Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ευάνθης Χατζηβασιλείου: Ο διάλογος Γ.Σεφέρη-Ε.Αβέρωφ: Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ.346.



Tο έργο κυκλοφόρησε με σκοπό να απαντήσει στο αντίστοιχο έργο του Γ.Γεωργή: Σεφέρης- Αβέρωφ: Η ΡΗΞΗ( εκδόσεις Καστανιώτη, 2018). Ο Γ.Σεφέρης στο επίμαχο διάστημα των τελικών διαπραγματεύσεων για τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου υπήρξε πρέσβης της Ελλάδος στο Λονδίνο. Έγκαιρα με δύο σημειώματα , εκ των οποίων το δεύτερο πρωτοκολλήθηκε, προειδοποιούσε τον προϊστάμενο του υπουργό Ε.Αβέρωφ για τις δυσμενείς συνέπειες που θα είχε για τον κυπριακό ελληνισμό η σχεδιαζόμενη συμφωνία. Η αντίρρηση του ήταν η αιτία αφενός να ακολουθήσει ένας έντονος διάλογος με τον Κ.Τσάτσο, αφετέρου να αντιμετωπιστεί με εχθρότητα από την συντηρητική παράταξη με αποκορύφωμα όταν επέστρεψε με το Νόμπελ στην Ελλάδα να μην τον αναμένουν παρά μερικά συγγενικά του πρόσωπα.
Ο Ε.Χατζηβασιλείου επιχειρεί να υπερασπιστεί την συμφωνία της Ζυρίχης . Βεβαίως η κριτική της από διπλωμάτες όπως ο Β.Θεοδωρόπουλος είναι καταλυτική. Το θετικό στοιχείο του έργου είναι το μετριοπαθές ύφος που έχει γραφεί αλλά και η αποτύπωση του ιστορικού κλίματος. Όμως κάποια επιχειρήματα όπως ότι ο αποκλεισμός του Σεφέρη από το τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων δεν οφείλονταν στις αντιρρήσεις του, αλλά σε άλλους λόγους δεν πείθει. Ο συγγραφέας ακολουθώντας τον Ε.Αβέρωφ ισχυρίζεται ότι η τελική συμφωνία απέτρεψε το σχέδιο Μακμίλλαν. Βέβαια κανένα σχέδιο όσο αρνητικό και να ήταν, όση και διεθνή υποστήριξη και να διέθετε δεν θα μπορούσε να επιτύχει αν δεν είχε την αποδοχή της ελληνικής πλευράς. Ενδιαφέρον είναι ότι ο συγγραφέας περιγράφει τους φόβους που υπήρχαν το διάστημα εκείνο, ότι η δυσαρέσκεια της Ελλάδος για το Κυπριακό μπορούσε να την οδηγήσει σε συμμαχία με την Γιουγκοσλαβία και την Αίγυπτο. Επίσης η διαπραγμάτευση στο τελικό της στάδιο διεξάχθηκε κυρίως μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας διότι η δεύτερη εκτιμούσε ότι μια δυσαρέσκεια ή μια καθαρή ήττα της Ελλάδος στην Κύπρο δεν ωφελούσε ούτε την ίδια την Τουρκία. Ο Ε.Αβέρωφ στο βιβλίο του "Ιστορία χαμένων ευκαιριών" γράφει ότι σε ένα σημείο των διαπραγματεύσεων ο Μακμίλλαν του ανέφερε ότι γνώριζε το ακριβές σημείο που κρυβόταν ο Γρίβας, αλλά παρόλα αυτά δεν τον συνέλαβαν. Όμως μια σύλληψη του ή ο θάνατος του θα απομάκρυνε κάθε πιθανότητα λύσης που την επιθυμούσε και η βρετανική πλευρά εξίσου με τους υπόλοιπους.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η συνεπή εφαρμογή της συμφωνίας της Ζυρίχης θα οδηγούσε αναγκαία στην Ένωση. Στην πραγματικότητα όχι μόνο την ενταφίασε αλλά εξάρτησε την τύχη της ελληνικής πλειοψηφίας από το δικαίωμα αρνησικυρίας της τουρκικής μειοψηφίας σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα. 
Ο Ε.Αβέρωφ στο βιβλίο του με τον παραπλανητικό τίτλο "Ιστορία χαμένων ευκαιριών - Κυπριακό 1950-1963" παραδέχεται το λάθος του να δεχθεί το δικαίωμα βέτο των Τουρκοκυπρίων για φορολογικά θέματα, που το απέδωσε στην κούραση της διαπραγμάτευσης(τόμος β΄, σελ.239). Βεβαίως το μη εσκεμμένο λάθος του αφενός ήταν ένας από τους λόγους για να μην μπορεί να λειτουργήσει το νεότευκτο κράτος αφετέρου αποδεικνύει την σπουδή της ελληνικής πλευράς να κλείσει την διαπραγμάτευση.
Η Συμφωνία της Ζυρίχης αποκατέστησε τις σχέσεις της Ελλάδος με την Αγγλία και την Τουρκία. Όμως οι αγώνες του κυπριακού ελληνισμού δεν δικαιώθηκαν. Οι πρόνοιες ενός δημοκρατικού συντάγματος θα ήταν αρκετές για να προστατεύσουν τη τουρκική μειονότητα από τις πιθανές αρνητικές προθέσεις της ελληνικής πλειοψηφίας. Όλες οι άλλες παραχωρήσεις υπονόμευσαν από την πρώτη στιγμή το κυπριακό κράτος. Στην συνέχεια έγιναν πολλά λάθη με αποκορύφωμα το χουντικό πραξικόπημα που προκάλεσε την τουρκική εισβολή. Όμως η αφετηρία των ελληνικών λαθών ήταν η Ζυρίχη.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Κρίστοφερ Λας: Ποιο είναι το σφάλμα της δεξιάς- γιατί η αριστερά δεν έχει μέλλον; Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2019, μετάφραση – εισαγωγή Γιώργος Ρακκάς

Το video της εκδήλωσης






Σε ένα σύντομο, αλλά εξαιρετικά πυκνό δοκίμιο, που μετάφρασε και προλόγισε άριστα ο Γιώργος Ρακκάς, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας επιτυγχάνει να θέσει τους λόγους για τους οποίους το δίπολο αριστερά και δεξιά έχασε την σημασία του και δεν μπορεί πλέον να εμπνεύσει ελπίδα. Θεμελιώνει με επιχειρήματα μια αίσθηση κοινή σε καθένα που παρακολουθεί και ερμηνεύει τις εξελίξεις στην χώρα μας και στον κόσμο.
Το βιβλίο για την αποτυχία της αριστεράς και της δεξιάς είναι το δεύτερο του Λας που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. Το πρώτο ονομαζόταν «Η κουλτούρα του εγωϊσμού» και αφορούσε την συζήτηση του Κρίστοφερ Λας με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, με επίλογο και σχόλια του Ζαν Κλωντ Μισεά. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτό τον διάλογο αφενός ερείδονται στο συνολικό έργο του Κ.Λάς για τον ελάχιστο εαυτό και την κουλτούρα του ναρκισσισμού αφετέρου τροφοδοτούν και θεμελιώνουν το συμπέρασμα της αμοιβαίας έκλειψης των δύο βασικών πόλων του πολιτικού συστήματος. Στο ίδιο βιβλίο ο Ζαν Κλωντ Μισεά επισημαίνει το συμπέρασμα που είχε διατυπώσει ο Καστοριάδης ήδη από το 1986 πως « εδώ και καιρό, ο διαχωρισμός αριστερά-δεξιά, στη Γαλλία, όπως και αλλού, δεν ανταποκρίνεται πια στα μεγάλα προβλήματα του καιρού μας, ούτε σε ριζικά διαφορετικές πολιτικές επιλογές»(Λας, Καστοριάδης, Μισεά, Η κουλτούρα του εγωϊσμού, Μετάφραση Χ.Σταματοπούλου, Επιμέλεια Γ.Καραμπελιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις σελ. 58).
Όπως θα δούμε τα συμπεράσματα από το βιβλίο του Κ.Λας αφενός αξιοποιούν το υπόλοιπο έργο του, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του έχει κυκλοφορήσει στην χώρα μας, και αφετέρου διασταυρώνεται με δύο σημαντικά έργα , του Ντάνιελ Μπέλ «ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης»( μετάφραση Γ.Λυκιαρδόπουλος, επιμέλεια Σ.Ροζάνης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999) και του Π.Κονδύλη «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού- από την μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»(εκδόσεις Θεμέλιο 1995).
