Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Σιμόν Βέιλ: Η επιστολή στον Ζώρζ Μπερνανός- οι περί βίας μαρτυρίες των Ισπανών αναρχικών, εκδόσεις Firebrand, Αθήνα Νοέμβριος 2024.

 

 


 

Το σύντομο αυτό βιβλίο, σε μετάφραση του Π.Καλαμαρά και του Η.Διαμέση  είναι εξαιρετικά απαραίτητο σε μια εποχή όπου η «κινηματική βία» καθαγιάζεται και ωραιοποιείται.

Η Σιμόν Βέιλ στην σύντομη ζωή της δεν πρόλαβε μόνο να γράψει ένα σημαντικό φιλοσοφικό  αλλά και να περάσει από διάφορες περιπέτειες, όπως την συμμετοχή της στους αναρχικούς πολιτοφύλακες του Ντουρούτι  για κάποιους μήνες το 1936 στο μέτωπο της Αραγονίας.

Στο εισαγωγικό σημείωμα αναφέρεται ότι 1937 «η Βέιλ βιώνει την πρώτη πνευματική της εμπειρία μέσα στη Βασιλική της Παναγίας των Αγγέλων στην Ασίζη…Η μυστική εμπειρία της Βέιλ, φωτεινή και χαρούμενη, όπως ακριβώς ολόκληρη η ζωή της, είναι, και παραμένει, ανομολόγητη όσο και κοινωνικοπολιτική. Η ίδια, δεν προσπαθεί να ακούσει ή να καταβυθιστεί σε μια εσωτερική φωνή του εαυτού της, αλλά το Πνεύμα είναι αυτό το οποίο κατευθύνεται προς το μέρος της. Κατευθύνεται γρηγορότερα από έναν διάττοντα αστέρα, εκρήγνυται εντός της και πλημμυρίζει τα σωθικά της. Εκείνη δεν βρίσκει λόγια να ομολογήσει αυτό που ζει»[1].

Στην Ισπανία θα δει την ανορθολογική βία που χρησιμοποιούν οι αναρχικοί και θα είναι η αιτία να απομακρυνθεί πολιτικά από αυτού. Ένα συγκλονιστικό γεγονός υπήρξε η δολοφονία από τον Ντουρούτι ενός δεκαεξάχρονου φαλαγγίτη που τον είχαν συλλάβει αιχμάλωτο. Αλλά όμως δεν ήταν το μοναδικό γεγονός βίας του  υπήρξε μάρτυρας.

Για αυτό το 1938 απευθύνει επιστολή  που τα περιγράφει όλα αυτά προς συγγραφέα Ζ.Μπερνανός  «δηλωμένο καθολικό και μοναρχικό, αλλά και συγγραφέα ενός βιβλίου ενάντια στις δολοφονίες από πλευράς εθνικιστών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο»[2]. Η επιστολή αναδημοσιεύθηκε το 1954 στο περιοδικό Temoins μετά από πρόταση του Αλμπέρ Καμύ και ενός άλλου σημαντικού στοχαστή, πρώην στελέχους του Ι.Κ.Κ., του Ινιάτσιο Σιλόνε.

Στην ιταλική έκδοση σημειώνεται ότι η «επιστολή συνιστά ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στους αναρχικούς πολιτοφύλακες της Ταξιαρχίας Ντουρούτι»[3]. Η δολοφονία του 16χρονου φαλαγγίτη «γι΄ αυτή αντιπροσώπευε την κατάφωρη παραβίαση όλων των ηθικών αξιών οι οποίες αποτελούσαν το υπόβαθρο του «δίκαιου πολέμου» που διεξήγαγαν οι αναρχικοί στην Ισπανία ενάντια στο φασισμό. Εξού και η απομάκρυνσή της –προς μεγάλη της στενοχώρια- από εκείνους τους ανθρώπους και από εκείνη την ιστορία»[4].

Στην επιστολή της η Σ.Βέιλ αφού αναφερθεί στα έργα του Μπερνανός επισημαίνει «δεν είμαι καθολική, μολονότι-κι αυτό που θα πω θα φανεί ματαιόδοξο σε κάθε καθολικό, κυρίως όταν λέγεται από έναν μη καθολικό, όμως δεν ξέρω πως να το εκφράσω διαφορετικά- τίποτα καθολικό, τίποτα χριστιανικό δεν μου είναι εντελώς ξένο»[5]. Διηγείται τα ηθικά κίνητρα που την οδήγησαν στους Ισπανούς αναρχικούς. Αλλά ο πόλεμος μετατράπηκε από πόλεμο ανάμεσα στους αδικημένους και τους απόκληρους και την κυρίαρχη σε ένα πόλεμο  «ανάμεσα στη Ρωσία, τη Γερμανία και την Ιταλία»[6].

Συγκλονισμένη διηγείται δολοφονίες φτωχών ανθρώπων. Στην Αραγονία είκοσι πολιτοφύλακες συνέλαβαν ένα δεκαπεντάχρονο νεαρό φαλαγγίτη που «είπε τρέμοντας ότι είχε επιστρατευτεί βιαίως»[7].  Στην ανάκριση βρέθηκε ένα  φυλαχτό της Παρθένου. Ο Ντουρούτι του έδωσε προθεσμία να προσχωρήσει σε αυτούς και στην συνέχεια τον εκτέλεσε. Η Βέιλ σημειώνει «ο θάνατος αυτού του μικρού ήρωα δεν έπαψε ποτέ να βαραίνει τη συνείδησή μου, αν και τον έμαθα μονάχα μετά το συμβάν»[8].  Αλλά περιστατικά που αναφέρει είναι η δολοφονία τεσσάρων νέων που του εντόπισαν «τρομοκρατημένους και πεινασμένους» να κρύβονται ή όταν συνέλαβαν δύο ιερείς και τους σκότωσαν επί τόπου. Συμπληρώνει «στη Βαρκελώνη σκότωναν κατά μέσο όρο, υπό τη μορφή αντιποίνων, πενήντα ανθρώπους  κάθε νύχτα»[9]. Εντυπωσιακό είναι ότι οι διανοούμενοι που συνάντησε αντιμετώπισαν με απάθεια την έκρηξη της βίας. Κάποιοι διηγούνταν με χαρά και ενθουσιασμό πόσους ιερείς ή «φασίστες» σκότωσαν. Είδε Γάλλους ειρηνιστές που «βυθίστηκαν με ευδιάκριτη ευχαρίστηση σε εκείνη την ποτισμένη στο αίμα ατμόσφαιρα»[10]. Αλλά «ένα παρόμοιο κλίμα ακυρώνει αμέσως τον ίδιο τον σκοπό του αγώνα, αφού δεν μπορούμε να βάλουμε έναν στόχο αν δεν αφορά το κοινό καλό, το καλό των ανθρώπων- και εδώ οι άνθρωποι δεν έχουν καμία αξία»[11]

