δίωξη είναι ιδιαίτερα σημαντικός στο έγκλημα της απάτης με υπολογιστή, από το οποίο, όπως αναφέρει ο Μυλωνόπουλος[33], μπορεί ο δράστης να αποκομίσει τεράστιο περιουσιακό όφελος αν και σε καθένα από τα χιλιάδες θύματα προκάλεσε ελάχιστη περιουσιακή ζημία. Εάν στο ως άνω έγκλημα δεν υποβληθεί έγκληση από κανένα παθόντα, λόγω της ελάχιστης ζημίας που υπέστη, τότε αυτή η πράξη, η οποία με βάση το συνολικό όφελος που αποκόμισε ο δράστης συνιστά κακούργημα, θα μείνει ατιμώρητη.

Δ.  Η αντινομία που δημιουργείται από τον προβλεπόμενο στον νέο ΠΚ διαφορετικό τρόπο δίωξης των τελούμενων κατά ιδιωτών κακουργηματικών πράξεων της υπεξαίρεσης και απάτης αφενός και της κακουργηματικής απιστίας αφετέρου

Ο διαφορετικός τρόπος ποινικής δίωξης που προβλέπουν οι ρυθμίσεις των άρθρων 381 παρ. 5 και 405 παρ. 5 του νέου Ποινικού Κώδικα για τα τελούμενα κατά ιδιωτών κακουργήματα της υπεξαίρεσης, της απάτης και της απάτης με υπολογιστή αφενός και της κακουργηματικής απιστίας αφετέρου, κατά τον οποίο τα πρώτα διώκονται ανεξαιρέτως κατ’ έγκληση, ενώ το δεύτερο αυτεπαγγέλτως –πλην των περιπτώσεων που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα[34]– δημιουργεί εσωτερική αντινομία, η οποία διασπά την συνοχή του 23ου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα.

Για την επιλογή αυτή, η Αιτιολογική Έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) αναφέρει: «Για την κακουργηματική απιστία του άρθρου 390 παρ. 1, εδ. β΄ διατηρήθηκε τελικώς η αυτεπάγγελτη δίωξη κατόπιν των σοβαρών επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν κατά τη διαβούλευση επί του Σχεδίου σε σχέση με το ενδεχόμενο καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως για την πράξη αυτή, ιδίως σε επιχειρηματικούς φορείς μεγάλου μεγέθους εκ μέρους των οργάνων της Διοίκησης των ιδίων». Όμως, όπως αναλυτικώς εκτέθηκε ανωτέρω, στο κεφάλαιο με τίτλο «Γ.1. Δυσχέρειες ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης των κατ’ έγκληση διωκόμενων περιουσιακών εγκλημάτων που τελούνται σε βάρος νομικών προσώπων», το μεγαλύτερο πρόβλημα για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των τελουμένων σε βάρος εταιρειών περιουσιακών εγκλημάτων ανακύπτει όταν δράστες αυτών είναι οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους, ή οι έχοντες τη δυνατότητα να τους ελέγχουν πλειοψηφούντες μέτοχοι ή εταίροι, καθώς τα πρόσωπα αυτά όχι μόνο δεν θα υποβάλουν ποτέ έγκληση, αλλά θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν την υποβολή της και την άσκηση ποινικής δίωξης. Έτσι, ο λόγος αυτός κυρίως, αλλά και σε κάθε περίπτωση ο ίδιος λόγος που κατά την Αιτιολογική Έκθεση επέβαλε τη διατήρηση της αυτεπάγγελτης δίωξης και στην τελούμενη κατά ιδιωτών κακουργηματική απιστία, επέβαλε και τη διατήρηση της αυτεπάγγελτης δίωξης και στα τελούμενα κατά ιδιωτών κακουργήματα της υπεξαίρεσης και της απάτης, ώστε να υπάρχει δογματική συνέπεια και συνοχή των διατάξεων των άρθρων 381 παρ. 1 και 405 παρ. 1 ΠΚ.

Περαιτέρω, εάν ληφθεί υπόψη και η πρόσθετη απαξία που έχουν τα ανωτέρω εγκλήματα σε σχέση με την απιστία, καθώς με την τέλεση αυτής ο δράστης προκαλεί εν γνώσει του βέβαιη ζημία στην υπό τη διαχείρισή του ξένη περιουσία με παράβαση των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης, ενώ στην υπεξαίρεση και την απάτη πράττει έχοντας επιπλέον την ιδιοτελή πρόθεση της ιδιοποίησης του ξένου πράγματος στην πρώτη και του προσπορισμού στον εαυτό του ή άλλον παρανόμου περιουσιακού οφέλους στη δεύτερη[35], συνάγεται ότι πρόσθετοι λόγοι γενικής πρόληψης τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών, επιβάλλουν την αυτεπάγγελτη δίωξη και των εγκλημάτων της υπεξαίρεσης και της απάτης, τουλάχιστον στην κακουργηματική τους μορφή.

Δυστυχώς όμως, αντί με την τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 4637/2019 στη διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 ΠΚ να αποκατασταθεί κατά τα προαναφερθέντα η δογματική συνέπεια και η εσωτερική συνοχή των άρθρων 381 παρ. 1 και 405 παρ. 1 ΠΚ διασπάστηκε περισσότερο, καθώς με την ανωτέρω τροποποίηση, προέκυψε και άλλη αντινομία στην ίδια τη διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 ΠΚ, ως προς τη ρύθμιση που αφορά στο ίδιο έγκλημα, την απιστία, καθώς, με την προσθήκη δευτέρου εδαφίου στην ως άνω διάταξη απαιτείται πλέον έγκληση και για την ποινική δίωξη της κακουργηματικής απιστίας που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η αιτιολογική έκθεση του Ν. 4637/2019 προβάλλει για τη ρύθμιση αυτή την παράδοξη άποψη, ότι έτσι «ενισχύεται ουσιωδώς το νομικό πλαίσιο, ώστε να προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας στην άμεση και καθημερινή οικονομική δραστηριότητά του». Όμως, όπως είναι γνωστό, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης δίωξης, οι τυχόν μηνύσεις, καταγγελίες κ.λπ. δεν συνεπάγονται την άνευ ετέρου άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά την ενεργοποίηση της ποινικής διαδικασίας από την αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, η οποία με τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρα 30, 32, 35, 243 ΚΠΔ), θα προβεί σε διερεύνηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των καταγγελλομένων και εφόσον διαπιστώσει ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης εγκλήματος, θα ασκήσει τη σχετική δίωξη. Άλλως, θα θέσει την υπόθεση στο Αρχείο (43 παρ. 4 ΚΠΔ). Είναι επομένως δύσκολο να συμφωνήσει κανείς με την άποψη ότι ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της τυχόν τέλεσης περιουσιακών εγκλημάτων σε βάρος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα –ιδίως από μέλη της διοίκησής τους– εμποδίζει την ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία προστατεύεται με την κατ’ έγκληση δίωξη τέτοιων εγκλημάτων, ήτοι με την ανάθεση της πρωτοβουλίας για την ενεργοποίηση της ποινικής διαδικασίας για τη διακρίβωση αυτών στους, ενδεχομένως, δράστες των ως άνω εγκλημάτων! Αντίθετα, ο ως άνω έλεγχος της Εισαγγελικής Αρχής που διενεργείται μέσα στα καθορισμένα από το νόμο πλαίσια, συμβάλλει στην προστασία της ελευθερίας άσκησης της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας και αποτρέπει τυχόν καταχρηστική και αδιαφανή άσκησή της για την εξυπηρέτηση μη νόμιμων, ιδιοτελών σκοπών από τους φορείς της οικονομικής εξουσίας[36].

Επιπροσθέτως, η ρύθμιση της υπαγωγής μόνο των κακουργηματικών πράξεων απιστίας σε βάρος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, προκαλεί αμφισβητήσεις ως προς τη συνταγματικότητά της[37], κυριότερες από τις οποίες είναι, κατά τη γνώμη μου, εκείνες που θεωρούν ότι η ως άνω ρύθμιση δεν εναρμονίζεται προς τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 20 § 1 του Συντάγματος[38].

α) Ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω ρύθμισης με τη δι-

άταξη του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, που επιβάλλει την ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο, ήτοι την όμοια μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων, παρατηρείται ότι η κατ’ έγκληση δίωξη των δραστών κακουργηματικής απιστίας σε βάρος επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα συνιστά εξαίρεση του κανόνα της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης των δραστών της ίδιας πράξης σε βάρος άλλων επιχειρήσεων και γενικά σε βάρος οποιουδήποτε άλλου. Τούτο αποτελεί διαφορετική μεταχείριση από το νόμο ομοίων περιπτώσεων και στην παρατήρηση αυτή βασίζεται η αμφισβήτηση της συνταγματικότητάς της.

β) Ως προς τη συμβατότητα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συ-

ντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε πολίτη στην παροχή δικαστικής προστασίας, παρατηρείται ότι η εξάρτηση της ποινικής δίωξης των δραστών κακουργηματικής απιστίας από την υποβολή έγκλησης, δημιουργεί πράγματι δυσυπέρβλητα εμπόδια στην παροχή δικαστικής προστασίας για το νομικό πρόσωπο που βλάπτεται άμεσα από την παράνομη και ζημιογόνο συμπεριφορά εκείνων που το διοικούν ή ελέγχουν τη διοίκησή του, αλλά και για τους μετόχους του που βλάπτονται έμμεσα από την ως άνω συμπεριφορά. Τα εμπόδια αυτά, όπως ήδη εκτέθηκε αναλυτικά στο κεφάλαιο με τίτλο «Γ.1. Δυσχέρειες ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης των κατ’ έγκληση διωκόμενων περιουσιακών εγκλημάτων που τελούνται σε βάρος νομικών προσώπων» του παρόντος, πολύ συχνά δεν είναι δυνατό να ξεπεραστούν[39] με αποτέλεσμα, σε τέτοιες περιπτώσεις, να μην υποβάλλεται έγκληση και ως εκ τούτου να μην ενεργοποιείται καν η ποινική διαδικασία.

Οι ανωτέρω αμφισβητήσεις της συμβατότητας της διάταξης του άρθρου 405 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ προς το Σύνταγμα δεν υιοθετήθηκαν από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος με την υπ’ αριθ. 158/2021 απόφασή του (σε Συμβούλιο), έκρινε ότι η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα.

Τούτο όμως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων προβλημάτων που δημιουργεί η κατ’ έγκληση δίωξη στην καταπολέμηση των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών δεν αρκεί για τη δικαιολόγηση της διεύρυνσής της και ως προς τις κακουργηματικές μορφές των ως άνω εγκλημάτων.

Ε.  Τα επιχειρήματα που προβάλλονται για την κατ’ έγκληση δίωξη των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών

Για την επιλογή της κατ’ έγκληση δίωξης σημαντικού αριθμού των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών προβάλλονται τα επιχειρήματα: α) της ελάφρυνσης του φόρτου των οργάνων απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, με την απαλλαγή τους από μάλλον περιττές διαδικασίες τις οποίες δεν επιθυμούν οι ίδιοι οι φερόμενοι ως παθόντες, β) του περιορισμού της όψιμης ή/και καταχρηστικής υποβολής μηνύσεων από «στρατηγικούς» μηνυτές, οι οποίοι επιλέγουν την καταμήνυση του αντιδίκου τους στον χρόνο που θεωρούν καταλληλότερο για τον εξαναγκασμό του να ενδώσει στις απαιτήσεις τους και γ) της ενθάρρυνσης της συναινετικής διευθέτησης των υποθέσεων, καθ’ όσον η προθεσμία της έγκλησης θα παρωθεί τους ενδιαφερομένους να διερευνούν κατά προτεραιότητα την δυνατότητα ενός αμοιβαίως επωφελούς συμβιβασμού πριν από τη συμπλήρωση του τριμήνου, ή και μετά την υποβολή της έγκλησης για την ανάκλησή της[40].

α) Η βασιμότητα του πρώτου επιχειρήματος αμφισβητείται καθώς πέραν του ότι δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογητικό λόγο για την επιλογή της κατ’ έγκληση δίωξης η ελάφρυνση του φόρτου των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης[41], η κατ’ έγκληση δίωξη των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών θα αυξήσει τον φόρτο εργασίας των αστικών Δικαστηρίων, τα οποία, στις περιπτώσεις τέλεσης τέτοιων εγκλημάτων σε βάρος νομικών προσώπων, των οποίων οι νόμιμοι εκπρόσωποι, για οποιοδήποτε λόγο –ιδίως αν οι ίδιοι είναι δράστες των εν λόγω εγκλημάτων– δεν υποβάλλουν έγκληση, θα κληθούν να δικάσουν τις αιτήσεις διορισμού σ’ αυτά προσωρινής διοίκησης κατ’ άρθρο 69 ΑΚ (ή ειδικού εκπροσώπου σε Α.Ε κατά τα άρθρα 104-105 Ν.4548/2018) προκειμένου να υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση. Έτσι όμως, αντί να αποτρέπεται η ποινικοποίηση των αστικών διαφορών, προκαλείται αστικοποίηση της ποινικής δίκης καθώς με την υποβολή των ως άνω αιτήσεων στο Μονομελές Πρωτοδικείο, μεταβιβάζεται σ’ αυτό ως οιονεί προδικαστικό ζήτημα, η κρίση της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων τέλεσης ή όχι από τα μέλη της διοίκησης των νομικών προσώπων των αναφερομένων στις ως άνω αιτήσεις κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων, αφού αυτό είναι το ουσιαστικό κριτήριο με βάση το οποίο θα αποφασίσει το Μονομελές Πρωτοδικείο αν τα συμφέροντα του νομικού προσώπου είναι αντίθετα προς τα συμφέροντα των μελών της διοίκησής του, ώστε να κάνει δεκτές τις εν λόγω αιτήσεις και να καταστεί δυνατή η υποβολή της έγκλησης.

β) Σχετικά με το δεύτερο επιχείρημα, που αφορά στις πε-

ριπτώσεις κατά τις οποίες ο παθών περιουσιακού εγκλήματος, που υπό τον προϊσχύσαντα Κώδικα διωκόταν αυτεπαγγέλτως, υπέβαλε μήνυση μετά την παρέλευση αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση του εγκλήματος και ενίοτε εγγύς του χρόνου της παραγραφής, παρατηρείται ότι η χαρακτηριζόμενη για τον ως άνω λόγο «όψιμη» υποβολή μήνυσης συνήθως οφείλεται είτε στη δυσχέρεια συγκέντρωσης του αναγκαίου για την υποστήριξή της αποδεικτικού υλικού, συνέπεια της οποίας είναι ο συνετός μηνυτής να προβεί στην υποβολή της μήνυσης όταν θεωρήσει ότι έχει συγκεντρώσει το ως άνω υλικό, ώστε να μην κινδυνεύει να απορριφθεί η μήνυσή του ως ουσιαστικά αβάσιμη και να τεθεί κατ’ άρθρο 43 παρ. 4 ΚΠΔ στο αρχείο, είτε ακόμη συνηθέστερα, οφείλεται στην παραπειστική και παρελκυστική τακτική του δράστη, ο οποίος κατά κανόνα, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να μην απευθυνθεί ο ζημιωθείς από την πράξη του στη Δικαιοσύνη, προσπαθεί να τον πείσει ότι προτίθεται να τον αποζημιώσει, αλλά δήθεν χρειάζεται χρόνο για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα, ώστε να το πράξει. Στην τελευταία περίπτωση, ο ζημιωθείς προτιμά κατά κανόνα να εξαντλήσει τα περιθώρια αποζημίωσής του από τον δράστη χωρίς να εμπλακεί σε ένα χρονοβόρο και δαπανηρό δικαστικό αγώνα, αλλά όταν αντιλαμβάνεται ότι τούτο δεν θα συμβεί και η πράξη του δράστη κινδυνεύει να παραγραφεί, υποβάλλει τη μήνυση50. Η τυχόν δε καταχρηστική51 υποβολή μήνυσης, με στόχο την ποινικοποίηση αστικών διαφορών για την ικανοποίηση αστικών αξιώσεων, ελέγχεται κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης[42], που αποτελεί τη διαδικασία με την οποία διερευνάται η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των καταγγελλομένων πράξεων, μετά την περάτωσή της οποίας, η Πολιτεία δια της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής, κρίνει αν οι εν λόγω πράξεις έχουν ποινική αξιολόγηση και εάν

50.                 Ο νομοθέτης θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη του τις συνθήκες υπό τις οποίες συνήθως ενεργεί το θύμα ενός περιουσιακού εγκλήματος και να μην εκφράζει a priori δυσπιστία προς την υποβολή μηνύσεων που δεν υποβάλλονται μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα από την τέλεσή του, καθιστώντας επιεικέστερη την ποινική μεταχείριση των δραστών με τη μετατροπή των εν λόγω εγκλημάτων σε κατ’ έγκληση διωκομένων, ώστε να υποχρεούται ο παθών να υποβάλει έγκληση εντός της ασφυκτικής τρίμηνης προθεσμίας, στο πλαίσιο της οποίας, πολλές φορές, δεν είναι δυνατόν να συγκεντρώσει τα αναγκαία για την απόδειξη του εγκλήματος στοιχεία.

51.                 Αναγνωστόπουλος, βλ. ανωτέρω υποσημείωση 42. Θεωρώ ότι ο όρος “καταχρηστική υποβολή μήνυσης” χρησιμοποιείται εν προκειμένω με διασταλτική έννοια, προκειμένου να αναφερθεί σε μηνύσεις, με τις οποίες επιδιώκεται η ποινικοποίηση αστικών διαφορών. Κατά τη βασική της έννοια, η καταχρηστικότητα, τόσο κατά το ιδιωτικό δίκαιο (άρθρο 281 ΑΚ), όσο και κατά το δημόσιο δίκαιο (άρθρο 25 § 3 του Συντάγματος) αφορά στις περιπτώσεις που η άσκηση του δικαιώματος υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υποβολή μήνυσης για αυτεπαγγέλτως διωκόμενη αξιόποινη πράξη συνιστά τόσο δικαίωμα εκείνου που αδικήθηκε και οποιουδήποτε άλλου την πληροφορήθηκε (άρθρο 42 § 1 ΚΠΔ), όσο, συγχρόνως, και υποχρέωση (άρθρο 40 ΚΠΔ). Λαμβανομένου υπόψη ότι η τέλεση του εγκλήματος δεν μπορεί να δημιουργήσει νόμιμη προσδοκία στον δράστη ανοχής της πράξης του από τον αδικηθέντα ή την έννομη τάξη, ούτε η τυχόν βραδεία καταγγελία μιας αυτεπαγγέλτως διωκόμενης αξιόποινης πράξης –και πάντως πριν την προβλεπόμενη στο νόμο παραγραφή της– συνιστά πράξη υπερβαίνουσα τα όρια του δικαιώματος, μία μήνυση ελέγχεται ως προς το αν τα αναφερόμενα σ΄ αυτή πραγματικά περιστατικά συνιστούν την έννοια ορισμένης αξιόποινης πράξης και αν αυτά είναι αληθή, ήτοι ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, καθώς αυτό ενδιαφέρει για τη γενική και ειδική πρόληψη του εγκλήματος.

προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής κατά του φερόμενου δράστη, και σε καταφατική κρίση ασκεί την ποινική δίωξη, ενώ σε αρνητική θέτει την υπόθεση στο Αρχείο.[43] Η προκαταρκτική εξέταση, που ενεργείται υπό τη διεύθυνση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (άρθρα 30 παρ. 1, 31 παρ. 1 ΚΠΔ) και υπό την ανώτατη εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών (άρθρα 32 και 43 παρ. 3 ΚΠΔ), αποτελεί τη θεσμικά κατοχυρωμένη εγγύηση του κράτους δικαίου, η οποία διασφαλίζει ότι θα κριθεί αμερόληπτα και αντικειμενικά εάν πληρούνται οι τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως, ενώ επί των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων η ως άνω διαδικασία ενεργοποιείται όταν με οποιονδήποτε τρόπο περιέλθει σε γνώση της Εισαγγελικής Αρχής η τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος, στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, τούτο δεν συμβαίνει, καθώς η ποινική διαδικασία για τη διακρίβωσή τους δεν θα ενεργοποιηθεί, εάν δεν το ζητήσει ο παθών, με την υποβολή σχετικής έγκλησης και στην περίπτωση αυτή θα μείνουν αδιερεύνητα και ακαταδίωκτα. Επομένως, είναι ορθότερο και συνεπέστερο προς την προληπτική του εγκλήματος λειτουργία του ποινικού δικαίου, να ελέγχεται η τυχόν καταχρηστική υποβολή μηνύσεων από την αυτεπαγγέλτως ενεργούσα ανεξάρτητη και αμερόληπτη Εισαγγελική Αρχή, από το να εξαρτάται η κινητοποίησή της από τον εξαρτώμενο από ιδιωτικές σκοπιμότητες ιδιώτη[44].

γ) Ως προς το τρίτο επιχείρημα παρατηρείται ότι μια πραγματιστική θεώρηση του modus operandi των δραστών περιουσιακών εγκλημάτων και γενικά των δραστών κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, καταδεικνύει ότι η προοπτική της υποβολής έγκλησης από τον παθόντα, δεν αρκεί για να ωθήσει τους δράστες να αποκαταστήσουν τη ζημία που του προκάλεσαν, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες ο παθών με σχετική εξώδικη πρόσκλησή του προς αυτούς, τους έχει καλέσει να το πράξουν, δηλώνοντάς τους ότι σε διαφορετική περίπτωση θα προσφύγει εναντίον τους στα Δικαστήρια. Αντίθετα, η άσκηση ποινικής δίωξης και ιδίως η παραπομπή του δράστη ως κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι εκείνη που μπορεί να τον ωθήσει να προβεί σε αποζημίωση του θύματος της πράξης του, προκειμένου να αποφύγει την τιμώρησή του με την επιβολή της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής γι’ αυτή. Όταν δε οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων εμφανίζονται να διερευνούν τη δυνατότητα αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού, η στάση τους αυτή, κατά κανόνα, δεν είναι ειλικρινής αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο παραπλανητικής και παρελκυστικής τακτικής, η οποία έχει στόχο να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της έγκλησης, ή τουλάχιστον να οδηγήσουν το θύμα τους σε ένα μη επωφελή γι’ αυτό συμβιβασμό, στον οποίο θα έχει αποδεχθεί την ελαχιστοποίηση των απαιτήσεών του. Συνεπώς, η κατ’ έγκληση δίωξη λειτουργεί προς όφελος μόνο των δραστών των εν λόγω εγκλημάτων55, ενώ δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στην ποινική δίωξη αυτών και στα θύματά τους και τούτο ασφαλώς δεν συνιστά πλεονέκτημα, αλλά μειονέκτημα της κατ’ έγκληση δίωξης των εν λόγω εγκλημάτων.

ΣΤ. Τελικό συμπέρασμα

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η διεύρυνση της κατ’ έγκληση δίωξης στο πεδίο των εγκλημάτων κατά των περιουσιακών εννόμων αγαθών, παρά τις αναμφίβολα αγαθές προθέσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής56, δεν συμβάλλει στην εκπλήρωση της αποστολής του ποινικού δικαίου, ήτοι στην γενική και ειδική πρόληψη των εγκλημάτων. Προτάσεις εμβαλωματικών τροποποιήσεων, όπως η de lege ferenda αντικατάσταση της κατ’ έγκληση δίωξης με τον υβριδικό θεσμό της καταρχήν αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης, η οποία μπορεί να παύει μετά από δήλωση του παθόντος ότι δεν επιθυμεί τη δίωξη του δράστη, παρουσιάζουν αντίστοιχα προβλήματα με την κατ’ έγκληση δίωξη, ιδίως στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που τελούνται κατά νομικών προσώπων, καθώς εάν οι νόμιμοι εκπρόσωποι του νομικού προσώπου, για δικούς τους, ιδιοτελείς λόγους, δεν επιθυμούν την άσκηση ποινικής δίωξης, θα μπορούν να προκαλούν την παύση της, κάνοντας τη σχετική δήλωση.

Λαμβανομένων λοιπόν υπόψη των δυσχερειών και προβλημάτων που δημιουργεί η κατ’ έγκληση δίωξη στη γενική και ειδική πρόληψη των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ορθότερη δικαιοπολιτικά επιλογή είναι η, σε επίπεδο πλέον de lege ferenda, επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων κατά των ανωτέρω εννόμων αγαθών, με εξαίρεση την κατ’ έγκληση δίωξη μόνον εκείνων που τελούνται μεταξύ προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στενές σχέσεις57 ή εκείνων που το αντικείμενό τους είναι ευτελούς αξίας ή προκαλούν ελάχιστη ζημία58.

Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, τουλάχιστον στην κακουργηματική τους μορφή, είναι δικαιοπολιτικά επιβεβλημένη και ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνουν από το νομοθέτη, οι σχετικές τροποποιήσεις στα άρθρα 381 και 405 ΠΚ.

Ζ. Επίμετρο

Κατά τον αείμνηστο Γ.Α. Μαγκάκη, «το Δίκαιο γενικά και το Ποινικό Δίκαιο ειδικά είναι έκφραση του συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και έχει έτσι κοσμοθεωρητικό θεμέλιο»59. Η επελθούσα με το νέο

νται ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο σε σχέση με αυτές που προβλέπουν την αυτεπάγγελτη δίωξη, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. (ΑΠ 278/2004 ΠοινΧρ 2005, σελ. 53, ΑΠ 334/2000 ΠοινΧρ 2000, 894).

56.   Η νομοπαρασκευστική επιτροπή του Ν. 4619/2019, πέτυχε να ολοκληρώσει το εξαιρετικά δύσκολο έργο της σύνταξης του νέου Ποινικού Κώδικα, το οποίο, στο σύνολό του, εκτιμάται θετικά. Οι αντιρρήσεις ως προς επιμέρους ρυθμίσεις, όπως η διεύρυνση της κατ’ έγκλησης δίωξης των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, δεν αναιρούν τη συνολικά θετική αξιολόγηση του νέου Ποινικού Κώδικα.

57.   Όπως προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 378 του προϊσχύσαντος ΠΚ.

58.   Όπως προέβλεπε ο προϊσχύσας ΠΚ.

59.   Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο – Διάγραμμα Γενικού Μέρους,

Ποινικό Κώδικα μετατροπή διαχρονικώς διωκομένων αυτεπαγγέλτως εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών σε κατ’ έγκληση διωκόμενα, ακόμη και στην κακουργηματική τους μορφή όταν τελούνται σε βάρος ιδιωτών60, με δικαιολογητική βάση, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019, τον ατομικό χαρακτήρα των εν λόγω αγαθών, συνάδει με την αντίληψη που αποδίδει στο φιλελεύθερο χαρακτήρα του Ποινικού Δικαίου μονοσήμαντη έννοια, η οποία εξαντλείται στην προστασία του ατόμου από τυχόν υπερβολικές επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας και γι’ αυτό στοχεύει στον περιορισμό της δράσης αποκλειστικά των κρατικών οργάνων. Στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής εντάσσεται και η αντικατάσταση της αυτεπάγγελτης δίωξης με την κατ’ έγκληση δίωξη, η οποία συνεπάγεται τον περιορισμό της δράσης της Εισαγγελικής Αρχής, καθώς η ενεργοποίηση από μέρους της της ποινικής διαδικασίας για τη διερεύνηση και τη δίωξη των κατ’ έγκληση διωκομένων πλέον εγκλημάτων, εξαρτάται αποκλειστικά από την ιδιωτική βούληση. Έτσι επιδιώκεται μια «αυτορρύθμιση» της δίωξης των εγκλημάτων κατά των ιδιωτικών περιουσιακών αγαθών, αντίστοιχη με την υποστηριζόμενη από τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες αυτορρύθμιση των οικονομικών σχέσεων – αυτορρύθμιση της αγοράς61. Όμως, ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του Ποινικού Δικαίου, στη σύγχρονη εποχή είναι –και οφείλει να είναι– πολυσήμαντος, ήτοι να εκδηλώνεται με ρυθμίσεις που στοχεύουν στην προστασία του ατόμου, από την τυχόν αυθαίρετη δράση όχι μόνο της κρατικής, αλλά και της ιδιωτικής εξουσίας62. Έτσι, σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου η φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού δικαίου συνδυάζεται με την κοινωνική λειτουργία του, ώστε να αποτρέπεται η προσβολή των εννόμων αγαθών όχι μόνο από την τυχόν αυθαίρετη δράση της κρατικής εξουσίας, αλλά και από την τυχόν παράνομη και δυσχερώς ελέγξιμη δράση της ιδιωτικής εξουσίας που εκδηλώνεται κυρίως στο χώρο της οικονομίας. Συνεπώς, οι θεσπιζόμενοι από τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας κανόνες πρέπει να αποσκοπούν στην προστατευτική για τα έννομα αγαθά λειτουργία του Ποινικού Δικαίου, με τρόπο που θα διασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των κοινωνών του δικαίου, θα ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν προς όφελος κυρίως των φορέων της οικονομικής εξουσίας και «θα διασφαλίζει στο Ποινικό Δίκαιο και στην Ποινική Δικαιοσύνη μια θέση δημοκρατικής ισορροπίας μέσα στη δίνη των κοινωνικοπολιτικών ανταγωνισμών»63.

εκδ. Παπαζήση 1981, σελ. 40.

60.   Με μόνη εξαίρεση το έγκλημα της απιστίας που στην κακουργηματική του μορφή διώκεται κατ’ έγκληση πάντα στις περιπτώσεις που συνιστά πλημμέλημα, και –όπως τελικά διαμορφώθηκε με την τροποποίηση του Ν. 4637/2019– στις περιπτώσεις που συνιστά κακούργημα, όταν στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

61.   Σχετικά με το νομικό νεοφιλελευθερισμό: Θ.Κ. Παπαχρήστου / Φ. Βασιλόγιαννη / Δ. Σαραφιανού / Τ. Βιδάλη / Α. Τάκη, Νεοφιλελευθερισμός – Δίκαιο, Μια κριτική Προσέγγιση, Επιμέλεια Θ.Κ. Παπαχρήστου, Πρόλογος Αριστόβουλου Μάνεση, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα.

62.   John Dewey, βλ. ανωτέρω υποσημείωση 39.

63.   Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο – Διάγραμμα Γενικού Μέρους, εκδ. Παπαζήση 1981, σελ. 41.



[1] . Στην προβλεπόμενη κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ κατ’ έγκληση δίωξη της υφαίρεσης (άρθρο 378 πΠΚ) ακόμη και στην κακουργηματική της μορφή, ο νομοθέτης είχε λάβει υπόψη του την ενδεχόμενη επιλογή του παθόντος να διαφυλάξει τη στενή σχέση του με το δράστη από τον κίνδυνο να κλονιστεί ανεπανόρθωτα από την ποινική δίωξη του τελευταίου, γι’ αυτό και αναγνώριζε στον παθόντα το δικαίωμα της έγκλησης. Στις ρυθμίσεις όμως των άρθρων 381 παρ. 1 και 405 παρ. 1 ΠΚ, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ, το μόνο που λαμβάνεται υπόψιν για την κατ’ έγκληση δίωξη είναι ο ατομικός χαρακτήρας των πληττομένων εννόμων αγαθών.

[2] . Βλ. άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 4637/2019.

[3] . Βλ. άρθρο 394 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος ΠΚ. Επίσης η τοκογλυφία κατά τον νέο ΠΚ συνιστά μόνον πλημμέλημα και διώκεται κατ’ έγκληση (άρθρα 404 και 405 παρ. 1 ΠΚ), ενώ υπό τον

[4] . Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο – Διάγραμμα Γενικού Μέρους, Εκδόσεις Παπαζήση, 1981, σελ. 21-22.

[5] . Νικόλαος Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 3η έκδοση, 2007, σελ. 57.

[6] . Νικόλαος Ανδρουλάκης, βλ. ανωτέρω, σελ. 58.