Ο Κ.Λας κατηγορεί την αριστερά πως «έχει χάσει την επαφή της με τον κοινό λόγο» (σελ.38), ενώ «έφτασε να θεωρεί την κοινή λογική –την παραδοσιακή σοφία και τις κοινοτικές παραδόσεις ως εμπόδιο για την πρόοδο και τον διαφωτισμό. Επειδή ταυτίζει την παράδοση με την προκατάληψη, έχει καταστεί πλέον ανήμπορη να συνομιλήσει με τους απλούς ανθρώπους στην κοινή τους γλώσσα. Ολοένα και περισσότερο μιλάει το δικό της ιδίωμα, το θεραπευτικό ιδίωμα των κοινωνικών επιστημών και των επαγγελματιών των κοινωνικών υπηρεσιών, ιδίωμα που μοιάζει να υπηρετεί μάλλον την αμφισβήτηση όλων εκείνων που οι πάντες θεωρούν αυτονόητα»(σελ.30). Η αριστερά χρησιμοποιεί μια «νέα γλώσσα», «new speak” κατά τον Όργουελ που συγκαλύπτει παρά ονομάζει την πραγματικότητα. 
Αξίες και συλλογικές ταυτότητες όπως η οικογένεια, που υποτίθεται ότι της υπερασπίζεται η δεξιά, δέχονται καίρια κτυπήματα από την κυριαρχία του καταναλωτισμού, δηλαδή των συνεπειών της ελεύθερης οικονομίας. Έτσι η ανάγκη να εργάζονται και τα δύο μέλη της οικογένειας περιορίζει τον χρόνο που της αφιερώνεται και αφετέρου ο καταναλωτισμός διαφημίζει, ίσως κάποτε επιβάλλει, μια ζωή δίχως τις υποχρεώσεις και την προσφορά που προϋποθέτει η οικογενειακή ζωή. Γράφει εν προκειμένω ο Λας: « η ιδέα ότι οι άνδρες έχουν υποχρέωση να στηρίξουν τη γυναίκα και την οικογένειά τους μπήκε στο στόχαστρο όχι από φεμινιστές διανοούμενους ή γραφειοκράτες της κυβέρνησης αλλά από τον Χιου Χέφνερ και άλλους υποστηρικτές του καταναλωτισμού. Είναι η λογική του καταναλωτισμού που υπονομεύει τις αξίες της αφοσίωσης και της διάρκειας και προωθεί ένα σύνολο από άλλες αξίες καταστροφικές όχι μόνο για την οικογενειακή ζωή. Η Κράμερ υποστηρίζει ότι οι αρετές της παλιάς αστικής τάξης θα πρέπει να επανεκτιμηθούν σοβαρά, προτού να απεμπολήσουμε στο όνομα της αυτοπραγμάτωσης ή του αλτρουϊσμού. Αλλά αυτές οι αξίες εγκαταλείπονται σήμερα, ακριβώς γιατί δεν υπηρετούν πια τις ανάγκες ενός συστήματος παραγωγής που στηρίζεται στην εξελιγμένη τεχνολογία, την ανειδίκευτη εργασία και τη μαζική κατανάλωση;»(σελ.37,37).
Ο Λας επισημαίνει την μεταφορά του ιστορικού βάρους από την παραγωγή στην κατανάλωση αλλά και την μεταβολή των αξιακών προϋποθέσεων. Έτσι η προτεραιότητα στην παραγωγή και στον εργαλειακό ορθολογισμό απαιτούσε εγκόσμιο ασκητισμό, αφοσίωση στην εργασία, αποταμίευση και στην συνέχεια επένδυση. Αντίθετα η προτεραιότητα στην καταναλωτισμό απαιτεί ανορθολογισμό, κυριαρχία της εικόνας και των συμβόλων έναντι του λόγου, εκμετάλλευση των ενστίκτων. Γράφει ο Λας «η ίδια ιστορική διαδικασία που μετέβαλε τον πολίτη σε πελάτη, μεταμόρφωσε τον εργάτη από παραγωγό σε καταναλωτή. Έτσι, η ιατρική και ψυχιατρική επίθεση στην οικογένεια ως έναν τεχνολογικά οπισθοδρομικό κοινωνικό θεσμό ήρθε μαζί με την εκστρατεία της διαφημιστικής βιομηχανίας να πείσει τους ανθρώπους ότι τα έτοιμα προϊόντα που αγοράζει κανείς από τις από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης είναι καλύτερα από αυτά που φτιάχνονται στο σπίτι»(σελ.38). Με αυτό τον τρόπο κάθε προϊόν έχει μια βραχύβια διάρκεια ζωής, αφού η αξία χρήσης του έχει αντικατασταθεί από την ανάγκη για καινοτομία. Κατά αυτό τον τρόπο «μια κοινωνία που οργανώνεται γύρω από τη μαζική παραγωγή δημιουργεί εξάρτηση από την αίσθηση του κατέχειν. Η ανάγκη για καινοτομία και νέα διέγερση γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, ενώ παρεμβάλλονται σ’ αυτήν μεσοδιαστήματα ανίας ολοένα και πιο δυσβάσταχτης. Έτσι είναι αρκετά εύστοχή η παρατήρηση του Γουίλλιαμ Μπάροουζ που λέει ότι ο σύγχρονος καταναλωτής συμπεριφέρεται ως «πρεζάκι της εικόνας»(σελ. 42).
Ο Λας αποδεικνύει τις αντιφάσεις που εγκλωβίζονται οι δεξιές ιδεολογίες: « αυτές οι ατομικιστικές αξίες είναι εντελώς αντι-παραδοσιακές, στο εσώτερο νόημα και τις επιπτώσεις τους. Είναι αξίες ενός ρευστού ανθρώπου, που βρίσκεται σε αποσύνδεση από τους προγόνους του, από την οικογενειακή συνθήκη, από οτιδήποτε δημιουργεί δεσμούς και περιορίζει την ελευθερία των κινήσεων. Τι το παραδοσιακό έχει η απόρριψη της ίδιας της παράδοσης, της συνέχειας, και η αποθέωση της ανεστιότητας; Ο συντηρητισμός που ταυτίζεται με τις δυνάμεις της αδιάκοπης κινητικότητας είναι ένας επίπλαστος συντηρητισμός. Όπως είναι εκείνος που προπαγανδίζει υπέρ της αισιοδοξίας, καταγγέλλει την «καταστροφολογία» και αρνείται να ανησυχήσει για το μέλλον»(σελ.48). 
Η επίθεση κατά της οικογένειας είναι χαρακτηριστικό ότι γίνεται το ίδιο έντονα από αυτούς που επικαλούνται μια δεξιά όσο και αριστερή οπτική ώστε ο Λας συμπεραίνει: « η οικογένεια δεν απειλείται μόνο από την οικονομική πίεση, αλλά και από μια ιδεολογία που απαξιώνει τη μητρότητα, ταυτίζει την προσωπική εξέλιξη των ανθρώπων με τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και προσδιορίζει την ελευθερία ως ατομική ελευθερία επιλογής, ως απελευθέρωση από τους δεσμούς αφοσίωσης»(σελ.52).
Ο Λας καταλήγει εξίσου αρνητικός προς την αριστερά και την δεξιά γράφοντας: « η ιδέα μιας «Αριστεράς» έχει εξαντλήσει την ιστορική της ύπαρξη και πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως πρέπει να εγκαταλειφθεί και ένας συντηρητισμός που, σε μεγάλο βαθμό, με τη δική του ρητορική, συγκαλύπτει τις παλαιότερες φιλελεύθερες παραδόσεις. Οι παλιές ταμπέλες δεν έχουν κανένα νόημα πλέον. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τη συζήτηση αντί να την ξεδιαλύνουν. Αποτελούν προϊόντα μιας παλαιότερης εποχής, της εποχής του ατμού και του χάλυβα, και είναι εντελώς ακατάλληλες για την εποχή της ηλεκτρονικής, του ολοκληρωτισμού και της μαζικής κουλτούρας. Ας αποχαιρετήσουμε αυτούς τους παλιούς μας φίλους, ένθερμα μα ειλικρινά, και ας αναζητήσουμε αλλού έμπνευση και ηθική υποστήριξη»(σελ.55).
Όπως ήταν αναμενόμενο στις θέσεις του Λας ακολούθησε η αντεπίθεση της αμερικάνικης αριστεράς. Σε αυτές θα απαντήσει με το δεύτερο δοκίμιο του βιβλίου με τον τίτλο «γιατί η Αριστερά δεν έχει μέλλον;» Περισσότερα αιχμηρά θα γράψει ότι η αριστερά δεν μπορεί ούτε να παρατηρήσει ούτε να αναλύσει την πραγματικότητα, ενώ διακρίνεται από την πνιγηρή της τάση για αυτοδικαίωση. Εξίσου αδιέξοδη είναι η φιλελεύθερη ιδεολογία που « προσδιορίζοντας το άτομο ως έναν ορθολογικό ωφελιμιστή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει καμιά άλλη μορφή συσχέτισης πέραν εκείνης που στηριζόταν στον υπολογισμό του αμοιβαίου οφέλους- δηλαδή, σε ένα συμβόλαιο. Ο φιλελευθερισμός δεν αφήνει κανένα χώρο για εκείνες τις μορφές συσχέτισης που βασίζονται στην αυθόρμητη συνεργασία – ή, στην καλύτερη περίπτωση, καταδικάζει αυτές τις σχέσεις στην ανασφάλεια και το περιθώριο»(σελ.70).
Ο Κ.Λας θα ταχθεί τελικά με τον κοινοτισμό : « η διαμάχη μεταξύ των φιλελεύθερων και των κοινοτιστών στηρίζεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν πάνω στην έννοια του εαυτού. Ενώ οι πρώτοι τον προσεγγίζουν ως θεμελιωδώς ελεύθερο, ώστε να μπορεί απρόσκοπτα να επιλέγει πάντα μεταξύ μιας πληθώρας εναλλακτικών επιλογών, οι κοινοτιστές επιμένουν ότι ο εαυτός τοποθετείται και συγκροτείται μέσω μιας παράδοσης, είναι μέλος μιας ιστορικά ριζωμένης κοινότητας»(σελ.76). Δεν χαρίζεται ούτε στην δεξιά, ούτε στην αριστερά αφού θα αποκαλύψει τον πυρήνα των κοινών τους παραδοχών.
Τα πορίσματα αυτά δεν στέκονται στον αέρα, αλλά θεμελιώνονται σε ένα σημαντικό έργο που κατά ένα μεγάλο μέρος έχει μεταφραστεί στην χώρα μας .
Στο έργο του «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού»(μετ.Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες,1999) γράφει ότι «η διόγκωση της γραφειοκρατίας, η λατρεία της κατανάλωσης με τις άμεσες εκπληρώσεις της, αλλά κυρίως η διάλυση της αίσθησης της ιστορικής συνέχειας έχουν μετασχηματίσει την προτεσταντική ηθική ενώ συγχρόνως οδήγησαν στη λογική τους κατάληξη τις υποβαστάζουσες βασικές αρχές της καπιταλιστικής κοινωνίας… Σε μια κοινωνία που έχει περιστείλει τον Λόγο σε σκέτον υπολογισμό, ο Λόγος δεν μπορεί να επιβάλλει όρια στο κυνήγι της ηδονής –στην άμεση εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας, ανεξάρτητα από το πόσο διεστραμμένη, νοσηρή, εγκληματική ή απλώς ανήθικη είναι. Γιατί οι γνώμονες που θα καταδίκαζαν το έγκλημα ή την ωμότητα απορρέουν από τη θρησκεία, τη συμπόνια ή το Λόγο που απορρίπτει τις καθαρά εργαλειακές εφαρμογές ⸱ και καμία από αυτές τις ξεπερασμένες μορφές σκέψης ή αίσθησης δεν έχει λογικά θέση σε μια κοινωνία που βασίζεται στην εμπορευματική παραγωγή»(σελ.76). 
Στο έργο του «Λιμάνι σ’ έναν άκαρδο κόσμο- η οικογένεια υπό πολιορκίαν» (μετ.Β.Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, 2007) ερευνά το μέλλον της οικογενειακής ζωής στον δυτικό κόσμο ξεκινώντας από το δυσοίωνο ερώτημα «μήπως οι ίδιες θύελλες που γεννούν την ανάγκη για ένα τέτοιο λιμάνι απειλούν να καταβροχθίσουν και την οικογένεια; »(σελ.17).
Τέλος το έργο του Λας «Ο ελάχιστος εαυτός»( μετ.Β.Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, 2006) συμπεραίνει ότι στις σημερινές συνθήκες «η εαυτότητα γίνεται κάτι σαν πολυτέλεια, εκτός τόπου σε μια εποχή επικείμενης λιτότητας. Η εαυτότητα υποδηλώνει προσωπική ιστορία, φίλους, οικογένεια, μια αίσθηση τόπου. Σε κατάσταση πολιορκίας ο εαυτός συστέλλεται σ’ έναν αμυντικό πυρήνα εξοπλισμένο ενάντια στις αντιξοότητες. Η συναισθηματική ισορροπία απαιτεί έναν ελάχιστο εαυτό και όχι τον επιβλητικό εαυτό του πρόσφατου παρελθόντος(σελ.11). Ο Λας θα εντοπίσει τους κινδύνους από την απεριόριστη οικονομική μεγέθυνση, την απεριόριστη τεχνολογική ανάπτυξη και την απεριόριστη εκμετάλλευση της φύσης, ενώ εμφατικά επισημαίνει ότι «οι άνθρωποι που δεν έχουν ρίζες δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον ούτε για το παρελθόν»(σελ.12).
Η μετάβαση του καπιταλισμού από το καλβινιστικό ιδεώδες της εργασίας και της αποταμίευσης στην αρχή της ηδονής και η τοποθέτηση σε προτεραιότητας της κατανάλωσης αντί της παραγωγής επισημάνθηκε από τον Ντάνιελ Μπέλ στο έργο του « Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης». Με μεγαλύτερη αναλυτική σαφήνεια ο Π.Κονδύλης τονίζει πως «η μαζική δημοκρατία δεν χρειάζεται μονάχα την τεχνική ορθολογικότητα και την απόδοση για να λειτουργήσει. Εξ ίσου χρειάζεται –για πρώτη φορά στην ίσαμε τώρα ιστορία – ηδονιστικές στάσεις και αξίες, οι οποίες εν μέρει κάνουν ψυχολογικά ελκυστική και εν μέρει δικαιώνουν ηθικά την οικονομικά αναγκαία μαζική κατανάλωση των μαζικά παραγόμενων καταναλωτικών προϊόντων. Στο εύρος του φάσματος των ηδονιστικών στάσεων και αξιών αντιστοιχεί το εύρος των καταναλωτικών δυνατοτήτων»( Π.Κονδύλη «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού- από την μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»(εκδόσεις Θεμέλιο 1995, σελ.245). Βεβαίως η κυριαρχία του ηδονισμού θα έχει συνέπεια τα πάντα να συνδυάζονται με τα πάντα και όλες οι προηγούμενες αξιολογήσεις να αντικατασταθούν από το σύνολο των στάσεων που ο Π.Κονδύλης ονόμασε «χαρούμενο μηδενισμό». 
Η πτώση των καθεστώτων που επικαλούνταν τον μαρξισμό δεν θα σημάνει την νίκη του φιλελευθερισμού αλλά σύμφωνα με τον Π.Κονδύλη τον ταυτόχρονο θάνατο αριστεράς και δεξιάς γράφοντας: « από την άποψη αυτήν αποτελεί βέβαια οπτική απάτη να ερμηνεύσουμε την κατάρρευση του μαρξισμού ως νίκη του φιλελευθερισμού. Μάλλον πρέπει να πούμε ότι μαζί με τον μαρξισμό εξαφανίσθηκαν τα τελευταία κατάλοιπα της αστικής κοσμοθεωρίας. Άλλωστε ο μαρξισμός ήταν η τελευταία μεγάλη κοσμοθεωρητική σύνθεση που διαμορφώθηκε σε στενή επαφή με την αστική σκέψη και συμμεριζόταν τις ουσιαστικές της προϋποθέσεις: οικονομισμός και ανθρωπισμός συμπορεύονταν και στο δικό του πλαίσιο, και μάλιστα συνάπτονταν με μια αίσθηση του κόσμου προσανατολισμένη κατά πρώτο λόγο στον χρόνο και στην ιστορία»(ό.π. σελ.300,301).
Το δοκίμιο του Κ.Λας μας επισημαίνει ότι η δεξιά ακολουθώντας την μεταβιομηχανική κοινωνία είναι ανακόλουθη και δεν μπορεί να υπερασπιστεί κοινωνικά αναγκαία συλλογικότητες όπως την οικογένεια. Ο ατομικισμός και ωφελιμισμός του φιλελευθερισμού επιτείνει τα προβλήματα. Η αριστερά από την πλευρά της ή δεν μπορεί να ερμηνεύσει ρεαλιστικά την πραγματικότητα ή προσχωρεί στον πολιτιστικό σχετικισμό που αντιστοιχεί στην κυριαρχία της ηδονής και του χαρούμενου μηδενισμού της μαζικής δημοκρατίας. Τελικά ο Λας στην πτώση της δεξιάς και της αριστεράς μας προτείνει ως θετική διέξοδο τον κοινοτισμό ακριβώς γιατί ο άνθρωπος δεν είναι άτομο, ούτε νάρκισσος, ούτε ο ελάχιστος εαυτός αλλά «συγκροτείται μέσω μιας παράδοσης» δηλαδή ως «μέλος μιας ιστορικά ριζωμένης παράδοσης»(σελ.76).

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Μνημονεύετε Στρατηγό Μακρυγιάννη: " για την ματοκυλισμένη μικρή πατρίδα"



Την ελευθερία της πατρίδας δεν την κατέκτησαν οι χαβαλέδες, οι φιλοτομαριστές, οι απαίδευτοι, την κατέκτησαν αυτοί που είχαν την αίσθηση της θυσίας, από τον Στρατηγό Μακρυγιάννη,με τον απελέκητο λόγο που έλεγε ο Γ.Σεφέρης, ως τον Κ,Κανάρη (απόψε Κωνσταντή θα πεθάνεις, έλεγε,όταν ανατίναζε την τουρκική ναυαρχίδα). Ακολουθούν αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη (Εκδόσεις Μπαυρον, Αθήνα χ.χ.)
" Ο Θεός , οπού μας έδωσε αυτό το μικρό βασίλειον, μπορεί να μας δώση και τρανό. Και τότε αυτός ο ίδιος θα βασιλέψη. Εγώ τόση τύχη έχω -σολντάτος είμαι. Αν δεν με πέθανε το ντουφέκι του Τούρκου, θα με πεθάνη το σκαλιστήρι. Όμως εγώ δεν ξέρω κολακείες και πάντοτες είπα την αλήθεια. Ό,τι γράφω εδώ του το είπα και στοματικώς πολλάκις, ότι 'σ αυτείνη την πατρίδα, οπού βασιλεύει αυτός, όσο να γένη έτοιμον το βασίλειον έλυωσαν λιοντάρια -εγώ 'μπρός 'σ εκείνους ειμ' ένας ψύλλος.Όμως έκαμα κ' εγώ ό,τι μπορούσα. Είχα δυό ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δυό χέρια, έχω ένα, την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυό τρύπες. Το λοιπόν, αν θέλωμεν, τό λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύομεν Θεόν, ν' αγαπάμε πατρίδα, νάχωμεν αρετή, τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ' ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι μου και λέω. Κι' ο Βασιλέας ναχη κυβέρνησες πατριωτικές, κι ο ίδιος να είναι αλάργα από τους γλυκόγλωσσους, τους κόλακες, και να μην τους δίνη και πολυτρώνε και σκάσουν από την πολυφαγία, ενώ οι αγωνισταί μένουν γυμνοί και πεθαίνουν της πείνας. Όποιος δουλεύει θέλει το μεριατικόν του"(σελ.460).
" Η αρετή κι ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η διοτέλεια χάνουν την πατρίδα και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί"(σελ.467).
Απευθυνόμενος στον Όθωνα γράφει:" και καταγίνετε να γυρίση από την θρησκεία τους τους απογόνους των παλιών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκου Μπότζαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι αλλουνών πολλών, οπού θυσίασαν και τη ζωή τους και την κατάστασιν τους δι' αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι' αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα"(σελ.479)
"Κι᾿ ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρνω νὰ βλέπω τὸ ἄδικον νὰ πνίγη τὸ δίκιον. Διὰ ῾κεῖνο ἔμαθα γράμματα εἰς τὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμον τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω· ἤμουν φτωχὸς κ᾿ ἔκανα τὸν ὑπερέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα κι᾿ ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος, ὁποῦ μας χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ σὲ τούτην τὴν κοινωνίαν ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ σῶμα μου. Κι᾿ ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμῃ νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώσῃ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ᾿ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα – ἕνα πράμα μόνον μὲ παρακίνησε κ᾿ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλάμεν κι᾿ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγη ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καὶ φκειάση, ἢ χαλάση, νὰ λέγη ἐγὼ· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι᾿ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ εἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε· «Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζωνται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἱκανότη(σελ.517,518).

Π.Κονδύλης: οι κλασσικοί του μαρξισμού και οι στρατοί- δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι, η αναγκαιότητα να οργανωθούν στρατιωτικά τα πάντα



Στην "Θεωρία του Πολέμου" ο Π.Κονδύλης εξετάζει αναλυτικά όχι μόνο τις απόψεις του Κλαούζεβιτς αλλά και αυτές των Μάρξ. Ενγκελς, Λένιν. Αφενός δείχνει τις διακυμάνσεις που έχουν αυτές αφετέρου την προτίμηση τους στον τακτικό στρατό έναντι του ανταρτοπόλεμου. Οι Μαρξ και Ενγκελς ενώ θεωρούσαν τον στρατό "ως εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης" , αποδέχονταν ότι η μαζική υποχρεωτική θητεία του έδωσε λαϊκά χαρακτηριστικά ενώ τόσο ο Μάρξ όσο και ο Ένγκελς κατέληγαν ότι αφού η Ρωσία έχει τόσο ισχυρό στρατό θα πρέπει όλα τα ευρωπαϊκά κράτη να διατηρούν στρατούς. Συγκεκριμένα "και ο Engels συνηγορούσε υπέρ της αναδιοργάνωσης του πρωσσικού στρατού μεταξύ άλλων με το επιχείρημα ότι ο ετοιμοπόλεμος στρατός χρειάζεται έτσι κι αλλιώς "όσο κανείς έχει από τη μια τον γαλλικό στρατό κι από την άλλη τον ρώσσικο". Επί πλέον πίστευε ότι η εσωτερική πολιτική δεν είναι δυνατόν να καθορίζει από μόνη της την αριθμητική δύναμη του στρατού, αλλά ότι πρωταρχικό και αυτοτελή παράγοντα αποτελεί εδώ η εξωτερική πολιτική, δηλαδή ο ανταγωνισμός στο διεθνές επίπεδο, ο οποίος διεξάγεται ανεξάρτητα από το πολίτευμα των κρατών"(σελ.213). Παρά λοιπόν ότι μετά την Κομμούνα του Παρισιού ζητούν οι μόνιμοι στρατοί να αντικατασταθούν με λαϊκές πολιτοφυλακές όμως "όταν ζητούσαν τον "'ένοπλο λαό", την "πράγματι γενική στρατιωτική θητεία", "έναν στρατό με βραχύ χρόνο εκπαίδευσης και μακρά υποχρέωση υπηρεσίας", το έκαναν πάντοτε έχοντας κατά νούν την υποτιθέμενη συνάφεια μεταξύ γενικής υποχρεωτικής θητείας και εσωτερικού εκδημοκρατισμού"(σελ.263) 
Ο Λένιν θεωρεί τους εμφύλιους ως το ανώτατο στάδιο , την οξύτερη μορφή του ταξικού αγώνα, ακόμη και αν αυτοί που πολεμούσαν προέρχονταν από την ίδια τάξη, για παράδειγμα την αγροτική. Την ίδια ερμηνεία ακολουθούν συνήθως τα περισσότερα Κ.Κ.,παρότι σε αρκετές περιπτώσεις προσθέτουν μια εθνικοαπελευθερωτική διάσταση. Σε ένα σημείο θα γράψει "δεν είμαστε ειρηνιστές και δεν μπορούμε ν' αρνηθούμε έναν επαναστατικό πόλεμο"(σελ.302). Επίσης "ο Λένιν ονομάζει όλους τους δίκαιους πολέμους αμυντικούς ανεξαρτήτως του ποιός επιτίθεται πρώτος. Τούτο υποδηλώνει μια διάκριση ανάμεσα στην πολιτική και στην στρατηγική έννοια της επίθεσης και της άμυνας"(σελ.302).
Γράφει ο Κονδύλης ότι ο Λένιν υποστήριζε ότι σύγχρονος στρατός μπορεί να είναι μοχλός ανάπτυξης για όλη την οικονομία: "Πριν από το 1917 ο Λένιν είχε επισημάνει τον πρότυπο οργανωτικό χαρακτήρα του στρατού υπό την πολιτική έννοια: "Ας δούμε τον σύγχρονο στρατό. Εδώ έχουμε ένα καλό πρότυπο οργάνωσης . Και καλή είναι η οργάνωση αυτή μόνον και μόνον επειδή είναι αρκετά ελαστική, ενώ συνάμα μπορεί να καθοδηγήσει με ενιαία βούληση εκατομμύρια ανθρώπους...Το ίδιο ισχύει και για τον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική". Μετά το 1917 μίλησε επανειλημμένα για την αναγκαιότητα μεταφοράς του προτύπου της στρατιωτικής οργάνωσης στην οργάνωση της οικονομίας. Όλες οι δυνάμεις, όσες ενεργοποιήθηκαν κατά τη συγκρότηση του στρατού, θα έπρεπε τώρα να επιστρατευθούν για τη συγκρότηση της οικονομίας. Σκοπός των εργατικών τούτων στρατιών θα ήταν να "εντείνουν και να οργανώσουν όλες τις υπάρχουσες δυνάμεις με στρατιωτικό τρόπο, για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλα αποθέματα τροφίμων και να τα προωθήσουν στα κέντρα της βιομηχανικής ανοικοδόμησης. Για το σκοπό αυτό πρέπει να συγκροτηθούν με κάθε θυσία εργατικές στρατιές και να οργανωθούν στρατιωτικά τα πάντα". Το γεγονός ότι στον στρατό πρωτοχρησιμοποιήθηκαν "αστοί ειδικοί" φαινόταν ν' αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της καταλληλότητας του στρατού ως πεδίου πρωτοπόρων κοινωνικών πειραμάτων: " την ίδια εμπειρία πρέπει να την εφαρμόσουμε και στη βιομηχανία" "(σελ.316).
Πράγματι στην πρώην ΕΣΣΔ ο στρατιωτικός τομέας πάντα ανθούσε σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικονομία, ειδικά αυτή που αφορούσε τα καταναλωτικά προϊόντα που παρήκμασε και ήταν η κυριότερη αιτία της γενικότερης δυσαρέσκειας.