Το βιβλίο περιλαμβάνει τις συζητήσεις  που έγιναν στο γαλλικό περιοδικό το 1955 αμέσως μετά την δημοσίευση της επιστολής, την αρχειακή έρευνα της ομάδας Gimenologues  για την δολοφονία του νεαρού φαλαγγίτη, απάντηση ομάδας αναρχικών στην Βέιλ, το κείμενο του Πιέτρο Αντάμο με τον τίτλο «Η Σιμόν Βέιλ είχε δίκιο» που είναι μια ανοιχτή καταγγελία στην αναρχική βία, γράφει: «είναι θεμιτό να βιάζεις καλόγριες απλώς και μόνο επειδή είναι καλόγριες; Είναι θεμιτό  να καις ένα μοναστήρι και να πυροβολείς τους παπάδες που προσπαθούν απελπισμένοι να βγουν από το κτίριο που έχει πιάσει φωτιά; Είναι θεμιτό  να πυροβολείς αιχμαλώτους πολέμου, βάζοντας στοίχημα για την ευστοχία σου; Είναι θεμιτό να πυροβολείς στον δρόμο αστούς που φοράνε γραβάτα μόνο και μόνο επειδή είναι αστοί και φοράνε γραβάτα; Είναι θεμιτό να εξοντώνεις όλους τους κατοίκους –αυτή τη φορά γυναίκες, γέρους και παιδιά- ενός χωριού (Ρόντα) που μέχρι το βράδυ φιλοξενούσε ένα φρανκικό σύνταγμα, ρίχνοντας τους όλους σε ένα γκρεμό;…»[12]. Στο ίδιο κείμενο αναφέρονται και άλλοι αναρχικοί που διατύπωσαν ίδιες με την Βέιλ απόψεις κατά της βίας.

Το έργο κλείνει με το  σύντομο δοκίμιο  της Σ.Βέιλ με τον τίτλο «Για ένα σώμα νοσοκόμων στην πρώτη γραμμή του πολέμου».

Η επιστολή της Σιμόν Βέιλ με λιτό ύφος περιγράφει πως η βία δημιουργούσε μια μέθη σε αυτούς που την χρησιμοποιούσαν. Τα απάνθρωπα αποτελέσματα της άφηναν ασυγκίνητους τους διανοούμενους. Επειδή η αναρχική βία  δεν παύει και σήμερα να γοητεύει το παρόν έργο είναι εξαιρετικά αναγκαίο. Ο Καμύ, ο Σιλόνε, η Βέιλ διέσωσαν την τιμή του ανθρωπισμού και έδειξαν τα θλιβερά αποτελέσματα που παράγονται όταν η ιδεολογική σκλήρυνση, ο δογματισμός συναντιούνται με τον μηδενισμό.

 



[1] Simone Weil, Επιστολή στον Ζορζ Μπερνανός-οι περί βίας μαρτυρίες των Ισπανών αναρχικών, εκδόσεις Firebrand, Αθήνα, Νοέμβριος 2024, σελ.11.

[2] Ό. π. σελ. 13.

[3] Ό. π. σελ.13.

[4] Ό. π. σελ.13.

[5] Ό. π. 16.

[6] Ό. π. σελ.17.

[7] Ό. π. σελ.18.

[8] Ό. π. σελ.19.

[9] Ό. π. σελ.19.

[10] Ό. π. σελ.20.

[11] Ό. π. σελ.21.

[12] Ό. π. σελ.49.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Κωνσταντίνου Τσάτσου, Κικέρων, μετάφραση, εισαγωγικά σημειώματα και σχόλια, εκδόσεις βιβλιοπωλείον της "Εστίας"

 


Ο Κ.Τσάτσος μετάφρασε τα έργα του Κικέρωνα: Τέσσερις λόγοι κατά Κατιλίνα, Οι λόγοι για τον Μαρκέλλο και τον Λιγάριο. Στο πρόλογο, όπως και στο έργο του για τον Δημοσθένη, θα τονίσει: «ως τώρα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο ρητορικός λόγος κατέχονταν αποκλειστικά από την καθαρεύουσα. Η κακή ρητορική θέλει έτοιμα σχήματα, κάποτε και έτοιμες σκέψεις⸱ και αυτές τις βρίσκει εύκολα στην καθαρεύουσα. Η καλή όμως ρητορική είναι λόγος, δημιουργικός νέων σχημάτων, όπως κάθε λόγος. Δεν χρειάζεται διευκολύνσεις που συγκαλύπτουν την έλλειψη της ουσίας. Γι’ αυτό δεν με τρόμαξε αυτό το αναγνωρισμένο προβάδισμα της καθαρεύουσας στο ρητορικό λόγο και θέλησα να δω μόνος μου, ως που φθάνει η αδούλευτη ακόμη σε αυτό το πεδίο δημοτική, όταν θέλει και αυτή να ρητορεύσει. Μεταχειρίσθηκα μια «λόγια» δημοτική, αυτή που πιστεύω πως κάποτε θα επικρατήσει στον πεζό μας λόγο. Όσοι έρχονται από την καθαρεύουσα, σιγά σιγά θα αποβάλουν τα νεκρά της στοιχεία και θα πλησιάσουν το δημοτικό λόγο, για να κερδίσουν τα κείμενα τους σε ζωντάνια και αλήθεια. Όσοι πάλι έρχονται από τη δημοτική θα αποβάλουν τα συμβατικά στοιχεία της δημοτικής, εκείνα που υπαγορεύει η καθολικότητα των γραμματικών κανόνων, αλλά αποκρούει η καθολικότητα του γλωσσικού αισθητηρίου»[1].

Ο Κικέρων υπήρξε ένας μεγάλος πνευματικός άνθρωπος και ένας «από τους εξοχότερους πεζογράφους όλων των καιρών» και ένας «βαθύτατα τραγικός άνθρωπος»[2].

Όπως και με τον Δημοσθένη εμφανίζεται σε μια εποχή παρακμής των πολιτειακών θεσμών. Η Ρώμη κατά κυριολεξία δεν είχε δημοκρατία όπου όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, αλλά  ένα  μικτό πολίτευμα που συνδυάζονται δημοκρατικά με αριστοκρατικά στοιχεία. Σε σχέση με την Αθήνα, ο ρωμαϊκός πολιτισμός δημιούργησε και ανέπτυξε την επιστήμη του δικαίου. Ο Κατιλίνας υπήρξε ένας αδίστακτος  δημαγωγός που ήθελε να ελέγξει τον λαό με υποσχέσεις για «αποκοπή των χρεών» και διανομή γαιών στους ακτήμονες και στους παλαίμαχους. Οι λόγοι του Κικέρωνα υπήρξαν αληθινός καταπέλτης στις φιλοδοξίες και τα σχέδια του Κατιλίνα. Πέτυχε μια αναίμακτη νίκη και στην συνέχεια «η σύγκλητος, μετά από εισήγηση του Κάτωνος, τον ανακήρυξε «Πατέρα της πατρίδος». Του απονεμήθηκε έτσι επίσημα η ύψιστη τιμή»[3]. Ο Ιούλιος Καίσαρ τιμούσε ιδιαίτερα, τον Κικέρωνα, ως πνευματικό άνθρωπο, παρότι ο καθένας εκπροσωπούσε διαφορετικούς κόσμους. Ο Κικέρων, ο Κάτων και ο Βρούτος έμειναν τα σύμβολα των δημοκρατικών ιδεωδών στην Ρώμη.

Τελικά ο Κ.Τσάτσος συγκρίνοντας τον Δημοσθένη και τον Κικέρωνα συμπεραίνει: «ο Δημοσθένης είναι πιο λιτός⸱ απευθύνεται περισσότερο στη λογική του ακροατή⸱ είναι λιγότερο  φιλολογικός, πιο πυκνός, ποτέ πλατιαστικός, όπως συμβαίνει κάποτε με τον Κικέρωνα. Του Κικέρωνα ο λόγος είναι πλούσιος σε ψυχολογικά ευρήματα⸱ αγγίζει το αίσθημα του ακροατή⸱ απευθύνεται συχνά στον φιλοσοφικό ετασμό του. Η  φράση του έχει μια βαθιά μουσικότητα, η περίοδος του έναν θαυμάσιο κυματισμό που γοητεύει. Ο καθένας από τους δυο αυτούς μεγάλους έχει τη δική πνοή και τη δική του δύναμη. Ίσως περισσότερο από τον Δημοσθένη ο Κικέρων να έπλασε ο ίδιος το γλωσσικό του όργανο…Ο Κικέρων, όπως και ο ισότιμός του, ο Δημοσθένης, υπήρξαν τραγικοί άνθρωποι, υπερασπιστές και οι δυο ωραίων υποθέσεων, ιστορικά όμως ξεπερασμένων. Ο Κικέρων πίστεψε στην πολιτειακή μορφή της Ρώμης των καρχηδονιακών πολέμων, της εποχής όπου τα δημοκρατικά και ολιγαρχικά στοιχεία της εναρμονίζονταν, ώστε χωρίς ανεπανόρθωτους κλονισμούς να διοικείται καλά η πόλη της Ρώμης και ένα μικρό μέρος της ιταλικής χερσονήσου. Δεν είχε αντιληφθεί έγκαιρα ότι η ίδια πολιτειακή μορφή δεν ταίριαζε στο κράτος που άρχιζε στον Ευφράτη και έφθανε ως τον Ατλαντικό. Δεν είχε αντιληφθεί και την μεταβολή των οικονομικών και των κοινωνικών όρων που παρακολουθούσε τη μεταβολή της μορφής και της έκτασης του κράτους. Δεν είχε αντιληφθεί την αλλοίωση του πολιτικού ήθους των Ρωμαίων»[4]. Τελικά ο Κικέρων «χωρίς να είναι μεγάλος φιλόσοφος, είναι ασφαλώς ο μεγάλος εκλαϊκευτής της φιλοσοφίας, ο μεγαλύτερος ουμανιστής της Ρώμης. Δεν είναι μόνο ο μεγάλος λατίνος γλωσσοπλάστης – τίτλος που θα ήταν αρκετός για να ζήσει όπως έζησε, είκοσι τώρα αιώνες⸱ είναι ο καλλιτέχνης του ρητορικού λόγου».[5] Θαύμαζε και αγαπούσε το ελληνικό πνεύμα και για αυτό σε επιστολή που απευθύνει στον αδελφό του Κουϊντο  καταλήγει πως στο γένος των Ελλήνων εδρεύει ο πολιτισμός που μεταδόθηκε στους άλλους και για αυτό «ακόμα περισσότερο οφείλεις να προσφέρεις τον πολιτισμό αυτόν σε αυτούς από τους οποίους τον παραλάβαμε»[6].



[1] Κ.Τσάτσος, Κικέρων, μετάφραση, εισαγωγικά σημειώματα και σχόλια Κ.Τσάτσου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2012, σελ.7,8.

[2] Ό. π. σελ. 9.

[3] Ό. π. σελ. 131.

[4] Ό. π. σελ. 205, 206,207.

[5] Ό. π. σελ.213.

[6] Ό. π. σελ. 215.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Δημοσθένης "οι δημοκρατίες χρειάζονται σαλαμινομάχους"

 


Ο Κ.Τσάτσος μετάφρασε και σχολίασε συνολικά επτά λόγους του Δημοσθένη: τρεις Ολυνθιακούς, τρεις Φιλιππικούς και τον Λόγο περί των εν χερρονήσω. Σκοπός δεν ήταν να μας κάνει μόνο κοινωνούς του άφθαστου ρητορικού ύφους των αλλά και να μας δώσει μια ευκρινή εικόνα της αρχαίας κοινωνίας, ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας και πως κατέληξε στην εμφύλια σύγκρουση που θα οδηγούσε τελικά στην νίκη των Μακεδόνων έναντι των υπολοίπων Ελλήνων. Η νίκη αυτή που επιτεύχθηκε με το ξίφος τελικώς θα ενώσει τον ελληνισμό ώστε με επιτυχία να εξορμήσει στην ανατολή και να κατανικήσει το βασίλειο των Περσών που τόσα δεινά είχε προκαλέσει το προηγούμενο διάστημα.

Βεβαίως πρώτιστο χρέος είναι να αποκατασταθεί η αξία της ρητορικής καθώς «αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821, τότε που φούντωσε ο λογιωτατισμός και ως σήμερα, αγνοώντας το πραγματικό ρητορικό ύφος, πολύ συχνά ξεπέσαμε στον κούφιο ρητορισμό, στους φουσκωμένους από ηχηρές λέξεις, στομφώδεις τρόπους και περιττά στολίδια λόγους, σε σημείο που δικαίως οι μορφωμένοι νεώτεροι Έλληνες να ταυτίζουν την έννοια του ρητορικού ύφους με την κενολογία. Θα ήθελα ακριβώς στα μάτια των νεώτερων αυτών Ελλήνων να αποκαταστήσω το ρητορικό λόγο και να τον διαστείλω από αυτό που γύρω τους θεωρείται ακόμη  από τους πολλούς ρητορική, αντιπαραθέτοντας τα αυστηρά και απέριττα κείμενα του Δημοσθένη στα γύρω τους αλαλάζοντα κύμβαλα»[1]. Ένας άλλος περισσότερο σημαντικός στόχος είναι πως «ο κάθε στοχαστικός αναγνώστης, καθώς θα τις αναγνωρίζει σε τούτο το βιβλίο. Θα διδαχθεί αρκετά για τις σύγχρονες δημοκρατίες του Δυτικού Κόσμου, και θα βρίσκει, ελπίζω, εφόδια για να χαράζει, με περισσότερη ασφάλεια, την πορεία του, στο ημίφωτο μέσα των αδιαμόρφωτων και αλληλοσυγκρουόμεων θεωριών που τώρα τις κλυδωνίζουν»[2]. Οι συγκρούσεις και οι συμμαχίες που σημειώνονται ανάμεσα στις  ελληνικές  πόλεις-κράτη είναι μια μικρογραφία των συγκρούσεων και των συμμαχιών που σημειώνονται στην διεθνή κοινωνία.

Ο Κ.Τσάτσος περιγράφει την κατάσταση στην Αθήνα μετά την ήττα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οπότε κινδύνευσαν να πάθουν ότι έκαναν αυτοί στην Μήλο, αφού οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι πρότειναν την καταστροφή της πόλης και την εξόντωση των κατοίκων. Οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν μεγαλοψυχία και δεν συμφώνησαν με την πρόταση αυτή.Όμως αυτό το οποίο δεν κατάφεραν, οι Αθηναίοι, να αποτρέψουν ήταν η κατάργηση της δημοκρατίας και η επιβολή του ολιγαρχικού πολιτεύματος. Η ολιγαρχική κυβέρνηση των τριάκοντα τυράννων  δεν κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία παραπάνω από δέκα μήνες. Αιτία ήταν η υπερβολική και αδικαιολόγητη σκληρότητα που επέδειξαν: «στην αρχή θανάτωναν τους δημοκρατικούς που στάθηκαν αδιάλλακτοι, βίαιοι και κακοί πολίτες υπό το δημοκρατικό καθεστώς⸱ ύστερα άρχισαν να θανατώνουν και τους δημοκρατικούς που είχαν πολιτευθεί με μετριοπάθεια και τιμιότητα⸱ και στο τέλος κατάντησαν να θανατώνουν και ολιγαρχικούς, μόνο και μόνο για να ιδιοποιηθούν την περιουσία τους και ανάμεσα σε αυτούς το σοβαρώτερο από τους ολιγαρχικούς,  τον ισχυρότερο συνεξουσιαστή τους, τον Θηραμένη. Η πολιτεία τους γίνονταν κάθε μέρα και περισσότερο αιμοβόρα και ληστρική. Όσο αυξάνανε οι βιαιοπραγίες τους, τόσο χρειαζότανε και περισσότερη υλική δύναμη για να στηριχθούν. Γι’ αυτό άλλωστε λίγο μετά την επικράτησή τους, όταν εξόντωσαν και τον Θηραμένη, αναγκάστηκαν να ζητήσουν πρόσθετη δυναμική ενίσχυση από τη Σπάρτη. Κατ’ αίτηση των εγκαταστάθηκε σπαρτιάτική φρουρά από 700 άνδρες  υπό τον Καλλίβιο στην Ακρόπολη»[3]. Πολύ εύκολα η κατάσταση αυτή θα ανατραπεί από τον Θρασύμαχο και εβδομήντα παλληκάρια. Το νέο δημοκρατικό καθεστώς θα αποδειχθεί εξαιρετικά σταθερό γιατί επέδειξε σύνεση, μετριοπάθεια, επιείκεια, αληθινή βούληση να επουλωθούν οι πληγές των πολέμων, ιδιαίτερα όσα άνοιξε η σύντομη δράση τω τριάκοντα τυράννων και βαθμιαία οδηγήθηκαν «στην προαγωγή της οικονομίας και των εξωτερικών της σχέσεων»[4]. Χάρις του δημοκρατικούς ηγέτες Θρασύμαχο και Κόνωνα οι Αθηναίοι κατάφεραν να υψώσουν  και πάλι τα Μακρά Τείχη δέκα χρόνια μετά την καταστροφή τους, ώστε καμία νίκη ούτε καμία ήττα είναι μόνιμη.

Αντίθετα η Σπάρτη, επέδειξε αδεξιότητα στη εξωτερική  της πολιτική. Τρία ήταν τα λάθη της για τον Κ.Τσάτσο: πρώτα κακομεταχείριστηκε τους συμμάχους της, δεύτερο ανέχτηκε τις τυραννικές διακυβερνήσεις στις  νικημένες πόλεις, τρίτο διέρρηξε την φιλοπερσική πολιτική που την είχε βοηθήσει σημαντικά. Παρόλα αυτά «τα πάθη μεταξύ των πόλεων ήταν τόσο μεγάλα, ώστε να μην διστάζουν οι διαμαχόμενοι να προσφεύγουν στο Μέγα Βασιλέα. Οι συνεννοήσεις  με τους Πέρσες δεν ενοχλούσαν πια ούτε την αρετή των Σπαρτιατών, ούτε την υπερηφάνεια των Αθηναίων, και ας γίνονταν εις βάρος Ελλήνων, με εκείνον που και αργότερα στο καιρό του Ισοκράτους και του Φιλίππου, εθεωρείτο ο μόνιμος μέγας εχθρός του ελληνικού έθνους. Πρέπει αυτή την έλλειψη πολιτικής ευαισθησίας να μην τη  λησμονήσουμε, όταν αργότερα θα δούμε με τι ευκολία άρχισαν να προσφεύγουν οι διάφορες ελληνικές πόλεις στο Φίλιππο, για να επιτύχουν τη βοήθεια του στους μεταξύ των αγώνες. Αυτή η ευκολία να προσκαλείται η επέμβαση των ξένων  για να επιτευχθούν ενδοελληνικές νίκες, οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ελληνικές πόλεις είχαν γεμίσει ανθρώπους αγορασμένους παλαιότερα από τους Πέρσες και αργότερα από τον Φίλιππο. Σε όλες τις πόλεις, είτε πολλοί είτε λίγοι, ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την επέμβαση των Περσών και δεν ήταν λίγοι που δέχονταν εις αντάλλαγμα μερικών δαρεικών  να γίνουν και πράκτορές των ακόμα, όπως για τον ίδιο λόγο γίνηκαν αργότερα πράκτορες του Φιλίππου»[5].

Δώδεκα χρόνια μετά την ήττα της, «αι Αθήναι»  αναγεννήθηκαν «και αν και δεν έφθασαν την παληά τους δύναμη, έφθασαν να είναι μια κυρίαρχη πόλη για όλη την Ελλάδα, τη νησιώτικη προ παντός»[6].

Ο Κ.Τσάτσος επισημαίνει ότι οι Μακεδόνες «είναι ένα φύλο ελληνικό, όπως ελληνικά είναι τα φύλα, που στην αρχή της δεύτερης χιλιετηρίδας εγκατασταθήκανε μονίμως στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Καθαρά φαίνεται η υπαγωγή των Μακεδόνων στην οικογένεια των ελληνικών φύλων, όταν συγκρίνομε από τη μια μεριά τους Μακεδόνες των πρώτων ιστορικών χρόνων με τους υπόλοιπους Έλληνες και από την άλλη τους Μακεδόνες με τους Ιλλυριούς   και τους Παίονες, με λαούς πραγματικά διάφορους και από τους Μακεδόνες και από τους άλλους Έλληνες…Οι Μακεδόνες είχαν δείξει μόνιμα και επί ένα αιώνα πριν από το Φίλιππο τη θέληση τους να είναι Έλληνες και να θεραπεύουν τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Και αυτό θεωρώ ως το κυριώτερο γνώρισμα της ελληνικότητάς των. Χωρίς άλλωστε αυτή την καθολική και μόνιμη βούληση των κατακτητών Μακεδόνων δεν θα εξελληνιζόνταν η Ανατολή. Θα έπαιρνε άλλη μορφή»[7].

Ποια ήταν η  αιτία της παρακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας και κοινωνίας; Οι ορθές πολιτείες απαρτίζονται από άτομα που έχουν την δική τους οντότητα αλλά που, «παρ’ όλη αυτή την αυτονομία τους, είναι περισσότερο κύτταρα της συλλογικής ενότητας της πολιτείας, παρά μονάδες αυτοτελείς ή και κύτταρα άλλων συλλογικών ενοτήτων, διαφόρων από την πολιτεία, στην οποία βασικώς ανήκουν»[8]. Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι στην αρχαιότητα «η συμμετοχή των Ελλήνων και των Ρωμαίων στη ζωή της πολιτείας των ήταν πιο κοντά στην πλήρη απορρόφηση του πολίτου από την πόλιν»[9]. Ο συνδυασμός πολίτη – πόλης ήταν «η βάση της δύναμης και της ευφορίας των αρχαίων πόλεων κατά τον πέμπτον αιώνα»[10].

Η ανάδυση και η κυριαρχία του νοσηρού ατομικισμού υπήρξε η αιτία της παρακμής του αρχαίου κόσμου, ειδικότερα της  αθηναϊκής δημοκρατίας : «η πτώση  των πόλεων άρχισε γύρω στα 450 με την έξαρση του ατόμου. Τότε κυριολεκτικά ανακαλύφθηκε, υπό την καθοδήγηση των σοφιστών, το άτομο σε όλη του την έκταση, ως το διαλεκτικά «έτερον» κάθε συλλογικής οντότητας και κάθε άλλης υπόστασης. Το άτομο με τα τεράστια πια επιτεύγματα, στη φιλοσοφία, την επιστήμη και την τέχνη, υψώνεται αδέσμευτο απέναντι θεών και συνανθρώπων. Ελεύθερο από κάθε δόγμα κρίνει, ελεύθερο από κάθε χρέος πράττει. Δεν υπάρχει μέθη δυνατώτερη από τη μέθη αυτής της άνομης ελευθερίας. Κάθε άνθρωπος που εμβάθυνε, καλλιεργώντας τον, τον  εαυτόν του, είναι κατά κάποιο τρόπο και ένας μικρός εωσφόρος. Στις ψυχές που έτσι πορεύθηκαν αλλάζει η όψη των παληών οριζόντων. Τα χρέη φαίνονται προβλήματα, αν όχι δεσμά. Οι πολιτείες θεωρούνται οργανισμοί στην υπηρεσία του ατόμου. Οι θεοί από αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που ήταν σχεδόν για όλους, αρχίζουν να απομακρύνονται από την ατομική ζωή του καθενός και επιζούν μέσα στους παραδοσιακούς θεσμούς σαν κάτι αβέβαιο και μακρινό»[11].  

Το ίδιο το άτομο ακολουθεί μια πορεία καθοδική: «στην ψυχή των κοινών ανθρώπων, όταν καταρρεύσουν τα δόγματα και οι φραγμοί, δεν ξεπροβάλλει συνήθως η καθαρή ελευθερία, η ελευθερία από τα πάθη και τα συμφέροντα. Τούτο είναι η εξαίρεση. Ο κανόνας είναι η αλλαγή από τη δουλεία στα δόγματα, τις προλήψεις και τους άλλους φραγμούς, στη δουλεία στα λογής πάθη και συμφέροντα, που συνδέονται με την υλική πλευρά του ανθρώπου. Έτσι οι Αθηναίοι πολίτες περιπίπτανε, μέσα σε αυτά τα εκατό χρόνια, όλο και περισσότερο από την πρώτη δουλεία στη δεύτερη. Ιδιαίτερο μάλιστα χαρακτηριστικό ήταν η ευκολία τους να αδικούν, είτε υιοθετώντας τη συκοφαντία  εναντίον άλλων πολιτών, όταν μάλιστα είχαν λόγους να τους φθονούν, είτε παραστρατώντας από την κολακεία του πρώτου λογοκόπου, από όπου και αν αυτός προέρχονταν»[12].

Η άμεση δημοκρατία όχι μόνο δεν μπορούσε να συγκρατήσει το ξεχείλωμα του χαρακτήρα του Αθηναίου πολίτη, αλλά το επιδείνωνε: «όταν όμως το πολίτευμα έχει τη μορφή της άμεσης δημοκρατίας, όλα αυτά τα ελαττώματα, που συνοδεύουν την κακή ελευθερία, συντελούνται πιο ανεμπόδιστα και με ταχύτερο ρυθμό, σε τρόπο ώστε να επέρχονται  αλλεπάλληλα τα δεινά εις βάρος του συνόλου. Πάντα τα άτομα, χειραφετημένα από ό,τι τα έδενε με το σύνολο, ρυθμίζουν μέσα στο σύνολο τη ζωή τους κατά τις ιδιοτροπίες τους. Όταν όμως ρυθμίζουν τα ίδια και κάθε βήμα της πορείας του συνόλου, τότε πάνε και την πορεία του συνόλου να τη ρυθμίσουν ως τις λεπτομέρειες κατά τα ατομικά τους συμφέροντα της στιγμής και τις ιδιοτροπίες τους. Επειδή δε, κατά κανόνα, είναι όλοι ενταγμένοι μέσα σε ομάδες συμφερόντων και παθών, σε κόμματα και παρατάξεις, σύρεται η πολιτεία από τα επικρατούντα συμφέροντα των ισχυρότερων ατόμων ή των ισχυρότερων ομάδων, που σπάνια συμπίπτουν με το συμφέρον του συνόλου»[13].  

Στόχος του Δημοσθένη ήταν να αλλάξει την  νοοτροπία ιδιοτέλειας και νοσηρού ατομικισμού που υπήρξαν η πηγή της κακοδαιμονίας  και να ανασύρει στην επιφάνεια τις αρετές που κραταίωσαν την Αθήνα. Το οξύμωρο είναι πως «ένας λαός, φυσικά ευφυής, στην ώρα του ξεπεσμού, σιγά-σιγά αρχίζει να διαπράττει λάθη, που ίσως ένας λαός κατώτερος δεν  θα είχε διαπράξει. Η γρήγορη αντίληψη κατάντησε τότε επιπολαιότητα, η ζωηρότητα των αισθημάτων κατάντησε πάθος, η λεπτή σκέψη και η ακριβής κρίση κατάντησε σοφιστική ⸱ πήρε το δρόμο της άγονης κριτικής, της άρνησης των παραδοσιακών αξιών, χωρίς να αντικατασταθούν με κάποιο καινούργιο έρεισμα»[14].

Ο Κ.Τσάτσος διευκρινίζει ότι «η πόλις λογικά ταυτίζονταν με την πολιτεία, με το κράτος⸱ συναισθηματικά ταυτίζονταν με ό,τι θεωρούμε πατρίδα. Σήμερα με την πατρίδα ταυτίζεται ο εθνικός χώρος. Τότε το έθνος εξέφραζε κάποιαν ευρύτερη ενότητα, φυλετική, πολιτιστική, θρησκευτική και κατά σκιώδη τρόπον ιστορική. Αλλά δεν είχε το βάρος της πόλεως⸱ Η πολιτική συνείδηση του Έλληνος δεν προσδιωρίζονταν, κατά πρώτο λόγο, από αυτή την ευρύτερη ενότητα, αλλά από την πολιτική ενότητα της πόλεως»[15]. Βεβαίως πεποίθηση των πόλεων ήταν πως  σε ώρα ανάγκης οι επιμέρους πόλεις-κράτη μπορούσαν να συνασπισθούν  για να αντιμετωπίσουν για παράδειγμα την εισβολή των Μήδων. Σημαντικό είναι πως «για τους Αθηναίους ειδικώτερα δεν χωρίζονταν από τον αξιώτερο τρόπο ζωής η μορφή της άμεσης δημοκρατίας, η άμεση συμμετοχή  του κάθε πολίτη στα κοινά, στην άσκηση όλων των εξουσιών. Αλλά και κάτι παραπάνω⸱ η υποχρεωτική συμμετοχή στην άσκησή τους».[16]  Δίχως το περιορισμένο αριθμητικό μέγεθος της πόλεως δεν θα ήταν εφικτό να λειτουργήσει η άμεση δημοκρατία.  Η πολιτική και πνευματική ελευθερία είναι η αιτία όλων των επιτευγμάτων του πολιτισμού, αλλά «όπου δεν υπάρχει πολιτική ελευθερία, συμβαίνει με να υπάρχει κάποτε ένα είδος πνευματικής ελευθερίας, αλλά μένει τότε και αυτή κλειστή μέσα σε όρια, μέσα σε ένα σιδερένιο κλοιό. Και αυτός ο κλοιός, αργά ή γρήγορα, είτε τη μειώνει είτε τη μολύνει»[17].

Ο κ.Τσάτσος περιγράφει αδρά την συγκρότηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως μας την παρέδωσε κυρίως ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία». Γράφει: «η απόσταση που χωρίζει το Κράτος από τον πολίτη στις σύγχρονες δημοκρατίες, ήταν στην αρχαία πόλη περιορισμένη. Λίγο ή πολύ τον κρατικό οργανισμό τον αποτελούσαν οι ίδιοι οι πολίτες, είτε όλοι ταυτόχρονα, είτε με την σειρά τους όλοι, σε μεγάλες ομάδες. Τα δημόσια λειτουργήματα νομοθετικά, διοικητικά, δικαστικά τα ασκούσαν οι ίδιοι οι πολίτες, συγκροτημένοι συνήθως σε πολυάριθμα σώματα και εναλλασσόμενοι σε πυκνά χρονικά διαστήματα. Για κάθε λειτούργημα οι πολίτες κατά κανόνα, κληρώνονταν, δεν εκλέγονταν. Η κλήρωση έχει ως θεωρητική προϋπόθεση το ισότιμο και ισάξιο του κάθε πολίτη, γι’ αυτό και θεωρούντανε ως ο καθ΄ αυτό δημοκρατικός τρόπος επιλογής και όχι η εκλογή. Μόνο για ορισμένα λειτουργήματα, κρίσιμα για  τη ζωή της πολιτείας, και που απαιτούσαν ιδιαίτερη πείρα και ειδικές γνώσεις, όπως η στρατηγία και η οικονομική διαχείριση, γίνονταν εκλογή και όχι κλήρωση. Μερικοί κατ΄ επάγγελμα δημόσιοι υπάλληλοι υπήρχαν επίσης, γραφείς, υπογραμματείς, πάντως απλοί εκτελεστές εντολών»[18].

  Με αναλυτικό τρόπο, ο Κ.Τσάτσος, που δίνει τον τρόπο λειτουργίας του δήμου, πως ασκούσε τις εξουσίες συνερχόμενος σε εκκλησία τουλάχιστον τέσσερις φορές τον χρόνο. Η Βουλή, που τον καιρό του Δημοσθένη αποτελούνταν από 500 μέλη είναι ένα άλλο όργανο της αθηναϊκής δημοκρατίας που «αποτελούσε όργανο ανάσχεσης στη φυσική ροπή των λαϊκών συνελεύσεων να παίρνουν βιαστικές αποφάσεις»[19].

 Ο Δημσθένης πίστευε στην ενότητα ατόμου και κοινότητας, ενώ ο λόγος του Θουκυδίδη, ειδικά οι δημηγορίες, στάθηκαν το μεγάλο του πρότυπο. Στον Α’ Ολυνθιακό συμβουλεύει τους Αθηναίους: «αυτό που φρονώ είναι ότι πρέπει να φτιάξωμε στρατό και να υπάρξουν πόροι για τη συντήρησή του και κατά μιαν τάξη ενιαία να εισφέρωνται και να δαπανώνται όσα  χρειάζονται. Εσείς πάλι προτιμάτε να εισπράττετε χρήματα για γιορτές, χωρίς κανένα από μέρους σας αντάλλαγμα. Λοιπόν όλοι πρέπει να εισφέρουν⸱ πολλά, αν πολλά  χρειάζονται, και λίγα, αν χρειάζονται  λίγα. Πάντως χρήματα χρειάζονται και χωρίς  αυτά τίποτα από όσα πρέπει δεν μπορεί να γίνει»[20]. Στον Β’ Ολυνθιακό τονίζει : «Θαρρώ πως όπως στα σπίτια και στα πλοία και στα παρόμοια πρέπει να είναι γερά τα βάθρα, έτσι πρέπει η αλήθεια και το δίκαιο να αποτελούν τις αρχές και τα θεμέλια των πράξεων»[21]. Για να ζήσει η Αθήνα χρειάζονταν μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς: «δεν σας πρότεινα ποτέ να διανείμετε σε αυτούς που δεν εργάζονται τα χρήματα που ανήκουν σε αυτούς που εργάζονται. Δεν σας πρότεινα ποτέ να μένετε αδρανείς και άνεργοι, και διστακτικοί και να κοιτάζετε να πληροφορηθείτε, αν οι μισθοφόροι του δείνα στρατηγού νικήσανε. Διότι τώρα αυτά συμβαίνουν. Δεν μέμφομαι βέβαια όποιον κάνει για σας κάτι από όσα πρέπει να γίνουν, αλλά έχω την αξίωση και εσείς να κάνετε για τον εαυτό σας, αυτά για τα οποία τιμάτε τους άλλους⸱ και να μην τους παραχωρείτε την τιμητική θέση που δίνει η αρετή και σας την κληροδότησαν οι πρόγονοι σας, αφού την αποκτήσανε με πολλούς και ωραίους αγώνες»[22]. Η Αθήνα την εποχή αυτή διαθέτει τον ισχυρότερο στόλο περίπου 300 τριήρεις, ενώ ο Φίλιππος μόλις τότε άρχισε να κατασκευάζει τις πρώτες. Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι «δεν υπερτιμούσε ο Δημοσθένης τα πραγματικά υλικά δεδομένα των Αθηνών. Τη δύναμη της ψυχής της υπερτιμούσε ή ακριβέστερα υποτιμούσε την ψυχικήν ασθένεια της»[23]. Ο Δημοσθένη πίστευε στην ελευθερία και στην άμεση δημοκρατία και «ήξερε πως τελικά οι Αθηναίοι βρίσκονταν μπρος σε ένα αμείλικτο δίλημμα ή να πολεμήσουν το Φίλιππο για να σώσουν την ελευθερία τους ή να παραδεχθούν πως έσβησαν ως πολιτική οντότης, να γίνουν υπήκοοί του, και μαζί με αυτούς να σβήσει  και η δημοκρατία»[24]. Προβάλλει την άμυνα της πόλης, όταν απειλείτε ως πρωταρχικό  της καθήκον. Στο Γ’ Φιλιππικό «αν λοιπόν, για να αρχίσω από αυτό, μπορεί η πόλις να έχει ειρήνη, και τούτο εξαρτάται από αυτήν, τότε υποστηρίζω πως πρέπει να θέλωμε ειρήνη⸱ και όποιος τα λέει αυτά, αξιώ να τα υποστηρίξει και με προτάσεις και με πράξεις και να μην κοροϊδεύει. Αν όμως ο άλλος, με τα όπλα στα χέρια και με γύρω του δύναμη πολλή, σας προβάλλει μεν το όνομα της ειρήνης, αλλά ο ίδιος επιδίδεται σε πολεμικές επιχειρήσεις, τι άλλο μας μένει παρά να αμυνθούμε; Αν πάλι θέλετε να λέτε απλώς ότι έχετε ειρήνη, όπως εκείνος, δεν έχω αντίρρηση»[25].

Το πολιτικό ιδανικό του Δημοσθένη υπήρξε η ελεύθερη, δημοκρατική πόλη. Η σκέψη του μπορεί να αρθεί μέχρι έναν συνασπισμό των πόλεων αυτών αλλά ποτέ σε μια ενιαία κρατική δομή. Επισημαίνει, ο Κ.Τσάτσος, ότι «η πόλις στην καθαρώτατη έκφρασή της είχε ως ιδανικό την πολιτική αρετή, όχι την πολιτική δύναμη. Δύναμη ήθελε τόση όση της χρειάζονταν για το ζην. Από εκεί και πέρα σκοποί της ήταν το ευ ζην κάθε πολίτη, που είχε ως πρώτη προϋπόθεση τη δικαιοσύνη, αλλά και τη θεραπεία ενός πνευματικού στοιχείου, τη θρησκεία και τις πνευματικές εκδηλώσεις μέσα στις οποίες τότε η θρησκεία εκφράζονταν, τις εορτές, το θέατρο, τους αγώνες. Μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής αρετής άνθιζαν αφ’ εαυτών οι ευγενέστερες αυτές επιδιώξεις του αρχαίου πολιτισμού»[26].

Η κυριαρχία των δημαγωγών στην Αθήνα απέτρεψε την συγκρότηση μιας πολιτικής που θα πειθαρχεί σε μακροπρόθεσμους στόχους, διαμορφώνοντας συγχρόνως τις  αναγκαίες συμμαχίες. Στην Σπάρτη υπάρχουν εξισορροπητικοί θεσμοί αλλά μέχρι το τέλος ο ορίζοντας της περιορίζεται στην πόλη. Στην Ρώμη, η σύγκλητος ήταν το αριστοκρατικό στοιχείο του πολιτεύματος που της εξασφάλισε στοχοθεσία μακράς πνοής. Ο Δημοσθένης έτσι «συνεθλίβη από αυτές τις ανώτατες αντινομίες του πρακτικού λόγου, τις αντινομίες της ηθικής και της πολιτικής⸱ της ηθικής πράξης που πολιτιστικά βλάπτει και της πολιτικής πράξης που αποδίδει πολιτιστικά με ανήθικα μέσα⸱ της αρετής που είναι πολιτιστικά άγονη και της βίας που είναι γόνιμη πολιτιστικά, αν και καταπατεί τον ηθικό νόμο  της πολιτικής που αποβλέπει σε αγαθούς σκοπούς, αλλά αδιαφορεί για τα μέσα, της ηθικής που προκειμένου να μεταχειρισθεί ανήθικα μέσα εγκαταλείπει και τους αγαθούς σκοπούς⸱ της ηθικής τέλος που ξεκινά από το άτομο και καταλήγει στο άτομο και της πολιτικής που ξεκινά από την ολότητα και καταλήγει στην ολότητα»[27].

Βέβαια δίχως υψηλό ήθος δεν μπορεί να υπάρξει υψηλός λόγος. Τελικά ο Δημοσθένης «πιστεύοντας στο μεγαλείο της πατρίδας του και του ελεύθερου πολιτεύματος της, αγωνίσθηκε να διεγείρει ένα ράθυμο και αδιάφορο λαό και να τον φέρει στο δρόμο του χρέους…Οι δημοκρατίες χρειάζονται σαλαμινομάχους. Τέτοιους ήθελε να ξανακάνει ο Δημοσθένης τους συμπολίτες του. Αλλοιώς κάποιος Φίλιππος πάντως θα παρουσιάζονταν για να τους υποτάξει στη θέλησή του»[28].

 

 



[1] Κ. Τσάτσου, Δημοσθένης- οι τρεις Ολυνθιακοί, τρεις Φιλιππικοί και ο λόγος περί των εν χερρονήσω, μετάφραση, εισαγωγικά, σημειώματα Κ.Τσάτσος, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000, σελ.7.

[2] Ό. π. σελ. 10.

[3] Ό. π. σελ.19.

[4] Ό. π. σελ. 21.

[5] Ό. π. σελ. 28.

[6] Ό. π.  σελ.36.

[7] Ό. π. σελ.41,42.

[8] Ό. π. σελ. 63.

[9] Ό. π. σελ. 63.

[10] Ό. π.  σελ. 64.

[11] Ό. π. σελ. 64.

[12] Ό. π. σελ. 65.

[13] Ό. π. σελ.65,66.

[14] Ό. π. σελ. 67.

[15] Ό. π. σελ. 69.

[16] Ό. π. σελ.72.

[17] Ό. π. σελ.73.

[18] Ό. π. σελ. 74.

[19] Ό. π. σελ.79.

[20] Ό. π. σελ.139.

[21] Ό. π. σελ.148.

[22] Ό. π. σελ. 177.

[23] Ό. π. σελ. 186.

[24] Ό. π. σελ.188.

[25] Ό. π. σελ.249.

[26] Ό. π. σελ.325.

[27] Ό. π. σελ. 339.

[28] Ό. π.. σελ.349.