[7] . Η κατ’ έγκληση δίωξη κακουργήματος δικαιολογείται στην περίπτωση που από την τέλεσή του ο παθών περιέρχεται σε κατάσταση σύγκρουσης έννομων συμφερόντων του, εκ των οποίων το ένα είναι η ποινική δίωξη του δράστη και το άλλο η προστασία άλλου σημαντικότερου για τον παθόντα έννομου συμφέροντός του, οπότε αναγνωρίζεται από το δίκαιο σ’ αυτόν το δικαίωμα της έγκλησης, το οποίο θα ασκήσει έχοντας προηγουμένως σταθμίσει τα αντικρουόμενα συμφέροντά του.

[8] . Νικόλαος Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 58.

[9] . Πράγματι, με τις διατάξεις των άρθρων 381 § 1 και 405 § 1 του νέου Π.Κ. για πρώτη φορά αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα μετατρέπονται σε κατ’ έγκληση, με μόνο κριτήριο την ατομικότητα των πληττομένων περιουσιακών εννόμων αγαθών, χωρίς να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη από το νομοθέτη και τα κριτήρια της ελάσσονος βαρύτητας του εγκλήματος ή του μείζονος συμφέροντος του παθόντος. Αντίθετα, οι ανωτέρω διατάξεις αφ’ ενός μεν εφαρμόζονται και σε εγκλήματα μείζονος βαρύτητας (κακουργήματα), αφετέρου δε λειτουργούν προς το συμφέρον του δράστη, δεδομένου ότι οι διατάξεις που απαιτούν την υποβολή έγκλησης για τη δίωξη εγκλημάτων, συνιστούν, σε σχέση με τις προϊσχύσασες που προέβλεπαν την αυτεπάγγελτη δίωξη των ίδιων εγκλημάτων, ευμενέστερες διατάξεις νόμων, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. (ΑΠ 278/2004 ΠοινΧρ 2005, σελ. 53, ΑΠ 334/2000 ΠοινΧρ 2000, 894).

[10] . Βλ. ενδεικτικά από την ποινική νομοθεσία των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης: Στον γερμανικό ΠΚ (StGB), από τις διατάξεις των άρθρων 246 StGB (Unterschlagung – υπεξαίρεση) και 263 StGB (Betrug – απάτη), σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 247και 248a StGB, προκύπτει ότι τα ανωτέρω εγκλήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως και στην πλημμεληματική τους μορφή, ενώ έγκληση απαιτείται μόνο στις περιπτώσεις που το θύμα είναι συγγενής ή σύνοικος του δράστη ή το αντικείμενο του εγκλήματος ή η προκληθείσα ζημία είναι ευτελούς αξίας. Επίσης και η απιστία (Untreue – άρθρο 266 StGB) διώκεται αυτεπαγγέλτως. Tα ανωτέρω εγκλήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως και κατά τον αυστριακό ΠΚ (öStGB – άρθρα 134 [Unterschlagung – υπεξαίρεση], 146, 147, 148 [Betrug – απάτη], 153 öStGB [Untreueαπιστία]) και κατά τον ελβετικό ΠΚ (sStGBάρθρα 138 [Veruntreuung – υπεξαίρεση], 146 [Betrug – απάτη], 158 sStGB [ungetreue Geschäftsbesorgung – απιστία]). Επίσης, στον γαλλικό ΠΚ (Code Pénal) η απάτη (escroquerie, άρθρα 313-1, 313-2), η απιστία και η υπεξαίρεση από ιδιώτη (abus de confiance, άρθρα 314-1, 314-2, 314-3), διώκονται αυτεπαγγέλτως και στην πλημμεληματική τους μορφή. Η υπεξαίρεση από δημόσιο υπάλληλο (detournement de biens, άρθρο 432-15) συνιστά κακούργημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αλλά και η ποινική νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου προβλέπει την αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη της υπεξαίρεσης (Fraud Act 2006 και Theft Act 1968) και της απάτης (Fraud Act 2006) ακόμη και όταν συνιστούν πλημμελήματα.

[11] . Τόσο στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 όσο και σ’ αυτή του τροποποιητικού Ν.4637/2019 δεν αναφέρεται κανένας λόγος που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση της ελληνικής έννομης τάξης ως προς τη δίωξη των εγκλημάτων της υπεξαίρεσης, της απάτης και της απιστίας.

[12] . Εννοούνται τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ).

[13] . Έτσι, δεν είναι ακριβές ότι «όταν τελείται σε βάρος νομικού προσώπου κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα, το δικαίωμα της έγκλησης ανήκει σε εκείνον, που έχει κατά νόμο εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου», όπως αναφέρει ο Τζαννετής, Ζητήματα της κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων, ΠοινΧρ 2020, σ. 642. Κατά νομική ακριβολογία το δικαίωμα της έγκλησης ανήκει στο νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι το αμέσως παθόν από το έγκλημα, ως φορέας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού και ασκεί το ως άνω δικαίωμά του, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό του, διά του νομίμου εκπροσώπου του, ο οποίος ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό του εκπροσωπουμένου απ’ αυτόν νομικού προσώπου (Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο – Διάγραμμα Γενικού Μέρους, εκδ. Παπαζήση 1981, σελ. 371, Μαργαρίτης/Παρασκευόπουλος/Νούσκαλης, Ποινολογία, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 187).

[14] . ΜονΕφΠειρ 647/2020 (Τμ. Ναυτ. Διαφορών). Πράγματι, η διά περιουσιακού εγκλήματος πρόκληση μεγάλης περιουσιακής ζημίας σε μια εμπορική εταιρεία ενδέχεται να την οδηγήσει σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της προς τους συναλλασσόμενους μ’ αυτή (άλλες εταιρείες, ιδιώτες) το Δημόσιο και τους εργαζομένους της και να προκληθούν έτσι γενικότερες επιβλαβείς οικονομικές συνέπειες.

[15] . Βλ. άρθρα 257 παρ. 1 και 278 παρ. 1 Ν. 4072/2012.

[16] . Βλ. άρθρο 55 Ν. 4072/2012.

[17] . Βλ. άρθρα 17 και 18 Ν. 3190/1955.

[18] . Βλ. άρθρα 77 παρ. 1 και 87 παρ. 1, 2 Ν. 4548/2018.

[19] . Σύγκρουση συμφερόντων εν προκειμένω δημιουργείται από τη σύμπτωση των ιδιοτήτων αφενός μεν του υπαιτίου του κατ’ έγκληση διωκομένου εγκλήματος που τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου και αφετέρου του νομίμου εκπροσώπου του δικαιούχου της έγκλησης νομικού προσώπου και όχι μεταξύ του υπαιτίου και του δικαιούχου της έγκλησης, όπως μη ορθά, κατά τη γνώμη μου, αναφέρει ο Τζαννετής (Αρ. Τζαννετής, Ζητήματα της κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων, ΠοινΧρ 2020, σ. 642). Όταν η ιδιότητα του υπαιτίου συμπίπτει με την ιδιότητα του δικαιούχου της έγκλησης, ο υπαίτιος ταυτίζεται κατά κανόνα με τον αμέσως παθόντα από τη ζημιογόνο πράξη, η οποία στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί αυτοζημιωτική, μη έχουσα ποινική αξιολόγηση και ως εκ τούτου μη προκαλούσα σύγκρουση συμφερόντων (ΣυμβΠλημΑθ 3330/2017).

[20] . Στους έχοντες έννομο συμφέρον περιλαμβάνεται κάθε μέτοχος, επίσης ο δανειστής του νομικού προσώπου, αν πρόκειται ν’ ασκήσει δικαίωμά του κατά του νομικού προσώπου ή έχει εκτελεστό τίτλο κατ’ αυτού, ο δανειστής του μετόχου αν απρακτεί ο τελευταίος και γενικά κάθε τρίτος, ο οποίος αντλεί συμφέρον προς λειτουργία της διοίκησής του (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ – Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τ. 1ος, Γενικές Αρχές, σελ. 363 και 375, και τις εκεί σημειούμενες παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

[21] . Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης για διορισμό προσωρινής διοίκησης, δεν είναι το αναφερόμενο στο άρθρο 69 ΑΚ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4055/2012), Ειρηνοδικείο, αλλά το Μονομελές Πρωτοδικείο, σύμφωνα με την εφαρμοστέα δικονομική διάταξη του άρθρου 786 § 1 ΚΠολΔ, όπως αυτό (μετά τον Ν. 4055/2012) τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 1, άρθρο έκτο, παρ. 2 του Ν. 4335/2015, το οποίο υπό τον τίτλο «Διορισμός προσωρινής διοικήσεως» ορίζει: «1. Όταν ζητείται κατά το νόμο να διοριστούν προσωρινή διοίκηση νομικού προσώπου ή εταιρείας που δεν έχει νομική προσωπικότητα, αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο ή η εταιρεία».

[22] . Βλ. υποσημείωση 22.

[23] . Π.χ. με τη ΜονΠρωτΑθ 2606/2019 απόφαση απορρίφθηκε αίτηση πιστώτριας εταιρείας, με κύρια βάση τον κατ’ άρθ. 69 ΑΚ διορισμό προσωρινής διοίκησης σε πτωχεύσασα ανώνυμη εταιρεία και επικουρική βάση τον κατ’ άρθ. 105-104 Ν. 4548/2018 διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την υποβολή εγκλήσεως για λογαριασμό της πτωχής Α.Ε. σε βάρος των μελών του Δ.Σ. αυτής για κακουργηματική υπεξαίρεση, με την αιτιολογία ότι το έννομο συμφέρον περιορίζεται στους μετόχους της εταιρείας, ενώ οι πιστωτές της έχουν έννομο συμφέρον να υποβάλλουν σχετική αίτηση για διορισμό προσωρινής Διοίκησης μόνον εφόσον απαιτείται συμμετοχή του νομικού προσώπου της εταιρείας στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, το οποίο συνεχίζει παρά την πτώχευση να υφίσταται. Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, όταν ζητείται ο διορισμός προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου με την επίκληση της τέλεσης αξιόποινης πράξης σε βάρος της Α.Ε. από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, δεν δικαιολογείται διορισμός προσωρινής διοίκησης κατ’ άρθρο 69 ΑΚ, καθώς, η περίπτωση μη σύννομης διαχείρισης, δεν συνιστά περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ του νομικού προσώπου και των μελών της διοίκησής της, ενώ η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 69 ΑΚ είναι επικουρική στην περίπτωση που δεν υφίστανται διαδικασίες μέσω του Ν. 4548/2018, οι διατάξεις του οποίου, ως ειδικότερες, είναι εφαρμοστέες. Έτσι, για την υποβολή έγκλησης σε βάρος μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Α.Ε. για την τέλεση κακουργηματικής υπεξαίρεσης σε βάρος της εταιρείας, κατά την ως άνω απόφαση, δικαιολογείται μόνον ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου, εφόσον ό

[24] . ΟλΑΠ 2/2003, ΕλλΔνη 44, σ. 378, ΟλΑΠ 2/1999, ΕλλΔνη 40, σ. 272, ΑΠ 803/2010, ΤΝΠ Νόμος.

[25] . ΟλΑΠ 2/2003, ΕλλΔνη 44, σ. 378, ΑΠ 201/2014, 803/2010, 812/2008, 186/2008, ΜΠρωτΠειρ 3566/2019 (Τμ. Ναυτικών Διαφορών).

[26] . ΟλΑΠ 2/2003, ΕλλΔνη 44, σ. 378, ΟλΑΠ 2/1999, ΕλλΔνη 40, σ. 272, ΑΠ 803/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΜΕφΠειρ 647/2020 (Τμ. Ναυτικών Διαφορών).

[27] . ΜΕφΠειρ 647/2020 (Τμ. Ναυτικών Διαφορών), ΕφΠειρ 403/2004 (Τμ. Ναυτικών Διαφορών), ΠειρΝομ 2004, σ. 213, ΕΝαυτΔ 2004, σ. 177. Κατά τις ως άνω αποφάσεις, ο Ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα, όπως η δωσιδικία των εν λόγω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, εάν αυτές έχουν την πραγματική τους έδρα στη δικαιο

[28] . Όπως ορθά παρατηρεί ο Αναγνωστόπουλος, Η δίωξη της απιστίας μετά τον Ν. 4637/2019 (με αφορμή τις ΣυμβΠλημΑθ 2758/2020, 2165/2020, 2147/2020), ΠοινΧρ 2020, σ. 494, «φορέας του προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι η εταιρεία και όχι οι μέτοχοί της». Τούτο όμως σημαίνει ότι εάν οι εκπρόσωποί της –για οποιοδήπο

[29] . Σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 3 του Ν. 4557/2018: «Στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, αίρεται το αξιόποινο ή κηρύσσεται αθώος ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος από την ποινή και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το αξιόποινο εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής». Βλ. και Αναφορά ΕισΠλημΑθ 20.1.2015, ΠοινΧρ 2016, σελ. 474, ΣυμβΠλημΑθ 2758/2020, ΠοινΧρ 2020, σελ. 536.

[30] . Πράγματι, η μη υποβολή έγκλησης για το βασικό αδίκημα που διώκεται κατ’ έγκληση, συνεπάγεται τη μη άσκηση ποινικής δίωξης τόσο γι’ αυτό όσο και για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων που διώκεται αυτεπάγγελτα, λόγω της παρακολουθηματικής σχέσης του με το πρώτο. Π. Τσιρίδης, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος (Ν. 3691/2008), 2009, σελ. 271.

