Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Β.Φίλια:Η πλαστογράφηση της αληθινής Ιστορίας του 1821 από δήθεν αναθεωρητές «Έλληνες Ιστορικούς"

Το παρακάτω κείμενο έχει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον:ο Β.Φίλιας αντιμετωπίζει πολύ θετικότερα τον ελληνικό κοινοτισμό σε σχέση με το παλαιότερο κείμενό του με το τίτλο η "Νόθα αστικοποίηση"
Η πλαστογράφηση της αληθινής Ιστορίας του 1821 από δήθεν αναθεωρητές «Έλληνες Ιστορικούς»
του ΒΑΣΙΛΗ ΦΙΛΙΑ



Ενας αποτελεσματικός τρόπος - ίσως ο αποτελεσματικότερος - για να αποφύγεις να κριθεί μια επιστημονική εργασία επί της ουσίας, δηλαδή με ποιοτικά κριτήρια, είναι να επιτύχεις να χαρακτηρισθεί ως «προοδευτική προσέγγιση» σαν αντιπαράθεση και κατ’ αντιδιαστολή με τις «λοιπές», που συλλήβδην στιγματίζονται ως «ξεπερασμένες», «πεπαλαιωμένες», ακόμη και αντιδραστικές.

Με τον τρόπο αυτό επέρχεται μια μετάθεση από το επίπεδο των επιχειρημάτων στο επίπεδο των ηχηρών λόγων και των εντυπώσεων. Γνωστή μεθοδολογία από την πολιτική του πεζοδρομίου και των ηγετικών παλκοσένικων εφαρμόζεται πλέον κατά κόρο τόσο στην ιστορική έρευνα κυρίως, αλλά και σε όλες τις επιστήμες του ανθρώπου προκειμένου να διαστρεβλωθούν τα γεγονότα και να συγκαληφθεί η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα, η οποία διερμηνεύεται μέσω διαφόρων ψυχολογουμένων και ψυχολογιοποιήσεων με στόχο τελικά να διαμφισβητηθεί η δυνατότητα ανάλυσης του ιστορικοκοινωνικού γίγνεσθαι με αντικειμενικούς όρους και να επέρχεται σχετικοποίηση και υποκειμενικοποίηση του υπό διερεύνηση πραγματικού υλικού.

Σχετικοποίηση η οποία βαφτίζεται ως ερευνητική αντικειμενικότητα και ψυχρή αποστασιοποίηση κάτω από το πέπλο της οποίας υποκρύπτεται και αποκρύπτεται η υποκειμενικότητα της προσέγγισης, δηλαδή η υπολανθάνουσα αυθαιρεσία του τρόπου διεξαγωγής της έρευνας και της αντίστοιχης συναγωγής συμπερασμάτων. Αφορμή για τη διατύπωση των σκέψεων αυτών μου έδωσε η τηλεοπτική σειρά «1821» στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάϊ» όπου επιχειρήθηκε, υποτίθεται, μια επανατοποθέτηση της επανάστασης του 1821 με κατάρριψη όλων των αυτοκολακευτικών στερεοτύπων και μύθων, που έχουν συστηματικά καλλιεργηθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού.

Αξιόλογη και αξιάρεστη στοχοθέτηση, αν θα γινόταν όμως σε πλήρη και σε βάθος γνώση του ιστορικού υλικού και «απροϋπόθετα», κατά την περίφημη διατύπωση του Μεγάλου Μαξ Βέμπερ, δηλαδή χωρίς εξ’ υπαρχής και εκ των προτέρων πρόθεση κατεύθυνσης της έρευνας προς ορισμένα συμπεράσματα με επιλεκτικό υπερτονισμό ή (και) αντίστροφα ηθελημένη υποβάθμιση ορισμένων πλευρών και απόψεων των ιστορικών γεγονότων.



Η επιστημονική ανεπάρκεια των επιστημονικών «συμβούλων» και κατασκευαστών αυτής της τηλεοπτικής σειράς καταφαίνεται από την ερμηνευτική αδυναμία των ιστορικών γεγονότων, δηλαδή από την αδυναμία απάντησης στο «γιατί», η οποία δεν συγκαλύπτεται από την αφηγηματική τους διάνθηση και το λογοτεχνικό οίστρο των επιφορτισμένων με την παρουσίαση. Η αφήγηση δεν σημαίνει ερμηνεία, δεδομένου ότι ερμηνεία σημαίνει αναζήτηση των πραγματικών αιτίων. Αναζήτηση, η οποία προϋποθέτει εντοπισμό και ανάλυση του τρόπου σύνθεσης παραγόντων: οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών κοκ.



Ιστορικός χωρίς τη δυνατότητα αυτής της αναζήτησης, δεν είναι καν ιστορικός. Μπορεί στην καλλίτερη περίπτωση να είναι ιστοριοδίφης, τίποτα περισσότερο. Ακριβώς γιαυτό και όλη η παρουσίαση του 1821 από τους ανιστόρητους ιστορικούς της τηλεοπτικής σειράς του «Σκάϊ» εκφυλίζεται σε επίπεδο διαμαχών προσωπικού χαρακτήρα και κινήτρων ευτελούς χαρακτήρα τόσον όσον αφορά στην ηγεσία όσο και όσον αφορά στο λαό. Οι όποιες επαναστατικές εξάρσεις κατά τους παραποιητές αυτής της Ιστορίας δεν έχουν ηρωϊκό υπόβαθρο, αλλά είναι υποστασιοποιήσεις ταπεινών ελατηρίων (π.χ. λαφυραγωγία) ή αδιεξοδικών συγκυριών (π.χ. Μεσολόγγι) - σε τελευταία ανάλυση συντίθενται σε κυρίαρχο βαθμό από μυθοπλαστικές κατασκευές και διανοουμενίστικες ωραιοποιήσεις.



Εννοείται ότι όλα αυτά δεν εκφράζονται κατά τρόπο άμεσο, αλλά με μια σειρά ασαφών εμμεσοποιήσεων, που συνθέτουν ένα κλίμα και μια ατμόσφαιρα γενικευμένης υποβάθμισης των γεγονότων της επανάστασης του 1821. Τα όσα μέχρι τώρα αναφέρθηκαν δεν εξαντλούν ασφαλώς το θέμα, αλλά χρειάζονται συγκεκριμενοποιήσεις και εξειδικεύσεις. Η τηλεοπτική αυτή σειρά εσκεμμένα αποφεύγει να απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα:

Πρώτον,γιατί η ελληνική επανάσταση εκδηλώνεται πρώτη και με διαφορά 30-50 ετών από εκείνες των άλλων χριστιανικών χωρών της Βαλκανικής;
Δεύτερον,ποιό είναι το ιδιαίτερο βάρος της ελληνικής επανάστασης όσον αφορά στη διάρρηξη του αντιδραστικού ιστού της Ιερής Συμμαχίας, που είχε δημιουργήσει ο Μέττερνιχ;
Τρίτον,ποιές κοινωνικές δυνάμεις του υπόδουλου ελληνισμού και για ποιούς λόγους ήταν υπερ και ποιές κατά της επαναστατικής εξέγερσης;
Τέταρτον,ποιά ήταν η ακριβής έννοια της φράσης «δια του Χριστού την πίστην των αγίων και της πατρίδος την ελευθερίαν» και πως στη βάση αυτή καθορίζεται η σχέση του εθνικού και του θρησκευτικού;
Πέμπτον,πως μεταξιώνονται οι βασικές παραδοχές της Γαλλικής Επανάστασης με άξονα την ελληνική οικονομικό-κοινωνική πραγματικότητα;
Εκτον,ποιές οι συνέπειες της αντιπαλότητας των κοινωνικών συμφερόντων στην εκδήλωση και την εξέλιξη της ελληνικής επανάστασης;
Εβδομον,γιατί και πως το λεγόμενο «Πολιτικόν» εκπροσωπούσε την άρχουσα τάξη της ελληνικής κοινωνίας (κοτσαμπάσηδες – Φαναριώτες) και το «Στρατιωτικόν» τα λαϊκά συμφέροντα (αγροτοποιμένες, αλιείς);
Ογδοον,τι επεδίωξαν και ποιό ρόλο έπαιξαν τα αγγλικά δάνεια όσον αφορά τη συνοχή των επαναστατικών ηγεσιών και την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων;
Ενατον,πως συσχετίζεται το λεγόμενο «ανατολικό ζήτημα» (η αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) με τη στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στην ελληνική επανάσταση του 1821;
Δέκατον,ποιός ο ρόλος της Αγγλίας στη διαμόρφωση του αντικαποδιστριακού κλίματος, που οδήγησε στη δολοφονία του Κυβερνήτη;



Δεν είναι μόνο αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα, αλλά τα βασικότερα. Η παράλειψη της απάντησής τους δεν είναι τυχαία και ασφαλώς οδηγεί στη μονομερή διαστρεβλωτική οπτική, που χαρακτηρίζει το εν λόγω σήριαλ. Ακριβώς γι’αυτό και η προσέγγιση του είναι επιδερμική και δημοσιογραφική, όχι επιστημονική, όπως π.χ. είναι σε ιστορικές σειρές του BBC. Aυτή όμως είναι η μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη συντίθεται από εννοιολογικές συγχύσεις και ασάφειες όλων των κατηγοριών.

Η κορυφαία είναι εκείνη, που αναφέρεται στο Εθνος. Στην ελληνική περίπτωση η έννοια του Εθνους δεν είναι «αστικογενής» όπως στην δυτική Ευρώπη, αλλά προέρχεται από μια αντίληψη ταυτότητας, που ξεκινάει πολύ παλαιότερα από εκείνη της Δύσης και θεμελιώνεται πρωτογενώς σε στοιχεία όχι οικονομικά, αλλά πολιτιστικά, που ανάγονται στην κλασική αρχαιότητα, το Βυζάντιο, στη αδιάπτωτη συνέχεια της γλώσσας και σε κοινά έθιμα και παραδόσεις. Ακριβώς γιαυτό και η εθνική συνείδηση των Ελλήνων δεν κατασκευάζεται στον 19ο αιώνα, όπως αφήνουν να εννοηθεί οι φωστήρες του επίμαχου σήριαλ, αλλά ενυπάρχει τουλάχιστον από την εποχή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας (1261).



Επόμενη συγκεχυμένη ασάφεια αναφέρεται στην παρουσίαση του ρόλου της εκκλησίας. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν υπήρξε ή όχι το «κρυφό σχολιό» αλλά το εάν και κατά πόσο η εκκλησία συνέβαλε αποφασιστικά στην διατήρηση καίριων πολιτισμικών στοιχείων του ελληνισμού, όπως κατά κύριο λόγο της γλώσσας, δεδομένο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανένα. Το συγκλονιστικό κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού για «Παιδεία και γλώσσα» πως είναι δυνατό να λησμονήθηκε από τους κυρίους αυτούς; Αλλο βέβαια το ζήτημα της αντεπαναστατικής στάσης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας σε αντίθεση με την στάση του κατώτερου κλήρου και των μοναχών, όπου και πάλι τα πράγματα παραμένουν στο σήριαλ αδιευκρίνιστα και ανεξήγητα.
Η τρίτη ελλειματικότητα του σήριαλ αναφέρεται στα κοινωνικά αίτια της επανάστασης. Το εάν ή όχι και μέχρι ποιού σημείου η άνοδος ισχυρών αστικών κατηγοριών έπαιξε ρόλο στην επαναστατική ζύμωση είναι ένα ζήτημα, όπου μπορεί να υπάρξουν αντιπαρατιθέμενες απόψεις. Σε καμμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αγνοηθεί, όπως συνέβη με την κρινόμενη τηλεοπτική σειρά. Ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να αγνοηθεί η σημαντικότητα των φορολογικών επιβαρύνσεων των λαϊκών στρωμάτων, συνακόλουθα των Ορλωφικών και της επιδημίας της χολέρας. Επ’ αυτού ούτε λέξη ειπώθηκε. Οπως είναι γνωστό η Θεσσαλοηπειρώτικη εξέγερσις του 18ου αιώνα ξεκίνησε ακριβώς με αίτημα τη μείωση των φορολογικών βαρών.



Επί βάσει αυτών των τριών «ασαφειών» βρισκόμαστε μπροστά στο πρωτοφανές φαινόμενο μιας επανάστασης χωρίς αίτια: Το εθνικό-εθνοτικό στοιχείο ανύπαρκτο, το ιδεολογικό-θρησκευτικό σε κλίμα ανοχής και ύφεσης, το οικονομικό-κοινωνικό αμελητέο. Τότε γιατί έγινε η επανάσταση; Προφανώς – όπερ έδει δείξαι – για να υποκατασταθούν οι Τούρκοι εξουσιαστές και τα προνόμια τους από εκείνα φιλόδοξων Ελλήνων τοπαρχών, οπλαρχηγών και καπεταναίων, που δεν είχαν άλλα στο νου τους από τη λαφυραγωγία και την καταλήστευση του διαθέσιμου πλούτου. Γιαυτό και οι ηγέτες της επανάστασης παρουσιάζονται στο σήριαλ εμμέσως πλην σαφώς ως άθλιοι και ευτελείς πλιατσικολόγοι σε διαρκή διαμάχη μεταξύ τους με κίνητρο το ατομικό όφελος και τη λεία.
Δεν αρκεί όμως αυτή η δια της τεθλασμένης απαξίωση του νοήματος της επανάστασης και του ευτελισμού των ηγεσιών της από το σήριαλ. Πρέπει να υπογραμμιστεί και να υπερτονιστεί ο αιμοσταγής χαρακτήρας της. Εσφάγησαν οι Τούρκοι στην Τρίπολη. Ναι, κακώς – κάκιστα, αλλά ποιά επανάσταση, έστω και μια, έγινε χωρίς ακρότητες, και βιαιότητες; Και γιατί οι σφαγές- π.χ.της Χίου- από τους Τούρκους πέρασαν «στα μαλακά» από το σήριαλ. Οι εκατόμβες του αίματος και μάλιστα μεταξύ ομοεθνών προσδίδουν μήπως το χαρακτήρα σφαγείου στη Γαλλική Επανάσταση, όπως ισχυριζόταν η χιτλερική προπαγάνδα;



Οι τρεις χιλιάδες Τούρκοι, που εξετέλεσε ο Ναπολέων μετά την κατάληψη της Ακρας ή οι 32.000 εργάτες, που εκτελέστηκαν (1870-71 !!!) μετά την καταστολή της Κομμούνας στο Παρίσι είναι μήπως δείγματα ανθρωπισμού σε αντιπαράθεση με την εξόντωση των Τούρκων στη Τριπολιτσά, που στο κάτω-κάτω της γραφής, εξέφραζε το συμπυκνωμένο μίσος πέντε αιώνων δουλείας και καταπίεσης; Πέραν τούτου, συνεχίζουν οι «σηριαλιστές» ιστορικοί μας, οι εσωτερικές έριδες και οι εμφύλιες συγκρούσεις στην διάρκεια της επανάστασης αποδεικνύουν ότι τα προσωπικά ωφελιμιστικά κίνητρα ήταν τα κυρίαρχα και ο στόχος της απελευθέρωσης γινόταν αντιληπτός στο πλαίσιο και σε αναφορά με τα κίνητρα αυτά.



Το ότι αυτής της κατηγορίας κίνητρα εμπλέκονται παντού και πάντοτε στην Ιστορία είναι δεδομένο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά υπερκαλύπτουν την ετοιμότητα θυσίας χάριν υπέρτερων συλλογικών σκοπών και αυτό το γνωρίζουμε από την Ιστορία όλων ανεξαίρετα των λαών της γης. Οσον αφορά, όμως στην Ελληνική Επανάσταση ούτε η εξήγηση αυτή είναι επαρκής, δεδομένου ότι το βαθύτερο υπόστρωμα των εσωτερικών συγκρούσεων ήταν υποκείμενες ταξικής φύσεως αντιθέσεις, που οι «σηριαλιστές» θέλουν να αγνοούν, προφανώς και διότι η έννοια «κοινωνική τάξη» είναι εντελώς αντίθετη προς τη λογική τους.



Αμφισβητούν επίσης «δι’ αποσιωπήσεως» οι «ερευνητές» του Σκάϊ, την έκταση του εξισλαμισμού και του παιδομαζώματος. Η απάντηση δίνεται από τον καθηγητή Βακαλόπουλο τον πρεσβύτερο, ο οποίος εξηγεί πως δια της καταφυγής στα ορεινά και τα δύσβατα ημιορεινά απέφυγαν – όσοι απέφυγαν – τον βίαιο εξισλαμισμό και συνακόλουθα τον αφελληνισμό τους. Ισχυρίζονται επίσης οι «αντικειμενικοί αναλυτές» μας ότι με την κατάκτηση οι Ελληνες απέβαλαν σχεδόν ολοκληρωτικά τα δυτικά (;) πρότυπα διαβίωσης, ότι π.χ. ξέχασαν τις καρέκλες και τα τραπέζια και άλλα τινά ευτράπελα και συνήθησαν στους οντάδες, το φαγητό από κοινό τσουκάλι κλπ. κλπ., όλα χωρίς επαρκή ανάλυση των λαογραφικών δεδομένων και των συνθηκών της καθημερινής ζωής.
Παράλληλα οι κύριοι αυτοί ελαχιστοποιούν ή δεν αναφέρονται καθόλου στις γηγενείς θεσμικές ρυθμίσεις, που αναπτύχθησαν στον υπόδουλο Ελληνισμό, σε ένα κοινό δίκαιο παρά το γεγονός ότι επ’ αυτών υπάρχουν οι εξαίρετες μελέτες του αείμνηστου καθηγητή Πανταζόπουλου.Το θέμα αυτό είναι νευραλγικής σημασίας, διότι παρασύρει τους «αναλυτές» μας όταν φτάνουν στην εισαγωγή του Ευρωπαϊκού δικαιακού συστήματος από τους Βαυαρούς στο ατόπημα να υποστηρίζουν ότι στον ελλαδικό χώρο υπήρχε θεσμικό κενό και ανυπαρξία αξιόλογων θεσμικών ρυθμίσεων. Χαρακτηριστικό του τρόπου προσέγγισης της επανάστασης του 21 από τον «Σκαϊ» είναι η πλήρης αποσιώπηση του γεγονότος ότι από την άλωση και πέρα καταγράφονται πάνω από εξήντα εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο, τοπικές οι περισσότερες, αλλά εξεγέρσεις. Δεν υπήρχαν αίτια γιαυτές αναγόμενα στην κατάκτηση, την καταπίεση και την υποδούλωση; Φαίνεται όχι και μάλλον επρόκειτο για ένα είδος πολεμικού σπορ των Ελλήνων ! ! !

Αλλά ας προχωρήσουμε:
Το 1805-6 γίνονται τεράστιας κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από συνδυασμένες τουρκικές δυνάμεις και τους Ελληνες κοτσαμπάσηδες εναντίον της κλεφτουριάς της Πελοποννήσου όπου χάνονται εκατοντάδες οπλαρχηγοί. Γιατί αυτό το καθοριστικής σημασίας γεγονός αποκρύπτεται από το «σήριαλ» και με τον τρόπο αυτό δεν έρχονται στην επιφάνεια τα βαθύτερα κοινωνικά αίτια των συγκρούσεων μεταξύ των ελληνικών ηγεσιών;



Γιατί ούτε λέξη για το κίνημα των «καρμανιόλων» στη Σάμο και του Οικονόμου στα νησιά του Αργοσαρωνικού; Γιατί καμμιά ανάλυση σε επίπεδο δημοτικών τραγουδιών των διαχρονικών πόθων και προσδοκιών του ελληνικού λαού για ελευθερία και δικαιοσύνη; Με το να εμφανίζεται μετά από κάθε συγκεχυμένη και αοριστολογική παρουσίαση των γεγονότων ο κ. Βερέμης και να «συμπεραίνει» σε στυλ «η θεία Ολγα ξέρει» δεν καλύπτονται τα κενά, οι παρερμηνείες, οι διαστρεβλώσεις, οι παραλείψεις και οι ανακολουθίες. Ανάλογα ισχύουν και για τον τρόπο που παρουσιάζονται τα «προφιλ» των μεγάλων ηγετών του αγώνα.

Επί παραδείγματι:
Ο Κολοκοτρώνης ένας φιλόδοξος και ηθικά αδίστακτος «κατσαπλιάς» που κατέφυγε στη Ζάκυνθο και ανασύρθηκε από την αφάνεια τις παραμονές της επανάστασης. Αποσιωπάται εντελώς το γεγονός ότι του είχε απονεμηθεί από τον Αγγλο διοικητή των Επτανήσων ο βαθμός του ταγματάρχη και υπηρέτησε επι μια δεκαετία τουλάχιστον στον αγγλικό στρατό.



Ο Καραϊσκάκης μια σκοτεινή φυσιογνωμία της Αιτωλοακαρνανίας, που άλλαζε συνεχώς στρατόπεδα και συμμαχίες..... Ανευ αξίας ν’ αναφερθεί το γεγονός ότι η μάχη της Αράχωβας διδάσκεται ακόμα και σήμερα ως κλασικό μεγάλης αξίας στρατιωτικό εγχείρημα τόσο στο Γουέστ Πόϊντ των ΗΠΑ, όσο και στην ρωσική στρατιωτική Ακαδημία Σουβορόφσκι.



Ο Παπαφλέσσας, του οποίου ο ρόλος ήταν καθοριστικός στις ζυμώσεις για τον ξεσηκωμό στην Πελοπόννησο ουσιαστικά αγνοείται στο σήριαλ.



Ο Καποδίστριας ο μέγας αυτός μεταρρυθμιστής ηγέτης εμφανίζεται ως μια μορφή, που δεν είχε επαρκή αντίληψη της ελληνικής πραγματικότητας και δεν παρέχονται στον τηλεθεατή παρά ελάχιστα στοιχεία για να εκτιμηθεί το τεράστιο έργο του, παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιξοότητες.



Επίσης, όσον αφορά στο θέμα του Φιλελληνισμού, το σήριαλ καλλιεργεί την απολύτως λαθεμένη εντύπωση ότι οι Φιλέλληνες ήταν φαντασιοκόποι ιδιεαλιστές και αρχαιολάτρες, που όταν έβλεπαν από κοντά τις μικρότητες και τα χάλια των επαναστατών, ετρέποντο εις φυγήν. Οι επιστημονικοί συμβουλάτορες του σήριαλ, αν θα είχαν κάνει πρωτογενή έρευνα στον ευρωπαϊκό τύπο της εποχής, θα ήξεραν ότι δεν είχαν έτσι τα πράγματα, αλλά και από την δευτερογενή βιβλιογραφία δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Αντίθετα η ελληνική επανάσταση, παρά τις όποιες αρνητικές και σκοτεινές της πλευρές λειτούργησε ως σύμβολο και σημείο αναφοράς, όχι μόνο στον τύπο, αλλά και πηγή έμπνευσης στη Λογοτεχνία της Ευρώπης για δεκαετίες.



Η «φιλοσοφία» του σίριαλ σε τελευταία ανάλυση αποτελεί την ελληνική συγκλίνουσα του βιβλίου του θρυλικού για την αμάθειά του Τούρκου Υπουργού των Εξωτερικών Νταβούτογλου. Τούτο, διότι αν γίνουν δεκτά τα όσα ψευδεπίγραφα και λαθεμένα παρουσιάζονται στο σήριαλ, η νεοοθωμανική «λύση» αποτελεί σε τελευταία ανάλυση την αναγκαστική διέξοδο. Αυτό είναι το υποκρυπτόμενο ιδεολόγημα του σήριαλ, παρά τις όποιες διαμαρτυρίες των εμπνευστών και ταγών του.



Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε, που προωθείται οργανωμένα η εφελκυστική λογική από τα ίδια κυκλώματα. Ο κ. Θάνος Βερέμης, «ψυχή» του σήριαλ και πρωτεργάτης του λεγόμενου ΕΛIΑΜΕΠ, είχε ταχθεί και πάλεψε λυσσωδώς για την αποδοχή του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο μαζί με όλους τους ομοϊδεάτες του. Ως γεφυροποιός της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης ακολουθεί μια αντίληψη αποδόμησης και αποκαθήλωσης όλων των στοιχείων της ελληνικής «ετερότητας», τα οποία υποτίθεται δεν είναι τίποτα περισσότερο από κατασκευασμένες μυθοπλασίες.
Ελευθερόφρων και «προοδευτικός», ο κ. Βερέμης και οι συν αυτώ επιχειρεί να μας συνετίσει, διδάσκων τον λόγο της ορθής ιστορικής αλήθειας δια της τηλεοράσεως. Ενα εγχείρημα ανάλογο με εκείνο της κ. Ρεπούση με το βιβλίο της 6ης Δημοτικού. Είναι τυχαίο ότι αυτό γίνεται σε μια φάση όπου στο όνομα της οικονομικής κρίσης ακολουθείται μια γραμμή «εφεκτικότητας» στα εθνικά ζητήματα από την Κυβέρνηση; Οχι βέβαια, υπάρχει κατά την γνώμη μας μια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων ανάμεσα σε όλες αυτές τις τάσεις καλπονοθευτικής «επαναγραφής» της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.

Πηγή: istorikathemata.com

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Ο Βάσος Φτωχόπουλος για το άρθρο του Αλκίνοου Ιωαννίδη


Εδώ και ένα μήνα πολιορκούμαστε στο διαδίκτυο από ένα άρθρο του Αλκίνοου Ιωαννίδη, το οποίο προφανώς και δημοσίευσε στο μπλογκ του. Μου το έστειλαν πολλοί φίλοι είτε επειδή τους εντυπωσίασε, είτε διότι γνωρίζουν πως είμαστε και οι δυο Κύπριοι στην καταγωγή, είτε γιατί ήθελαν να με ενημερώσουν για το τι γράφει ένας φίλος καλλιτέχνης.

Ομολογώ πως το κείμενο του Ιωαννίδη με εξέπληξε. Το βρήκα απαράδεκτο, σχεδόν ύπουλο και παραπλανητικό. Θα σταθώ μόνο σε κάποια σημεία, από τα ουσιαστικά, που αφορούν όλους μας.

α) Γράφει ο Αλκίνοος: «Να του πω για την εξωτερική πολιτική της χώρας του, που τεχνητά προκάλεσε το μίσος μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, άνοιξε με το ζόρι την όρεξη στην Τουρκία για την Κύπρο και με τη βοήθεια της αστείρευτης δικής μας λεβεντομαλακίας δημιούργησε το Κυπριακό πρόβλημα, με χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και πρόσφυγες;…»

Το μίσος, κύριε Ιωαννίδη, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων δεν το προκάλεσε η εξωτερική πολιτική των Άγγλων, αλλά τα 330 χρόνια τουρκικής κατοχής της νήσου από τους Τούρκους και οι σφαγές, οι καταπιέσεις και οι αρνήσεις των Οθωμανών να μας αφήσουν ελεύθερους. Το ότι οι Άγγλοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να οξύνουν τα προβλήματα το ξέρουν όλοι, και δεν κομίζεις γλαύκας εις τας Αθήνας. Τώρα πώς τα καταφέρνεις να βγάζεις την Τουρκία σχεδόν ως θύμα, μόνο εσύ το γνωρίζεις. Η φράση «άνοιξε με το ζόρι την όρεξη στην Τουρκία» λίγο ήταν να μας κάνει να πιάσουμε τα κλάματα για την καημένη την Τουρκία, που την ανάγκασαν οι κακοί Άγγλοι ν’ ανοίξει την όρεξή της. Έλεος. Για την επόμενη φράση περί δικής μας ΛΕΒΕΝΤΟΜΑΛΑΚΙΑΣ, θα πω λίγα ψύχραιμα διότι αν απαντήσω όπως πρέπει τότε ίσως να μην ξαναμιλήσουμε και δεν είναι αυτός ο λόγος που γράφω αυτό το σημείωμα. Το κυπριακό πρόβλημα, κύριε Ιωαννίδη, δεν το δημιούργησε η λεβεντομαλακία μας, αλλά η θέληση ενός ολόκληρου λαού να ζήσει ελεύθερος και ενωμένος με την Ελλάδα. Το κυπριακό πρόβλημα εμφανίζεται απ’ τον καιρό που οι Κύπριοι αρχίζουν να αγωνίζονται για την ελευθερία και την Ένωση, και οι δυνάστες τους, είτε αυτοί είναι οι Οθωμανοί Τούρκοι, είτε οι Εγγλέζοι, αρνούνται να τους δώσουν τα δικαιώματά τους. Ελπίζω να μην μου απαντήσεις πως μιλάς μόνο για το πραξικόπημα, διότι το κείμενό σου πρώτον άλλα λέει και δεύτερον το πραξικόπημα δεν ήταν μια λεβεντομαλακία, αλλά μια προδοτική πράξη της Χούντας και των συνεργατών της στην Κύπρο και όχι των αγωνιστών της Ενώσεως.

Αν θεωρείς όλη τη νεολαία και όχι μόνο, που έμεινε πιστή στην ΕΝΩΣΗ, που σ’ αυτήν ορκίστηκε ο Μακάριος και σ’ αυτήν μας γαλούχησε η πολιτεία του, λεβεντομαλάκες τότε λεβεντομαλάκες ήταν και οι Αυξεντίου και οι Μάτσηδες και οι Καραολήδες και όλοι οι ήρωές μας, που μάλιστα σήμερα είναι στο στόχαστρο όλων των προοδευτικών δυνάμεων που εσύ υποστηρίζεις.

β) Δεν είναι οι «ελληναράδες», όπως τους αποκαλείς, που έφεραν σήμερα την Ελλάδα στην καταστροφή, αλλά, αντιθέτως, ένα πολιτικό σύστημα δεξιό και αριστερό, το οποίο πολέμησε κάθε έννοια ελληνικότητας και το οποίο στήριξε την κλεψιά, την απατεωνιά και την εθνική μειοδοσία κάτω από ένα μανδύα προοδευτικότητας, εθνομηδενισμού και αντιπατριωτικής υστερίας. Οι ελληναράδες, για τους οποίους μιλά ο Ιωαννίδης, μπορεί να είναι ακόμη και ηλίθιοι, αλλά δεν έπαιξαν κανένα ουσιαστικό ρόλο στην καταστροφή της Ελλάδας. Η καταστροφή της Ελλάδας είναι το ΠΑΣΟΚ, η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και ο αντεθνικός συρφετός της αριστεράς, που αυτός τροφοδότησε ιδεολογικά τον λαό για να έχει ως ιδανικό όχι την πατρίδα, αλλά το λάιφσταϊλ, ναι, κύριε Ιωαννίδη, τους τραγουδιστές και τους αγώνες τύπου σπάμε την Αθήνα και άμα λάχει και το κεφάλι μας, φτάνει να μην σηκώσει κανείς μια ελληνική σημαία στο κέντρο της Αθήνας. Φτάσαμε με τη δική σου λογική και αυτών που εσύ υποστηρίζεις, κύριε Ιωαννίδη, στο σημείο να μην τολμά κανείς να υψώσει μια ελληνική σημαία στην Ελλάδα. Φτάσαμε στο σημείο να είναι φασίστας και ηλίθιος όποιος αγαπά και είναι περήφανος για την πατρίδα του (το είπες κιόλας σε συνέντευξή σου). Να κοιτάξεις αλλού, κύριε Ιωαννίδη, να βρεις τους ένοχους της καταστροφής της Ελλάδας, και μην τα ρίχνεις στους ελληναράδες. Σταμάτα το αυτομαστίγωμα, προφανώς φταίει κι ο λαός, προφανώς φταίνε και οι κάθε λογής υπερασπιστές του έθνους. Αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά εδώ, όμως γι’ αυτό πρέπει να νιώθουμε μια εσωτερική πίκρα, ένα παράπονο, και όχι να τα ισοπεδώνουμε όλα και να εξισώνουμε αυτή την πτυχή με τα εγκλήματα της εξουσίας, η οποία στον βωμό του κέρδους και της απληστίας, μα και της βλακείας, ξεπουλά το έθνος και την εθνική μας ανεξαρτησία.

Μένω ως εδώ. Τέτοια άρθρα σ’ αυτό το στυλάκι διαβάζουμε πολλά εδώ στην Κύπρο. Συνήθως τα γράφουν «δικοί μας», για να δικαιολογήσουν την τουρκική εισβολή (συγγνώμην, δεν λέγεται τουρκική εισβολή, μα επέμβαση), όπου οι συγγραφείς μάς αραδιάζουν όλα τα εγκλήματα, υπαρκτά και ψεύτικα, που μπορεί να έκαναν Κύπριοι για να δικαιολογήσουν την εισβολή και τις μαζικές σφαγές κτλ κτλ κτλ, που έκανε το τουρκικό κράτος.



πηγή:http://ardin-rixi.gr/archives/4454

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Η Μαριναλέντα, ο Κ.Παπαρηγόπουλος και τα Αμπελάκια



ΡΗΞΗ Τεύχος 68

Η Μαριναλέντα, ο Κ. Παπαρηγόπουλος και τα Αμπελάκια
Όταν ήρθε ο δήμαρχος της μικρής ισπανικής πόλης Μαριναλέντα στη χώρα μας, αντιμετωπίστηκε κατ’ αρχήν με περιέργεια και στη συνέχεια με θαυμασμό για το επιτυχές πείραμα αυτοδιαχείρισης και κοινοτισμού σε μια εξ ολοκλήρου καπιταλιστική οικονομία όπως είναι η ισπανική.
Δημοσιογράφοι που δεν βγάζουν κουβέντα ούτε για τον ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ούτε για τον ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ, οι οποίοι έθεσαν την ταφόπλακα στην παράδοση κοινοτισμού που υπήρχε στη χώρα μας, τον καλούσαν στις τηλεοπτικές εκπομπές τους με έκδηλο θαυμασμό και συγκίνηση. Προφανώς, αφού αυτό το πείραμα πραγματοποιείται πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη χώρα μας, μπορεί χωρίς δυσκολία να προκαλεί τους επαίνους τους. Ενώ αντίθετα τα δικά μας παρόμοια παραδείγματα κοινοτισμού και συνεργατισμού έχουν ριχτεί στη λήθη, και από αυτούς που υποτίθεται θαυμάζουν την ελληνική παράδοση, όσο και από αυτούς που δήθεν στοχεύουν στην αυτοδιαχείριση.
Ο ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος, με πολύ λεπτομερειακό τρόπο περιγράφει ένα επιτυχημένο παράδειγμα συνεργατισμού που ανέπτυξε η κοινότητα των Αμπελακίων:
«Τέτοια μάλιστα ζωτικότητα είχε το έθνος εκείνο και τέτοιο πνεύμα αυτοδιοίκησης, που εξαιτίας αυτού είναι φανερό ότι οι κοινότητες, μόλις απαλλάχτηκαν, εξαιτίας της τουρκικής κατάκτησης, από έννομη κηδεμονία της κυβέρνησης, όχι μόνο δεν περιέπεσαν σε αναρχία και παραλυσία, αλλά αντίθετα, επειδή ήταν πολύ καλά διαρρυθμισμένες, ανέδειξαν, οι περισσότερες τουλάχιστον, εξαιρετική δραστηριότητα και θαυμαστή ικανότητα για κοινά έργα. Τα λίγα παραδείγματα των ενεργειών αυτών που μπορούμε να παραθέσουμε εδώ μπορούν ν’ αποδείξουν αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Η κοινότητα των Αμπελακίων περιλάμβανε 22 χωριά που βρίσκονταν στη Θεσσαλία, στην πολυθρύλητη για την ομορφιά της κοιλάδα των Τεμπών. Η πρωτεύουσα, τα Αμπελάκια, είχε περίπου 4.000 κατοίκους, ενώ τα γύρω χωριά περίπου 2.000. Η κοινότητα ασχολούνταν βέβαια με όλα τα γεωργικά έργα, κυρίως όμως επιδόθηκε στην κατασκευή και το εμπόριο του βαμμένου κόκκινου βαμβακερού νήματος, με το οποίο ασχολούνταν όλοι οι κάτοικοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Από αυτούς μάλιστα οι πιο έμπειροι, είτε πλούσιοι είτε φτωχοί, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Βιέννη, στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο, στην Οδησσό, για να ιδρύσουν εκεί καταστήματα και αποθήκες. Προϊστάμενοι της εταιρείας ήταν πέντε επιτροπές που εκλέγονταν απ’ όλους τους κατοίκους, πλούσιους ή φτωχούς, που είχαν συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Και πολλές φορές οι πιο φτωχοί εταίροι, αν ομολογουμένως ήταν οι πιο ικανοί διορίζονταν στ’ ανώτατα αξιώματα της εταιρείας με την ψήφο των συμπολιτών τους. Από τις πέντε επιτροπές, η μία είχε την ανώτατη διεύθυνση της εταιρείας, η δεύτερη λεγόταν διοικητική, η τρίτη γεωργική, η τέταρτη βιομηχανική και η πέμπτη ελεγκτική. Πριν από τη διανομή των ετήσιων κερδών, αφαιρούνταν πρώτα η τιμή του σιταριού που αγοραζόταν για τους φτωχούς εργάτες, τα δώρα προς τους πασάδες, τα έξοδα των νοσοκομείων, των βιβλιοθηκών, των σχολείων, του τυπογραφείου, των οδών, των εκκλησιών, της διοίκησης, των ενοικίων, του γραφείου, των πρακτορείων που ήταν στο εξωτερικό, και τα οδοιπορικά. Μετά αφαιρούνταν οι τόκοι των κεφαλαίων που είχαν καταβληθεί από κάθε μέλος της εταιρείας προς 15%, έπειτα οι αμοιβές που ψηφίζονταν από τη γενική συνέλευση των εταίρων για τους πράκτορες της εταιρείας, ανάλογα με την ικανότητά τους και τις υπηρεσίες τους. Τα υπόλοιπα κέρδη διανέμονταν μεταξύ των εργατών που ήταν ιδιοκτήτες χωραφιών με βαμβάκι και των εργατών που απλώς πρόσφεραν εργασία. Η διανομή αυτή, που γινόταν με κοινή συνέλευση, διενεργούνταν με τόση δικαιοσύνη, ώστε ποτέ δεν προκάλεσε θορύβους ή κατακραυγές. Έτσι η εταιρεία Αμπελακίων, που προόδεψε, αναδείχτηκε ισάξια των πιο ισχυρών εμπορικών οίκων της Ευρώπης. Τα μεγάλα κέρδη της επέτρεψαν να συντηρούνται με κοινή δαπάνη σε κάθε χωριό γιατροί, που φρόντιζαν την υγεία όλων των κατοίκων, κατώτερες και ανώτερες σχολές, αποθήκες σιτηρών και όλων των άλλων γεωργικών και βιομηχανικών, εγχώριων και ξένων προϊόντων, νοσοκομείο, απομαχικό ταμείο, βιβλιοθήκη, ταμείο της πειραματικής φυσικής κ.λπ.» (Κ. Παπαρρηγόπουλου: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδόσεις LIBERIS, Τόμος 15 σελ. 309). Τελικά το πείραμα των Αμπελακίων θα καταρρεύσει εξαιτίας δύο γεγονότων: τις επιδρομές του Αλή Πασά και την οικονομική χρεοκοπία της Αυστρίας, όπου χάθηκαν 10 εκατ. φράγκα.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφέρει και άλλα παραδείγματα κοινοτικού συνεργατισμού όπως στη Φιλιππούπολη, στα Μαδεμοχώρια, στους Καλαρρύτες – Συρράκο, στη Χίο, στις Κυδωνίες, και πιο πολύ τις ναυτικές κοινότητες Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, όπου κάθε ναύτης είχε μερίδιο στο καράβι ή στο φορτίο.
Όλες οι ιστορικές μαρτυρίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε αυτές τις περιπτώσεις συνδυάστηκε η οικονομική αποδοτικότητα με τη γνήσια λαϊκή συμμετοχή, την αυτοδιαχείριση και τον συνεργατισμό. Είναι σημαντικό το ότι ο πλούτος στα Αμπελάκια δημιουργείτο από την ίδια την κοινότητα και δεν παρεχωρείτο υπό μορφή επιχορήγησης από το κράτος. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλιζόταν η ανεξαρτησία από το κράτος, η εξωστρέφεια και η βιωσιμότητά του. Ως πείραμα είναι το πιο σύνθετο και το πιο πλήρες που έχουμε συναντήσει. Συνδυάζει τον κοινωνικό έλεγχο στην παραγωγή πλούτου με τη δικαιοσύνη στη διανομή του, όσο και την επιτυχή χρηματοδότηση κοινωνικών λειτουργιών όπως η παιδεία και η υγεία. Όσοι λοιπόν οραματίζονται αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες και συνεργατισμούς εκτός του κράτους, όσοι έχουν σιχαθεί τις μονίμως χρεοκοπημένες ελληνικές δημοτικές επιχειρήσεις, δεν χρειάζεται να πάνε πολύ μακριά. Η ελληνική εμπειρία τα έχει δημιουργήσει ήδη με αποτελεσματικό και πλήρη τρόπο. Δεν μένει παρά να την ακολουθήσουμε.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Αποχαιρετισμός στη Δόμνα Σαμίου












Τα τραγούδια της Μικράς Ασίας, όπως και η δημοτική μουσική, διαμορφώνουν κατάσταση «ιερής μέθης ». Στο άκουσμά τους κτυπάει με τον πιο χαρμόσυνο τρόπο η καρδιά του Ρωμιού. Δοξολογούν τον έρωτα, την αγάπη, την φτώχεια, την ταπείνωση. Επικεντρώνονται συχνά στο «δεινόν» της αγάπης. Προβάλλουν την απόλυτη συντριβή, την απέχθεια προς τον πλούτο. Είναι μουσική ζυμωμένη με τον πόνο. Η εμπειρία του πόνου ανάγεται στην κύρια προϋπόθεση αισθητικής δημιουργίας. Χάρις στις προσπάθειες του Σίμωνα Καρρά και της Δόμνας Σαμίου διασώθηκε όλος ο πλούτος των μικρασιάτικων τραγουδιών , που ίσως να είναι η πιο δυνατή και η πιο συγκλονιστική κραυγή που έρχεται από το Βυζάντιο. Όσο ζούσε ο Σίμων Καρράς διοργάνωνε πάντα μια μικρή γιορτή ανήμερα στις 29 Μαίου , που ερμηνεύονταν τραγούδια και θρήνοι από την πτώση της Πόλης. Από αυτά ίσως τα πιο συγκλονιστικά , τα πιο σπαρακτικά είναι τα Ποντιακά ( «η Ρωμανία πέρασεν , η Ρωμανία επάρθεν , η Ρωμανία αν πέρασεν , ανθεί και φέρει κι άλλο» ) για τα οποία ο Καβάφης έγραψε το ομώνυμο «Πάρθεν»
Καταφεύγουμε στην μαρτυρία της Δόμνας Σαμίου, αυθεντικής ερμηνεύτριας όλων των όψεων της μουσικής του νεοελληνικού λαικού πολιτισμού, με σκοπό να ανιχνεύσουμε το υφάδι που συνδέει σημερινά ακούσματα με ακούσματα από το Βυζάντιο. Από γονείς Μικρασιάτες, παρέλαβε εμπειρίες πόνου και νοσταλγίας που αναδύονται διάφανα, βασανιστικά, στις ιερές εικόνες. Σημεία-σημάδια, σημαίνουν την παρεύρεση του βυζαντινού κόσμου: «Τρεις εικόνες... Αυτές εκεί! (Μου τις δείχνει, κρέμονται στο σαλόνι σε μια γωνία.) Τις έφερε η μάνα μου από 'κει... Σ' όλη τους τη ζωή μ' αυτή την πίστη έζησαν, ότι θα γυρίσουν ξανά πίσω μια μέρα! (Κοιτάμε τις εικόνες.) Δεν είναι σπουδαίες. Είναι λαϊκού ζωγράφου, δεν έχουν τίποτα το εξαιρετικό... To μόνο εξαιρετικό είναι ότι προέρχονται από κείνα τα μέρη»
Η ζωή του πρόσφυγα είναι δεμένη με την έλλειψη της πατρίδας , αλλά και με την γεύση της κοινότητας ,του κοινού πόνου και της κοινής χαράς. Δημιουργεί συχνά την αίσθηση του νόστου για ένα χώρο όπου ο ελληνισμός, από τις πρώτες στιγμές της πορείας του, έδωσε τις καλύτερες όψεις του. Η λαϊκή μουσική, παιδευμένη μέσα στίς εκκλησίες, ακολουθώντας τις αξιολογήσεις που αναδύθηκαν από τον βυζαντινό πολιτισμό , δημιουργεί το μεγάλο από το ελάχιστο.
Η Δόμνα Σαμίου θεωρεί ότι η Αμερική απειλεί την παράδοση και τον πνευματικό κόσμο που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από τον βυζαντινό πολιτισμό: «Όταν έβρεχε τον χειμώνα, ο πρώτος δυνατός άνεμος έσχιζε το πισσόχαρτο και η βροχή έμπαινε μέσα! Η μάνα μου, όπως κι όλες οι γειτόνισσες, έβαζε κατσαρόλια και τεντζερέδια για να στάζει η βροχή εκεί μέσα. Και όμως, όσο παράξενο κι αν σου φανεί, ήμασταν ήρεμοι, ήσυχοι. Βεβαίως υπήρχε το πρόβλημα της φτώχειας, αλλά υπήρχε μια ανθρωπιά, Θανάση μου! Συμπάσχαμε και χαιρόμασταν με τον πλαϊνό μας... Όταν γινόταν ένας γάμος, τρέχαμε όλοι να βοηθήσουμε. Τα παλικάρια κάναν τους σερβιτόρους, οι γειτόνισσες δίναν όλες τα τραπέζια τους και στρώνανε μες στη γειτονιά και γλεντούσαμε... Γεννούσε μια γειτόνισσα και τρέχαμε όλες να βοηθήσουμε τη λεχώνα! Πέθαινε κάποιος; Η λύπη του ενός ήταν λύπη όλων μας! Σημασία στη ζωή έχει να μπορεί από το τίποτα να γίνει το παν! Άλλωστε αυτό κάνει και το τραγούδι και η τέχνη γενικότερα. Για μένα το τραγούδι και η τέχνη μπορούν να κάνουν το τίποτα και μερικές φορές το παν στη ζωή... Θυμάμαι, κοντά στη δική μας την παράγκα στην Καισαριανή υπήρχε η ταβέρνα του μπαρμπα-Αλέκου. To βραδάκι γύριζαν οι άντρες απ' τη δουλειά και αράζανε στην ταβέρνα. Κρασάκι, καμιά σαρδέλα παστή, κανένα κρεμμύδι. Kαί τους έπιαναν τα μεράκια, ερχόταν κι αυτός με το γραμμόφωνο, το ακουμπούσε σε μια βάση και άρχιζαν οι παραγγελιές... Οι εκκλησίες και οι ταβέρνες ήταν για μας τότε ό,τι είναι σήμερα το Μέγαρο Μουσικής... Για μένα η Αμερική έκανε μεγάλο κακό. Όλο το κακό πηγάζει απ' αυτή τη χώρα. Τρελή χώρα... Η Αμερική είναι μια ένοχη χώρα, που από την ενοχή σκοτώνει τους γύρω, γιατί νομίζει ότι όλοι όσοι|. ζουν έξω από την Αμερική βλέπουν την ενοχή της. Και ντρέπεται...»

Από το δοκίμιο μου "Ο κόσμος ο μικρός , ο μέγας"

Αποσπάσματα απο συνεντεύξεις της

Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν….

Γεννήθηκα στην Καισαριανή το 1928. Οι γονείς μου ήτανε Μικρασιάτες. Η μητέρα μου ήρθε το ’22 μαζί με τους πρόσφυγες, ήρθε μόνη της εδώ με διάφορους πατριώτες και γνωστούς. Έφυγε από το χωριό, το Μπαϊντίρι, πήγε στη Σμύρνη, απ’ ό,τι μου έλεγε, κρυβόντουσαν από το ένα σπίτι στο άλλο, μετά έπιασε φωτιά…

O πατέρας μου έμεινε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία και γύρισε μετά από ένα χρόνο με την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην αρχή η μητέρα μου, όπως όλοι οι πρόσφυγες έμενε σε αποθήκες, σε σχολεία, μετά τους δώσανε αντίσκηνα στην Καισαριανή. Υπάρχει μια φωτογραφία στο Δήμο της Καισαριανής που υπάρχουν τα αντίσκηνα, που είναι η πρώτη φάση. Ερχόμενος ο πατέρας μου από τη Μικρά Ασία, τους βγάλανε στον Πειραιά με το καράβι και άρχισε ο καημένος να ρωτάει πού υπάρχουνε Μπαϊντιριανές. Βρέθηκε μια Μπαϊντιριανιά, συχωριανή της μάνας μου, η οποία ήξερε πού μένει η μάνα μου, τον πήρε και τον οδήγησε και τον έφερε στην Καισαριανή. Φαντάζεσαι τη συγκίνηση και των δύο, ο πατέρας με τσουβάλια και με ψείρα κουκουνάρι… Συναντήθηκαν λοιπόν ο Γιάννης κι η Μαρία. Η μάνα μου δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθανε. Απ’ ό,τι μου έλεγε πήγαινε και ρωτούσε κάποια μέντιουμ να της πει αν ζει, και της έλεγε ότι ζει και να μην ανησυχεί. Και τον έβλεπε, λέει, να ταΐζει καμήλες, και όντως τον είχανε οι Τούρκοι στο στρατό να ταΐζει καμήλες.

Τέλος πάντων ήρθε λοιπόν ο πατέρας μου και απ’ ό,τι μου ’λεγε η μάνα μου βάλανε γκαζοτενεκέδες και τάβλες να κάνουνε οι άνθρωποι κρεβάτι μες στο αντίσκηνο να κοιμηθούνε. Εντωμεταξύ είχανε φτιάξει και την εκκλησία, τον άγιο Νικόλαο. Ο πατέρας μου ήτανε, ας το πούμε θρησκόληπτος, του άρεσε πολύ η εκκλησιαστική μουσική και η εκκλησία. Μια και ήτανε κοντά το αντίσκηνο στην εκκλησία, πήγαινε την Κυριακή να παρακολουθήσει τη λειτουργία αλλά και πολλές φορές το απόγευμα που γίνονταν βαφτίσια και γάμοι…


--------------------------------------------------------------------------------

Παλάτια θα σου χτίσω εγώ να σ’ έχω μέσα Μαριγώ…

Μια Κυριακή απόγευμα γινότανε ένας γάμος και ο πατέρας μου, σαν διασκέδαση το είχε ο άνθρωπος, πού να πάει, καφενεία δεν πήγαινε, δεν έπινε, πήγε λοιπόν στην εκκλησία να παρακολουθήσει το γάμο. Η μάνα μου έμεινε στο αντίσκηνο, ήτανε έγκυος τότε στην αδερφή μου. Περίμενε να γυρίσει ο Γιάγκος, πήγε δέκα, πήγε έντεκα, πήγε δώδεκα, πήγε μία, η εκκλησία ήταν κλειστή, δεν υπήρχε κανείς μέσα. Τι έγινε ο Γιάγκος, πού πήγε ο Γιάγκος, ανησυχούσε η κακομοίρα, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν κοιμήθηκε περιμένοντας τον Γιάγκο. Πρωί πρωί ο Γιάγκος έρχεται. «Πού ήσουνα;» του λέει ανήσυχη. «Σώπα, της λέει, στην εκκλησία που ήμουνα άκουσα ότι δίνουν τις παράγκες και έφυγα απ’ το γάμο και έτρεξα και μπήκα σε μια παράγκα κι έκατσα για να μην μου την πάρει άλλος». Κι έμεινε μέχρι το πρωί ο καημένος. Του τη δώσανε, την πήρε μόνος του, δεν ξέρω, ευτυχώς ήτανε στην άκρη, ακριανή παράγκα, οπότε είχε και παράθυρο προς το στενάκι και είχαμε και αέρα και φως. Έτσι πήρε την παράγκα ο Γιάγκος. Το πρωί παρακάλεσε εκεί μια γειτόνισσα να προσέχει να μην του την πάρει κανείς κι έτρεξε γρήγορα να το πει στη Μαρία, να κουβαλήσουν τα πράγματα.

Ο πατέρας μου στη Μικρά Ασία έραβε γαϊτάνια στα γιλέκα γύρω γύρω, αυτή ήταν η δουλειά του. Όταν ήρθε εδώ δεν είχε ο άνθρωπος δουλειά και τότε η μάνα μου του πήρε δυο καλάθια και στο ένα έβαλε λεμόνια και στο άλλο αυγά. Και κείνος ντρεπότανε να πάει να τα πουλήσει κι έκλαιγε φαίνεται, αλλά η μάνα μου δυναμική, του έλεγε «Τι θα γίνει εδώ πέρα, θα δουλεύω μόνο εγώ; Κοτζάμ άντρας εσύ, μπρος, να πας να τα πουλήσεις». Τι να ’κανε ο φουκαράς, πήρε τα καλάθια και γύριζε τις γειτονιές, τα πούλησε τη μια φορά, γύρισε ευχαριστημένος και πήρε άλλα, ξαναγύρισε. Στην αρχή έκανε αυτό, μετά έγινε οδοκαθαριστής στο Δήμο Αθηναίων, στην οδό Αιόλου σκούπιζε τα πεζοδρόμια. Αλλά επειδή κάθε τόσο άλλαζε ο δήμαρχος -θυμάμαι τον Κοτζιά έλεγε κι ένα άλλο όνομα έλεγε- έπεφτε ο Κοτζιάς και ερχόταν ένας άλλος και κάθε που άλλαζε ο δήμαρχος σταματούσε κι αυτός να δουλεύει. Τώρα ο Κοτζιάς τον έβαζε, ο άλλος τον έβαζε; Δεν ξέρω. Έτσι δεν είχε μόνιμη δουλειά και πολλές φορές καθόταν, και η καημένη η μάνα μου δούλευε για να βοηθήσει το σπίτι. Η αδελφή μου πήγαινε σε μια γειτόνισσα που ήτανε μοδίστρα και μάθαινε, είχαμε και μία θεία στη Νέα Ιωνία που και κείνη ήτανε μοδίστρα και πήγαινε και κει και μάθαινε, αλλά δεν πρόλαβε να δουλέψει.

Ο πατέρας μου ήτανε βενιζελικός. Έλεγε ότι «και να με πνίξουν στη θάλασσα, εγώ θα βγάζω το δάχτυλό μου και θα φωνάζω Βενιζέλο». Όλοι οι Μικρασιάτες ήτανε βενιζελικοί, καλώς ή κακώς δεν ξέρω, η ιστορία θα το πει, τέλος πάντων. Η Καισαριανή βέβαια ήταν αριστερή. Εγώ αν έμενα στην Καισαριανή μπορεί και να μη ζούσα τώρα. Έφυγα μικρή, δεκατριών χρονών το ’41, αν έμενα σίγουρα θα είχα ανακατευτεί και μπορεί να μην υπήρχα, θά ’χα μπλέξει, κάπου θα την είχα φάει…


--------------------------------------------------------------------------------

Καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία…

Στην παράγκα γεννήθηκε η αδερφή μου, στην παράγκα γεννήθηκα κι εγώ, με μαμή βέβαια όπως κάνανε παλιά στη Μικρά Ασία -πού νοσοκομεία και μαιευτήρια βέβαια, δεν υπήρχανε, μαμές υπήρχανε και ξεγεννούσανε τις γυναίκες.

Απ’ ό,τι θυμάμαι, από μικρό μικρό παιδάκι εκεί στην Καισαριανή μέναμε σε παράγκα. Κι όχι μόνο εμείς, ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων της Μικράς Ασίας που τους εγκαταστήσανε στην Καισαριανή, από ένα σημείο και κάτω μας είχανε κάνει παράγκες. Δηλαδή ένα δωμάτιο, μια παράγκα, είχανε δώσει στην κάθε οικογένεια, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων της κάθε οικογένειας. Ομολογώ διαστάσεις δεν θυμάμαι, τέσσερα επί τέσσερα, τρία επί τέσσερα, δεν ξέρω, ήμουνα παιδάκι. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ήτανε ένα δωμάτιο. Ήτανε οι παράγκες η μια πλάι στην άλλη και αν θυμούμαι καλά ήταν η δική μας, της θείας Ελενίτσας πλάι, μετά της κυρα-Βαγγελιώς, μετά της Μαρίας, μετά της κυρίας Αρχοντούλας και μετά της κυρίας Ολυμπίας, άρα ήτανε έξι οι παράγκες από τη μια πλευρά και έξι αντίστοιχα από την άλλη, την πίσω πλευρά. Μας χώριζε μια μεσοτοιχία από ξύλο, από τάβλες. Δηλαδή αν ροχάλιζε ο πίσω ή διαγώνια ο άλλος ο γείτονας, εμείς ακούγαμε το ροχαλητό και οτιδήποτε άλλους κρότους σίγουρα τους ακούγαμε.

Θυμάμαι, πίσω ακριβώς από μας έμενε μια οικογένεια, η μητέρα, η κόρη κι ο γιος, και φαίνεται η μάνα είχε ερωμένο ένα χωροφύλακα και υπήρχε ένα κουτσομπολιό εκεί γύρω. Η κόρη ήταν νέα κοπελίτσα, γύρω στα δακαέξι δεκαεφτά χρονών και τροφαντή. Και καταλαβαίνεις τώρα κοιμούντανε στο ίδιο δωμάτιο, η μάνα, ο ερωμένος και η κόρη. Ο γιος κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι. Κι εγώ παιδάκι άκουγα διάφορα κουτσομπολιά, χωρίς να καταλαβαίνω και πολύ πολύ.

Πλάι στην παράγκα ο πατέρας μου είχε κάνει μια κουζινίτσα από γκαζοτενεκέδες. Είχε ανοίξει γκαζοτενεκέδες και είχε φτιάξει απέξω μια κουζινούλα ώστε να μπορεί η μητέρα μου εκεί να μαγειρεύει, τρώγαμε εκεί σαν τραπεζαρία. Εκεί είχε μια σκάφη και κάθε Σάββατο μας έπλενε, μας έκανε μπουγάδα όλους, από τον πατέρα μου μέχρι την αδελφή μου και μένα. Είχε ένα βαρέλι μεγάλο μες στην κουζίνα όπου μάζευε βρόχινο νερό, γιατί με το βρόχινο νερό καθαρίζανε τα μαλλιά καλύτερα, ή και τα ρούχα που έπλενε ήταν καλύτερα.

Υπήρχε στη γειτονιά μας οικογένεια με οχτώ παιδιά και η γυναίκα λεγόταν Κωσταντία και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, διότι το κουζινάκι που έφτιαξε ο άντρας της, το έκανε μπακάλικο και πουλούσε λάδι και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, βγάζαν παρατσούκλια. Φαντάσου λοιπόν το χώρο! Σ’ αυτό το δωμάτιο μέσα, οχτώ παιδιά και δύο οι γονείς δέκα και το κουζινάκι να κάνει χρήση μπακάλικου….

Σ’ αυτό το κουζινάκι θυμάμαι πολλές φορές είχαμε φιλοξενήσει, είχαμε κοιμίσει διάφορους γνωστούς και πατριώτες από τη Μικρά Ασία που δεν τολμούσαν να πάνε πιο πάνω που ήταν το σπίτι τους γιατί τους κυνηγούσανε, μπλόκα, και το ’να και τ’ άλλο. Για λόγους πολιτικούς καθαρά, ήτανε οι άνθρωποι κομμουνιστές. Κανονικά πήγαιναν στη δουλειά τους, πιο ψηλά από μας ήταν το σπίτι τους -και αυτονών παράγκα- αλλά μαθαίνανε στην Αθήνα, πριν γυρίσουν το απόγευμα να επιστρέψουν στο σπίτι, «μην πάτε απάνω γιατί έχει μπλόκο» και αυτοί μένανε πιο κάτω και πολλές φορές μένανε στο σπίτι μας. Και επειδή ήταν ακριβώς πίσω μας αυτός ο χωροφύλακας, ο πατέρας μου έτρεμε ο φουκαράς και θυμάμαι που μου έλεγε «Κακομοίρα μου, μην πας το πρωί που θα βγεις στη γειτονιά και πεις στα παιδιά ότι κοιμήθηκε ο θείος τάδε…».Θέλω να πω ότι όλα ακούγονταν και τα μάθαινε ο ένας από τον άλλον πολύ εύκολα με αυτή την κατασκευή των σπιτιών.

Αυτές οι παράγκες σχημάτιζαν τετράγωνο και υπήρχανε είσοδοι που έμπαινες μέσα στο τετράγωνο αλλά ήταν πολύ στενές, μόνο ποδήλατο μπορούσε να περάσει ή γαϊδουράκι και σούστα το πολύ πολύ, αλλά όχι αυτοκίνητο. Στη μέση λοιπόν αυτού του τετραγώνου, σε κάθε τετράγωνο, υπήρχαν τα κοινά καμπινέ. Ήταν κι αυτά χωρισμένα στη μέση, η μια μεριά ήταν των ανδρών, η άλλη των γυναικών. Βέβαια οι άνθρωποι αναγκαζόντουσαν μέσα στα σπίτια τους τη νύχτα να έχουνε κάποιο δοχείο και την άλλη μέρα το πρωί όλες οι γειτόνισες πηγαίνανε παρέλαση να αδειάσουνε όλα αυτά μέσα εκεί. Υπήρχε και ένας κοινός βόθρος που πήγαιναν μέσα όλα αυτά και το βυτίο εκκενώσεως βόθρων που ήταν του Δήμου αργούσε πολλές φορές να ’ρθει κι ο βόθρος γέμιζε και ξεχείλιζε και δυσοσμίες…

Νερό βεβαίως δεν είχαμε στις παράγκες. Υπήρχαν βρύσες κοινές, κοινοτικές, σε κάποιες γωνίες, όπου γύρω γύρω από τη σωλήνα ήτανε τσιμέντο. Θυμάμαι που πηγαίναμε να πάρουμε νερό. Η μητέρα μου δούλευε η καημένη για να βοηθήσει τον πατέρα μου και έλειπε όλη τη μέρα. Επειδή αυτό το νερό ερχόταν ορισμένες ώρες της ημέρας, ερχόταν, ας πούμε, δέκα με δώδεκα ή μία με τρεις, και έπρεπε όλοι, κυρίως οι γυναίκες να τρέξουν να γεμίσουνε τους τενεκέδες. Είχαμε γκαζοτενεκέδες και στη μέση από τη μια μεριά ως την άλλη ένα ξύλινο στρογγυλό χέρι, ή με κουβάδες. Επειδή έλειπε η μητέρα μου και η αδερφή μου μάθαινε μοδίστρα και δεν ήταν στο σπίτι, κουβαλούσα εγώ τις περισσότερες φορές το νερό για όλη την οικογένεια. Κάναμε ουρά λοιπόν και θυμάμαι την εξής εικόνα: από νωρίς πηγαίναν οι γυναίκες και βάζανε τους τενεκέδες τους στην ουρά, τον έναν πίσω από τον άλλον. Την ώρα λοιπόν που ερχόταν το νερό, πηγαίναμε εκεί και βεβαίως πολλές φορές πήγαινε η μία να κλέψει τη σειρά της άλλης και παίζονταν οι γκαζοτενεκέδες και χτύπαγε η μια και άνοιγε το κεφάλι της άλλης. Ήτανε μια Αρμένισσα που την είχαμε βγάλει «Το καμένο κρεμμύδι», γιατί ερχόταν με τον τενεκέ και προφασιζόταν και μας παρακαλούσε να την αφήσουμε να πάει να πάρει το νερό γιατί έχει αφήσει το κρεμμύδι στη φωτιά και θα καεί.

Μέχρι το ’40 και ’41 που έγινε η Κατοχή και έφυγα εγώ από το σπίτι, αλλά και μέχρι το ’44 που κάηκε όλη η γειτονιά μου, δεν θυμούμαι ποτέ να είπαν ότι βάλανε νερό μέσα στα σπίτια. Νομίζω ότι το ίδιο πράγμα θα ίσχυε και για τις άλλες γειτονιές που ήταν πάνω από μας, όπου τα λέγαμε εμείς «τα χτιστά». Διότι από ένα σημείο και μετά υπήρχανε πάλι προσφυγικά σπίτια αλλά ήτανε χτιστά με πλίνθους. Άλλα διόροφα και άλλα μονόροφα, που υπάρχουν ακόμα και σήμερα και τα οποία φοβάμαι ότι όπου νάναι θα τα γκρεμίσουνε για να χτίσουν πολυκατοικίες. Και τώρα πάω και τα επισκέπτομαι πολλές φορές και περνάω και συγκινούμαι ιδιαιτέρως. Και αυτά «τα χτιστά» που λέμε, το ίδιο σύστημα και αυτοί: πολύ μικρά δωμάτια, έξω από τα δωμάτια αυτά έχουν τα μικρά τα κουζινάκια που σκύβεις για να μπεις μέσα. Απορώ αυτοί οι άνθρωποι πώς χωρούνε μέσα εκεί. Φοβούμαι λοιπόν ότι και αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τις ανέσεις.

Πιο πάνω από μας υπήρχε ένα ρέμα που έχει κλειστεί τώρα, εκεί ήταν «τα Αρμένικα». Είχε μια αρμένικη εκκλησία με τον Αρμένη τον παπά και μέσα στην εκκλησία είχαν οι Αρμένηδες το σχολείο τους. Και μεις βρωμόπαιδα, όταν περνούσαμε από κει πειράζαμε τα Αρμενόπουλα. Θυμάμαι τον Αρμένη τον παπά που ερχόταν σε μια οικογένεια που καθόταν κοντά μας και τους έκανε επίσκεψη. Μια εποχή, τώρα ούτε που θυμάμαι πότε, ομαδικά φύγανε οι Αρμεναίοι και πήγανε στη Ρωσία, αυτό άκουγα να λένε. Σ’ αυτή την περιοχή που ήτανε το ρέμα θυμάμαι ήταν ένα εργοστασιάκι που έφτιαχνε χαλιά και όταν περνούσα το ρέμα για να πάω στο σχολείο θυμάμαι ότι ήταν όλο κόκκινα, πράσινα, μπογιές χυμένες….



--------------------------------------------------------------------------------

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί…

…. Από φτώχεια τώρα καταλαβαίνετε τι γινότανε. Θυμάμαι πάρα πολλές φορές ότι τα βράδια δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι να φάμε και παίρναμε μια ρέγγα από τον μπακάλη κι ο πατέρας μου άναβε μια εφημερίδα για να την ψήσει και τρώγαμε τέσσερα άτομα, τρώγαμε μια ρέγγα και τα τέσσερα άτομα, πίναμε και μπόλικο νερό γιατί ήτανε αλμυρή η ρέγγα, φούσκωνε η κοιλιά μας και κοιμόμασταν.

Από ρούχα; Εγώ θυμάμαι ότι παπούτσια μας παίρνανε μια φορά το χρόνο και κείνο αν καταφέρναν να τα πάρουνε.

Το χειμώνα η παράγκα έτρεχε γιατί εμείς ήμασταν στην πιο χαμηλή στάθμη. Υπήρχαν άλλες παράγκες, όχι καν χτιστά σπίτια, παράγκες που ήτανε απέναντί μας και επειδή αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποια καλύτερη οικονομική άνεση από μας, έβαλαν κεραμίδια για να αποφύγουν το νερό που έμπαινε. Ενώ σε μας τους υπόλοιπους κάθε φθινόπωρο μας έδινε η δημαρχία από ένα τόπι πισσόχαρτο, ανέβαιναν οι νοικοκυραίοι και άπλωναν αυτό το πισσόχαρτο, έβαζαν πήχες και το κάρφωναν, αλλά με πολύ δυνατό αέρα σκιζόταν το πισσόχαρτο και η βροχή έμπαινε μέσα. Όπου η κακομοίρα η μάνα μου έπαιρνε τσουκάλια, τεντζερέδια, κατσαρόλια και τα ’βαζε όπου έτρεχε το νερό κι έσταζε. Θυμάμαι πολλές φορές έσταζε και πάνω στο κρεβάτι που κοιμόμουνα με την αδερφή μου. Τύλιγε τότε η μάνα το στρώμα ρολό για να μη βραχεί και μουχλιάσει, το ’κανε στην άκρη και μας έβαζε επάνω και κάποιες βραδιές ξενυχτούσαμε πάνω στο στρώμα.

Αυτό το πρόβλημα ήτανε μόνιμο μέχρι που κάηκε η παράγκα. Υπήρχε λοιπόν υγρασία μέσα στην παράγκα και προσπαθούσε η μάνα μου να τη ζεστάνει μ’ αυτόν τον τρόπο: Αγόραζε καρβουνόσκονη, τα υπολείμματα του ήμερου κάρβουνου, όχι του κωκ, από τον μπάρμπα-Αλέκο, αγόραζε και ασβέστη, τα έπλαθε μαζί και τα έκανε μπαλάκια σαν ψωμάκια, τα στέγνωνε στον ήλιο και αυτά όταν ξεραινόντουσαν, τα φύλαγε σε κάτι τενεκέδες μέσα και το χειμώνα τα έβαζε στο μαγκάλι. Η μάνα μου είχε και φουφού. Ένα στρογγυλό βαρελάκι, το είχε χτίσει ο πατέρας μου με τούβλα και το είχε κάνει φουφού. Εκεί μαγείρευε η μάνα μου, εκεί έβραζε και το νερό για να κάνει μπουγάδα, μπουγάδα στη σκάφη, είχε και το κοφίνι, έβαζε τα ρούχα μέσα και το σταχτόπανο από πάνω και τα περεχούσε. Για φως βέβαια είχαμε λάμπες, μπρούτζινη η καλή μας λάμπα -μάλιστα με έβαζε η μάνα μου να τη γυαλίζω με στάχτη και λεμόνι- και στην κουζίνα μέσα ήταν σαν αυτές τις γυάλινες τις στρογγυλές.

►--------------------------------------------------------------------------------

Φτώχεια κι αν έχεις θύματα, κρύβεις ψυχές μ’ αισθήματα…

Φυσικό είναι, όλοι οι γείτονές μου ήτανε Μικρασιάτες. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν από κει, παρόλο τον καημό που είχανε, παρόλο τον πόνο που χάσανε την πατρίδα τους και τα σπίτια τους και τα έχει τους, βρήκανε δουλειά σιγά σιγά εδώ και το κέφι δεν τους έλειπε. Πήγαιναν στις ταβέρνες που δημιουργήθηκαν εκεί γύρω, πίναν το κρασάκι τους, το ουζάκι τους, τραγουδούσανε. Ήτανε πάρα πολύ εγκάρδιοι. Γινόταν, ας πούμε, ένας γάμος. Όλοι μαζί βοηθούσαν στο γάμο, στρώνανε τα τραπέζια στην αυλή, φορούσανε στη μέση τους οι άντρες τραπεζομάντιλα και κάνανε τα γκαρσόνια. Ή αν γεννούσε μια γυναίκα, τρέχανε όλες οι γειτόνισσες να βοηθήσουνε τη λεχώνα να γεννήσει, να της πλύνουν τα ρούχα, να της πλύνουν τα πιάτα, να μαγειρέψουνε. Ή αν γινότανε κηδεία πάλι όλοι τρέχανε να βοηθήσουνε. Δεν είναι αυτό το σημερινό, που μένεις σε μια πολυκατοικία και δεν ξέρεις ποιος κάθεται από πάνω, ποιος κάθεται από κάτω, ποιος κάθεται πλάι. Εκεί γνώριζε ο ένας τον άλλον στη γειτονιά και όλοι συντρέχανε ο ένας τον άλλον, να βοηθήσουνε.

Είχαμε διάφορους τύπους εκεί στο συνοικισμό. Πρώτα πρώτα θυμάμαι τον πεσβάντη. Ο πεσβάντης είναι προφανώς λέξη τούρκικη. Λοιπόν τώρα αυτός ο νυχτοφύλακας φορούσε μια χακί κιλότα, όπως φοράνε οι Κρητικοί και μαύρα στιβάνια που φορούσαν κυρίως οι Βουρλιώτες -γιατί είχαμε στη γειτονιά κι έναν άλλον γείτονα από τα Βουρλά και φορούσε το ίδιο ρούχο. Αυτός λοιπόν γύριζε τις νύχτες τρεις φορές, κατά τις έντεκα, κατά τη μία και κατά τις τρεις. Ούτε μίλαγε ούτε φώναζε, απλώς κρατούσε ένα στρογγυλό ξύλο, μια μπαστούνα στρογγυλή χοντρή και όπου είχε επισημάνει πέτρες κάτω στο χώμα, σήκωνε ψηλά τη μπαστούνα για να κάνει μπάπ δυο τρεις φορές ώστε ο κλέφτης που τον άκουγε να φύγει. Κρατούσε λοιπόν τη μπαστούνα πρώτον για να ειδοποιήσει τον κλέφτη, «φύγε γιατί έρχομαι», και φαντάζομαι την είχε και σαν αμυντικό όπλο ή σαν επιθετικό.Τις Κυριακές τα μεσημέρια γύριζε και του δίναμε από μια δραχμή, αυτή ήταν η αμοιβή του.

Τον μόνο «κλέφτη» που θυμάμαι ήταν ο «Ψαχούλας». Αυτός ο κακομοίρης, τα καλοκαίρια επειδή έκανε πολύ ζέστη μες στην παράγκα, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμόντουσαν έξω, στρώνανε κάτω ή βγάζανε μικρά ντιβανάκια ή αν είχανε κάνει κάποιο μικρό πεζουλάκι έξω από το σπίτι, στρώνανε εκεί πέρα και κοιμόντουσαν ή αφήνανε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά. Αυτός ο Ψαχούλας δεν έκλεβε τίποτα, απλώς πήγαινε όπου είχε κυρίες ή κοπέλες και έβαζε το χεράκι του κάτω από τα σεντόνια κι έπιανε κάνα πόδι, κάνα μπούτι και λέγανε, «ο Ψαχούλας παρουσιάστηκε πάλι απόψε».

Ένας άλλος τύπος ήταν ο τελάλης. Αυτό που έχουμε σήμερα και μας τρελαίνουν τ’ αυτιά τηλεόραση και ραδιόφωνο με διαφημίσεις που έχουν γίνει πια επιστήμη, τότε ήταν ένας αόμματος -τον θυμάμαι πολύ καλά- τον κουβαλούσε ένα παιδάκι και με το μπαστούνι του και πήγαινε στις γωνίες των τετραγώνων στις γειτονιές και διαφήμιζε και τον πλήρωνε φαντάζομαι ο διαφημιζόμενος. Είχαμε ένα χασάπικο στην Καισαριανή, πολύ γνωστό, του Στραβαρίδη, και φώναζε ο τελάλης, κυρίως τα Σάββατα, γιατί το Σάββατο πήγαινε ο κόσμος και ψώνιζε: «Σήμερα στου Στραβαρίδη το χασάπικο θα βρείτε βοδινό με τριάντα δραχμές ή αρνί με τόσο» ή «χάθηκε ένα παιδάκι και όποιος το βρει να το φέρει στην αστυνομία».

Όχι μόνο εμείς αλλά όλοι εκεί οι άνθρωποι δεν είχαμε την ευχέρεια την οικονομική να τρώμε το κρέας που τρώνε σήμερα. Παίρναμε λοιπόν μια φορά την εβδομάδα, δηλαδή η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα για μας: την Κυριακή έπρεπε να βάλουμε τα καλά μας ρούχα, την Κυριακή έπρεπε να ξυριστεί ο πατέρας μου για να πάει στην εκκλησία, άλλαζε όλη η ψυχική μας διάθεση.

Eνώ τις καθημερινές τρώγαμε όσπρια, πρασόρυζο, σπανακόρυζο, ρέγγες που τις έκαναν στην εφημερίδα, κάποια σαλάτα, σούπες διάφορες, μπακαλιάρο ξερό, αυτά ήταν τα φαγιά, αυτά θυμάμαι. Βέβαια το καλοκαίρι ήτανε οι μελιτζάνες, οι μπάμιες, όλα αυτά, αλλά όχι όπως τα κάνουν τώρα όλα τουρλού, το τουρλού δεν το ξέραμε, μελιτζάνες χωριστά, μπάμιες χωριστά, δηλαδή ένα τσουκάλι με ένα είδος φαγητού.

Από γλυκά η μάνα μου έκανε του κουταλιού. Ραβανί, μπακλαβάδες και τέτοια δεν έκανε. Το καλοκαίρι έπαιρνε σταφύλι και έκανε σταφύλι γλυκό ή έπαιρνε καρπούζι ή το φλούδι από το νεράντζι και το έκανε ρολό, καρουλάκι το έλεγε. Επίσης η μάνα μου έκανε κάτι άλλο. Το καλοκαίρι έπαιρνε μελιτζάνες μακρουλές, τις έκοβε στη μέση, τις άδειαζε και τις περνούσε με μια βελόνα, αρμαθιές, έπαιρνε μπάμιες τις περνούσε από το κεφαλάκι με τη βελόνα και τα κρεμούσε, τα ξέραινε και τα είχε για το χειμώνα. Τα ζεμάταγε και τα μαγείρευε. Επίσης κάναμε τραχανάδες, κάναμε ντοματοπελτέ, παίρναν ντομάτες οι γυναίκες και το καλοκαίρι όλη η γειτονιά μύριζε ξυνή ντομάτα, γιατί πάνω στις στέγες από τις παράγκες -που έτσι να κάνανε έφταναν τη σκεπή- απλώνανε απάνω εκεί τα ταψιά. Κάνανε λοιπόν τον τραχανά, τον πελτέ και κάνανε και φιδέ, κάνανε ζυμάρι με αλεύρι και είχανε τα καλμπούρια, τα κόσκινα τα λέγαμε καλμπούρια. Επίσης η μάνα μου έκανε και ελιές τσακιστές που τις αγόραζε στη λαϊκή αγορά. Υπήρχε λαϊκή αγορά στο Παγκράτι και πηγαίνανε εκεί οι γυναίκες και κουβαλάγανε πράγματα, μάλιστα η χαρά μου σαν παιδάκι ήταν να με πάρουν στη λαϊκή αγορά, διασκέδαζα πάρα πολύ. Έκανε ακόμη γαύρο, τον έκανε παστό.

Οι γυναίκες πλέκανε, βέβαια, το πιτσίνι το λεγόμενο. Η θεία Ελενίτσα, αυτή συνεχώς με το βελονάκι έκανε ροδέλες και τις ροδέλες τις ένωνε και δεν ξέρω τι άλλο τις έκανε. Η μάνα μου είχε κουρτινάκια στο παράθυρο, στην εταζερίτσα είχε. Κάτω υπήρχανε κουρελούδες.



--------------------------------------------------------------------------------

Φεγγαράκι μου λαμπρό…

Σχολείο πήγα στην αρχή σε μια παράγκα -όπως και η εκκλησία ήτανε παράγκα, δεν ήταν αυτό το μεγαθήριο που υπάρχει τώρα-, μετά χτίστηκε το σχολείο του Βενιζέλου, επάνω στην Καισαριανή και τα υπόλοιπα χρόνια τα πέρασα εκεί.

Δεν θυμούμαι, γιατί ήμουν παιδάκι, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω και να ξέρω αν τα παιδιά ήταν κι από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά προφανώς ήτανε μόνο παιδιά των προσφύγων. Στη γειτονιά είχαμε Αρμεναίους και είχαμε αργότερα, δεν ξέρω πώς και γιατί είχαν έρθει, και μια, την κυρά Στέλλα που τη λέγαμε «η Μυτιληνιά», η οποία ήταν από τη Μυτιλήνη, αλλά επειδή δεν ήτανε Μικρασιάτισσα ήτανε δαχτυλοδειχτούμενη και όταν θέλαμε να πούμε για τα παιδιά της, λέγαμε, «της Στέλλας της Μυτιληνιάς ο γιος, ας πούμε, έκανε αυτό»…

Διάβασμα με τη λάμπα, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι δεν μ’ άρεσαν ποτέ τα γράμματα. Στο σπίτι άλλο από μια Σύνοψη και την εφημερίδα που διάβαζε ο πατέρας μου… Η Σύνοψη, η Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννου, και με βάζανε παιδάκι να τους τα διαβάζω αυτά και δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Η μάνα μου δεν ήξερε γράμματα καθόλου, εγώ της έμαθα να βάζει την υπογραφή της. Ο πατέρας μου είχε βγάλει το δημοτικό σχολείο στο Μπαϊντίρι, διάβαζε την εφημερίδα κανονικά, αλλά βιβλία δεν είχαμε στο σπίτι μας, μόνο του σχολείου τα βιβλία. Την έννοια μορφωμένος την εποχή εκείνη στην Καισαριανή, τη δίνανε στα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο.

Στην τάξη μου ήμαστε καμμιά τριανταριά παιδιά, είχαμε δασκάλα την κυρία Σωσώ, ήταν μάλιστα και κουτσή. Υπήρχε και η «Ιματιοθήκη του Μαθητή» που κάθε χρόνο ερχόντουσαν και μας μοίραζαν στα άπορα παιδάκια, έπαιρνα κι εγώ, από μια ποδιά, αυτές τις μπλε που μας κουμπώναν από πίσω και παπούτσια με βακέτα. Αυτό υπήρχε μέχρι που έβγαλα το δημοτικό. Μια εποχή μας είχανε και συσσίτιο, είχαμε μια πετσέτα, το πιάτο μας… Το σχολείο στέγαζε τρία δημοτικά, εγώ ήμουνα στο Τρίτο… Απέναντι ήταν το γήπεδο που παίζανε εκεί τα παιδιά μπάλα, κούνιες, τσουλήθρες. Θυμάμαι μια κυρία που ερχόταν και τη λέγανε «η Αμερικάνα» και μας μοίραζε γάλατα βλάχα ζαχαρούχο στις γυναίκες για τα παιδιά τους, αυτό βέβαια πριν την Κατοχή. Μάζευε τις μανάδες σε κάποια αίθουσα και τους έκανε μαθήματα για τα παιδιά. Πηγαίνανε ένα απόγευμα μες στη βδομάδα οι μανάδες…



πηγη:http://ardin-rixi.gr/archives/4286
www.domnasamiou.gr

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Η εσχατολογική και η τραγική ερμηνεία της ιστορίας και του κόσμου



Η εσχατολογική και η τραγική αντίληψη του κόσμου



Δύο  ερμηνείες του κόσμου , η εσχατολογική και η τραγική φιλοδοξούν να ανιχνεύσουν την εξέλιξη του κόσμου και του πραγματικού.
Η πρώτη ,η εσχατολογική ,εμφανίζεται μετά τον χριστιανισμό και ενώ αυτός αρχίζει να υποχωρεί , να παρακμάζει και να αμφισβητείται έντονα .Θεωρεί ότι η ιστορία έχει συγκεκριμένο νόημα  , νομοτελειακό χαρακτήρα και συνεπώς προβλέψιμο με ακρίβεια, ευθύγραμμη κατεύθυνση και τερματισμό.  Η ιστορία έχει ένα τέλος και από αυτό το τέλος αποκτά έλλογο χαρακτήρα. Βεβαίως η στάση αυτή δεν αποκλείει , αλλά συνήθως εμφανίζεται μαζί με την νοσταλγία προς σε ένα αρχέτυπο , σε μια αρχική παραδείσια κατάσταση ,που θα αποκατασταθεί με το τέλος της ιστορίας.
   Η δεύτερη ,η τραγική, ερμηνεύει τον κόσμο  και την ιστορία ως μια διαδικασία αντιφάσεων και συγκρούσεων που δεν έχει ούτε συγκεκριμένο νόημα , ούτε συγκεκριμένο τέλος .Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις η αντιφατικότητα μπορεί να περιλαμβάνει και την ίδια την γνωστική διαδικασία. Η εξέλιξη μπορεί να έχει κυκλικό χαρακτήρα  όχι όμως με την έννοια της επανάληψης των ίδιων γεγονότων . Χωρίς αμφιβολία προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό. Όμως σύμφωνα με τον Μ.Ελιάντε ο μύθος της αιώνιας επανάληψης , από τον οποίο εμπνέεται  τουλάχιστον η μη εσχατολογική ερμηνεία της ιστορίας , συναντάται σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς , αποτελώντας μια απόπειρα βίωσης του ιερού και «επιβεβαιώνουν κυρίως την ελπίδα  και την επιθυμία για μια περιοδική αναγέννηση του περασμένου χρόνου και της ιστορίας»[1] , ενώ η νοσταλγία της αιωνιότητας ή ενός χαμένου παράδεισου  «απαντά η επιθυμία της αιώνιας ζωής χάρη στην ατέρμονη επανάληψη των αρχετυπικών κινήσεων »[2] .Βεβαίως  οι δύο αυτές ερμηνείες δεν χωρίζονται μεταξύ τους με στεγανά , αλλά αντίθετα , συμπεράσματα της μίας ,μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την άλλη για να ενδυναμώσει τις απόψεις της.
 Ο H.Morgenthau προσδιόρισε ως τραγική έννοια της ζωής την συνειδητοποίηση της  , ως «μιας ατέρμονης διαπάλης αντιθέσεων και συγκρούσεων , στοιχείων εγγενών στη φύση των πραγμάτων , τις οποίες το ανθρώπινο λογικό αδυνατεί να επιλύσει. »[3]Συνεπώς το στοιχείο της σύγκρουσης που δεν μπορεί να επιλυθεί και να τελεσφορήσει   και  όχι ο κυκλικός χρόνος , είναι το στοιχείο που καθορίζει τελικά την μη εσχατολογική αντίληψη του πραγματικού. Δεδομένου ότι ο χριστιανισμός δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία η οποία θα προέλθει από μια προβλέψιμη από τον άνθρωπο σειρά γεγονότων , αλλά στα Έσχατα όπου ο Λόγος σαρκώνετε με μυστηριακό και υπέρλογο τρόπο , μπορεί από πλευράς δομής σκέψεως να ενέπνευσε τις ευθύγραμμες εξελίξεις του πραγματικού , αλλά από πλευράς περιεχομένου του είναι τελικά εντελώς ξένη  κάθε εσχατολογική  φιλοσοφία της ιστορίας ή ερμηνεία του κόσμου.
Ο Ερατοσθένης Καψωμένος  γράφει ότι «η ελληνική παράδοση απορρίπτει ως παιδαριώδη αφέλεια το δυναμοκεντρικό μοντέλο της συνεχούς εξέλιξης προς την τελειότητα. Η αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας στην ελληνική παράδοση είναι κυκλική ( ή σπειροειδής). Οι καθοριστικές νομοτέλειες της ζωής , όπως η νομοτέλεια της κίνησης από τη γέννηση στον θάνατο , επανέρχονται αέναα Ο θάνατος προαναγγέλλει μια νέα γέννηση. »[4]
Ο Κ.Γεωργούλης   , ένας επαρκής γνώστης της ελληνικής  αρχαιότητας θεωρεί ότι τόσο στον Ησίοδο όσο και στον Όμηρο ο κόσμος προχωρεί «από μιάς ανωτέρας καταστάσεως , προς την παρακμήν »[5], ενώ ο Θουκυδίδης και ο Πολύβιος «δέχονται την θεωρίαν της ανακυκλήσεως»[6] , που με ποιητικό τρόπο  ξαναδιαβάζουμε στο έργο του Φ.Νίτσε. Παρόμοια  ο Πλάτων «βλέπει την ανέλιξιν του ιστορικού βίου υπό την προοπτικήν της κυκλογενέσεως .Η ιστορική ζωή αρχίζει ως προσπάθεια προς ανάπτυξιν. Φθάνει εις μιαν ακμήν και έπειτα μεταπίπτει εις την παρακμήν »[7], ενώ ο Αριστοτέλης «πρεσβεύει και αυτός ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ακολουθούσα την κυκλική περιφοράν του κόσμου».[8] Ο Πλάτων περιγράφει  στα έργα του , κυρίως στην «Πολιτεία» και στους «Νόμους» , την ιδανική πολιτεία , στην οποία θα βασιλεύουν οι φιλόσοφοι , δηλαδή αυτοί που είναι αφοσιωμένοι στην μελέτη του όντος που αργότερα θα απλουστευθεί ως κυριαρχία των διανοούμενων , όμως η πραγμάτωση της , δεν θα έρθει ως αποτέλεσμα μιας νομοτέλειας .Αποτελεί συμπέρασμα της σκέψης   του  και του διαλεκτικού λόγου .Την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην θεωρητική κατασκευή της ουτοπικής πολιτείας του και την πραγματικότητα δεν επιχειρεί  με κάποιο τρόπο να την γεφυρώσει .Περιγράφει βέβαια τα τέσσερα πολιτεύματα – τιμοκρατία, ολιγαρχία, δημοκρατία , τυραννία - , που το καθένα δημιουργεί τις προυποθέσεις για να ξεπεραστεί και να  το διαδεχθεί το επόμενο. Στοχαστές σαν τον Κ.Δεσποτόπουλο θα ισχυριστούν ότι δεν προκύπτει από πουθενά η κυκλικότητα των πολιτευμάτων.[9] Το βέβαια είναι, ανεξάρτητα από αυτές τις αντιρρήσεις  η πλατωνική ουτοπία δεν θεωρείται από τον δημιουργό της ,ως ο δρόμος που θα πρέπει να βαδίσει αναγκαστικά η ιστορία , ώστε να ολοκληρωθεί και να κλείσει. Εκτός  αυτού ,ο Πλάτων , στον Φαίδωνα ( 72 Ε), θα καταλήξει ότι «η μάθησις ουκ τι άλλο τι ή ανάμνησις τυγχάνει ούσα » , δηλαδή ότι η γνώση προϋπάρχει στο παρελθόν και δεν κάνουμε τίποτε άλλο από την καλούμαι στον τρέχοντα χρόνο. Η θέση αυτή έχει ουσιώδεις συνέπειες   στην πλατωνική φιλοσοφία , όπως την απόδειξη της αθανασίας της ψυχής , αλλά και τον αποκλεισμό της εσχατολογίας , διότι η αλήθεια  και το αγαθό υπάρχουν ως αρχέτυπα στον παρελθόντα χρόνο.
Ο Κ.Παπαιωάννου   επισημαίνει ότι «οι Έλληνες ήταν απολύτως ανίκανοι να συλλάβουν την ιστορία ως μια μεγάλη ενότητα που περικλείει ολόκληρη την ανθρωπότητα και την οδηγεί , σύμφωνα με κάποιο θεϊκό σχέδιο ή με μια εσώτερη λογική , προς έναν υπέρτατο σκοπό. Είχαν πλήρη συνείδηση της «προόδου » που είχαν πραγματοποιήσει όχι μόνο σε σχέση με την Ανατολή αλλά επίσης , και κυρίως , σε σχέση με το ίδιο το παρελθόν τους και όμως , η έννοια της προόδου τους ήταν εντελώς ξένη όπως λέει ο Ντίλτεϋ, δεν είχαν «την παραμικρή έννοια προόδου , δεν είχαν την ιστορική συνείδηση μιας εσώτερης ανάπτυξης και προόδου»[10], ενώ «η ιδέα της προόδου , όπως και εκείνη της ιστορικότητας του ανθρώπου ως θεμελιώδους χαρακτηριστικού της δομής του , εισήχθησαν στη φιλοσοφία μονάχα με τον χριστιανισμό. Για τους Έλληνες , αυτό που υπήρξε είναι αυτό που θα υπάρξει , και αυτό που γίνεται είναι  αυτό που πρέπει να γίνεται και στο μέλλον.»[11]
Από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ο Εμπεδοκλής θα δει τον κόσμο να στροβιλίζεται σε μια δίνη ανάμεσα στην Φιλότητα και το Νείκος, την Αγάπη , την Φιλία και την Εχθρότητα .[12]  Πρόκειται για μια κοσμοθεωρία , που θα επιστρέψει με έλλογο τρόπο στον 20ο και στον 21ο αιώνα για να ερμηνεύσει το Πολιτικό ή ακόμη ευρύτερα το Κοινωνικό. Έτσι  ο Κ.Σμίτ  ισχυρίζεται ότι «η ειδικά πολιτική διάκριση , στην οποία μπορούν να αναχθούν οι πολιτικές πράξεις και τα πολιτικά κίνητρα , είναι η διάκριση Φίλου και Εχθρού.» [13], ενώ «όλες οι πολιτικές έννοιες , παραστάσεις και λέξεις έχουν ένα πολεμικό νόημα»[14] .Αντίθετα ο Π.Κονδύλης θα διαπιστώσει ότι η διάκριση Εχθρού – Φίλου, Εχθρότητας- Φιλίας έχει ένα κοσμοθεωρητικό χαρακτήρα , ικανό όπως και στον Εμπεδοκλή , να ερμηνεύσει  το σύνολο του κοινωνικού , καθότι « η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις , άτομα ή ομάδες , που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί , αναγκαστικά , για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους.»[15], ενώ και το «πνεύμα » έχει μια πολεμική υφή που « καθορίζει όχι μόνο τον τρόπο , με τον οποίο αυτό κατανοεί τον εαυτό του , αλλά και τη – συναφή – διατύπωση θεωριών οι οποίες έχουν γενικευτικές αξιώσεις και μέσα από τη δομή τους , όπως διαμορφώνεται μέσα σε «πνευματικούς» αγώνες , αφήνουν να διαφανούν οι υπαρξιακές μέριμνες του υποκειμένου της εκάστοτε απόφασης».[16]
Βεβαίως από τους Προσωκρατικούς, ο Ηράκλειτος, είναι αυτός  που θα αναδείξει τον κόσμο ως  το αιώνιο γίγνεσθαι , ως μια διαδικασία συγκρούσεων ,τον πόλεμο ως τον πατέρα των πάντων .Το ενδιαφέρον είναι ότι η σύγκρουση και η αντίφαση δεν περιορίζεται μόνο στον κόσμο , αλλά και στον τρόπο που τον αντιλαμβανόμαστε. Από αυτό το σημείο θα προκύψουν πολλά προβλήματα , που θα επισημανθούν αρχικά από τον Αριστοτέλη , τα οποία όμως  θα αξιοποιηθούν από τον Έγελο , προς μια κατεύθυνση εσχατολογική , που αναιρεί και αντιστρέφει τις αφετηρίες του Ηράκλειτου. Ειδικά οι αμφισημίες  και οι αοριστολογίες θα εμποδίσουν σε πολλές περιπτώσεις να κατανοήσουμε και τα προφανή. Όμως στην σκέψη του Ηράκλειτου οφείλεται η σύνθεση μια μη ευθύγραμμής και εσχατολογικής κοσμοεικόνας. Αφού αποδεχθεί ότι κόσμος είναι ενιαίος και ένας , θα προσθέσει ότι  όλα συμβαίνουν σύμφωνα με τον Λόγο , παρόλο που αυτό οι άνθρωποι δεν το κατανοούν[17].  Βεβαίως αυτή η ενότητα  , είναι ενότητα των αντιθέτων και των συγκρούσεων .Όπως έλεγε «οδός άνω κάτω μία και ωυτή»( ο ανήφορος και ο κατήφορος είναι ο ίδιος δρόμος )[18].Η πορεία μπορεί να λαμβάνει μια κυκλική τάση καθώς «ταυτό τ’ένι ζών και τεθνηκός και το εγρηγορός και το καθεύδον και νέον και γηραιόν .Τάδε γαρ μεταπεσόντα εκείνα εστι  κακείνα (πάλιν) μεταπεσόντα ταύτα  » ( Και το ίδιο πράγμα είναι στον άνθρωπο η ζωή και ο θάνατος , ο ξύπνος και ο ύπνος , τα νιάτα και τα γηρατειά. Γιατί αν αυτά τα πράγματα αλλάξουν γίνονται εκείνα , και αν εκείνα πάλι αλλάξουν γίνονται αυτά ).[19]Κάθε ενότητα έχει ένα προσωρινό χαρακτήρα καθώς η ενότητα και η πολλαπλότητα  διαδέχεται η μία την άλλη , ώστε «συλλάψιες όλα και ουχ όλα , συμφερόμενον  διαφερόμενον , συνάδον διάδον , εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα »( τα πράγματα που θεωρούνται ότι σχηματίζουν σύνολα είναι και δεν είναι ένα όλο , συναρθρώνονται και διαλύονται , βρίσκονται και δεν βρίσκονται σε αρμονία , από όλα προέρχεται το ένα και από το ένα όλα .)[20]
Το πραγματικό δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε ότι καθορίζεται από αντιφάσεις (μέρα – νύχτα, χειμώνας- καλοκαίρι , κορεσμός – πείνα) ή όπως γράφει ο Ηράκλειτος «ταναντία άπαντα , ούτος ο νούς » (όλα τα αντίθετα , αυτό είναι το νόημα )[21]Τα προβλήματα αρχίζουν όταν επεκτείνεται η αντίφαση ή και η πολεμικότητα  στις έννοιες και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τον κόσμο. Δηλαδή «ου ξυνιάσιν όκως διαφερόμενον εωυτώ ξυμφέρεται .Παλίντονος αρμονίη όκωσπερ τόξου και λύρης »(Δεν καταλαβαίνω πως είναι δυνατό , ενώ βρίσκεται σε αντίθεση , να συμφωνεί με τον εαυτό του (επί λέξει : πως , ενώ έρχεται σε διάσταση , συγκλίνει με τον εαυτό του ): υπάρχει ένας παλίντονος δεσμός , όπως στο τόξο και τη λύρα)[22] Ενώ για παράδειγμα τον χειμώνα τον διαδέχεται η άνοιξη και το καλοκαίρι και το καλοκαίρι το φθινόπωρο και ο χειμώνας ,ο  χειμώνας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και καλοκαίρι – ακόμη και αν υπάρχουν οι αλκυονίδες μέρες-  που  εξομαλύνουν τις διαφορές. Ο χρόνος εδώ είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για την λογική σκέψη. Για αυτό όπως επισημαίνει ο Φ.Νίτσε , ο Ηράκλειτος , «φαίνεται ψυχρός , αναίσθητος , ακόμη και εχθρικός απέναντι σ’ εκείνο τον άλλο τρόπο παράστασης , ο οποίος προχωρεί με έννοιες και λογικούς συνδυασμούς , συνεπώς και απέναντι στο λογικό ( Vernunft) , και δείχνει να νιώθει ευχαρίστηση όταν μπορεί να του εναντιωθεί με κάποια αλήθεια που έχει αποκτήσει με την  εποπτεία. Όντως αυτό κάνει σε θέσεις όπως «κάθε πράγμα , σε κάθε χρονική στιγμή , έχει μέσα του το αντίθετό του» , με τέτοια αυθάδεια που ο Αριστοτέλης τον κατηγορεί για το μέγιστο έγκλημα μπροστά στο δικαστήριο του λογικού , τον κατηγορεί ότι αμάρτησε ενάντια στην αρχή της αντίφασης .  »[23]Αν λάβουμε  υπόψην τις αντιρρήσεις του Αριστοτέλη , που διατυπώνει με πολλούς τρόπους , στα «Μετά τα Φυσικά» , αλλά  και σε άλλα έργα  του, η σκέψη μας  θα προφυλαχθεί από πολλές κακοτοπιές. Εχθρός του Αριστοτέλη , όπως και του Πλάτωνα ,είναι το σύνολο της σκέψης του Ηράκλειτου και του Κρατύλου. Καθότι «Το γαρ αυτό άμα υπάρχειν τε και μη υπάρχειν αδύνατον τω αυτώ και κατά το αυτό.  »(μετάφραση Α.Δαλέζιου : είναι αδύνατον ένα και το αυτό κατηγορούμενο να ανήκει και συγχρόνως να μην ανήκει σε αυτό το υποκείμενο και κατά τας αυτάς σχέσεις.)[24]  αλλά « ότι ουκ ενδέχεται τας αντικειμένας  φάσεις περί ταυτού  καθ’ ένα χρόνον αληθεύειν , ουδέ ταναντία ,δια το λέγεσθαι κατά στέρησιν πάσα εναντιότητα  .  »( μετάφραση Α.Δαλέζιου : δεν ημπορούν αι αντιθετικαί θέσεις περί του αυτού πράγματος  εις τον αυτόν χρόνον να αληθεύουν , ουδέ αι εναντιώσεις , διότι κάθε εναντιότης έχει στερητικήν σημασίαν)[25]  .
Στο κλασικό έργο του Αριστοτέλη , για την  Λογική , το «Όργανον», εξ αρχής τίθεται ως στόχος ο αποκλεισμός της αντίφασης από την λογική διαδικασία. Γι’  αυτό θα επαναληφθούν οι αντιρρήσεις του στην σκέψη του Ηράκλειτου και σε όσους  συμμερίζονται  για παράδειγμα «οίον αγαθόν και κακόν είναι ταυτόν» ή ότι το ίδιο και το αντίθετό του μπορεί να ανήκουν την ίδια στιγμή στο ίδιο υποκείμενο.[26]Συγχρόνως θα αποδεχθεί την διαλεκτική  ως μια διαδικασία ερωτήσεων , με περιορισμένες  όμως  αποδεικτικές δυνατότητες , ιδιαίτερα στην εύρεση της φύσης των πραγμάτων[27].Φυσικά δεν της αναγνωρίζει καμία αρμοδιότητα στον τρόπο που κινούνται τα πράγματα και  στην ίδια την ιστορία.
Η διέξοδος του Ηράκλειτου , από την εσχατολογική σκέψη , αλλά και την εμμονή στην αιώνια ανακύκλωση, είναι ο χρόνος που λαμβάνει την μορφή του παιδιού που ρίχνει ζάρια : «Αιών παις εστί παίζων , πεσσεύων  , παιδός η βασιλίη»( ο χρόνος  είναι ένα παιδί που παίζει , ρίχνοντας ζάρια , ενός παιδιού η βασιλεία )[28].Ο Κ.Αξελός εξηγεί ότι ο Χρόνος στα όρια αυτής της σκέψης «είναι το παιχνίδι ενός παιδιού που συνεχώς χτίζει και ξεχτίζει , κι αυτό το παιχνίδι παίζεται χωρίς κίνδυνους , κινδύνους που ο στοχαστής  δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αποκλείσει αλλά να τους δεχτεί. »[29] .Το Παιχνίδι , είναι ανοιχτό σύστημα, ο κόσμος είναι διαρκής ροή και το γίγνεσθαι αθώο κατά την έκφραση του Νίτσε. Η  διαλεκτική του Ηράκλειτου διασώζει την ταυτότητα και την ετερότητα των μερών  που δεν ανασυντάσσονται  προς ένα νοητό τέλος και σε ένα έσχατο σημείο , το οποίο εξορθολογίζει την διαδρομή .Συνεπώς η διαφορά ανάμεσα στον Ηράκλειτο και τον Έγελο δεν μπορεί να γεφυρωθεί διότι , όπως επισημαίνει ο Κ.Αξελός, «ο ρυθμός της ηρακλειτικής διαλεκτικής δεν είναι  τριαδικός – θέση , αντίθεση , σύνθεση , ή , θέση , άρνηση, άρνηση της άρνησης- αλλά βαθύτατα δυαδικός :αυτή η ακατάπαυστη κίνηση του πηγαινέλα. Όπως οι αντιθέσεις του είναι αντιθέσεις διπολικές , ανταγωνισμοί όπου μια δύναμη γίνεται διαδοχικά ισχυρότερος ανταγωνιστής από μια άλλη δύναμη , αντιθέσεις έντονες , έτσι κι η μέθοδος της σκέψης του είναι εξίσου αντιθετική. Απαρνιέται  ο Ηράκλειτος τη σύνθεση ;Είναι αλήθεια πως μόλις τεθούν οι δύο «θέσεις» , κάνει την εμφάνισή της μια περιέχουσα οντότητα , οι δύο θέσεις όμως εξακολουθούν  ν’ αλληλοσπαράζονται , η σύγκρουση παραμένει σύγκρουση κι η άρνηση δε βρίσκει την άρνησή της. »[30] Το χαρακτηριστικό στοιχείο της ηρακλείτειας κοσμοεικόνας ως σύγκρουσης , είναι το τραγικό , η «σύλληψη είναι τραγική , επειδή η πάλη των αντιμαχόμενων στοιχείων είναι συστατικό  του Κόσμου»[31], καταλήγει ο Κ. Αξελός.
Ο Νίτσε στο εγχείρημα του Ηράκλειτου βλέπει να συνοψίζεται  η  αγωνιστική ερμηνεία του αρχαιοελληνικού κόσμου, η τοποθέτηση της έριδος, της σύγκρουσης , του πολέμου ως του θεμελίου του γίγνεσθαι  : « Μόνον ένας Έλληνας ήταν ικανός να βρεί αυτή την παράσταση ως θεμέλιο μιας κοσμοδικίας .Είναι η καλή Έρις του Ησιόδου ανυψωμένη σε αρχή του κόσμου , είναι η σύλληψη του αγώνος που χαρακτηρίζει τον μεμονωμένο Έλληνα και το ελληνικό κράτος.»[32].Αλλά η εισαγωγή του Παιχνιδιού , προϋποθέτει την αισθητική ερμηνεία του κόσμου : «Έτσι βλέπει τον κόσμο μόνον ο αισθητικός άνθρωπος ο οποίος έχει μάθει από την επαφή με τον καλλιτέχνη και από την γέννηση ενός έργου τέχνης πως ο αγώνας της πολλότητας μπορεί μολαταύτα να φέρει μέσα του έναν νόμο και ένα δίκαιο , πως ο καλλιτέχνης είναι συγχρόνως θεωρών και δρών μέσα στο έργο του , πως αναγκαιότητα και παιχνίδι , σύγκρουση και αρμονία οφείλουν να ζευγαρώσουν για να γεννήσουν το έργο τέχνης. »[33].Σε αντίθεση με τον Εμπεδοκλή ,στον Ηράκλειτο ,η Φιλότητα έχει απορροφηθεί από το Νείκος. Η εξισορρόπηση επέρχεται από την αποφυγή της Ύβρεως («ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν» :είναι πιο αναγκαίο να σβήνει κανείς την ύβρη παρά την πυρκαγιά.)[34] και την στήριξη στον θεϊκό νόμο που θρέφει την ανθρώπινη κοινότητα (  «ξυν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρη τω ξυνώ πάντων , όκωσπερ νόμω πόλις και πολύ ισχυροτέρως .Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπο ενός του θείου .Κρατεί γαρ τοσούτον οκόσον εθέλει και εξαρκεί πάσι και περιγίνεται  » : όσοι μιλούν μυαλωμένα πρέπει να στηρίζονται σ’ αυτό που είναι κοινό  σε όλους , όπως μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της , και με πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη .Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από ένα νόμο , τον θείο .Γιατί αυτός έχει όση δύναμη θέλει και όχι μόνο φτάνει για όλους , παρά μένει και υπόλοιπο.)[35]
Η ενότητα των αντιθέτων και η μεταφορά της αντίφασης θα αξιοποιηθεί από τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη στην προοπτική μίας αρνητικής θεολογίας που δεν ταυτίζει ύπαρξη με ουσία  .Κατά αυτόν  τον τρόπο η θεότητα του Ιησού  είναι «είναι βέβαια τέλεια , μέσα στα ατελή ως αρχή της τελειότητας  αλλά είναι ατελής μέσα στα τέλεια , γιατί είναι πέρα και πριν από την τελειότητα , μορφοποιητική μορφή μέσα στα άμορφα , ως αρχή της μορφής , και άμορφη πάλι μέσα  στη μορφή , επειδή είναι πέρα από τη μορφή∙ oυσία  υπερ- ούσια που στέκει άχραντα πάνω από όλες τις ουσίες , χωριστή από κάθε ουσία , ορίζει όλες τις αρχές και όλες τις τάξεις κι έχει θεμελιωθεί πάνω από κάθε αρχή και τάξη. Είναι το μέτρο των όντων και ο χρόνος , πάνω και πριν από το χρόνο , ο πλήρης μέσα στους αδειανούς , ο υπερπλήρης στους πλήρεις , άρρητος και ανέκφραστος , πάνω από το νου , τη ζωή , τη ουσία , έχει με υπερφυσικό τρόπο  το υπερφυσικό  και υπερούσια , την υπερουσιότητα. Και επειδή από φιλανθρωπία έφτασε ακόμα κι ως την ανθρώπινη φύση , κι έλαβε αληθινή ύπαρξη και ο υπέρθεος  έγινε άνδρας  ( ας είναι σπλαχνικά σ’ εμάς όσα πάνω από νου και λόγο υμνούμε ) , για τούτο και σ’ αυτά μέσα έχει την υπερφυσικότητα  και  την υπερουσιότητα , όχι μόνο όπως χωρίς μεταβολή και σύγχυση κοινώνησε τη φύση μας , χωρίς μόνο όπως χωρίς μεταβολή και σύγχυση κοινώνησε τη φύση μας , χωρίς να πάθει τίποτα η υπερ- πληρότητά του από την άφατη κένωση∙ aλλά και το πιο ξένο από όλa, μέσα στους φυσικούς εμάς ήταν ο υπερφυσικός , μέσα σ’ εμάς που ελάβαμε  ουσία  ήταν ο υπερούσιος έχοντας σε υπέρτερο από μας βαθμό τις ιδιότητες μας που είχε λάβει.»[36]΄
Με τον ίδιο ηρακλείτειο τρόπο θα προσθέσει ότι ο Θεός « χωρίζεται ενωμένα και πληθύνεται ενικά και πολλαπλασιάζεται από το ένα χωρίς να βγαίνει από αυτό»[37] ενώ « ούτε ένα είναι , ούτε μετέχει στο ένα »[38] και ενώ γίνεται πολλοί «δεν είναι όμως καθόλου λιγότερο ο αρχίθεος και ο υπέρθεος υπερ- ούσια ένας θεός , που δε μερίζεται σε μέρη , είναι ενωμένος με τον εαυτό του άσχετος με τα πολλά και απολλαπλασίαστος.»[39] .Παρόμοια θα θεωρήσει ότι από την μωρία θα προέλθει η αιτία της σοφίας και της σύνεσης[40] , ενώ  ο Θεός κατά υπεροχή χαρακτηρίζεται «α-νόητος» και «αν-αίσθητος»[41], αναγνωρίζεται σε όλα και είναι χώρια από όλα[42] , «δεν έχει τη δύναμη να αδυνατεί και στερείται τη γνώση να μη γνωρίζει»[43]. Η  αριστοτελική λογική του αποκλεισμού της αντίφασης ,σε αντίθεση με τον λόγο του Ηράκλειτου , είναι   άχρηστη στην αρνητική θεολογία , ενώ αποδεικνύεται ότι η μη εσχατολογική σκέψη προμηθεύει την μέθοδο της στην εσχατολογία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη  , που βέβαια δεν αφορά , τουλάχιστον άμεσα , την εξέλιξη της ιστορίας  .
Η ανάδυση του θετικισμού θα μεταμορφώσει , αλλά δεν θα αλλάξει ουσιαστικά την κυριαρχία της φιλοσοφίας της ιστορίας από εσχατολογικά χαρακτηριστικά. Ο Αύγουστος Κόντ είναι η πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση. Η ιστορία ακολουθεί με αναπόφευκτο τρόπο μια αιτιοκρατία που παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα ένα «έλλογο συνδυασμό της θεμελιώδους σειράς των διαφόρων ανθρώπινων γεγονότων με βάση ένα ενιαίο σχέδιο»[44].  Ο Ρ.Αρόν επισημαίνει ότι «εκείνος που θεωρείται ως θεμελιωτής της θετικής επιστήμης μπορεί επίσης να χαρακτηρισθεί και ως ο τελευταίος οπαδός της χριστιανικής αντίληψης για την θεία Πρόνοια…. Η σκέψη του Κόντ , ακόμη και στα Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας , όπου παρουσιάζεται με την πιο επιστημονική της μορφή , περνά αβίαστα από μια ορισμένη αντίληψη  για την επιστήμη σε μια νέα εκδοχή της θείας Πρόνοιας.» [45]Το πνεύμα καθορίζει δεσμευτικά την ανθρώπινη εξέλιξη ώστε ελάχιστη θέση αφήνεται στο τυχαίο ή στις συμπτώσεις[46].
Φυσικά η εσχατολογία θα λάβει τα πιο ολοκληρωμένα χαρακτηριστικά στην φιλοσοφία του Χέγκελ, η οποία θα χρειαστεί για τον σκοπό αυτό να επανερμηνεύσει τον Ηράκλειτο και τον διαλεκτικό λόγο. Το τριαδικό σχήμα θέση – αντίθεση – σύνθεση θα αντικαταστήσει την ασυμφιλίωτη σύγκρουση του Ηράκλειτου. Η φιλοσοφία λαμβάνει την μορφή κλειστού ολοκληρωμένου συστήματος  που θεμελιώνεται πάνω στην τριάδα λόγος- φύση –πνεύμα. Από αυτή την πλευρά είχε δίκαιο  ο Κ.Πόππερ, που υποστηρίζει ότι ενώ ο κάθε επιστήμονας θεωρεί  τις αντιφάσεις ως ανεπίτρεπτες  , ο  Χέγκελ όμως «συμπεραίνει πως οι αντιφάσεις δεν είναι μόνον επιτρεπτές  και αναπόφευκτες αλλά επιθυμητές . »[47]Βεβαίως περισσότερο από αυτή την παρατήρηση σημασία έχει ότι η εγελιανή διαλεκτική ακυρώνει τον λόγο του Ηράκλειτου , ώστε να είναι εφικτή η κατασκευή μιας προβλέψιμης τελεολογίας, που ταυτίζεται με την λήξη της ιστορίας.
Το χεγκελιανό σύστημα αντιλαμβάνεται την ιστορική εξέλιξη , το παγκόσμιο γίγνεσθαι  ως «η εξωτερίκευση του Πνεύματος μέσα στο χρόνο , καθώς και η Ιδέα εκτίθεται ως φύση στο χώρο.» [48]Συνακόλουθα επαναλαμβάνει  την σκέψη του «ότι είναι έλλογο είναι πραγματικό , ότι είναι πραγματικό είναι έλλογο » με την μορφή ότι «ο Λόγος επικρατεί στον κόσμο και συνακόλουθα ότι η παγκόσμια ιστορία διέπεται από τη λογική.»[49]  και η ιστορία αποκαλύπτεται ως «η αναγκαία έλλογη πορεία του παγκόσμιου Πνεύματος.»[50]Η φύση υποτιμάται και θεωρείται ότι το Πνεύμα «είναι το υποστασιακό»[51], δηλαδή η αυθεντική πραγματικότητα. Μάλιστα το κράτος «είναι η πλήρης πραγματοποίηση του Πνεύματος μέσα στην ύπαρξη.»[52]Συγχρόνως το Πνεύμα υπάρχει μέσα στον εαυτό του , είναι η αυτοσυνείδησή του  και συνεπώς είναι ελεύθερο. Ο απόλυτος και ύπατος  σκοπός της ιστορίας ,που απορροφά και αξιοποιεί τον δυναμισμό των επιμέρους παθών είναι η «Ιδέα της ελευθερίας ως φύσεως του Πνεύματος .»[53]Ενδιαφέρον είναι ότι στα πλαίσια αυτά η ατομικές λογικές πρέπει να αφομοιώνονται από την υπέρτερη κρατική λογική , καθώς «ένα κράτος ευημερεί και είναι ισχυρό στον εαυτό του αν το ιδιωτικό συμφέρον των πολιτών ενώνεται με τους γενικούς σκοπούς και το ένα βρίσκει στο άλλο την ικανοποίηση και την πραγματοποίησή του- πρόταση πολύ σημαντική δι’ εαυτήν.»[54]
Το παγκόσμιο Πνεύμα λαμβάνει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά και θεωρείται ότι χρησιμοποιεί τις επιμέρους βουλήσεις και τα μικρότερα γεγονότα για να εκπληρώσει τον δικό του σκοπό. Η σκέψη αυτή ελαύνεται από της θεολογικής προέλευσης πεποίθηση ότι «ο Λόγος κυβερνά τον κόσμο και έχει άρα κυβερνήσει την παγκόσμια ιστορία»[55], ενώ «ενυπάρχει στην ιστορική ύπαρξη και ολοκληρώνεται μέσα σ’  αυτή και μέσω αυτής.»[56]Συγχρόνως επιστρατεύει τον διαλεκτικό λόγο  και αναδεικνύει την ελευθερία εναντία στην αναγκαιότητα και την Ιδέα να ακολουθεί την άπειρη αντίθεσή της , το πεπερασμένο και το απόλυτο , το «έδαφος της τυπικής πραγματικότητας και της τιμής του Θεού»[57], ώστε «το βαρύ έργο της μεταφυσικής είναι να συλλάβει την απόλυτη συνοχή αυτής της αντίθεσης.»[58]Τελικά οι άνθρωποι μέσα στην ιστορία , δίχως να το γνωρίζουν , υπηρετούν σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς που επεδίωκαν. Όμως ως εξαίρεση υπάρχουν τα κοσμοϊστορικά  άτομα «που μέσα στους σκοπούς τους υπάρχει αυτό το γενικό.» [59]Πιο συγκεκριμένα , ο Χέγκελ , βλέπει στους «μεγάλους άνδρες τους ιστορίας», τους «ήρωες » , μια θεϊκή πνοή ώστε «οι προσωπικοί τους σκοποί περιέχουν το υποστασιακό που είναι η βούληση του παγκόσμιου Πνεύματος.»[60]Οι ζωή τους δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι γαλήνια , ήρεμη , ανέφελη .Αντίθετα έχει  εγκλωβιστεί  μέσα στο μόχθο , την οδύνη , το πάθος. Μάλιστα «μόλις πετύχαιναν το σκοπό τους  έπεφταν σαν άδειοι κάλυκες.»[61]Συγχρόνως εξιδανικεύονται ,καθώς ,ως ενσάρκωση της ελευθερίας ,δεν φθονούν , αλλά πρόθυμα αναγνωρίζουν το μεγάλο και το έξοχο και χαίρονται για την ύπαρξή του. Σε αυτό το σημείο ο Χέγκελ θα επιστρατεύσει τον δόλο του Λόγου, δηλαδή το γεγονός «ότι βάζει τα πάθη να ενεργούν για λογαριασμό του έτσι ώστε αυτό μέσω του οποίου ο Λόγος φτάνει στην ύπαρξη , ζημιώνεται και παθαίνει βλάβες.»[62]
Η ιδιαίτερη σκέψη του Χέγκελ , κατασκεύασε, ένα κλειστό σύστημα με  ταυτολογίες και θεολογικά χαρακτηριστικά. Θα θεωρήσει ότι ο κόσμος κυριαρχείται από τον Λόγο, που χρησιμοποιεί τα πάθη  για τους δικούς του σκοπούς. Όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον , είναι   ότι η φιλοσοφία θα καταλήξει στην εξύμνηση του  κράτους ,του κράτους γενικά χωρίς να κάνει κάποιες ουσιώδεις διακρίσεις: «Μέσα στην παγκόσμια ιστορία μπορούμε  να μιλάμε μόνο για λαούς που ιδρύουν ένα κράτος. Γιατί πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι ένα κράτος είναι η πραγματοποίηση της ελευθερίας , δηλαδή του απόλυτου τελικού σκοπού που υπάρχει με τη δική του βούληση. Ακόμη πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι όλη του την αξία , όλη του την πνευματική πραγματικότητα , ο άνθρωπος την έχει μόνο διαμέσου του κράτους. Και τούτο   γιατί η πνευματική του πραγματικότητα , συνίσταται στο γεγονός ότι ως γνώστης της ουσίας του , το έλλογο θα του είταν αντικειμενικό και έτσι  θα είχε αντικειμενικά άμεση ύπαρξη .Μόνο έτσι  μπορεί αυτός να είναι συνείδηση ,να ζει μέσα στα ήθη , στην νόμιμη και εθιμική ζωή του κράτους. Γιατί το αληθινό είναι η ενότητα της καθολικής και της υποκειμενικής βούλησης .Και το καθολικό είναι μέσα στο κράτος , στους νόμους, , στους καθολικούς και έλλογους ορισμούς. Το κράτος είναι η θεϊκή Ιδέα όπως υφίσταται πάνω στη γη….Εφόσον το κράτος , η πατρίδα αποτελούν μια κοινότητα ύπαρξης και η υποκειμενική βούληση του ανθρώπου υποτάσσεται στους νόμους , τότε εξαφανίζεται η αντίθεση  της ελευθερίας και της αναγκαιότητας.  » [63]
Συγχρόνως θα διατυπώσει μια σκέψη αντιδημοκρατική και αντικοινοβουλευτική συγχρόνως : « η άποψη ότι ο λαός έχει τάχα από μόνος του λόγο , απόψεις και γνώση του δικαίου, είναι μια επικίνδυνη και λαθεμένη προκατάληψη: και τούτο γιατί κάθε φατρία του λαού μπορεί να αυτοχειροτονηθεί  ως λαός , ενώ αυτό που συνιστά το κράτος είναι ζήτημα καλλιεργημένης γνώσης και όχι του λαού.»[64]Συνεπώς κάθε κόμμα εκφράζει μια αποσπασματική και αυθαίρετη εικόνα της λαϊκής βούλησης , η οποία μπορεί να εκφρασθεί μόνο από αυτούς που διαθέτουν την απαραίτητη γνώση. Μάλιστα η κυριαρχία της πλειοψηφίας πάνω στην μειοψηφία θεωρείται ως «μια μεγάλη ασυνέπεια.»[65]
Όμως ο Χέγκελ θα θεωρήσει ακόμη σπουδαιότερα, ότι «αν η αρχή της μεμονωμένης βούλησης τεθεί ως μοναδικός ορισμός της κρατικής ελευθερίας , ότι δηλαδή για όλα όσα γίνονται από και για το κράτος πρέπει ο καθένας να συμφωνεί ,τότε δεν μπορεί να υφίσταται κανένα πολίτευμα .Ο μόνος θεσμός που θα χρειαζόταν είναι ένα άβολο κέντρο που ό,τι θα θεωρούσε αναγκαίο για το  κράτος θα το πρόσεχε και θα γνωστοποιούσε  τη  γνώμη του , και στη συνέχεια ο μηχανισμός της  σύγκλησης των μεμονωμένων ατόμων , της ψήφου και του αριθμητικού υπολογισμού της μέτρησης και σύγκρισης της ποσότητας των ψήφων υπερ των διαφόρων προτάσεων με τις οποίες θα καθοριζόταν η απόφαση.»[66] Το κράτος  αντίθετα αποτελεί μια μυθική σχεδόν κατασκευή καθώς «είναι η Πνευματική Ιδέα εξωτερικευμένη στην ανθρώπινη βούληση και την ελευθερία της.»[67]Η θρησκεία αποτελεί την εικόνα ενός λαού καθώς «η παράσταση του Θεού αποτελεί μ’ αυτόν  τον τρόπο την καθολική βάση ενός λαού.»[68]Στα πλαίσια αυτής της σκέψης τα άτομα και οι επιμέρους υποκειμενικές βουλήσεις μετέχουν «μίας ουσίας , του Πνεύματος ενός λαού»[69].
Ο Χέγκελ προσδιόρισε την ευθύγραμμη πορεία της ιστορίας σαν βαθμιαία εξέλιξη «της αρχής που περιεχόμενό της είναι η συνείδηση της ελευθερίας.»[70]Ουσιαστικά πρόκειται για τον καθορισμό της διαδρομής που καταλήγει στην οικοδόμηση του κράτους  καθώς «η ελευθερία συνίσταται στη γνώση και τη βούληση γενικών υποστασιακών αντικειμένων , όπως το δίκαιο και ο νόμος , και στην παραγωγή μιας πραγματικότητας που τους ταιριάζει – το Κράτος.»[71]Παρόμοια θα καθορίσει την Ευρώπη ως το τέλος  του παγκόσμιου γίγνεσθαι : «η παγκόσμια ιστορία προχωρεί από την Ανατολή προς τη Δύση γιατί η Ευρώπη είναι αληθινά το τέλος , ενώ η Ασία είναι η αρχή της.» [72]Ακριβέστερα η ιστορία ολοκληρώνεται στο γερμανικό κράτος, εντός του οποίου πραγματώνεται το γερμανικό πνεύμα  δηλαδή το «Πνεύμα του νεώτερου κόσμου που αποσκοπεί στην πραγμάτωση της απόλυτης αλήθειας ως απείρου αυτοκαθορισμού της ελευθερίας , της ελευθερίας που ως περιεχόμενο έχει την ίδια την απόλυτη μορφή της ».[73]Από αυτό το σημείο εδράζεται η αντιστροφή της έννοιας της ελευθερίας , αφού ταυτίζεται με την υπακοή αποκλειστικά στον κράτος: «η υπακοή στους νόμους του κράτους , ως λόγου της βούλησης και της πράξης , έγινε η αρχή. Με αυτή την υπακοή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος γιατί η μερικότητα υπακούει στην καθολικότητα .Ο ίδιος ο άνθρωπος έχει μιαν επίγνωση και οφείλει να υπακούει ελεύθερα. »[74]
Ο Χέγκελ θα χρησιμοποιήσει τον φιλοσοφικό στοχασμό για να δικαιολογήσει ότι υπάρχει. Μάλιστα η ευθύγραμμη πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι θα ταυτισθεί με την αποκάλυψη του Πνεύματος. Κάθε  γεγονός , κάθε υφιστάμενη τάξη θα ερμηνευθεί ως θεϊκή ενέργεια : «Το γεγονός ότι η παγκόσμια ιστορία είναι η πορεία αυτής της εξέλιξης και το πραγματικό γίγνεσθαι του Πνεύματος πάνω στο μεταβαλλόμενο θέατρο των ιστοριών του – αυτό είναι η αληθινή θεοδικία , η δικαίωση του θεού μέσα στην Ιστορία. Μόνο η άποψη ότι αυτό που συνέβηκε και συμβαίνει κάθε μέρα , όχι μόνο δε γίνεται χωρίς το θεό , αλλά είναι ουσιαστικά δικό του έργο , μπορεί να συμφιλιώσει το Πνεύμα με την παγκόσμια ιστορία και με την πραγματικότητα. »[75]
Όλο το έργο του διασχίζεται από την τάση ,η υπακοή στο κράτος, να θεωρείται ως κάτι ιερό , ως στοιχείο που ο άνθρωπος πραγματώνει την ουσία του. Στην  «Φαινομενολογία του πνεύματος » η   «κρατική εξουσία είναι τόσο η απλή υπόσταση όσο και το καθολικό έργο , - το ίδιο το απόλυτο Πράγμα , μέσα στο οποίο τα άτομα βρίσκουν να εκφράζεται η ουσία τους , και η ενικότητά τους είναι απλά και μόνο η συνείδηση της καθολικότητας τους».[76]  Βεβαίως οι σκέψεις αυτές προυποθέτουν  την αναγωγή της διαλεκτικής ως την «κινητήρια  ψυχή της επιστημονικής προόδου» [77]με ένα τρόπο που ουσιαστικά αναιρεί τον ηρακλείτειο λόγο της μάχης των αντιθέτων , αλλά και την υπέρβαση της αρχής της ταυτότητας και της αντίφασης που με μεγάλη ακρίβεια καθόρισε ο Αριστοτέλης , γεγονός που του έδωσε την ευχέρεια να δικαιώσει τους παραλογισμούς που χρησίμευαν στην οικοδόμηση του κλειστού φιλοσοφικού του συστήματος.
Ο Μάρξ υπήρξε εσχατολογικός , αφού ερμήνευσε την ιστορία ως μια ευθύγραμμη πορεία , που παρά τα τραγικά επεισόδια της , θα καταλήξει αναγκαστικά ,σε ένα happy end , στην αταξική κοινωνία , όπου « η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι η προυπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.»[78] Φυσικά σε κάποιες ερμηνείες του μαρξισμού , από στοχαστές όπως ο Β.Μπέντζιαμιν και ο Ε.Μπλόχ που έχουν θρησκευτική προέλευση και επίδραση , το αποκαλυπτικό στοιχείο είναι πιο έντονο και καθαρό. Από την εγελιανή σκέψη, ο Μάρξ, αξιοποιεί την διαλεκτική ,όπου το ίδιο και το ταυτόσημο  γεννά και περιέχει κατά έναν περίεργο και μυστήριο τρόπο το αντίθετο  του  , συγκροτώντας στη συνέχεια  μια νέα σύνθεση. Το έργο του Μάρξ είναι διάσπαρτο από τα στοιχεία της  εγελιανής διαλεκτικής , όπως όταν γράφει ότι η «παραγωγή είναι άμεσα και κατανάλωση» αλλά και η «κατανάλωση είναι άμεσα και παραγωγή ».[79] Έτσι η φεουδαρχική κοινωνία  γεννά τα στοιχεία που θα την ανατρέψουν και θα θέσουν  στην θέση της την αστική ,η οποία με την σειρά της θα παραχωρήσει τον θρόνο της  στην κυριαρχία του προλεταριάτου με το οποίο όχι μόνο λήγει η ιστορία , αλλά αυτοκαταργούνται  συγχρόνως η φιλοσοφία και η ιστορική ύπαρξη της εργατικής τάξης, αφού έληξε η αποστολή της. Θα έχει προηγηθεί η ενοποίηση  του κόσμου  από μια οικουμενική αστική τάξη η οποία έχει ξεπεράσει τις επιμέρους εθνικές διαφορές  και συγκρούσεις, έχει σαρώσει τους διαφορετικούς τοπικούς πολιτισμούς  και έχει αντικαταστήσει τον πόλεμο με το εμπόριο. Υποτίθεται ότι ο βρετανικός  καπιταλισμός της εποχής του Μάρξ,  θα ήταν το μοναδικό παγκόσμιο πρότυπο , στο οποίο αναγκαστικά θα έτεινε όλος ο υπόλοιπος κόσμος[80]. Βεβαίως κάθε άλλο παρά ατόνησαν οι εθνικές συγκρούσεις από τότε που έγραψε αυτά ο Μάρξ, αλλά και  ούτε αποδείχθηκε ότι οι αστικές τάξεις έχουν παντού και πάντοτε ταυτόσημα συμφέροντα. Επίσης σε μια εποχή παγκοσμιοποιημένης  πληροφόρησης οι εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες δεν εξομαλύνονται , αλλά χρησιμοποιούνται είτε κυριολεκτικά είτε συμβολικά στους νέους αγώνες αυτοσυντήρησης και ανακατανομής της ισχύος. Όμως ένας εσχατολογικός λόγος αν και με ευρωκεντρική θεμελίωση  και προέλευση ,έχει αναγκαστικά οικουμενική εμβέλεια  και δεν ενδιαφέρεται να βελτιώσει ένα μέρος  μόνο της ανθρωπότητας .Πεδίο της πολιτικής και του ενδιαφέροντος του γίνεται όλος ο κόσμος. Διότι η βελτίωση για παράδειγμα της μοίρας της εργατικής τάξης της Αγγλίας, έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την εκπλήρωση της εσχατολογικής αποστολής  του προλεταριάτου . Επίσης δεν έχει χρονικά όρια και δεσμεύσεις ,δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένη περίοδο,  διότι με την έλευσή του ,ο χρόνος όπως και η ιστορία ολοκληρώνεται και σταματά.
Ο Κ.Παπαϊωάννου  γράφει πως όταν ο Μάρξ απέδωσε στο προλεταριάτο , τα χαρακτηριστικά μιας περιούσιας τάξης ,που κομίζει μια εσχατολογική αντίληψη , αυτό «δεν ήταν , στη Γερμανία , παρά μια «αφαίρεση» , η πραγματικότητα της οποίας δεν μπορούσε να νοηθεί παρά μόνο σαν πρόβλεψη».[81]Βεβαίως ο ίδιος συγγραφέας θα διαπιστώσει ότι η τεχνική και η μεγάλη βιομηχανία μπορεί προσωρινά να μεταβάλουν τον εργάτη σε ένα εξάρτημα της μηχανής , αλλά στην σκέψη του Μάρξ εσχατολογικά θεωρούνται ως ο μαγικός χώρος «μέσα στον οποίο θα πάρουν σάρκα και οστά όλες οι παλιές υποσχέσεις της μετενσάρκωσης και της σωτηρίας »[82]  ώστε με την κομμουνιστική παρέμβαση να καταργηθεί ο δυϊσμός ανθρώπου και φύσης και να «παρουσιαστούν σαν δύο όψεις μιας και αδιαίρετης ολότητας.»[83]
 Ο Μάρξ σε ένα τουλάχιστον μέρος του έργου  απέδωσε μεταφυσικά χαρακτηριστικά στην τεχνική , ώστε  αυτή και όχι η πάλη των τάξεων να καθορίζει την φύση και την εξέλιξη της κοινωνίας. Έτσι  στο διάσημο απόσπασμα από την «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας»  γράφει ότι «ο χειροκίνητος μύλος παράγει την κοινωνία με κυρίαρχο και δούλο , ο υδρόμυλος την κοινωνία με φεουδάρχη και δουλοπάροικο , ο ατμοκίνητος μύλος την κοινωνία με βιομήχανο κεφαλαιοκράτη και μισθωτό εργάτη.» [84]
Ο Λένιν θα επεκτείνει την σκέψη αυτή και θα ορίσει τον κομμουνισμό ως «τα σοβιέτ και ο εξηλεκτρισμός».Φυσικά η σύγχρονη τεχνολογία είναι συμβατή και με τον ιδιωτικό και τον κρατικό  έλεγχο των μέσων παραγωγής , ενώ η μεταβολή της τεχνολογίας δεν παράγει  κοινωνικά αποτελέσματα με τον άμεσο και αναγκαστικό τρόπο που περιγράφει ο Μάρξ. Όμως η τελεολογία  και η εσχατολογία όσο και μια εγελιανής εμπνεύσεως διαλεκτική κυριαρχούν τόσο στον Μάρξ  όσο και στον Λένιν[85] ,παρά το γεγονός ότι  η σκέψη τους θα πρέπει να επενδυθεί με απαιτήσεις επιστημονικότητας και μάλιστα  αποκλειστικής κατοχής της  επιστημονικότητας σε σύγκριση με οποιεσδήποτε  άλλες κοινωνικές  θεωρίες , οι οποίες εκ προοιμίου θεωρούνται ως ανορθολογικές ή αντιεπιστημονικές . Παρόλα αυτά , ο Λένιν , ως ευφυής πολιτικός ,δεν έλαβε στην ονομαστική τους σημασία τις εσχατολογικές διακηρύξεις , αλλά τις χρησιμοποίησε ως μέσα για την επίτευξη απτότερων πρακτικών σκοπών , όπως η κατάκτηση της εξουσίας σε μια υπανάπτυκτη χώρα , την τσαρική Ρωσία , με περιορισμένη εργατική τάξη ειδικά σε σχέση με την Αγγλία και την Γερμανία.
Δύο στοχαστές , με επιρροές από τον Φ.Νίτσε , ο Μ.Βέμπερ και ο Ο.Σπένγκλερ , αναπτύσσουν ένα φιλοσοφικό λόγο , χωρίς εσχατολογικές διαστάσεις, όπου αναδεικνύεται η τραγική μοίρα του ανθρώπου. Ειδικά ο δεύτερος – «αντιδραστικός μοντερνιστής » κατά κάποιους κριτικούς – έχει επηρεαστεί , όπως ο ίδιος εξομολογείται , τόσο από τον Νίτσε όσο και από τον Γκαίτε.
Ο Ο.Σπένγκλερ δεν ερμηνεύει την εξέλιξη του κόσμου ως μια ευθύγραμμή πορεία. Αντίθετα θεωρεί ότι κάθε πολιτισμός είναι οργανισμός που  διακρίνεται από ορισμένα χαρακτηριστικά .Τελείως σχηματικά ορίζει τέσσαρις ιδεοτύπους  που αντιστοιχούν στις εποχές του χρόνου (άνοιξη, θέρος, φθινόπωρο , χειμώνας) και  οι οποίες είναι κοινές για κάθε πολιτισμό , αλλά με διαφορετικό βέβαια περιεχόμενο σε καθένα από αυτούς. Μάλιστα  χαρακτηρίζει ως ρηχή την ιδέα της γραμμικής εξέλιξης  από την αρχαιότητα  στον μεσαίωνα και ύστερα στους νεότερους χρόνους, η οποία «δεν μας επέτρεπε να δούμε την αληθινή εικόνα της ιστορίας των ανεπτυγμένων πολιτισμών και τη δομή της.»[86]
Συγχρόνως , εμπνευσμένος από τον Γκαίτε και τον Νίτσε , εισάγει την ανεπίλυτη και μη αναιρέσιμη  αντίφαση ανάμεσα στο Απολλώνιο και Φαουστικό στοιχείο , που χαρακτηρίζει την εξέλιξη του κόσμου. Σε αντίθεση με άλλους στοχαστές  απορρίπτει τον δυτικοκεντρισμό και εισάγει την σημασία που έχει κάθε άλλος πολιτισμός . Όπως γράφει «Σήμερα σκεφτόμαστε βάσει ηπείρων .Μόνον οι φιλόσοφοι και οι ιστορικοί μας δεν το έμαθαν ακόμη .Τι μπορούν να σημάνουν για μας έννοιες και προοπτικές που προβάλλουν την αξίωση οικουμενικής ισχύος , ενώ ο ορίζοντας τους δεν είναι παρά ταύτα ευρύτερος από την πνευματική ατμόσφαιρα του δυτικοευρωπαϊκού ανθρώπου;»[87]
Τονίζει ότι από τον δυτικό στοχαστή λείπει «η κατανόηση του ιστορικού – σχετικού χαρακτήρα των συμπερασμάτων του , που είναι και αυτά έκφραση μιας ατομικής και μόνον αυτής της μίας ύπαρξης , η επίγνωση των αναγκαίων ορίων ισχύος τους , η πεποίθηση ότι οι «αναμφισβήτητες αλήθειες » του και οι «αιώνιες ανακαλύψεις » είναι μόνο γι’ αυτόν αληθινές και στη δική του άποψη του κόσμου αιώνιες και ότι είναι καθήκον του να αναζητήσει , πέρα από αυτές , εκείνες που ανέπτυξε από τη δική του σκοπιά και με την ίδια βεβαιότητα ο άνθρωπος άλλων πολιτισμών.»[88] Μεγαλύτερη  είναι η αποτυχία όταν ο δυτικός διανοητής «επιχειρεί να κατανοήσει ένα Άραβα ή έναν Ιάπωνα , όταν μεταφράζει τις βασικές λέξεις των αραβικών ή ελληνικών συστημάτων με δικές του λέξεις .Νεφές δεν σημαίνει animus, ατμάν δεν σημαίνει ψυχή.»[89]
Στα πλαίσια της σκέψης του  , ο Σπένγκλερ , θα θεωρήσει ότι ήρθε η ώρα που η  Δύση , όπως  συνέβη  και με άλλους πολιτισμούς που πραγματοποίησαν όλες τους τις δυνατότητες τους  ,να παρακμάσει .Το γεγονός  αυτό συνδέεται  με το πρόβλημα του τεχνικού πολιτισμού  ο οποίος αποτελεί την ολοκλήρωση και την έκβαση του πνευματικού πολιτισμού .Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά διότι «ο τεχνικός πολιτισμός είναι το αδήριτο πεπρωμένο ενός πνευματικού πολιτισμού.»[90] ενώ παράλληλα «ως ιστορική διαδικασία συνίσταται σε μια σταδιακή αποδόμηση νεκρών μορφών που έχουν γίνει πλέον μη οργανικές.»[91]Ακολουθώντας την μη γραμμική αντίληψη της ιστορίας  συμπεραίνει ότι η «μετάβαση από τον πνευματικό στον τεχνικό πολιτισμό στην αρχαιότητα συντελείται στο 4ο και στη Δύση τον 19ο αιώνα. »[92]Την παρακμή της Δύσης θα την δει ολοκάθαρα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις όπου το πνευματικό στοιχείο έχει υποχωρήσει από την επέλαση του τεχνικού. Με σχηματικό τρόπο επισημαίνει πως «η ουσία όλου του πνευματικού πολιτισμού είναι θρησκεία , κατά συνέπεια η ουσία όλου του τεχνικού πολιτισμού είναι αθρησκία.»[93]
Παράλληλα θα ορίσει και ορισμένα άλλα στοιχεία της παρακμής : τον κοσμοπολιτισμό στην θέση της πατρίδας , τον ψυχρό ρεαλισμό απέναντι στον σεβασμό στην παράδοση , την επιστημονική αθρησκία , την  μετατροπή του λαού  σε μάζα  καθώς και το  «χρήμα ως μη οργανικό αφηρημένο μέγεθος , αποκομμένο από όλες τις σχέσεις με το νόημα του γόνιμου εδάφους.»[94]Επειδή μάλιστα θεωρεί την θρησκεία ως το κέντρο του πολιτισμού συμπεραίνει ότι η αθεΐα  «ανήκει στα γνωρίσματα της μεγάλης πόλης , του «μορφωμένου»  των μεγάλων πόλεων , ο οποίος υιοθετεί μηχανικά ό,τι βίωναν οργανικά οι πρόγονοί του , οι δημιουργοί του πνευματικού του πολιτισμού »[95],ενώ με τον Διαφωτισμό  «λαμβάνει και ο δυτικός  πολιτισμός τα χαρακτηριστικά της μεγαλούπολης και της διανόησης »[96].
Ο «νέος άνθρωπος » ,που αντιστοιχεί στην κατάσταση της παρακμής ,«είναι ο άμορφος όχλος που κατακλύζει όλες τις μεγαλουπόλεις , στη θέση του λαού , η μάζα των ξεριζωμένων  στις πόλεις , οι πολλοί , όπως λέγονταν στην Αθήνα , στη θέση του συνδεδεμένου με τη φύση αγροτικού τύπου ανθρώπου μιας πολιτισμένης περιοχής  ακόμη και στις πόλεις .Είναι ο επισκέπτης της Αγοράς στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και ο «σύγχρονός »  του , ο νεωτερικός αναγνώστης εφημερίδων. Είναι ο «μορφωμένος » , εκείνος ο οπαδός μιάς λατρείας της πνευματικής μετριότητας και της δημοσιότητας ως τόπου λατρείας , όπως τότε έτσι και τώρα .Είναι ο αρχαίος και ο δυτικός άνθρωπος των θεάτρων και των τόπων ψυχαγωγίας , του αθλητισμού  και της εφήμερης λογοτεχνίας. Αυτή η όψιμα εμφανιζόμενη μάζα και όχι η «ανθρωπότητα » είναι το αντικείμενο της στωικής και σοσιαλιστικής προπαγάνδας , ενώ θα μπορούσε κανείς να δείξει παράλληλα ισοδύναμα φαινόμενα της νέας αυτοκρατορίας της Αιγύπτου , της βουδιστικής Ινδίας , της κομφουκιανής Κίνας. »[97]
Όμως οι εξελίξεις αυτές προς την παρακμή και την υποχώρηση του πνευματικού πολιτισμού  δεν θα εμποδίσουν , αλλά θα ευνοήσουν την άνοδο του  ιμπεριαλισμού .Διότι   « ο ιμπεριαλισμός είναι καθαρός τεχνικός πολιτισμός. Σε αυτή τη μορφή εκδήλωσης βρίσκεται αμετάκλητα το πεπρωμένο της Δύσης.» [98] Σε ένα άλλο σημείο επισημαίνεται  ,με  ένα γενικότερο πνεύμα , ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι ένα τόσο αναγκαίο προϊόν κάθε τεχνικού πολιτισμού , που αρπάζει έναν λαό από τον σβέρκο και τον εξωθεί στον ρόλο του αφεντικού όταν αρνείται να τον παίξει.»[99]
Βεβαίως η πιο ενδιαφέρουσα συμβολή του Σπένγκλερ είναι η εννοιολογική διάκριση της απολλώνειας , της φαουστικής και της μαγικής ψυχής .Ως απολλώνεια θεωρεί την ψυχή του αρχαίου πολιτισμού που «επέλεξε το μεμονωμένο αισθητό – παρόν σώμα ως ιδεατό τύπο του εκτεταμένου χώρου »[100] , ως φαουστική ψυχή  ορίζει αυτή που κατέχει τον δυτικό πολιτισμό  και « που το πρωτογενές της σύμβολο είναι ο καθαρός απεριόριστος χώρος»[101], ενώ ως μαγική ψυχή θεωρεί την  δραστηριότητα του μεσανατολικού κόσμου (Άραβες, Εβραίους, Πέρσες, ανατολικός χριστιανισμός , μανιχαϊσμός )[102]  όπου «το άρμα με δύο άλογα του Πλάτωνα , που το οδηγεί  ο νούς εξαφανίζεται»[103] .
Με αυτές τις έννοιες ο Σπένγκλερ επιχειρεί να ερμηνεύσει συνολικά  τον πολιτισμό. Για παράδειγμα ως  φαουστικά θα θεωρήσει  το πάθος της απόστασης , τα απειροστά μαθηματικά ,την δυναμική φυσική , την δραστηριότητα του ιησουϊτών , τα συνθήματα του Διαφωτισμού , την σύγχρονη εκμηχανισμένη τεχνική , το πιστωτικό σύστημα και η δυναστική – διπλωματική οργάνωση του κράτους[104] , ενώ  ολιστικά ο φαουστικός πολιτισμός ορίζεται ως «πολιτισμός  της βούλησης»[105] . Ο σοσιαλισμός είναι «το φαουστικό συναίσθημα της ζωής που έγινε άθρησκο»[106], αν και τελικά θα τον επανερμηνεύσει, θα τον ονομάσει ηθικό σοσιαλισμό  και θα τον ταυτίσει με την βούληση για ισχύ[107] .Αντίθετα ο απολλώνειος άνθρωπος θα δει στο γυμνό άγαλμα και σε μια φυσική της εγγύτητας το ανώτερο καλλιτεχνικό του σύμβολο .Ως εκ τούτου  αντιμετωπίζει μόνο τα απτά πράγματα  ενώ «δεν ήθελε ποτέ να δει το απέραντο διάστημα.»[108].Είναι ανεκτικός προς τους άλλους , η ανοχή είναι η προυπόθεσή του ώστε να «ανήκει στον τύπο της ξένης προς τη βούληση αταραξίας ».[109]
Διαφορετικές  είναι και οι εκδηλώσεις του μηδενισμού .Ο φαουστικός μηδενισμός  συντρίβει τα ιδανικά  , ενώ ο απολλώνειος μηδενιστής τα «αφήνει να διαλύονται μπροστά στα μάτια του».[110]. Ο αρχαίος απολλώνειος στοχαστής ενδιαφέρεται να γνωρίσει τον κόσμο , ο νεώτερος φαουστικός  διανοητής αποσκοπεί να κυριεύσει τις «κινητήριες δυνάμεις του γίγνεσθαι.»[111] , ενώ ο άραβας αλχημιστής αναζητεί το μαγικό μέσο , την φιλοσοφική λίθο με την οποία «μπορεί  άκοπα να οικειοποιηθεί τους θησαυρούς του κόσμου»[112].Η φαουστική τεχνική , σε αντίθεση με την απολλώνεια , στοχεύει στην κυριαρχία πάνω στην φύση. Είναι  εντυπωσιακό ότι ο κινέζικος πολιτισμός προηγήθηκε σε όλες  σχεδόν τις δυτικές εφευρέσεις – πυξίδα, τηλεσκόπιο , τυπογραφία , πυρίτιδα , χαρτί , πορσελάνη  , αλλά «ο Κινέζος αποσπά κάτι από τη φύση τρόπον τινά κολακεύοντάς της , δεν τη βιάζει. Αισθάνεται ασφαλώς το πλεονέκτημα  της γνώσης του  και τη χρησιμοποιεί , αλλά δεν πέφτει πάνω της για να την εκμεταλλευθεί»[113].Το τραγικό για τον φαουστικό άνθρωπο είναι ότι έγινε δούλος των δημιουργημάτων του , ώστε « ο αγρότης , ο τεχνίτης ή ακόμη και ο έμπορος φαίνονται ξαφνικά επουσιώδεις απέναντι στις τρείς μορφές τις οποίες εξέθρεψε η μηχανή στην εξελικτική της πορεία : τον επιχειρηματία , τον μηχανικό , τον βιομηχανικό εργάτη . »[114]
Συγχρόνως , ο Σπένγκλερ ,θα αναδείξει την σημασία που λαμβάνει το χρήμα καθώς τον ηρωισμό και την αγιότητα έχει αντικαταστήσει το χρήμα και το πνεύμα. Όμως ο ρόλος του χρήματος  «δεν χρησιμεύει πια στην κατανόηση της οικονομικής συναλλαγής , αλλά υποτάσσει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στη δική του εξέλιξη .Δεν αξιολογεί πια τα πράγματα το ένα σε σχέση με το άλλο , αλλά σε σχέση με τον εαυτό του.»[115] , ενώ  ταυτόχρονα θα ισχυρισθεί ότι «η δικτατορία του χρήματος προχωρεί και πλησιάζει προς μια φυσική κορύφωση , τόσο στον φαουστικό όσο και σε κάθε άλλον τεχνικό πολιτισμό.»[116] Βεβαίως δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στον Σπένγκλερ η εσωτερική πολιτική επικουρεί την εξωτερική  που είναι η πιο ουσιώδης  ,ότι αριστοκρατία είναι η περιφρόνηση της πόλης  και ολοκληρωμένος πνευματικός πολιτισμός , ενώ δημοκρατία είναι η περιφρόνηση και το μίσος της υπαίθρου  καθώς και κοσμοπολίτικος τεχνικός πολιτισμός.[117]Αλλά τελικά «με το χρήμα η δημοκρατία καταστρέφει τον εαυτό της . αφού πρώτα το χρήμα κατέστρεψε το πνεύμα.»[118]
Η άνοδος του χρήματος μετατρέπει τον έμπορο από όργανο σε κύριο της οικονομικής ζωής, εκτοπίζοντας τις παραγωγικές τάξεις .Σταδιακά αντικαθίστανται ο αγροτικός κόσμος και η βιομηχανία  που διατηρούν σχέσεις με το έδαφος , με την γη , από το χρηματοοικονομικό στρώμα το οποίο είναι άρριζο και «εντελώς ελεύθερο , εντελώς ασύλληπτο»[119] .Το  χρήμα παράγει το ίδιο χρήμα , αλλά δεν μπορεί να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η «παγκόσμια οικονομία μετά την εφεύρεση της ατμομηχανής είναι δημιούργημα ενός πολύ μικρού αριθμού ανώτερων εγκεφάλων , χωρίς την πολύτιμη εργασία των οποίων όλα τα άλλα δεν θα υπήρχαν»[120] , δηλαδή των μηχανικών που είναι «ο γνωστικός ιερέας της μηχανής»[121] και ο « αθόρυβος κύριος της τεχνικής και του πεπρωμένου της »[122].Σε αυτούς οφείλεται η  ύπαρξη  και η ακμή  της βιομηχανίας , δηλαδή τελικά η φαουστική κυριαρχία πάνω στον κόσμο .Όμως ταυτόχρονα οι μηχανές «γίνονται όλο και πιο απάνθρωπες  στη μορφή τους , όλο και πιο ασκητικές , μυστικιστικές και για όλο και πιο λίγους μυημένους .Περιπλέκουν τη γη με ένα απέραντο ιστό λεπτών δυνάμεων , ρευμάτων και τάσεων .Το σώμα τους γίνεται όλο και πιο πνευματικό , όλο και πιο σιωπηλό .Αυτοί οι τροχοί , κύλινδροι και μοχλοί δεν μιλούν πια .Καθετί  αποφασιστικό αποσύρεται στο εσωτερικό τους. Πολλοί   αισθάνθηκαν τη μηχανή ως σατανική , και είχαν δίκιο. »[123]
Ο Σπένγκλερ βλέπει το ξεπέρασμα της δικτατορίας  του χρήματος,  στον καισαρισμό , δηλαδή σε μια εξουσία έκτακτης κατάστασης , όπου η πολιτική κυριαρχεί πάνω στην οικονομία , ιδιαίτερα δε στο πιο άρριζο στρώμα της. Άλλωστε  η δημοκρατία ως θεραπαινίδα του χρήματος , αναδεικνύει και ένα άλλο μειονέκτημα , τις δικτατορικές εξουσίες που απολαμβάνουν οι κομματικοί μηχανισμοί.[124] Βεβαίως  και ο Μάρξ αναφέρεται σε ένα καισαρισμό , όταν εισηγείται ως αναγκαία μεταβατική κατάσταση την «δικτατορία του προλεταριάτου », αλλά πρόκειται για ένα συλλογικό Καίσαρα -Ηγεμόνα, που όμως στην πράξη έλαβε προσωπικά χαρακτηριστικά , καθώς οι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης υποκαθιστούσαν την ίδια στην  άσκηση των έκτακτων εξουσιών.
Ο τρόπος που ο Σπένγκλερ κλείνει το έργο του δεν συνιστά προσδοκία για  το τέλος της ιστορίας , αλλά ελπίδα ότι θα τερματιστεί η χειρότερη εκδοχή του φαουστικού πολιτισμού , με την αντικατάσταση της δικτατορίας του χρήματος με μια δική του εκδοχή κρατικού σοσιαλισμού : «Η εμφάνιση του καισαρισμού έσπασε τη δικτατορία του χρήματος και του πολιτικού της όπλου , της δημοκρατίας. Ύστερα από έναν μακροχρόνιο θρίαμβο της κοσμοπολίτικής οικονομίας και των συμφερόντων της επί της πολιτικής μορφοποιητικής δύναμης  η πολιτική πλευρά της ζωής αποδείχθηκε όντως ισχυρότερη. Το σπαθί νίκησε το χρήμα , η βούληση των κυρίων καθυπόταξε πάλι τη βούληση για λεία. Αν αποκαλέσουμε εκείνες τις δυνάμεις του χρήματος καπιταλισμό και ονομάσουμε σοσιαλισμό τη βούληση για την εγκαθίδρυση , πέρα από ταξικά συμφέροντα , μιας ισχυρής πολιτικής οργάνωσης , ενός συστήματος ευγενικής φροντίδας και καθήκοντος , που κρατάει το όλον σε  σταθερή «φόρμα» για τον αποφασιστικό αγώνα της ιστορίας , αυτός είναι ταυτόχρονα μια πάλη ανάμεσα στο χρήμα και το δίκαιο .Οι ιδιωτικές δυνάμεις της οικονομίας θέλουν  ανοιχτούς δρόμους για να κατακτήσουν μεγάλες περιουσίες. Καμμιά νομοθεσία δεν πρέπει να τους στέκεται εμπόδιο. Θέλουν να κάνουν  τους νόμους προς το συμφέρον τους , και γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιούν το εργαλείο που δημιούργησαν οι ίδιες : τη δημοκρατία , το πληρωμένο κόμμα. Για να αποκρούσει αυτή την έφοδο , το δίκαιο χρειάζεται μια επιφανή παράδοση , τη φιλοδοξία ισχυρών γενών – η οποία δεν βρίσκει ικανοποίηση στη συσσώρευση πλούτου , αλλά στα καθήκοντα της γνήσιας κυριαρχίας πέρα από οποιαδήποτε χρηματικά οφέλη. Μια εξουσία μπορεί  να ανατραπεί μόνον από μια άλλη εξουσία , όχι από μια βασική αρχή , ενώ απέναντι στο χρήμα δεν υπάρχει άλλη δύναμη ή εξουσία .Το χρήμα υπερνικάται και αίρεται μόνον από το αίμα .Η ζωή είναι το πρώτο και το τελευταίο , η κοσμική ροή σε μικροκοσμική μορφή .  Είναι το γεγονός μέσα στον κόσμο ως ιστορία . »[125]
 Βεβαίως οι αναφορές στο «αίμα» και ο αντικοινοβουλευτισμός , συνειρμικά μπορεί να μας φέρει μια συνθηματολογία , που την είχε οικειοποιηθεί ο εθνικοσοσιαλισμός. Όμως «ο Σπένγκλερ ούτε ναζί υπήρξε , ούτε είχε στενούς δεσμούς με το ιταλικό ή το γαλλικό φασιστικό κίνημα.»[126]Το γεγονός ότι έβλεπε , πως  ερχόταν  η κρισιμότερη σύγκρουση του φαουστικού πολιτισμού , ότι πλησίαζε  ο χρόνος όπου « το χρήμα γιορτάζει τις τελευταίες νίκες του και ο κληρονόμος του , ο καισαρισμός , πλησιάζει αθόρυβα και αναπότρεπτα»[127], τον οδήγησε να διατυπώσει μια διευθέτηση με βοναπαρτιστικά και καισαρικά στοιχεία , που όπως αποδείχθηκε , έχει μάλλον περιορισμένη συμφωνία με τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην πραγματικότητα  και λιγότερες πιθανότητες από ότι στο παρελθόν να επέλθει στον σύγχρονο κόσμο . Παρόλα αυτά δεν πρέπει να περιφρονούμε ορισμένα πλεονεκτήματα του έργου του Σπένγκλερ , όπως τις τεράστιες γνώσεις που προυπέθεσαν ,  την εκπληκτική συνθετική του ικανότητα , το γεγονός ότι  ξέφυγε από την στενά δυτικοκεντρική  ερμηνεία της ιστορίας και του κόσμου , αλλά και τις εσχατολογικού χαρακτήρα νομοτέλειες. Αν ξεπεράσουμε τον έντονα ποιητικό  και ρητορικό λόγο του  θα δούμε ότι υπέδειξε  με ακρίβεια την κεντρική σημασία που κατέχει η τεχνική στο νεώτερο πολιτισμό. Η εξέλιξη του κόσμου είναι μια διαδικασία  συγκρούσεων , με καίρια αλλά όχι μοναδική σημασία  αυτή που στεγάζεται κάτω από τους αντιθετικούς ιδεοτύπους  του απολλώνιου και του φαουστικού, ώστε τελικά να λαμβάνει τραγικό χαρακτήρα. Παρά τις προθέσεις  του  προεικόνισε μια κατάσταση που θα συμβεί πολλές δεκαετίες αφότου έγραψε το έργό του :την υποχώρηση   της γεωργίας και της βιομηχανίας από την τρομακτική άνοδο της ισχύος  του χρηματοιοικονομικού  και χρηματιστηριακού κλάδου , στην εποχή της παγκοσμιοποίησης όπου τα κεφάλαια κινούνται χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς σύνορα  σε αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και όπου πράγματι είναι άρριζα αν και έχουν συγκεκριμένη προέλευση και συχνά απολαμβάνουν την υποστήριξη και προστασία   τόσο εθνών- κρατών όσο και υπερεθνικών οργανισμών.
Η σύνθετη σκέψη ,  του Μάξ Βέμπερ , με ευδιάκριτες επιρροές από τον Νίτσε ,θα εναντιωθεί στην εσχατολογική ερμηνεία του κόσμου και θα αναδείξει την σημασία των αντιφάσεων στην πραγματικότητα και στην εννοιολογική της πρόσληψη. Ο Γάλλος στοχαστής Ζυλιέν Φρόϋντ[128]  υποστηρίζει  , ότι ,για τον Μ.Βέμπερ  «όλη του η φιλοσοφία περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη ανταγωνισμών , εντάσεων ή , όπως ακόμα λέει , συγκρούσεων μέσα στη ζωή και την κοινωνία .Ο άνθρωπος παλεύει αδιάκοπα με ακραίες δυνατότητες , με εναλλακτικές λύσεις , με αντιθέσεις. Αρκεί να διαβάσει κανείς προσεκτικά το οποιοδήποτε έργο του , για να συλλάβει τη διηνεκή αμφιταλάντευση ανάμεσα στον ορθολογισμό και το παράλογο , το βίωμα και την έννοια , την άπειρη πραγματικότητα και το πεπερασμένο της γνώσης , την ερμηνεία και την κατανόηση , την πίστη και τη γνώση κ.λ.π.  »[129] Η ζωή ταυτίζεται με τον αγώνα  και η βούληση για ισχύ ή επιλογή της βίας είναι μια από τις πολλές μορφές που μπορεί να λάβει ο αγώνας.
Ο Ρ.Αρόν θα συμμεριστεί την ερμηνεία αυτή και θα καταλήξει ότι σύμφωνα με το Μ.Βέμπερ «Κόσμος χωρίς συγκρούσεις είναι στην πραγματικότητα αδιανόητος»[130].Η διαφωνία του Βέμπερ στην εσχατολογία και στο τέλος της ιστορίας , τον οδηγεί να είναι αντίθετος στην «ηθική των απόλυτων σκοπών»  και να προτιμά την «ηθική της ευθύνης» ,που «σύμφωνα με την οποία πρέπει να λογοδοτήσει κανένας για τα αποτελέσματα , που μπορούσαν  να προβλεφθούν από μια πράξη.»[131]
Όμως και η ίδια η γνωστική διαδικασία έρχεται αντιμέτωπη με αντιφάσεις ,πολλές φορές ανεπίλυτες , που στοιχειώνουν ακόμη και τις έννοιες που χρησιμοποιεί:  «Ακόμη και οι έννοιες εμπεριέχουν ανταγωνισμούς .Όχι μόνο με την έννοια ότι μπορούν να είναι αντιφατικές μεταξύ τους ή αντίθετες η μια στην άλλη , αλλά και με την έννοια ότι καθεμιά τους περιλαμβάνει ένα πλήθος ανομοιογενών στοιχείων κατά τρόπον , ώστε ο αγώνας να συνίσταται στην αντιπαράθεση διαφορετικών ορισμών και διαφορετικών ερμηνειών της ίδιας έννοιας.»[132] Η ίδια η δεσμευτική των ερμηνειών είναι αντικείμενο του πολιτικού λόγου ,που αποσκοπεί να κυριαρχεί. Ο Μ.Βέμπερ από τις σκέψεις αυτές δεν καταλήγει στην διατύπωση μιας νομοτέλειας εγελιανού- μαρξικού   χαρακτήρα ,που προϋποθέτει μια πρωταρχική ενότητα και αρμονία ,  αλλά σε ένα συμπέρασμα ηρακλείτειου – νιτσεϊκού  χαρακτήρα που δικαιώνει την σύγκρουση  και τον τραγικό χαρακτήρα του κόσμου : «Με άλλα λόγια η ύπαρξη καταφάσκεται  μέσα  στο παιχνίδι της δράσης και των αντιδράσεων , της συμμετοχής και της αντίστασης .Ο ανταγωνισμός είναι συγχρόνως ερέθισμα και εμπόδιο. Είναι  μάταιο να ελπίζει κανείς ότι μια μέρα θα κατορθώσουμε να δώσουμε οριστικά λύση στις αντιθέσεις που προκύπτουν από τους ανταγωνισμούς .Ο άνθρωπος είναι αδιόρθωτα αφοσιωμένος σ’ αυτόν  τον αδυσώπητο και ανελέητο αγώνα. Όπως   μας λέει ο Weber στη μελέτη για την Αξιολογική Ουδετερότητα , πρόκειται για έναν αγώνα θανάσιμο και ανυπέρβλητο , σαν εκείνο που φέρνει αντιμέτωπο Θεό και Σατανά.»[133]  Η ζωή η ίδια απαρτίζεται «από μια αλυσίδα έσχατων αποφάσεων ,δια των οποίων η ψυχή εκλέγει , όπως στον Πλάτωνα , το πεπρωμένο της – το νόημα  δηλαδή των πράξεών της και του είναι της.»[134]
Ο συμβιβασμός ενώ μπορεί να είναι αναγκαίος και χρήσιμος στην πολιτική ,στην επιστήμη ο Βέμπερ , μαζί με τον μεταγενέστερο Κ.Πόππερ[135] , θεωρεί ότι είναι απαράδεκτος: «Καμιά επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει ότι η μέση οδός είναι σωστότερη από τις ακραίες τοποθετήσεις. Η μέση οδός γενικά δεν είναι , παρά το καταφύγιο του επαμφοτερισμού και της αμφιλογίας. Ο Weber καταφέρεται με δριμύτητα εναντίον του τσαρλατανισμού των συγχρόνων διανοουμένων , που προσποιούνται ότι είναι δεκτικοί για όλα τα ρεύματα της σκέψης , είτε αυτά προέρχονται από τη Δύση είτε από οπουδήποτε αλλού , και που είναι υπερήφανοι γι’ αυτήν την ψευδοκουλτούρα , που δεν είναι τίποτε άλλο από απάτη.   »[136]
Η απόρριψη της εσχατολογίας και η κεντρική σημασία των αντιφάσεων  έχει ως δευτερεύουσα συνέπεια την απόρριψη της διαλεκτικής με την μορφή που έλαβε στην εγελιανή – μαρξική σκέψη: «Συμβαίνει βέβαια στον Weber να χρησιμοποιεί καμιά φορά αυτό τον αμφίσημο όρο , για να χαρακτηρίσει μια ανάλυση που ακολουθεί τη λογική αρχή της μη αντίφασης ή κάποια σύγκρουση εννοιών. Αυτό που απορρίπτει είναι η διαλεκτική μέθοδος με την εγελιανή ή μαρξιστική σημασία ,σύμφωνα με την οποία μια έννοια θα μπορούσε να είναι ο λόγος των προβλημάτων που τίθενται από άλλες έννοιες , ή μια φάση της ιστορικής εξέλιξης θα μπορούσε να είναι η εκπλήρωση ή η τελείωση προηγούμενων φάσεων. Αυτό θα ήταν πραγματικά σαν να λέμε , ότι ένας ανταγωνισμός θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση άλλων ανταγωνισμών , χάνοντας με αυτόν τον τρόπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ιδιομορφίες του .Θα ήταν σαν να παραδεχόμαστε , ότι η πραγματικότητα θα μπορούσε να παραχθεί από μια μόνη έννοια…Αυτό που ο Weber καταδικάζει στη διαλεκτική είναι , ότι αυτή προσπαθεί να πείσει πως μπορεί να υπερβεί τους ανταγωνισμούς και τους αγώνες που συνδέονται με την ανθρώπινη ιδιότητα  μας , επιτυγχάνοντας έναν οριστικό συμβιβασμό στο επίπεδο των καθαρών εννοιών .Εφόσον κάθε έννοια , εκτός αν είναι αυστηρά μεθοδολογική , όπως ο ιδεότυπος , εμπεριέχει αντιφάσεις , δεν μπορεί ποτέ μια έννοια να αποτελέσει τη λύση των αντιφάσεων που περιέχονται στις άλλες έννοιες. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση των αμοιβαίων ανταγωνισμών μεταξύ τους.  »[137]
Ο Βέμπερ θα βρεθεί σε πλήρη διάσταση με την εσχατολογία , ακόμη και όταν αυτή αρκείται στην θρησκευτική της διάσταση. Βλέπει να αναγεννάτε το αίτημα της «πολυθεΐας  των αξιών  », ενώ η επανάσταση ενάντια στον «μεγαλειώδη ορθολογισμό του ηθικού και μεθοδικού τρόπου της  ζωής » παίρνει την μορφή όπου «οι αρχαίοι πολλοί θεοί σηκώνονται  από τους τάφους τους απομυθοποιημένοι και γι ΄ αυτό  με τη μορφή απρόσωπων δυνάμεων προσπαθούν να αποκτήσουν εξουσία πάνω στη ζωή μας και αρχίζουν πάλι μεταξύ τους τον αιώνιο αγώνα τους. Αλλ’ εκείνο που είναι ίσα – ίσα τόσο βαρύ για το σύγχρονο άνθρωπο , και ιδίως για τη νέα γενεά , είναι να είναι αντάξια σε μια τέτοια καθημερινή ζωή .Όλο το κυνηγητό για το «ζήσιμο» πηγάζει από αυτή την αδυναμία .Γιατί είναι αδυναμία να μη μπορείς να αντικρίσεις σοβαρά κατά πρόσωπο τη μοίρα της εποχής. Η μοίρα του πολιτισμού μας είναι να συνειδητοποιήσουμε αυτό τον αγώνα ,αφού επί χίλια χρόνια είχε τυφλώσει τα μάτια μας ο δήθεν ή πιθανώς αποκλειστικός προσανατολισμός στο μεγαλειώδες πάθος της χριστιανικής ηθικής. »[138]
Ο ηθολόγος Κ.Λόρεντς θα αμφισβητήσει τη ενιαία ευθύγραμμη πορεία της ιστορίας επισημαίνοντας ότι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί «δεν γεννιούνται με ευθύγραμμη αλληλοδιαδοχή σύμφωνα  μ’έναν ενιαίο νόμο , αλλά ακριβώς όπως τα ζωτικά και φυτικά είδη , ανεξάρτητα τα μεν από τα δε , «πολυφυλετικά», όπως θα έλεγε ένας φυλογενετιστής» [139].Προστίθεται , μάλιστα, σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι διαφορές , οι  συγκρούσεις , όσο και η επιθετικότητα[140] είναι η αναγκαία στις πιο απλές ζωικές μορφές , όσο και στις πιο σύνθετες , όπως είναι ο άνθρωπος .Η αγάπη , η φιλία , ο έρωτας , η συγκρότηση μιας ομάδας , η αυτοθυσία ενός για την ομάδα στην οποία ανήκει ,προυποθέτουν κάποιες μορφές επιθετικότητας , οι οποίες συνήθως εκτονώνονται σε  θεμιτές διεξόδους ,σε αβλαβείς στόχους  ή υποκατάστατα αντικείμενα. Πρόκειται για κανόνες συμπεριφοράς που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά  στα πλαίσια μιας κοινωνίας. Η  κυριαρχία ενός έθνους πάνω σε ένα άλλο ή ευρύτερα ενός πολιτισμού πάνω σε ένα άλλο μπορεί να θίξει και να προκαλέσει ανεπανόρθωτα προβλήματα στην ισορροπία του ασθενέστερου μέρους  που ενδεχόμενα  είναι  αποτέλεσμα πειραματισμών που έχουν  γίνει σε πολλές διαφορετικές γενιές. Ο Κ.Λόρεντς  θα προσθέσει ότι είναι λανθασμένη η δαιμονοποίηση των ενστίκτων  και η εξιδανίκευση των ορθολογικών κανόνων: «Είναι μια πολύ διαδεδομένη άποψη που συμμερίζονται ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι , πως όλα τα σχήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εξυπηρετούν την ευημερία της κοινότητας , σε διάκριση από κείνα που εξυπηρετούν την ευημερία του ατόμου , υπαγορεύονται από μια ειδικά ανθρώπινη ορθολογιστική σκέψη. Όχι μόνον είναι αυτή η αντίληψη λανθασμένη , αλλ’ αληθεύει ακριβώς το αντίθετο. Χωρίς ένα πλούσιο χάρισμα κοινωνικού ενστίκτου , ο άνθρωπος δεν θα είχε υψωθεί ποτέ πάνω από τον κόσμο των ζώων. Όλες οι ειδικά ανθρώπινες ιδιότητες , η δύναμη του λόγου , η πολιτιστική παράδοση , η ηθική ευθύνη , δεν θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί παρά μόνον σ’ ένα πλάσμα που , πριν  από την αυγή ακόμα της εννοιολογικής σκέψης ,ζούσε σε καλά οργανωμένες κοινότητες. Ο προ-άνθρωπος προγονός μας ήταν αναμφίβολα ένας τόσο καλός φίλος για τον φίλο του όσο και ένας χιμπατζής , ή και ένα σκύλος ακόμα, την ίδια τρυφερότητα και στοργή έτρεφε για τα μικρά της κοινότητας του και το ίδιο θυσιαζόταν για να τα υπερασπίσει , αιώνες πριν αναπτύξει την εννοιολογική σκέψη του και αποκτήσει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του.  »[141]Επιπλέον θα προσθέσει ότι η ηθική όσο και η λογική αντίληψη των συνεπειών μιας πράξης  και της λογικής συνοχής μιας πρότασης , αντλεί την ισχύ της σε κάποια «συγκινησιακή , με άλλα λόγια ενστικτώδη , πηγή ενέργειας που προμηθεύει το κίνητρο.»[142]
Ο Κ.Πόππερ , μετά την επίθεση  του στον Ηράκλειτο, στον Πλάτωνα , στον Αριστοτέλη, στον Χέγκελ και στον Μάρξ  , θα απορρίψει τόσο την ευθύγραμμη και εσχατολογική αντίληψη της ιστορίας όσο και την τραγική ερμηνεία .Οι πράξεις των ανθρώπων δεν κατευθύνονται ούτε από τον θεϊκό λόγο , ούτε από αδήριτες αναγκαιότητες  , αλλά και ούτε παρασκηνιακά κατευθύνονται από κάποιους συνωμότες , διότι «οι συνωμότες σπάνια αποπερατώνουν τη συνωμοσία τους»[143]. Βεβαίως συνωμοσίες γίνονται και σε πολλές περιπτώσεις επιτυγχάνουν , όμως επειδή δεν στοχεύουν τον ίδιο σκοπό , θα χρειαζόταν να επιστρατευτεί ο εγελιανός «δόλος της ιστορίας»   , ώστε να τις συγκεντρώσει προς τον ίδιο τελικό σκοπό , πράγμα πρόδηλα ανέφικτο. Ο Κ.Πόππερ  θα αναρωτηθεί αν έχει η ιστορία νόημα. Η  απάντηση του είναι αρνητική και  θα αποφανθεί : «αν και η ιστορία δεν έχει σκοπούς , μπορούμε να της θέσουμε αυτούς τους δικούς μας σκοπούς και μολονότι η ιστορία δεν έχει κανένα νόημα , μπορούμε ωστόσο εμείς να της δώσουμε ένα νόημα »[144] .Όμως δεν είναι  παράλογο  να ισχυριστούμε ότι όσο και αν δεν το αποδέχεται ο ίδιος μια τέτοια σκέψη δεν απέχει , αλλά αντίθετα αποτελεί μέρος της τραγικής αντίληψης του κόσμου, δεδομένου ότι καλείται ο άνθρωπος να κατασκευάσει ο ίδιος την εξέλιξή του , ενώ κατανοεί ότι η θεμελιώδης υπαρξιακά απόφαση για την επιλογή των αξιών περιέχει ένα στοιχείο αυθαιρεσίας.
Η νεοφιλελεύθερη σκέψη έκανε σημαία της τον Κ.Πόππερ , και τον χρησιμοποιεί κατά κόρον κατά των αντιπάλων της. Ήταν  λογικό να συμβεί αυτό διότι βρήκε στον λόγο του ,πλήθος επιχειρημάτων κατά του Μάρξ , που μπορούσε να εγείρει κατά της αριστεράς  , αλλά και μια σφοδρή επίθεση κατά του πλατωνισμού , που τής είναι επίσης αναγκαία ως όπλο κατά των συντηρητικότερων αντιπάλων της. Βεβαίως πάνω στην σπουδή της δεν πρόσεξε ότι η επιστημολογία του προήλθε ως συνέπεια πολλών προβλημάτων , ανάμεσα  στα οποία είναι η  συνείδηση της κρίσης και των αδιεξόδων του ορθολογισμού ,εξ’ ού και η κριτική στον Αριστοτέλη και στον κλασσικό ορθολογισμό. Όμως  ο νεοφιλελευθερισμός καθώς θεωρεί ότι θριαμβεύει και κυριαρχεί θα τον εγκαταλείψει και  θα ασπαστεί  την φιλοσοφία της ιστορίας που κατασκευάστηκε από τον Φ.Φουκουγιάμα , και ερμηνεύει την πορεία του κόσμου και της πραγματικότητας  ως ευθύγραμμης και εσχατολογικής.  Η εντυπωσιακή καινοτομία   του είναι ό,τι αντιλαμβάνεται τον «φιλελεύθερο καπιταλισμό»  ως το ευτυχές τέλος της ιστορίας, ως τον τόπο που θα οδηγηθούν όλες οι διαδρομές. Οι ΗΠΑ , επειδή έχουν φιλοδοξίες πλανητικές και όχι να κυριαρχήσουν σε ένα μέρος του κόσμου , χρειάζονται μια τέτοιου είδους εσχατολογική κοσμοθεωρία  που θα αφορά όλο τον κόσμο  και θα τερματίζει συγχρόνως τον χρόνο , αφού μετά από αυτή δεν θα συμβούν σπουδαία γεγονότα. Για  αυτό σε αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά και από αυτή προωθήθηκε σε όλη την υφήλιο ,  ως σπουδαίο  και κρίσιμο πνευματικό γεγονός.
Ο Φ.Φουκουγιάμα , κατ’ αρχήν , δημοσίευσε ένα άρθρο  για το τέλος της ιστορίας , που το ταυτίζει με  την κυριαρχία του φιλελεύθερου καπιταλισμού στο περιοδικό The National Interest το καλοκαίρι του 1989.Πλέον ότι πρόβλημα ή γεγονός υπάρχει θα οφείλεται στην ελλιπή ή στρεβλή εφαρμογή του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Εξ αιτίας   της απλότητας του  και την ισχυρής υποστήριξης από τους προπαγανδιστικούς βραχίονες των ΗΠΑ , γνώρισε εξαιρετική διάδοση , αλλά ο Φουκουγιάμα , θα προσπαθήσει  να εμφανίσει μια στοχαστικότερη εκδοχή του με το βιβλίο του το «Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος»[145].Όπως φαίνεται από τον τίτλο πρόκειται για την διασταύρωση της σκέψης του Χέγκελ με αυτή του Νίτσε. Η κατανόηση του Χέγκελ γίνεται μέσα από την αναφορά στο έργο του σπουδαίου χεγκελιανού,  ρωσικής καταγωγής που έζησε στην Γαλλία του Αλέξανδρου Κοζέβ. Την  άποψη αυτού ,που θεωρούσε ότι ήδη ήταν γεγονός το παγκόσμιο ομοιογενές  κράτος ,με το   οποίο είχε πραγματοποιηθεί το τέλος της ιστορίας , που είχε προαναγγείλει ο Χέγκελ , παρέλαβε ο Φουκουγιάμα , χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία για να την προεκτείνει ώστε να συμπεριλάβει τον σύγχρονο καπιταλισμό με κέντρο τις ΗΠΑ. Βεβαίως θα διαπιστώσει ότι η βούληση για Ισχύ – μεγαλοθυμία την ονομάζει -, που χρησιμοποιεί ο Νίτσε θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα και αναστατώσεις , που  ισχυρίζεται ότι θα αντιμετωπιστούν, αν εξομαλυνθούν  σε μια ορθολογική , εκλογικευμένη επιθυμία αναγνώρισης. Πρόκειται  πρόδηλα για μια αυτάρεσκη και εξωπραγματική εκδοχή , που προϋποθέτει  ότι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός έχει λύσει οριστικά το πρόβλημα της κατανομής της εξουσίας , της παραγωγής  ,  της διανομής  και  του επιμερισμού των αγαθών , της αναγκαίας πρόσβασης στις πρώτες ύλες και σε αγαθά πρώτης ανάγκης σαν το νερό  για όλους τους πληθυσμούς , της διαμάχης μεταξύ των εθνών και των θρησκειών  και βέβαια των οικολογικών προβλημάτων. Φυσικά οι απαντήσεις που προτείνει απέχουν πολύ από το να είναι πειστικές και οριστικές, ώστε να μην τίθεται θέμα για το τέλος της ιστορίας. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου έβαλαν με δραματικό τρόπο τελεία και παύλα στην σχετική φιλολογία.
Το έργο του Φουκουγιάμα σκιάζεται από τον αβαθή φιλοσοφικό λόγο  του . Η ερμηνεία του Νίτσε είναι εξαιρετικά χοντροκομμένη  και αγνοεί σημαντικές επιρροές που άσκησε, όπως και τις προσεγγίσεις της σκέψης του  από στοχαστές όπως ο Φουκώ και ο Ντελέζ. Από  δεύτερο χέρι επίσης είναι οι γνώσεις του  για τον Χέγκελ και δεν συγκρίνονται βέβαια με αυτές του Α.Κοζέβ, ο οποίος  υπήρξε βαθύς γνώστης της  χεγκελιανής φιλοσοφίας , ώστε να  επηρεάσει πολλούς, σημαντικούς στοχαστές –οι δεν ήταν αποκλειστικά Γάλλοι. Ο  Φουκουγιάμα περιορίστηκε να παραλάβει  αυτούσια από τον Κοζέβ  την βεβαιότητα ότι είχε φτάσει το τέλος της  ιστορίας , ότι ζούσαμε την «Κυριακή της ζωής», ενώ πρόσθεσε και ορισμένες εντυπωσιακά αφελείς σκέψεις , που δείχνουν ότι αγνοεί σημαντικές πλευρές της πραγματικότητας , όπως ο ισχυρισμός  ότι «ο ουσιαστικά αντιπολεμικός χαρακτήρας των φιλελεύθερων κοινωνιών είναι εμφανής  στις ασυνήθιστα ειρηνικές σχέσεις που διατηρούν μεταξύ τους»[146].Από τον Κοζέβ  αντέγραψε επίσης την απώθηση στο περιθώριο της ιστορίας των «τελευταίων  ανθρώπων » του Νίτσε .Όμως ενδιαφέρον είναι ότι ο Λ.Στράους , φίλος του Κοζέβ , που επηρέασε πολλούς νεοφιλελεύθερους όπως τον Φουκουγιάμα, θεωρεί ότι το κοζεβικό όραμα για το τέλος της ιστορίας είναι «μηδενιστικής και όχι φιλελεύθερης νεωτερικότητας και  πως τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι αντιφιλελεύθεροι είχαν τους λόγους τους να είναι σκεπτικοί απέναντι  στον ιδιόρρυθμο  εγελιανισμό του.  » [147]

Ο άνθρωπος έχει την επιθυμία να επεκτείνει την ισχύ του   ώστε να ελέγξει ολιστικά τον Κόσμο , να  ομοιάσει ή να γίνει ο ίδιος Θεός , δηλαδή ανθρωπόθεος .Τα οράματα για παγκόσμια κυριαρχία , για την οριστική διευθέτηση του κόσμου, για ένα τέλος της ιστορίας αντικατέστησαν τις απλούστερες θρησκευτικές εσχατολογίες που δεν ταυτίστηκαν ποτέ άλλωστε απόλυτα με τον ίδιο τον άνθρωπο και την ιστορία του. Ίσως δε  οι καθαυτό θρησκευτικές εσχατολογίες να είναι αθωότερες σε σχέση με αυτές που κατασκεύασαν οι διάφοροι φιλόσοφοι. Το βέβαιο είναι ότι ο αρχαιοελληνικός στοχασμός έτεινε εξ αρχής σε μια κυκλική  και  σπειροειδή εξέλιξη ή στην τραγική αντίληψη του ανθρώπου και του κόσμου. Παρότι ο άνθρωπος έχει αναλλοίωτα ορισμένα χαρακτηριστικά – ιδιαίτερα τα πιο «δαιμονικά»  όπως η επιθυμία για ισχύ και κυριαρχία – οι επιμέρους ενέργειες  του  δεν είναι προβλέψιμες , σε βάθος χρόνου  τουλάχιστον , ούτε επαναλαμβάνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όμως ο κόσμος και η ίδια η ζωή είναι τραγική διότι  είναι εγκλωβισμένη σε αντιφάσεις , αντιθέσεις , συγκρούσεις , που δεν μπορεί  ούτε να ερμηνεύσει , αλλά ούτε και να αντιμετωπίσει   οριστικά  με την χρήση αποκλειστικά της λογικής του ικανότητας .




[1] Μ.Ελιάντε :Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών, Εκδόσεις Χατζηνικολή , Αθήνα 1981, μετάφραση Έλσα Τσούτη, σελ. 378
[2] Μ.Ελιάντε :Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών, Εκδόσεις Χατζηνικολή , Αθήνα 1981, μετάφραση Έλσα Τσούτη, σελ. 379
[3] H.Morgenthau, Επιστήμη και πολιτική της ισχύος , Εκδόσεις Τουρίκη, μετάφραση- επίμετρο Πάνος Τσακαλογιάννης, σελ. 189.
[4] Στο Ε.Καψωμένος «  Η Κυπριακή λογοτεχνία »,περιοδικό «Νέος Λόγιος Ερμής», τεύχος 3, σελ.213
[5] Κ.Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας , Εκδόσεις Παπαδήμα,  Αθήνα 1976,σελ. 26
[6] Κ.Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας , Εκδόσεις Παπαδήμα,  Αθήνα 1976,σελ. 40
[7] Κ.Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας , Εκδόσεις Παπαδήμα,  Αθήνα 1976, σελ.57
[8] Κ.Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας , Εκδόσεις Παπαδήμα,  Αθήνα 1976,σελ.58
[9] Κ.Δεσποτόπουλος :Ο δήθεν κύκλος των πολιτειών κατά Πλάτωνα ,που περιλαμβάνεται στο έργο του «Μελετήματα Πολιτικής Φιλοσοφίας »( Εκδόσεις Παπαζήση ) , σελ. 159-171.
[10] Κ.Παπαιωάννου: «Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα»,Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1998,Μετάφραση Χ.Σταματοπούλου και Σ.Κακουριώτης  σελ.178
[11] [11] Κ.Παπαιωάννου: «Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα»,Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1998,Μετάφραση Χ.Σταματοπούλου και Σ.Κακουριώτης  σελ. 180
[12] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ. 304-305
[13] Κ.Σμίτ :Η έννοια του Πολιτικού ,Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα , 1988, Μετάφραση, Εισαγωγή Αλίκη Λαβράνου, Επιμέλεια Γιώργος Σταμάτης , σελ. 46
[14] Κ.Σμίτ :Η έννοια του Πολιτικού ,Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα , 1988, Μετάφραση, Εισαγωγή Αλίκη Λαβράνου, Επιμέλεια Γιώργος Σταμάτης , σελ.52
[15] Π.Κονδύλης :Ισχύς και Απόφαση- η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών ,Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα ,1991,σελ.213
[16] Π.Κονδύλης :Ισχύς και Απόφαση- η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών ,Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα ,1991,σελ.173
[17] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ. 195
[18] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ.197
[19] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ. 197
[20] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ.198
[21] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ. 198
[22] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ.200
[23] Φ.Νίτσε :Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, στο «Η φιλοσοφία  στην τραγική εποχή των Ελλήνων», σελ. 151
[24] Αριστοτέλης :Μετά τα Φυσικά , Γ3, 1005b,20  από τις εκδόσεις Πάπυρος , τόμος α’ , σελ.153
[25] Αριστοτέλης :Μετά τα Φυσικά , Κ6, 1063b,20  από τις εκδόσεις Πάπυρος , τόμος β’ , σελ.485
[26] Αριστοτέλης :Όργανον, Τοπικά Θ’ 30, από τις εκδόσεις Κάκτος , τόμος γ’ , σελ. 167.
[27] Αριστοτέλης :Όργανον, Περί των Σοφιστικών ελέγχων , από τις εκδόσεις Κάκτος , τόμος γ’ , σελ. 265.
[28] Κ.Αξελός:Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία , Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα , 1986,Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης , σελ. 62
[29] Κ.Αξελός:Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία , Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα , 1986,Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης , σελ. 62
[30] Κ.Αξελός:Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία , Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα , 1986,Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης , σελ.73,74
[31] Κ.Αξελός:Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία , Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα , 1986,Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης , σελ. 262
[32] Φ.Νίτσε :Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, στο «Η φιλοσοφία  στην τραγική εποχή των Ελλήνων», σελ. 154
[33] Φ.Νίτσε :Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, στο «Η φιλοσοφία  στην τραγική εποχή των Ελλήνων», σελ.162
[34] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ.216
[35] G.S.KirkJ.E.Raven- M.Schofield  :Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι , ΜΙΕΤ,  Αθήνα ,1988, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, σελ.216
[36] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 45
[37] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 47
[38] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 47
[39] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 47
[40] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 109
[41] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 111
[42] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 45113
[43] Διονύσιος Αρεοπαγίτης :Περί θείων ονομάτων ,Εκδόσεις Παπαζήση, 1978, μετάφραση Ιγνάτιου Σακαλή σελ. 119
[44] Ρ.Αρόν : «Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης », Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, Μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, σελ. 133
[45] [45] Ρ.Αρόν : «Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης », Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, Μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, σελ. 133
[46] [46] Ρ.Αρόν : «Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης », Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, Μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, σελ. 138.
[47] Κ.Πόππερ : «Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της », Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, 1982,Μετάφραση Ειρήνης Παπαδάκη, Τόμος Β’ ,σελ. 66
[48] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ. 91
[49] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.18
[50] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.20
[51] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.27
[52] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.27
[53] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.35
[54] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.36
[55] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.37
[56] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.38
[57] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.38
[58] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.38
[59] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.42
[60] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.43
[61] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.44
[62] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.46
[63] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.54
[64] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.58
[65] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Β’, σελ261
[66] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.58
[67] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.62
[68] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.66
[69] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ.68
[70] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ73
[71] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ77
[72] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Α’, σελ127
[73] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Β’, σελ 149
[74] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Β’, σελ235
[75] Γ.Χέγκελ : Εισαγωγή στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Αιμιλία Μανούση, Τόμος Β’, σελ270
[76] Γ.Χέγκελ :« Η Φαινομενολογία  του Πνεύματος»,Εκδόσεις  Δωδώνη, Μετάφραση – Εισαγωγή –Σχόλια Δ.Τζωρτζόπουλου , σελ 332-333
[77] Γ.Χέγκελ:  «Η επιστήμη της Λογικής», Εκδόσεις  Δωδώνη, Μετάφραση – Εισαγωγή –Σχόλια Γ.Τζαβάρα, σελ 196
[78] Κ.Μάρξ- Φ.Ένγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», Εκδόσεις Ερατώ, 1998,Μετάφραση Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ. 71
[79] Κ.Μάρξ: «GRUNDRISSE ,Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας», Εκδόσεις Στοχαστής, 1989,Μετάφραση Δ.Διβάρης, Τόμος Α’, σελ. 58
[80] Στο Κεφάλαιο ο Κ.Μάρξ γράφει «Η χώρα που είναι περισσότερο ανεπτυγμένη βιομηχανικά δείχνει  απλώς σε όσους την ακολουθούν στην βιομηχανική κλίμακα την εικόνα του ίδιου του μέλλοντός τους( αναφέρεται στο Ρ.Αρόν :Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης ,Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, μετάφραση Μ.Λυκούδη , σελ.199»)
[81] Κ.Παπαϊωάννου :Τάξη και κόμμα  σε μετάφραση του Β.Τομανά και επιμέλεια της Χ.Σταματοπούλου, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην χώρα μας στο περιοδικό «Νέος Λόγιος Ερμής», τεύχος 3, 9-12/2011, σελ. 23
[82] Κ.Παπαϊωάννου :Μάρξ και μαρξισμός , Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2009,Μετάφραση  Β.Τομανά και Επιμέλεια  Χ.Σταματοπούλου,Τόμος Α΄, σελ. 49
[83] Κ.Παπαϊωάννου :Μάρξ και μαρξισμός , Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2009,Μετάφραση  Β.Τομανά και Επιμέλεια  Χ.Σταματοπούλου,Τόμος Α΄, σελ. 49
[84] Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς όπως ο Κ.Πόππερ : «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», Εκδόσεις Δωδώνη, Μετάφραση Ε.Παπαδάκη, Τόμος Β’ , σελ. 170
[85] Είναι χαρακτηριστικό της διαλεκτικής διαστροφής της σκέψης το ακόλουθο  απόσπασμα του Λένιν : «Μόνο ο κομμουνισμός είναι σε θέση να δώσει μια πραγματικά ολοκληρωμένη δημοκρατία , και όσο πιο ολοκληρωμένη θα είναι η δημοκρατία αυτή , τόσο πιο γρήγορα θα γίνει περιττή , θα νεκρωθεί από μόνη της»(Λένιν: Κράτος και Επανάσταση,       Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή,σελ.108).Βεβαίως αν οι σκέψεις αυτές περιορίζονταν σε θεωρητικές διαμάχες μεταξύ διανοούμενων λίγη σημασία θα είχαν. Όμως επειδή επηρέασαν και επηρεάζουν τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι , τον τρόπο που διαμορφώνουν το κράτος , την κοινωνία , την οικονομία  τους ,έχουν κατά συνέπεια  , όσο λίγα κείμενα ,  διαδραματίσει ένα πολύ κρίσιμο ρόλο.
[86] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ. 312
[87] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ. 43
[88] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.44
[89] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.411
[90] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ. 55
[91] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.56
[92] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ. 56
[93] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ. 482
[94] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.58
[95] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ. 550
[96] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 407
[97] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ. 483,484
[98] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.63
[99] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.539
[100] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.259
[101] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.259
[102] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.259, 260.
[103] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.413
[104] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.385
[105] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.418
[106] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.
[107] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.487
[108] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας
 ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.448
[109] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.461
[110] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.480
[111] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Α’ σελ.514
[112] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 636
[113] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.636
[114] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 640
[115] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.123
[116] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.643
[117] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 572
[118] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 593
[119] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.642
[120] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.627
[121] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 641
[122] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 641
[123] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.639
[124] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 583
[125] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ. 644
[126] Τ.Χέρφ : «Αντιδραστικός μοντερνισμός», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης , 1996, Μετάφραση Παρασκευάς Ματάλας , σελ. 76.
[127] Ο.Σπένγκλερ ;  « Η παρακμή της Δύσης – περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας », Εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ- Γ.Δαρδάνος,  2003, Μετάφραση Λ.Αναγνώστου, Τόμος Β’ σελ.644
[128] Ο Γαλλοεβραίος στοχαστής  Ζυλιέν Φρόϋντ έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών και υποστήριξε την διδακτορική του διατριβή με την επίβλεψη του Ρ.Αρόν και του Ζ.Υππολίτ .Επηρεάστηκε   από τον Κ.Σμίτ ,ενώ μετέφρασε και σχολίασε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Μ.Βέμπερ στην γαλλική γλώσσα
[129] Στο Ζυλιέν Φρόϋντ «Η φιλοσοφία των ανταγωνισμών στο Μ.Βέμπερ » , που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εποπτεία , τεύχος 72/ 12/1982 σε μετάφραση Μ.Φραγκούλη – Παπαντωνίου ,σελ1124.
[130] Ρ.Αρόν : Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης ,Εκδόσεις Γνώση, Μετάφραση Μ.Λυκούδη, σελ. 907.
[131] Μ.Βέμπερ: «Η πολιτική ως Επάγγελμα», Εκδόσεις Παπαζήση , Εισαγωγή – Μετάφραση Μ.Γ.Κυπραίου σελ.157
[132] Στο Ζυλιέν Φρόϋντ «Η φιλοσοφία των ανταγωνισμών στο Μ.Βέμπερ » , που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εποπτεία , τεύχος 72/ 12/1982 σε μετάφραση Μ.Φραγκούλη – Παπαντωνίου ,σελ 1125
[133] Στο Ζυλιέν Φρόϋντ «Η φιλοσοφία των ανταγωνισμών στο Μ.Βέμπερ » , που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εποπτεία , τεύχος 72/ 12/1982 σε μετάφραση Μ.Φραγκούλη – Παπαντωνίου ,σελ 1125
[134] Στο Ζυλιέν Φρόϋντ «Η φιλοσοφία των ανταγωνισμών στο Μ.Βέμπερ » , που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εποπτεία , τεύχος 72/ 12/1982 σε μετάφραση Μ.Φραγκούλη – Παπαντωνίου ,σελ 1126
[135] Ο Κ.Πόππερ σχολιάζοντας  τις απόψεις του Αριστοτέλη  που προσπαθούν να κρατούν ισορροπίες στις κρίσεις για άλλους σύγχρονους του και χάνουν τελικά τον προσανατολισμό τους , γράφει «αυτή η φορτική τάση που συστηματοποιείται στο ονομαστό «δόγμα της μεσότητας»  του Αριστοτέλη , αποτελεί μια από τις πηγές της συχνά βεβιασμένης και ακόμα κενής περιεχομένου κριτικής που ασκεί κατά του Πλάτωνα»(Κ.Πόππερ :Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, Εκδόσεις Δωδώνη ,Μετάφραση Ειρήνης Παπαδάκη, Τόμος Β’, σελ.12,13).
[136] Στο Ζυλιέν Φρόϋντ «Η φιλοσοφία των ανταγωνισμών στο Μ.Βέμπερ » , που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εποπτεία , τεύχος 72/ 12/1982 σε μετάφραση Μ.Φραγκούλη – Παπαντωνίου ,σελ 1126
[137] Στο Ζυλιέν Φρόϋντ «Η φιλοσοφία των ανταγωνισμών στο Μ.Βέμπερ » , που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εποπτεία , τεύχος 72/ 12/1982 σε μετάφραση Μ.Φραγκούλη – Παπαντωνίου ,σελ 1127
[138] Μ.Βέμπερ : « Η Επιστήμη ως Επάγγελμα»,Εκδόσεις Παπαζήση, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Γ.Κυπραίου  σελ. 119,120
[139] Κ.Λόρεντς: «Η πίσω όψη του καθρέφτη», Εκδόσεις Θυμάρι, Μετάφραση Μπάμπης Δερμιτζάκης –Θεώρηση – υποσημειώσεις Γιάννης Κρητικός ,σελ.269
[140] Κ.Λόρεντς: «Επιθετικότητα»,Εκδόσεις Χατζηνικολή ,1978,Μετάφραση Ιωάννας Δ.Χατζηνικολή
[141] Κ.Λόρεντζ: «Επιθετικότητα»,Εκδόσεις Χατζηνικολή ,1978,Μετάφραση Ιωάννας Δ.Χατζηνικολή, σελ. 162
[142] Κ.Λόρεντζ: «Επιθετικότητα»,Εκδόσεις Χατζηνικολή ,1978,Μετάφραση Ιωάννας Δ.Χατζηνικολή, σελ.163
[143] Κ.Πόππερ :Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, Εκδόσεις Δωδώνη ,Μετάφραση Ειρήνης Παπαδάκη, Τόμος Β’, σελ.145
[144] Κ.Πόππερ :Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, Εκδόσεις Δωδώνη ,Μετάφραση Ειρήνης Παπαδάκη, Τόμος Β’, σελ.411
[145] Φ.Φουκουγιάμα : «Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος»,Εκδώσεις ΛΙΒΑΝΗ,1993,Μετάφραση Αχιλλέας Φακατσέλης
[146] .Φουκουγιάμα : «Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος»,Εκδώσεις ΛΙΒΑΝΗ,1993,Μετάφραση Αχιλλέας Φακατσέλης , σελ. 348
[147] JanWerner Muller : «Ένας επικίνδυνος  νούς :Η επίδραση του Κ.Σμίτ   στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό», Εκδόσεις Πόλις ,Μετάφραση Α.Συριοπούλου –Επιμέλεια Α.Κιουπκιόλης , σελ. 159