Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Παναγιώτης Κονδύλης: Η ειρήνη με την Τουρκία σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή

 



Το επίμετρο στη "Θεωρία του Πολέμου" του Π.Κονδύλη (εκδόσεις Θεμέλιο 1998) είναι ένα δοκίμιο που θα παραμένει πάντα απαραίτητο για κάθε σκεπτόμενο πολίτη εφόσον η γεωγραφία και η ιστορία μας καταδίκασε να έχουμε ως γείτονα την Τουρκία. Είναι χρήσιμο και αναγκαίο όχι μόνο για τα συμπεράσματα- τα οποία κάποια μπορούν να ξεπεραστούν- αλλά και για τον κριτικό λόγο που μας υποβάλει. Η σκέψη του Π.Κονδύλη απομακρύνει τόσο τις προσπάθειες να εξιδανικευτεί η σχέση μας με την γείτονα που οδηγεί στον εφησυχασμό και στην ύπνωση, όσο και οι αψίκορες φωνές που μπορούν να οδηγήσουν σε μια απροετοίμαστη πολεμική σύγκρουση και στην καταστροφή.
Ας συνοψίσουμε ορισμένες σκέψεις του:
α."Στη σημερινή Τουρκία δρου αχαλίνωτες στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς επέκταση. Και πρώτη ανάμεσα τους είναι η πληθυσμιακή έκρηξη"(σελ.386).
β. Η Ελλάδα οφείλει να ξεφύγει από τον μικροελλαδισμό και να κτίζει διεθνείς συμμαχίες. Ο Π.Κονδύλης θεωρεί τον Ε.Βενιζέλο ως τον αριστοτέχνη πολιτικό που μπορούσε να αντλεί το μέγιστο για τον ελληνισμό: "Όταν ο μόνος Έλληνας πολιτικός ολκής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ζητούσε να συνταχθεί η Ελλάδα με κάθε θυσία, ακόμα και με αντίτιμο τον εμφύλιο πόλεμο, στο πλευρό των Δυτικών Δυνάμεων, το έκανε γιατί διέβλεπε ότι η χώρα μόνον ως τοποτηρητής τους μετά τη νίκη τους θα ήταν σε θέση να πραγματώσει τα μείζονα εθνικά της όνειρα. Και δεν δίστασε να μετατρέψει τον ελληνικό στρατό ακόμα και σε μισθοφόρους των Αγγλογάλλων (π.χ. στην Ουκρανία) προκειμένου να πάρει ως αντάλλαγμα την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Τέτοιες αποφάσεις δεν τις υπαγόρευε η εθελοδουλεία, αλλά η πολιτική ιδιοφυϊα και το πολιτικό μεγαλείο, το ένστικτο του μεγάλου παίκτη στο μεγάλο παιγνίδι της πολιτικής"(σελ.391).
γ. Ο κυπριακός ελληνισμός αν υπάρξει νέα σύγκρουση θα πρέπει να πολεμήσει μέχρι εσχάτων, με νύχια και με δόντια: "Αυτό δυστυχώς δεν έγινε το 1974, όταν είδαμε βέβαια την τραγωδία των Κυπρίων, αλλά δεν είδαμε μιαν επίμονη παλλαϊκή αντίσταση μέχρι εσχάτων. Όμως τούτη τη φορά δεν υπάρχει νότος για να καταφύγει κανείς. Υπάρχει μόνον η θάλασσα"(σελ.395).
δ. "Κεφάλαια για επενδύσεις εξοικονομούνται από την περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού. Και όσα κεφάλαια εξοικονομηθούν έτσι πρέπει με τη σειρά τους να επενδυθούν πράγματι παραγωγικά, να δώσουν δηλαδή στη χώρα μια αξιόλογη σύγχρονη βιομηχανική υποδομή...Η περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού , με τον οποίο έχει συνυφανθεί πλέον ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας προσκρούει, πάλι στο ανυπέρβλητο εμπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος σε πελατειακή βάση"(σελ.402,403).
ε. "Η αρχή ότι "οι λαοί δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοούμενων, γι' αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν τη διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα , έτσι ώστε να παραμείνει αλώβητη η αρχή"(σελ.407).
στ. Τα εκάστοτε προβλήματα με τους συμμάχους δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στον εθνικό απομονωτισμό: "Μήπως αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις σημερινές της συμμαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς η εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπε να κατανοήσει έμπρακτα, κι όχι μόνον λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίο μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι' αυτούς. Καμμιά συμμαχία και καμμία προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα "δίκαια" της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσως τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδόματα και "προγράμματα στήριξης" "(σελ.409).
ζ. "Δεν μου είναι κατανοητό γιατί η Κύπρος, με ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 5% κατά την τελευταία δεκαπενταετία και με αύξουσα ευημερία, δεν συμβάλλει οικονομικά -τρόποι βρίσκονται- στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα, όποιος αισθάνεται μέρος του ελληνισμού το αποδεικνύει σηκώνοντας εθνικά βάρη. Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητη, γιατί στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα, έχει προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απωλεσθεί έδαφος, με την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό δυνάμεων θα εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πάρει μιαν ιστορική ανάσα. Αν όμως απωλεσθεί έδαφος στο προσεχές διάστημα, οι απώλειες θα είναι ανεπανόρθωτες και πιθανότατα μοιραίες" (σελ.409).
η. Η τελευταία προειδοποίηση-διαπίστωση του Π.Κονδύλη είναι: "όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται"(σελ.411).

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Μ.Μπακούνιν: η οφειλή μας στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ο θαυμασμός του στους αρχαιοέλληνες στοχαστές

 



Γράφει στο έργο του"Θεός και Κράτος"(Ελεύθερος τύπος, Αθήνα 1986, μετ.Ν.Αλεξίου,Α.Γκίκας): "Κάντε μια σύγκριση ανάμεσα στους δύο τελευταίους πολιτισμούς του αρχαίου κόσμου -τον Ελληνικό και το Ρωμαϊκό. Ποιός είναι πιο υλιστικός, πιο φυσικός, στην αφετηρία του και ο πιο ανθρώπινα ιδανικός στην κατάληξή του; Αναμφισβήτητα, ο Ελληνικός πολιτισμός. Κι αντίθετα, ποιός είναι πιο αφηρημένα ιδανικός στην αφετηρία του-θυσιάζοντας την υλική ελευθερία του ανθρώπου για χάρη της ιδεατής ελευθερίας του πολίτη, αντιπροσωπευόμενης απ' την αφαίρεση του δίκαιου και τη φυσική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας για χάρη της αφαίρεσης του Κράτους - για να καταλήξει, μολοντούτο, ο πιο κτηνώδης; Ο Ρωμαϊκός πολιτισμός φυσικά. Είναι βέβαια αλήθεια, ότι ο Ελληνικός πολιτισμός, όπως όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί συμπεριλαμβανομένου και του Ρωμαϊκού, ήταν αποκλειστικά εθνικός και βασιζόταν στη δουλεία. Όμως, παρά τα δύο τεράστια αυτά μειονεκτήματα, ο πρώτος συνέλαβε κι υλοποίησε την ιδέα του ανθρωπισμού, εξευγένισε και πραγματικά εξιδανίκευσε τη ζωή των ανθρώπων, μετάτρεψε τις ανθρώπινες αγέλες σε ελεύθερες ενώσεις ελευθέρων ανθρώπων, δημιούργησε, διαμέσου της ελευθερίας, τις επιστήμες, τις τέχνες, μια ποίηση, μιαν αθάνατη φιλοσοφία και τις στοιχειώδεις έννοιες του ανθρώπινου σεβασμού. Με την πολιτική και την κοινωνική ελευθερία, δημιούργησε την ελεύθερη σκέψη. Στα τέλη του Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια της περιόδου της Αναγέννησης, το γεγονός ότι κάποιοι Έλληνες μετανάστες έφεραν μερικά απ' τ' αθάνατα εκείνα βιβλία στην Ιταλία, ήταν αρκετό για ν' αναστηθεί η ζωή, η ελευθερία, η σκέψη, κι ο ανθρωπισμός, που είχαν θαφτεί στο σκοτεινό μπουντρούμι του Καθολικισμού. Ανθρώπινη χειραφέτηση, να ποιό είναι τ' όνομα του Ελληνικού πολιτισμού. Κι ο Ρωμαϊκός πολιτισμός τι όνομα έχει; Κατάκτηση, μ' όλες τις κτηνώδεις συνέπειες της"(σελ.53,54,55).
Και συνεχίζει για τους Έλληνες στοχαστές "στην ενστικτώδικη περίοδος της, πριν απ' την πολιτική της ιστορία, είχε κιόλας αναπτύξει κι εκπληκτικά εξανθρωπίσει το θεϊκό κόσμο, με τους ποιητές της κι όταν πραγματικά άρχισε η ιστορία της, είχε ήδη μιαν έτοιμη θρησκεία, την πιο συμπαθητική κι ευγενική απ' όλες τις θρησκείες που υπήρξαν ποτέ, στο μέτρο, τουλάχιστον, που μια θρησκεία -ένα ψέμα δηλαδή- μπορεί να είναι συμπαθητική και ευγενική. Οι μεγάλοι στοχαστές της -και κανένα έθνος δεν είχε ποτέ μεγαλύτερους απ' την Ελλάδα -βρήκαν το θεϊκό κόσμο εγκαθιδρυμένο, όχι μόνον έξω απ' αυτούς τους ίδιους, στο λαό, αλλά και μέσα τους, σαν συνήθεια αντίληψης και σκέψης και, όπως ήταν φυσικό, την πήραν σαν αφετηρία...Σ' ότι αφορά, λοιπόν, την πνευματοκρατία, οι Έλληνες μεταφυσικοί, πολύ περισσότερο απ' τους Εβραίους ήταν οι δημιουργοί του χριστιανικού Θεού"(σελ.80).
Αυτό που εντυπωσιάζει στο έργο του Μ.Μπακούνιν "Θεός και κράτος" είναι ότι περισσότερο από ανάλυση του πολιτικού και του κράτους είναι ανάλυση της θεολογίας και της θρησκείας. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ότι στην θρησκεία αποδίδει αν όχι την προέλευση, τουλάχιστον ένα βασικό θεμέλιο του κράτους. Ο Μπακούνιν δεν πρόλαβε να δει κράτη ουδετερόθρησκα ή και άθεα. Αλλά δεν κάνει αναφορές ούτε στην σκέψη του Χόμπς για το Λεβιάθαν και την προέλευση του κράτους. Παρότι επίσης θεωρεί ότι κάποτε η θρησκεία είναι η απαραίτητη προυπόθεση της ύπαρξης κοινωνίας. Σίγουρα η σκέψη του έχει τελεολογική διάσταση, δηλαδή μεταφυσική εφόσον πιστεύει σε ένα επίγειο παράδεισο όπου θα έχει αποκατασταθεί η "ολόπλευρη ελευθερία κάθε ανθρώπου". 
Όλα αυτά έχουν ρώσική προέλευση, όπως ρώσική έχει η αντίθεση στον χριστιανισμό αφού η ρώσικη εκκλησία που γνώρισε ήταν ταυτισμένη με τον Τσάρο, όπως η σημερινή με τον Πούτιν.

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

"Ο Γ.Σεφέρης και οι παλινωδίες της κριτικής" 10.12.2023 , Ινστιτούτο Έρευνας και Πολιτισμού Θουκυδίδης

Με την ευκαιρία της έκδοσης του νέου μου βιβλίου, από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις, με τον τίτλο "Ο Γιώργος Σεφέρης και οι παλινωδίες της κριτικής" την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου στις 9.00 μ.μ. συζητάμε με τον Δημήτρη Τραπεζιώτη του Ινστιτούτου Έρευνας και Πολιτισμού Θουκυδίδης.



 



Μια οφειλόμενη επανόρθωση από την διάλεξη: σε ένα σημείο αντί του λανθασμένου "ο παλαιός επικριτής του Γ.Σεφέρη , Κ.Δημαράς" το ορθό "ο παλαιός επικριτής του Γ.Σεφέρη , Τ.Παπατσώνης"

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Ε.Βενιζέλος και Α.Παπαναστασίου

 




Πετυχημένοι έμποροι και εθνικοί ευεργέτες υπήρξαν οι πρόγονοι του Κ.Τσάτσου. Ο πατέρας του υπήρξε διακεκριμένος δικηγόρος, συμμερίστηκε τις βασικές επιλογές του Ελευθέριου Βενιζέλου, όπως την συμμετοχή στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ. Μάλιστα δημοσίευσε άρθρο στην σημαντικότερη βενιζελική εφημερίδα στο οποίο επιχειρηματολογούσε για την μη επιστροφή του βασιλέα Κωνσταντίνου. Το σπίτι της οικογένειας Τσάτσου, στις αρχές του 1921, υπήρξε καταφύγιο επιφανών βενιζελικών.

 Το ίδιο και ο νεαρός Κωνσταντίνος Τσάτσος υπήρξε στα πρώτα κρίσιμα νεανικά του χρόνια βενιζελικός, μια πολιτική επιλογή που ακολούθησε με συνέπεια  σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εξομολογείται: «εγώ βενιζελικός ως το κόκκαλο διάβαζα «Πατρίδα» και περίμενα κάθε πρωί να διαβάσω μια νέα νίκη των επαναστατών»[1]. Το 1918 ο καθηγητής της Δικονομίας Κ.Βασιλείου, φίλος του Βενιζέλου και του πατέρα του Κ.Τσάτσου, τον  πρότεινε να συμμετάσχει στην ελληνική αποστολή στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι. Μόλις είχε αποφοιτήσει από την Νομική και βρέθηκε γραμματέας «του κρυπτογραφικού της Ελληνικής Αποστολής, στο ξενοδοχείο «Μερσεντές», κοντά στην Etoile. Δουλειά τρελλή με ρυθμό Ελευθέριου Βενιζέλου. Έμεινα εκεί σχεδόν ένα χρόνο και μέσα σ’ αυτό το διάστημα διδάχτηκα πολλά και ποικίλα»[2].

Επισημαίνει: «Ίσως να φανταζόμουνα πως ο Βενιζέλος με τον οποίο το σπίτι μου είχε φιλικές σχέσεις θα ενδιαφερόταν για μένα. Αλλά αυτό ήταν παιδιάστικη αφέλεια. Ο Βενιζέλος διεξήγε τότε τον καταπληκτικώτερο διπλωματικό αγώνα, για να παρουσιάσει την Ελλάδα, σύμμαχο της τελευταίας στιγμής, με λίγες δυνάμεις, ως σπουδαίο συντελεστή της νίκης. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πώς ό,τι πήραμε τότε, δεν το πήρε η Ελλάς αλλά ο Βενιζέλος. Έτυχε όμως και δυό-τρείς φορές που ο Βενιζέλος, καθώς έγραφε μόνος του ιδιοχείρως τη σωρεία των τηλεγραφημάτων με τα οποία καθοδηγούσε την Κυβέρνηση των Αθηνών σε ώρες μεταμεσονύκτιες, να με καλεί για να μου δώσει κείμενα να κρυπτογραφήσω. Κάποτε μάλιστα- αυτό έτυχε μια φορά- ξαπλωμένος στο κρεβάτι νύχτα, με κάλεσε να μου υπαγορεύσει ένα  μακρό κείμενο. Ανιαρή δουλειά η κρυπτογράφηση αλλά τι παιδεία για μένα να διαβάζω κάθε μέρα, λέξη με λέξη, κείμενα αυτού του ανθρώπου, αυτής της φωτεινής διάνοιας, με την τόσο σαφή σκέψη και ακριβόλογη διατύπωση. Πραγματικά, πολλά διδάχτηκα  από αυτή την επαφή»[3].

Στην διάρκεια του μεσοπολέμου έλαβε μαχητικά μέρος στον αγώνα για τη δημοκρατία, όπου θα γνωρίσει τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου: «μαζί με όλους τους προοδευτικούς καθηγητές πήρα θέση μάχης. Και δεν στάθηκα από τους λιγότερο μαχητικούς. Δημοσίευσα πολλά ενυπόγραφα άρθρα στην «Ακρόπολη», στην «Ελεύθερη Ελλάδα», σε μερικές επαρχιακές εφημερίδες και δούλεψα και με μιαν Επιτροπή Αγώνος, που τώρα δεν θυμάμαι τη συγκρότησή της. Θυμάμαι μόνο πόσο ξεχώριζε η φυσιογνωμία του Παπαναστασίου σε αυτήν την περίσταση, ενός ανθρώπου με τον οποίο είχαμε στενούς οικογενειακούς δεσμούς»[4].

Οι σχέσεις του Κ.Τσάτσου με τον Α.Παπαναστασίου υπήρξαν ιδιαίτερα στενές: «Τον Παπαναστασίου τον είχα γνωρίσει χρόνια πολλά πριν, όταν καθόμουνα στο Ξενοδοχείο Μελά στην Κηφισιά και αυτός συναναστρεφόταν τότε τον Δαμιανό Κυριαζή και τις αδελφές του. Ύστερα, όλη αυτή συντροφιά συνδέθηκε με το σπίτι μου. Τον θυμάμαι να έρχεται με όλην αυτή τη συντροφιά. Ήταν άλλωστε, από το 1917 ως τον θάνατο του πατέρα μου, το σπίτι μου ένα κέντρο κοσμικών συναντήσεων όλων των καλών φιλελευθέρων.  Αργότερα δημιουργήθηκε ένας προσωπικός δεσμός με τον Παπαναστασίου στον κύκλο της Εταιρίας Κοινωνικών Επιστημών. Από το 1927, όταν ξαναγύρισα από τη Γερμανία, πήγαινα στα γεύματα που οργάνωνε η Εταιρία και γενικά παρακολουθούσα την κίνησή της. Μέσω αυτής ο Παπαναστασίου είχε συγκεντρώσει γύρω του όλους τους προοδευτικούς νέους που ύστερα έπαιξαν κάποιο ρόλο στη δημόσια ζωή. Καλοί και κακοί από εκεί ξεκίνησαν, και ο Παπαναστασίου, Πρόεδρος της Εταιρίας, ασκούσε μια σοβαρή επιρροή απάνω σε όλους. Και όσοι δεν τον θεωρούσαν πολιτικό τους αρχηγό, του αναγνωρίζανε ένα είδος πνευματικής πολιτικής ηγεσίας και του αναγνωρίζανε τον τίτλο, -ποιος ξέρει αν τίτλο επαίνου ή μομφής,- του θεμελιωτού της βραχύβιας Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και όταν ο αγώνας γι’ αυτήν άρχισε το καλοκαίρι του 1935, ο Παπαναστασίου βρέθηκε σαν ο φυσικός αρχηγός αυτού του αγώνα. Και όλοι τότε τον περιστοιχίσαμε με μεγάλο ενθουσιασμό»[5].

Ο Κ.Τσάτσος επαινεί την διπλωματική μεγαλοφυΐα του Ε.Βενιζέλου κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην συμφωνία της Λωζάννης, αλλά και τους επιμέρους χειρισμούς που ομαλοποίησαν τις σχέσεις της χώρας με την Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία. Για τις επικρίσεις που δέχθηκε η προσέγγιση του Βενιζέλου με τον Κεμάλ γράφει: «θυμήθηκαν τότε τα «κόκκαλα του Σαγγάριου», αυτοί που αντιτίθονταν στην μικρασιατική εκστρατεία, αυτοί που κήρυσσαν οκτώ χρόνια πριν το “Οίκαδε”»[6].

Η τελική αποτίμηση του Ε.Βενιζέλου, που ξετυλίγει είναι μια πραγματική αποθέωση του: « Ο Βενιζέλος μένει ένα κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας στην ωραιότερη της έκφραση… Από την ώρα που τον κάλεσε η Επανάσταση του 1909 ως τις αρχές του 1915 αναμόρφωσε την Ελλάδα. Τόλμησε να μπη στον πόλεμο το 1912 χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως τι τελικώς θα πάρει η Ελλάδα, που συμπολεμούσε με προαιώνιους εχθρούς, με μοναδικό στόχο να πετάξει τον Τούρκο από την Ευρώπη. Βρήκε τρόπο, όταν ο Τούρκος είχε πια εξουδετερωθεί, να ταπεινώσει και τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο τον Βούλγαρο, με αληθινά μεγαλοφυείς διπλωματικούς ελιγμούς και στο Λονδίνο και στο Βουκουρέστι. Αφήνω που χωρίς τον Βενιζέλο θα είχαμε χάσει την Θεσσαλονίκη, υπείκοντας στην στενοκεφαλιά των στρατιωτικών. Νομίζω πως όλα συνομολογούν ότι χωρίς τον Βενιζέλο δεν θα γινόταν η μεγάλη Ελλάδα. Διότι αυτός διηύθυνε τους κύριους πολιτικούς στόχους και των δύο πολέμων. Αυτός ήξερε ως που μπορούσε να προχωρήσει κατά τον ελληνοβουλγαρικό αγώνα και τον σταμάτησε όταν ήταν ανάγκη να τον σταματήσει. Ακόμα κανείς δεν αμφισβητεί ότι οργάνωσε την Διοίκηση, η οποία έκανε από το 1909 ως το 1915, παρά τους πολέμους, άλματα προς τα μπρος και ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε διοικηθεί αυτός ο τόπος όπως τότε. Ενώ ήταν ένας μεταρρυθμιστής, ό,τι έκανε, το έκανε με μέτρο με σεβασμό στα δεδομένα»[7].

Ο Ε.Βενιζέλος πολύ σοφά πήγε με το μέρος της Αντάντ όχι μόνο για γεωπολιτικούς λόγους –η Ελλάδα  ως θαλάσσια δύναμη θα έπρεπε να είναι με τις δυνάμεις που κυριαρχούν στην θάλασσα και όχι τις ηπειρωτικές- αλλά επειδή η Γερμανία είχε παλαιούς δεσμούς με την Τουρκία και την Βουλγαρία και σε περίπτωση νίκη της θα τις άμειβε με ακρωτηριασμό της ουδέτερης Ελλάδας. Ο Κ.Τσάτσος αναφέρει την επιχειρηματολογία του Ε.Βενιζέλου: «αν νικούσαν οι Κεντρικές Δυνάμεις, είναι βέβαιο ότι θα χάσωμε την Ανατολική Μακεδονία και πολύ πιθανόν και νησιά του Αιγαίου. Δεν μας σώσει από αυτή την καταστροφή η ουδετερότητα. Στην περίπτωση νίκης της Γερμανίας και της Αυστρίας, ο ακρωτηριασμός της Ελλάδος ήταν πολύ πιο  από πιθανός. Στην περίπτωση όμως νίκης των συμμάχων, τότε παρουσιάζεται η μοναδική στην ιστορία της ευκαιρία να πάρει την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη. Στην πρώτη περίπτωση, βέβαιος ο χαμός των ελληνικών εδαφών. Στην δεύτερη, βέβαιη η προσάρτηση νέων, αν συμπαραταχθούμε με τους Συμμάχους, και σχεδόν βέβαιη η μη προσάρτηση αν μείνουμε ουδέτεροι.  Τέλος, αν γίνει κάποιος συμβιβασμός, καλύτερα να μετέχωμε στην διαπραγμάτευσή του, παρά να είμαστε μόνοι». Με αυτούς τους συλλογισμούς και ανεξάρτητα ακόμη από τη βάσιμη άποψη του Βενιζέλου ότι η Αγγλία δεν μπορεί να νικηθεί, εύλογα επέμενε στον φιλοαντατικό προσανατολισμό μας και τελικά στην έξοδο της Ελλάδος από την ουδετερότητα. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε τις εισηγήσεις του Βενιζέλου και τον Φεβρουάριο του 1915 ο Βενιζέλος παραιτήθηκε. Τον Μάϊο του 1915 ο λαός ξανάδωσε την πλειοψηφία στον Βενιζέλο. Τότε πάλι, το καλοκαίρι του 1915 ο Βενιζέλος, έχοντας υπέρ αυτού την τελευταία ετυμηγορία του λαού, απαιτεί την εφαρμογή της πολιτικής του. Ο Κωνσταντίνος και πάλι αρνείται, οπότε κατ’ ανάγκην ο Βενιζέλος παραιτείται για δεύτερη φορά. Τότε βρέθηκε στο δίλημμα: ή να υποταχθεί στο θρόνο και να απεμπολήσει τη βασική αρχή της δημοκρατίας, ότι την εξωτερική πολιτική της χώρας την καθορίζει ο εκλεκτός του λαού, ή  να επαναστατήσει κατά του θρόνου που καταπατούσε την βασική αυτή αρχή της δημοκρατίας. Εξ άλλου, αν υποτασσόταν, η χώρα οδηγούνταν στον όλεθρο. Η επανάσταση μπορούσε να την σώσει. Αλλά η επανάσταση εσήμαινε τον διχασμό. Για να τον αποφύγει, περίμενε ένα χρόνο και πλέον, αγωνιζόμενος με δημοκρατικά μέσα, εναντίον ενός αντισυνταγματικά πολιτευομένου Βασιλέως. Εξέδωσε το εβδομαδιαίο φύλλο «Κήρυξ» το 1916, στο οποίο γράφοντας ο ίδιος κάθε εβδομάδα κύρια άρθρα, εξέθετε την πολιτική του. Ενώ όμως αυτός πολιτευόταν με μέσα δημοκρατικά και φανερά, οι αντίπαλοί του τον υπονόμευαν με μέσα κρυφά και, μπορώ να πω, άτιμα. Εκμεταλλεύθηκαν την φυσική κόπωση του λαού ύστερα από δύο πολέμους και καλλιέργησαν την εύκολη αντιπολεμική ψυχολογία. Δημιούργησαν τους συνδέσμους επιστράτων ώστε η ψυχολογία αυτή να μεταβληθεί σε οργάνωση. Παράλληλα, η γερμανική προπαγάνδα χρηματοδοτούσε τον αντιπολεμικό Τύπο και παρουσίαζε τον Κωνσταντίνο σαν τον Βασιλέα που ακόμη και άρρωστος –ποιος δεν θυμάται το αισχρό θέατρο της μεταφοράς της Παναγίας από την Τήνο;- αγωνίζεται να γλυτώσει τον λαό του από έναν νέο πόλεμο. Ο διχασμός για τον οποίο κατηγορούν τον Βενιζέλο δεν είναι μόνο έργο δικό του, αλλά και των αντιπάλων του. Με την διαφορά ότι αυτός συρόταν σε αυτόν για να γλυτώσει τον τόπο, ενώ οι άλλοι τον ήθελαν για την επικράτηση μιας πολιτικής, που σε πολλούς είχε πολύ ύποπτα κίνητρα και αποδείχθηκε ηλίθια…Κάθε διχασμός είναι κακό μέγα. Αλλά ποιος δίκαιος κριτής θα κατηγορήσει τον Βενιζέλο για τον διχασμό που αυτός δημιούργησε; Τι τού απέμενε να κάνει παρά να υποταγεί σε ένα στενοκέφαλο βασιλιά, που στηριζόταν στην μυστική υπόσχεση του κουνιάδου του ότι δεν θα επιτρέψει οι νικητές Βούλγαροι και Τούρκοι να θίξουν την Ελλάδα; Ενός βασιλιά που, κατά βάθος, μαζί με όλους τους επιτελείς του που σπούδαζαν  στις στρατιωτικές γερμανικές σχολές, πίστευε στο αήττητο της Γερμανίας; Να προδώσει το χρέος του ως Έλληνας; Να γίνει ανθρωπάκι και να τιμωρήσει τον Κωνσταντίνο, όταν η Ελλάδα θα συρρικνωνόταν και θα είχε χάσει την μεγαλύτερη της ιστορίας της; Μόνο έπαινος αξίζει στον μεγάλο πολιτικό που τότε, κατ’ ανάγκην διχάζοντας, ένωσε και μεγάλωσε την Ελλάδα…Ο Βενιζέλος όφειλε να σύρει την Ελλάδα προς τους Συμμάχους και το έκανε την τελευταία ώρα, ίσα-ίσα που πρόφθασε να συμπαραταχθεί με τους νικητές και να επεκτείνει την Ελλάδα στη Θράκη ως τον Εύξεινο και να αποκτήσει τίτλους σοβαρούς για τα Δωδεκάνησα. Λέγω ίσα-ίσα, διότι αλλιώς, αν μέναμε ουδέτεροι, θα βλέπαμε αν όχι τους Τούρκους, ασφαλώς, όμως τους Βουλγάρους, να παίζουν το παιχνίδι που έκαναν το 1944, όταν αλλάζοντας καθεστώς βρέθηκαν νικητές αντί νικημένοι. Και τότε είναι ζήτημα αν θα αποκτούσαμε και τη Δυτική Θράκη»[8].
   Ο Κ.Τσάτσος δεν είναι το ίδιο ενθουσιώδης με την απόφαση του Ε.Βενιζέλου να πάμε στην Μικρά Ασία. Εκτιμά ότι έκανε τραγικά αλυσιδωτά λάθη.  Υπερεκτίμησε τις δυνατότητες του ελληνικού λαού. Δεν υπολόγισε την φυσική κόπωση του από εννιά χρόνων επιστράτευσης και συμμετοχής σε τρεις πολέμους. Επίσης δεν πρόβλεψε την επιτυχία της εχθρικής αντιπολεμικής προπαγάνδας και την μοιραία ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.Παρόλα αυτά εκτιμά ότι αν αυτός βρισκόταν στην θέση των μοναρχικών θα κρατούσε τα εδαφικά κέρδη που είχαμε πετύχει ώστε να διαπραγματευτεί με τον Κεμάλ ώστε «να εξασφαλίσει την ομαλή και ειρηνική διαβίωση του μικρασιατικού ελληνισμού, αποχωρώντας από την Μικρά Ασία»  και σε δεύτερη φάση «να αντιμετωπισθεί η ειρηνική ανταλλαγή του πληθυσμού ή, σε πρώτη φάση, η παροχή ορισμένων μειονοτικών προνομίων ώστε κάποτε οι Έλληνες να φύγουν χωρίς ζημιά από την Μικρά Ασία. Μια τέτοια ειρηνική αποχώρηση θα εξασφάλιζε οριστικά, αν όχι κάτι περισσότερο, πάντως την γραμμή Αίνου-Μηδείας που έδινε στην Ελλάδα διέξοδο στον Εύξεινο Πόντο. Αν κερδίζοντας τις εκλογές, έκανε έτσι από  θέσεως δυνάμεως το 1921  αυτό που νικημένος έκανε το 1928, θα πρόσφερε πραγματικά την ιδεωδέστερη εφικτή λύση για το Έθνος. Λίγο μετά τις εκλογές του 1920 ο Βενιζέλος πρότεινε να περιορισθεί το κατεχόμενο στην Μικρά Ασία έδαφος σε μια ζώνη που θα μπορούσε να φυλαχθεί με 3 εντόπιες μεραρχίες. Αυτή την πρόταση, αν και δεν ήταν σωστή, την δέχθηκε ο Δ.Ράλλης, αλλά την αγνόησαν ο Βασιλεύς και ο Γούναρης, για να βαδίσουν προς χειρότερες λύσεις»[9]. Όπως και ο Ι.Μεταξάς παραδέχθηκε στην κρίσιμη σύσκεψη στο μικρασιατικό έδαφος, όπου αποφασίστηκε η επέκταση της εξόρμησης του ελληνικού στρατού ως την Άγκυρα, ο Ε.Βενιζέλος ήταν ο ιδεωδέστερος, ο μοναδικός που μπορούσε να χειριστεί μια τόσο κρίσιμη περίσταση.

Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι τα δεδομένα δεν επέτρεπαν την επιτυχία του ελληνικού εγχειρήματος στην Μικρά Ασία: «η αναγέννηση της Τουρκίας χάρη στον Κεμάλ, η υποστήριξη της Ρωσίας προς αυτόν, η εγκατάλειψη της Ελλάδος από τους συμμάχους της, η εχθρότητα των λαών της Αντάντ κατά του βασιλικού καθεστώτος, επέβαλαν να αναγνωρίσει ο Βενιζέλος ότι η υπόθεση της Μικράς Ασίας είχε ολοκληρωτικά χαθεί, ιδίως όταν την χειρίζονταν εμφανώς ανίκανοι πολιτικοί, έρμαια του πεζοδρομίου»[10]. Ο Ε.Βενιζέλος θα έπρεπε άμεσα να διαπραγματευτεί  με τον Κεμάλ «για την πλήρη αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία, την μέγιστη δυνατή εξασφάλιση της ζωής και της περιουσίας των Ελλήνων που θα έμεναν στην Μικρά Ασία, την οριστική παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου και την αντιμετώπιση στο μέλλον μιας ανταλλαγής πληθυσμών. Αυτό δηλαδή που έγινε το 1928 έπρεπε να προταθεί από το 1921, πριν ηττηθούμε. Αφού ήταν βέβαιο ότι η ήττα ερχόταν. Έτσι θα διατηρούσαμε την πλούσια γη της Ανατολικής Θράκης, με την μεγίστης στρατηγικής και πολιτικής σημασίας διέξοδο στον Εύξεινο Πόντο»[11].

Εκτιμά ότι η δολοφονική απόπειρα κατά του Ε.Βενιζέλου στο σταθμό της Λυών στο Παρίσι το 1919 είχε ως ιθύνοντα νου, τους πολιτικούς του αντιπάλους, Ίωνα Δραγούμη και Μπέη Μαυρομιχάλη[12]. Για την υπόθεση αυτή δεν υπήρξαν ποτέ τεκμήρια αλλά είναι ενδεικτικό των απόψεων που επικράτησαν στο βενιζελικό στρατόπεδο. Δίπλα στον τραυματισμένο Βενιζέλο στάθηκε ο καθηγητής Στέλιος Σεφεριάδης, πεθερός του Κ.Τσάτσου και πατέρας της Ιωάννας και του Γ.Σεφέρη.

 Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι ο ύπατος αρμοστής στην Σμύρνη, ο Στεργιάδης,ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο που εξόργισε τον μικρασιάτικο, πρώτα,  ελληνισμό «αποδείχθηκε ένας τρελλός εγκληματίας»[13].

Από τους βενιζελικούς πολιτικούς, βρέθηκε πιο κοντά συναισθηματικά και ιδεολογικά στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος όπως μαθαίνουμε από την Ιωάννα Τσάτσου υπήρξε από τους πρώτους θαυμαστές της ποίησης του Γ.Σεφέρη:

«Αλλού μιλώ για τον Παπαναστασίου που ήταν οικογενειακός μας φίλος. Του άρεσαν οι συντροφιές από διανοούμενους και καλλιτέχνες που σύχναζαν τότε στην οδό Κυδαθηναίων. Ήταν χαριτωμένος συνομιλητής. Εδώ θέλω να πω πως από τον Παπαναστασίου και τη συντροφιά των κοινωνιολόγων, με πρώτο τον Τριανταφυλλόπουλο, εκπορεύθηκε ένα μεγάλο μέρος των ιδεών που πήρε για βάση του ανορθωτικού προγράμματος ο Βενιζέλος. Ήταν ο πιο ιδεολόγος από τα στελέχη του. Αλλά συγχρόνως ήταν και πελοποννήσιος μικροπολιτικός που δεν απέφευγε το ρουσφέτι. Στη δική του κυρίως πρωτοβουλία οφείλεται η κατάργηση της Βασιλείας. Τότε, ενθουσιώδης και εγώ δημοκρατικός, έτρεχα πίσω τους στις οχλαγωγικές διαδηλώσεις που γίνονταν για την καθιέρωση της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Τώρα, μετά εξήντα  χρόνια, βλέπω πως αυτή η πρόωρη δημοκρατία οδήγησε σε στρατιωτικά κινήματα και σε δικτατορίες, οι οποίες ίσως θα αποφεύγονταν αν δεχόταν ο λαός ένα αμετακίνητο ανώτατο άρχοντα, τον Γεώργιο Β’, που είχε κατά σύμπτωση και αρκετές προσωπικές αρετές. Πάντως, την πρώτη αυτή Δημοκρατία την έσωσε, σαν από μηχανής θεός, ο Βενιζέλος, για μια τετραετία διότι, ύστερα, με την υποτροπή των κινημάτων και τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, η πλειοψηφία του λαού ξανάφερε τον Βασιληά»[14].

 



[1] Κ. Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, Οι  εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, α’ τόμος, σελ.98.

[2] Ό. προηγ. σελ.235.

[3] Ό. π. σελ. 236,237.

[4] Ό. π. σελ. 240.

[5] Ό. π. σελ.240,241.

[6] Ό. π. σελ.247.

[7] Ό. π.  σελ. 250,251.

[8] Ό. π. σελ.252,253,254,255.

[9] Ό. π. σελ. 256.

[10] Ό. π. σελ.257.

[11] Ό. π. σελ. 257.

[12] Ό. π. σελ. 248.

[13] Ό. π. σελ. 258.

[14] Ό. π. σελ. 259.

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Ο Σ.Ροζάνης για τον Κώστα Παπαϊωάννου, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Ραίημον Αρόν- για την ιδιοφυϊα της φιλίας


13 Νοεμβρίου 2023

Ο Γιώργος Ηλιάδης συζητά με τον Στέφανο Ροζάνη για τον Κώστα Παπαϊωάννου. Συνέντευξη του δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα marginalia.gr

Γ.Η.: Κύριε Ροζάνη, νομίζω είναι θεμιτό να ξεκινήσουμε από τη γνωριμία σας με τον Παπαϊωάννου.

Σ.Ρ.: Με τον Κώστα Παπαϊωάννου γνωρίστηκα μέσω ενός πολύ σημαντικού για εμένα φίλου, σπουδαίου πεζογράφου της γενιάς του 30, τον Πάνο Καραβία. Ήμουν πάρα πολύ φίλος τότε, νεαρός εγώ σπουδάζοντας ακόμα, με τον Πάνο τον Καραβία και σε κάποια στιγμή ο Πάνος μου έδωσε κάποια κείμενα του Κώστα Παπαϊωάννου, τα οποία διάβασα και πραγματικά με διέλυσαν. Στη συνέχεια ήρθε ο Κώστας στην Ελλάδα για μια σύντομη επίσκεψη, οπότε ο Πάνος κανόνισε μια συνάντηση. Συναντηθήκαμε και γοητεύτηκα τόσο πολύ από την συνάντηση αυτή, ώστε τελικά αυτή η συνάντηση επεκτάθηκε όταν εγώ πήγα στο Παρίσι και ο Παπαϊωάννου με μάθαινε πράγματα για τη φιλοσοφία και κυριότατα για τη μαρξική αντίληψη της ιστορίας. Αυτή η φιλία και η διδασκαλία συνεχίστηκε μέχρι τον πρόωρο θάνατο του στο Neuilly (Νεϊγί) στο Παρίσι. Χάθηκε πάρα πολύ νέος. Αυτό είναι πολύ συνοπτικά το χρονικό της γνωριμίας μου με τον Κώστα, την οποία οφείλω στον Πάνο τον Καραβία, σε αυτόν τον έξοχο πεζογράφο, τον έξοχο δοκιμιογράφο που δυστυχέστατα, όπως γίνεται πάντα στην Ελλάδα, ξεχάστηκε.

Γ.Η.: Από καρκίνο του πνεύμονα…

Σ.Ρ.: Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα πολύ νωρίς και θυμάμαι το τελευταίο τηλέφωνο όταν ήταν στο  Neuilly, στο νοσοκομείο. Τον πήρα τηλέφωνο και μου είπε “Στέφανε, μη φοβάσαι, δεν είναι fatale”. Ύστερα από δυο μέρες ήταν fatale. Τελευταία φορά που τον άκουσα ήταν αυτή.

Γ.Η.: Όσον αφορά τα κείμενα του, κύριε Ροζάνη, μπορώ να πω ότι και μένα με έχουν «διαλύσει».  Ωστόσο, αν και κατά κοινή ομολογία γοητευτικά, τα κείμενα του και ο ίδιος δε χαίρουν κατά τη γνώμη μου της αναγνώρισης που τους πρέπει. Οι επικρατέστεροι λόγοι που συναντά κανείς στη σχετική βιβλιογραφία είναι, από τη μία, η δοκιμιακότητα της γραφής του, που από πολλούς εκλαμβάνεται και ως έλλειψη συστηματικότητας, την οποία εσείς ονομάζετε πολύ όμορφα και «πρόζα του κόσμου» στο βιβλίο σας Villa Santos Dumont.

Σ.Ρ.:  Ναι, στο Villa Santos Dumont ήταν η διεύθυνση του σπιτιού του που μαζευόμασταν και ξενυχτούσαμε μιλώντας…

Γ.Η.: Κι από την άλλη, λόγω ας πούμε της ιδιάζουσας πολιτικής του υπόστασης, δεν μπορούσε να υπαχθεί με κάποιον τρόπο στον πολιτικό λόγο της εποχής στην Ελλάδα.

Σ.Ρ: Η πρώτη άποψη που εξέφρασες, περί έλλειψης συστηματικότητας στο έργο του Παπαϊωάννου, είναι παντελώς ασύστατη. Ο Παπαϊωάννου ήταν από τους πιο συστηματικούς και εδραιωμένους, ακόμα και ακαδημαϊκά εδραιωμένους, φιλοσόφους. Αν δείτε τα κείμενά του στο πρωτότυπο ή και τις ελληνικές τους μεταφράσεις θα δείτε ότι η εδραίωση,  της  βιβλιογραφίας του είναι τέτοια που συμπεριλαμβάνει γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά συγγράμματα πάνω στα θέματα τα οποία επεξεργάζεται. Φανταστείτε ότι γράφοντας το “L’Ideologie Froide” (την Ψυχρή Ιδεολογία) συμβουλευότανε και τον ίδιο τον Σουβάριν, αυτόν τον περίφημο ιστορικό της ρωσικής επανάστασης με τον οποίο μιλούσε στη γλώσσα του, τα ρωσικά. Η εδραίωση του Παπαϊωάννου είναι απόλυτη· ήδη από τα νεανικά του κείμενα, όπως το «Σωκράτης θνήσκων»,  «Ο άνθρωπος και η σκιά του» ή τα δυο κείμενα για τον Μαρξ και τη μαρξική ιδεολογία που είχε εκδώσει πριν φύγει για το Παρίσι, τα οποία είχε εκδώσει το τωρινό πανεπιστήμιο του Πειραιά. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και από τα νεανικά του κείμενα ή μετά το χειρόγραφο «Μάζα και Ιστορία», το οποίο ανακάλυψε ο Καραμπελιάς κι εξέδωσε, είναι κι αυτό ένα νεανικό του βιβλίο το οποίο προσπάθησε να το συνεχίσει όταν πήγε στο Παρίσι και τελικά το εγκατέλειψε. Και θα σας πω τι σημαίνει αυτό το «εγκατέλειψε» στον Παπαϊωάννου. Αν δείτε την εδραίωση εκεί, θα δείτε ότι είναι μια εδραίωση που θα τη ζήλευαν οι πιο συστηματικοί ακαδημαϊκοί συγγραφείς, άρα η πρώτη αιτίασις, αν είναι αιτίασις, είναι εντελώς αβάσιμη.

Γ.Η: Συμφωνώ μαζί σας όσον αφορά την συστηματικότητα ειδικά όσον αφορά το Μάζα και Ιστορία, αν το συγκεκριμένο είχε μεταφραστεί στα γαλλικά ως ολοκληρωμένο θα ήταν ξεκάθαρη η συστηματικότητα του Παπαϊωάννου.

Σ.Ρ: Έτσι είναι! Κι όχι μόνο στο Μάζα και Ιστορία αλλά ακόμα και στα νεανικά του κείμενα η εδραίωσή του είναι εξαιρετική και μην ξεχνάτε ότι ήταν ένα παιδί είκοσι-κάτι χρονών την εποχή εκείνη. Όταν ο Raymond Aron είδε το κείμενο του «Σωκράτης θνήσκων» σε γαλλική μετάφραση που έκανε ο ίδιος ο Κώστας, έμεινε έκπληκτος. Δημοσίευσε δε κείμενα του στο Diogene το οποίο ήταν το πιο έγκυρο φιλοσοφικό περιοδικό στη Γαλλία, και υπάρχει σειρά άρθρων του στο Diogene, όπως υπάρχει σειρά άρθρων στο Le Contrat Social που έβγαζε πάλι ο Αρόν. Η φιλία τους ήταν μια φιλία που δεν ήταν μόνο προσωπική, ήταν και μια εκτίμηση του Aρόν προς την ακαδημαϊκότητα του Παπαϊωάννου. Γιατί ο Αρόν ήταν πάρα πολύ αυστηρός, ήταν ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος και σπουδαίος συγγραφέας ανεξάρτητα της πολιτικής του τοποθετήσεως. Aς το πούμε κι αυτό γιατί ήταν και συντηρητικός, και όντας ο Αρόν συντηρητικός έχει γράψει το σπουδαιότερο κείμενο για τον Μαρξ που εγώ τουλάχιστον ξέρω.

Κώστας Παπαϊωάννου, Μάζα και ιστορία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ. 86

Μάζα και Ιστορία

Γ.Η: Aυτό που μου λέτε με πάει πολύ ομαλά στο δεύτερο κομμάτι της ερώτησης που αφορά το πολιτικό, ότι δηλαδή από τη μια έχουμε έναν Παπαϊωάννου που είναι φίλος με τον καθηγητή-μέντορά του που είναι συντηρητικός, από την άλλη κάποια βιογραφικά στοιχεία δείχνουν μια επαφή με τους καταστασιακούς… Με τους οποίους εικάζω ότι τον ένωνε όλη αυτή η αγάπη για την τέχνη στον δημόσιο χώρο, η αποστροφή για τις μεγάλες αφηγήσεις…

Σ.Ρ: Το λες πολύ καλά! Γιατί εκείνο το οποίο έπαθε το έργο του Παπαϊωάννου είναι αυτό το οποίο έχω γράψει πολλές φορές και εγώ όταν αναφέρομαι σε αυτόν. Έγινε βορά, βορά πραγματικά, μιας εποχής στη Γαλλία που κυριαρχούσαν οι καλούμενοι Nouveaux Philosophes, Ανρί Μπερνάρ Λεβί και όλοι αυτοί, η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα και από την άλλη μεριά επειδή βγήκε ως μια κριτική αλλά φοβερά δημιουργική κριτική του Μαρξ, όχι άρνηση του Μαρξ…

Γ.Η: Μια κριτική έκθεση…

Σ.Ρ: Α μπράβο! Aυτό που απέφυγε τεχνηέντως ο Κορνήλιος ο Καστοριάδης. Επειδή λοιπόν είχε γράψει αυτά τα κείμενα και στη συνέχεια το “Ideologie Froide” το οποίο ήταν εναντίον του σταλινισμού και των γκούλαγκ και όλου αυτού του σοβιετικού απολυταρχισμού. Τι έγινε; Έγινε βορά των σοβιετολόγων, τον πήραν οι σοβιετολόγοι και τον κάνανε δικό τους, ερήμην του..

Γ.Η: Aπ’ όσο ξέρω είχε και μια κόντρα με τον Μερλώ- Ποντύ…

Σ.Ρ: Βεβαιότατα! και με τον Σαρτρ είχε μια αντιδικία. Όλο αυτό το κλίμα της εποχής, αυτής της εποχής των αναταράξεων που έζησε στη Γαλλία, είχε ως συνέπεια, η μεν ομάδα του Καστοριάδη να τη γλιτώσει, παρότι η κριτική που ασκεί ο Καστοριάδης στη μαρξική αντίληψη του κόσμου είναι πολύ πιο οξεία.. Ο Καστοριάδης επειδή έκανε και το Socialisme ou Barbarie και επειδή περιβλήθηκε από ανθρώπους όπως ο Κλωντ Λεφόρ και άλλους μπόρεσε και τη γλίτωσε.. Ο Παπαϊωάννου  ήταν μεν κοινωνικός αλλά και απομονωμένος. Έτσι το έργο του έγινε βορά ή των σοβιετολόγων ή των nouveaux philosophes, οι οποίοι ήταν η κακιά δεξιά της γαλλικής τότε εποχής, είτε διαφόρων πλιατσικολόγων δεξιά κι αριστερά.. και ήταν ένα έργο ευάλωτο….

Γ.Η: Για την αξία των όσων λέτε, αναφέρω και την περίπτωση του Μισέλ Φουκώ, ο οποίος έχει οικειοποιηθεί θέσεις του Παπαϊωάννου όταν μιλά για τον μπωντλαιρικό δανδή ως φορέα της μοντέρνας ιστορικής συνείδησης κλπ.

Σ.Ρ: Βεβαίως! Από τον Παπαϊωάννου! 

Γ.Η: Άρα ποιες άλλες θα λέγατε ότι ήταν οι πνευματικές συγγένειες του Παπαϊωάννου; 

Σ.Ρ: Ο Παπαϊωάννου καταρχάς έμαθε τους Γάλλους να διαβάζουν Χέγκελ, οι Γάλλοι αν εξαιρέσεις τον Jean Hyppolite δεν ξέραν να διαβάζουν Χέγκελ. 

Γ.Η: Ο Παπαϊωάννου, αν δεν κάνω λάθος, ακολουθεί αρκετά τον Κοζέφ…

Σ.Ρ: A μπράβο! Ακολουθεί πλήρως τον Κοζέφ τον οποίον τον ξέρει από τότε που εμείς ήμασταν άγουρα παιδάκια. Έλεγε ο Αρόν σε προφορική συζήτηση που είχαμε ότι ο Παπαϊωάννου δεν μας έμαθε μόνο τον Χέγκελ, μας έμαθε επίσης να γράφουμε γαλλικά. Γιατί πραγματικά ο Παπαϊωάννου ήταν στυλίστας στα γαλλικά. Αυτό μου το ‘χε πει ο Αρόν σε μια συνάντηση που είχαμε κάνει τότε στο Champs-Elysees μαζί με τον Κώστα.

Γ.Η: Άρα, κύριε Ροζάνη, με βάση αυτά που μου λέτε και με βάση τον τρόπο με τον οποίο γράφει για τις Μάζες και για τον Μύθο, τη μνημειακή τέχνη..

Σ.Ρ: Μα είναι όλος ο ρομαντισμός εκεί! Με τον ρομαντισμό αναδύεται η μάζα, η μάζα ως υποκείμενο όμως..

Γ.Η: Άρα είναι ασφαλές να πούμε κατά τη γνώμη σας ότι προκρίνει την ουτοπία έναντι της ιδεολογίας…

Σ.Ρ: Μα αν εγώ ξόδεψα μια ολόκληρη ζωή ασχολούμενος με την ουτοπία, αν τα περισσότερα βιβλία μου είναι για την ουτοπία εμμέσως ή αμέσως, αυτό το οφείλω στην ομιλία του Παπαϊωάννου –και να εξηγήσω τι σημαίνει στην ομιλία του Παπαϊωάννου. Ο Παπαϊωάννου ήταν ένας άνθρωπος της προφορικότητας, η κύρια ενασχόληση του ήταν η φωνή… Έχω πει το επεισόδιο μιας νύχτας στο σπίτι του στην Villa Santos Dumont, όπου εκεί που μιλούσαμε και λέγαμε διάφορα ξαφνικά η κουβέντα έφτασε στον Ντοστογιέφσκι και τότε συνέβη, η ώρα δύο το πρωί, κάτι εντελώς μαγικό. Ο Κώστας σηκώθηκε από το γραφείο του και άρχισε να μιλά με τον Ντοστογιέφσκι, εγώ έφυγα από το κάδρο.. μιλούσε για τον Ντοστογιέφσκι. Αν έβλεπες το γραφείο του ήταν γεμάτο πεταμένα χαρτιά, τα χαρτιά τα έγραφε και μετά τα πέταγε. Εκείνο το οποίο τον ζέσταινε και για αυτό είναι πραγματικά σωκρατικός άνθρωπος ήταν η ομιλία, ήταν η προφορικότητα του. Εμείς μπορούμε να διαβάζουμε τα κείμενα και να μας μαγεύουν, να βρίσκουμε ιδέες κλπ, αλλά το πιο σπουδαίο ήταν να τον ακούσεις…  ήταν αυτό ακριβώς που έγραψε ο George Steiner για τον Χάιντεγκερ, όσο και να διαβάσετε αυτόν τον άνθρωπο δεν θα μπορέσετε να τον καταλάβετε με τίποτα, εκτός κι αν τον έχετε ακούσει να μιλάει. Κατά έναν τρόπο φαινόταν σαν ένας άνθρωπος για τον οποίο η γραφή ήταν πάρεργο, το έργο ήταν η φωνή, ήταν η ομιλία, ήταν η συν-ομιλία. Ήταν ένας άνθρωπος που συνομιλούσε και συνομιλούσε με αγάπη, δεν συνομιλούσε για να αντιμαχήσει.

Κώστας Παπαϊωάννου, Μάζα και ιστορία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ. 154 και 155

Γ.Η: Δεν ήταν, ας το πούμε έτσι, υπομνηματιστής, ο κακώς εννοούμενος ακαδημαϊκός.

Σ.Ρ: Καμία σχέση δεν είχε! H δε γνώση της λογοτεχνίας, η αγάπη προς την ποίηση που είχε ο Παπαϊωάννου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ουσιαστικά να μετατρέπει την φιλοσοφία σε ποίηση και την ποίηση σε φιλοσοφία, και αυτό είναι μοναδικό στο corpus της φιλοσοφίας. Όταν εγώ τον γνώρισα σχεδόν δεν είχα διαβάσει τίποτα παρά μόνο το Κόσμος και Ιστορία που μου ‘χε δώσει ο Πάνος ο Καραβίας, εκείνο που με μάγεψε εκείνο το βράδυ της πρώτης μας συνάντησης ήταν η ομιλία του, εκείνο το αγκάλιασμα της φωνής του… Δεν είχε σημασία να διαφωνήσεις με τον Παπαϊωάννου, ούτε γι’ αυτόν ούτε για τον συνομιλητή του. Ήταν αυτή η τεράστια προσωπικότητα… Όταν έγραψε ο Οκτάβιο Παζ αυτό το ποίημα για τον Κώστα ουσιαστικά έγραφε γι’ αυτό για το οποίο συζητάμε τώρα, για φαντάσου έναν Οκτάβιο Παζ στην ακμή του να τον γνωρίζει και να μαγεύεται από την ομιλία του…

Κόσμος και Ιστορία

Γ.Η: Για να επιστρέψουμε στο πιο τυπικό κομμάτι νομίζω είναι σαφές ότι για να καταλάβει κανείς τον Παπαϊωάννου χρειάζεται την έννοια του τραγικού και τον Χέγκελ.

Σ.Ρ: Ναι ακριβώς, η έννοια του τραγικού και ο Χέγκελ! Τώρα, σε λίγο, θα βγει κι ένα βιβλίο μου· δοκίμια για το τραγικό, δεν αναφέρεται εκεί ο Παπαϊωάννου, αλλά είναι παρών… Την οποία έννοια του τραγικού ο Παπαϊωάννου την τοποθετούσε εκεί που πραγματικά είναι ως ανθρωπινή κατάσταση, όχι ως τραγωδία. Και γι’ αυτό ο Παπαϊωάννου ήταν αντιδιαλεκτικός, ήταν ακριβώς όπως ο Νίτσε, καθώς λέγει ο Ντελέζ, ήταν άνθρωπος της κατάφασης, δεν υπήρχε η άρνηση μέσα στη φωνή και στο έργο του Παπαϊωάννου.

Γ.Η: Όσον αφορά τον Χέγκελ πάντως, ο Παπαϊωάννου φαίνεται να τον προσεγγίζει αρκετά μέσω της οδού του ρομαντισμού, πέραν φυσικά της σκυταλοδρομίας των Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ… 

Σ.Ρ: Μια φορά είχα τολμήσει και του το ‘χα πει και του ίδιου. Τελικά ήταν ένας ρομαντικός τραγικός, αν δείτε για παράδειγμα τη λατρεία που τρέφει για την μεταφυσική ποίηση π.χ. του Τζον Ντον. Ο Ντον τον οδηγεί απευθείας στον ρομαντισμό, τον οδηγεί απευθείας στον Nοβάλις, τον οδηγεί απευθείας στον Φάουστ, η κοσμοαντίληψη του Παπαϊωάννου είναι φαουστική! Χωρίς το πρόταγμα του Γκέτε δηλαδή, το φαουστικό πρόταγμα, δεν μπορείς να καταλάβεις το πνεύμα των κειμένων του.

Χέγκελ

Γ.Η:  O Raymond Aron τον είχε ονομάσει ιδιοφυΐα της φιλίας, το οποίο είναι πολύ πετυχημένο προσωνύμιο, αν σκεφτεί κανείς τις θεματικές και τις κατευθύνσεις της σκέψης του. Δηλαδή το τραγικό, τη φιλοσοφία της ιστορίας ιδωμένη από τη ματιά του νεαρού Χέγκελ κι άλλα.. αλλά κυρίως για την συνήθεια του να αναφέρεται σε διάφορα έργα του Πνεύματος προκειμένου να διαυγάσει τη σχέση ανθρώπου και κόσμου. Ενίοτε, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τις πηγές του λόγω αυτού ακριβώς του πλούτου. Εσείς έχετε υπόψιν σας άλλες πηγές, ίσως ας πούμε πιο κρυφές; 

Σ.Ρ: Έχω τόσες πολλές που κι εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να τις ανακαλέσω. Διότι όταν μιλούσε ή όταν έγραφε μπορούσε αιφνιδίως να υπονοεί δεν ξέρω κι εγώ ποιον, από τον Λέοντα Τολστόι μέχρι τον Τουργκένιεφ, μέχρι τον Μπωντλέρ μέχρι τον Ρεμπό μέχρι τον Γουίτμαν, που δεν είναι τόσο εύκολο να τα εντοπίσεις. Είναι τέτοια η παρακαταθήκη που φέρνει μέσα του από τη λογοτεχνία, την φιλοσοφία και τις τέχνες, που είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσεις την πηγή και πραγματικά θα ήταν πολύ σημαντικό ένα κείμενο που να εντοπίζει κάποιες πηγές.

Γ.Η: Κύριε Ροζάνη, κλείνοντας θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιες είναι οι σκέψεις σας για εκείνη την γενιά, την γενιά ας πούμε του Mataroa.

Σ.Ρ: Υπήρξε μια γενιά Ελλήνων, να αναφέρω μόνο τους πιο αγαπημένους μου, η Μιμίκα η Κρανάκη..

Γ.Η: Για την οποία δεν έχω βρει όσα θα ήθελα..

Σ.Ρ: Παναγία μου! Δεν ξέρετε τι ήταν αυτή η γυναίκα! Δεν ξες, Γιώργο, τη διεισδυτικότητα, την ευαισθησία και το ταλέντο αυτής της γυναίκας. Ακόμα και τα μαθήματα που έκανε για τον Φρόιντ, τα οποία έχουν μια έκδοση στην Ελλάδα, ήταν της Εστίας· δεν ξέρω αν υπάρχουν πια αυτά… Θα δεις εκεί μέσα με τι βάθος αντιμετωπίζει τον Φρόιντ. Ας μην θυμηθώ τα σπουδαία κείμενα της Κρανάκη, το «Contre-Temps» το οποίο ο Σαρτρ το εκθείασε. Λοιπόν, ήταν η Μιμίκα η Κρανάκη ήταν ο Κώστας ο Παπαϊωάννου, ήταν ο Κορνήλιος ο Καστοριάδης, από κοντά ήταν κι ο Αξελός, ήταν και άλλοι…

Γ.Η: O Ξενάκης…

Σ.Ρ: O Ιάννης ο Ξενάκης! Ήταν μια πλειάδα που διαμορφώσανε τη γαλλική διανόηση. Δεν σταθήκανε να πάρουν από τη γαλλική διανόηση μόνο, τη διαμορφώσανε… Και δυστυχέστατα αυτό δεν έχει καν αναδειχθεί ούτε από τους Γάλλους ούτε από τη δική μας μεριά που οφείλαμε να το αναδείξουμε. Θυμάμαι, πάλι ανεκδοτολογικά, μια φορά που ήμασταν εγώ, ο Καστοριάδης, ο Παπαϊωάννου και ο Αρόν, και τρώγαμε, και με ρώτησε ο Καστοριάδης εντελώς προβοκατόρικα «άκουσε να δεις, Στέφανε, εγώ τι είμαι, ένας Έλληνας διανοούμενος ή ένας Γάλλος διανοούμενος;». Του απάντησα «προφανώς κύριε Καστοριάδη είστε Γάλλος, γιατί το ώριμο έργο σας έχει αναπτυχθεί στη Γαλλία». Τότε γύρισε ο Καστοριάδης και είπε στον Παπαϊωάννου «Κώστα, πες του Στέφανου πόσες φορές μας έχει καλέσει ένας Γάλλος διανοούμενος στο σπίτι του να φάμε;»  και ο Παπαϊωάννου είπε «κανείς και ποτέ» μπροστά στον Αρόν, και θυμάμαι την αμηχανία του Αρόν. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι ζήσανε μέσα σε μια εξορία διπλή, εξορία από τη χώρα που τους δέχθηκε και εξορία από τη χώρα που τους έδιωξε.

Κώστας Παπαϊωάννου, Τέχνη και πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα

Γ.Η: Ποια ήταν η σύνδεση τους με την Ελλάδα; Παρακολουθούσαν;

Σ.Ρ.: Όχι μόνο παρακολουθούσαν αλλά, τουλάχιστον από προσωπική εμπειρία, και οι δυο όσα γράμματα είχαμε ανταλλάξει και όσες συναντήσεις είχαμε, έβλεπα εγώ τον καημό τους τα έργα τους να υπάρχουν στην Ελλάδα, να είναι γραμμένα ελληνικά. Αυτός ήταν ο καημός και του Καστοριάδη και του Παπαϊωάννου. Ο καημός τους δεν ήταν η γαλλική γραφή τους, δεν ήταν τα βιβλία τους στα γαλλικά, έστω κι αν αυτά στη συνέχεια μεταφραζόντουσαν στα γερμανικά ή στα αγγλικά ή δεν ξέρω κι εγώ πού… Ο καημός τους ήταν η ελληνική γραφή και αυτό μπορώ να το ομολογήσω βιωματικά.

Κώστας Παπαϊωάννου, «Πλάτων ο Ειδώς», Φιλοσοφικά Μελετήματα, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2016, σελ. 65.

Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη.

Η εργογραφία του Κώστα Παπαϊωάννου στα ελληνικά έχει εκδοθεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις: https://enalekdoseis.gr/?product_cat=kostpap

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Τα θεμέλια της Ευρώπης

 


Στις 9 Απριλίου 1982 ο Κ.Τσάτσος με την ιδιότητα του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας μίλησε στην Σχολή Ευελπίδων. με θέμα τα "Θεμέλια της Ευρώπης". Στην συνέχεια η ομιλία αποτέλεσε το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο " Δημοκρατία και Ευρώπη" από τις εκδόσεις Αστρολάβος/ Ευθύνη(Αθήνα,1982).
Ορισμένα βασικά συμπεράσματα είναι ότι "κάθε έθνος θα διατηρήσει ό,τι του είναι απαραίτητο για να αναπτύξει την εθνική του φυσιογνωμια, την πολιτική του ιδιοτυπία, το εθνικό του ήθος. Με άλλα λόγια, μια τέτοια ενότητα εθνών δεν θα έπρεπε να φύγει από την καθιερωμένη αρχή της πρωταρχίας της ιδέας του έθνους"(σελ.49) και ότι βασικός όρος της ευρωπαϊκής ενότητας είναι η δημοκρατική συγκρότηση ώστε "μόνο σε μια δημοκρατικά συγκροτημένη Ευρώπη μπορεί κάθε έθνος να διαφυλάξει την ιδιομορφία του, την προσωπικότητα του, όπως μόνο σε μια δημοκρατικά κυβερνώμενη πολιτεία διατηρεί κάθε άτομο την οντότητά του και τη δημιουργική του ελευθερία"(σελ.49).
Επίσης η ευρωπαϊκή ενότητα δεν μπορεί να θεμελιωθεί στα κοινά συμφέροντα τα οποία μπορεί να είναι συγκυριακά, αλλά και στον κοινό πολιτισμό, στις κοινές αξίες: "Είναι ένα σύστημα αξιών κοινό, μια κοινή αντίληψη για τον άνθρωπο και την αποστολή του στον κόσμο. Αυτό το σύστημα αξιών γεννήθηκε πρώτα εδώ στην Ελλάδα και σε όσα σ' αυτό βασικά έδωσε η Ελλάδα προστέθηκαν οι αξίες που έδωσε η Ρώμη και ο Χριστιανισμός. Αυτό το σύστημα αξιών είναι το κοσμοθεωρητικό βάθρο απάνω στο οποίο οικοδομήθηκε και μορφώθηκε η σύγχρονη Ευρώπη"(σελ.64).
Το τελικό συμπέρασμα του Κ.Τσάτσου που μας αφορά ιδιαίτερα σήμερα είναι το ακόλουθο:
"Δεν νοείται Ευρώπη χωρίς Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι, όλοι, έχουν την Ελλάδα μέσα τους, μέσα στον πολιτισμό τους, μέσα στα ήθη τους, μέσα στους νόμους των, μέσα στους μύθους των, μέσα στον τρόπο που σκέπτονται και γράφουν. Αλλά δεν νοείται και Ελλάδα χωρίς Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι ο τόπος μας. Δεν έχουμε ανάγκη να ξενητευθούμε για να ζήσωμε στην Ευρώπη. Είμαστε επί τρεις χιλιετηρίδες οι ακρίτες αυτής της γης.. Τα σύνορά μας δεν είναι μόνο σύνορα της Ελλάδας. Είναι και τα σύνορα της Ευρώπης. Και της μεγάλης αυτής πατρίδας τα σύνορα θα τα φυλάξομε όλοι μαζί, όλοι οι ελεύθεροι πολίτες των αληθινών δημοκρατιών"(σελ. 69).