[31] . Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ «Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη ως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Συνεπώς, όλα τα κακουργήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, μπορεί να αποτελέσουν επιδιώξεις εγκληματικής οργάνωσης.

[32] . Ο Τζαννετής, ΠοινΧρ 2020, σ. 641, Ζητήματα της κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων, θεωρεί ότι «το σοβαρότερο μειονέκτημα της κατ’ έγκληση δίωξης αναδεικνύεται στην κατ’ εξακολούθηση τέλεση περιουσιακών αδικημάτων με πλείονες παθόντες», επισημαίνοντας ότι «εάν η ζημία αυτών είναι αμελητέα, μπορεί να μην ενδιαφερθεί κανένας εξ αυτών να υποβάλλει έγκληση». Ορθά παρατηρεί δε, ότι στις περιπτώσεις αυτές, κατ’ ουσίαν «η περιουσία εκάστου παθόντος εμμέσως συνδιατίθεται από τους υπόλοιπους».

[33] . Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2020, σ. 1029.

[34] . Όπως τελικά διαμορφώθηκε η διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 ΠΚ, με την προσθήκη σ’ αυτό δεύτερου εδαφίου με το άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 4637/2019.

[35] . Σε σχέση με το έγκλημα της απιστίας, τα εγκλήματα της υπεξαίρεσης και της απάτης σε βάρος νομικών προσώπων με δράστες τους νομίμους εκπροσώπους αυτών, έχουν πρόσθετη απαξία, καθώς στην ουσία συνιστούν εγκλήματα που τελούνται από διαχειριστές ξένης περιουσίας, οι οποίοι δεν περιορίζονται στην εν γνώσει τους πρόκληση ζημίας στην περιουσία του νομικού προσώπου που διαχειρίζονται όπως συμβαίνει στην απιστία, αλλά πράττουν έχοντας τον πρόσθετο δόλο της παράνομης ιδιοποίησης του ανήκοντος στην ιδιοκτησία του νομικού προσώπου πράγματος (στην υπεξαίρεση) ή του προσπορισμού στον εαυτό τους ή σε άλλον παράνομου περιουσιακού οφέλους, αντίστοιχου της ζημίας που προκάλεσαν στην περιουσία του νομικού προσώπου (στην απάτη).

[36] . Kατά τον Ντιούι (John Dewey, Φιλελευθερισμός και κοινωνική δράση, Κεφ. ΙΙΙ Αναγεννώμενος Φιλελευθερισμός, Εκδόσεις Πόλις), το κράτος δεν είναι ο μόνος φορέας που έχει τη δύναμη του καταναγκασμού, καθώς τη σημερινή εποχή το κράτος ωχριά απέναντι στη δύναμη που ασκείται από οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα. Για το λόγο αυτό ο φιλελευθερισμός πρέπει να έχει και κοινωνικό περιεχόμενο, δηλ. να επιδιώκει την προστασία των ατόμων όχι μόνο απέναντι στην κρατική εξουσία αλλά και στην ιδιωτική.

[37] . ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, 2147/2020 ΠοινΧρ 2020, σελ. 539 επ. και 544 επ.

[38] . Με την ΑΠ 158/2021 (σε Συμβούλιο) κρίθηκε συνταγματική η διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 ΠΚ. ΠοινΧρ 2021, σελ. 93 επ.

[39] . Βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 30.

[40] . Αναγνωστόπουλος, Η δίωξη της απιστίας μετά τον Ν. 4637/2019 (με αφορμή τις ΣυμβΠλημΑθ 2758/2020, 2165/2020, 2147/2020), ΠοινΧρ 2020, σ. 490.

[41] . Η ελάφρυνση του φόρτου των οργάνων απονομής της Δικαιοσύνης επιτυγχάνεται με την αύξηση των οργανικών θέσεων των Δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της πληροφορικής κ.λπ. και όχι με τον περιορισμό του δικαστικού ελέγχου, με την εξάρτηση της ενεργοποίησής του από την ιδιωτική βούληση.

[42] . Για τον έλεγχο και την αξιολόγηση των καταγγελλομένων με οποιονδήποτε τρόπο (μήνυση, έγκληση, αναφορά, είδηση κ.λπ.) εγκλημάτων και την αποτροπή άσκησης ποινικής δίωξης χωρίς επαρκή στοιχεία, επιδιώχθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3160/2003 και ιδίως με το με το άρθρο 5 του Ν. 3346/2005, η ουσιαστικοποίηση της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξέτασης. Ειδικότερα, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3346/2005: «Συγκεκριμένα με το άρθρο 5 επέρχεται τροποποίηση στη διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης, ώστε αυτή να λειτουργήσει ουσιαστικά. Δίνονται στον ύποπτο τα πλήρη δικαιώματα του κατηγορουμένου, έτσι ώστε ο αρμόδιος Εισαγγελέας να έχει πλήρη γνώση των θέσεων των διαδίκων, να εκτιμήσει αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης και να προσδώσει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη διωκόμενη πράξη. Έτσι, αποτρέπεται η άσκηση δίωξης χωρίς επαρκή στοιχεία, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται στον ύποπτο πλήρης άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων».

[43] . Βλ. άρθρα 30 επ., 243, 244, 43, 51 ΚΠΔ.

[44] . Η κάποιες φορές βιαστική άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς επιμελή αξιολόγηση των στοιχείων που προκύπτουν από τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης τα οποία συνηγορούν υπέρ της αρχειοθέτησης της υπόθεσης, και ιδίως οι ελάχιστες φορές που ο Εισαγγελέας Εφετών, δεν εγκρίνει αναιτιολόγητα την κατ’ άρθρο 43 § 4 ΚΠΔ αρχειοθέτηση της υπόθεσης από τον υφιστάμενό του Εισαγγελέα Εφετών, δηλ. διατάσσει την άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς να εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την άσκησή της και χωρίς να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της ελεγχόμενης αξιόποινης πράξης, αποτελεί λόγο για να υπάρξει μέριμνα για την πράγματι ουσιαστικοποίηση της προκαταρκτικής εξέτασης σε όλες τις περιπτώσεις και την προσεκτική αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν προκύψει από τη διενέργειά της από τους αρμόδιους προς τούτο Εισαγγελείς και όχι λόγο για να περιοριστεί ο έλεγχος απ’ αυτούς με τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης, της τυχόν τέλεσης περιουσιακών εγκλημάτων. 55. Οι διατάξεις που προβλέπουν την κατ’ έγκληση δίωξη θεωρού-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου