Κυριακή 14 Απριλίου 2013

«Το τέλος του Ζαρατούστρα»: Η επινόηση του Π.Κανελλόπουλου και η διαδρομή από τον Φ.Νίτσε στον Φ.Ντοστογιέφσκι






Το 1956 ο Π.Κανελλόπουλος θα εκδώσει το έργο Το τέλος του Ζαρατούστρα[1], ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα που όπως προδίδει ο τίτλος του, σκοπεύει να δώσει συνέχεια στο διάσημο έργο του Φ.Νίτσε.
Έχει προηγηθεί το 1953 η έκδοση του δοκιμίου, «Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας»[2], ενώ το 1956 θα εκδώσει, σε αυτοέκδοση το «Μεταφυσικής Προλεγόμενα». Ενιαία αν δούμε τα τρία αυτά έργα, που εκδίδονται σε διάστημα μιας τριετίας  παρά το διαφορετικό τους περιεχόμενο, αποτυπώνουν την προσπάθεια του Π.Κανελλόπουλου, αν και ενεργός πολιτικός, να συνθέσει πρωτογενή φιλοσοφικό στοχασμό, που θα έχει χωνέψει δημιουργικά το σύνολο του αρχαιοελληνικού  και νεώτερου φιλοσοφικού λόγου.
Βέβαια από τα τρία έργα, που ελάχιστα έχουν απασχολήσει τον κριτικό λόγο, η φιλόδοξη και ριψοκίνδυνη απόπειρα να αποδοθεί μυθιστορηματική συνέχεια στο θεμελιώδες έργο του Νίτσε, είναι το πιο ενδιαφέρον, ενώ  απεικονίζει το μέτρο των ισχυρών επιδράσεων, που δέχθηκε από αυτόν, ο Π.Κανελλόπουλος  .
Στον μικρό πρόλογο, που προτάσσει εξομολογείται την πρώιμη ήδη ανάγνωση του Φ.Νίτσε, τις βέβαιες ισχυρές επιρροές που δέχθηκε, αλλά και την επιδίωξη του να τον αθωώσει από τις διαστρεβλώσεις, που διέπραξαν κάποιοι από τους υποτιθέμενους αναγνώστες , ή οπαδούς του.
«Κάποτε πρωτογνώρισα τον Ζαρατούστρα. Ήμουν έφηβος, όταν τον πρωτογνώρισα. Και δε μου έκανε κακό η παράξενη αυτή γνωριμιά. Από τότε δέθηκα κοντά του. Και η μεγάλη μοναξιά του Ζαρατούστρα έγινε η μικρή μου μοναξιά…
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ήταν τότε στην ακμή του∙ και, μαζί του, το πνεύμα του θανάτου και της καταστροφής που, από τις μέρες εκείνες, έγινε το πνεύμα του αιώνα μας.
Δεν έφταιξε, όμως, ο Ζαρατούστρα για την πορεία που πήρε ο αιώνας μας. Ας λένε ό,τι θέλουν οι κακοί του φίλοι και οι κακοί του εχθροί∙ ο Ζαρατούστρας ήταν αθώος.
Και μου έδειξε ο Ζαρατούστρας από τότε- πάνε περίπου σαράντα χρόνια- το δρόμο που πάει κοντά του, αλλά και το δρόμο που πάει αλλού…
Γιατί δεν ακολούθησε, όμως, ο ίδιος το δρόμο που πάει αλλού; Αν θυμάμαι καλά, η απορία αυτή- ή κάποια που της μοιάζει- γεννήθηκε μέσα μου από τότε που πρωτογνώρισα τον Ζαρατούστρα.
Και σήμερα λέω: ο Ζαρατούστρας είν’ ελεύθερος ν’ ακολουθήσει και το δρόμο που πάει αλλού… »[3]    
  Το έργο επαναλαμβάνει την νιτσεϊκή σκηνοθεσία, ώστε να πείθεται ο αναγνώστης ότι αποτελεί ένα έργο, το οποίο θα είναι γνήσια συνέχεια του αρχικού «Ζαρατούστρα». Ο Κανελλόπουλος επιχειρεί να δείξει ότι μπορεί να υπάρξει ένας λογικός δρόμος που οδηγεί τον Νίτσε, να αναιρέσει πολλές θεμελιώδεις για αυτόν σκέψεις και να ασπαστεί τον χριστιανισμό. Κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου προκαταβολικά έωλο, διότι ο Νίτσε έχει εκφράσει τον βαθύτατο θαυμασμό του για ένα συγγραφέα που έχει διαπλαστεί από την σχέση με την ορθοδοξία, τον Φ.Ντοστογιέφσκι, ενώ στις τελευταίες του επιστολές υπογράφει άλλοτε  ως Διόνυσος και άλλοτε ως Εσταυρωμένος.
 Ο Νίτσε γράφει για τον  Φ.Ντοστογιέφσκι : «Η μαρτυρία  του Ντοστογιέφσκι είναι πολύ σημαντική για τούτο το πρόβλημα – του Ντοστογιέφσκι, του μόνου ψυχολόγου, από τον οποίο είχα κάτι να μάθω- είναι ανώτερος ακόμη κι από τον Σταντάλ. Αυτός ο βαθύς άνθρωπος, που είχε εκατό φορές δίκιο να μην εκτιμάει πολύ τους επιπόλαιους Γερμανούς, έζησε για πολύ καιρό ανάμεσα στους βαρυποινίτες της Σιβηρίας – σκληρούς εγκληματίες για τους οποίους δεν υπήρχε γυρισμός στην κοινωνία- και τους βρήκε πολύ διαφορετικούς απ’ ό,τι περίμενε: ήταν φτιαγμένοι σχεδόν από το πιο καλό, το πιο σκληρό και το πιο πολύτιμο ξύλο που μεγαλώνει παντού στο ρώσικό χώμα.»[4] Προφανώς, ο Νίτσε, αναφέρεται κυρίως στο έργο του Ντοστογιέφσκι «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων»[5], ενώ η προσέγγιση του θα επαναληφθεί στο τελευταίο του έργο την «Θέληση για δύναμη»[6]. Σε αυτό θα αποφανθεί: «Πόσο λυτρωτικός είναι ο Ντοστογιέφσκι»[7].
Στην «Γενεαλογία της Ηθικής», ενώ ξεθεμελιώνει  τον χριστιανισμό, θα γράψει συγχρόνως, ότι στην έρημο «αποτραβιούνται και συγκεντρώνονται στον εαυτό τους τα ρωμαλέα, ανεξάρτητα πνεύματα»[8].
Στις τελευταίες επιστολές, στον Αύγουστο Στρίντμπεργκ ( 19 Ιανουαρίου 1889), στη Μέτα φον Ζάλις ( 3 Ιανουαρίου 1889), στον Γκέοργκ Μπραντές (4 Ιανουαρίου 1889), στον Χάϊνριχ Καιζελιτς (4 Ιανουαρίου 1889), στη Μαλβίντα φον Μεϋζενμπουργκ, στους «Επιφανείς Πολωνούς» (4 Ιανουαρίου 1889), στον Καρδινάλιο Μαριάνι (4 Ιανουαρίου 1889), στον Ουμπέρτο Α’ βασιλιά της Ιταλίας (4 Ιανουαρίου 1889), θα υπογράφει ως «Εσταυρωμένος». Ακόμη σε επιστολή του στην Κοζίμα Βάγκνερ θα υπογράψει ως «Ο Ευαγγελισμός»[9]. Μετά από λίγο καιρό ο Νίτσε θα σιωπήσει οριστικά.
Όμως έχει προηγηθεί η επιστολή στην στη Μαλβίντα φον Μεϋζενμπουργκ ( 12 Μαΐου 1887), που εξομολογείται το πάθος του για τον Ντοστογιέφσκι  και μια άλλη στον Γκέοργκ Μπράντες  (20 Νοεμβρίου 1888)που γράφει «Τα σχόλια σας για τον Ντοστογιέφσκι τα πιστεύω ανεπιφύλακτα. Εξάλλου τον εκτιμώ, επειδή αποτελεί το πιο πολύτιμο ψυχολογικό υλικό που γνωρίζω-κατά ένα περίεργο τρόπο, του είμαι ευγνώμων, παρόλο που πάντα προκαλεί απέχθεια, αφού ξυπνάει τα πιο ταπεινά μου ένστικτα. Αυτή είναι περίπου η σχέση μου προς τον Πασκάλ, τον οποίο παρεμπιπτόντως αγαπώ, επειδή έχω διδαχτεί άπειρα πράγματα απ’ αυτόν: ο μοναδικός λογικός χριστιανός…»[10]
Ο Κανελλόπουλος ξεκινά, όπως και ο Νίτσε, με την κάθοδο του Ζαρατούστρα από τα βουνά. Γράφει: «Όλες τις κορυφές τις είχε γνωρίσει. Οι πιο απότομοι και φοβεροί γκρεμοί είχαν γίνει για τον Ζαρατούστρα βατοί∙ όχι μόνον από κάτω προς τα πάνω, αλλά κι’ από πάνω προς τα κάτω. Δύσκολο είναι ν’ ανέβεις τον απόλυτο γκρεμό∙ αδύνατο αν δεν είσαι φίδι. Είναι, όμως, ακόμα δυσκολώτερο να κατέβεις τον απόλυτο γκρεμό, να πέσεις, να γκρεμιστείς, και να μείνεις ζωντανός, ακέραιος. Ο Ζαρατούστρας το είχε καταφέρει κι’ αυτό»[11]. Παρόμοια ο Νίτσε, παρουσιάζει τον δικό του Ζαρατούστρα, όταν γίνεται τριάντα χρονών, να ανεβαίνει στα βουνά και να παραμένει εκεί για δέκα χρόνια όπου «χάρηκε το πνεύμα του και τη μοναξιά του»[12].
Οι ομοιότητες και οι αναλογίες βέβαια δεν τελειώνουν εδώ. Ο Κανελλόπουλος χρησιμοποιεί νιτσεϊκά σύμβολα, το φίδι και τον αετό, ενώ γράφει «ο πλάστης μου – και δεν είναι πλάστης μου ο Θεός, είτε γιατί δεν υπάρχει ο Θεός, είτε γιατί δεν υπάρχω εγώ για το Θεό»[13]. Αποτείνεται στην νιτσεϊκή ρητορική της σκληρότητας και της αποδοκιμασίας του οίκτου: «Δε θέλω να συμπονάς εσύ μαζί μου. Εσύ, η καρδιά μου, πρέπει να γίνεις όπως είναι η σκέψή μου: κρύα, σκληρή, αδιάφορη απέναντί μου»[14]. Η συμπόνια, ο οίκτος μας απομακρύνει από «τη μεγάλη ευτυχία και τη μεγάλη δυστυχία»[15]. Όπως ο Νίτσε δηλώνει άπατρις, ο Κανελλόπουλος γράφει «Και ποια ήταν η πατρίδα μου; -ρώτησε ο          Ζαρατούστρας τον εαυτό του∙ έχω το αίσθημα ότι η πατρίδα μου έχει λείψει από τον κόσμο, έχει εξαφανισθεί»[16], ή πιο καθαρά «εγώ που δεν έχω πια στέγη και πατρίδα, θα πάω να βρω τους άλλους που έχουν στέγη και πατρίδα»[17]. Η δε νιτσεϊκή επανάληψη του Ιδίου, ξαναγράφεται με σκοπό να επανερμηνευθεί: «Ως τώρα πίστευα στην αιωνιότητα της αλλαγής. Κι όμως επάνω από το κεφάλι μου βρισκόταν η αιώνια ακινησία»[18].
Ο «Ζαρατούστρα», θα κατέβει και αυτός στις πόλεις και στις πεδιάδες μετά από δέκα χρόνια στα βουνά και στις ερημιές. Όμως τώρα οι στοχεύσεις είναι διαφορετικές. Τώρα θέλει να διδάξει και να διδαχθεί. Από το πάθος της απόστασης  φτάνει να ανακαλύπτει τον διπλανό : «σήμερα, η απόφασή μου είναι να κατέβω για πάντα∙ να διδάξω, αλλά και να διδαχθώ, να πω και ν’ ακούσω τι είναι αναγκαίο για να βρεί ο άνθρωπος τον εαυτό του ή το διπλανό του, όπου κι αν βρίσκεται ο εαυτός του ή ο διπλανός του, ποτέ παραπάνω απ’ όπου βρίσκεται, ποτέ ψηλότερα από κει όπου  φτάνει το ανάστημά του∙ ίσως, μάλιστα, πολύ χαμηλότερα, γιατί ο άνθρωπος είν’ ευλίγιστος και μπορεί και σκύβει»[19]. Συγχρόνως εγκαταλείπονται οι παλαιότερες σκέψεις:  «Η αιωνιότητα του Ζαρατούστρα είχε καταντήσει πνιγηρή και ανιαρή. Ο Ζαρατούστρας χρειαζόταν τον καθαρό και δροσερό αέρα του χρόνου. Η αιωνιότητα του Ζαρατούστρα, έστω και ως αιωνιότητα της αέναης επιστροφής, ήταν φοβερά ακίνητη. Ο απλός χρόνος, που του είχε λείψει του Ζαρατούστρα, θα τον οδηγούσε ίσως σε μιάν άλλη αιωνιότητα∙αν όχι καλύτερη, τουλάχιστον αλλιώτικη»[20].  
Στην συνέχεια ο Κανελλόπουλος, θα δημιουργήσει ένα φανταστικό σκελετό πράξεων και πλοκής  με διάφορα πρόσωπα, τα  οποία όμως έχει χρησιμοποιήσει ήδη ο Νίτσε στον δικό του Ζαρατούστρα : « τους δύο βασιλιάδες και το γάϊδαρό τους, το γέρο-μάγο, τον πιο άσχημο άνθρωπο του κόσμου, τον τελευταίο Πάπα, τον εθελοντή ζητιάνο, τον ευσυνείδητο εργάτη του πνεύματος, το θλιμμένο μάντη»[21]. Βεβαίως όπως και στο ομώνυμο έργο του Νίτσε η διήγηση δεν είναι αυτόνομη αλλά υπηρετεί την διατύπωση του στοχαστικού λόγου. Έτσι γράφει: «ήμουν ο καλύτερος και ο πιο ισχυρός γιατί απλούστατα  ήμουν μόνος»[22]. Κατά νιτσεϊκό τρόπο γράφει  «ο γυρισμός είναι ο μόνος δρόμος της ζωής»[23] και ότι «ο Ζαρατούστρα θυμήθηκε ότι είχε διδάξει άλλοτε τον πόλεμο, τον κάθε είδους πόλεμο. Φτάνει να πολεμάς καλά∙ο καλός τρόπος πόλεμου και τα καλά πολεμικά μέσα αγιάζουν τον σκοπό του πολέμου»[24].  Όμως ο Κανελλόπουλος θα απαντήσει «Κανένας σκοπός πολέμου- ούτε ο πιο μεγάλος και ο ιερός-δεν αγιάζει τα μέσα του πολέμου. Αλλά δεν είναι και ανάγκη να τ’ αγιάζει. Οι ιεροί πόλεμοι είν’ ένα ψέμα. Κανένας πόλεμος δεν είναι ιερός∙μπορεί ένας πόλεμος, ακόμα κ’ εμφύλιος, νάναι αναπότρεπτος, ποτέ όμως ιερός»[25]. Αναρωτώντας για τον αν υπάρχει ο Θεός ή ο άνθρωπος, αν η κατάργηση του ενός καταργεί και τον άλλο ή αν θεοποιεί τον άνθρωπο η κατάργηση του Θεού ή άν ο άνθρωπος δημιουργεί τον εαυτό του ακόμη και τον Θεό, δηλαδή κρίσιμα και ουσιώδη ερωτήματα, γράφει: «Μήπως η τελευταία στιγμή ήταν μια νέα πρώτη στιγμή; Και μήπως ήμουν ταγμένος εγώ να ξαναπλάσω το Θεό που από τα γεράματα είχε καταντήσει σχεδόν ανύπαρκτος ; Και σκέπτομαι και λέω, επίσης, κάτι άλλο: Ποιος ήταν πιο ανύπαρκτος, ο Θεός ή εγώ; Τώρα που βλέπω εσένα ανύπαρκτο, μούρχεται η σκέψη ότι ανύπαρκτος θάμουν εγώ και όχι ο Θεός. Ωστόσο, εμείς οι ανύπαρκτοι πρέπει να γίνουμε μόνοι μας υπαρκτοί, πρέπει να πλάσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Ο Θεός έπλασε τους δυό πρώτους ανθρώπους∙δε  μπορεί να κάνει τη δουλειά αυτή αδιάκοπα»[26].
Σε ένα άλλο σημείο ο Κανελλόπουλος αναφέρεται στην σιωπή, ως τον τρόπο παρουσίας του Θεού: «νομίζω πως άκουσα την ίδια τη σιωπή∙ λές νάταν αυτή η φωνή του Θεού;»[27] Ενώ σε άλλο σημείο συμπληρώνει : «Θάπρεπε να τον υπηρετώ σωπαίνοντας…,αποσιωπώντας ακόμα και τ’ όνομά του..»[28]
Ακολουθεί ένα σημείο όπου η νιτσεϊκή σκέψη και γραφή επαναλαμβάνεται με τον πιο ευκρινή τρόπο: «Δεν είναι διόλου απίθανο να γίνει ο ένας από τους δυό μας ο τελευταίος άνθρωπος του κόσμου. Ως τα χτές, δηλαδή ως τη σημερινή αυγή, νόμιζα ότι είμαι ο πρόδρομος του νέου ανθρώπου, μιας γενιάς Τιτάνων, μιας φυλής υπερανθρώπων. Τώρα που αποφάσισα να λυτρωθώ από την πλάνη αυτή, πέφτω στην αντίθετη εκδοχή: Μήπως έφτασε ο άνθρωπος στο τελευταίο του σκαλοπάτι; Το τελευταίο σκαλοπάτι δε μπορεί νάναι ψηλά∙ πρέπει νάναι χαμηλά, πολύ χαμηλά. Ψηλά, στην κορυφή μου, δε βρήκα τον υπεράνθρωπο, δεν κατάφερα να γεννήσω τα παιδιά μου∙ τα μεγάλα ύψη προκαλούν αναφροδισία. Έτσι, αποφάσισα να κατέβω χαμηλά, πολύ χαμηλά, για να δω μήπως έφτασε ο άνθρωπος εκεί κάτω στο τελευταίο του σκαλοπάτι».[29]
Ο Κανελλόπουλος εξετάζει την σχέση αμαρτίας και πίστης για να υποδηλώσει την υποκρισία, που συχνά αποκαλύπτει η επίκληση του Θεού: «αμάρτησε πιο πολύ όσο πίστευε στο Θεό παρά όταν έγινε άθεος∙ γιατί το ν’ αδικείς εν ονόματι του Θεού είναι πολύ χειρότερο κι από το νάσαι άθεος χωρίς ν’ αδικείς»[30].
Συγχρόνως θα προβάλει το φάσμα του μηδενισμού, δηλαδή της απαξίωσης κάθε αξίας: «το ίδιο είναι ό,τι και νάναι∙ τίποτε δεν αξίζει∙ ο κόσμος είναι δίχως νόημα∙ η γνώση πνίγει».[31] Την σκέψη «πέρα από το καλό» την αντικαθιστά με την σκέψη «περ’ από το ωραίο και το άσχημο»[32]. Όπως και ο Νίτσε θα αναδείξει την σημασία του πόνου: « η δύναμη του πόνου που έχεις αισθανθεί στη ζωή σου μπορεί ν’ αλλάξει και αυτούς ακόμα τους φυσικούς νόμους. Οι ευτυχισμένοι είναι ασήμαντοι».[33]
Το σκηνικό μεταφέρεται στο μεσημέρι, μία ώρα που έχει ιδιαίτερη σημασία στην σκέψη του Νίτσε. Συγχρόνως ο Ζαρατούστρα υποβάλλεται στις ευαγγελικές  δοκιμασίες: στην πείνα, στην δίψα, στην διαμονή στην έρημο.
Στη συνέχεια συνδέεται το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού με την γνώση: «Και πούθε τόμαθες ότι υπάρχει ο Θεός ; - τον ρωτάει ο Ζαρατούστρας. Αυτό δεν τόμαθα ποτέ μου, απαντάει ο νοικοκύρης∙δεν ήταν ανάγκη να το μάθω∙αφού υπάρχει, τι χρειαζόταν να το μάθω; Όπως υπάρχει η γη που τη δουλεύω, έτσι υπάρχει κι ο Θεός που τον υπηρετώ»[34]. Με ένα τρόπο που θυμίζει τους σωκρατικούς διάλογους, αλλά και τον Ευριπίδη,  γράφει: «Δεν ξέρω καλά-καλά αν είναι καν φυσικό το να γεννιέται ο άνθρωπος∙ ίσως είναι φυσικώτερο να μένει αγέννητος. Αν έμενε αγέννητος, θάταν κι’ αθάνατος∙ η ανυπαρξία είναι αθάνατη».[35]
Στα επόμενα κεφάλαια  στη δράση συμμετέχουν πρόσωπα από άλλα κλασσικά έργα, όπως ο Άμλετ και ο Δον Κιχώτης. Το πιο ενδιαφέρον είναι η ανάδυση του μηδενισμού και η σύνδεση του με το Θεό: «Η επανάσταση που θα πραγματοποιήσει η γενεά μου θάναι απόλυτη και πάει ν’ αποδείξει ότι τίποτε πια δε μπορεί να πραγματοποιηθεί, τίποτε άλλο εκτός από το μηδέν. Όταν ανακαλύψουμε επιτέλους το μηδέν, θ’ αποκαλυφθεί αυτόματα η πλάνη που επάνω της στηρίζεται το παν. Και ο Θεός… τι θάναι ο Θεός, αν αποκαλυφθεί αυτόματα η πλάνη αυτή;- ρώτησε με περιέργεια ο Ζαρατούστρας. Λίγο είναι, τάχα, για το Θεό ν’ αποδειχθεί ότι είναι ο πλάστης του μηδενός;»[36] Οι διάλογοι και οι σκέψεις παραπέμπουν στον Ντοστογιέφσκι. Το μηδέν ταυτίζεται με το Θεό καθώς «θάταν στην περίπτωση αυτή η ίδια η συνείδηση του Μηδενός»[37]. Μάλιστα θα προσθέσει «πρέπει να σας πω ότι το μηδέν δεν το βρήκα στην ανυπαρξία∙ το βρήκα στην ίδια την ύπαρξη»[38]. Ενώ θα λάβει μια πιο συγκεκριμένη πολιτική διάσταση: « Όλα τα καθεστώτα, ακόμα κ’ εκείνα που θα μπορούσαν να επιβληθούν επαναστατικά στο μέλλον, είναι ξεπερασμένα. Όλα είναι τα ίδια…Φταίνε χωρίς άλλο και οι θεσμοί και οι άνθρωποι, παρατήρησε ο νεαρός∙ γι’ αυτό, όμως, είμ’ εγώ κατά των νόμων γενικά, ακόμα και κατά των φυσικών νόμων. Δεν αξίζει τον κόπο να γυρίζει η γη αδιάκοπα γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο».[39]
Σε όλη αυτή την σκοτεινή ατμόσφαιρα, η μορφή του εργάτη, είναι μια θετική εικόνα, καθώς λέει «δε με νοιάζει ο θάνατος∙ με νοιάζει η ζωή».[40] Η αλήθεια του ταυτίζεται με το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης: «δε μ’ ενδιαφέρει να βρω την αλήθεια, του απαντάει ο εργάτης ∙ μ’ ενδιαφέρει να λυτρωθώ από την αδικία∙ αυτό μου φτάνει. Η ζωή μου είναι ανυπόφορη∙ κι’ όμως δεν τη βαρέθηκα∙ αν είναι το ψωμί μου λίγο και πικρό, μου το γλυκαίνει ο πόθος να εκδικηθώ την κοινωνία στο πρόσωπο εκείνων που είν’ ευτυχισμένοι. Σε καταλαβαίνω ως ένα σημείο∙ είναι κι’ αυτό ένας σκοπός ζωής, του λέει ο Ζαρατούστρας∙ κι’ αφού σε κρατάει στα πόδια σου ο σκοπός αυτός και σε κάνεις να θέλεις να ζεις, δε μπορώ να πω πώς είναι κακός∙ δεν είναι ούτε καλός, ούτε κακός∙ σου είναι απλούστατα αναγκαίος»[41]. Βεβαίως το ερώτημα για τον αν  η ύπαρξη του κακού στον κόσμο, αποκλείει την ύπαρξη του Θεού, τίθεται από τον εργάτη, δηλαδή από εκείνον που βιώνει εντατικά  το κακό: «εγώ δεν ξέρω αν είμαι πλάσμα του Θεού, του λέει ο εργάτης, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός. Πώς μπορεί ο Θεός –αν πράγματι υπάρχει – ν’ αφήνει το πλάσμα του να βασανίζεται, όπως βασανίζομαι εγώ;»[42]
Η νιτσεϊκή απόφανση για τον θάνατο του Θεού διαλέγεται με τα αιτήματα του εργάτη: «Κάποτε έλεγα πως ο Θεός πέθανε. Σάμπως είχα ιδεί, τότε, το Θεό πεθαμένο; Όπως δεν τον έχω ιδεί ζωντανό, έτσι δεν τον είχα ιδεί και πεθαμένο. Έχω, μάλιστα, το αίσθημα πως η αθεΐα είναι πιο ακατάληπτη από τη  θρησκεία. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει ούτε η θρησκεία, ούτε η αθεΐα, λέει ο εργάτης∙ εμένα μ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος που βασανίζεται. Αν πω πώς φταίει ο Θεός, που να τον βρω για να του ζητήσω το λόγο; Γι’ αυτό προτιμάω να λέω πως φταίνε οι ευτυχισμένοι∙ αυτούς τους βλέπω και, όταν έρθει η ώρα, μπορώ να τους τιμωρήσω. Κι’ αν λείψει από τον κόσμο η ευτυχία, θα λείψει, λές , και η δυστυχία μαζί της; - ρωτάει ο Ζαρατούστρας. Θα λείψει, απαντάει ο εργάτης, γιατί, αφού κανένας πια δε θα ξέρει τι θα πει ευτυχία, δε θα ξέρει κανένας και τι θα πει δυστυχία»[43].
Κατά το ευαγγελικό προηγούμενο, που ακολούθησε ο νιτσεϊκός Ζαρατούστρα, ο Κανελλόπουλος αναφέρει κάποιους μακαρισμούς, όπως : «Μακάριοι όσοι συγχέουν τ’ όνειρο με την πραγματικότητα, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι όσοι κατηγορούν τον εαυτό τους ως ένοχο, χωρίς να φταίνε σε τίποτε, ότι αυτοί τέκνα Θεού κληθήσονται. Μακάριοι όσοι μετανοούν και έχουν τύψεις, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Μακάριοι όσοι ζουν στην πλάνη της νεότητας, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν. Μακάριοι όσοι, κοιτάζοντας τον εαυτό  τους στον καθρέφτη, δε βλέπουν την ασκήμια τους, ότι αυτοί παρακληθήσονται»[44].
Από αυτό το σημείο αρχίζει η βαθιά μεταστροφή του Ζαρατούστρα στον χριστιανισμό: «από την ημέρα που εμπιστεύθηκε ο Ζαρατούστρας τ’ όνομα του Ιησού Χριστού στο αγόρι των δώδεκα ετών, άρχισε να αισθάνεται μέσα του ότι γινόταν Χριστιανός».[45]
 Αντι να αναζητάει την απόσταση από τους άλλους, αναζητά τον άλλο, αλλά δεν βρίσκει: «ο Ζαρατούστρας αναζήτησε με μάτια γεμάτα τρυφερότητα το διπλανό του∙ κανένας δεν ήταν πλάι του»[46]. Ο νιτσεϊκός Ζαρατούστρα και ο ντοστογιεφσκικός Ιβάν Καραμαζώφ βεβαίως λέγουν «ν’ αγαπάμε τον πιο μακρυνό και όχι το διπλανό μας»[47]. Σε αυτό το σημείο γίνεται η μεγάλη μεταστροφή του Ζαρατούστρα από τον Διόνυσο στον Χριστό : «σας καλώ, λοιπόν, να ξαναθυμηθείτε την εντολή που είχε δώσει Εκείνος και να ξεχάσετε την εντολή του Ζαρατούστρα. Αγαπάτε τον διπλανό σας κ’ έτσι θα υπάρχει πάντα κάποιος πλάι σας. Μιλήστε του και όταν ακόμα δεν σας προσέχει. Ατενίζετε τον και όταν ακόμα αποστρέφει το πρόσωπό του από σας. Βοηθήστε τον και όταν ακόμα λέει ότι δεν έχει την ανάγκη σας»[48]. Θα συνεχίσει δε πιο έντονα  επιστρέφοντας στην  ευαγγελική αγάπη του εχθρού: «άρχισα, ωστόσο, ν’ αγαπάω –κ’ έτσι άρχισα να αισθάνομαι ότι δεν είμαι πια έρημος και ολομόναχος- εκείνους που είναι αδιάφοροι απέναντι μου∙ εκείνος που περνάνε πλάι μου χωρίς καν να με προσέχουν»[49].
Ως σχόλιο στον Νίτσε, ο Κανελλόπουλος γράφει: «ο Ζαρατούστρας έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι μόνο μια γέφυρα: η γέφυρα που οδηγεί στον υπεράνθρωπο. Ο μέγας Ζαρατούστρας, εκείνος που ήμουν άλλοτε εγώ ο ίδιος, δε νικήθηκε από τον υπεράνθρωπο. Οι Τιτάνες και οι Προμηθείς ήρθαν πριν από τον άνθρωπο, άρα πριν κι από τον Ζαρατούστρα. Ο μέγας Ζαρατούστρας ήταν μονάχα ένας ξεπεσμένος Προμηθεύς, μια άτυχη και τραγική απομίμηση, ένας επίγονος».[50] Η βούληση για ισχύ  είναι χωρίς αντικείμενο, διότι «η θέληση δε χρειάζεται νάναι δυνατή∙ φτάνει νάναι θέληση»[51]. Ο υπεράνθρωπος ξεπερνιέται από τον ίδιο τον άνθρωπο: « ο άνθρωπος είναι μόνο μια γέφυρα, αλλά μια γέφυρα που οδηγεί πάλι στον άνθρωπο! Ο άνθρωπος δεν καλείται όπως το απαιτούσε άλλοτε ο μέγας Ζαρατούστρας, να υπερνικήσει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος καλείται να ξαναγίνεται αδιάκοπα άνθρωπος∙ να ξαναρχίζει πάντα από την αρχή».[52] Το επόμενο βήμα ολοκληρώνει την μεταμόρφωση του νιτσεϊκού Ζαρατούστρα σε χριστιανό: «είπα – και το ξαναλέω- ότι πρέπει ν’ αγαπάτε τον πλησίον σας. Γιατί το λέω αυτό; Το λέω, τάχα, επειδή η αγάπη, για όποιον αγαπάει, είναι από μόνη της καλή; Ναι, το λέω και γι’ αυτόν το λόγο. Αλλά το λέω και γιατί είναι καλός ο κάθε άνθρωπος που αγαπάμε. Λένε ότι στον κόσμο υπάρχει πολλή κακία. Όχι, στον κόσμο περσεύει η καλωσύνη και όχι η κακία. Περσεύει η καλωσύνη και δεν υπάρχουν αρκετά χέρια να την παραλάβουν ».[53]
Το ανακάτωμα  με το πλήθος δεν είναι πια ανακάτωμα με το κατά Νίτσε, σκυλολόι: « που το είδε, τάχα, ο μέγας Ζαρατούστρας το σκυλολόι; Πότε γνώρισε στ’ αλήθεια  τους ανθρώπους; Και πότε έσκυψε να πιει από τη βρύση ή το πηγάδι που χρησιμοποιούν;  »[54]. Βέβαια «οι εξ επαγγέλματος φιλάνθρωποι –προπάντων οι κυρίες των φιλανθρωπικών συλλόγων- προσφέρουν την καλωσύνη που δεν έχουν»[55] αλλά το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την σημασία της αγάπης. Μάλιστα αναγνωρίζει καλή πρόθεση στον «ζητητή του μηδενός, στον φοιτητή με την ειρωνική διάθεση»[56], που θα ήθελε να τον προσεγγίσει σαν πατέρας, σαν αδελφός, σαν ο μεγαλύτερος φίλος του.
Όμως και ο Νίτσε μιλούσε για την αγάπη, αλλά για να την κρύψει πίσω από την «μεγάλη αγάπη»: «δεν ήταν κι’ ο μέγας Ζαρατούστρας τόσο κακός όσο φαινόταν και όσο προσπαθούσε να σας κάνει να πιστέψετε ότι είναι. Του ξέφυγαν ρητά που, δίχως να το θέλει, μας έδειξαν και του μεγάλου Ζαρατούστρα την τρυφερή πλευρά και την καλωσύνη. Ζητούσε-κ’ ήταν κι’ ο ίδιος πρόθυμος να δώσει- τη μεγάλη αγάπη∙  και η μεγάλη αγάπη υπερνικάει, όπως συνήθιζε να λέει, τη συγγνώμη και τη συμπόνοια. Έτσι, για χάρη της μεγάλης αγάπης θυσίαζε ο μέγας Ζαρατούστρας τη μικρή αγάπη, την καθημερινή, την αγάπη της στιγμής, της καθεμιάς στιγμής. Αν δεν έρθει, όμως, ποτέ η ώρα της μεγάλης αγάπης, δεν πρέπει τάχα να γνωρίσει ο άνθρωπος καμμιάν αγάπη; Εγώ σας λέω ότι δε θα ρθεί ποτέ στη ζωή του ανθρώπου η ώρα της μεγάλης αγάπης, αν δεν περάσει ο άνθρωπος κι’ από τη μικρή αγάπη της καθεμιάς στιγμής…Η συγνώμη και η συμπόνια δεν είναι χαρακτηριστικά μονάχα της μικρής αγάπης. Και η μεγάλη αγάπη ξέρει να συγχωρεί και να συμπονάει. Και δεν είναι διόλου ανάγκη- μόνο και μόνο για να δείξουμε ότι είμαστε σπουδαίοι- να φαινόμαστε σκληροί και να προσφέρουμε (όπως το είχε απαιτήσει ο μέγας Ζαρατούστρας) στο φίλο μας που πάσχει ένα κρεββάτι σκληρό, ένα κρεββάτι εκστρατείας. Αν έχουμε στη διάθεσή μας μαξιλάρια μαλακά, σας λέω να του τα δίνετε για ν’ ακουμπάει καλύτερα και πιο αναπαυτικά το πονεμένο του κεφάλι. Δεν είναι δείγμα της μεγάλης αγάπης η απόσταση της από την αγάπη τη μικρή. Δείγμα της μεγάλης αγάπης είναι ότι είναι εξίσου αληθινή όσο η μικρή. Αν δε θέλει νάναι αλλιώτικη από τη μικρή, τότε μπορεί να γίνει η αγάπη μας μεγάλη »[57]
Ο Κανελλόπουλος εισάγει στην δράση τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι, στους «Αδελφούς Καραμαζώφ», τον Αλιόσα. Η πιο αγαθή φυσιογνωμία, από τους αδελφούς, ο μαθητής του στάρετς Ζωσιμά, έχει γίνει και ο ίδιος πλέον μοναχός και μάλιστα ηγούμενος. Θα μιλήσει λοιπόν για τα αδέρφια του: «Δεν ήταν κακά παιδιά. Ίσως νάταν μάλιστα τ’ αδέρφια μου πολύ καλύτερα κι’ από μένα∙ όχι μόνον ο Ιβάν, ο ομομήτριος αδελφός μου, αλλά κι’ αυτός ο Δημήτρης, ο δυστυχισμένος Μίτια, που μπροστά του  - μπροστά στη δυστυχία του, μπροστά στο μεγάλο κακό που κρεμόταν από πάνω του- υποκλίθηκε, ακουμπώντας το κεφάλι του στο πάτωμα, ο μεγάλος και άγιος φίλος μου, ο στάρετς Ζωσιμάς»[58].
Στη συνέχεια ο Ζαρατούστρα, βαδίζει στον δρόμο που του άνοιξε ο Θεός. Όμως ομολογεί ότι: « παλεύω ακόμα με τον Θεό, αλλά παλεύω ελπίζοντας και αγαπώντας∙ αγαπώντας μάλιστα λιγώτερο το Θεό και περισσότερο τους ανθρώπους»[59]. Θα αναρωτηθεί για την σκέψη του Νίτσε που βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό, στην αθωότητα του γίγνεσθαι: «έτσι είχε άδικο ο μέγας Ζαρατούστρας όταν ζητούσε κάτι που νάναι περ΄ από το αγαθό και το κακό, κάτι που να μην είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Αν έλεγε ότι πρέπει να πάμε περ’ από την αντίθεση – και κάθε αντίθεση είν’ εφεύρεση ανθρώπινη- θα είχε δίκιο. Πολλές σκέψεις του μεγάλου Ζαρατούστρα έχουν γερά κουκούτσια και σπάζεις τα δόντια αν δεν προσέξεις αλλά τα φρούτα δεν κρίνονται μόνον από το κουκούτσι τους !»[60] Θα θεωρήσει την εξουσία ως έκφραση αδυναμίας: «ναι, από αδυναμία διατάζουν οι άνθρωποι. Η ιστορία του κόσμου είναι γεμάτη από τις αδυναμίες εκείνων που, για να κρύψουν την αδυναμία τους, βγάζουν διαταγές κ’ εξουσιάζουν»[61]. Αντίθετα οι πραγματικά ισχυροί δεν νοιώθουν την ανάγκη  να διατάζουν . Μπορεί να είναι λίγοι, ελάχιστοι, που δεν αισθάνονταν την ανάγκη ούτε να εαυτό τους να διατάξουν, γιατί: «όταν είσαι ο εαυτός σου, δε χρειάζεται να υπακούσεις στον  εαυτό σου∙ είσαι ολόκληρος και ακέραιος, έστω και αν είσαι ο έσχατος. Έτσι, χωρίς να εξαντλείς τη δύναμή σου υπακούοντας στον εαυτό σου, είσαι έτοιμος να υπακούσεις με ολόκληρο τον εαυτό σου, χωρίς δυστροπία, σε κάτι άλλο: στη φωνή μιάς δύσκολης ώρας ή στη φωνή του πλησίον σου ή στη φωνή του Θεού. Στο βάθος, είτε η δύσκολη ώρα σου μιλάει, είτε ο πλησίον σου σε χρειάζεται, η φωνή του Θεού είν’ εκείνη που σε καλεί να υπακούσεις. Και πρέπει νάσαι πάντα ελεύθερος να υπακούς∙ δεν υπακούει ο δούλος∙ ο ελεύθερος υπακούει»[62].  Βεβαίως  η εξουσία που κυριαρχεί και διατάζει σε όλα τα κράτη και τους κοινωνικούς οργανισμούς αποτελείται από «υστερικούς και ματαιόδοξους ανθρώπους, αδύνατους, φοβερά αδύνατους», οι οποίοι όμως  «διατάζουν όχι μόνο τους πολλούς, αλλά και τους διαλεχτούς»[63]
Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε έθρεφε μια βαθιά και γνήσια αντιπάθεια για το κράτος, το πιο «παγερό από τα παγερά τέρατα». Όμως, «τι φταίει το κράτος, αν βρέθηκαν αργόσχολοι που πήγαν να το θεοποιήσουν; Κατάσταση ανάγκης είναι το κράτος και τίποτε περισσότερο. Τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγώτερο. Δε χρειάζεται ούτε να το υπερτιμήσουμε, ούτε όμως και να πούμε ότι είναι κατώτερο από την αγέλη, όπως τόκαμε ο μέγας Ζαρατούστρας που, ενώ έχτιζε φράχτες γύρω του για να μην μπαίνουν στα περιβόλια του τα γουρούνια και οι ονειροπόλοι, ήταν ο ίδιος ένας φοβερός ονειροπόλος και νοσταλγός…Η ηγεσία δεν είναι καθεστώς ζωολογικό∙ είναι καθεστώς ηθικό. Αν θέλετε μάλιστα να φτάσω στα άκρα της αλήθειας, πρέπει να σας πω ότι αληθινός ηγέτης δεν είναι ο βιολογικά ισχυρότερος, δεν είναι ο νικητής∙ ο αληθινός ηγέτης είναι ο μεγάλος ηττημένος»[64]. Στην σκέψη του Κανελλόπουλου η ηθική λυγίζει την πολιτική όπως το εκείθεν νοηματίζει το εντεύθεν καθώς «αν θέλετε να επιτελέσετε κάτι από τα πολλά που πρέπει ακόμα να επιτελεσθούν, πρέπει να μείνετε στον κόσμο, χωρίς όμως να είστε εκ του κόσμου»[65]. Θα ακολουθήσουν κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις που δεν έχουν άμεση σχέση με τον Ζαρατούστρα, όπως «η μεγάλη άγνοια προετοιμάζει τον άνθρωπο για το παν»[66] ή «οι πολύ νέοι δεν φοβούνται το θάνατο∙ και όταν κυριευθούν από έρωτα, από τον αληθινό και μεγάλο, κυριεύονται κι’ από τον πόθο του θανάτου για να διαιωνίσουν μέσ’ στο θάνατο τον έρωτά τους»[67]. Βεβαίως ο έρωτας ως κατάφαση της ζωής απομακρύνει τον φόβο για το ενδεχόμενο του θανάτου.
 Η συνέχεια του Ζαρατούστρα αντιγράφει σχεδόν με ακρίβεια επεισόδια των Ευαγγελίων. Οι δώδεκα μαθητές, οι ψαράδες που τον αντικρίζουν όλα παραπέμπουν εκεί. Όμως επιχειρώντας να αναιρέσει τον Νίτσε γράφει: «δεν υπάρχει αγαπητοί μου αιώνια επιστροφή. Υπάρχει επιστροφή στην αιωνιότητα και όχι αιώνια επιστροφή στο χρόνο. Όποιος επιστρέφει στην αιώνια πατρίδα του μπορεί ίσως να ξαναγυρίζει καμμιά φορά  κ’ εδώ. Δεν ξαναγυρίζει, όμως, όπως ήταν, δηλαδή για να ξαναζήσει και να ξαναπεθάνει. Ξαναγυρίζει μόνο στην περίπτωση που η αγάπη και η προσδοκία ματιών που τον πεθύμησαν προκαλούν πάλι την παρουσία του εδώ κάτω»[68].
Το τέλος, ο θάνατος του Ζαρατούστρα έρχεται με ηρακλείτειο τρόπο, κολυμπώντας στο ποτάμι : «το ρεύμα του ποταμού δεν είχε πια κανένα λόγο νάναι βίαιο∙ είχε ηρεμήσει∙ ο ποταμός κυλούσε ειρηνικά και σιωπηλά. Τέτοιο ήταν το τέλος του Ζαρατούστρα »[69]. Από ότι αποκαλύπτεται στις τελευταίες σελίδες έπεσε στο ποτάμι για να σώσει κάποιον, πέθανε συνεπώς με την αγωνία του άλλου. Την ίδια εποχή θα πεθάνει και ο Αλιόσα. Θα αφήσει ηγούμενο στην θέση του, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο, εκείνον που είναι πράγματι έσχατος, τον θυρωρό του μοναστηριού του, που δεν ξέρει ούτε καν να ψέλνει : «έτσι, ο έσχατος θα γίνει πρώτος, αλλά θα γίνει πρώτος μένοντας ο έσχατος !»[70]
Το έργο του Φ.Νίτσε «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα»[71]  θεωρήθηκε, όχι άδικα, το κορυφαίο έργο του και ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό του. Σε αυτό, εμφανίζονται συμπυκνωμένες και με ένα γοητευτικά ποιητικά ύφος όλα τα πορίσματα του στοχασμού του. Η αιώνια επανάληψη - η αιώνια επιστροφή, η αθωότητα του γίγνεσθαι, η κατάφαση στον πόνο, η βούληση για ισχύ ως χαρακτηριστικό στοιχείο της ύπαρξης,  ο θάνατος του Θεού και η προβολή ενός Θεού-χορευτή, ενός Θεού που παίζει ζάρια, η θεοποίηση του ανθρώπου, η εξύμνηση της αιωνιότητας με τρόπο νοσταλγικό και μεταφυσικό, η κατάφαση στην αγάπη του απόμακρου και όχι του πλησίον, η εξύψωση της περιφρόνησης που φτάνει ως την περιφρόνηση του ίδιου του εαυτού μας. Μέσα από κατεδαφιστική κριτική του κόσμου που θεμελιώθηκε αφενός στον Σωκράτη και αφετέρου στον Χριστό, εμφανίζεται δειλά-δειλά, αλλά καθαρά το δικό του Δέον που είναι ο Υπεράνθρωπος και ο αντίποδάς του, ο τελευταίος άνθρωπος. Βέβαια δεν πρόκειται για την γελοιογραφία ενός μυώδη ανθρώπου, αλλά για το ξεπέρασμα, το γεφύρι που  οδηγεί τον άνθρωπο αλλού. Η μεταξίωση όλων των αξιών αντικαθίσταται από μια νέα μεταφυσική κατασκευή που επιδιώκει να είναι τόσο αποδεκτή και ισχυρή όσο τουλάχιστον  υπήρξαν και οι παλαιότερες. Γράφοντας «μείνετε πιστοί στη γη»[72], δεν κοινολογεί την σημασία του κόσμου απέναντι σε όσους τον χρησιμοποιούν  και τον εκμεταλλεύονται, αλλά συναντά τον Διαφωτισμό που νομιμοποιεί τον αισθητό κόσμο έναντι του Εκείθεν. Μόνο που η «απομάγευση» του κόσμου, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και οδήγησε στην υποτίμηση του κόσμου έναντι του ανθρώπου και στην συνέχεια και των δύο από δυνάμεις που τους ξεπερνούν. Η επίθεση του στους «περιφρονητές του κορμιού» αναφέρονται στην ασκητική ηθική, αλλά μπορεί να αντιστοιχηθεί και σε αυτές τις περιπτώσεις όπου το κορμί γίνεται εμπόρευμα. Σε αντίθεση με την εξέλιξη της νεωτερικότητας, ο Νίτσε, συνδέει την κοσμικότητα με την αρετή: «μείνετε πιστοί στη γη, αδελφοί μου, με την δύναμη της αρετής σας! Η δωρίζουσα αγάπη σας και η γνώση σας ας υπηρετήσουν το νόημα της γής!»[73] 
Οι σκέψεις του Νίτσε προέρχονται από μια ύπαρξη, που έχει βιώσει εντατικά την οδύνη, η οποία στο τέλος  και θα την διαλύσει. Γι’ αυτό γράφει «απ’ όσα γράφονται δεν αγαπώ παρά μόνο αυτό που γράφει κανείς με το αίμα του. Γράφε με το αίμα σου: και θα μάθεις, ότι το αίμα είναι πνεύμα».[74] Όμως, καθώς επισημαίνει ο Κανελλόπουλος, ο Νίτσε, αντιφατικός, απομακρύνεται από την αποθέωση της σκληρότητας και της έλλειψης οίκτου, καταφάσκει την αγάπη και την οδύνη, ενώ προτιμά την ίδια την ζωή από την κατανόησή της. Όπως λέγει: «είναι αλήθεια: αγαπούμε τη ζωή, όχι γιατί συνηθίσαμε τη ζωή, παρά γιατί συνηθίσαμε την αγάπη »[75] . Η πολεμική ύπαρξη –μια σκέψη που ανάγετε στον ηρακλείτειο λόγο- αντιπαραβάλετε στην εργασία. Ενώ «η φιλεργία σας είναι κατάρα και θέληση λησμονιάς του εαυτού της»,[76] η μάχη και η νίκη είναι διέξοδος, ώστε «δε σας συμβουλεύω να εργάζεστε, μα να πολεμάτε»[77]. Παρότι υπερασπίζεται την υποταγή, στην διπλανή σελίδα διακηρύσσει πως «κράτος λέγεται το πιο παγερό απ’ όλα τα παγερά τέρατα»[78]. Μάλιστα δε «κράτος ονομάζω αυτό, όπου όλοι πίνουνε δηλητήριο, καλοί και κακοί: Κράτος, όπου όλοι χάνουνε τον εαυτό τους, καλοί και κακοί: Κράτος, όπου η αργή αυτοκτονία όλων- ονομάζεται “Ζωή”»[79]. Ο Νίτσε όχι μόνο αξιολογεί αρνητικά το κράτος, καθώς «εκεί που τελειώνει το κράτος αρχίζει μόνο ο άνθρωπος που δεν είναι περιττός», αλλά ταυτίζει το ξεπέρασμά του με την έλευσή του υπερανθρώπου, δηλαδή του θεμελιώδους, γι’ αυτόν, Δέοντος: «εκεί που τελειώνει το κράτος, - μα δείτε, αλήθεια, αδελφοί  μου! Δε βλέπετε το ουράνιο τόξο και το γιοφύρι του υπεράνθρωπου;»[80] Δηλαδή κάθε προσπάθεια να αναχθεί ο Νίτσε και ο υπεράνθρωπος σε κρατική ιδεολογία ή και  σε έναν τρόπο δικαίωσης διαφόρων μορφών του κράτους έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τις προθέσεις και το κέντρο του στοχασμού του. Οι σκέψεις του όμως καταλήγουν στην καταδίκη του χρήματος ως της υπέρτατης αξίας: «αυτοί οι κατάδικοι του πλούτου, που βγάζουν κέρδος από κάθε σκουπίδι, με ψυχρά μάτια και άπληστες σκέψεις,, αυτό το σκυλολόϊ που η βρώμα του φτάνει ως τον ουρανό…όχλος πάνω, όχλος κάτω! Τι θα πει σήμερα «φτωχός» και «πλούσιος»! Τη διάκριση τούτη την ξέμαθα, κ’ έφυγα μακρυά, όλο και πιο μακρυά, ίσαμε που έφτασα στις αγελάδες αυτές»[81].
Επίσης ενδιαφέρον είναι ότι ο Νίτσε συνδέει τις αξίες με τις προσπάθειες για αυτοσυντήρηση: «τις αξίες τις τοποθέτησε ο άνθρωπος στα πράγματα μόνο για την αυτοσυντήρησή του, - αυτός δημιούργησε την έννοια των πραγμάτων, έναν άνθρωπο-έννοια!»[82] Το πόρισμα αυτό, πλέον,  σε στοχαστές σαν τον Π.Κονδύλη, θα έχει μια πιο σύνθετη σημασία: οι αξίες δεν αποτελούν μόνα μέσα αυτοσυντήρησης, αλλά και απαιτήσεις ισχύος. Όμως η αναγωγή από τον Νίτσε της θέλησης για αλήθεια  στην θέληση για ισχύ αποδεικνύει ότι δεν του είναι ξένος ο πολλαπλός  ρόλος των αξιών. Η σχετίκευση της αλήθειας, όπως και του Θεού οδηγεί στην απεριόριστη ελευθερία: «τίποτα δεν είναι αλήθεια, όλα επιτρέπονται». Κάτι τέτοιο επαναλαμβάνει ο Ντοστογιέφσκι, γράφοντας «όταν ο Θεός δεν υπάρχει όλα επιτρέπονται». Πρόκειται για μια  κατάσταση, που φέρνει στην επιφάνεια τα ερεβώδη   βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, τον δαιμονικό ανθρωποθεό ως αντίθεση στον Θεάνθρωπο. Δημιουργεί τις προυποθέσεις για αναίρεση της ελευθερίας, για την πραγμάτωση της κόλασης πάνω στην γη, δηλαδή του ντοστογιεφσκικού  «μαρτυρίου του να μην αγαπάει κάνεις» .
Η αριστοκρατική απόρριψη από τον Νίτσε, του πλήθους και της ισότητας, θα τον οδηγήσει στην αναζήτηση του εαυτού και του απόκοσμου, ώστε: «στην έρημο κατοίκησαν πάντα τους οι αληθινοί, τα ελεύθερα πνεύματα, σαν κύριοι της ερήμου »[83] και ακόμη  «τα μεγαλύτερα γεγονότα- δεν είναι οι θορυβωδέστερες, μα οι σιωπηλότερες ώρες μας»[84]. Το ενδιαφέρον είναι ότι τελικά δεν εγκλωβίζεται στο Εγώ: « είναι απαραίτητο να μάθεις να βλέπεις πέρα από τον εαυτό σου, για να βλέπεις πολλά: - η σκληρότητα αυτή είναι απαραίτητη σε κάθε ορειβάτη»[85]. Θετική είναι η απόρριψη όλων όσων κηρύσσουν το Απόλυτο: «αποφεύγετε όλους αυτούς τους απόλυτους! Έχουνε βαριά πόδια και στενάχωρες καρδιές: - δεν ξέρουνε χορεύουνε. Πως θα μπορούσε να φαίνεται αλαφριά η γη σε κάτι τέτοιους;»[86] Άλλωστε και ο ίδιος δεν θέλει «αγέλη», ούτε οπαδούς, γι’ αυτό : «αληθινά, σας συμβουλεύω: φύγετε μακρυά μου και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα!»[87]H δική του ερμηνεία και στόχευση, που αποβλέπει στην απόσταση και στις ανισότητες, το κίνημα του υπερανθρώπου, όπως το ονομάζει, δεν θα πρέπει να κατισχύσει του άλλου, του κινήματος του τελευταίου ανθρώπου που αποσκοπεί στην ισοπέδωση της ανθρωπότητας: «αυτό εδώ γεννά τον τελευταίο άνθρωπο, το κίνημά μου γεννά τον Υπεράνθρωπο. Ο σκοπός του δεν είναι καθόλου να θεωρηθεί, ότι το τελευταίο είδος θα έπρεπε να κυριαρχήσει πάνω στο πρώτο. Το αντίθετο μάλιστα: τα δύο είδη, πρέπει να συνυπάρξουν, - όσο γίνεται πιο ξεχωρισμένα∙ το ένα να μην ασχολείται με το άλλο, κατά το παράδειγμα των επικουρείων Θεών »[88].
Το έργο του Π.Κανελλόπουλου για τον «Ζαρατούστρα» συγκρινόμενο με το αντίστοιχο του Νίτσε, ίσως να φαντάζει κάπως «αναιμικό». Μπορεί να μην έχει την ορμητικότητα των παθών και την πυκνότητα στοχασμών, που συναντούμε  στον λόγο του Νίτσε. Ταυτόχρονα δεν έχει το μυστικιστικό πάθος και τον βιωματικό χαρακτήρα που διαθέτει η γραφή του Ντοστογιέφσκι. Συναντά, όμως, αυτές τις πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης ως ψύχραιμος παρατηρητής και γι΄αυτό μπορεί να οδηγήσει  τον αναγνώστη να εμβαθύνει  στον λόγο του Νίτσε. Έτσι το αξιολογικά φορτισμένο όραμα του υπεράνθρωπου, που υποτίθεται ότι οδηγεί τον άνθρωπο πέρα από τον άνθρωπο και τον «τελευταίο άνθρωπο», στην πραγματικότητα περιγράφει τις διόλου ασυνήθιστες ανθρώπινες καταστάσεις, τις «ανθρώπινες πολύ ανθρώπινες»  επιδιώξεις της κυριαρχίας και της θέλησης για ισχύ. Πιθανόν όσοι έχουν διαβάσει στον Θουκυδίδη, την επιδίωξη της ισχύος ως χαρακτηριστικό στοιχείο της ύπαρξης, δεν θα έχουν να διαβάσουν, για αυτό το θέμα τουλάχιστον, πολλά  νέα πορίσματα  στον λόγο του Νίτσε.  Ακόμη και η αιώνια επιστροφή παραπέμπει σε ένα σχήμα ιδιαίτερα οικείο στην αρχαιοελληνική σκέψη. Ηράκλειτος και Παρμενίδης, η προτεραιότητα του γίγνεσθαι και η προτεραιότητα του Είναι, θα δανείσουν την δυναμική του στοχασμού τους, στον νιτσεϊκό λόγο.
Οφείλουμε στον Ντοστογιέφσκι την αποτύπωση με τα πιο καθαρά χρώματα της πιο σκοτεινής και ερεβώδους πλευράς του ανθρώπου, που δεν επιθυμεί μόνο την αυτοσυντήρηση, ή την ήσυχη ζωή αλλά και την κυριαρχία. Όποια ιδιότητα θεωρεί ο Νίτσε ότι την κατέχει ο υπεράνθρωπος, στον Ντοστογιέφσκι είναι ιδιότητα  εξίσου των πιο εξαιρετικών όσο και πιο ταπεινών και καταφρονεμένων. Γράφει λοιπόν : « Υπάρχουν άνθρωποι που διψούν σαν τίγρη να γλείψουν αίμα. Όποιος δοκίμασε μια φορά αυτή την εξουσία, αυτή την απεριόριστη κυριαρχία πάνω στο κορμί, το αίμα και την ψυχή ενός ανθρώπου, που είναι κι αυτός όμοιός του, που δημιουργήθηκε με τον ίδιο τρόπο, που είναι εν Χριστώ αδελφός, όποιος δοκίμασε τη δυνατότητα να ταπεινώνει με τον χειρότερο τρόπο ένα άλλο πλάσμα, που πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, αυτός σχεδόν άθελά του δεν μπορεί πια να κυβερνήσει τα συναισθήματά του. Η τυραννία είναι συνήθεια. Σιγά-σιγά αναπτύσσεται και καταντάει αρρώστια. Έχω τη γνώμη πως ο καλύτερος άνθρωπος μπορεί να γίνει άγριος και να πωρωθεί απ’ τη συνήθεια πέφτοντας στο επίπεδο του ζώου. Το αίμα κι η εξουσία μεθάνε, αναπτύσσεται η αγριότητα, η ανηθικότητα. Το μυαλό και το αίσθημα αρχίζουν να παραδέχονται σαν φυσικές και τελικά ευχαριστιούνται με τις πιο αφύσικες πράξεις. Ο τύραννος καταστρέφει μέσα του για πάντα τον άνθρωπο και τον πολίτη κι η εξαχρείωσή του τον κάνει να χάσει κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η μετάνοια, η αναγέννηση του είναι σχεδόν ανέφικτες. Απ’ την άλλη μεριά, το παράδειγμα κι η δυνατότητα μια τέτοιας κυριαρχίας επιδρούν μεταδοτικά σ’ όλη την κοινωνία. Μια τέτοια εξουσία είναι δελεαστική. Η κοινωνία που βλέπει με απάθεια αυτό το γεγονός, είναι κιόλας δηλητηριασμένη στις ρίζες της. Με δυο λόγια, το δικαίωμα που δόθηκε σ’ έναν άνθρωπο  να τιμωρεί σωματικά έναν άλλον είναι μια απ’ τις πληγές της κοινωνίας, είναι ένα απ’ τα δραστικότερα μέσα για την καταστροφή του κάθε καλού που υπάρχει μέσα της, της κάθε απόπειρας για τη δημιουργία μιας πραγματικής πολιτείας κι είναι ακόμα μια στέρεη βάση για τη σίγουρη κι αναπότρεπτη διάλυσή της…Μιάς κι άρχισα να μιλάω για τους δήμιους, ας πω και τούτο: οι ιδιότητες του δήμιου βρίσκονται «εν σπέρματι» σχεδόν στον κάθε σύγχρονο άνθρωπο»[89].
Ο Ντοστογιέφσκι, θα ωθήσει την λογική που αναπτύσσει ο Νίτσε, ως τις ακρότατες συνέπειες της. Αν υπάρχει Θεός, τότε Θεός είναι ο άνθρωπος, που τον δημιουργεί. Όμως η λογική του αυτεξούσιου οδηγεί ή στον φόνο ή στην αυτοκτονία. Όπως λέει ο ήρωας του, ο Κυρίλοβ: «σκοτώνω τον εαυτό μου για να δείξω την ανυπακοή και την καινούργια τρομερή μου ελευθερία»[90]. Αλλά και τον δαιμονικό χαρακτήρα που έχει η επαναστατική οργάνωση, καθώς μυεί τα μέλη της στην χαρά της κυριαρχίας, περιγράφει στο έργο του, με τα πιο αδρά χρώματα. Η κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο και η πειθαρχία, που καλούνται να ακολουθήσουν τα μέλη της συνωμοτικής ομάδας  γίνονται τελικά το πρότυπο που θα πρέπει να ακολουθήσει όλη η κοινωνία: «έχει το κάθε μέλος της οργάνωσης να παρακολουθεί τους άλλους και να κάνει υποχρεωτικώς αναφορές. Ο καθένας ανήκει σ’ όλους κι όλοι στον καθέναν. Όλοι είναι σκλάβοι και γι αυτό είναι ίσοι. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις: συκοφαντίες και δολοφονίες – το κυριότερο όμως η ισότητα. Πρώτα απ’ όλα χαμηλώνει το επίπεδο της μόρφωσης, των επιστημών και των ταλέντων. Το ψηλό επίπεδο των επιστημών είναι προσιτό μονάχα σε ανθρώπους με ανώτερες ικανότητες – δε μας χρειάζονται οι ανώτερες ικανότητες! Οι ανώτερες ικανότητες άρπαζαν πάντοτε την εξουσία κι είχαμε δεσποτισμό. Οι ανώτερες ικανότητες άρπαζαν πάντοτε την εξουσία κι είχαμε δεσποτισμό. Οι ανώτερες ικανότητες δεν μπορούν να μην είναι δεσποτικές, και πάντοτε μάλλον διέφθειραν παρά ωφελούσαν. Αυτούς πρέπει να τους διώξουμε ή να τους αποκεφαλίσουμε. Να κόψουμε τη γλώσσα του Κικέρωνα, να βγάλουμε τα μάτια του Κοπέρνικου, να λιθοβολήσουμε τον Σαίξπηρ- να ο Σιγαλιοβισμός! Οι σκλάβοι πρέπει να είναι ίσοι: Χωρίς δεσποτισμό δεν υπήρξε ακόμα ούτε ελευθερία ούτε ισότητα∙ στην αγέλη όμως πρέπει να υπάρξει ισότητα- αυτός είναι ο Σιγαλιοβισμός!»[91] Για να συμπληρώσει : «οι σκλάβοι πρέπει νάχουν κυβερνήτες. Πλέρια υποταγή, ολοκληρωτικός αφανισμός της προσωπικότητας»[92].
Ο Ντοστογιέφσκι σε όλο το έργο του, βασανίζεται  από τις συνέπειες που ΄χει ο θάνατος του Θεού και η έλευση του άνθρωπου-θεού. Καθώς γράφει στους «Αδελφούς Καραμαζώφ»: «εκεί που θα πατήσει ο Θεός, εκεί πια είναι το θεϊκό το μέρος! Εκεί που θα σταθώ εγώ, εκεί θα γίνει αμέσως η πρώτη θέση… “όλα επιτρέπονται”, τελεία και παύλα »[93]. Όπως και ο Νίτσε μας συμφιλιώνει με την οδύνη, τον πόνο και μας καλεί με έναν τρόπο διαφορετικό να προσκυνάμε την γη: «όταν μένεις μόνος, να προσεύχεσαι. Ν’ αγαπάς να γονατίζεις και ν’ ασπάζεσαι τη γη. Να φιλάς τη γη και να την αγαπάς ακούραστα, αχόρταγα, όλα να τ’ αγαπάς, να επιζητάς τον ενθουσιασμός και την έκσταση της αγάπης. Πότισε τη γη με τα δάκρυα της αγαλλίασης κι αγάπα αυτά τα δάκρυά σου. Αυτή την έκσταση μην την ντρέπεσαι, αγάπα την, γιατί είναι μεγάλο δώρο του Θεού και δε δίνεται στους πολλούς μα μονάχα στους εκλεκτούς»[94].
Ο Ν.Μπερδιάγεφ, θεωρεί ότι στον θρύλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, ο Ντοστογιέφσκι, ξετυλίγει την θετική του ερμηνεία για την  ορθόδοξη χριστιανική ζωή, ενώ αναδεικνύει την συγγένεια ανάμεσα στον Χριστό και στον νιτσεϊκό Ζαρατούστρα, στην κοινή εμμονή στην προτεραιότητα της ανθρώπινης ελευθερίας : «η κρυμμένη μορφή του Χριστού είναι συγγενής με τον Ζαρατούστρα του Νίτσε: το ίδιο πνεύμα υψηλής ελευθερίας, η ίδια κορυφή που προκαλεί ίλιγγο, η ίδια ευγένεια του πνεύματος. Αυτή είναι μια πρωτότυπη σύλληψη του Ντοστογιέφσκι που δεν έχει επισημανθεί ακόμη. Μια τέτοια ταύτιση της εικόνος του Χριστού με την ελευθερία του πνεύματος,, που την κατανοούν πολύ λίγοι, δεν έχει επίσης ακόμη επισημανθεί»[95].
Την επικοινωνία ανάμεσα στον στοχασμό του Νίτσε και του Ντοστογιέφσκι, άλλοτε ομολογημένη και άλλοτε ανομολόγητη, ο Κανελλόπουλος όχι μόνο δεν την αγνοεί, αλλά θα την ερμηνεύσει με τέτοιο τρόπο ώστε να στηρίξει ως λογική την εξέλιξη του Νίτσε σε κάποια μορφής χριστιανισμό  . Πέρα από τους παρεμβολές και τις σκέψεις, που επιδιώκουν να οδηγήσουν τους δύο στοχαστές σε ένα κοινό τέρμα, η παρουσία του Αλιόσα  μέσα στο μυθιστόρημα είναι η πιο γλαφυρή απόπειρα να δειχθεί η εγγύτητά τους.
Τελικά το έργο του Π.Κανελλόπουλου, γραμμένο λίγα χρόνια μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, όπου όλοι οι δαίμονες που κατέτρεχαν τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι είχαν έρθει στο προσκήνιο, δεν προσέχτηκε ούτε από τους εχθρούς, ούτε από τους φίλους του. Δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον, ούτε για το υψιπετές θάρρος και την ασυνήθιστη τόλμη να δοθεί συνέχεια σε ένα κλασσικό έργο του φιλοσοφικού στοχασμού, μα ούτε για την προσπάθεια να αποδοθεί, δίχως παραμορφώσεις το έργο του Νίτσε. Ίσως  αυτός είναι ο λόγος που στα χρόνια που ακολούθησαν, από την πρώτη έκδοση του έργου, το ενδιαφέρον για την ευφάνταστη  επινόηση του Π.Κανελλόπουλου να δώσει συνέχεια και να ολοκληρώσει τον νιτσεϊκό Ζαρατούστρα,  ατόνησε ακόμη περισσότερο, ενώ οι μιμήσεις είναι ακόμη σπανιότερες και οπωσδήποτε λιγότερο φιλόδοξες[96].



[1] Όπως γράφει ο συγγραφέας στον σύντομο πρόλογο, πρόκειται για αυτοέκδοση, την επιμέλεια της οποίας είχε η Α.Καλογεροπούλου και την έκδοση το Τυπογραφείο των αδελφών Ρόδη.
[2] Το έργο, από το 1953, που θα εκδοθεί για πρώτη φορά από το «Βιβλιοπωλείον της  Εστίας », θα επανεκδοθεί το 1985 και το 2004. Η τελευταία έκδοση περιέχει την εισαγωγή του Μ.Μπέγζου.
[3] Π.Κανελλόπουλου, Το τέλος του Ζαρατούστρα, Αθήνα, Νοέμβριος 1956, εισαγωγή.
[4] Φ.Νίτσε, Λυκόφως των Ειδώλων, μετάφραση Ζ.Σαρίκας, Εκδοτική Θεσσαλονίκης,σελ.90.
[5] Ο Φ.Ντοστογιέφσκι στο έργο του, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, μετάφραση Α.Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη, γράφει: « Αποχαιρετούσα σιωπηλά τους ξύλινους στρατώνες. Τι εχθρική εντύπωση μου ‘καναν τότε, τον πρώτο καιρό. Ίσως κι αυτοί να ‘ταν πιο γέρικοι τώρα παρά κείνη την εποχή. Πόσα νιάτα θάφτηκαν άδικα μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους, πόσες υπέροχες δυνάμεις χάθηκαν τζάμπα εδώ μέσα ! Γιατί πρέπει όλα να τα πούμε. Αυτοί οι άνθρωποι  δεν ήταν συνηθισμένοι. Ίσως αυτοί να ‘ταν οι πιο προικισμένοι, οι πιο δυνατοί άνθρωποι απ’ όλο το λαό μας. Μα χάθηκαν άδικα πανίσχυρες δυνάμεις, χάθηκαν αφύσικα, παράνομα, τελειωτικά. Και ποιος φταίει; Αυτό είναι. Ποιος φταίει;»(σελ.453)
[6] Φ.Νίτσε, Η θέληση για δύναμη, μετάφραση Ζ.Σαρίκας, εκδόσεις Νησίδες, σελ.344, 365.
[7] ό.,πρ.,σελ.381.
[8] Φ.Νίτσε, Γενεαλογία της Ηθικής, μετάφραση Α.Δικταίος, σελ.116.
[9] Περιέχονται στο έργο: Φ.Νίτσε, Τελευταίες Επιστολές 1887-1889, μετάφραση Α.Μανούση, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003.
[10] Όπ.πρ.σελ.129.
[11] Π.Κανελλόπουλου, Το τέλος του Ζαρατούστρα, Αθήνα, Νοέμβριος 1956,σελ.2.
[12] Φ.Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, εισαγωγή και μετάφραση Άρη Δικταίου, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1983, σελ.37. Είναι ενδιαφέρον ότι το νιτσεϊκό  έργο επιδρά ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα στην νεοελληνική σκέψη. Το 1924, από τον εκδοτικό οίκο Γεώργιου Ι.Βασιλείου, εκδίδεται με τον τίτλο Τάδε έφη Ζαρατούστρας, σε μετάφραση του  συγγραφέα Λέοντα Κούκουλα, ο οποίος στην συνέχεια διακρίθηκε ως μεταφραστής του Ίψεν.. Η έκδοση, πολύ φροντισμένη, με σκληρό εξώφυλλο, περιέχει επίσης εισαγωγή της περιβόητης αντισημίτριας αδελφής του Νίτσε, Ελισάβετ Φέρστερ-Νίτσε. Ο διευθυντής για κάποιο διάστημα  του  θεωρητικού  περιοδικού της αριστεράς "Πρωτοπόροι", Π.Πικρός, θα μεταφράσει μέρος του έργου και θα το εκδώσει, με δική του εισαγωγή στις εκδόσεις Π.Μαυράκη (χωρίς χρονολογία). 
[13] Π.Κανελλόπουλου, Το τέλος του Ζαρατούστρα, Αθήνα, Νοέμβριος 1956,σελ.1.
[14] όπ.,προηγ.σελ.3.
[15] όπ.,προηγ.σελ.3.
[16] όπ.,προηγ.σελ.4.
[17] όπ.,προηγ.σελ.5.
[18] όπ.,προηγ.σελ.5.
[19] όπ.,προηγ.σελ.7.
[20] όπ.,προηγ.σελ.9.
[21] όπ.,προηγ.σελ.13.
[22] όπ.,προηγ.σελ.15.
[23] όπ.,προηγ.σελ.16.
[24] όπ.,προηγ.σελ.18.
[25] όπ.,προηγ.σελ.19.
[26] όπ.,προηγ.σελ.23.
[27] όπ.,προηγ.σελ.24.
[28] όπ.,προηγ.σελ.25.
[29] όπ.,προηγ.σελ.26.
[30] όπ.,προηγ.σελ.28.
[31] όπ.,προηγ.σελ.29.
[32] όπ.,προηγ.σελ.35.
[33] όπ.,προηγ.σελ.37.
[34] όπ.,προηγ.σελ.58.
[35] όπ.,προηγ.σελ.60.
[36] όπ.,προηγ.σελ.83.
[37] όπ.,προηγ.σελ.84.
[38] όπ.,προηγ.σελ.85.
[39] όπ.,προηγ.σελ.88.
[40] όπ.,προηγ.σελ.104.
[41] όπ.,προηγ.σελ.104,105.
[42] όπ.,προηγ.σελ.105,106.
[43] όπ.,προηγ.σελ.106.
[44] όπ.,προηγ.σελ.159.
[45] όπ.,προηγ.σελ.164.
[46] όπ.,προηγ.σελ.173.
[47] όπ.,προηγ.σελ.174.
[48] όπ.,προηγ.σελ.174.
[49] όπ.,προηγ.σελ.175 .
[50] όπ.,προηγ.σελ.177.
[51] όπ.,προηγ.σελ.178.
[52] όπ.,προηγ.σελ.178.
[53] όπ.,προηγ.σελ.179.
[54] όπ.,προηγ.σελ.180.
[55] όπ.,προηγ.σελ.180.
[56] όπ.,προηγ.σελ.181.

[57] όπ.,προηγ.σελ.183,184.
[58] όπ.,προηγ.σελ.191.
[59] όπ.,προηγ.σελ.207.
[60] όπ.,προηγ.σελ.217.
[61] όπ.,προηγ.σελ.223.
[62] όπ.,προηγ.σελ.224.
[63] όπ.,προηγ.σελ.224.
[64] όπ.,προηγ.σελ.228.
[65] όπ.,προηγ.σελ.231.
[66] όπ.,προηγ.σελ.234.
[67] όπ.,προηγ.σελ.235.
[68] όπ.,προηγ.σελ.244.
[69] όπ.,προηγ.σελ.261.
[70] όπ.,προηγ.σελ.265.
[71] Φ.Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, εισαγωγή-μετάφραση Άρη Δικταίου, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα- Γιάννινα 1983.
[72] Όπ.προηγ.σελ.41.
[73] Όπ.προηγ.σελ.121.
[74] Όπ.προηγ.σελ.77.
[75] Όπ.προηγ.σελ.78.
[76] Όπ.προηγ.σελ.84.
[77] Όπ.προηγ.σελ.85.
[78] Όπ.προηγ.σελ.87.
[79] Όπ.προηγ.σελ.89.
[80] Όπ.προηγ.σελ.90.
[81] Όπ.προηγ.σελ.362.
[82] Όπ.προηγ.σελ.100.
[83] Όπ.προηγ.σελ.155.
[84] Όπ.προηγ.σελ.189.
[85] Όπ.προηγ.σελ.214.
[86] Όπ.προηγ.σελ.393.
[87] Όπ.προηγ.σελ.123.
[88] Όπ.προηγ.σελ.466.

[89] Φ.Ντοστογιέφσκι, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, μετάφραση Α.Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 303,304.
[90] Φ.Ντοστογιέφσκι, Δαιμονισμένοι, μετάφραση Α.Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Γ’, σελ. 159.
[91] Όπ.προηγ, ,τόμος Β’,σελ.214.
[92] Όπ.προηγ.,τόμος Β’,σελ.215.
[93] Φ.Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ, μετάφραση Α.Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ’, σελ.100.
[94] όπ.προηγ. ,τόμος Β’, σελ. 186.
[95] Νικ.Μπερδιάγεφ, Το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι, μετάφραση Νίκου Ματσούκα, εκδόσεις ,Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1990, σελ.218.
[96] Μία τέτοια περίπτωση είναι το αφήγημα της Ελένης Λαδιά, Φρειδερίκος και Ιωάννης, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2003. Αναφέρεται στον Νίτσε και στον Ιωάννη της Κλίμακας. Δεν συγκρίνει άμεσα το έργο τους, αλλά περιγράφει πως η ίδια βίωσε την πορεία από τον ένα στον άλλο. Συνεπώς τα κείμενα τίθενται σε δεύτερη μοίρα, αφού προέχει το υποκειμενικό βίωμα. Η συγγραφέας γράφει, μεταξύ άλλων: «ευλογημένη η στιγμή που γεννήθηκες, Φρειδερίκε !»(σελ. 48), «ω Ιωάννη, ήσουν ο αντίπους του Φρειδερίκου, τόσο τέλεια αντίθετοι σαν να ανήκετε στον ίδιο πυρήνα, όμοια πέρατα με τόσο διαφορετικές πορείες»(σελ.77) , και «εγώ όμως, με την θητεία κοντά στους δύο μου αγαπημένους, είδα ολόλαμπρα τις αντίθετες πορείες να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, τις αντίθετες όψεις του ίδιου πράγματος, το αρνητικό και το θετικό στην ίδια επιφάνεια…Το Χαροποιόν σου Πένθος, Ιωάννη, που με έκανε να σπαράξω, όπως και η Χαρούμενη Γνώση του Φρειδερίκου»(σελ.82).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου