Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Σωτήρη Δημόπουλου :Οι ηθικοί αυτουργοί του δεξιού εξτρεμισμού



Οι ηθικοί αυτουργοί του δεξιού εξτρεμισμού

Οι ελληνικές ελίτ, σε κατάσταση πρωτοφανούς σύγχυσης που προκάλεσε το κραχ του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος, πιάστηκαν εξ απήνης από την εκρηκτική είσοδο της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κάθε συντονισμένη αντίδραση των ΜΜΕ, στις προεκλογικές περιόδους, κάθε κύμα υπερ-προβολής των εξτρεμιστικών συμπεριφορών των μελών της οργάνωσης πετύχαινε το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αποκαλύφθηκε πως σημαντικό τμήμα της κοινωνίας ήταν έτοιμο από καιρό να αποδεχθεί και να επικροτήσει τις συγκεκριμένες θέσεις και πράξεις∙ ίσως ακόμη περισσότερο, να τις υιοθετήσει…
Αναμφίβολα, η εκρηκτική αύξηση της λαθρομετανάστευσης και της εγκληματικότητας, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, αποτέλεσαν το κατάλληλο περιβάλλον για την ισχυροποίηση της άκρας δεξιάς. Οι γενεσιουργές της, όμως, αιτίες ανιχνεύονται πολύ πιο πριν και αρκετοί απ’ όσους σήμερα φρίττουν και αναρωτιούνται για το φαινόμενο είναι οι ίδιοι οι ηθικοί αυτουργοί της εμφάνισής του.
Τη δεκαετία του 1990, κατά τη δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης, κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα στη χώρα κατέστη ο «εκσυγχρονισμός». Στόχος των ηγεμονικών στρωμάτων έγινε η τάχιστη και χωρίς αναστολές διαδικασία προσαρμογής μας στην παγκοσμιοποίηση. Η θεωρία του «παγκόσμιου χωριού», που υπονοούσε ουσιαστικά την κατάργηση των εθνών-κρατών, αναδεικνύεται σε ανεπίσημο κρατικό δόγμα. Πουθενά αλλού το ιδεολόγημα αυτό δεν εφαρμόστηκε με τέτοια ένταση όπως στην Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος είχε επιλέξει να «αυτοκτονήσει» χάριν της παγκοσμιοποιητικής νομοτέλειας! Το ευαγγέλιο του εκσυγχρονισμού προέβλεπε και επεδίωκε την «καταστροφή» κάθε παραδοσιακής δομής, πρωτίστως της εθνικής ταυτότητας, ώστε να γίνει δυνατή η επιδιωκόμενη διάλυση του έθνους-κράτους. Ο πολυπολιτισμός θα ερχόταν μεμιάς να αλλάξει ριζικά και αμετάκλητα την πραγματικότητα μιας συμπαγούς εθνικής ομοιογένειας. Γι’ αυτό το λόγο, παράλληλα με την μείωση του εργατικού κόστους, η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών συνιστούσε, παρά τις ενίοτε περί του αντιθέτου εξαγγελίες, μια επιθυμητή διαδικασία.
Αυτό το «όραμα», όμως, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό αν δεν εξυπηρετούσε καίρια συμφέροντα πλατιών κοινωνικών στρωμάτων που ευνοούνταν από την διαμορφούμενη κατάσταση. Οι εκσυγχρονιστές διανοούμενοι, οι περισσότεροι προερχόμενοι από την αριστερά, και οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες δεν επαρκούσαν γι’ αυτόν τον γιγαντιαίο μετασχηματισμό. Για την επίτευξή του προωθήθηκε μια πλατιά συμμαχία, κυρίως, με τους εκπροσώπους της «αεριτζίδικης» οικονομίας που εξαπλωνόταν ραγδαία αλλά και με σημαντικό τμήμα εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα. Το δέλεαρ ήταν η συμμετοχή τους στον καταμερισμό των κερδών που δημιουργούσε η νέου τύπου οικονομία: το χρηματιστήριο, τα νέα ευρωπαϊκά πακέτα και προγράμματα, τα τραπεζικά δάνεια. Ο δρόμος για κάθε είδους συμβιβασμούς είχε λειανθεί από την αναξιοκρατία, τη διαφθορά και την αντικοινωνική συμπεριφορά που επικράτησαν τη δεκαετία του 1980, στο όνομα του εκδημοκρατισμού, και είχαν αλώσει πολλές συνειδήσεις.
Η συμμαχία σφραγίσθηκε τυπικά με την εκλογή του Σημίτη στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ και στη πρωθυπουργία. Το αντίτιμο της εκλογής του υπήρξε η απόλυτη ασυλία προς το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ για την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου.
Παράλληλα, καθώς ήταν φανερό ότι η αντίθεση Δεξιά-Δημοκρατική Παράταξη είχε φθαρεί, ή σχεδόν πεθάνει, μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, προβλήθηκε το σχήμα Πρόοδος-Συντήρηση. Σχήμα που επέτρεπε την υπέρβαση των όποιων πατριωτικών καταβολών του ΠΑΣΟΚ και τη διεύρυνσή του κόμματος προς την αριστερά αλλά και τη δεξιά. 
Ο Σημίτης, ευφυώς, τις παραμονές της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ, θα επέλεγε ως επικοινωνιακό πεδίο αντιπαράθεσης το θέμα των ταυτοτήτων και ως αντίπαλο την εκκλησία και τον Χριστόδουλο. Αντίπαλος θορυβώδης, αλλά κατ’ ουσίαν «ιδανικός», λόγω και της ροπής του στην αμετροέπεια και τη πομπώδη ρητορική. Οι οικονομικές και πνευματικές ελίτ -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων από διανοούμενους που τόλμησαν να βρεθούν με τα γραΐδια των συλλαλητηρίων αντιλαμβανόμενοι το βαθύτερο διακύβευμα της αντιπαράθεσης- θα συνταχθούν με το στρατόπεδο του εκσυγχρονισμού.
Μια γιγαντιαία, για τα δεδομένα της Ελλάδας, ιδεολογική μηχανή άρχισε να κτυπά ανελέητα οποιαδήποτε φωνή δεν συντασσόταν με το «πολιτικά ορθό» στα θέματα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, της μετανάστευσης, της αποδόμησης της ελληνικής ιστορίας. Πολύ γρήγορα επικράτησε κλίμα «ιεράς εξέτασης», που απέκλειε τους διαύλους πληροφόρησης και έκφρασης και τις προοπτικές πανεπιστημιακής ανέλιξης, εξοβέλιζε από το δημόσιο λόγο κάθε τι που θεωρούσε αιρετικό.
Με κρατικό χρήμα και με ευρωπαϊκά προγράμματα δημιουργήθηκε ένας τεράστιος στρατός έμμισθης διανόησης, που υπεράσπιζε με πάθος τις ιδεολογικές αρχές του καθεστώτος. Η πρωτοφανής αύξηση των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (από 42 χιλιάδες εισακτέους το 1995 φθάσαμε σε 85 χιλιάδες το 2000), αλλά και των πτυχιούχων του εξωτερικού, πρόσφερε μια τεράστια δεξαμενή διαθέσιμου προσωπικού. Τα ΜΜΕ, τα μεταπτυχιακά προγράμματα και οι διδακτορικές διατριβές των πανεπιστημίων, τα προγράμματα και οι μελέτες των ερευνητικών ινστιτούτων, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που χρηματοδοτούνταν από ειδική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, θα αναπαράγουν την επίσημη γραμμή δημιουργώντας συνθήκες ιδεολογικού ολοκληρωτισμού.
Οι διανοούμενοι που αντιστέκονταν στην επέλαση των οπαδών της παγκοσμιοποίησης (φιλελεύθερων ή διεθνιστών) ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα. Και στην πραγματικότητα περιθωριοποιούνταν συστηματικά και επιμόνως. Στο πολιτικό σύστημα δεν αρθρώθηκε συγκροτημένος λόγος-αντιπρόταση στον «εκσυγχρονιστικό» οδοστρωτήρα. Στη δεξιά, οι νέοι θεωρητικοί της στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν οπαδοί της συνεπέστερης «παγκοσμιοποίησης» των αγορών. Μοναδικό μέλημα των στελεχών της το μερίδιο της εξουσίας. Στην αριστερά, όσοι δεν εντάχθηκαν άμεσα στους μηχανισμούς της εξουσίας, έδιναν τη μάχη τους υπέρ της «καλής» παγκοσμιοποίησης, ενισχύοντας ιδεολογικά τη σημητική διακυβέρνηση.    
Σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, οι διαφωνούντες με την κρατούσα άποψη ένοιωθαν να υφίστανται επίθεση από το ίδιο το ελληνικό κράτος. Ένα σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης αντιλαμβανόταν την εξουσία να ξηλώνει, με αυθαιρεσία δυνάστη, ό,τι θεωρούσε ως σταθερά στη ζωή του. Να σημειωθεί ότι σε κοινωνικό επίπεδο, ήδη από τη δεκαετία του ’90, παρά την πρωτοφανή κινητικότητα λόγω της έλευσης των μεταναστών, διαμορφώνεται μια κατηγορία «χαμένων». Ο αριθμός τους, βέβαια, θα αυξηθεί δραματικά την επόμενη δεκαετία, ακόμη και πριν την εκδήλωση της κρίσης. Στην Αθήνα, του μισού πληθυσμού της χώρας, το χάσμα των βορείων προαστίων με τα νότια και δυτικά διευρύνεται συνεχώς.
Εν τω μεταξύ ένα άρρητο αίσθημα ήττας ανατροφοδοτείτο και γιγαντώνονταν κάθε φορά από συγκεκριμένα γεγονότα: Ίμια, S-300, Ισαάκ-Σολωμός, Γιουγκοσλαβία, Οτσαλάν, ταυτότητες, χρηματιστήριο.
Το συλλογικό φαντασιακό θα καταφύγει, σε κατάσταση απελπισίας, στα προϊόντα μιας λαϊκής παραφιλολογίας, που αναπαράγονταν με ταχύτητα από τηλε-κήρυκες. Συνωμοσιολογία, προφητείες,  υπερφυσικές φιλελληνικές δυνάμεις και η, εκ νέου, προσμονή για το ξανθό γένος έδιναν ανακουφιστικές απαντήσεις σε πολλούς, καθώς γύρω ο κόσμος κατέρρεε.
Η αναντιστοιχία μεταξύ των εθνικών επιθυμιών, της πλειοψηφίας της κοινωνίας, και της επίσημης πολιτικής έφθανε σε πρωτόγνωρο, ακόμη και για την Ελλάδα, επίπεδο. Ήταν πλέον θέμα χρόνου η συστηματική συμπίεση του συστήματος να ωθήσει μέρος του πληθυσμού σε ακραίου τύπου αντιδράσεις. Βέβαια, για αρκετό διάστημα ακόμη αυτές θα παρέμεναν σε «λελογισμένα» επίπεδα, καθώς έβρισκαν διέξοδο αλλού όπως σε αρχαιολατρικές ομάδες, στον Καρατζαφέρη, σε μικρότερες, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, δραστηριότητες.
Εν τω μεταξύ, όμως, η κατάσταση θα επιδεινώνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς. Η αναλαμπή του 2004 - Όχι στο σχέδιο Ανάν, EURO, Ολυμπιακοί της Αθήνας(;), ακόμη και η …νίκη του Καραμανλή- θα αποδειχθούν ότι ήταν απλώς η αρχή της πορείας προς το τέλος.
Η Νέα Δημοκρατία έδειξε ότι ήταν παντελώς ανίκανη αλλά και απρόθυμη να ανασυγκροτήσει στο ελάχιστο το κράτος και να αποκαταστήσει τις χαμένες ισορροπίες. Αντίθετα, επιδόθηκε στον εξευμενισμό των ελίτ, για να παραμείνει στην εξουσία –ο όρος «μεσαίος χώρος» σήμαινε απλά την υποταγή στα ιδεολογικά προτάγματα του εκσυγχρονισμού»-, ενώ παράλληλα η διαφθορά οργίαζε, οι μετανάστες και οι νησίδες ανομίας  πολλαπλασιάζονταν, απογοητεύοντας βαθύτατα όσους πίστεψαν ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Επιπλέον, παρά τα διεθνή ανοίγματα του Κ. Καραμανλή, που του στοίχισαν την εξουσία, η περίπτωση Ρεπούση και η εμμονή στήριξης του τότε πρωθυπουργού στη προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας θα εμπεδώσουν την αίσθηση μιας γενικευμένης επίθεσης στην εθνική ταυτότητα. Κορυφαίο γεγονός, όμως, στη περίοδο αυτή, θα είναι τα «Δεκεμβριανά» του 2008, όπου το κράτος απαξιώθηκε πλήρως από τη «μαύρη εξέγερση». Η ελληνική κοινωνία θα παγώσει από την αποκάλυψη της απόλυτης γύμνιας του κράτους και των μηχανισμών του. Η ανασφάλεια της μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων εκτοξεύθηκε, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα με την οικονομική κρίση που ερχόταν αλματωδώς. Μέσα στη μέθη της εκτεταμένης καταστροφής, ο αριστερισμός, οι αντεξουσιαστές και όσοι, φανερά ή υπογείως, τους στήριξαν δεν αντιλήφθηκαν ότι τότε άνοιγαν διάπλατα το δρόμο στις δυνάμεις του άλλου πόλου, που ως τότε ήταν ένα άνευ σημασίας γκρουπούσκουλο.
Από το 2009, οι αλλαγές θα είναι καταιγιστικές: οικονομική κατάρρευση που λαμβάνει χώρα υπό την εξουσία του πλέον «διεθνιστή» και κοσμοπολίτη πρωθυπουργού, νέα κύματα μουσουλμάνων μεταναστών, απαξίωση εν γένει του πολιτικού προσωπικού, μεγάλες συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» με την πάνω και κάτω πλατεία.
Η Ελλάδα αλλάζει και μαζί της αλλάζουν και οι συνειδήσεις. Τα έως τότε αδιάφορα για την πολιτική πλήθη των νέων των μικροαστικών συνοικιών ασφυκτιούν, ψάχνουν, συζητούν˙ δηλαδή πολιτικοποιούνται. Και στην διαμόρφωση των απόψεων, όλες οι ιδέες έχουν θέση. Από τις πιο επεξεργασμένες έως τις πιο απλοϊκές, επιθετικές ή παράλογες. Το ιδεολογικό μονοπώλιο του εκσυγχρονισμού γίνεται μπούμερανγκ για το σύστημα. Ούτε τα ΜΜΕ, απαξιωμένα ως μέσα πληροφόρησης, δεν μπορούν να σταματήσουν το ρεύμα. Το διαδίκτυο παίρνει φωτιά. Οι κοινωνικές αντιλήψεις αναδιαμορφώνονται εκ βάθρων. Το ευρωπαϊκό όραμα ξεφτίζει και, για πρώτη φορά από το 1974, αμφισβητείται από τόσους πολλούς η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. Διαπιστώνεται το χάσμα με τη γενιά του πολυτεχνείου, που με απληστία συγκέντρωσε πλούτο και ισχύ. Δημιουργούνται ιδεολογικο-πολιτικά στρατόπεδα, εκατέρωθεν των δύο κομμάτων εξουσίας. Στις λαϊκές περιοχές αλλά και στις επαρχιακές πόλεις, που η ανεργία καλπάζει, η εγκληματικότητα τρομάζει και οι γειτονιές γεμίζουν μετανάστες, το πεδίο δράσης είναι πλέον ελεύθερο για τη Χρυσή Αυγή. Εμφανίζονται ανάγλυφα οι προϋποθέσεις για ένα βαθύ και επικίνδυνο διχασμό. Το κουτί της Πανδώρας έχει ανοίξει.
Μπροστά σε αυτό το χείμαρρο των αλλαγών, η εκσυγχρονιστική ιδεολογία, απόλυτα αποτυχημένη, καταρρέει. Εξάλλου, η αίγλη της ίδιας της παγκοσμιοποίησης θα βουλιάζει παντού μέσα στο βάλτο της διογκούμενης κρίσης. Είναι ελάχιστοι όσοι, αμετανόητοι, θα συνεχίσουν να την υπερασπίζονται στην καθαρή της μορφή. Οι περισσότεροι οπαδοί της αναγκάζονται σε μετάλλαξη. Κάποιοι προσχωρούν βαθύτερα στο νέο-οθωμανικό άρμα. Ταυτόχρονα, όμως, στο πολιτικό λόγο ξαναμπαίνουν οι λέξεις, ανεξάρτητα από την ειλικρίνεια όσων τις προφέρουν, πατριωτισμός και εθνική κυριαρχία.
Το οικονομικό και πολιτικό σύστημα προσπαθεί αγωνιωδώς να σώσει ό,τι μπορεί. Να διατηρήσει τη χώρα μέσα στην ευρωζώνη, να κρατήσει μια υποτυπώδη κοινωνική συνοχή. Το αίτημα για ανασύνταξη και ανασυγκρότηση του διαλυμένου κράτους γίνεται καθολικό, παρά τις αντιδράσεις ανά επαγγελματική κατηγορία. Η αξιοπιστία, όμως, έχει πια χαθεί, οι πολίτες έχασαν την ελπίδα και οι ψυχές έχουν αγριέψει. Και το μόνο βέβαιο είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί μέχρι να μπούμε, αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι θα μπούμε, σε μια νέα φάση σταθερότητας.  

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Π.Νέλλα :Ο Θάνατος του Θεού και η Ανάσταση του ανθρώπου

Ο Π.Νέλλας υπήρξε ένας σπουδαίος θεολόγος και ιδρυτής του περιοδικού "Σύναξη".Ακριβώς επειδή τα κείμενα του όπως αυτό , που αναπαράγουμε από την ιστοσελίδα "Αντίφωνο", είναι σημαντικά και μαρτυρούν μια σημαντική θεολογική και θύραθεν παιδεία , αφορούν καίρια καθένα που στοχάζεται για την μοίρα του ανθρώπου.

Παναγιώτης  Νέλλας
Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα ὄχι μόνο τῆς σύγχρονης δυτικῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας. Τά τελευταῖα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ᾽ αὐτό, ἀνέβηκαν ἔργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε ἀπό τά μελετητήρια τῶν εἰδικῶν καί ἀπασχολεῖ τό εὐρύτερο κοινό. Τό σύντομο αὐτό δοκίμιο ἔχει σκοπό νά δώσει, στήν ἀρχή μιά γενική ἐνημέρωση καί μιά ἑρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, ἀφοῦ τό τοποθετήσει μέ βάση τά ὀρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροῦσε νά προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση.
Στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας τό θέμα ἀρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν, ὁλόκληρης τῆς ὑπεραισθητῆς περιοχῆς σύμπαντος τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία μένει γιά τό Nietzsche ὁ ἄνθρωπος, ὁ ″ὑπεράνθρωπος″: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» Γράφει ἤδη στά 1882. «Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του... ὁ Θεός εἶναι νεκρός... ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»

Ὁ Nietzsche στήν ἐποχή του ἀναγκάζεται νά βάλει τά λόγια αὐτά στό στόμα ἑνός τρελοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ Sartre ἐπαναλαμβάνει μέ πλήρη ἄνεση τό ἴδιο κήρυγμα κατά τήν ἔναρξη τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, ὁ Θεός πέθανε. Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο τοῦ Θεοῦ.»

Τό τί σημαίνει γιά τήν ἄθεη ὑπαρξιακή φιλοσοφία ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, μᾶς τό ἀποκαλύπτει μέ ἐνάργεια ἡ ἀντίστοιχη λογοτεχνία. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ἄρα δέν ὑπάρχει παρά ἡ βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή ἀγαλλίαση ὁ Camus ὑμνεῖ στά πρῶτα του ἔργα τό μεγαλεῖο καί τή χαρά αὐτῆς τῆς ζωῆς.τήν ὁμορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν ἀκροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἡ οἰκογένεια εἶναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. Ἀλλά ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ ″ἐν φθορᾷ ζωή″ καί ὁ ἴδιος ὁ Camus ὅσο προχωρεῖ, ἀνακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι αὐτό τῆς φθορᾶς, πού κλέβει τή χαρά, πού ἀπομυζᾶ τήν οὐσία καί ἀφήνει ἀνούσια καί ἀνόητη τή ζωή, πού δημιουργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τοῦ χάους καί τοῦ κενοῦ, πράγμα πού τόσο ἔντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού ὁ Sartre μέ τόση ἐπιτυχία ὀνομάζει στό ὁμόνυμο ἔργο του «Ναυτία».

Ὁ ὑπαρξιστής ἄνθρωπος νοιώθει τό θάνατο ὄχι σάν κάτι μακρινό, κάτι πού τόν περιμένει στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀλλά σάν κάτι πού βρίσκεται μέσα του. Ἡ δαμόκλεια σπάθη τοῦ θανάτου κρέμεται ἀδιάκοπα πάνω του καί μέσα του, ἀκρωτηριάζει τά ὄνειρά του, κόβει στή μέση τίς πιό εὐγενικές προσπάθειές του, περιορίζει ἀσφυκτικά τά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, εἶναι, ὅπως λέει ὁ Camus, ἕνας Σίσυφος, πού ἀγωνίζεται νά ἀνεβάσει ὥς τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ τήν πολύτιμη πέτρα τῆς ζωῆς του καί, μόλις κοντεύει νά φτάσει στό τέρμα, ἡ πέτρα τοῦ φεύγει καί κατρακυλάει πάλι στό βυθό. Αἰσθάνεται ἐγκαταλειμμένος καί ἔρημος. Καταδικασμένος νά βλέπει, καταλαβαίνει καί συνειδητοποιεῖ ὅτι ζεῖ τό παράλογο. Ὁ Heidegger ὁμολογεῖ ὅτι βρίσκεται, χωρίς νά τό ἐπιδιώξει, ριγμένος καί ἐγκαταλειμμένος σ᾽ ἕνα καντόνι τοῦ σύμπαντος, ὑποχρεωμένος νά ζεῖ.

Μέ τή γεύση αὐτή τοῦ κενοῦ στήν ψυχή, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βρίσκεται μπροστά στό καθιερωμένο ἀπό αἰῶνες κήρυγμα τοῦ μεταγενεστέρου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, πού προσφέρει ὡς λύση στήν ταλαιπωρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τήν ὑπόσχεση γιά τή μακαριότητα τῆς μετά θάνατο ζωῆς, πού θεωρεῖ αὐτή ἐδῶ τή ζωή σχεδόν ἀποκλειστικά σάν τό χῶρο, στόν ὀποῖο μέ τά ἔργα (Ρωμαιοκαθολικοί) ἤ τήν πίστη (Προτεστάντες), γίνεται ἤ δέ γίνεται κανείς ἄξιος νά κληρονομήσει τήν αἰωνιότητα.

Μπροστά ὅμως στήν ἄποψη αὐτή, πού διακρίνει ὑπερβολικά τό χρόνο ἀπό τήν αἰωνιότητα, τή γήινη ἀπό τήν οὐράνια ζωή, καί σχετικοποιεῖ ἀπελπιστικά τή σημασία τῆς πρώτης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος στέκεται μέ ἀποτροπιασμό. «Ἄν ὑπάρχει μιά ἁμαρτία κατά τῆς ζωῆς», γράφει ὁ Camus, «δέν εἶναι τόσο τό νά ἀπελπιστοῦμε, ἀπό αὐτή, ὅσο τό νά ἐλπίσουμε σέ μιάν ἄλλη ζωή, τό νά ἀφήσουμε νά ξεκλέψει τήν ἀγάπη μας γιά τή συγκεκριμένη ζωή τό ἀνελέητο μεγαλεῖο μιᾶς δῆθεν αἰώνιας ζωῆς». Καί στό ὄνομα τῆς καθημερινῆς, χειροπιαστῆς ζωῆς, ὁ Camus ἀρνεῖται νά πιστέψει σέ μιάν ἄλλη, ὡραία ἔστω καί αἰώνια, ἀλλά πάντως ἄλλη ζωή.

Ὁ Sartre εἶναι στό σημεῖο αὐτό περισσότερο ἀπόλυτος. Ἡ πίστη σέ μιά ἄλλη ζωή, λέει, εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη πού φέρνει τό θάνατο σ᾽ αὐτήν ἐδῶ καί ἰσοδυναμεῖ μέ αὐτοκτονία. Καί, προωθώντας τήν ἀμφισβήτησή του ὥς τόν ἴδιο τό Θεό, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἕνας Θεός, πού δέν παίρνει στά σοβαρά αὐτήν ἐδῶ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά συγκεκριμένα ἱστορικά προβλήματά του, ἀλλά πού ὑποβιβάζει τόν ἀνθρώπινο βίο σέ μιά περίοδο ἐξιλασμοῦ καί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, μπορεῖ βέβαια νά εἶναι δίκαιος, ἀλλά δέν εἶναι ἀσφαλῶς φιλάνθρωπος Θεός. Εἶναι ἕνας πατέρας ἐγωιστής καί σαδιστής, πού ἀρέσκεται νά βλέπει τό τέκνο του νά βασανίζεται καί νά ἐκλιπαρεῖ γιά νά ἔχει ὁ ἴδιος τή χαρά νά τοῦ προσφέρει, ὅποτε αὐτός θελήσει, τή σωτηρία. Ἀλλά μιά τέτοια σωτηρία εἶναι γιά τό σύγχρονο, ἐνήλικο ὅπως αὐτοχαρακτηρίζεται ἄνθρωπο, ἀπαράδεκτη καί ἕνας τέτοιος πατέρας εἶναι ἄχρηστος. Εἶναι προτιμότερο, κατά τήν ἄποψη αὐτή, γιά τό παιδί, νά κόψει κάθε σχέση μέ τόν πατέρα καί νά προσπαθήσει νά σωθεῖ μόνο του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Sartre πού δέν ἔχει γνωρίσει τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, γιά τή θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ πίστη δέν καταπιέζει, ἀλλά ἀναπτύσσει καί ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, τονίζει κατηγορηματικά ὅτι ἡ πίστη στό δίκαιο ἀλλά σαδιστή Θεό ὑποβιβάζει, ἐξευτελίζει καί ψευτίζει τόν ἄνθρωπο.

Συνέπεια λογική τῆς τοποθέτησης αὐτῆς εἶναι ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό φοβερό ἔργο του πού ἔχει τόν εἰρωνικό τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεούλης», ὁ κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω... μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει.ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει. Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ Θεός.Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός.» Καί βλέποντας τή Χίλντα, μιά γυναίκα, πού πιό πρίν δέν τολμοῦσε οὔτε ν᾽ ἀτενίσει γιά τό φόβο τῆς ἁμαρτίας, νά μπαίνει στή σκηνή, τήν πιάνει ἀπό τά χέρια φωνάζοντάς της: «Ὁ Θεός πέθανε. Δέν ἔχουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορῶ νά βλέπω τά μαλλιά καί τό μέτωπό σου. Ὤ! πῶς εἶσαι μπροστά μου ἀληθινή, ἀπό τή στιγμή πού δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐπί τέλους εἴμαστε μόνοι».

Τά κείμενα αὐτά δείχνουν μέ σαφήνεια πώς τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς σύγχρονης ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας προσπαθεῖ νά καταξιώσει τόν ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα ἤ καί ἐνάντια στό Θεό, πράγμα πού ὀφείλεται, ὅπως εἴδαμε, στή λαθεμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός δέν ἐνδιαφέρεται καί δέν ἀγαπᾶ, ἀλλά τιμωρεῖ καί ἐξουθενώνει τόν ἄνθρωπο. Καί δέν εἶναι χωρίς σημασία τό γεγονός ὅτι τά κείμενα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα, πού ἔθρεψαν τή νέα εὐρωπαϊκή γενιά. Στήν Ἀμερική πάλι, ἡ ἴδια ἀντίδραση κατά τοῦ Θεοῦ τῶν σημερινῶν χριστιανῶν καί τῆς σύγχρονης συμβατικῆς θρησκευτικῆς ζωῆς παρουσιάστηκε, κυρίως κατά τήν προηγούμενη δεκαετία, κατά τρόπο πολύ πιό, θά λέγαμε, βιολογικό, μέ τήν ἐπαναστατημένη νεολαία πού φωνάζει: «Κύριοι, ὁ Θεός γιά τόν ὁποῖο μᾶς μιλᾶτε δέν ζεῖ. Καί ἡ ἴδια ἡ ζωή σας εἶναι νεκρή. Ἕνας Θεός πού δέν ἀγγίζει τήν ὕπαρξή μας, πού δέν ἔχει σχέση μέ τό σῶμα μας, μᾶς εἶναι ἄχρηστος. Ἐμεῖς θά μπορούσαμε νά παραδεχθοῦμε τόν Ἰησοῦ, πού μίλησε γιά τήν ἀγάπη. Ὁ δικός σας Θεός εἶναι ἁπλῶς χρήσιμος, γιατί σᾶς βολεύει. Τόν χρησιμοποιεῖτε ὅπου θέλετε. Ὅπως ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τή μαριχουάνα. Ἄν ὑπάρχει ὁ Θεός ἄς ἔρθει νά μᾶς βρεῖ ἐδῶ πού εἴμαστε. Ἀλλοιῶς δέν ὑπάρχει Θεός.»

Ἡ πρόκληση αὐτή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔφερε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀναστάτωση στήν Καθολική καί Προτεσταντική Ἐκκλησία. Καί ἡ δυτική θεολογία προσπάθησε νά ἀπαντήσει. Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως κίνημα μερικῶν Γάλλων κυρίως θεολόγων νά ξαναγυρίσουν στίς πηγές καί, τοποθετώντας στό κέντρο τῶν θεολογικῶν τους ἀναζητήσεων τήν ἔννοια τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, νά δημιουργήσουν μιά βιβλική, λειτουργική καί πατερική ἀνανέωση βάθους, δέν μπόρεσε νά ἐπιβληθεῖ. Ἡ κίνηση αὐτή φαίνεται ὅτι μάλλον ξεπεράστηκε ἀπό τούς μοντερνιστές, πού, παρασυρμένοι ἀπό τά σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στήν ἐπιφάνεια καί δημιούργησαν, ἀντίστοιχη πρός τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία, τή λεγόμενη ″θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ″.

Δυό εἶναι οἱ βασικές κατευθύνσεις τῆς σχολῆς αὐτῆς: Πρώτη ἡ γραμμή τοῦ Bultmann ὁ οποῖος, ἐπηρεασμένος βασικά ἀπό τόν Heidegger βλέπει τήν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, σχέση ἡ ὁποία καί φέρνει ἤ, καλύτερα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σωτηρία. Ἡ ἱστορική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται, στήν τοποθέτηση αὐτή, σέ ἐντελῶς δεύτερη μοίρα, ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς, ἡ ζωή, τά θαύματα, ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μύθος, μιά δηλαδή ἀπό τίς πολλές ἐκφράσεις πού μποροῦν νά περιβάλλουν τήν οὐσία, καί ἀφοῦ σήμερα ἡ ἔκφραση, ἡ γλώσσα τοῦ κόσμου, ὁ πολιτισμός, ἔχει ἀλλάξει, εἶναι ἀνάγκη νά ἀλλάξει καί ἡ ἔκφραση τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρόκειται γιά τήν περίφημη θεωρία τῆς ″ἀπομυθεύσεως″.

Τίς ἀκραῖες συνέπειες τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἀποκαλύπτει καί ὑποστηρίζει ἡ δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία γιά νά μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νά προσεγγίσει τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, εἶναι ἀνάγκη νά θέσει μερικά θεμελιώδη ἐρωτήματα πάνω στή ἔννοια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει νά διερωτηθεῖ σοβαρά γιά τήν πραγματικότητα τῶν μυστηρίων καί τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀντιμετωπίσει τό θεμελιακό ἐρώτημα, μήπως ὁ Θεός δέν βρίσκεται πλέον στίς σκέψεις καί τίς περιγραφές πού δίνει τό Εὐαγγέλιο, καί στίς ἰδέες-δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου, μήπως δηλαδή τό πραγματικότερο μυστήριο σήμερα, τό ἀληθινό ἔργο τοῦ λαοῦ, ἡ σύγχρονη χριστιανική λειτουργία (λαοῦ-ἔργον) πρέπει νά εἶναι ὄχι ἡ θεία Εὐχαριστία, ἀλλά ἡ πρός τόν πλησίον ἀγάπη, ἡ πολιτική καί ὁ συνδικαλισμός. Γύρω ἀπό αὐτή τήν προβληματική γράφτηκαν βιβλία μέ τούς χαρακτηριστικούς τίτλους «Θεός χωρίς Θεό», «Τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἄθεου Χριστιανισμοῦ», «Ἡ νέα οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ», «Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καί ὁ πολιτισμός τῆς μεταχριστιανικῆς ἐποχῆς» κ. ἄ.

Πρός στό πολύπλευρο καί πολυσήμαντο αὐτό φαινόμενο τοῦ ″θανάτου τοῦ Θεοῦ″ ποιά μπορεῖ ἄραγε νά εἶναι ἡ στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς; Ὅπως σέ κάθε θέμα, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί ἐδῶ ταυτόχρονα κριτική καί οἰκοδομητική.

Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσει ὁ ὀρθόδοξος μελετητής τό φαινόμενο τοῦ ἄθεου οὐμανισμοῦ, διαπιστώνει ὅτι πρόκειται στήν οὐσία γιά τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ καί ὅτι ἡ διαδικασία ἀνάπτυξης τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ ἐπαναλαμβάνει, ὅπως ἀποκαλύπτουν τά ἴδια τά κείμενά του, στίς κεντρικές γραμμές τή διαδικασία τῆς πτώσεως.

Ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει πράγματι ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τοῦ ἔδωσε τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νά ὑψωθεῖ σέ Θεάνθρωπο. Γιά νά γίνει αὐτό, ἔπρεπε ὁ Ἀδάμ νά προσανατολισθεῖ σωστά, νά τοποθετηθεῖ θετικά μπροστά στό Θεό καί νά βαδίσει τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε σ᾽ Αὐτόν. Ἀλλά ὁ διάβολος κατόρθωσε νά τόν πείσει ὅτι ὁ Θεός τόν ζηλεύει καί θέλει νά τόν κρατᾶ δοῦλο Του καί ἔτσι τόν κίνησε σέ ἀνταρσία, τόν παρέσυρε σ᾽ ἕναν ἄλλο δρόμο, πού θά τόν ὁδηγοῦσε δῆθεν ἀμέσως καί θά τόν ἔκανε τόν ἴδιο καί κατά τρόπο αὐτόνομο Θεό. Ὁ δρόμος ὅμως αὐτός ἦταν οὐσιαστικά ἀνύπαρκτος καί ἔτσι ἡ ἀλλαγή πορείας τοῦ Ἀδάμ δέν ἦταν στήν πραγματικότητα παρά ἕνας ἐκτροχιασμός, μιά συντριβή στό κενό. Μακριά ἀπό τό χῶρο στόν ὁποῖο ἀκούγεται ὁ ζωηφόρος Λόγος τοῦ Θεοῦ, στή χώρα τῆς ἀν-ὑπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε πλέον καί μακριά ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Ἔχασε τήν ″πνοή τῆς ζωῆς″, πού τοῦ ἔδωσε κατά τή δημιουργία ὁ Θεός. Ξανάγινε πάλι ″χοῦς ἀπό τῆς γῆς″, ξέπεσε στήν ἁπλή βιολογική, τήν ἐν φθορᾷ ζωή, πού εἶναι ὁ θάνατος.Ὁ ζόφος καί τό σκοτάδι, ἡ κυριαρχία τῶν ἐνστίκτων, τό ἄγχος τῆς αὐτοσυντηρήσεως κάνει στό ἑξῆς, μακριά ἀπό τό Θεό, τόν ἄνθρωπο ἀποκρουστικό καί ἐχθρό τόν ἕνα γιά τόν ἄλλο. Ὁ Κάϊν σκοτώνει τόν Ἄβελ καί ὁ ἀνθρωπιστής Sartre ἀνακαλύπτει μέ φρίκη ὅτι «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή του».

Ἡ ἐπαγγελία τοῦ αὐτονόμου ἀνθρωπισμοῦ ἀποδεικνύεται μέ τόν τρόπο αὐτό πώς εἶναι ἡ διαβολική πρόκληση πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἐξορίσει ἀπό τόν κόσμο του τό Θεό: «Θέλω ἀνθρώπους παντοῦ, γύρω μου, πάνω μου, ἀνθρώπους πού νά μοῦ κρύβουν τόν οὐρανό» (Sartre). Τό διώξιμο ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀφήνει ἀναπόφευκτα στόν κόσμο ἕνα φρικαλέο κενό: «Σκότωσα τό Θεό, γιατί μέ χώριζε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πού ὁ θάνατός του κάνει τελεσίδικο τό χωρισμό» (Sartre).

Ἡ φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ γιατροῦ τῆς «Πανούκλας» (Camus) παραχωρεῖ ἔτσι γρήγορα τή θέση της στόν ἀδιάφορο γιά ὅλους καί ὅλα «Ξένο». Ἡ περιγραφή τοῦ μακάβριου κενοῦ τοῦ θανάτου ὁλοκληρώνεται στό «Νεκροί χωρίς τάφο». Ἐνῶ ἡ ἀποσύνθεση τῆς ζωῆς ἀποκαλύπτεται σ᾽ ὅλη της τήν τραγικότητα σέ ἔργα σάν τόν «Τεῖχο» καί τό «Περιμένοντας τόν Γκοντό».
«Τί μέρα εἶναι σήμερα;» ρωτάει ὁ ἕνας ἀλήτης στό ἔργο αὐτό.
- «Πέμπτη.
- Πέμπτη εἶπε ὅτι θά ᾽ρθει.
- Κι ἄν σήμερα εἶναι Παρασκευή;
- Μπορεῖ νά ᾽ναι καί Τρίτη.
- Τί λές, ξαναρχόμαστε αὔριο;
- Ναί, ἀλλά νά φέρουμε καί τό σχοινί.
- Κι ἄν δέν ἔρθει;
- Θά κρεμαστοῦμε.
- Ἄν ἔρθει;
- Θά σωθοῦμε».
Καί σέ λίγο:
- «Εἴμαστε ἀνεξάντλητοι», λέει ὁ ἕνας.
- «Γιά νά μή σκεφτόμαστε», ἀποκρίνεται ὁ ἄλλος.
- «Ὅλο καί βρίσκουμε κάτι πού μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση πώς ὑπάρχουμε»!
- «Ὑπάρχουμε, πάλι ὑπάρχουμε, αὐτή ἡ προαιώνια δυστυχία»!...
«Καί ὅλο λένε νά φύγουν», σημειώνει ὁ κριτικός, «καί ὅλο κάθονται ἐκεῖ, στό ἄδειο μέρος. Ἄλλωστε καί νά φύγουν καί πού μένουν δέν ἔχει νόημα. Εἶναι τό ἴδιο. Γιατί τίποτε δέν πρόκειται νά ἀλλάξει. Κι ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει παρά ὁ ἀκίνητος θάνατος, κι ἐδῶ δέν ὑπάρχει παρά ἡ θανάσιμη ἀκινησία».

Ἔτσι γίνεται φανερό ὅτι στήν προσπάθειά τους νά σκοτώσουν τό Θεό, ὁ Ἀδάμ καί οἱ σύγχρονοι ἀθεϊστές δέν κατορθώνουν παρά νά σκοτώσουν τόν ἄνθρωπο. Ἀπομακρύνοντας ἀπό τήν κοινωνία τους τό Θεό, χάνουν τό κέντρο τῆς ζωῆς τους, μένουν ἀνέστιοι, ἔρημοι καί νεκροί. Τά ἴδια τά κείμενά τους, ἐνῶ μιλᾶνε γιά τό θάνατο τοῦ Θεοῦ δέν ἀποδεικνύουν στήν πραγματικότητα παρά τό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Φαίνεται πώς τό ἐρώτημα «νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ» βρῆκε ἀπάντηση στήν ἐποχή μας: Νά ζεῖ κανείς καί νά μή ζεῖ.

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα τήν προσπάθεια τῆς δυτικῆς θεολογίας νά λύσει τό ὀξύ περί Θεοῦ πρόβλημα, ὁ ὀρθόδοξος μελετητής βρίσκεται στήν ἀνάγκη νά ὁμολογήσει μέ εἰλικρίνεια πόσο συμπαθής τοῦ εἶναι ἡ προσπάθεια αὐτή ἀλλά καί πόσο ἀνεπιτυχής καί ἐπικίνδυνη ἀποκαλύπτεται, στό φῶς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἡ λύση πού δίνεται.

Τό νά μιλήσει πράγματι ὁ θεολόγος τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς του εἶναι καθῆκον πρωταρχικό. Ἡ μεταγλώττιση τοῦ κηρύγματος εἶναι δικαίωμα ἀναφαίρετο πού τό χάρισε μέ τόν Παῦλο ὁ Χριστός στήν κάθε ἐποχή καί πού τό ἐπιβεβαίωσε ἡ πράξη τῶν Πατέρων τοῦ Δ’ καί τοῦ ΙΔ’ αἰώνα. Ἀλλά καί ἡ πιστότητα στήν ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ, στό γεγονός δηλαδή ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἀληθινά καί πραγματικά ἄνθρωπος τόν καιρό τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου καί ὅτι σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε καί, μολονότι ἀναλήφθηκε, συνεχίζει νά βρίσκεται ἀληθινά καί πραγματικά, ἱστορικά, μέ τά μυστήρια μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στούς αἰῶνες τό ἱστορικό σῶμα του, ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί αὐτόν τόν πυρήνα κινδυνεύουν νά ἀρνηθοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι τῆς σχολῆς τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ. Στήν καλοπροαίρετη καί εὐγενική προσπάθειά τους νά προσεγγίσουν τόν ἄθρησκο σημερινό ἄνθρωπο, ἀντί νά κατέβουν στήν οὐσία καί νά προσφέρουν στόν ἄνθρωπο τόν ἀληθινό Θεό, βγαίνουν στήν ἐπιφάνεια, ἐγκαταλείπουν διαδοχικά καί οἱ ἴδιοι τή θρησκεία, τήν Ἐκκλησία, τό Χριστό, φθάνουν σ᾽ ἕνα Θεό χωρίς Χριστό, σ᾽ ἕνα Θεό ἄσαρκο , σέ μιάν ἰδέα, πού μπορεῖ βέβαια νά εἶναι ἕνας κάποιος φιλοσοφικός Θεός, ἀλλά δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεός πού σώζει. Ἔτσι ἡ θεολογία αὐτή μπορεῖ νά εἶναι ἐπίκαιρη, ἀλλά δέν εἶναι κήρυγμα σωτηρίας καί παρόλη τή συμπάθεια πού μπορεῖ νά τρέφει ἕνας ὀρθόδοξος γιά τίς προθέσεις της, δέν μπορεῖ παρά νά τονίσει ὅτι, ἄν τελικά ἐπικρατήσει στή Δύση, θά σημάνει ἀναπόφευκτα τό ἱστορικό τέλος τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ.

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό τό βασικό κίνδυνο πρέπει νά τονισθεῖ πώς ἡ θεολογία τῆς σχολῆς αὐτῆς εἶναι ἀνίκανη νά συζητήσει στήν οὐσία μέ τόν ἀθεϊσμό. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ λύση τήν ὁποία προσφέρει εἶναι ἐπιφανειακή καί θεωρητική, δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων καί δέν αἴρει οὔτε στό παραμικρό τίς οὐσιώδεις περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου παρεξηγήσεις, πού ὁδήγησαν στήν κατά τοῦ Θεοῦ ἐπανάσταση τοῦ οὐμανισμοῦ.

Τό σύγχρονο ὑπαρξιακό κίνημα ζητάει κατά τρόπο ἐπίμονο καί ἀπόλυτο ἕνα ἀξιοπρεπές νόημα γιά τή ζωή καί ἕναν ἀξιοπρεπή προορισμό γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ἡ θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο, ἐκκοσμικεύει τό Θεό καί ἔτσι ἀναπόφευκτα ὑποβιβάζει ἀκόμα περισσότερο τόν ἄνθρωπο. Στό φαῦλο κύκλο πού δημιουργεῖται, ἡ κίνηση εἶναι φυγόκεντρη καί ἀπομακρύνει ὅλο καί περισσότερο τή δυτική σκέψη, φιλοσοφική καί θεολογική, ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας πού εἶναι ἡ ἱστορική ἀνασυγκρότηση καί ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ νοηματοποίηση, ἑνοποίηση καί ἀθανατοποίηση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς ἐπίγειας μαζί καί οὐράνιας ζωῆς του.

Στό σημεῖο αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ κεντρική ἀδυναμία τῆς δυτικῆς σκέψης, δηλαδή ὁ χωρισμός καί ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στό ἱστορικό καί τό ὑπερβατικό, τό ἐπίγειο καί τό οὐράνιο, τό χρονικό καί τό αἰώνιο. Ὅσα εἴπαμε ὥς ἐδῶ ἔδειξαν ὅτι ἡ μεταγενέστερη δυτική θεολογία ὑποτίμησε τό ἱστορικό γιά χάρη τοῦ ὑπερβατικοῦ, ὅτι ὁ οὐμανισμός, φθάνοντας στό ἄλλο ἄκρο ἀπέρριψε τό ὑπερβατικό γιά νά διασώσει τό ἱστορικό, καί ὅτι ἡ μοντέρνα δυτική θεολογία, γιά νά πλησιάσει τόν οὐμανισμό, κηρύττει ἕνα νέο σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἐκκοσμικευμένο Θεό. Ἀλλά ἔτσι ἡ ἀπομάκρυνση εἶναι μεγάλη καί ἡ ἀνάγκη γιά τήν παρέμβαση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποκαλύπτεται ἄμεση.

Ποιά ὅμως θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδοξίας στή λύση τοῦ προβλήματος αὐτοῦ; Τά ὅρια ἑνός δοκιμίου δέν ἐπιτρέπουν νά δοθεῖ στό ἐρώτημα πλήρης καί διεξοδική ἀπάντηση. Μετά τήν παρουσίαση καί τήν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου, ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γίνει στή συνέχεια εἶναι νά προσδιορίσουμε μιά νέα κατεύθυνση λύσεως, μιά νέα προοπτική μέσα στήν ὁποία τό πρόβλημα εἶναι νά κατανοηθεῖ πληρέστερα καί νά λυθεῖ ἀνετότερα, νά ὑπογραμμίσουμε δηλαδή μερικές βασικές καί ἀναγκαῖες γιά τή λύση τοῦ προβλήματος προϋποθέσεις.

Ἡ νέα αὐτή προοπτική πού προτείνει ἡ Ὀρθοδοξία, μπορεῖ ἀπό τήν ἀρχή νά χαρακτηριστεῖ ὄχι σάν κλασματική καί ἀποσπασματική, ἀλλά ὡς συνθετική καί καθολική. Στήν προοπτική αὐτή τά πράγματα ἀντί νά χωρίζονται ἤ νά ἀντιδιαστέλλονται, ἀλληλοσυμπληρώνονται καί ἑνώνονται. Αὐτό φαίνεται καθαρά καί στά τρία ἀντιθετικά ζεύγη, αἰωνιότης ἤ χρόνος, μέλλουσα ἤ παρούσα ζωή, Θεός ἤ ἄνθρωπος, πού ὅπως εἴδαμε βρίσκονται στή ρίζα τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ καί ταλαιπωροῦν τίς τελευταῖες δεκαετίες τή Δύση. Γιά τή Δύσι ἡ ταλαιπωρία αὐτή εἶναι φυσική καί ἀναπόφευκτη, γιατί ἀπό τή στιγμή πού οἱ πραγματικότητες πού ἀποτελοῦν τά παραπάνω ζεύγη χωριστοῦν καί τοποθετηθοῦν μπροστά στόν ἄνθρωπο ἀντιθετικά, χάνουν τή γνησιότητά τους, μετατρέπονται σέ δυό φοβερές χοάνες, ἔτσι ὥστε σέ ὁποιαδήποτε κι ἄν προτιμήσει νά πέσει ὁ ἄνθρωπος, καταποντίζεται.

Ἐνῶ στήν ὀρθόδοξη προοπτική οἱ πραγματικότητες αὐτές συνυπάρχουν, ἡ μιά προσδιορίζει τήν ἄλλη καί ταυτόχρονα ὁλοκληρώνεται ἀπό τήν ἄλλη.

Ὁ Γιάννης Ξενάκης ἔλεγε πρό καιροῦ ὅτι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει στή σύνθεση τῆς μουσικῆς του εἶναι ἡ μονοδιάστατη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού διαθέτουμε, ὁ εὐθύγραμμος χωρισμός τοῦ χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Καί διαλογιζόταν ποιές καινούργιες προοπτικές θά ἀνοίγονταν στή μουσική, ἀλλά καί στίς ὑπόλοιπες δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου, ἄν μποροῦσε νά ὑπάρξει μιά ἄλλη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού θά ξεπερνοῦσε αὐτό τό γνωστό μας σχῆμα. Ἀλλά ἡ ἄλλη αὐτή ἀντίληψη ὑπάρχει. Ὁ χρόνος στόν ὁποῖο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία ἔχει μέσα του πραγματικά ἐνεργό τόσο τό παρελθόν, ὅσο τό παρόν καί τό μέλλον. Μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση τό νόημα τοῦ χρόνου βρίσκεται ἀκριβῶς στό ὅτι προσδιορίζει, κάνει συγκεκριμένη καί ἀποκαλύπτει τήν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ αἰωνιότης ὁλοκληρώνει τό χρόνο, ἀποτελεῖ τό τέλος του, δηλαδή τό σκοπό καί τό περιεχόμενό του.

Ἡ σχέση αὐτή ἀποκαλύπτεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στό δεύτερο ζεῦγος, σέ ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ τή μέλλουσα καί τήν παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τήν Ὀρθοδοξία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία καί ἑνιαία, εἶναι ἡ ζωή ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἐδῶ καί συνεχίζει νά ὑπάρχει χωρίς καμιά διακοπή στόν οὐρανό. Ἔτσι ἡ μέλλουσα ζωή δέν συνθλίβει οὔτε σχετικοποιεῖ τήν παρούσα, ἀλλά ἀντίθετα, τῆς δίνει νόημα καί συνέχεια, ἀφοῦ ὅ,τι κάνουμε σ᾽ αὐτή τή ζωή δέν εἶναι τυχαῖο καί ἀποσπασματικό, ἀλλά εἶναι κάτι πού προορίζεται νά μείνει καί στήν ἄλλη. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἄποψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά ψυχή φυλακισμένη σ᾽ ἕνα σῶμα, δηλαδή μιά ψυχή πού θά ἀρχίσει νά ζεῖ ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἕνα πρόσωπο πού ἀρχίζει νά ζεῖ μιά χρονική στιγμή καί καλεῖται νά μήν πεθάνει, ἀλλά νά ζήσει αἰώνια. Ψυχή, ὅπως εἶναι γνωστό, σημαίνει στή γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ζωή ἀληθινή καί αἰώνια καί τό «τί ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ» σημαίνει ἀκριβῶς «τί θά ὠφεληθεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἄν κερδίσει ὅλο τόν κόσμο καί χάσει τή ζωή του;» ἤ «τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νά δώσει κανείς σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο γιά νά πάρει τή ζωή του;»

Ἔτσι ἡ ἀντίδραση τοῦ Camus στό νά δεχθεῖ τή μέλλουσα ζωή, πού εἴδαμε ὅτι ὀφείλεται στό γεγονός πώς δέν βλέπει νά ὑπάρχει καμιά σχέση ἀνάμεσα σ᾽ αὐτή καί σέ τούτη ἐδῶ τή ζωή, γίνεται φανερό ὅτι στήν προοπτική αὐτή αἴρεται. Εἶναι μάλιστα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή χαρακτηριστική ἡ ἀναφώνησή του ὅταν διάβασε τό βιβλίο τοῦ Λόσσκυ, «Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς»: «Ἐπί τέλους τώρα μποροῦμε νά συζητήσουμε μέ τό Χριστιανισμό».

Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς καθολικῆς αὐτῆς ὀρθόδοξης προοπτικῆς εἶναι φανερή καί στήν ἄρση τοῦ τρίτου ἀντιθετικοῦ ζεύγους, στήν κατάργηση τῆς ἀντιδικίας ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ σχετική διδασκαλία τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς τήν «δόξα», δηλαδή τή φανέρωση καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γιά τήν Ὀρθοδοξία ἀληθινά καί πραγματικά ἡ ἐν χρόνῳ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέ βρίσκει τήν ὁλοκλήρωση καί τήν πληρότητά του παρά μόνο στό Θεό. Τό ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα Του» σημαίνει γιά τούς ὀρθόδοξους Πατέρες ὅτι τόν ἔπλασε μέ τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «Θεός κεκελευσμένος». Τείνει πρός τό Θεό, καλεῖται νά ὑψωθεῖ ὥς τό Θεό, νά γίνει θεάνθρωπος. «Καί γάρ διά τόν καινόν Ἄνθρωπον» (τόν Θεάνθρωπο), γράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας τόν ΙΔ’ αἰώνα μέ τούς ἀνθρωπιστές, «ἀνθρώπου φύσις συνέστη τό ἐξ ἀρχῆς.καί νοῦς καί ἐπιθυμία πρός Ἐκεῖνον κατεσκευάσθη. Καί λογισμόν ἐλάβομεν, ἵνα τόν Χριστόν γινώσκωμεν.ἐπιθυμίαν, ἵνα πρός Ἐκεῖνον τρέχωμεν. Μνήμην ἔσχομεν ἵν᾽ Ἐκεῖνον φέρωμεν, ἐπεί καί δημιουργημένοις Αὐτός ἀρχέτυπον ἦν». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κατά τόν ἴδιο Πατέρα, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό ὕψιστο «κατάλυμα τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων», τό ἔσχατο καί τό ἀκρότατο τῶν ἐφετῶν. Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος, πού, ἀντί νά χωρίζει ἑνώνει ὑποστατικά, ἀσύγχυτα, καί ἀδιαίρετα, τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ καλύτερη ἀποκάλυψη καί τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, τό κλειδί γιά τήν κατανόηση ὁλοκλήρου τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτει τό Θεό, εἶναι ἡ τελείωση τῆς Ἱστορίας. Γι᾽ αὐτό καί ἀποτελεῖ τό ὕψιστο καί ἔσχατο κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός εἶναι, πρῶτα, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ τελειότατος Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, τό ὕψιστο γέννημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁ Ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀναδύεται, ἐμφανίζεται στήν ἱστορία, τή στιγμή πού ἡ ἀνθρώπινη φύση φθάνει στόν ἔσχατο προορισμό της, πού ἑνώνεται ὑποστατικά μέ τή θεία. Ὑπῆρξαν πολλοί ἄθεοι μέσα στούς αἰῶνες πού ὑποστήριξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει Θεός ἀνεξάρτητα ἀπό τό Θεό. Ἀλλά ἡ αἵρεση ποτέ δέν εἶναι τόσο τολμηρή ὅσο ἡ ἀλήθεια. Καί κανένας ποτέ αἱρετικός δέν ἔφθασε στήν τόλμη τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τούς ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια ἀπαράμιλλη στίς Θεομητορικές ὁμιλίες του ὁ Καβάσιλας, τονίζουν ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά γίνει Θεός, ἀλλά καί νά γεννήσει μέσα στήν ἱστορία τό Θεό. Γιά τήν Ὀρθοδοξία τό μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι ἀξιώνεται νά γίνει Θεοτόκος. Καί αὐτό τό μεγαλεῖο ἀποκαλύπτει, διασφαλίζει καί πιστοποιεῖ ὁ Μονογενής Υἱός τῆς Θεοτόκου.

Ἀλλά ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός ἀποκαλύπτει καί τήν πραγματική φύση τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, καί εἶναι γνωστό ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα βεβαιώνει μέ τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Πρόκειται γιά μιά ἀγάπη πού δέν εἶναι οἶκτος ἤ ἐλεημοσύνη, ἀλλά πραγματική φιλία, βαθύς δηλαδή σεβασμός καί ἐκτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατί ὁ Θεός, παρόλο πού μπορεῖ, δέ νικᾶ ὁ Ἴδιος μέ τή δύναμή Του τό θάνατο καί τό διάβολο, δέν χαρίζει συγκαταβατικά στόν ἄνθρωπο τή σωτηρία, ἀλλά γίνεται ἀληθινός καί πραγματικός ἄνθρωπος, ἔτσι ὥστε ἕνας ἄνθρωπος νά νικήσει τό θάνατο, γιά νά μποροῦν στή συνέχεια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά τόν νικήσουν. Ὑπομένει ὁ Θεός, ὡς ἄνθρωπος πού ἦταν, τούς ἐμπτυσμούς καί τούς κολαφισμούς, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά λάμψει στό ἀρχέγονο κάλλος του ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Πιλάτος τή Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τόν ταπεινωμένο Θεό, ἀναφωνεῖ τό ἀποκαλυπτικό: «Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος».

Ἀκόμα περισσότερο, ὁ Θεός συγκαταβαίνει, πεθαίνει ἀληθινά καί πραγματικά ὡς ἄνθρωπος πραγματικός πού ἦταν, καί ἀφοῦ ἦταν Θεός, ἀνασταίνεται. Καί ἔτσι μέσα στό Χριστό ἀνασταίνεται ὁ ἄνθρωπος. «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν... τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».Ὁ σκοπός συνεπῶς γιά τόν ὁποῖο πεθαίνει ὁ Θεός, γίνεται ἔτσι φανερό, ὅτι εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό σκοπό θέλει νά κάνει φανερό καί νά πιστοποιήσει ὁ Κύριος, ὅταν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό θάνατό Του περνάει ἀπό τή Βηθανία κι ἀνασταίνει τό Λάζαρο. «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός», τονίζει τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.

Ἀλλά ἤδη γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη προοπτική, στήν ὁποῖα προσπαθήσαμε νά τοποθετήσουμε τό θέμα μας, μᾶς ὁδηγεῖ στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος, τόν ἱστορικό δηλαδή καί πραγματικό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί φθάνοντας στόν πυρήνα βλέπουμε νά ξεπηδάει μπροστά μας καί ἡ λύση. Γιατί ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν πραγμάτων μᾶς παρουσιάζει μέ σαφήνεια ὡς ὀρθόδοξη ἀπάντηση στό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα τῆς χαρμόσυνης ἀγγελίας τῆς σωτηρίας. Ἀκριβέστερα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. «Εἰ γάρ νεκροί οὐκ ἐγείρονται», διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «μάταια ἡ πίστις ἡμῶν». «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ πανηγυρισμό: Κανείς πλέον ἄς μή θρηνεῖ γιά ἁμαρτίες καί πταίσματα.«συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον.ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Πλέον «ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι».

Ἀπό τό ὕψος αὐτό τῆς ἀληθινῆς καί πραγματικῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁλόκληρη ἡ προβληματική τῶν φιλοσόφων καί τῶν θεολόγων τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ γίνεται φανερό πώς βρίσκεται σέ δεύτερη μοίρα. Εἴδαμε πράγματι, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς σχολῆς αὐτῆς μιλοῦν ὄχι γιά τόν ἱστορικό θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά τό θάνατο μιᾶς ἰδέας περί τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι γι᾽ αὐτούς ἕνα λεκτικό τέχνασμα, πού χρησιμοποιεῖται γιά νά καλύψει τήν ὄζουσα πραγματικότητα, πού, ὅπως μᾶς ἔδειξε ἡ σύντομη μελέτη τῶν κειμένων τους, εἶναι καί γι᾽ αὐτούς τούς ἰδίους ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά τό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, πού δέν εἶναι μιά ἰδεολογία ἤ μιά φιλοσοφία, ἀλλά μιά πραγματική ἱστορία, εἶναι ὁ πραγματικός καί ἱστορικός θάνατος τοῦ Θεοῦ, πού φέρνει ἀκριβῶς τήν πραγματική καί ἱστορική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ δέ Ἰησοῦς... κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τό πνεῦμα. Καί ἰδού τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, καί ἡ γῆ ἐσχίσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη καί ἐξελθόντα ἐκ τῶν μνημείων εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς».

Ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ νά κηρύξει πολύ πιό πραγματικά ἀπό τούς ἀθέους τό θάνατο τοῦ Θεοῦ. Τήν Μ. Παρασκευή στόν Ἐπιτάφιο οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί γιορτάζουν ἀληθινά καί πραγματικά αὐτό τό θάνατο. Ἀλλά τό θαῦμα τῆς Μ. Παρασκευῆς εἶναι ὅτι οἱ πιστοί κηδεύοντας τό Θεό πανηγυρίζουν τή νέκρωση τοῦ θανάτου καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Τέτρωται Ἅδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν. Καί στένει πυρί θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων, Λυτρωτά, ὁ Θεός εὐλογητός εἶ». «Σύ γάρ τεθείς ἐν τάφῳ κραταιέ, ζωαρχική παλάμῃ τά τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καί ἐκήρυξας τοῖς ἀπ᾽ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος». Ὁ Χριστός λοιπόν πέθανε πραγματικά, ἀλλά πέθανε γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ πού βρίσκεται, μέσα στή φθορά καί τό θάνατο, μέσα στήν ὀδύνη καί τήν ἀπογοήτευση, μέσα στό ἀνόητο καί τό παράλογο, καί νά τόν ἀναστήσει.

Ἄν δέν πέθαινε, ἡ σάρκωσή του δέν θά ἦταν πλήρης, θά ἦταν φαινομενική. Ἀλλά πέθανε πραγματικά, γιατί πῆρε στά σοβαρά τή θνητή κατάστασή μας. Γιατί ἔγινε σέ ὅλα τά σημεῖα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅ,τι εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τό Θεό, ἐκτροχιάστηκε στό κενό καί ἐξαφανίστηκε μέσα στήν ἁμαρτία. Καί ὁ Θεός κενώνεται μέσα στό χῶρο τῆς ἁμαρτίας, φοράει ἀναμάρτητα ὡς σάρκα του τή σάρκα τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἁγιάζει. Χύνεται σάν μύρο στό βόρβορο τῆς δυσωδίας καί μετατρέπει τή δυσωδία σέ εὐωδία. Ζεῖ τήν ἁπλή καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δίνει νόημα, τή γεμίζει ἀπό τήν αἰωνιότητα. Ἐργάζεται χειρωνακτικά γιά νά φανερώσει ὅτι καί ἡ πιό μονότονη καθημερινή δουλειά ἔχει αἰώνιο σκοπό καί περιεχόμενο. Ὑποφέρει, θλίβεται, ἀγωνιᾶ γιά νά μή μείνει κανένα τμῆμα καί καμιά μορφή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού νά μή τήν ἔχει ὁ Ἴδιος ζήσει. Καί, ὁλοκληρώνοντας αὐτή τή συμμετοχή στά ἀνθρώπινα, φθάνει ὥς τό θάνατο. Γιατί θέλει νά εἶναι κοντά μας ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόμαστε. Ἔτσι, ἄν βρεθοῦμε στή χειρότερη ἀπελπισία, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀπελπισία. Ἄν βρεθοῦμε στήν ἀγωνία, ὁ Χριστός εἶναι πάλι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀγωνία. Ἄν βρεθοῦμε σέ ἐγκατάλειψη καί μοναξιά, μποροῦμε νά ξέρουμε πώς κανείς δέν ὑπῆρξε περισσότερο μόνος ἀπό Αὐτόν πού ἔνιωσε πάνω στό Σταυρό νά τόν ἐγκαταλείπει ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας του. Ὅσο χαμηλά καί νά κατεβοῦμε, ὅσο καί νά ξεπέσουμε, ὁ Χριστός εἶναι κάτω ἀπό μᾶς, ἀφοῦ βρίσκεται στόν Ἅδη. Ἀκόμα κι ἄν πεθάνουμε, μέσα στό χάος τοῦ θανάτου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός.

Γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἀπογοήτευση, ἀλλά ἡ παρηγοριά καί ἐλπίδα τῶν πιστῶν. «Ὁ Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή καί ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου». Καί τό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται ἔτσι τό καύχημα, ἡ νίκη καί ἡ δόξα ὄχι τῶν ἀπίστων, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός πέθανε, ἀλλά ὁ Χριστός ἀνέστη. Μιά Κυριακή πρωί στήν Ἰερουσαλήμ ἐπί Ποντίου Πιλάτου ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ Χριστός. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ὁ Χριστός ἀναστάς συνέτριψε τά δεσμά τῆς φθορᾶς καί ἐλευθέρωσε τόν αὐτοδεσμώτη ἄνθρωπο, νέκρωσε τό κεντρί τοῦ θανάτου καί χάρισε στόν ἄνθρωπο τή ζωή. Γκρέμισε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα», ἔφερε στό θάνατο τή ζωή, στό χρόνο τήν αἰωνιότητα, στή γῆ τόν οὐρανό, στόν ἄνθρωπο τό Θεό, «πάντα ἀναμίξ γέγονε».

Ἀφοῦ ὅμως ἡ ἀνάσταση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάσταση ὄχι μονάχα τῆς ψυχῆς, μά καί τοῦ σώματός του, εἶναι φυσικό νά ἀκολουθεῖται καί ἀπό τήν ἀνάσταση τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πολιτισμοῦ, καί μαζί καί τῆς κτίσης, πού εἶναι ἡ προέκταση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ , τό Ἅγιο Πνεῦμα ξεχύνεται σέ ὁλόκληρη τήν κτίση, τό ψωμί καί τό κρασί μετατρέπονται σέ Σῶμα καί σέ Αἷμα Χριστοῦ. Σπάζουν οἱ περιορισμοί τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου, ἀρχίζει ὁ καινούργιος λειτουργικός χρόνος καί ὁ καινούργιος λειτουργικός χῶρος, ἐγκαινιάζονται οἱ καιροί τῶν ἐσχάτων.

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια. Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».
«Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἰερουσαλήμ. Ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Σιών. Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου».

Τό ὅτι πέθανε λοιπόν ὁ Θεός ἔγινε φανερό πώς σημαίνει γιά τήν Ὀρθοδοξία ὅτι ἀνέστη ὁ ἄνθρωπος καί καθετί πού δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἔχει νόημα καί ἐνδιαφέρον, ὅτι γίνεται ὡραία καί ἀθάνατη ἡ ζωή.
πηγή:http://www.agiazoni.gr/article.php?id=16610637152858488570&PHPSESSID=0d584a3bc3a5586398997f55504b17df

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Σταυρου Λυγερού:Η πολιτεία, τα κενά και η Χρυσή Αυγή


Η πολιτεία, τα κενά και η Χρυσή Αυγή (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 14.9.2012)
Tου Σταυρου Λυγερου
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό της Χρυσής Αυγής ανεβαίνει. Οι Ελληνες δεν έχουν προσβληθεί από κάποιον μυστηριώδη ακροδεξιό ιό. Υπάρχουν αιτίες, που μία μέχρι πρότινος περιθωριακή οργάνωση έχει τέτοια απήχηση. Και οι αιτίες είναι η παράνομη μετανάστευση, η διάσπαρτη εγκληματικότητα και η διάχυτη ανομία.Οσοι νομίζουν ότι με τις καταγγελίες περί ναζιστών, ταγμάτων εφόδου κ. λπ. θα ανασχέσουν το λαϊκό ρεύμα υπέρ της Χρυσής Αυγής πλανώνται. Η πολιτεία αφήνει επικίνδυνα κενά. Η φύση και η ζωή, όμως, απεχθάνονται τα κενά. Η Χρυσή Αυγή δεν κερδίζει έδαφος στην κοινωνία με ιδεολογικούς όρους. Το κερδίζει, επειδή καλύπτει με τον δικό της βίαιο και απεχθή τρόπο τα κενά.Εδώ και χρόνια, οι κάτοικοι των αθηναϊκών συνοικιών που έχουν μετατραπεί σε άτυπα γκέτο, διαμαρτύρονται για τη ραγδαία επιδείνωση της καθημερινότητάς τους. Οι δραματικές εκκλήσεις τους προς τον δήμο, την κυβέρνηση και τα κόμματα, όμως, δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Ακόμα χειρότερα, αντιμετωπίζονταν σαν ρατσιστές!Είναι πολιτικά ανήθικο, όμως, φιλελεύθεροι αστοί και εύποροι αριστερίζοντες, από την απόσταση ασφαλείας των βορείων προαστίων, να κουνάνε το δάκτυλο και να παραδίδουν αντιρατσιστικά μαθήματα σ’ αυτούς που βιώνουν εφιάλτη. Είναι ανέξοδο και εύκολο να πουλάς ανθρωπισμό, όταν δεν υφίστασαι τις επιπτώσεις, όταν η μόνη σχέση σου με τους παράνομους μετανάστες είναι να τους χρησιμοποιείς ως υπηρετικό προσωπικό. Αυτού του είδους οι αντιρατσιστικές κορώνες το μόνο που καταφέρνουν είναι να τροφοδοτούν πολιτικά τη Χρυσή Αυγή.Ενώ η πολιτεία ολιγωρούσε για να μην ενοχλήσει εργοδότες που χρησιμοποιούσαν «μαύρη εργασία», ενώ τα αριστερά κόμματα στρουθοκαμήλιζαν στις ιδεοληψίες τους, η Χρυσή Αυγή έκανε ακτιβισμό. Ετσι ο Νίκος Μιχαλολιάκος το 2010 απέσπασε στον Δήμο Αθηναίων 5,3% και στις προβληματικές συνοικίες μέχρι και 20%. Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, λοιπόν, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.Υποκαθιστώντας την πολιτεία στη Ραφήνα και αλλού, η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται προστάτης των νομίμων εμπόρων, οι οποίοι υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό από το εκτεταμένο παρεμπόριο. Την ίδια ώρα που η πολιτεία κωφεύει στις διαμαρτυρίες τους, αλλά τους φορτώνει με πρόσθετα φορολογικά βάρη. Προφανώς, οι χρυσαυγίτες διέπραξαν το αδίκημα της αντιποίησης αρχής και πρέπει να δικασθούν. Στη συνείδηση ενός ολοένα και μεγαλύτερου ακροατηρίου, όμως, η πράξη τους είναι δικαιωμένη. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό.Παλαιότερα, λαϊκοί άνθρωποι, όταν ένιωθαν ότι αδικούνται, απειλούσαν με καταγγελία στους «τηλεοπτικούς εισαγγελείς» που τότε δέσποζαν στα κανάλια. Η κάθε είδους υποκατάσταση της πολιτείας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υφίσταται αξιόπιστο κι αποτελεσματικό Κράτος Δικαίου. Οι θεσμοί υπάρχουν, αλλά, όπως λειτουργούν, διά παραλείψεως τροφοδοτούν την κάθε είδους ανομία.Οσο η πολιτεία θα αφήνει κενά κι όσο η κρίση θα απαξιώνει το κατεστημένο πολιτικό και μιντιακό σύστημα, το ακροατήριο της Χρυσής Αυγής θα μεγαλώνει. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και όσοι επιχειρούν να συνδέσουν την άνοδό της με το ιδεολογικοπολιτικά αδέσποτο κίνημα των «Αγανακτισμένων» για άλλη μια φορά καταφεύγουν σε φθηνές προπαγανδιστικές ερμηνείες.

ΠΗΓΗ:http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics
_1_14/09/2012_461301

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Ν.ΓΚΡΟΣ :Να περιορίσουμε τις εισαγωγές με υψηλή φορολογία

Η κρίση  θέτει ως αδήριτη αναγκαιότητα  να περιορίσουμε τις εισαγωγές και να ενισχύσουμε την εγχώρια παραγωγή.Η αύξηση της φορολογίας σε ορισμένα εισαγόμενα  προϊόντα  προτείνεται από τον διευθυντή του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ντάνιελ Γκρός.  Προφανώς κάτι τέτοιο δείχνει την τουλάχιστον καταστροφική επιπολαιότητα των λεγόμενων "ανοικτών συνόρων" , που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις τα προηγούμενα χρόνια.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ :9.9.2012
«Μειώστε άμεσα τις εισαγωγές»
Του ανταποκριτή μας στις Bρυξέλλες Νικου Χρυσολωρα

Η εμμονή τόσο της τρόικας όσο και της ελληνικής κυβέρνησης στη μείωση του
 δημοσιονομικού ελλείμματος είναι λανθασμένη, σύμφωνα με τον επιφανή
 οικονομολόγο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντή του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής 
Πολιτικής (CEPS), στις Βρυξέλλες. Σε συνομιλία του με την «Κ», στο περιθώριο
 εκδήλωσης του Ινστιτούτου Bruegel, ο κ. Γκρος τόνισε ότι το μεγάλο πρόβλημα 
της χώρας είναι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η συνεχιζόμενη 
ύπαρξη του οποίου αποδεικνύει στις αγορές ότι η χώρα μας δεν μπορεί να τα βγάλει
 πέρα μόνη της. Το γεγονός ότι το ισοζύγιο παραμένει ελλειμματικό μετά τόσα χρόνια 
ύφεσης στη χώρα αποτελεί μυστήριο για τον κ. Γκρος, ο οποίος αναφέρεται στο
 παράδειγμα των Βαλτικών χωρών και της Βουλγαρίας, που κατάφεραν να το μηδενίσουν
 σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αν η Ελλάδα αποκτήσει πλεονασματικό ισοζύγιο 
τρεχουσών 
συναλλαγών, τότε θα ανοίξει ο δρόμος επιστροφής στις αγορές, ανεξάρτητα από 
καθυστερήσεις 
στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, εκτιμά ο κ. Γκρος. Το πρόβλημα είναι ότι, 
λόγω 
της συμμετοχής στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα δεν μπορεί να βάλει δασμούς. Ωστόσο, 
ο στόχος 
μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επιβολής έκτακτων και υψηλότατων φόρων
 πολυτελείας και 
κατανάλωσης σε αγαθά, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι προέρχονται 
κυρίως
 από το εξωτερικό (π.χ., ηλεκτρονικά, ηλεκτρικά είδη, οχήματα κ.λπ.). Αν οι φόροι είναι
 έκτακτοι και εξαγγελθεί η σταδιακή μείωσή τους τα επόμενα χρόνια, τότε το αποτέλεσμα στο 
εμπορικό έλλειμμα θα είναι άμεσο και δραματικό, αφού οι φορολογούμενοι θα
 αναστείλουν τις αγορές, αναμένοντας τις μελλοντικές μειώσεις τιμών.Η πρότασή
 του αποτελεί ουσιαστικά «μίμηση» των αποτελεσμάτων που θα είχε η εισαγωγή 
της δραχμής, χωρίς τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Αν και η έμμεση αυτή υποτίμηση 
θα δημιουργούσε πληθωριστικές πιέσεις και θα είχε δραματικές επιπτώσεις σε όσους 
εμπορεύονται ξένα αγαθά, ο κ. Γκρος τη θεωρεί αναγκαία, προκειμένου να ενισχυθεί
 η εγχώρια παραγωγική βάση και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών στις 
προοπτικές της χώρας. Μολονότι Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα κοινωνικής έκρηξης στην
 Ελλάδα και πάλι ο κ. Γκρος θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να μπει «πάτος στο βαρέλι» για να
 καταλαγιάσει η αναταραχή στην κοινωνία, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον
 μηδενισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. «Η δραστική μείωση των ταξιδιών
 Ελλήνων στο εξωτερικό θα βοηθούσε επίσης στην επίτευξη του στόχου», καταλήγει 
χαμογελώντας ο κ. Γκρος, ο οποίος προβλέπει πάντως ότι η ανάκαμψη θα είναι σταδιακή 
και χρονοβόρος διαδικασία.προειδοποιεί ότι η τρόικα θα ενέγειρε αντιστάσεις σε μία τέτοια
 πρόταση, εκτιμά ότι τελικά θα γινόταν αποδεκτή ως αναγκαία.Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα
 κοινωνικής έκρηξης στην Ελλάδα και πάλι ο κ. Γκρος θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να 
μπει «πάτος στο βαρέλι» για να καταλαγιάσει η αναταραχή στην κοινωνία, κάτι που 
μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον μηδενισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 
«Η δραστική μείωση των ταξιδιών Ελλήνων στο εξωτερικό θα βοηθούσε επίσης στην
 επίτευξη του στόχου», καταλήγει χαμογελώντας ο κ. Γκρος, ο οποίος προβλέπει
 πάντως ότι η ανάκαμψη θα είναι σταδιακή και χρονοβόρος διαδικασία.

ΠΗΓΗ:http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_
politics_2_
09/09/2012_494999


Σ.Μοσκόβου: Ένας Έλληνας στη Γερμανία




του Σπύρου Μοσκόβου ( *  Δημοσιογράφος της DW-Head of Greek Service  )

Περνούσε τα πρωινά στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης κρατώντας σημειώσεις σε αναρίθμητα δελτία. Τις νύχτες κοιμόταν στη σοφίτα του φίλου του Henning, αρχιτέκτονα παντρεμένου με Ελληνίδα. Ανάμεσα στη δουλειά και στην ανάπαυση καθόταν στο οινοπωλείο «Florian» για να πιει και να συζητήσει με τους φίλους: δικηγόρους, εκδότες, δημοσιογράφους, όχι όμως φιλοσόφους. Με τα χρόνια, τα δελτία γίνονταν βιβλία και οι συναναστροφές στέρεες φιλίες. Συνδύαζε τους τρόπους ενός ευπατρίδη με την ανεμελιά ενός μποέμ, την επιβαλλόμενη από τις όποιες περιστάσεις φιλοφροσύνη με μια διαπεραστική δηκτικότητα. Θυμάμαι πόσο άβολη του φαινόταν η γραβάτα που είχε αγοράσει ειδικά για την τελετή απονομής του μεταλλίου Goethe στη Φραγκφούρτη το 1991. Απείχε συνειδητά των πανεπιστημιακών κυάμων, έστω και αν υπήρξε διαπρεπής ιστορικός των ιδεών στον γερμανόφωνο χώρο. Ο Παναγιώτης Κονδύλης προτιμούσε να συρρικνώνει την ανθρώπινη και επιστημονική παρουσία του σε μία μόνο λιτή βιογραφική αναφορά: «Συγγραφέας. Ζει στη Χαϊδελβέργη και στην Αθήνα». Και όταν του ζήτησαν μια φωτογραφία για τα Πεπραγμένα του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών στο Βερολίνο, του οποίου υπήρξε εταίρος τη χρονιά 1995-96, τους έστειλε τη σημείωση: «Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω ποια σχέση έχει η εξωτερική εμφάνιση ενός ερευνητή με το αποτέλεσμα των ερευνών του». Ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε το τελευταίο έργο του ανολοκλήρωτο και τους φίλους αποσβολωμένους. Ο πρώτος τόμος της ατελούς κοινωνικής οντολογίας του, ένα χειρόγραφο χιλίων σελίδων, θα πρέπει να φθάσει τώρα στον γερμανό εκδότη του χωρίς τη συνοδεία του συγγραφέα.
Ηταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ο διάσημος εγελιανός Dieter Henrich, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, παρελάμβανε ταχυδρομικά ένα εκτενές κείμενο για τη γένεση της διαλεκτικής με την υπογραφή Παναγιώτης Κονδύλης. Ούτε του περνούσε από το μυαλό ότι ένας Ελληνας θα ήταν σε θέση να διαφωτίσει τις σκολιές οδούς του γερμανικού ιδεαλισμού. Πήρε παρ’ όλα αυτά το χειρόγραφο μαζί του στις διακοπές του στην Ελλάδα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες έμεινε έκθαμβος με την ουσιαστική γνώση του φιλοσοφικού αντικειμένου, την άριστη χρήση της γερμανικής και τη συνδυαστική ικανότητα του νεαρού επιστήμονα. Ο Παναγιώτης Κονδύλης σπούδασε τελικά στη Χαϊδελβέργη και το χειρόγραφο εκείνο εξελίχθηκε στη διδακτορική διατριβή του, που εκδόθηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο «Η γένεση της διαλεκτικής. Ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης των Holderlin, Schelling και Hegel ως το 1802».
Με την εμβρίθεια της γνώσης του όμως και τη σαρκαστική δεινότητά του ο Κονδύλης δεν είχε ενθουσιάσει μόνο, είχε ενοχλήσει κιόλας τους ιεροφάντες του γερμανικού ιδεαλισμού στη Χαϊδελβέργη. Η συνέπεια ήταν να βαθμολογηθεί η διατριβή του απλώς με magna cum laude. Η δημοσίευσή της ωστόσο το 1979 στον εκδοτικό οίκο της Στουτγάρδης Klett-Cotta, με τη βοήθεια του καθηγητή της Ιστορίας Werner Conze, τον καθιέρωσε πανηγυρικά στην επιστημονική κοινότητα. Οι αντιδράσεις που είχε προκαλέσει στη Χαϊδελβέργη η εξαιρετική περίπτωση Κονδύλη διαφαίνονται ακόμη πίσω από τις ξεθυμασμένες φωνές των επιφανών γερόντων στο τηλέφωνο. Ο καθηγητής Dieter Henrich ζει σήμερα στο Μόναχο. «Ο Κονδύλης», λέει, «δεν μου συγχώρησε ποτέ τη μέτρια βαθμολογία, πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος. Στην πραγματικότητα, η δύναμή του δεν βρισκόταν στην ανάπτυξη ενός αυτόνομου φιλοσοφικού στοχασμού όσο στον εντοπισμό συναφειών στη σκέψη άλλων, στη διάγνωση τάσεων και στη δημιουργία συνθέσεων. Στα προφορικά εξάλλου είχε εξετασθεί στον Πλάτωνα και δεν είχε πάει καλά. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, κατείχε τη γερμανική φιλοσοφία καλύτερα από την ελληνική». Ο καθηγητής Michael Theunissen ζει σήμερα στο Βερολίνο. «Ο Henrich», θυμάται, «δεν συμφωνούσε καθόλου με την ένταξη του Schelling στην ιστορία της διαλεκτικής. Αργότερα όμως ασπάσθηκε την άποψη του μαθητή του. Θαύμαζα τον Κονδύλη όχι μόνο για τις φιλοσοφικές συλλήψεις του αλλά και για τη συνέπεια με την οποία απαρνήθηκε το πανεπιστήμιο».
Το πιθανότερο είναι ότι η απόφαση του Κονδύλη να δράσει έξω από το πανεπιστήμιο συνιστά την εκλογίκευση της απογοήτευσής του από αυτό. Λίγο μετά τις αμυχές της Χαϊδελβέργης απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του ως τακτικού καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η παραπομπή του στις ελληνικές καλένδες έγινε με «ήπιο τρόπο», όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίας 19 καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής στις 27 Μαρτίου 1981. Ενώ η εισηγητική έκθεση του έδινε το προβάδισμα έναντι πέντε συνολικά υποψηφίων, η όλη συζήτηση εστιάσθηκε στην ανατροπή αυτής της υπεροχής. Με εξαίρεση τον Θεόφιλο Βέικο, ο οποίος τον υπερασπίζεται, η εξαιρετική ποιότητα των εργασιών του Κονδύλη ξενίζει και δημιουργεί αντιστάσεις. Οι πιο ζηλότυποι καθηγητές κάνουν λόγο για «μικρό έργο» και «επικίνδυνα παρατεινόμενη νεανική τάση», οι πιο ψύχραιμοι επικαλούνται «το γεγονός ότι το επιστημονικό του έργο δεν καλύπτει το περιεχόμενο της έδρας», οι πιο αβέβαιοι παραπονούνται ότι «δυστυχώς δεν έχομεν ακόμη κριτικές ξένων διά την διατριβήν αυτήν». Οι πιο ευσυνείδητοι, τέλος, επιφυλάσσονται να τον ψηφίσουν κάποτε άλλοτε ως έκτακτο καθηγητή. Τα προσχήματα σώζονται με την απόρριψη όλων των υποψηφίων. Για τον Κονδύλη άνοιγε χωρίς αυταπάτες πλέον ο στίβος της ελεύθερης πνευματικής δημιουργίας.
Η δεκαετία του ’80 ήταν για τον Κονδύλη η περίοδος των μεγάλων ιστορικών αναδιφήσεων και συνθέσεων. Το 1981, δύο μόλις χρόνια μετά τη δημοσίευση της διατριβής του, ακολουθεί ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός», μια νέα συνολική παρουσίαση της επέλασης του ορθού λόγου στη νεότερη σκέψη, την οποία ο συγγραφέας περιγράφει ως παλινόρθωση της αισθητηριακής εμπειρίας και βαθμιαία κρίση των ως τότε παραδεδεγμένων αξιών. Ο Κονδύλης αναδεικνύει την ικανότητά του να σκηνοθετεί δραματικά την ιστορία των ιδεών και στη Γερμανία το έργο του αυτό τοποθετείται δίπλα στην αισιόδοξη σύλληψη του Διαφωτισμού από τον Ernst Cassirer και την πιο σκεπτικιστική των Horkheimer και Adorno. Παράλληλα, ο Κονδύλης υπερισχύει πια οριστικά έναντι των όποιων πανεπιστημιακών αμφισβητιών του
Η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» έκλεινε τότε ως εξής τη βιβλιοκρισία της: «Γιατί είναι ένας έλληνας εξωπανεπιστημιακός συγγραφέας που παρουσιάζει αυτή τη μεγάλη σύνθεση για τον Διαφωτισμό; Μήπως το καθημερινό μας πανεπιστημιακό γίγνεσθαι με την υπερβολική εξειδίκευση παρεμποδίζει τη συνθετική σκέψη; Οι πνευματικές επιστήμες οφείλουν να καταδείξουν τις συνάφειες των επιμέρους γνώσεων και να υποδείξουν νέες εννοιακές προοπτικές. Μόνο έτσι θα ήταν συνεπείς προς την κληρονομιά του Διαφωτισμού».
Στο μεταξύ ο Κονδύλης εξελισσόταν όλο και σαφέστερα σε έναν κριτικό, σε έναν σκεπτικιστή της ίδιας της φιλοσοφίας· ενδεικτικό αυτής της πορείας ήταν το βιβλίο του «Ισχύς και απόφαση» (1984). Μαθητής του Διαφωτισμού με την ευρεία έννοια, κατευθύνει το βλέμμα όχι στο εσωτερικό των κοσμοειδώλων αλλά στους όρους γένεσής τους, για να αποκαλύψει έτσι τη συγκεκριμένη λειτουργία τους και να αμφισβητήσει τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο όνομά τους. Ανάγει τις υποτιθέμενες αντικειμενικές κοσμοεικόνες σε υποκειμενικά και συμφεροντολογικά κίνητρα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να μεθερμηνεύει κατά τρόπο δεσμευτικό για τους άλλους τους αντικειμενικούς, υποτίθεται, θεσμούς». Στη συνέχεια, το διαφωτιστικό νυστέρι του Κονδύλη αναλαμβάνει να φέρει κάποια τάξη στη χρήση όρων όπως συντηρητικός και φιλελεύθερος ή σοσιαλιστής και δημοκράτης, όταν έχουν εκλείψει πια οι κοινωνιολογικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις της παραγωγής τους. Με την ογκώδη μελέτη του «Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή» (1986) τοποθετεί τον γερμανικό συντηρητισμό στα ιστορικά πλαίσιά του και στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενά του. Το συμπέρασμά του: ο συντηρητισμός ήταν η αντίδραση των ευγενών τάξεων στη βαθμιαία προώθηση της αστικής, οι τελευταίοι συντηρητικοί συνασπίσθηκαν με τους φιλελευθέρους μετά την επανάσταση του 1848 σε μια κοινότητα ιδιοκτησιακών συμφερόντων. Στη Γερμανία η εργασία αυτή του Κονδύλη προκάλεσε εντύπωση ως προσπάθεια να τοποθετηθούν οι γερμανικές εξελίξεις μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιό τους και να περιγραφεί η Γερμανία ως χώρα που μόνο προσωρινά ακολούθησε έναν άλλο δρόμο από αυτόν της υπόλοιπης Δύσης.
Το βιβλίο του Κονδύλη που δίχασε κυριολεκτικά την κριτική στη Γερμανία ήταν η «Θεωρία πολέμου» (1988), μια νέα ερμηνεία των απόψεων του πρώσου στρατηγού Clausewitz για τον πόλεμο, με την προσπάθεια να απαλλαγεί η κατανόησή του από μεταγενέστερες αξιολογήσεις για τη σημασία της ειρήνης, από επίκαιρες κρίσεις για το απευκταίο ενός πυρηνικού πολέμου. «Σήμερα τον πόλεμο μπορεί κανείς να τον σκεφθεί αλλά όχι να τον διεξαγάγει», είχε συμπεράνει ο Raymond Aron στη δική του μελέτη για τον Clausewitz «Penser la Guerre». Η εκδοχή του Κονδύλη, βάσει της οποίας πολιτική και πόλεμος υπακούουν στην ίδια εσωτερική νομοτέλεια της διένεξης, συζητήθηκε σε αντιπαράσταση με την εκδοχή του Aron για να επευφημηθεί ως «επανάσταση στην ερμηνεία του Clausewitz», αλλά και να απορριφθεί ως «φιλοπόλεμη ανάγνωση, απογοητευτική για τη γραφίδα ενός από τους πολλά υποσχόμενους νέους ιστορικούς της φιλοσοφίας». Στην πραγματικότητα, ο Κονδύλης, συνεπής με τη μέθοδό του, είχε προσπαθήσει να αποκαταστήσει τη θεωρία του Clausewitz και να την απελευθερώσει από τις εκ των υστέρων παρεμβάσεις εναρμόνισής της με το «πολιτικώς ορθόν», προκαλώντας έτσι τους θεματοφύλακες μιας ευρύτερης, αριστερίζουσας και ειρηνιστικής συναίνεσης. Ηταν σαφές ότι ο Κονδύλης ωθούνταν στη δεύτερη φάση της δημιουργίας του, στη διάγνωση του παρόντος, έστω κι αν το 1990 μεσολάβησε ένα ακόμη πόνημα ιστορικής σκληραγωγίας, η «Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη». Ο συγγραφέας αμφισβητεί τη βεβαιότητα ότι η κριτική της μεταφυσικής είναι προϊόν του 19ου αιώνα και αναζητεί τις ρίζες της πολύ πριν, στον νομιναλισμό και στον ανθρωπισμό από τον 14ο ως τον 16ο αιώνα.
Η δεκαετία του ’90 είναι η κατ’ εξοχήν πολιτική φάση στη δημιουργία του Κονδύλη, μεταξύ άλλων και με την τακτική αρθρογραφία του από τις στήλες της «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Είναι η περίοδος των διαγνωστικών συνθέσεων του σήμερα: της «Παρακμής του αστικού πολιτισμού» (1991) και της «Πλανητικής πολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (1992). Ο Κονδύλης περιγράφει το τέλος της αστικής εποχής ως έκπτωση ενός συνθετικού – εναρμονιστικού σχήματος που εξισορροπούσε την ατομικότητα μέσα στο σύνολο και διαγράφει την κατίσχυση της μαζικής δημοκρατίας ως επικράτηση του νέου αναλυτικού – συνδυαστικού σχήματος. Η ποίηση χειραφετείται από το νόημα, το μυθιστόρημα διαλύει την προσωπικότητα στα συστατικά της, η λογική ηττάται από τις δυνάμεις του ασυνείδητου, η ζωγραφική αποσυνθέτει χρώματα και μορφές στα ελάχιστα στοιχεία τους ως ελεύθερες παραλλαγές, η μουσική παραδίδεται στο αλεατορικό παιχνίδι. Η τεχνολογία εκτινάσσει την παραγωγή σε δυσθεώρητα ύψη, η κοινωνία για πρώτη φορά έχει να αντιμετωπίσει όχι την έλλειψη αλλά την περίσσεια αγαθών και για την κατανάλωσή τους οι μάζες παραδίδονται σε έναν πρωτοφανή ηδονισμό. Οι μάζες των δυτικών κοινωνιών εννοείται. Γιατί οι μάζες του Τρίτου Κόσμου καιροφυλακτούν να απολαύσουν και αυτές το υλικό αντίτιμο των «καθολικών ανθρώπινων δικαιωμάτων» που τους προπαγανδίζει η πλούσια Δύση. Πίσω από τη φαινομενικά ψυχρή εξέταση των δεδομένων κοχλάζει η δυσφορία του Κονδύλη για την κοινωνία τού «anything goes». Το απόσταγμα αυτής της ενδιάθετης πικρίας του το κατέθεσε και στην πολιτική αρθρογραφία του των τελευταίων χρόνων, καταγγέλλοντας ως φενάκη τους κοπετούς της Δύσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προοιωνιζόμενος για τον επόμενο αιώνα σκληρές συγκρούσεις για την ανακατανομή του επίγειου πλούτου, στηλιτεύοντας τη γερμανική Αριστερά για επιπόλαιο κοσμοπολιτισμό, ενώ επί της ουσίας έχει συμβιβασθεί απόλυτα με τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς, και τη γερμανική Δεξιά για αθεράπευτο επαρχιωτισμό. Συνολικά, ο τομέας δράσης του Κονδύλη στο φιλοσοφικό, στο ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο ήταν η αναντιστοιχία ανάμεσα στο είναι και στο δέον, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις αυταπάτες της σκέψης. Το κενό που αφήνει η αδόκητη αναχώρησή του διατυπώθηκε με τον πιο εύστοχο τρόπο στο τελευταίο κατευόδιο της «Berliner Zeitung»: «Με τον έλληνα φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη η Γερμανία χάνει έναν από τους σημαντικότερους κληρονόμους και εκτελεστές της πνευματικής παράδοσης της».
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, 15.11.1998
και http://kondylis.wordpress.com/tag/%ce%bc%cf%8c%cf%83%ce%ba%ce%bf%ce%b2%ce%bf%cf%82/

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Τρεις συγγραφείς - τέσσερα βιβλία




ΡΗΞΗ τεύχος 87 

Μπροστά στις καλοκαιρινές διακοπές οι εφημερίδες συνηθίζουν να δημοσιεύουν αφιερώματα , στα οποία προτείνουν  διάφορα βιβλία , συνήθως αυτά που έχουν εκδοθεί πιο πρόσφατα. Φυσικά ο αναγνώστης δεν είναι απαραίτητο να τους ακολουθήσει ,διότι σε πολλές περιπτώσεις έργα που έχουν εκδοθεί παλαιότερα μπορεί να διατηρούν την σημασία τους και το ενδιαφέρον , παρά τον χρόνο που έχει κυλήσει.
Στο τελευταίο καλοκαιρινό διάστημα ανάμεσα στα έργα που διαβάσαμε , ξεχωρίσαμε τα ακόλουθα .
Ξεκινώ με το έργο του ψυχίατρου Ιωάννη Τσέγκου «Ο Ψυχιατρικός Κοινοτισμός :Στάσεις και Αποστάσεις στο σύγχρονο ψυχοθεραπευτικό γίγνεσθαι »(σελ.304) , που εκδόθηκε από τον «Αρμό» .Ο Ι.Τσέγκος είναι ευρύτερα  γνωστός για τις προσπάθειες που κάνει για την διάσωση της ελληνικής γλώσσας  με την ανάδειξη της καίριας σημασίας που έχει η προσήλωση στην ιστορική ορθογραφία και το πολυτονικό. Στα κοινά είναι από παλαιά δραστήριος και δείγμα αυτού είναι ότι ένας άλλος ψυχίατρος και  συγγραφέας , ο Μ.Μαρκίδης τον μνημονεύει ως αυτόν που γνώρισε τον Π.Κονδύλη  στην παρέα που παλαιότερα έκδωσε το περιοδικό Μαρτυρίες  και στην συνέχεια το περιοδικό Σημειώσεις. Το παρόν έργο , γραμμένο με επιστημονικό αλλά και γλαφυρό ύφος ,είναι  καρπός των σημαντικών  γνώσεων και της  πλούσιας εμπειρίας  που διαθέτει  , ο συγγραφέας , από τον χώρο της Ψυχιατρικής και της κοινωνικής δράσης ως πολίτης .Τον κοινοτισμό , που τον διακρίνει από τον ατομικισμό και τον κολεκτιβισμό , τον αξιολογεί  ως ένα μέρος της ελληνικής παράδοσης που μπορεί να δώσει απαντήσεις στα σημερινά ερωτήματα. Κατ’ αρχήν καταλήγει σε ένα συμπέρασμα για τον χαρακτήρα και τις δυνατότητες της «Θεραπευτικής κοινότητας», μάλλον απαισιόδοξο,  καθώς την χαρακτηρίζει ως αντίγραφο των προτεσταντικών σέχτων (σελ. 89), που αντί να «εμβαθύνει στην μελέτη και την χρήση της κοινωνικής διαστάσεως , με την έννοια του κοινωνείν , την οποία θα μπορούσε να καλλιεργήσει με τις μικρές ομάδες και ιδιαίτερα τις λεγόμενες αναλυτικές , προτιμά την επίδοση   σε ακτιβισμούς , την εξιδανίκευση του αυθορμητισμού και , κυρίως , την υποτίμηση  ή  και την απόρριψη , για    πολλούς και διάφορους λόγους , της αναγκαιότητας εκπαιδευμένων κοινοτικών θεραπευτών.»(σελ. 89).Η αναφορά που κάνει στον ελληνικό κοινοτισμό –ως σύστημα πολιτικό και κοινωνικό- εξαντλεί με μεθοδικότητα  την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Τελικά  τον τοποθετεί  ως μια σημαντική προυπόθεση ώστε να επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα οι δραστηριότητες των θεραπευτικών κοινοτήτων . Κλείνοντας μάλιστα , στα συμπεράσματα του έργου του , επισημαίνει : «Η κοινοτική ή προσωπική , ακριβέστερα θεραπεία πρέπει να λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν τον εκάστοτε κοινωνικό παράγοντα , την κουλτούρα και την παράδοση κάθε τόπου και περιοχής και να αποφεύγει ή να δυσπιστεί σε σχήματα εισαγόμενα από άλλους τόπους , πολιτισμούς και παραδόσεις. Εάν θέλουμε να ισχύσουν πραγματικές κοινοτικές αρχές στην ψυχιατρική , τουλάχιστον για εδώ , στην Ελλάδα , οι προυποθέσεις είναι εξαιρετικά ευνοϊκές , αρκεί να αποφασίσουμε να χρησιμοποιήσουμε την πλούσια , μακραίωνη , αλλά δυστυχώς αγνοημένη και από εμάς , ελληνική κοινοτική παράδοση.  »(σελ.275).
Δύο βιβλία του Γ.Ανδρειωμένου , τα οποία εκδόθηκαν από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη ,εμπλουτίζουν την βιβλιογραφία  μας για την μεταξική δικτατορία με την εξαντλητική αποδελτίωση των δύο σημαντικότερων προπαγανδιστικών της εντύπων. Το πρώτο με το τίτλο «Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση :Το  παράδειγμα του περιοδικού το Νέον Κράτος» (σελ. 350) εκτός από την εισαγωγή του συγγραφέα  έχει πλήρη αναφορά  στα περιεχόμενα και στην ύλη  καθώς και  καταλόγους με κριτήρια το θέμα και τον συγγραφέα. Την διεύθυνση του περιοδικού είχε ο Άριστος Καμπάνης , ενώ στην συντακτική επιτροπή συμμετείχαν οι καθηγητές της Νομικής ,Γ.Ματζούφας (γαμπρός του Μεταξά ) και ο Ν.Κούμαρος. Ο Καμπάνης μετά την εισβολή των Γερμανών θα συνεργαστεί μαζί τους , θα διευθύνει το περιοδικό των κατοχικών στρατευμάτων «Ο Εικοστός Αιών» και θα τους ακολουθήσει  κατά την υποχώρησή τους .Μετά την απελευθέρωση θα καταδικαστεί ως προδότης της πατρίδας και θα πεθάνει στο Ψυχιατρείο του Δαφνίου. Ανάμεσα στους αρθρογράφους του περιοδικού ήταν διανοούμενοι όπως ο Γρυπάρης , ο Χατζηκυριάκος- Γκίκας και άλλοι που στην συνέχεια θα στρατευθούν με την αριστερά όπως ο Α.Σικελιανός , ο Π.Λεκατσάς και η Ρίτα Μπούμπη- Παπά , αποδεικνύοντας ότι τα σύνορα ανάμεσα στις παρατάξεις , στην χώρα μας , δεν είναι αδιαπέραστα , ενώ οι μετατοπίσεις που σημειώνονται δεν έχουν απαραίτητα υστερόβουλα κίνητρα.Το  δεύτερο βιβλίο  του Γ.Ανδρειωμένου με τον τίτλο «Η νέα γενιά υπο καθοδήγηση :Το παράδειγμα του περιοδικού η Νεολαία (1938-1941)»( σελ.902) εκτός της εισαγωγής , περιέχει αναλυτική παρουσίαση περιεχομένων και ευρετήριο. Εδώ θα  δούμε ότι και οι ιδέες όπως και τα πρόσωπα κυκλοφορούν ανάμεσα στις παρατάξεις. Έτσι διαβάζουμε δημοσίευμα όπου το μεταξικό καθεστώς  προτείνει την κατάργηση των τόνων  ως αναχρονισμό  (σελ.72),ενώ σε άλλο σημείο προτείνεται η καύση των νεκρών (σελ. 73).Οι συνεργάτες  του περιοδικού χωρίζονται στους ιδεολόγους του καθεστώτος όπως ήταν η Σίτσα Καραϊσκάκη  η οποία θα συνεργαστεί με τους κατακτητές και σε όλους τους υπόλοιπους ,οι οποίοι άλλοι, όπως ο Τ.Καϊμη , ήταν πολιτικά ουδέτεροι , άλλοι όπως ο Γ.Βερίτης  τον βρίσκουμε να διαπρέπει  μεταπολεμικά  ως ποιητής στις ευσεβιστικές χριστιανικές οργανώσεις , ενώ τέλος μια ευάριθμη μερίδα , όπως ήταν ο Ν.Καζαντζάκης ,ο Στρατής Δούκας , ο Μ.Αυγέρης , ο Α.Βεάκης και η Σ.Μαυροειδή- Παπαδάκη η οποία θα γράψει τον ύμνο του ΕΛΑΣ. ,θα στρατευθεί τα επόμενα χρόνια δυναμικά με την αριστερά στις διάφορες κομματικές μορφές . Τέλος το βιβλίο της Γκόλφω Μαγγίνη «Για μια ερμηνευτική του Τεχνικού Κόσμου :από τον Χάϊντεγκερ στη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη» (Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 438) αποτελεί μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των εντυπωσιακών επιρροών που άσκησε και των ευρύτατων προβληματισμών που δημιούργησε  η κριτική ερμηνεία του  Χάϊντεγκερ στην Τεχνική και στην κυριαρχία της  πάνω στον κόσμο. Είναι ενδιαφέρον , ότι η ελληνική βιβλιογραφία σε μεγάλο βαθμό αγνοεί την σοβαρή συζήτηση που διεξάγεται ανάμεσα σε αυτούς που υιοθετούν την χαϊντεγκεριανή   ερμηνευτική και σε αυτούς που την απορρίπτουν και την οποία η  συγγραφέα πρωτοποριακά και ευκρινώς μας παρουσιάζει .Διαβάζουμε λοιπόν ότι ένας σύγχρονος στοχαστής ,ο X.Ντρέιφους υποστηρίζει ότι ο  «Χάϊντεγκερ δεν μιλά στο όνομα ενός αντιτεχνολογικού αντιδραστικού μοντερνισμού και δεν περιπίπτει στις συνήθεις συμβατικές κριτικές και τις ψευδοανθρωπιστικές ανησυχίες που διατυπώνονται όσον αφορά την τεχνολογική πρόοδο »(σελ. 151) , ενώ θα θεωρήσει ότι μια κατανόηση με νέους όρους « είναι που ο  Χάϊντεγκερ αποκαλεί νέο θεό. Γι΄αυτό και διατείνεται ότι «μονάχα ένα νέος θεός μπορεί να μας σώσει»(σελ.155).
Στο έργο εξετάζονται αναλυτικά θέσεις όπως αυτή που συνδέουν την γενεαλογία της κυριαρχίας της τεχνικής με την κυριαρχία αυτού που  ο γερμανός φιλόσοφος ονομάζει επιγραμματικά «δυτική μεταφυσική», περιλαμβάνοντας  σε αυτό τον όρο ένα μεγάλο του δυτικού στοχασμού που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη, φτάνει  στον Καρτέσιο , στον Λάιμπνιτς, στον Κάντ, στον Έγελο    και ολοκληρώνεται τελικά στον Νίτσε . Μέσα  σε αυτό το πλαίσιο είναι πολύ σημαντικό να διαβαστούν τα έργα του Χάϊντεγκερ «Η προέλευση του έργου τέχνης » αλλά και η «Επιστολή για τον Ανθρωπισμό ».Ενδιαφέρον είναι ότι η ερμηνευτική του θεμελιώνεται άμεσα σε κείμενα των Προσωκρατικών, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη  ώστε να μπορέσει να αντιπαραθέσει την αρχαιοελληνική τέχνη στη νεωτερική τεχνική (σελ. 235).Η Μαγγίνη σημειώνει :«είναι σαφές , αφενός , ότι η ενδότερη οντολογικοϊστορική σχέση της  νιτσεϊκής μεταφυσικής με την τεχνική συνιστά την απάντηση του Χάϊντεγκερ στις απόπειρες πρόσληψης της από θεωρητικούς του εθνικοσοσιαλισμού όπως ο Alfred Baumler   »(σελ. 276) και θα  συμπληρώσει ότι ο Χάϊντεγκερ  καταλήγει πως «η κατεξοχήν φανέρωση της βούλησης για δύναμη δεν είναι άλλη από την βούληση για τεχνική κυριαρχία» (σελ. 279) η οποία έχει ως ανθρωπολογικό τύπο που απαντά στις απαιτήσεις της ,τον νιτσεϊκό «υπεράνθρωπο»(σελ. 292) και τον «τελευταίο άνθρωπο» (σελ.327).Τέλος εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η διαπραγμάτευση του διαλόγου για την Τεχνική που αναπτύχθηκε  ανάμεσα στον Χάϊντεγκερ και τον  συγγραφέα του «Εργάτη»  και θαυμαστή της τεχνικής κυριαρχίας Ε.Γιούνγκερ