Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Παναγιώτης Κονδύλης: ο Κοραής και η φιλοσοφία του Διαφωτισμού

Μία πολύτιμη και σπάνια μαρτυρία για τον Παναγιώτη Κονδύλη



Το σπάνιο αυτό ηχητικό ντοκουμέντο —πρόκειται για τη μοναδική γνωστή καταγραφή της φωνής του Παναγιώτη Κονδύλη— προέρχεται από το Αρχείο Φωνών του Γιώργου Ζεβελάκη: «Ο Κοραής και η φιλοσοφία του Διαφωτισμού», ανακοίνωση του Κονδύλη τον Μάιο του 1983 στο Συνέδριο για τον Αδαμάντιο Κοραή, στο Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια από τον θάνατό του. Μετά το πέρας του συνεδρίου, η ηχογραφημένη ανακοίνωση μεταδόθηκε  από το Γ΄ Πρόγραμμα. 
* * *
Η περιγραφή της φιλοσοφικής σχέσης του Κοραή με τον Διαφωτισμό θα ήταν πρόβλημα σημαντικά απλούστερο αν ο ίδιος ο Δαφωτισμός ήταν ενιαίο πνευματικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, συνίσταται από κάμποσες διαφορετικές —και, μάλιστα, αντιτιθέμενες μεταξύ τους— κύριες και δευτερεύουσες τάσεις, με αποτέλεσμα να αποκτούν ακόμα και οι κοινοί του τόποι πολλαπλές και αμφίλογες σημασίες, επιδεχόμενοι αντίστοιχα ποικίλες ερμηνείες, ανάλογα με τις επιμέρους κοσμοθεωρητικές συμπάθειες αλλά και με τις συγκεκριμένες πολιτικές ανάγκες όποιου τους επικαλείται κάθε φορά.
Αν λοιπόν θέλουμε να εντοπίσουμε τη θέση του Κοραή μέσα στον Διαφωτισμό, θα πρέπει να διαπιστώσουμε αν ανήκει σε κάποια ευδιάκριτη ιδιαίτερη τάση του, όπως είναι π.χ. ο υλισμός, ή αν κυρίως ενστερνίζεται τους κοινούς του τόπους, οπότε οφείλουμε να προσδιορίσουμε με ποιον τρόπο τους ερμηνεύει και τι μπορεί να συναχθεί από την ερμηνεία αυτή για τις συμπάθειές του απέναντι σε επιμέρους τάσεις του Διαφωτισμού. Κατά την άποψή μου, συμβαίνει το δεύτερο: ο Κοραής, δηλαδή, παραμένει σε κοινούς τόπους του Διαφωτισμού, ερμηνεύοντάς τους, ωστόσο, σύμφωνα με τις προσωπικές κοσμοθεωρητικές κλίσεις του και τους εκάστοτε στόχους της επιχειρηματολογίας του.
Την άποψη αυτή θα την αναπτύξω, συζητώντας παράλληλα τη θέση σύμφωνα με την οποία η σχέση του Κοραή με τον Διαφωτισμό πρέπει να νοηθεί πρωταρχικά στο πλαίσιο της προσωπικής και πνευματικής του επαφής με ένα ορισμένο ρεύμα του Διαφωτισμού, δηλαδή με το κίνημα των λεγόμενων Ιδεολόγων. Και εφόσον η έρευνα, όσο επιμελής και αν είναι στα επιμέρους, συχνότατα παραμένει άκαρπη όταν δεν στηρίζεται σε σαφείς εννοιολογικές διακρίσεις, επισημαίνω προκαταβολικά ότι η παραπάνω θέση μπορεί να έχει δύο και μόνο δύο έννοιες: ή ότι ο Κοραής μυήθηκε στις ιδέες του Διαφωτισμού από τους Ιδεολόγους ή ότι τους ακολουθεί με την τεχνική φιλοσοφική έννοια — παίρνει δηλαδή το μέρος τους στις γνωσιοθεωρητικές ή οντολογικές τους αντιμαχίες με άλλες φιλοσοφικές σχολές. Όμως λέω προκαταβολικά ότι ούτε το πρώτο συμβαίνει ούτε το δεύτερο. Το ότι ο Κοραής δεν μυήθηκε στον Διαφωτισμό από τους Ιδεολόγους θα το δείξω με μια χρονολογική και βιογραφική αναδρομή, η οποία στηρίζεται σε μαρτυρίες και αποφάνσεις σαφώς προγενέστερες από την εμφάνιση του κινήματος των Ιδεολόγων. Και το ότι πάλι ο Κοραής διόλου δεν ακολουθεί πάντοτε του Ιδεολόγους στις χαρακτηριστικές φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις θα το δείξουμε αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο αποδέχεται και ερμηνεύει μερικούς από τους κοινούς τόπους του Διαφωτισμού. Μόνο αφού διευκρινίσουμε τα δύο αυτά σημεία μπορούμε να κατανοήσουμε σε τι ακριβώς συνίστανται οι αναμφισβήτητα στενές σχέσεις του Κοραή με τους Ιδεολόγους, όχι πια από προσωπική αλλά από φιλοσοφική άποψη.
Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά στους Ιδεολόγους δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερη φιλοσοφική ερμηνευτική σημασία, αν αυτοί προσφέρουν ή επιβεβαιώνουν στον Κοραή μονάχα κοινούς τόπους, που θα μπορούσε να τους έχει πάρει και από αλλού ή απλώς να τους ενστερνιστεί αναπνέοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και, προπαντός, αν, όπως θα δείξουμε, ο Κοραής απομακρύνεται από τους Ιδεολόγους σε κρίσιμα επιμέρους σημεία, όσο αμελητέα κι αν είναι αυτά από ποσοτική άποψη και όσο και αν η ποιοτική τους σημασία ξεφεύγει από όποιον δεν έχει τις αναγκαίες γνώσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Τονίζω εξαρχής ότι δεν αμφισβητώ στο παραμικρό τα όσα έδειξε η ιστορική έρευνα για τις προσωπικές σχέσεις του Κοραή με τον κύκλο των Ιδεολόγων — προπαντός ο Φίλιππος Ηλιού σε μια θαυμάσια μελέτη που δημοσιεύτηκε στα Χιακά Χρονικά προ ετών…
Ακούστε ολόκληρη την ανακοίνωση:

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Γιώργος Κοτζιούλας: Ευθύμιος Αγριτέλλης



Το εξαιρετικό  ποίημα  του Γιώργου Κοτζιούλα  μας παραχώρησε ο υιός  τουΚώστας Κοτζιούλας. Ακολουθεί σύντομη αναφορά στον Άγιο Ευθύμιο Αγριτέλλη:
O νεομάρτυρας άγιος Ευθύμιος, κατά κόσμον Αγριτέλλης, γεννήθηκε το 1872 στα Παράκοιλα της Λέσβου, όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία εννέα ετών εισήλθε ως καλογεροπαίδι στη Mονή Λειμώνος, όπου και εκάρη μοναχός μετά από οκτώ χρόνια, το 1899.
Ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του στο μοναστήρι και στη συνέχεια εστάλη από την αδελφότητα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου και φοίτησε την περίοδο 1900-1907. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στη Μονή, έχοντας χειροτονηθεί διάκονος.
Άσκησε το διδασκαλικό λειτούργημα, διατελώντας μάλιστα και σχολάρχης της Λειμωνιάδος Σχολής. Tο 1908 χειροτονήθηκε ιερέας και απο το 1911 μέχρι την κοίμησή του, στις 29 Μαΐου 1921, υπηρέτησε υπό την ιδιότητα του Επισκόπου τους χριστιανούς της Επισκοπής Ζήλων του Πόντου.
Eξ αιτίας της εθνικής δράσης του κατά το Mικρασιατικό Πόλεμο συνελήφθη απο τα τουρκικά στρατεύματα στις 21 Ιανουαρίου 1921. Mετά από φρικτά βασανιστήρια, παρέδωσε την ψυχή του στον Kύριο στις 29 Mαΐου του 1921.
Aνάμεσα στα χειρόγραφα της Mονής Λειμώνος περιλαμβάνονται και πενήντα ένα αυτόγραφα του νεομάρτυρα αγίου, κυρίως σχολικά του τετράδια από την περίοδο των σπουδών του στη Χάλκη.



Στη φυλακή τη σκοτεινή που σ’ έκλεισαν, δεσπότη,
σαν τί πικροί συλλογισμοί περνούσαν απ’ το νου σου;
Αλλά ένα φως αλλιώτικο σούφεγγε μες στα σκότη
κι έτοιμος για το θάνατο μιλούσες του Θεού σου.

Όχι για σε, για δύστυχους (τους πιστούς), για κείνους εδεόσουν,
για όσους στα χέρια των εχθρών εχάσαν το κουράγιο.
Εσένα σαν το Λυτρωτή μπορούν να σε σταυρώσουν,
εσέ κατόπι οι Χριστιανοί θα σε τιμούν σαν άγιο.

Πατέρας ήσουν στοργικός για του λαού το πλήθος
και στ’ όνομά σου ορκίζονταν παντού τα ρωμιοχώρια,
ο πόνος ασυγκίνητο δε σου άφηνε το στήθος,
ήξερες η φτωχολογιά πως θέλει παρηγόρια.

Και σαν καλός πολεμιστής, στρατιώτης του Κυρίου
Βαγγέλιο στόνα κράταγες κι αρμάτωνες με τ’ άλλο.
Μ’ αγκάθια κάσα σου έπλεκαν στεφάνι μαρτυρίου,
μα εσύ δεν έλεες το σκοπό ν’ αφήσεις το μεγάλο.

Πήρες στον ώμο το σταυρό καθώς ο Ναζωραίος,
δοκίμασες τα βάσανα κι’ εσύ στην εξορία,
μα δεν ελιγοθύμησες, ήσουν πολύ γενναίος.
Αδάκρυτος εδόθηκες υπέρτατη θυσία.

Ψαλμοί νεκρώσιμοι ήτανε τα λόγια τα στερνά σου,
γιατί προμάντευες σωστά το τι σε περιμένει.
Σε τύλιξαν στο σάβανο του ματωμένου ράσου
και σε μιαν άκρη σ’ έβαλαν, ακόμα φοβισμένοι.

Σ’ εχθρού το χώμα (σε ξένο χώμα) αν ήτανε γραφτό σου να πεθάνεις,
μα η χώρα, που τ’ αδέρφια σου πατούν, δεν είναι σκλάβα.
Ο άνθρωπος μοιάζει μ’ όνειρο, σε μια στιγμή τον χάνεις,
μόνο τα έργα αφήνουμε για θύμηση στο διάβα.

Κι εσύ έγινες αθάνατος με την πικρή θανή σου.
Αν σε τραβάει καμιά φορά της γης η νοσταλγία,
μάτια πολλά θα σε ζητούν, πουλί του παραδείσου,
ψυχές πολλές θα καρτερούν τη θεία σου ευλογία.

     Πάρνηθα,  25.9.36                    Γ. Ηπειρώτης
                                                (Γιώργος Κοτζιούλας)


 Σημείωση Γ. Κοτζιούλα: «Αν δώσετε το ποίημα πουθενά για δημοσίεψη, μην αλλάξετε το ψευδώνυμο γιατί έχει το λόγο του».

Γ. Κοτζιούλας, Ο Θεόφιλος στο Κολωνάκι, Νέοι Σταθμοί, τεύχ. 10-11 (3-6-1947) 72-73.


Πρόκειται για ένα σημαντικό  δυσεύρετο  κριτικό κείμενο το οποίο μου το έδωσε ο υιός του Γ.Κοτζιούλα , Κώστας Κοτζιούλας και τον οποίο ευχαριστώ




Τύχη που την είχε αυτός ο Χατζημιχαήλ από τη Μυτιλήνη! Όσο ζούσε, τον παρανόμιζαν οι πατριώτες του «τσολιά», εξαιτίας της φουστανέλας που εξακολουθούσε να φοράει, κι εξάπαντος δε θάχαν σπουδαία ιδέα για τη φρονιμάδα του βλέποντας έναν ώριμο άνθρωπο να τριγυρνάει ερημοσπίτης, με χρώματα μες στο σελάχι του, έτοιμος να ζωγραφίσει επιφάνειες τοίχων σ’ εξοχικά μαγαζιά, καφενεία, ταβέρνες, όπου τύχαινε, αρκεί να τούδιναν την άδεια κι ένα κομμάτι ψωμί ή τουλάχιστο τις μπογιές που χρειαζόταν. Πέρασε έτσι μια ανερμάτιστη, στερημένη ζωή μεταξύ του γενέθλιου νησιού του και του φιλόξενου Πήλιου, έχοντας για μόνη του περιουσία μια κασέλα για να φυλάει τις εικόνες και τα χαρτιά απ’ όπου αντλούσε τα θέματα της ζωγραφικής του, μην αφήνοντας τις απαιτήσεις του να φτάσουν παραπέρα απ’ τον επιούσιο άρτο, ευχαριστημένος που τον άφηναν να πραγματοποιεί τις φαντασίες του απάνω στα ξένα ντουβάρια. Κι έρχεται τώρα η φήμη, λίγα χρόνια ύστερα από το θάνατό του, να τον εκθειάσει με υπερβολή, σα νάθελε να τον αποζημιώσει για την αφάνεια όλης της ζωής του, αυτόν τον ταπεινό, θεόφτωχο, αγνοημένο φουστανελά, που είχε περιφέρει τον εαυτό του και τη λόξα του σαν ένας ζωντανός αναχρονισμός ανάμεσα στον πεζό κόσμο ανθρώπων της ανάγκης, ανίδεων απ’ τα μάγια της τέχνης. Έρχεται η αναγνώριση μεταθανάτια και τον μεταχειρίζεται σα χαϊδεμένο παιδί της, αυτόν τον αχαΐρευτο, και τον οδηγεί στις αίθουσες του Βρεταννικού Ινστιτούτου, για να περάσει από μπρος του η καλλιεργημένη αριστοκρατία και ν’ ακούσει απ’ το στόμα της λόγια θαυμασμού, αυτός ο άσημος ως τα χτες που ξημερώθηκε να τον γνωρίζουν όλοι και να τον συζητούν με το μικρό όνομά του – Θεόφιλο σκέτα, δίχως επώνυμο, σα ν’ απαλλοτρίωσε για πάντα την ονομασία σ’ αυτόν τον κλάδο, όπως έγινε πριν από αιώνες με το Σωκράτη στη φιλοσοφία, με το Φειδία στη γλυπτική.
Από πού προέρχεται αυτή η ανέλπιστη αλλαγή και ποια μπορεί νάναι η εξήγησή της; Μήπως ισχύει αληθινά αυτό που λένε και γράφουν μερικοί πως ο τεχνίτης πρέπει να γεράσει ή να πεθάνει πρώτα για να επιβληθεί στους συγχρόνους του; Και μήπως ταξιδεύτηκε ο Θεόφιλος απ’ το φιλότεχνο ωστόσο νησί του γιατί, σύμφωνα με μια άλλη διαδομένη αντίληψη, κανένας προφήτης δεν επιβάλλεται στην πατρίδα του; Είναι, τέλος, άξιος ο καλλιτέχνης μας όλου αυτού του θορύβου που γίνεται γύρω απ’ το όνομά του από ειδήμονες και μη; Να ερωτήματα που γυρεύουν απάντηση, ζητήματα όπου είναι αναγκαία η συμβολή του καθενός, απ’ την άποψη πως όλοι μας αποτελούμε το λεγόμενο κοινό και δικαιούμαστε νάχουμε γνώμη απάνω σε τέτιες περιπτώσεις.
