ΡΗΞΗ φ.137
Η Σιμόν Βέιλ στην σύντομη και
βασανισμένη ζωή της κατάφερε να δημιουργήσει ένα σημαντικό σε εύρος και ποιότητα
έργο, το οποίο σταδιακά μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα. Η αντιμετώπιση του κοινωνικού ζητήματος υπήρξε η αφετηρία
του στοχασμού της αλλά και το μεγαλύτερο κίνητρο της περιπετειώδους ζωής της.
Από καθηγήτρια της φιλοσοφίας και
στοχαστής βρέθηκε στα εργοστάσια
και στους αγρούς να εργάζεται δίπλα σε
χειρώνακτες . Στην συνέχεια για μικρό χρονικό διάστημα πήγε στον ισπανικό εμφύλιο δίπλα στους
Δημοκρατικούς, ενώ στη τελευταία περίοδο της ζωής βρέθηκε εξόριστη στο Λονδίνο
μαζί με τους Ελεύθερους Γάλλους. Με τις εμπειρίες που συνέλεξε αλλά και την επιρροή Γάλλων στοχαστών θα
στραφεί στο Χριστό και στην Εκκλησία. Τα κείμενα της πλέον παρουσιάζουν αναλογίες με αυτά των χριστιανών μυστικιστών
όπως του Ιωάννη του Σταυρού. Ο Τ. Έλιοτ έγραψε πως «η Βέιλ ήταν τρία πράγματα σε ανώτατο βαθμό: Γαλλίδα,
Εβραία και χριστιανή. Ήταν πατριώτισσα που ευχαρίστως θα επέστρεφε στη Γαλλία
για να υποφέρει και να πεθάνει για τους συμπατριώτες της»( πρόλογος στο,
Σ.Βέιλ, Ανάγκη για ρίζες, εκδόσεις
Κέδρος, σελ.9,10), ενώ ο « ο ενθουσιασμός της για οτιδήποτε ελληνικό
(συμπεριλαμβανομένων των μυστηρίων) ήταν απεριόριστος»(ό.π. σελ.11).
Το πρώτο μέρος των « Σκέψεων…» είναι κριτική
στον μαρξισμό. Κατ’ αρχήν θεωρεί ότι η δύναμη του καπιταλισμού «εδράζεται στα
ίδια τα θεμέλια της κοινωνικής μας ζωής,
και δεν μπορεί να εκμηδενιστεί από κανέναν πολιτικό και νομικό
μετασχηματισμό. Η δύναμη αυτή είναι,
κατ’ αρχάς και κατά βάση, το ίδιο το καθεστώς της νεότερης παραγωγής, δηλαδή η
βαριά βιομηχανία(σελ.17). Συγχρόνως θεμελιώδη σημασία έχει η διάκριση ανάμεσα σε διευθυντικές και εκτελεστικές
λειτουργίες αλλά και το γεγονός ότι « όλος ο πολιτισμός μας είναι θεμελιωμένος
στην εξειδίκευση»(σελ.18). Η καταδίκη του καπιταλισμού από τον Μάρξ έχει
λιγότερο ηθικά ελατήρια και περισσότερο στην πεποίθηση του ότι πλέον στέκεται
εμπόδιο στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η πρόοδο της τεχνικής θα μας
επαναφέρει σε μια κατάσταση Παράδεισου όπου η ανάγκη έχει αντικατασταθεί από
την ελευθερία. Όμως η θέση των
μπολσεβίκων, συμπεριλαμβανομένου και του Τρότσκι είναι πως αντιμετωπίζουν «τις
δημοκρατικές ιδέες με υπεροπτική περιφρόνηση ( σελ.20). Διακρίνει στον Μάρξ μια
μυστικιστική ερμηνεία των παραγωγικών δυνάμεων που τον οδηγεί στην μυθοποίηση
τους. Χωρίς καμία απόδειξη πιστεύει στην
βέβαιη πρόοδο τους. Η Βέιλ καταλήγει πως αυτό η εσχατολογική πεποίθηση του
Μάρξ για την Τεχνική, που έχει εγελιανή
προέλευση « δεν έχει απολύτως κανέναν επιστημονικό χαρακτήρα»(σελ.21). Όμως ο προφητισμός έχει εμποτίσει όλη την
μαρξιστική σκέψη για αυτό χρησιμοποιεί
συχνά μυστικιστικές εκφράσεις όπως «η ιστορική αποστολή του
προλεταριάτου(σελ.22). Βεβαίως στον Μάρξ
συνυπάρχει και ένας υλισμός «που δεν έχει τίποτα το θρησκευτικό και δεν
αποτελεί δόγμα, αλλά μέθοδο γνώσης και δράσης»(σελ.23), που όμως «κανένας
μαρξιστής δεν τη χρησιμοποίησε στ’ αλήθεια, με πρώτο τον ίδιο τον
Μάρξ»(σελ.24).
Η Βέιλ καταλήγει πως «υπάρχει
μόνον ένας άλλος τρόπος που επιτρέπει την ελάττωση της συνολικής ανθρώπινης
προσπάθειας: αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ακολουθώντας μια σύγχρονη
φρασεολογία , εξορθολογισμό της εργασίας» (σελ.28).
Θέτει τα ακόλουθα ερωτήματα σε
όσους συμμερίζονται τις απόψεις του Μάρξ: «γιατί φερ’ ειπείν, ο καταμερισμός
της εργασίας να μετατρέπεται κατ’
ανάγκην σε καταπίεση; Αν είναι έτσι ουδόλως μας επιτρέπεται να προσμένουμε
εύλογα το τέλος της. Διότι, αν ο Μάρξ πίστευε ότι έδειξε πως το καταπιεστικό
καθεστώς καταλήγει να εμποδίζει την παραγωγή δεν προσπάθησε καν να αποδείξει ότι στις μέρες κάθε άλλο
καταπιεστικό καθεστώς θα την εμπόδιζε ομοίως. Κι επιπλέον, δεν βλέπουμε γιατί η
καταπίεση δεν θα μπορούσε να καταφέρει να διατηρηθεί , έστω κι αν έχει γίνει
παράγοντας οικονομικής ύφεσης. Ο Μάρξ προπάντων παραλείπει να εξηγήσει γιατί η
καταπίεση είναι ανίκητη όσο καιρό είναι χρήσιμη, γιατί οι καταπιεσμένοι που εξεγείρονται δεν κατόρθωσαν ποτέ να εγκαθιδρύσουν μια μη
καταπιεστική κοινωνία, είτε στη βάση των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής είτε
ακόμα και με τίμημα μια οικονομική ύφεση που δύσκολα θα μπορούσε να επιτείνει
κι άλλο την εξαθλίωση τους. Τέλος, αφήνει εντελώς στο σκοτάδι τις γενικές αρχές
του μηχανισμού με τον οποίο μια ορισμένη μορφή καταπίεσης αντικαθίσταται από
μια άλλη. Ακόμα περισσότερο, οι μαρξιστές όχι μόνο δεν έλυσαν κανένα από αυτά
τα προβλήματα, αλλά δεν θεώρησαν καν απαραίτητο να τα διατυπώσουν. Πίστεψαν ότι
είχαν αναλύσει επαρκώς το θέμα της κοινωνικής καταπίεσης λέγοντας ότι
αντιστοιχεί σε μια λειτουργία στην πάλη ενάντια στη φύση. Κατά τα λοιπά, δεν
φώτισαν αυτή την αντιστοιχία παρά μόνο στο καπιταλιστικό καθεστώς»(σελ. 40,41).
Η Βέιλ μάλλον θεωρεί αφελή την
προσδοκία ότι η εξέλιξη της Τεχνικής θα επίλυε με τρόπο ριζικό πολλά προβλήματα
που ταλαιπωρούν το ανθρώπινο. Διότι επισημαίνει, πως γνωρίζουμε από την εποχή
της «Ιλιάδας» πως υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο στον άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται
τόσο για την ευημερία όσο για την εξουσία και την ισχύ(σελ.59). Πρόκειται για ένα αναλλοίωτο δεδομένο της ανθρώπινης
ύπαρξης για το οποίο έγκαιρα μας είχε προειδοποιήσει ο Θουκυδίδης. Ο
ολοκληρωτισμός, διαπίστωνε, ότι προχωρούσε, ενώ ο αφορισμός του Μάρξ ότι ένα
καθεστώς γεννά τους νεκροθάφτες είναι εξωπραγματική διότι «ποτέ έως τα΄ρα στην
ιστορία δεν έπεσε ένα καθεστώς δουλείας από τα χτυπήματα των δούλων. Η αλήθεια
είναι ότι, σύμφωνα με μια διάσημη ρήση, η δουλεία εξαχρειώνει τον άνθρωπο να
την ποθεί κιόλας∙ ότι η ελευθερία δεν είναι πολύτιμη παρά μόνο στα μάτια όσων
την έχουν ήδη∙ και ότι ένα ολοκληρωτικά απάνθρωπο καθεστώς σαν το δικό μας όχι
μόνο δεν φτιάχνει όντα ικανά να οικοδομήσουν μια ανθρώπινη κοινωνία, αλλά
πλάθει κατ’ εικόνα του όλους όσους είναι υποταγμένοι σε αυτό, καταπιεσμένοι και
καταπιεστές μαζί»(σελ.122,123).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου