Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

«Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος» Τα πεζά του ποιητή Νίκου Καρούζου



                                                     Α’


Οι ποιητές, διασώζουν στα γραπτά τους κείμενα μια  βαθιά αίσθηση του κόσμου αλλά και της γλώσσας που γράφουν . Γι’ αυτό τα δοκίμια ποιητών όπως του Ν. Καρούζου, ή του Γ. Σεφέρη, ή του Ο. Ελύτη  μας ενδιαφέρουν γνωστικά και μας γοητεύουν αισθητικά.
Από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, το 1993,  εκδόθηκαν το σύντομο δοκίμιο του Ν. Καρούζου «Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο» και το 2010  η εκτενέστερη και πληρέστερη συλλογή,  σε φιλολογική επιμέλεια της Ελισάβετ Λαλουδάκη  με τον τίτλο «Πεζά κείμενα». 
Στο πρώτο βραχύβιο δοκίμιο, που γράφτηκε το 1966, ο κόσμος ερμηνεύεται ως προέκταση μίας πραγματικότητας που τον ξεπερνά. Ο άνθρωπος αναζητεί το Ιερό ώστε «κάθε θρησκεία είναι κι από ένα βαθύ δικαίωμα της ανυποταξίας του ζώντος θεού»[1]. Σε αυτή του την προσπάθεια η ποίηση έρχεται ως αρωγός και συμπαραστάτης καθώς η ποίηση «χαρίζει την ολοκληρία της γλώσσας, μ’ άλλα λόγια την άναρχη οντότητα της γλώσσας εσχατικά του μύθου»[2], ενώ η θρησκεία «συνεχόμενο προς την ποίηση λειτούργημα » μας «χαρίζει τη μυθική ολοκληρία της γλώσσας»[3].
 Ο Καρούζος ταυτίζει ελευθερία και θρησκεία , ελευθερία και πίστη ενώ «στη νύχτα της υπάρξεως, και ο προφήτης και ο ποιητής, όργανα λεπτότατα του φωτός, ταυτόσημα εξεργάζονται την απροσμέτρητη οδύνη, που συνειδηταίνει και το φως, που φανερώνει πως ακόμη και το φως είναι μύθος. Ο θεός, αλήθεια, είναι πιο νυχτερινός κι απ’ τη νύχτα, πιο λέξη από κάθε λέξη, περ’ απ’ τις λέξεις όλες, περ’ από κάθε φως»[4]. Η αναζήτηση του Ιερού, της θεότητας, της αγιότητας  τελικά «είναι ο βαθύτερος πραγματισμός της υπάρξεως, η βαθύτερη χρήση της ελευθερίας, το εσώτατο κίνητρο, που κατευθύνει στην κλίμακα των απελευθερώσεων έως το θάνατο και τη θέωση. Ο άνθρωπος ακαταμάχητα θέλει το ύψος, εκείνο που τον λυτρώνει απ’ τις αμέτρητες αιχμαλωσίες του αποτελέσματος και του χαρίζει την ποθούμενη και γι’ αυτό τόσο ρεαλιστική αυτοβεβαίωση. Άρα, λοιπόν, η μεταφυσική αντίληψη δεν είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα είναι η αποκορύφωση της φυσικότητας, η δύναμη που κάνει κατόρθωμα τη φυσικότητα και που χωρίς τη λειτουργία της η φυσικότητα σκλαβώνει τον άνθρωπο»[5].
Ο Καρούζος γεφυρώνει το εντεύθεν με το εκείθεν, ώστε οι αναχωρητές, τα ενσαρκωμένα  παραδείγματα αυτής διαδρομής, δεν συνιστούν  φυγή από τον κόσμο, αλλά «οι ελευθερούμενοι προς την αγιότητα, με το να είναι ωφέλιμοι στο θεό είναι και για τον κόσμον ωφέλιμοι»[6]. Η πορεία προς την αγιότητα αποδίδει αυτοδυναμία στην εσωτερικότητα και αρτίωση. Στο έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» αποκαλύπτει μια άλλη οδό αναζήτησης της αγιότητας καθώς «το αρνητικό της οντικής παραδοξότητας, που μπορεί με τη δύναμη της αδιάστατης τωρινότητας να φανερώσει το θεό. Ώστε να αναβλύσει μέσα μας ερωτική ελευθερία, που να μας οδηγεί δημιουργικά στο βασίλειο του ταυτιστικού ευτυχισμού, εκείνου που, εγκαταλείποντας τα δεσμά του συνειδησιακού βασιλείου, αγγίζει τώρα και για μας την ολότητα, τη θεότητα»[7].
Η ζωή όσο και η ποίηση του Ν. Καρούζου έχει σφραγισθεί από το θεμελιακό γεγονός, της απώθησης του θανάτου και της αναζήτησης του Θεού, σε ένα κόσμο που όμως λειτουργεί χωρίς τον Θεό.
Τα περισσότερα από τα μικρά δοκίμια του Ν. Καρούζου δημοσιεύθηκαν στο σημαντικό περιοδικό «Ευθύνη». Σε ένα από αυτά που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 31 τον Νοέμβριο του 1963 αφενός υπερασπίζεται τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της ποίησης  του από την μανιασμένη επίθεση ενός μέρους της κριτικής που δεν μπορεί να αποδεχθεί κάτι τέτοιο, αφετέρου προσπαθεί να κάνει έναν σύντομο προσωπικό απολογισμό. Για εκείνους  που η «κοινοτοπία της αθεΐας»  τους οδηγεί να θεωρούν σαν ανέφικτη την ποιότητα στην τέχνη με τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της, απαντά με το παράδειγμα του Πασκάλ, το «τρομερό λουλούδι της υπάρξεως, που με τόση εσωτερική λάμψη μας έδειξε ολότελα την ηλιθιότητα της λογικής, φανερώνοντας την ακεραιότητα της αγωνίας, υπήρξε φαίνεται, τυχερός –για χάρη του Θεού- με το να μη γεννηθεί Έλληνας κι ακόμη με το να ζήσει σ’ άλλη εποχή, με άλλη μορφή παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων»[8]. Το τελευταίο ισχύει διότι ο Πασκάλ γλίτωσε από την φανατισμένες επιθέσεις κάποιων Ελλήνων κριτικών.
Ο Καρούζος επιχειρώντας μια προσωπική αναδρομή γράφει ότι κατά την νεότητά του αγάπησε την «δυναμική πεπρωμενοκρατία του Nietzsche, τις θυελλοφόρες  κορυφές του Ζαρατούστρα, έζησα τη μεγάλη ανάσα της δρακόντειας απελπισιάς που κομματιάζει το στήθος και φτύνει τη λογική. Ερωτεύτηκα το μαρξισμό, γεμάτος ερωτήματα για τη ναρκισσευόμενη λογική του, και πέρασα στην περιπέτεια του κοινωνικού επαναστάτη, κρατώντας σαν ιψενικός ήρωας  -δηλαδή  μοναχικά κι ανώφελα- τη σημαία του Ιδανικού με πάθος. Επίσης, χώθηκα στη γαλαρία του Freud, ως ένα σημείο γοητευμένος»[9].
Οι πνευματικές του περιπέτειες δεν είναι παρά τα αναγκαία βήματα, τα γυμνάσματα της ψυχής, για να δει,  όπως λέει ο λαός μας, «Θεού πρόσωπο». Γράφει λοιπόν : «Έτρωγα το χρόνο, για να βγω στο ξέφωτο του Ιησού με την ψυχή οριστικά έκπληκτη. Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος. Ο Nietzsche χαστούκισε το θαύμα , κι όμως ήτανε καλή αφετηρία για την ευσέβεια. Με βοήθησε –τι περίεργο ίσως- να θυμηθώ τον Ιησού, με βοήθησε αποφασιστικά. Νιώθω σήμερα πως ήμουνα στους καιρούς της νεότητας αρραβωνιασμένος με την αγωνία. Γιατί βλέπω κάθε εικοσιτετράωρο και πιο καθαρά, πως η θρησκευτικότητα είναι ο γάμος με την αγωνία. Και δεν μπορούσε να ήτανε άλλη απ’ το Χριστιανισμό η θρησκεία μου στην Ελλάδα. Και δεν μπορώ να βεβαιώσω τίποτα μέσα μου δίχως την Ορθοδοξία των Ελλήνων. Όταν γύριζα στον αυστηρό Ιησού γύριζα στις ρίζες μου, όταν γύριζα στον απέραντο Ιησού γύριζα στο μέλλον»[10]
Ο Ν. Καρούζος με διαύγεια δείχνει ότι ακολουθώντας τα βήματα του Νίτσε μπορεί να συναντηθούμε με τον Θεό. Αλλά πιο μεγάλη σπουδαιότητα έχει η υπαρξιακής αφετηρίας ταύτιση της θρησκείας με την αγωνία και το συμπέρασμα που φτάνει, ότι η ορθοδοξία  και ο νέος ελληνισμός έχουν μια προνομιακή σχέση. Θα  μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως διαβάζοντας τα ποιήματα και πεζά του, ότι έχει θεμελιώσει μια καρδιακή, πυρηνική σχέση με την γλώσσα μας, τις λέξεις, τις φράσεις της, ώστε με τον λόγο του κατακτά νέες δυνατότητες. Θυμίζει σε αυτόν τόσο τον Ηράκλειτο (κοινός Λόγος) όσο και τον Βιτγκενστάιν (τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου), που δοκιμάστηκαν με την αναζήτηση των ορίων και των δυνατοτήτων  του λόγου και της γλώσσας.  



                                                       B’
                             Οι ηδονιστές της Ορθοδοξίας

Στον Ν. Καρούζο ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός δεν είναι μόνο δύο ιστορικά μεγέθη αλλά και δύο θεμελιώδη πνευματικά ρεύματα, που συναντήθηκαν μέσα στον χρόνο ώστε «η Ελληνική Σκέψη με τη Χριστιανική Αποκάλυψη βγαίνουν απ’ την ίδια λαλιά και η πρώτη οπλίζει  φυσικά  τη δεύτερη, δεν έχουμε παρά την κίνηση του νερού και φυσικά τη μαγική του ακεραιότητα. Έχουμε τον πολλαπλασιασμό ενός, θαύματος άλλωστε. Ελληνική Σκέψη και Χριστιανική Αποκάλυψη ούτε να προστεθούν είναι μπορετό, ούτε ν’ αφαιρεθούν η μια απ’ την άλλη, ούτε να διαιρεθούν»[11].
Η  τέχνη ερμηνεύεται ως πορεία από το εγκόσμιο προς το χαμένο αρχέτυπο. Η σκέψη αυτή του ποιητή  «βγαίνει απ’ το βίωμα της ακατάσχετης νοσταλγίας των παραδείσων, ήτοι του Ενός που κρυσταλλώνει το άφθιτο Πρόσωπο στην ουρανική νοερότητα».[12] Στην εγκόσμια ύπαρξη πυρακτώνεται ο πόνος  που «πηγάζει απ’ τη μαύρη ράχη της αδαμικής ελευθερίας με την άγρια κατωφέρειά της. Είμαστε πιασμένοι στην αλάνθαστη παγίδα του θανάτου. Τα εμπόδια είναι ανυπέβλητα, είν’ ο χρόνος και η πολλαπλότητα. Τρομερές ερινύες»[13]. Η τέχνη, η ομορφιά  δεν είναι παρηγοριά και διέξοδος διότι «δεν είναι μόνο η κορωνίδα της υπάρξεως, αλλά και η τυραννίδα της υπάρξεως»[14].
Ο Καρούζος βρίσκει το Ιερό να αντανακλάται μέσα στην κτίση. Συγχρόνως δείχνει πως ένα πεζό κείμενο αποκτά ποιητικά χαρακτηριστικά: «ανάγκη να ταξιδέψουμε στη Φανερωμένη του κάθε τόπου. Να θρησκέψουμε  τις λέξεις. Ανάγκη να καταλάβουμε πόσο θρησκόληπτη είναι η θάλασσα, είτε σε τρικυμία είτε σε γαλήνη. Έθνος αγάπης η ποίηση, λαός ονείρων. Όπως ο κρότος ειν’ η χώρα των ήχων ενωμένη, τότε που παύει ο φλήναφος. Όλα καλογερεύουν μες στη φύση. Κ’ η ομορφιά- καλογέρεμα της ψυχής. Η σύρριζη κουρά της λήθης ως το θάνατο. Κι ο θάνατος κομίζει φαλακρή τη Δαλιδά. Κάθε που ρωτάς εγκαταλείπεις έξω το στήθος. Ανασφαλίζεις το ευ της μανίας. Αλίμονο στην τύχη μας. Κι ως θα ‘κραζε ο έλληνας χωριάτης, λαχάρικο πράμα η ζωή. Για ύψος και για βάθος. Όχι αστείες επιφάνειες. Όχι στιλπνότητες του αέρα. Ούτε τσίρκο των στεναγμών, αλλ’ ο αέρας μαχόμενος. Που σημαίνει προοδεύω στον πόνο. Μια τέτοια πρόοδος η ποίηση. Περίθρησκη. Συγκεντρώνει έρωτα…Και στα πλατάνια ο Πλάτωνας, ακούει την προσευχή. Προχωρώ. Αισθάνομαι το θαύμα. Ως αέναη μέθοδος αναδαιμονίζει τα δευτερόλεπτα. Σημείον ο θάνατος»[15].
Ο σχολιασμός της επιστολής του Απόστολου Παύλου «προς Εφεσίους Ε’ 20-33», στην οποία αναφέρεται «ότι ο ανήρ εστί κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της εκκλησίας, και αυτός εστί σωτήρ του σώματος», αναδεικνύει την γραφή  του Καρούζου σε έναν βαθύ, γνήσιο και άρτιο θεολογικό λόγο. Επισημαίνει ότι οι επιστολές του Απόστολου Παύλου  αποτυπώνουν λόγο «θεοσωματικό» καθώς «είναι λόγος εκστάσεως, ήτοι ελευθερίας τελειωμένης»[16], που δεν αποψιλώνουν ή καταλύουν το σώμα, αλλά το κατορθώνουν , αφού «η ενότητα σώζει το σώμα όταν γυρεύει ερωτικά»[17].  Από αυτό το σημείο θα αναχθεί στην ελευθερία που δεν είναι μονάχα βίωμα αλλά και πράξη, ώστε να συναντήσει την αγάπη, δηλαδή την «θυσιαστική λειτουργία της ψυχής, όπου κατευθύνει την αγωνία και στον έρωτα στην ανάβαση, κατηγορία του ύψους, ο σύνδεσμος της τελειότητας όπως λέει ο Παύλος»[18]. Η αγάπη είναι σταυρικό βίωμα και γι’ αυτό η αποστροφή  του «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα», δείχνει ότι «βρίσκεται πάντα μέσα στην έκσταση, δε βλέπει τίποτα κοινωνικούς ή βιολογικούς όρους εξουσιασμού της γυναίκας»[19].
Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύνορο, τ.34, καλοκαίρι 1965. Προφανώς δημιούργησε ενδιαφέρον και απορίες και γι’ αυτό θα επιστρέψει με επιστολή στο επόμενο τεύχος που καταλήγει: «η μόνη διαφορά στις εικόνες του θρησκευτικού μας οράματος βρίσκεται στην υπαρξιακή στάθμη της τραγικότητας, της θυσιαστικής μοίρας, που χρειάζεται να διαλέξει ο άνθρωπος για να γίνει ουρανοκτήμων, ήτοι ένθεο Σώμα προς την ένθεη Σταύρωση για την ένθεη Ανάσταση. Άνθρωπος και χτίση»[20].
Εύστοχα και συγκινητικά είναι όσα θα γράψει σε πρώτο πρόσωπο για τον «ριζορθόδοξο  Κόντογλου», γεγονός που μαρτυρά  την βαθειά πνευματικής τους σχέση και φιλία : «ο ιερατικός Φώτης, βαθύ, καλοθέλητο πνεύμα της βυζαντινής και της λαϊκής Ελλάδας, είχε συνταιριάσει την κοτρονίσια κουβέντα με τ’ αγιωτικά μας…Ο Φώτης ήτανε παλικάρι κι ο θάνατος ήρθε στο σώμα του σαν άλλη αναπνοή. Το πνεύμα του, ιερεμιακό κι ανυποχώρητο, ζει και θα ζήσει όσο υπάρχει ρωμαίικο κι όσο υπάρχουν εκκλησάκια και χορτάρι ευωδερό στα ελληνικά έαρα. Το έργο του Κόντογλου, με όλη τη μονομέρεια του Οράματος, αστράφτει θυμό και οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Αληθινό στη ρίζα του, και μοναδικό στην προσήλωση των βυζαντινών παραδόσεων, είναι σαν όλα τ’ αληθινά πράγματα χαρά θανάτου, ευτυχία λύπης, ήχος βαρύς της Διάρκειας των Ελλήνων. – Εδώ τελείωνα. Πρέπει να συνεχίσω. Θέλοντας να χαρακτηρίσω την παρουσία του Φώτη Κόντογλου, καταλήγω σε τούτη τη λέξη : ριζορθόδοξος. Όλα του, και ζωγραφική και λογοτεχνία, και άρθρα και ιερεμιάδες, φυτρώνουν άγρια κι ανόθευτα με μοναχή τους ρίζα την Ορθοδοξία».[21] Όλο το έργο του Κόντογλου, ακόμη και ο «Πέδρο Καζάς», σημαίνεται από την βαθιά και γνήσια σχέση με την ορθοδοξία. Βεβαίως εμπνεύστηκε από τα δημοτικά τραγούδια, την βυζαντινή αγιογραφία, τον Πανσέληνο, τον Πατροκοσμά, το Εικοσιένα, το Μακρυγιάννη. Από την Ευρώπη, όμως, γράφει ο Καρούζος,  δεν πήρε τίποτα, μα τίποτα, εκτός από τον Κρητικό Γκρέκο «κι αυτός ως ένα σημείο. Ευρώπη σήμαινε θάνατος»[22].
Στον Φ. Κόντογλου θα επανέλθει στον συλλογικό τόμο Μνήμη Κόντογλου (εκδόσεις Αστήρ, 1975) για να επισημάνει την καίρια, την θεμελιώδη συμβολή του  στην ανάγνωση της «αληθινής μας ελληνικότητας »[23], στην ανάδειξη της προσπάθειας του να έρθει στο φως η πραγματική ρωμιοσύνη  και στην σύνδεσή της με την «ηλιόλουστη Ορθοδοξία»[24]. Στόχευε σε μια ρωμιοσύνη δίχως φραγκικές επιδράσεις. Η επιτυχία του, σαν «απόλυτος Έλληνας»[25],  ήταν «να κάνει πλατύτερη, θεωρητικότερη και ενεργότερη συνείδηση, πως το ψαχνό της μακραίωνης νεοελληνικότητας είν’ η Ορθοδοξία»[26].
Ο Ν. Καρούζος μαγνητίζεται από τους στοχαστές που η τέχνη τους και η ζωή τους καθορίστηκε από την σχέση τους με την εκκλησιαστική μας παράδοση. Η πιο αντιπροσωπευτική τέτοια περίπτωση, όπου η ωριμότητα της τέχνης συνδυάστηκε με την πλέον ολοκληρωμένη βίωση της Ορθοδοξίας υπήρξε ο Α. Παπαδιαμάντης, για τον οποίο έγραψε: «ο Παπαδιαμάντης είναι ένας ηδονιστής της Ορθοδοξίας, όπως αυτή διαποτίζει τον ψυχισμό των νεότερων ελλήνων. Και δεν μπορούσε να είναι τίποτ’ άλλο. Ο καλλιτέχνης ισορροπεί την ακεραιότητα του θεού και την ακεραιότητα του δαίμονα. Λίγο να γείρει προς το μέρος του θεού, θα ζημιώσει τη μορφή της ζωής. Όπως αν γείρει λίγο προς το μέρος του δαίμονα, θα ζημιώσει την ουσία της ζωής»[27]. Μία παρόμοια περίπτωση υπήρξε ο Θεσσαλονικιός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Τα γραπτά του «σε αγνή κατάσταση, κι ας τα παιδεύει ο λογισμός, είναι γιομάτα ζωή αλλοπρόσαλλη, σαν τη σημερινή, μα ενωμένη στην όραση ενός πολύ ευαίσθητου και στοχαστικού ανθρώπου. Και μάλιστα προσωπικού ανθρώπου. Γιατί δεν έχει τίποτα που να μην  είναι αυθεντικό η φωνή του Πεντζίκη»[28].   Η καταγωγή του έλκει «από μια προαιώνια σοφία, ριζωμένος ωσάν οποιοδήποτε δέντρο, με τα οποιαδήποτε κλαδιά και τα οποιαδήποτε φύλλα»[29].
Σε δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στην Νέα Εστία τον Ιούνιο του 1967, εξομολογείται την πρώτη από τις τέσσερις επισκέψεις του στο Άγιο Όρος το Πάσχα (μήνα Απρίλιο) του ίδιου έτους. Πιο πολύ εντυπωσιάστηκε από την τέχνη του Μανουήλ Πανσέληνου ώστε έγραψε: « η ορθάνοιχτη ομορφιά του μακεδόνα ζωγράφου και η απαράμιλλη χάρη, ως πάμφωτο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου, που ο χρωστήρας τ’ αποκαλύπτει μέσα στην ορθόδοξη πίστη του Χριστού, σαν τραγουδημένο, με χρώματα και θροϊστικές γοητείες, είναι το κάθετο ανάβλυσμα φυσικού φανερώματος προς τους φυσικότερους ουρανούς. Ενόσω κοιτάζεις τις τοιχογραφίες του πρωτάτου, οτιδήποτε μη μεταφυσικό μοιάζει αδέξια φιλοδοξία. Ο Πανσέληνος διδάσκει πως η μεταφυσική είν’ ένα τόσο αναγκαίο πράγμα, όσο βέβαιο πράγμα είναι η ζωή»[30].


                                                    Γ’
               
                                Πτώση, Παράδεισος και Ουτοπία

Ο Καρούζος περιπλανήθηκε στους δρόμους της κοινωνικής ουτοπίας με σκοπό να φέρει στοιχεία του Παραδείσου στο κόσμο της πτώσης.
 Γράφει λοιπόν: «ο μαρξισμός κι ο φροϋδισμός: κατοικίδιες αλήθειες. Η σκέψη-μουτσούνα κι όχι η σκέψη-σάρκα. Ωστόσο, μπορεί να φόβισε το κακό για κοινωνικές παραχωρήσεις ο ένας κι ο άλλος, πάλι, μπορεί ν’ αποτέλεσε κάποιαν άσκηση των συνειδήσεων  ενάντια στην υποκρισία. Κάτι κι αυτό, μα η άγρια φύση του Ανείπωτου, μονάχα στου Θεού το θέλημα ξεχύνεται για να συνταράζει τον ύπνο μας»[31].
Θα αντιμετωπίσει την τάση για υπερκατανάλωση ως καταστροφή των ουσιωδών στοιχείων της υπάρξεως: «χάνουμε την ένταση μέσα μας κι απορίχνουμε την υπόσταση στα βορβορώδη ρείθρα της υπερκαταναλώσεως, μ’ αυτό τον τρόπο μεταβάλλοντας από θεϊκό δώρο της έμορφη καθημερινότητα σε φρικαλέο δυνάστη, σε γρυλίσματα χοίρων»[32]. Ανάμεσα στα αστικά πλήθη αισθάνεται την έρημο να προχωρά. Η διέξοδος είναι «ο δρόμος οπού μπορεί να μας οδηγήσει προς το Πρόσωπο κι αυτός ο δρόμος είν’ η επανεύρεση μέσα στις σύγχρονες αγέλες, όπου χαιρόμαστε κ’ υποφέρουμε δίχως ταυτότητα, της εξατομικευμένης ευθύνης, της αγαπητικής εκείνης ενέργειας του πνεύματος, όπου χτίζει κι ανυψώνει την Άχραντη συντροφικότητα…»[33] Συγχρόνως θα πρέπει να ξεφύγουμε από την «εξουσιαζόμενη και εξουσιάζουσα μάζα», ώστε να γίνουμε αυτεξούσιοι «να λιγοστέψουμε τον υλισμό μας και να πετύχουμε κάποιαν αποκόλλησή μας απ’ τα είδωλα της Τεχνικής, ώστε να σημάνει και κάποια λυτρωτική  κατάπαυση στον ίλιγγο τον ερεβώδη του τεχνολογικού διονυσιασμού της Ιστορίας»[34].
Ο Καρούζος θα σταθεί στην τραγωδία του κυπριακού ελληνισμού, στην τουρκική εισβολή και κατοχή ενός μεγάλου μέρους του νησιού. Βλέπει ότι στο πολύπαθο νησί έγινε ένα μεγάλο κακό, φρικαλέο και ανείπωτο όπου διασταυρώθηκαν «η θρασεμένη κακία, η αρπακτικότητα, ο όλεθρος, η κωφάλαλη αγριότητα». Όμως η ρωμιοσύνη θα βρεί δυνάμεις για να σταθεί ολόρθη: «ο έλληνας, άλλωστε, σαν ένας απ’ τους πιο δυνατούς ανθρώπινους τύπους, βρίσκει και στου γκρεμού τ’ αχείλι καινούργια δύναμη να φανερώσει, καινούργια βάθη στην ψυχή του την ακατάβλητη, δεν είναι για να σβήσει απ’ το χάρτη ο έλληνας, με τέτοια κληρονομιά που διαθέτει, τέτοια γλώσσα-μήτρα, τέτοια πραγματική κι ασύνορη δόξα, δεν είν’ ο έλληνας από κανένα χτεσινό νταμάρι ξεφανερωμένς, είν’ ο αρχαιότατος διδαχός της χιλιάκριβης της λευτεριάς και με το πνεύμα και με το αίμα, είν’ ο ταγμένος από φυλετικού γεννησιμιού του στο φως και τη μεγάλη καθαρότητα της αλήθειας, είν’ εκείνος που’ χει χαράξει στο γρανίτι της Ιστορίας τ’ ανεξίτηλα αιτήματα της ηθικής και της αξιοπρέπειας, της λεβεντιάς και της ακράδαντης δικαιοσύνης»[35].
Αντίθετος θα σταθεί στις μεταπολιτευτικές γλωσσικές ακρότητες, όπου συχνά με πρόσχημα την εδραίωση μίας «δημοτικιστικής» καθαρότητας, παρόμοιας σε φανατισμό και φορμαλισμό με αυτό των γλωσσαμυντόρων της καθαρεύουσας, ξεκινούσε αρχικά η απίσχνανση και στην συνέχεια  η διάλυση της γλώσσας. Για αυτό θα καταγγείλει τον Ψυχάρη ως «ανεκδιήγητο» και «αστείο»[36].  Παρόλα αυτά δεν ανησύχησε από την κατάργηση του πολυτονικού και  την σχολίασε θετικά.
Βεβαίως δεν συμμερίζεται τον «ηρωικό μηδενισμό» του Ν.Καζαντάκη, αλλά αποδέχεται ότι «έχει προσφέρει στη νέα ελληνική λογοτεχνία την πιο θησαυριστική γλώσσα που, παρ’ όλες τις ακρότητες της, δεν παύει να’ ναι μια ξέχωρα δυναμική και ιδιότυπη πραγματικότητα»[37].
 Σε τρία σύντομα δοκίμια θα αναφερθεί στον δίχως «μεταφυσικό έρμα», τον αιχμάλωτο του σώματος  Κ. Καβάφη. Όμως  θα βρεί  αξιοθαύμαστα στοιχεία καθώς αν και χρησιμοποιεί μια πεζή, ξερή πραγματικότητα δημιουργεί ποιητικά αποτελέσματα. Θα τον συγκρίνει με το θέατρο του  Μπέκετ και με τα ρεμπέτικα, που δύσκολα έγιναν αποδεκτά αλλά εκφράζουν «με τον δροσερό βγαλμένο απ’ την πραγματική ζωή, ριζικό θρήνο, την απελπισμένη λεβεντιά και την κατάκαρδη λύπη»[38]. Τελικά θα του αναγνωρίσει πως «άλλαξε την κατεύθυνση της ποίησης» καθώς ότι υπήρξε «ιδιότυπος σκηνοθέτης του λόγου», «έξοχα μυθοχαρής», που η Ελλάδα και ο κόσμος δεν θα πάψουν να τον έχουν ανάγκη[39].
Όμως στον Σολωμό, στον «μεγάλο κι ολοφάνερο δάσκαλο», θα εκβάλλουν οι χείμαρροι του δημοτικού τραγουδιού για να γνωρίσουν μια νέα ζωή , ενώ  στον Κ.Παλαμά  διατρανώνεται η συνέχεια της γλώσσας μας «από την αρχαιότητα ως τα δημοτικά τραγούδια, ως τη ζωντανή λαλιά του νεοέλληνα»[40], αφού ο ποιητής «κατέβηκε ή μαλλον ανέβηκε στο λαό, προσευχήθηκε στο λαό»[41].
Με βραχύ σχεδόν επιγραμματικό τρόπο θα αναφερθεί στον Γ.Θεοτοκά, στον Α.Τερζάκη, στον Μ.Καραγάτση, στον αυτόχειρα συγγραφέα  Γιώργο Μακρή, στον Α.Εμπειρίκο, στον φιλόσοφο  Ντίμη Αποστολόπουλο, στον Θ.Νιάρχο, στον Α.Κατακουζηνό,  αλλά και στον Γκογκόλ και στον Βαλερύ.
Με ένα κείμενο κάπως υπερρεαλιστικό θα γράψει πως η «Λογική λατρεύει τα μακαρόνια», θα εξομολογηθεί  ότι είναι «αναρχοκομμουνιστής», ενώ στον ίδιο τόνο θα συγκρίνει τον Μάρξ και τον Μπακούνιν[42].
Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Κοινωνικοί αγώνες και σοσιαλιστική ηθική», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Τομές, τ.33, Φεβρουάριος 1978 θα παρουσιάσει τις Αναμνήσεις του αιρετικού τροτσκιστή Α.Στίνα. Κάπως αισιόδοξα θεωρεί ότι ο Λένιν θα συγκρατούσε την γραφειοκρατική παραμόρφωση και τον υπερασπίζεται ακόμη και έναντι κάποιων επικρίσεων του Στίνα, που φτάνουν να χαρακτηρίζουν τον Λένιν και τον Τρότσκι ως απατεώνες με αφορμή την αιματηρή κατάπνιξη της εξέγερσης της Κροστάνδης. Αλλά όμως καταλήγει ότι ο «ανθρώπινος παράγοντας υπάρχει τελικά αστάθμητος και ανησυχητικός, ο σοσιαλισμός από ιστορική αναγκαιότητα μεταβάλλεται σε ιστορική πιθανότητα και επομένως η συμβολή του μαρξισμού-λενινισμού στο όραμα του σοσιαλιστικού μέλλοντος της ανθρωπότητας ως «επιστημονικής θεωρίας» μεταπίπτει σε συμβολή ενός θεωρητικού φορμαλισμού, με έναν αριθμό θετικές και ένα μεγαλύτερο αριθμό αρνητικές συνέπειες»[43].
Οι πνευματικές ανησυχίες του Καρούζου θα απλωθούν ως τον Βούδα και τον Λάο-Τσε.
 Παρότι αποβλέπει στην κοινοβιακότητα και στην ακτημοσύνη θεωρεί ότι αυτή δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κάποιων εξωτερικών οικονομικών όρων, αλλά της ελευθερίας που «είναι κυρίως πνευματική υπόθεση που κατορθώνει το εσωτερικά μαχόμενο ανθρώπινο πρόσωπο»[44]. Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Ποίηση και Ιστορία», που δημοσιεύτηκε στο βολιώτικο περιοδικό «Η Ζάλη», τ.4,Απρίλιος 1989, προβληματίζεται  και  πάλι για τον Μάρξ που «αναγγέλλει  τη συντροφικότητα κι αντικαθιστά το άτομο με τις μάζες» αλλά και τον Νίτσε που «ανυμνεί ως δαιμονιακός ποιητής της φιλοσοφίας, την τραγική μοναξιά του ηγετικού ατόμου μέσα στους κινδύνους της ηδονικής πανωλεθρίας»[45].
Σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που χρησίμευσε ως σκελετός μιας τηλεοπτικής ταινίας που του είχε αφιερωθεί καταλήγει: «λατρεύω τη φύση, τον καθαρό αέρα, την εποποιία του πρασίνου στην Ελλάδα, δυστυχώς όμως έξω απ’ τα φαλακρά αυτοκινητοκρατούμενα (να μου επιτραπεί η λέξη) αστικά κέντρα. Το πράσινο της ύπαιθρης Ελλάδας μου θυμίζει την επιταγή «μηδέν άγαν». Είναι σαν θεϊκός λογαριασμός  της διαλεχτής λιτότητας των όντων»[46]
Ο Ν.Καρούζος  αναζητεί την αφθαρσία σε ένα κόσμο φθοράς, τον Παράδεισο σε μια εποχή δαιμονική, το νόημα σε μια περίοδο παράλυσης και καταναλωτικής αποχαύνωσης, την γλωσσική αρτιότητα στον καιρό της γλωσσικής καταστροφής, την λιτότητα και την ισορροπία  όταν το χρήμα θεοποιείται. Η προσπάθεια του θαυμαστή  μας αποδεικνύει πως η πεζή πραγματικότητα μπορεί να μεταμορφωθεί σε ποίηση.



[1] Νίκος Καρούζος, Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1993, σελ.15.
[2] ό.,π. σελ. 15.
[3] ό.,π. σελ. 16.
[4] ό.,π. σελ. 16.
[5] ό.,π. σελ. 18.
[6] ό.,π. σελ. 20.
[7] Ό. π. , σελ. 37.
[8] Νίκος Καρούζος, Πεζά κείμενα, φιλολογική επιμέλεια Ελισάβετ Λαλουδάκη, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 2010, σελ. 43.
[9] Ό. π., σελ. 44.
[10] Ό. π., σελ. 44.
[11] Ό. π., σελ. 51.
[12] Ό. π., σελ. 55.
[13] Ό. π., σελ. 56.
[14] Ό. π., σελ. 56,57.
[15] Ό. π., σελ. 63.
[16] Ό. π., σελ. 66.
[17] Ό. π., σελ. 67.
[18] Ό. π., σελ. 70.
[19] Ό. π., σελ. 71.
[20] Ό. π., σελ. 75.
[21] Ό. π., σελ. 77,78.
[22] Ό. π., σελ. 80.
[23] Ό. π., σελ. 186.
[24] Ό. π., σελ. 186.
[25] Ό. π., σελ. 187.
[26] Ό. π., σελ. 187.
[27] Ό. π., σελ. 99.
[28] Ό. π., σελ. 116.
[29] Ό. π., σελ. 118.
[30] Ό. π., σελ. 120.
[31] Ό. π., σελ. 135
[32] Ό. π., σελ.149.

[33] Ό. π., σελ. 151.
[34] Ό. π., σελ. 151.
[35] Ό. π., σελ. 156.
[36] Ό. π., σελ. 171.
[37] Ό. π., σελ. 179.
[38] Ό. π., σελ. 88.
[39] Ό. π., σελ. 268,269.
[40] Ό. π., σελ. 278.
[41] Ό. π., σελ. 282.
[42] Ό. π., σελ. 207,208,209.
[43] Ό. π., σελ. 219.
[44] Ό. π., σελ. 234.
[45] Ό. π., σελ. 308.
[46] Ό. π., σελ. 314.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Σωτήρη Γουνελά: Γιάννης Πατίλης (εισαγωγή-ανθολόγηση), Χερουβείμ Αρουραίος: Ο ποιητής Νίκος Καρούζος (1926-1990), Ίδρυμα Τ. Σινόπουλος – Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2017

 . ~


Ευχαριστώ τον Γιάννη Πατίλη γιατί μας έδωσε την ευκαιρία να ξαναδούμε την περίπτωση Καρούζου. Χρειάζεται κάθε τόσο να ξαναβλέπουμε και, θα έλεγα, να ξανασυναντούμε και να συνομιλούμε ξανά με τα έργα που άφησαν σημάδια στο πέρασμά τους, είτε έγιναν κοινωνικά αποδεκτά είτε όχι.

Προ καιρού έστειλα στην Καθημερινή ένα κείμενο με τίτλο «Δυο λόγια για το τίποτα». Εκεί παραλλήλιζα ένα στίχο του Ρεμπώ που άρεσε στον Λορεντζάτο να τον αναφέρει κάθε τόσο –Je est un autre, το εγώ είναι ένας άλλος– και μια διατύπωση του Καρούζου από συνέντευξή του. Ο Λορεντζάτος για πρώτη φορά στα Collectanea(αρ. 497) που εκδόθηκαν μετά την εκδημία του σχολιάζει το στίχο του Ρεμπώ γράφοντας:
Στην τέχνη πρέπει από το τίποτα (που είσαι εσύ) να φτάσεις στο παν (που εκεί δεν είσαι πια εσύ). Θα μπορείς τότε να λες –και να το καταλαβαίνεις αυτό που λες– μαζί με το Rimbaud: «Je est un autre«. (σ. 252)
Τι λέει ο Καρούζος σχετικά με αυτά; Σε μια παλιά εξαιρετική συνέντευξη (Η λέξη, Φλεβάρης 1981, σ. 127-131), που τη βρήκα κάπου στα συρτάρια μου και την θυμήθηκα, καταθέτει μια ανάλογη εξομολόγηση:
Αυτό είναι το πραγματικό τίποτε που το είχε και ο Ιησούς και ο Σωκράτης, στο βαθμό που το είχε ο καθένας. Κι εγώ αισθάνομαι να μπαινοβγαίνω στο τίποτε. Αυτή τη στιγμή κουβεντιάζουμε. Δεν είμαι στο τίποτε τώρα. Είμαι στο κάτι. Και το κάτι αυτό λέγεται συνομιλία, λέγεται προβληματισμοί πάνω στην ποίηση. Όταν όμως φύγω από δω, θα μπω στο τίποτε αμέσως. Αυτό μου φέρνει τα κύματα, να γράφω ποιήματα. Γιατί αν δεν είσαι στο τίποτε και είσαι στο κάτι, τότε θα φαμπρικάρεις […] Η πραγματική αίσθηση της ζωής είναι το τίποτε. Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ένα ηλιοβασίλεμα και είναι έτοιμοι να το καταβροχθίσουν, να το αποσπάσουν από τον ουρανό και να το περάσουν στο πεπτικό τους σύστημα. Το τίποτε δεν είναι να μην χαρείς τη ζωή, είναι να μην την φοδράρεις με το βίωμα της κτητικότητας, που τελικά γίνεται αρπακτικότητα.
Στην ίδια συνέντευξη αναφέρει ότι: «ποίηση είναι να φτάσεις να γίνεις ο σιωπών λέγων, ο λέγων δια της σιωπής, ο σιωπών δια του λόγου, διότι πρέπει να είσαι πάντα στο τίποτε»Για να συμπληρώσω τώρα αυτό που είπα για το «Τίποτα» πηγαίνω σε σημείωση του βιβλίου που παρουσιάζουμε, όπου ο Καρούζος, μιλώντας με τον φιλόλογο Μπελεζίνη, αναφέρει το «έμφωτο τίποτα» το οποίο –λέει– «το διδάχτηκα σε μεγάλες δόσεις κι απ’ την Ελλάδα κι απ’ το Βυζάντιο (μυστική ορθοδοξία) και βέβαια κι απ’ την ασιατική συνολικά σκέψη» (σ. 85-86).
large_20171112010536_cherouveim_arouraios_o_poiitis_nikos_karouzos_1926_1990Ο τίτλος του βιβλίου του Πατίλη προέρχεται από το ποίημα του Καρούζου «Οξυφρένεια» της συλλογής του Αντισεισμικός τάφος του 1984 : «Λησμονώντας νοητά και αδιανόητα / υπογράφω σήμερα: Χερουβείμ Αρουραίος». Αφήνω λέει την περιοχή των νοητών, αφήνω αυτά που κατανοούνται και αυτά που δεν συλλαμβάνονται. Αφού λοιπόν γίνει αυτό και τα παραδώσει στη λήθη, βάζει την παραπάνω υπογραφή. Τι είναι ο Χερουβείμ Αρουραίος; Είναι ο συνδυασμός του αγγελικού στοιχείου όχι απλώς με το χθόνιο, αλλά με το υπο-χθόνιο. Τί λέει δηλ. ο Καρούζος; Είμαι μέσα στο σχήμα του αγγέλου που έρχεται από ψηλά και του αρουραίου που ζει κάτω στη γη, κινείται στα σκοτεινά και ανήλιαγα μέρη: έτσι είναι η ψυχή μου. Αυτά επιβεβαιώνονται από στίχους όπως του ποιήματος «Σύντομον»:
Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες
Είμαι των άστρων ο σκύλος
Με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
Με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη.
Ωστόσο, στο θέμα της υπογραφής θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το σχόλιο του Πατίλη στη σ. 33 όπου λέει ότι ο Καρούζος εισάγει στα ίδια του τα ποιήματα –την περίοδο μετά το 1980– αυτοσχόλια αυτομεμπτικά που, καθώς γράφει, «φτάνουν τα όρια της απροσχημάτιστης αυτολοιδωρίας». Σκέφτομαι λοιπόν μήπως πρέπει και αυτό να ληφθεί υπ’ όψιν για την κατανόηση της υπογραφής Χερουβείμ Αρουραίος.
Η περίπτωση του Καρούζου είναι δύσκολη και δυσανάγνωστη. Γι’ αυτό η εισαγωγή του Πατίλη αποκτά μεγαλύτερη αξία. Ο συγγραφέας κινήθηκε σε πολλά επίπεδα επειδή έτσι κινείται και ο Καρούζος. Αλλιώς ούτε τον ακολουθείς, ούτε τον παρακολουθείς. Αλλά κινήθηκε και στις διαφορετικές κριτικές προσεγγίσεις που έγιναν κατά καιρούς και μάλιστα από ομοϊδεάτες κατά κάποιο τρόπο του Καρούζου, όπως ο Λειβαδίτης και ο Λεοντάρης. Σπεύδω τώρα να αναφερθώ στο ποίημα «Οι βράχοι της Ύδρας», που ο Ζ. Λορεντζάτος χαρακτήρισε «ένα αυστηρό ελληνικό ποίημα», θεωρώντας μάλιστα ότι αυτό είναι το μοναδικό αληθινό ποίημα του Καρούζου. Ο Λορεντζάτος, τον οποίο έτυχε να συναναστραφώ για πολλά χρόνια, ήταν βέβαια ένας εστέτ, που λέει ο Πατίλης, εστέτ της λέξης θα έλεγα, αλλά ήταν και άνθρωπος μεγάλης εποπτείας και απόλυτος στις κρίσεις του, είχε κάτι σαν σύνδρομο του «απόλυτου κριτή» βάζοντας ωστόσο –πρέπει να του το αναγνωρίσουμε– τον πήχη πολύ ψηλά. Επόμενο είναι συχνά να αδικεί πρόσωπα και ποιήματα. Θα συμφωνήσω λοιπόν με τη διατύπωση του Γιάννη Πατίλη ότι «παραβαίνει τον στοιχειώδη κριτικό κανόνα που λέει ότι για να δώσουμε το άριστα σε ένα έργο αξιολογούμε με βάση τα κριτήρια που μας υποβάλλει το είδος της λογοτεχνίας και του λογοτέχνη που έχουμε μπροστά μας» (σ. 21). Μα και αν δεν συμφωνήσει κανείς ολότελα με αυτή τη διατύπωση, πρέπει να ακούσει τη διευκρίνιση του ίδιου του Καρούζου σε σχέση με τον Σολωμό, στον οποίο κάπως παρέπεμπε ο Λορεντζάτος προτού κρίνει το ποίημα του Καρούζου. Ιδού τι λέει:
Ο Σολωμός έδωσε μεγάλη και ολέθρια σημασία στην προτεραιότητα, για να το πούμε έτσι, της διάνοιας […] ότι πρέπει πρώτα ο νους να συλλάβει και έπειτα η καρδιά να ζεσταθεί με του νου τις συλλήψεις. Εκεί είναι που έγινε το χαντάκωμα […] Κατά την ταπεινή μου αντίληψη [] η προτεραιότητα για την ποίηση ανήκει στο βίωμα.
Ο Καρούζος λοιπόν αντιστρέφει τον κανόνα του Σολωμού. Αυτή η αντιστροφή έχει μεγάλη σημασία για τα ποιητικά πράγματα. Λέει και άλλα ο Καρούζος, που μας τα μεταφέρει ο Πατίλης, αλλά θα αναφέρω μονάχα τη φράση «Η παρορμητική γραφή είναι η δύναμη της αυθεντικότητας». Αυτό παραπέμπει στο «τίποτα» για το οποίο σας μίλησα στην αρχή. Και θέλω εδώ να προσθέσω, ή μάλλον να παραλληλίσω με, ανάλογες διατυπώσεις άλλων ποιητών. Του Χαίλντερλιν:
Το μυαλό δεν έχει πνευματική ομορφιά, είναι σαν τον υπηρέτη που φτιάχνει από χοντρά ξύλα το φράχτη, όπως τον είχαν προστάξει … Όλη η δουλειά του μυαλού δεν είναι παρά έργο ανάγκης […] Ο νους δεν έχει την ομορφιά του πνεύματος, της καρδιάς, είναι σαν τον φύλακα που ο νοικοκύρης έχει βάλει πάνω στους δούλους.
(Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα, μτφρ. Λ. Γκεμερέυ)
Του Ρίλκε:
Αφήστε κάθε εντύπωση, κάθε σπόρο συναισθήματος να ωριμάζει μέσα σας, στο σκοτάδι, στο χώρο του ανείπωτου, του υποσυνείδητου, όπου δεν φτάνει η νόησή σας· και, με βαθιά ταπεινοσύνη κι υπομονή, προσμείνετε την ώρα που θα γεννηθεί ένα καινούργιο φεγγοβόλημα. Αυτό και μόνο, θα πει «ζω την τέχνη»: είτε απλός πιστός της είσαι, είτε δημιουργός.
(Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μ. Πλωρίτης)
Καταγραφή 2Η παραπάνω διατύπωση του Καρούζου μάς βάζει μπροστά στο ζήτημα που αφορά τους σημερινούς και δη νεώτερους ποιητές αλλά και γενικά καλλιτέχνες. Ποιο είναι το τα ζήτημα; Η προτεραιότητα της τεχνικής. Το βάρος σήμερα δίνεται στην «τεχνική αρτιότητα» και προσυπογράφω πλήρως τη φράση του Καρούζου που αναφέρει ο Πατίλης ότι «μπορεί να παρουσιάσει κανείς ένα κείμενο τεχνικής αρτιότητας αλλά να έχει καταστραφεί το αυθεντικό στοιχείο της παρόρμησης» (σ. 22). Κάπως συμπερασματικά, θα έλεγα εδώ ότι ο άνθρωπος-ποιητής, που ρίχνει το βάρος στην παρορμητική γραφή, ή σε αυτό το «τίποτα» που είπαμε πριν, είναι ένας απολύτως πιστός στην άλλη διάσταση, σε αυτό που λένε οι αρχαίοι υπέρλογο ή σε αυτό που ονομάζει ή υπονοεί ο Καρούζος με τις παρακάτω λέξεις ή στίχους:
Ουράνιο αίσθημα (σ. 115)
Περιμένω καθώς ο καρπός στο δέντρο (σ. 117)
Έχουμε στην καρδιά μας ένα σήμαντρο.
Τα μανταρίνια είναι κίτρινος Χριστός μες στις αυλές (σ. 119)
Έτσι μου δόθηκε ξανά την ώρα κείνη
Απ’ το πολύ-πολύ μικρό
Αχειροποίητη η απεραντοσύνη (σ. 139)
Όταν δίνεις ένα φιλί στο εικονοστάσι
Φιλάς τη ζωή,
Κι αυτό φτάνει (σ. 146)
Υπάρχει ένα σημείο, μάλιστα είναι το Σημείο, καθώς λέει ο Πατίλης, το οποίο μπορεί να συνοψίζει μια άλλη διατύπωση του Καρούζου που προέρχεται, όπως γράφει ο συγγραφέας από συλλογή του ’55 με τον τίτλο αυτό –Σημείο– και η οποία λέει:
η ποίηση είναι λόγος εν μέθη, καθώς ο πρωτεύων άνθρωπος είναι χρόνος εν Χριστώ. Γι’ αυτό κι οι λέξεις ομοιάζουν με κλυδωνιζόμενα πράγματα και τα νοήματα χάνονται στο βάθος της φωνής ατέλειωτα (σ. 25)
Αφήνω να αιωρούνται αυτά τα λόγια και προχωρώ πιο κάτω. Ο Γιάννης Πατίλης αναφέρεται στην περίοδο μετά το ’79 ονομάζοντάς την «ύστατη ακραία φάση της μάχης» με αυτό που λέει ο Καρούζος το «πρόβλημα το άλυτο με οποιαδήποτε έκφραση». Και προσθέτει ο Πατίλης:
τώρα πια, κάτω από βαρύτερες και απτότερες σκιές θανάτου, σηματοδοτώντας ένα εντονότερο αδιέξοδο, ή καλύτερα: μια ισχυρότερη ποιητική πιστοποίησή του και ταυτοχρόνως μια βαθύτερη εκφραστική ανυποληψία προς τη «γραπτή»-ποίηση, την ποίηση πια τη γραπτή τη δική του.
Και στη σημείωση της ίδιας σελίδας παρατίθεται ένα πεντάστιχο του Καρούζου από επιστολή του που λέει:
Ρε φίλε Νίκο
με τις λέξεις έχω τελικά
μια τέτοια ευχέρεια
όπου εμένα δεν μου λένε
ΤΙΠΟΤΑ.
Ξανά το τίποτα. Άλλο τίποτα αυτό. Αλλά είναι άλλο; Ή είναι αυτό το τίποτα, ως υπέρβαση των αισθητών, ως ακραία υπαρξιακή αναζήτηση νοήματος πέρα από τα γήινα αλλά και τα ποιητικά και τα γλωσσικά πράγματα (που αντιστοιχεί στο στίχο του «Ποιά είν’ εμένα η συχνότητά μου στο απόλυτο;»), που τον οδηγεί σε μια τέτοια στάση; Τη στιγμή που μέσα του –παρά τη σχέση του χερουβείμ με τον ουρανό ή, αν θέλετε, τη σταθερή αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού (του Σημείου που είπε πιο πριν ο Πατίλης– χαίνει η άβυσσος του θανάτου, όπως διαβάζουμε στους στίχους:
Νύχτα και μέρα τήκεσαι
Οι λέξεις τίποτα δεν εκφράζουν (σ. 115)
Ακέραια μόνο
Σε κατάκοιτη θέληση
Με πανικό σαν πίδακα στο στήθος (σ. 116)
Θάνατος αλλάζει τη φωνή μας (σ. 128)
Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα (σ. 136)
Αλλά και όπως διαβάζουμε στο απόσπασμα του Καρούζου της σ. 69 της εισαγωγής του Πατίλη, όπου λέγονται τα εξής άκρως αποκαλυπτικά:
Όλα της ζωής ανήκουν στο θάνατο. Πώς να το κάνουμε; Κατά συνέπεια είναι ένα γεγονός που θα συμβεί σε όλους μας, και με απασχολεί, πρέπει να ομολογήσω, παρά πολύ και σχεδόν ολάκερη τη ζωή μου μ’ απασχόλησε. Και βέβαια είναι και μέσα στην ποίησή μου συνέχεια ο θάνατος. Αν είχα αγιάσει θα είχα τελειώσει με τον θάνατο. Αλλά εκείνοι που αγιάζουν είναι ελάχιστοι και δεν τους ξέρει κανείς. Εγώ είμαι στην κοινωνία, στις αδυναμίες, στις επιθυμίες, στις ορέξεις, και ο θάνατος βιωματικά θα’ λεγα με λιανίζει.
Στα λεγόμενα αυτά υπάρχουν αντιφάσεις. Γιατί εάν ο ίδιος είναι από την μεριά της κοινωνίας και των επιθυμιών κλπ., ο άλλος που αγιάζει ποιος είναι; Ο αναχωρητής; Γιατί; Ο Καρούζος τι είναι; Δεν είναι μέσα στο κατοικητήριο της ποίησής του –όπως την ξέρουμε– αναχωρητής και έγκλειστος, και μοναξιασμένος και έρημος και περιθωριακός; Ωστόσο, η ομολογία αυτή δεν καταργεί ούτε τη διάσταση του Χερουβείμ ούτε τη συσχέτισή της με το ΣημείοΧριστός, που γράφει ο Πατίλης, αλλά ούτε με τις ανατολικές παραδόσεις. Ο Πατίλης τα σχετικά με τον βουδισμό και το Ζεν τα συνδέει με την απόσβεση του εγώ και σωστά. Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι στη χριστιανική παράδοση και δη την ορθόδοξη, μας ενδιαφέρει η διόγκωση του εγώ ή η σταθεροποίησή του.
Έχω όμως εδώ μια ένσταση. Σχολιάζοντας ο Γιάννης Πατίλης τα σχετικά με το θάνατο στον Καρούζο και ενώ λέει, πολύ σωστά, ότι δεν αποτελούν «απλό Καταγραφή 4διανόημα ή υλικό ήρεμου στοχασμού αλλά σχεδόν καθημερινό αγωνιώδες βίωμα» (σ. 69), ρίχνει το βάρος στην ανάγκη «πνευματικής παρηγόρησης ή θεραπείας». Μας βάζει μπροστά σε ερωτήματα του τύπου «η ποίηση μπορεί να βοηθήσει;» ή «να κατανικήσει το φόβο του θανάτου;». Καθώς συμπληρώνει ότι ο Καρούζος πίστευε πως αυτό «με τα ποιήματα δεν κατανικιέται», βρίσκει ότι «προσπάθησε να ανακουφίσει την πιεστική παρουσία του». Η ένστασή μου λοιπόν είναι ότι η σχέση του Καρούζου με τον Χριστό ή ταυτόχρονα και με τις ανατολικές παραδόσεις –τουλάχιστον από μια στιγμή και ύστερα– δεν είναι μονάχα παρηγοριά και ανακούφιση. Εάν μάλιστα ισχύει αυτό που λέει ο Λεοντάρης για τη συλλογή Υπνόσακκος, ότι δηλαδή η ποίηση –στην περίπτωση του Καρούζου– «υπάρχει εξ αρχής στον ποιητή τον ταυτισμένο με τον Ιησού, που προβάλλεται σαν ιδανικό πρότυπο ποιητικής ύπαρξης» (με αναφορά στο στίχο του Καρούζου «γιατί δεν υπάρχει απόσταση ώς του Χριστού το σώμα»), αυτή η ταύτιση –αν είναι ταύτιση– δεν μπορεί να είναι απλώς παρηγοριά και ανακούφιση. Και τούτο γιατί Χριστός σημαίνει πρώτα πρώτα σταύρωση κι ύστερα ανάσταση. Και ο Καρούζος τη σταύρωση την είχε ζήσει στο πετσί του.
Ας πω τώρα μερικά καταληκτικά πράγματα. Ο Νίκος Καρούζος κινείται σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Ακροβατεί. Από κάτω χαίνει η άβυσσος ή ο θάνατος. Κι όσο κι αν ενεργεί μέσα στην ποιητική περιοχή, αυτή η περιοχή δεν τον ενδιαφέρει έξω από τη βαθύτερη υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου, την αναφορά στον Χριστό και την απελευθέρωση από τη γλώσσα και τις λέξεις της. Για ποιό λόγο όμως; Για να πλησιάσει αυτό που κάπου ονομάζει «αρτιότητα του ανθρώπου ή θέωση».
Λέω δηλαδή ότι, παρά τη λεκτική θρυμματοποίηση νοημάτων και σημασιών (ίσως αυτό που ο Πατίλης λέει «εκρηκτική φυγόκεντρη λεκτική πολυσημία και νοηματική πολυσημασία», σ. 33) που συμβαίνουν συχνά στα ποιήματά του –αν και δεν συμβαίνει μονάχα αυτό, αλλά και το εντελώς αντίθετο–, ο Νίκος Καρούζος κυνηγάει, όσο κι αν μπορεί να φαίνεται παράξενο τόσο στους πιστούς όσο και στους άπιστους, την ελευθερία του Θεού –είτε το γράφει με κεφαλαίο είτε με μικρό–, ελευθερία όμως που λέει ότι αποκαλύπτεται μέσα από την ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου (δες σ. 27).
Και στην περίπτωση αυτού του κυνηγητού έρχονται στο προσκήνιο και το μυστήριο, και ο Θεός και το θαύμα της ζωής και του θανάτου και η Αγάπη, αλλά και η γλώσσα στη διάσταση που θέλει τώρα αυτός ο κυνηγός του θεού, δηλαδή την μυθική διάσταση. Στη σ. 27 διαβάζουμε σε κείμενο του Καρούζου:
Κι έρχομαι να πω τώρα πως ο μύθος υποτάζοντας τη γλώσσα μάς δωρίζει την έσχατη ανωτερότητα της γλώσσας, εξαίρει το μυστήριο, λαμπρύνει την ανυποταξία του θεού μες τον κόσμο, λέει το θαύμα της ζωής και του θανάτου.
Ποιός κατοικεί κάπου εδώ κοντά, τον οποίο μάλιστα έχει σε εκτίμηση ο Καρούζος; Μα ο Πεντζίκης. Ο οποίος με τη σειρά του γράφει στην Πραγματογνωσία:
Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία η αναζήτηση των ενσπαρμένων στο σώμα μας από τρεις χιλιάδες χρόνια πιο μπροστά ομηρικών μύθων με την ειλικρινή φόρτισή τους με αγάπη […] Παράλληλα προς την λογική αντικειμενικά πραγματικότητα, υφίσταται μια άλλη, που κατά τρόπο μυστικό υπεισέρχεται στη διάπλαση του σώματός μας, πραγματοποιούμενη με τη σωρεία των μυθικών γνώσεων που νομίζουμε ότι διαψεύδονται.
Ο Πεντζίκης για να υπερβεί τη διάσταση υποκειμένου-αντικειμένου ζητά τη μέθεξη και ζητά τον μύθο ως αλήθεια και ως αποκάλυψη ντυμένη την Αγάπη. Το ανάλογο ζητά και ο Καρούζος. Αλλά η περίπτωσή του είναι πολύ διαφορετική γιατί είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αγωνία και με την αίσθηση του θανάτου.
Θα κλείσω την παρουσίαση διαβάζοντας ένα απόσπασμα της εισαγωγής του Πατίλη, που παίρνοντας αφορμή τη συλλογή Ποιήματα (1961) και το εκεί ποίημα με τίτλο «Μένουσα Πόλις» γράφει τα ακόλουθα:
Έχοντας ως πηγή το παύλειο «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14), ο ποιητής Νίκος Καρούζος συγκροτεί τους δύο κόσμους του, αυτούς μεταξύ των οποίων και μαζί τους διήλθε βασανιστικά μετέωρος ολόκληρη τη ζωή του: την Μένουσα πόλιν, εκείνη την υπαρξιακή της φθοράς και του θανάτου είτε την πολιτική της εξουσίας και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου, και, σε πλήρη αντιστοιχία πάλι ανάμεσά τους, την Μέλλουσα πόλιν των κομμουνάριων της αταξικής κοινωνίας και εκείνην της εν Χριστώ αναστάσεως και ενώσεως πάντων: τις πόλεις που βαθύτατα πόθησε πέρα από κάθε πίστη για το εφικτό ή όχι της πραγματοποίησής τους ή και για την ύπαρξή τους την ίδια! (σ. 52)
Ο Καρούζος –το ξαναβλέπουμε αυτό σήμερα χάρη στην εργασία του Πατίλη– ανοίγει δρόμο για να σταθούμε ξανά με μεγάλη προσοχή στο ζήτημα της σχέσης Πίστης, Ποίησης, Ελευθερίας και Αγάπης. Αυτά τα τέσσερα θα έλεγα ότι είναι μονίμως καταδιωκόμενα από το κυρίαρχο πνεύμα.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ

Ομιλία κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 21.12.2017
πηγή https://neoplanodion.gr/page/2/