Η περίπτωση του Θεόφιλου ενδιαφέρει προπάντων γιατί θέτει ακόμα μια φορά το πρόβλημα της λαϊκής τέχνης με όλα τα σχετικά. Έχουμε έναν τεχνίτη ασπούδαχτο, αυτοδημιούργητο, χωρίς μαθητεία σε σχολές, σπουδές στο εξωτερικό και τα λοιπά. Μόνος του έμαθε την τέχνη των χρωμάτων, κοιτάζοντας μόνο έργα των άλλων, ακολουθώντας κατά κύριο λόγο το ένστιχτό του. Και αυτός ο άνθρωπος με τις λειψές γνώσεις, με τα μεγάλα κενά έφτασε στο σημείο αν όχι να συναγωνιστεί επίφοβα τους αναγνωρισμένους συναδέλφους του, τουλάχιστο να προκαλέσει στα σοβαρά την προσοχή τους, να τους βάλει σε σκέψεις. Τι, έχει ακόμα πέραση η αγραμματοσύνη στη ζωγραφική; Αυτή η απορία μας γεννιέται αυτόματα όταν βλέπουμε πίνακες του Θεόφιλου.
Φαίνεται πως οι σπουδές, η μόρφωση είναι ένας τρόπος, ο κανονικός κι ο πιο συνηθισμένος, για να γίνει κανείς ζωγράφος. Όταν όμως μια τέτοια ροπή παρουσιαστεί σ’ έναν άνθρωπο που στερείται τα τεχνικά εφόδια, και μάλιστα σε κάπως προχωρημένη ηλικία, σαν όψιμη εκδήλωση καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας, η κλίση αυτή παρ’ όλες τις ελλείψεις έχει τη δυνατότητα να μην καταπνιγεί. Έτσι ο ερασιτέχνης, ακολουθώντας δικά του μονοπάτια, φτάνει συχνά στο ίδιο αποτέλεσμα, καμιά φορά και καλύτερο, με τους πιο ευνοημένους απ’ αυτόν συναδέλφους του. Τα παραδείγματα δε λείπουν. Μου έρχεται στο νου αυτή τη στιγμή τ’ όνομα ενός άλλου ασπούδαχτου, του Παλιούρα, που είχε απασχολήσει τον αθηναϊκό τύπο πριν από 15-20 χρόνια, καθώς και το φαινόμενο ενός πασίγνωστου μποέμ, του πολυτεχνίτη Γολέμη, που βάλθηκε στα γεράματά του, στα καλά καθούμενα, να ζωγραφίζει. Θα υπάρχουν και πολλοί άλλοι, άγνωστοι τεχνίτες του λαού, προπαντός αγιογράφοι, αλλά και πλανόδιοι απεικονιστές με αμφίβολη αξία, που κάνουν ωστόσο τη δουλειά τους, για να ξεχαστούν σε λίγον καιρό.
Αυτή την τύχη πρόκειται νάχει κι ο Θεόφιλος; Δεν το πιστεύω. Από τις αναλύσεις που τούκαμαν οι τεχνοκρίτες ίσαμε την εντύπωση που άφησε σ’ απλούς επισκέπτες της μετά θάνατον έκθεσής του βγαίνει η διαπίστωση, λίγο ως πολύ, πως ο ζωγράφος αυτός με την πρόχειρη κατάρτιση και τα πρωτόγονα μέσα έχει κάθε δικαίωμα να καταλάβει μια θέση στον περίβολο της τέχνης, αν όχι και να προβληθεί σα μοναδική φυσιογνωμία, σαν κορύφωμα της λαϊκής ζωγραφικής. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε την αφετηρία του και τον κύκλο όπου ανήκει από φυσικού του. Αυτό θα μας βοηθήσει να τον τοποθετήσουμε σωστά, έστω κι αν δεν κατέχουμε όσο χρειάζεται τα στοιχεία που θα τον έκριναν οριστικά.
Ο Θεόφιλος, πιστός στην προέλευσή του, ακολουθεί την ελληνική παράδοση που μας κληροδοτήθηκε με τις ζωγραφιές των εκκλησιών και με τις λαϊκές φυλλάδες. Από κει ξεκινάει, εμπνέεται, παίρνει πολλά θέματά του. Η μυθική Ελλάδα, το Βυζάντιο, ο μεσαιωνικός ελληνισμός, η περίοδος του Εικοσιένα, γίνονται όλα πηγές σ’ αυτόν τον ασυναίσθητο μεγαλοϊδεάτη που ζητούσε ν’ αναβιώσει το αρχαίο κλέος και τις νεώτερες παληκαριές, ακόμα και με τη ντυμασιά που φορούσε και που μ’ αυτήν ίσως γύρευε να σκεπαστεί η κρυμμένη του μειονεξία. Το γεγονός είναι πως στις παραπάνω συνθέσεις, αντιγραφές το περισσότερο, φυσούσε δική του πνοή και τις ζωντάνευε απρόοπτα με την αφέλειά του. Εκεί όμως που κερδίζει ακέρια τη συμπάθειά μας είναι οι σκηνές του εκ του φυσικού, όπως το μάζωμα των ελιών, το ψάρεμα με την τράτα, ο πανηγυριώτικος χορός, η βλάχα της Καλαμπάκας και άλλα τέτια χαριτωμένα, όπως και προσωπογραφίες καμωμένες με πολύ γούστο και με το ρεαλισμό βέβαια που διακρίνει όλη την τέχνη του. Σ’ αυτά τα κομμάτια ο Θεόφιλος μας δίνει όλο το μέτρο της αξίας του, ενώ με το ζωηρό χρωματισμό του, με τους ανεπιτήδευτους τόνους του δίνει κι ένα γερό μάθημα στους ακαδημαϊκούς ζωγράφους που εννοούν να διδάσκονται πιο πολύ απ’ τα βιβλία παρά απ’ τη φύση. Αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα το θαλασσινό στοιχείο του Θεόφιλου καθώς κι η σύνδεση, η διασταύρωση του αιγαιοπελαγίτικου κόσμου μας με τον αντικρινό της Μικρασίας, που αδερφώνονται στο έργο του πέρα από εθνικισμούς και μισαλλοδοξίες.
Κλείνοντας το σημείωμα θα κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις ακόμα. Έτσι όπως ξεπρόβαλε ο Θεόφιλος και με τον τρόπο που δημιούργησε, αλάργα απ’ τα καθιερωμένα, χρειάστηκε να τον ανακαλύψουν. Κι η ανακάλυψη έγινε από έναν ξενιτεμένο συμπατριώτη του. Δηλαδή ο τοπικισμός έκαμε πάλι το θαύμα του. Άραγε θα έμενε άγνωστος ακόμα ο ζωγράφος μας χωρίς τη μεσολάβηση του μυτιληνιού τεχνοκρίτη; Θάθελα να το πιστέψω, αλλά δε φτάνω ως εκεί. Νομίζω πως η τάση για την υιοθέτηση της λαϊκής τέχνης είναι κάτι το γενικό, σημείο της εποχής μας. Η συγκατάβαση που έδειξε το Κολωνάκι για το έργο του Θεόφιλου έρχεται σα συνέχεια της σκυριανής καρέκλας και του αιγινήτικου κανατιού. Είναι ένα απέριττο στολίδι που κολακεύει, από αντίδραση ας πούμε, τα εκλεπτυσμένα τους γούστα. Μα ο φτωχός Θεόφιλος δεν προόριζε τις ζωγραφιές του γι’ αυτούς. Τις άφησε αμανάτι και χάρισμα εκεί που τον τάιζαν ψωμί, δηλαδή πάλι στο λαό. Κι αν έβλεπε την υποδοχή που του κάνουν εδώ οι ευρωπαϊσμένοι αστοί, θα μόρφαζε από πίκρα ή περιφρόνηση, ανάλογα με το βαθμό της εξέγερσής του. Θα σκεφτόταν πως, αν αυτοί οι κουβαρντάδες των σαλονιών είχαν πραγματικό ενδιαφέρο για την τέχνη και τους τεχνίτες, δε θ’ άφηναν τόσα ταλέντα που εκδηλώθηκαν έτσι ή αλλιώς να πάνε χαμένα από έλλειψη μέσων ούτε θ’ άφηναν αυτόν τον ίδιον να εφευρίσκει μόνος του τη ζωγραφική, βαδίζοντας ψαχουλευτά στο σκοτάδι, σαν το λαϊκό στιχουργό που παιδεύεται να σουλουπώσει δεκαπεντασύλλαβο, δοκιμάζοντάς τον πρωτόγονα με το αυτί, ενώ τα βιβλιοπωλεία είναι γεμάτα μετρικές και συλλογές.