Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Ιωάννα Τσιβάκου: Συναίσθημα και ορθολογικότητα- η ελληνική εμπειρία, εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2019





Είναι ο ελληνικός λαός αποκλειστικά και έντονα συναισθηματικός; Η προτεραιότητα του συναισθηματικού κόσμου διαγράφει την σημασία της ορθολογικότητας; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα απαντά το βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου.
Βεβαίως στις τελευταίες δεκαετίες οι συζητήσεις για την σημασία του ορθολογισμού και του συναισθήματος υπήρξαν εκτεταμένες και έντονες αφού ο ορθολογισμός συνδυάστηκε με τον εκσυγχρονισμό ενώ το συναίσθημα με την παράδοση ή τον ρομαντισμό. Συνεπώς ο ορθολογισμός δεν ερμηνεύεται ως γνωστική διαδικασία, ούτε ως συνεπής εφαρμογή της τυπικής λογικής. Αλλά ούτε πρόκειται για ορθολογισμό των αξιών. Πρόκειται για τον ορθολογισμό που επιλέγει σύμφωνα με τον Μ.Βέμπερ τα πιο πρόσφορα μέσα για να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή για έναν ορθολογισμό, που έχει δεχθεί κριτική από πολλές πλευρές (όπως από την Σχολή της Φρανκφούρτης) και έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «εργαλειακός».
Η εμπειρική πραγματικότητα συνδυάζει τον λόγο με το συναίσθημα, με «λογισμό και όνειρο» όπως έλεγε ο Δ.Σολωμός. Ίσως σε διαφορετική αναλογία αλλά είναι ανέφικτο να αναζητούμε ένα πρόσωπο που θα είναι αποκλειστικά συναισθηματικό ή αποκλειστικά λογικό. Η συναισθηματική επένδυση δίνει φτερά σε κάθε επιδίωξη αλλά η αποκλειστική θεμελίωση σε αυτή δεν επιτρέπει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα και να χρησιμοποιήσουμε τα αναγκαία μέσα για επιτύχουμε τον επιθυμητό στόχο.
Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας όπου η σημασία της παραγωγής εκτοπίζεται από την σημασία της κατανάλωσης ο εργαλειακός ορθολογισμός και η ασκητική σημασία της εργασίας σταδιακά περιορίζεται από την σημασία συναισθημάτων όπως η ηδονή. Σε αυτό τον χώρο έχουν προηγηθεί οι μελέτες του Ντάνιελ Μπέλ για την μεταβιομηχανική κοινωνία και του Π.Κονδύλη για την παρακμή του αστικού πολιτισμού και την μετάβαση από την μοντέρνα στην μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία.
Η Ι.Τσιβάκου επισημαίνει ότι οφείλεται στο έργο του Ν.Διαμαντούρου η διάδοση του ερμηνευτικού σχήματος που διακρίνει την εξέλιξη του νεότερου ελληνισμού μέσα από την συχνά ασυμφιλίωτη διαμάχη ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, ανάμεσα στον ανορθολογισμό, τον ρομαντισμό και τον διαφωτισμό και τον ορθολογισμό. Όμως σε τέτοιου είδους σχηματοποιήσεις που νοθεύουν την πραγματικότητα απαντά πειστικά και τεκμηριωμένα το ανά χείρας βιβλίο.
Γράφει η συγγραφέας « η διαφορά των προπολεμικών εκσυγχρονιστών από τους σύγχρονους είναι ότι οι πρώτοι πίστευαν στην πνευματική αναγέννηση της χώρας, γι’ αυτό πάλευαν για τον εκσυγχρονισμό της. Προσεταιρίστηκαν τα διαφωτιστικά ιδεώδη, τα ανέμιξαν όμως με εθνικά προτάγματα, προσκείμενα σε ρομαντικά ιδεώδη, αλλά και σε οργανικές (λόγω ταυτίσεως του έθνους με το λαό) συλλήψεις του έθνους, έμφορτες συναισθήματος, προκειμένου να αναδείξουν το πολιτισμικό νόημα που ένωνε παρελθόν με παρόν, αρχαίο και βυζαντινό πολιτισμό με τη διατηρούμενη ακόμη και επί των ημερών τους γνήσια λαϊκή τέχνη και παράδοση, επιβεβαιωτική της ελληνικής συνέχειας και μοναδικότητας. Αφήνω στην άκρη την ιδιαίτερη περίπτωση του Ίωνα Δραγούμη και αναφέρω, ενδεικτικά, τις διαμάχες για τον εκσυγχρονισμό της γλώσσας (το κίνημα του δημοτικισμού) όπου, πέραν των σοσιαλιστών, πρωτοστάτησαν άνθρωποι σαν τον Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη, των οποίων οι απόψεις ήταν μίγμα εκσυγχρονιστικών ιδεών κι ενός βαθύτατου εθνικού συναισθήματος κινητοποιημένου από τους μακροχρόνιους αγώνες των Ελλήνων. Επίσης σημειώνω τις προσπάθειες που κατέβαλε η γενιά του τριάντα για την ανακάλυψη και εμπέδωση μιας νέας ελληνικότητας στηριγμένης στις διαφωτιστικές ιδέες αλλά και σε προσωπικότητες ικανές να τις συλλάβουν και να τις ενοφθαλμίσουν στα ναρκωμένα ελληνικά ιδεώδη. Όλοι οι ανήκοντες στη γενιά του ’30 συνδυάζουν το όραμά τους για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και της ελληνικής κοινωνίας με το πάθος τους για αναδιάπλαση μιας ελληνικότητας που θα ενδυνάμωνε την ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχοσύνθεσης»(σελ.16,17).
Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση συνδυασμού παράδοσης και εκσυγχρονισμού, συναισθηματικού κόσμου και ορθολογισμού των μέσων υπήρξε ο Ε.Βενιζέλος αλλά και το ρεύμα που αυτός θεμελίωσε. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που παρηγόρησε και κινητοποίησε τον ελληνισμό σε σκοτεινούς χρόνους και αποσκοπούσε στην εθνική του αποκατάσταση σε εδάφη που ζούσε ο ελληνικός πληθυσμός, τελεσφόρησε, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, χάρις στον εκσυγχρονισμό των θεσμών, του κράτους, της δημόσιας διοίκησης, του στρατού ειδικότερα, την εκμετάλλευση κάθε ευνοϊκής διεθνής συγκυρίας από την σπουδαία προσωπικότητα του Ε.Βενιζέλου που ενσάρκωσε τον συνδυασμό της βούλησης, της ενόρασης, της ποίησης του συναισθήματος με την έλλογη ανάλυση του πραγματικού κόσμου.
Η Ι.Τσιβάκου θεωρεί ότι οι μονομέρειες της εργαλειακής ορθολογικότητας μπορούν να θεραπευθούν, όπως επισημαίνει «η παραδοχή της ισοσθένειας μετατρέπει τους μη ανθρώπινους τελεστές σε συνδημιουργούς του έργου, ακυρώνοντας έτσι την έννοια της εργαλειακής ορθολογικότητας»(σελ.128).
Στο ίδιο πνεύμα διαφωτιστικά επισημαίνει: «συνοψίζοντας στο πεδίο του εαυτού δεν διαγράφεται μια γραμμή ταλάντωσης μεταξύ ορθολογικότητας και συναισθήματος, καθώς και τα δύο λαμβάνουν χώρα στην ανθρώπινη συνείδηση, σ’ ένα νου εντός του οποίου ορθολογικότητα και συναίσθημα είναι στενότατα συνδεδεμένα. Η έλλογη σκέψη δεν μπορεί να προκληθεί χωρίς προηγουμένως να έχει διεγερθεί η συναισθηματική. Όπως θα έλεγαν οι σύγχρονοι βιοψυχολόγοι και γνωστικοί επιστήμονες, η συναισθηματική προδιάθεση του ατόμου σπεύδει, σχεδόν αυτόματα, να παρωθήσει σε μια ορθολογική απόφαση αντιδρώντας σε μηδενικό χρόνο, όσο χρειάζεται για να διατρεχθεί η απόσταση από την αμυγδαλή στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου»(σελ.160).
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον με βαρυσήμαντες σκέψεις είναι το έκτο κεφάλαιο με τίτλο : «ορθολογικότητα και συναίσθημα στο πεδίο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας». Εντοπίζει στα όρια του υπόδουλου και του παροικιακού ελληνισμού να αναπτύσσονται πολυσχιδείς εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητας όπου συνυπάρχουν αστικές με κοινοτιστικές και συνεργατικές δραστηριότητες, που βέβαια προϋποθέτουν την ύπαρξη κάποιου ορθολογισμού των μέσων. Ενώ το ερώτημα της συνέχειας απαντάται με σαφή τρόπο: «χρειάστηκε η ωριμότητα της ηλικίας και ο αναστοχασμός πάνω στην ιστορία των εθνικών μας περιπετειών για να αντιληφθούμε πως οι Έλληνες είναι φορείς ενός πολιτισμού του οποίου ο πυρήνας παρά τις εμφανείς αλλοιώσεις του μοιάζει να διατήρησε στο πέρασμα των χρόνων κάποια από τα συστατικά του στοιχεία. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί η σύνθεση της εθνικής συλλογικής συνείδησης και ταυτότητας από ορισμένα επαναλαμβανόμενα γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού, γνωρίσματα που συνέβαλαν στη συγκρότηση και συνέχεια της ιδέας του έθνους»(σελ.212,213).
Το τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο «Κατακλείδα: το τέλος της περιπλάνησης» ολοκληρώνεται με πολλά προσωπικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία: « Ήταν η αγάπη που σαν καντήλι ανεξάντλητο φώτιζε τα υπόγεια του νου μας, την απαρέγκλιτη πίστη στους σκοπούς μας, τον ίδιο μας τον εαυτό. Για όσους έτσι την ένοιωσαν, μπορεί να ειπωθεί πως το αισθητό βίωμα της διυποκειμενικής αυθεντικότητας πλήρωσε με αγαλλίαση την ύπαρξή τους»(σελ.310).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου